ΑΚΕΛ – ΚΚΕ στις δεκαετίες ’40- ‘50 : Μια δύσκολη σχέση στο πλαίσιο του αιτήματος της Ένωσης
ΑΚΕΛ – ΚΚΕ στις δεκαετίες ’40- ‘50 : Μια δύσκολη σχέση στο πλαίσιο του αιτήματος της Ένωσης
του Σπύρου Σακελλαρόπουλου
- Εισαγωγή
Η σχέση μεταξύ ΑΚΕΛ και ΚΚΕ στις δεκαετίες του ’40 και του ‘50 είναι μια δύσκολη σχέση και παρά την προς τα έξω εικόνα ανέφελης συμπόρευσης η μελέτη των κομματικών κειμένων δείχνει την ύπαρξη αρκετά σημαντικών διαφωνιών. Όπως θα δούμε στη συνέχειαοι διαφορετικές προσεγγίσεις αφορούσαν στη δεκαετία του ’40 το μεταβατικό ή όχι δρόμο προς την Ένωση και στη δεκαετία του ΄50 ζητήματα όπως ο αντιαποικιακός αγώνας, η υιοθέτηση μορφών ένοπλης αντίστασης, η στάση απέναντι στην αστική τάξη στο πλαίσιο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα καθώς και η συναίνεση από το ΑΚΕΛ στην ανάδειξη του Μακάριου ως του κεντρικού εκπροσώπου των ελληνοκυπρίων.
2.Οι εξελίξεις στη δεκαετία του ‘40
To ΑΚΕΛ υιοθετεί στις αρχές της δεκαετίας του ΄40 τη στρατηγική της Ένωσης, σε αντίθεση με τις προηγούμενες θέσεις που είχε το ΚΚΚ στη δεκαετία του ’20 που ένα τέτοιο αίτημα θεωρείτο σχέδιο της μπουρζουαζίας[1] και διαδοχικά είχε υιοθετηθεί η θέση της «αδιαφορίας» (σημασία είχε το κοινωνικό καθεστώς και όχι το εθνικό πλαίσιο), στη συνέχεια της ανεξαρτησίας και αργότερα της αυτονομίας.
Ωστόσο, η γραμμή της Ένωσης θα αμφισβητηθεί έμπρακτα όταν το ΑΚΕΛ θα πάρει την απόφαση να συμμετάσχει στη Διασκεπτική που οργάνωσαν οι Βρετανοί το 1947 με επίδικο την παραχώρηση στην Κύπρο ενός συντάγματος ελεγχόμενης αυτοκυβέρνησης. Η συμμετοχή θα καλυφθεί από την οπτική πως η θέσπιση Συντάγματος θα αποτελεί βήμα προς το στόχο της Ένωσης και γι’ αυτό υιοθετείται το σύνθημα «Αυτοκυβέρνηση- Ένωση».
Σε κομματικό επίπεδο η αλλαγή της γραμμής θα επικυρωθεί στο 5ο συνέδριο του ΑΚΕΛ (13-14/9/1947) όπου θα αποφασιστεί ότι:
«Το κλειδί της λύσης του Κυπριακού προβλήματος, πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα έγκειται στη ριζική μεταβολή της γενικής εξωτερικής πολιτικής της Μεγάλης Βρετανίας που δέθηκε στο άρμα του Αμερικάνικου Ιμπεριαλισμού και συμμάχησε μαζί του… Μόνο όταν η Εργατική Κυβέρνηση, που διέψευσε ως τα σήμερα τις ελπίδες της παγκόσμιας προοδευτικής γνώμης, αντιληφθεί ότι δεν είναι στη συμμαχία της με τον Αμερικάνικο Ιμπεριαλισμό και στον πόλεμο που υπάρχει η μόνιμη θεραπεία της σημερινής κρίσης που τη μαστίζει. Μόνον όταν η Εργατική Κυβέρνηση της Αγγλίας αντιληφθεί πως η ευτυχία και αυτού του ίδιου του βρετανικού λαού βρίσκεται στην ειρηνική πολιτική, στην ειλικρινή συνεργασία με τα δημοκρατικά καθεστώτα της Ευρώπης και τη Σοβιετική Ένωση, στην ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων μαζί τους, στην εγκατάλειψη της πολιτικής των επεμβάσεων στα εσωτερικά ξένων χωρών, στην απελευθέρωση των αποικιακών λαών και τη δημιουργία ισότιμης συνεργασίας μαζί τους, καθώς και στην αποφασιστική σοσιαλιστική εσωτερική ανασυγκρότηση της χώρας της, μόνον τότε- λέμεν- θα αρθούν και τα βασικότερα εμπόδια, στα οποία περιπλέκονται όχι μόνον το Κυπριακό, αλλά και πολλά άλλα προβλήματα του κόσμου που θέτουν σήμερα σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια» ( αναφέρεται στο ΑΚΕΛ 1949).
Παρατηρούμε δηλαδή πως η στάση του ΑΚΕΛ διακρίνεται από ένα ακολουθητισμό σε σχέση με τη βρετανική κυβέρνηση. Δηλαδή οι όποιες εξελίξεις αποσυνδέονται από τη δυναμική του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος που «κανονικά» θα έπρεπε να οικοδομήσει το ΑΚΕΛ και εξαρτώνται από τη βούληση της εκάστοτε εργατικής κυβέρνησης. Πρόκειται για σαφή παραδοχή αδυναμίας εκτύλιξης πολιτικών πρωτοβουλιών από πλευράς του ΑΚΕΛ, πράγμα που έγινε φανερό και στην εξέγερση του 1931 αλλά και στην έναρξη του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ.
Σε κάθε περίπτωση η αποτυχία της Διασκεπτικής θα γεννήσει προβληματισμούς στο εσωτερικό του ΑΚΕΛ σχετικά με το αν ήταν σωστή η συμμετοχή σε αυτή. Το κόμμα είχε χωριστεί στα δύο και η αμηχανία αυτή επιτάθηκε ύστερα από την πληροφορία πως το ΚΚΕ διαφωνούσε με τη θέση περί σταδιακής μετάβασης στη Ένωση[2].
Έτσι αποφασίστηκε να βρεθεί αντιπροσωπεία του ΑΚΕΛ με του ΚΚΕ. Στη συνάντηση που έγινε το Νοέμβριο του 1948 με αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Ζαχαριάδης, ο τελευταίος τούς είπε: «Η γραμμή για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στην Κύπρο είναι μια μορφή ‘λιμπεραλισμού’ (φιλελευθερισμού). Εμείς εδώ θα είμαστε έτσι κι αλλιώς σε δύο μήνες στην Αθήνα. Έτσι, εσείς εκεί στην Κύπρο δεν μπορείτε να μιλάτε πια για ενδιάμεσο στάδιο Αυτοκυβερνήσεως, με τελικό στόχο την Ένωση. Η Ένωση με την Ελλάδα πρέπει να γίνει ο άμεσος στόχος σας…δεν μπορείτε να μιλάτε πια για κυβέρνηση ή οποιουδήποτε άλλου είδους συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια της Βρετανικής Κοινοπολιτείας όταν οι δικές μας προοπτικές είναι ότι σύντομα θα εισέλθουμε στην Αθήνα! Το σύνθημά σας ένα πρέπει να είναι: ‘Άμεσος Ένωση- ‘Ένωση και μόνο Ένωση’…Κοιτάξετε να μπείτε στην άμεση συνθηματολογία για Ένωση και αναπροσαρμόσετε ανάλογα τη στρατηγική και την τακτική σας. Δεν έχετε στην Κύπρο βουνά; Δεν έχετε όπλα;» (αναφέρεται στο Ιωάννου 2005: 336- 337).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί πως η στάση του Ζαχαριάδη, και γενικότερα του ΚΚΕ διακρινόταν από μία συνέπεια. Στην εισήγησή του, ο γγ του ΚΚΕ, προς το σώμα του 7ου συνεδρίου του κόμματος (1-6/10/45) υποστήριξε πως η Ελλάδα ζούσε μια έξαρση υπερεθνικισμού ο οποίος στρεφόταν κατά των μειονοτήτων της Ελλάδας ενώ δηλητηρίαζε τις σχέσεις της με τις γειτονικές χώρες και κατέληγε «Όλα αυτά δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τα εθνικά συμφέροντά μας. Η πρωταρχική λαϊκή ανάγκη και στον τομέα αυτόν είναι δημοκρατία και ειρήνη και πάνω σε αυτή τη βάση θα λύσουμε με τους γείτονές μας όλες τις διαφορές που μπορεί να υπάρχουν, διεκδικώντας όμως ακλόνητα πρώτα απ’ όλα τις περιοχές εκείνες, όπως είναι η Κύπρος και τα Δωδεκάνησα, όπου η ολότητα σχεδόν του πληθυσμού- αν εξαιρέσει κανένας την τουρκική μειονότητα- είνε ελληνική και ζητά σταθερά την ένωσή της με την Ελλάδα» (Ζαχαριάδης 1945). Κατά συνέπεια το ΚΚΕ εμφανίζεται να έχει μια σταθερή θέση για το ζήτημα, ταυτόσημη που είχε το ΑΚΕΛ μέχρι το Σεπτέμβρη του 1947.
Η αλήθεια είναι πως οι Ιωάννου και Ζιαρτίδης μετά τη συνάντηση με την αντιπροσωπεία του ΚΚΕ βρέθηκαν σε μια πολύ αμήχανη θέση και γι΄αυτό στη συνέχεια του ταξιδιού τους είδαν και άλλα κομμουνιστικά κόμματα Ωστόσο πέραν του βρετανικού ΚΚ που τους πρότεινε να ακολουθήσουν μια σταδιακή πορεία προς την Ένωση τόσο η Κομινφόρμ όσο και το ΚΚΣΕ δεν έδωσαν συγκεκριμένες κατευθύνσεις σχετικά με το τι έπρεπε να γίνει (Leventis 2002: 245- 246).
Το αποτέλεσμα θα είναι το Μάιο του 1949 η ΚΕ του ΑΚΕΛ να κάνει αυτοκριτική για τη γραμμή της αυτοκυβέρνησης αναφέροντας πως επρόκειτο για «μια λανθασμένη μικροαστική αντιμετώπιση του ενωτικού προβλήματος που έτεινε να υποτάξει το επαναστατικό εργατοαγροτικό κίνημα σε συμβιβαστικές μεταρρυθμίσεις που ουσιαστικά το ευθυγράμμιζαν με τις διαθέσεις και τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού» (αναφέρεται στο Κωνσταντινίδης 2011: 133). Σε ότι αφορά την ουσία της κατεύθυνσης του 5ου συνεδρίου αναγνωριζόταν πως έβαζε ως απαραίτητο στοιχείο το «πρώτα να πραγματοποιηθεί μια ριζική καθεστωτική μεταβολή στην Αγγλία για να λυθεί το Κυπριακό. Απ’ αυτή τη βασικά λανθασμένη τοποθέτηση του Κυπριακού Εθνικού προβλήματος δημιουργείται η ηττοπάθεια και το πέσιμο της αγωνιστικής διάθεσης γιατί αφού το παν εξαρτάται από την καθεστωτική αλλαγή στην Αγγλία, μάταια αγωνίζεται ο Κυπριακός λαός» (αναφέρεται στο ΑΚΕΛ 1949). Η αλλαγή αυτή της γραμμής στηριζόταν σε προγενέστερη απόφαση της ΚΕ (15/1/49) όπου αναγνωριζόταν πως «Η στροφή μας προς τις συνταγματικές ελευθερίες και η ακαδημαικοποίηση του αγώνα για την Ένωση ήταν και στριφνή και λανθασμένη. Είμαστε μια αποικία. Θέλουμε να σπάσουμε το αποικιακό πλαίσιο, γιατί το απαιτεί το πρόβλημα της ζωής και της παραπέρα ανάπτυξης του λαού. Αυτό θα το πετύχουμε μόνο με την Ένωση. Το αίτημά μας θα πρέπει να είναι ΕΝΩΣΗ με την Ελλάδα…Το εθνικό έμπαινε για άμεση λύση και όχι σαν αίτημα προοπτικής και προπαγάνδας, με συνταγματικά ενδιάμεσα όπως κάναμε μείς (Στο κάτω- κάτω μια τέτοια αδιάλλακτη ενωτική επιμονή ήταν η καλύτερη τακτική για να εκμαιεύσει πολιτικές ελευθερίες). Δεν πρέπει να ζητούμε σύνταγμα, έστω κι αν πρόκειται για σύνταγμα κτήσης. Αυτό που μπαίνει άμεσα για μας είναι το ζήτημα αυτοδιάθεσης, ζήτημα Ένωσης με την Ελλάδα» (αναφέρεται στο ΑΚΕΛ 1949).
Μετά την απόφαση του Μαΐου του 1949 η ΚΕ του ΑΚΕΛ παραιτήθηκε μέσα σε ένα ορυμαγδό αυτοκριτικής και μέχρι την διοργάνωση Συνεδρίου την καθοδήγηση ανέλαβε ένα όργανο που ονομαζόταν Προσωρινή Κεντρική Καθοδήγηση και το οποίο στο πρώτο ανακοινωθέν του ανέφερε πως η λανθασμένη τακτική οφειλόταν στο γεγονός πως στην απερχόμενη κεντρική επιτροπή κυριαρχούσαν στοιχεία ευάλωτα στις μικροαστικές επιδράσεις και πως τέτοια άτομα δεν θα έπρεπε να συμμετέχουν στην ηγεσία του κόμματος (Leventis 2002: 247). Στη συνέχεια ακολούθησε το συνέδριο του κόμματος (27-29/8/ 1949) το οποίο επικύρωσε την απόφαση της προηγούμενης ΚΕ και τάχθηκε υπέρ της γραμμής της Ένωσης.
Απ’ ότι γίνεται φανερό το ΚΚΕ είχε στη δεκαετία του ’40 μια σταθερή γραμμή για το ζήτημα ενώ το ΑΚΕΛ άλλαξε δύο φορές θέση. Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το σημείο. Το ΚΚΕ, όπως είδαμε αναφέρει στο 7ο συνέδριο μέσω της εισήγησης του Νίκου Ζαχαριάδη πως υποστηρίζει την ένωση της Ελλάδας με τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο. Πράγματι μετά από δύο χρόνια τα Δωδεκάνησα ενσωματώνονται στην Ελλάδα αλλά παραμένει το ζήτημα της Κύπρου ανοικτό. Κατά συνέπεια το ΚΚΕ συνεχίζει να υπερασπίζεται με συνέπεια μια συγκεκριμένη γραμμή. Κατά τη γνώμη μας δεν είναι τυχαίο πως γίνεται λόγος για Δωδεκάνησα[3] και Κύπρο, περιοχές όπου υπερείχε σαφώς το ελληνικό στοιχείο αλλά ήταν και νησιά έτσι ώστε να αποφευχθεί μια βίαιη μετακίνηση πληθυσμού με στόχο την πληθυσμιακή αλλοίωση[4]. Επιπρόσθετα το ΚΚΕ που τα μέλη και τα στελέχη του είχαν διαπαιδαγωγηθεί μέσα σε δυο ένοπλες αναμετρήσεις θεωρούσε περίπου «φυσική» την εμπλοκή του ΑΚΕΛ σε αντάρτικες επιχειρήσεις. Πόσο μάλλον που αυτό αφορούσε τον κοινό αντίπαλο, τους Βρετανούς. Το αδύνατο σημείο του ΚΚΕ, και ειδικά της τοποθέτησης Ζαχαριάδη, ήταν η εκτίμηση, η οποία γινόταν το Νοέμβρη του 1948, πως σε δύο μήνες ο ΔΣΕ θα βρισκόταν στην Αθήνα….
Από την πλευρά του το ΑΚΕΛ παρουσίασε όλες αυτές τις ταλαντεύσεις για μια σειρά από λόγους: Καταρχήν φαίνεται πως η ηγετική του ομάδα δεν είχε προετοιμαστεί για μια εξέλιξη όπως αυτή της Διασκεπτικής. Αιφνιδιάστηκε από τη συγκεκριμένη πρόταση και δέχτηκε να τη συζητήσει ακριβώς γιατί, όπως φανερώνει και η απόφαση του Συνεδρίου του 1947, θεωρούσε πως η βρετανική συναίνεση αποτελούσε τη λυδία λίθο για την όποια εξέλιξη στο Κυπριακό. Ύστερα υπήρχε ανοικτό ερώτημα, μεσούντος του εμφυλίου, σε ποια Ελλάδα θα ενσωματωνόταν η Κύπρος. Έπειτα οι κύπριοι κομμουνιστές δεν είχαν την εμπειρία της συμμετοχής σε μια ένοπλη εξέγερση και κάτι τέτοιο στον περιορισμένο εδαφικό χώρο της Κύπρου φαινόταν εντελώς ατελέσφορο.
Αυτό στο οποίο καταλήγουμε είναι πως το ΑΚΕΛ σε καμία περίοδο της ιστορίας του, κι αυτό θα φανεί και στη δεκαετία του ’50, δεν ήταν ο φορέας εκείνος που θα έπαιρνε πρωτοβουλίες ρήξης. Εγκλωβισμένο σε μια αριστερίστικη λογική άρνησης κοινού αντιαποικιακού μετώπου θα καταστεί ουραγός στην εξέγερση του 1931. Στη δεκαετία του ΄40 θα αλλάξει δύο φορές κατεύθυνση όπου το βασικό ερώτημα στο οποίο αδυνατεί να απαντήσει δεν είναι το ένοπλος ή ειρηνικός αγώνας αλλά το αντιαποικιακή στρατηγική ή επιχείρηση εξεύρεσης λύσης εντός του αποικιακού πλαισίου. Θα αναγκαστεί να υιοθετήσει νέα πολιτική ύστερα από την αποτυχία της Διασκεπτικής για τους ακόλουθους λόγους: εξαιτίας της πίεσης που θα αισθανθεί από την κυπριακή δεξιά ύστερα από τη συμμετοχή στη Διασκεπτική, λόγω των απωλειών που θα εμφανίσει στις Δημοτικές εκλογές του 1949 καθώς και εξαιτίας της έλλειψης υποστήριξης από τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κόμματα γύρω από τη γραμμή της σταδιακής προσέγγισης του στόχου της Ένωσης[5].
3) Οι εξελίξεις στη δεκαετία του ΄50
Το βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτή τη δεκαετία είναι ο αγώνας που διεξήχθηκε για την αποδέσμευση της Κύπρου από τον αποικιακό ζυγό. Στον αγώνα αυτό οι δυνάμεις της Δεξιάς και του Κέντρου επέλεξαν τον ανταρτοπόλεμο μέσω της ίδρυσης της ΕΟΚΑ ενώ το ΑΚΕΛ υιοθέτησε την πρακτική των άοπλων κινηματικών αντιστάσεων, αποδεχόμενο, παράλληλα, την πρωτοκαθεδρία του Μακαρίου ως εκπροσώπου του συνόλου των ελληνοκυπρίων. Οι επιλογές αυτές είναι που θα συμπυκνώσουν μια σειρά από αντιπαραθέσεις, ενίοτε πολύ οξείες, μεταξύ ΚΚΕ και ΑΚΕΛ.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά:
α) Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στο ΑΚΕΛ
Το ΚΚΕ υιοθέτησε μια στάση συνεχούς κριτικής απέναντι στο ΑΚΕΛ η οποία εκτεινόταν σε αρκετά ζητήματα εκκινώντας από τις αρχές της δεκαετίας του ’50.
ι) το ζήτημα του αντιαποικιακού αγώνα
Το πρώτο ζήτημα ήταν η ανάγκη εμβάθυνσης του αγώνα του ΑΚΕΛ με αντιαποικιακό περιεχόμενο. Έτσι σε έκθεση των Ιωαννίδη και Κολιγιάννη προς το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ με ημερομηνία 26/8/51 αναφέρεται πως «Η καθοδήγηση του ΑΚΕΛ δεν έχει κάνει μια σωστή και ολοκληρωμένη στρατηγική τοποθέτηση απέναντι στον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Πουθενά, σε καμμιά απόφαση του ΑΚΕΛ δε φαίνεται η αποικιακή πολιτική της Αγγλίας, ούτε πρόγραμμα πάλης του ΑΚΕΛ και του Κυπριακού Λαού ενάντια στην αποικιακή πολιτική της Αγγλίας. Το ΑΚΕΛ μιλάει και παλεύει γενικά για την ένωση με την Ελλάδα και στην πάλη αυτή επηρεάζει μεγάλα στρώματα του Κυπριακού λαού. Όμως πάλη ενάντια στα συγκεκριμένα αποικιακά μέτρα στην Κύπρο, οικονομικά, πολιτικά, συνταγματικά κλπ., δεν υπάρχει. Είνε χαρακτηριστικό ότι στις κομματικές αποφάσεις δεν αναφέρονται ούτε οι λέξεις ‘αγγλικός ιμπεριαλισμός, αποικία, αποικιακή πολιτική κλπ’. Από δω βασικά, πηγάζουν οι λαθεμένες θέσεις και αποφάσεις τους σε μια σειρά ζητήματα» (Ιωαννίδης / Κολιγιάννης 1951)
Κατά τη γνώμη μας η στάση αυτή του ΑΚΕΛ, δηλαδή η υποβάθμιση του αντιαποικιακού χαρακτήρα του αγώνα, οφειλεόταν σε δύο λόγους. Από τη μια στην επιρροή της «αριστερίστικης» παρέκκλισης που είχε χαρακτηρίσει την πολιτική του κόμματος στη δεκαετία του ‘20 όπου υπήρχε μια υποτίμηση της σημασίας του αντιαποικιακού αγώνα και το βάρος έπεφτε στην ανάγκη δημιουργίας μιας εργατοαγροτικής σοβιετικής δημοκρατίας. Από την άλλη στην ιδεολογική ηγεμονία της δεξιάς η οποία στη δεκαετία του ’40 και του ’50 αντιμετώπιζε την ένωση ως στρατηγική εθνικής ανεξαρτησίας. Το ΑΚΕΛ θα έπρεπε να μην περιορίζεται σε αυτό μόνο την κατεύθυνση αλλά να τη βαθαίνει τόσο με την ανάδειξη του αντιδραστικού χαρακτήρα της αποικιοκρατίας όσο και με την προσπάθεια ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας να μπολιαστεί με τη στρατηγική ευρύτερων κοινωνικών αλλαγών.
ιι) για τη στάση απέναντι στην ΕΟΚΑ και την ένοπλη πάλη
Η επόμενη σημαντική διαφωνία αφορούσε τη στάση απέναντι στην ένοπλη πάλη. Η έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ και οι πρώτες εκρήξεις που θα σημειωθούν την 1η Απριλίου του 1955 θα αντιμετωπιστούν με καταγγελτική διάθεση από την πλευρά του ΑΚΕΛ. Συγκεκριμένα σε ανακοίνωσή που εξέδωσε την ίδια μέρα το Πολιτικό Γραφείο του ΑΚΕΛ ανέφερε πως ««Οι δυναμιτιστικές εκρήξεις που σημειώθηκαν τις πρωινές ώρες της Παρασκευής επαναφέρουν πιο έντονα μπροστά στον Κυπριακό λαό ένα ζήτημα για το οποίο επιβάλλεται να διαλυθεί κάθε πιθανή σύγχυση και από τον τελευταίο πατριώτη…Αδίστακτα το ΑΚΕΛ λέει πως αυτού του είδους η δραστηριότητα μονάχα ζημιά μπορεί να προκαλέσει στον κυπριακό αγώνα Έφτασε…η στιγμή που κάθε τίμιος πατριώτης πρέπει να ξεκαθαρίσει ολότελα στην σκέψη του τι αποτελεί ορθή τακτική εθνικού αγώνα και τι αποτελεί προβοκάτσια και παιχνίδι των εχθρών του λαού και της υπόθεσής του…Ο Πατριωτικός Κυπριακός Λαός δεν έχει καμία σχέση με αυτές τις τρομοκρατικές πράξεις. Το αλάθητο συμπέρασμα που πρέπει να βγάλει κάθε κύπριος πατριώτης είναι ότι τέτοιες μέθοδες ποτές δεν προωθούν τον αγώνα για εθνική απελευθέρωση. Οι μέθοδες αυτές εκφυλίζουν τον αγώνα και τον εκθέτουν στη συκοφαντία και τα κτυπήματα των εχθρών του» (αναφέρεται στο Φάντης χχ: 300- 302)»
Θα χρειαστεί να φανεί η λαϊκή υποστήριξη που γνώριζαν οι πρακτικές της ΕΟΚΑ ώστε η Κεντρική Επιτροπή του ΑΚΕΛ δύο χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 1957, να υποχρεωθεί σε σοβαρή αυτοκριτική: «…Ταυτόχρονα η Κ.Ε υπογραμμίζει ανοικτά ότι στη στάση μας έναντι της ΕΟΚΑ διαπράξαμε μια σειρά λάθη, μερικά από τα οποία αρκετά σοβαρά. Πρώτα- πρώτα από την αρχήν υποτιμήσαμε σοβαρά το κίνημα της ΕΟΚΑ, θεωρώντας το σα κίνημα μερικών δεκάδων φανατικών της δεξιάς, προωρισμένο να σβύση σε μερικούς μήνες και δεν μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε τις προετοιμασίες που γίνονταν πάνω από τρία χρόνια. Δεύτερο η ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου τον Απρίλη του 1955 ήταν μια πολύ βιαστική και αψυχολόγητη ενέργεια που πρόδιδε σύγχυσι και έλλειψι ψυχραιμίας και με τον τρόπο που έπιανε το ζήτημα θεωρητικολογώντας για ατομική τρομοκρατία με αποσπάσματα από τον Λένιν, δεν βοηθούσε καθόλου τις μάζες να δουν σωστά για ποιους λόγους το κόμμα μας διαφωνούσε με την τακτική του ένοπλου αγώνα. Τρίτο οι χαρακτηρισμοί που σε ανακοινώσεις και σε άρθρα μας δώσαμε στην ΕΟΚΑ και τους αγωνιστάς της, αποκαλώντας τους ‘Ψευτοδιγενήδες’, ‘τραμπούκους’, ‘βαρελότους’, ‘τρακατρούκες’ ήσαν προκλητικοί και σεχταριστικοί…» (ΑΚΕΛ 1957).
Ωστόσο παρά την αυστηρή αυτοκριτική το βασικό ζήτημα παρέμενε: Το ΑΚΕΛ, επηρεασμένο, πιθανά, και από τη στρατιωτική ήττα του ΚΚΕ στην Ελλάδα, συνέχιζε να τοποθετείται ενάντια στον ένοπλο αγώνα : « Η πλατειά ολομέλεια της ΚΕ επιβεβαιώνει ακόμα μια φορά την ορθότητα της θέσης του κόμματος έναντι του ένοπλου αγώνα της δεξιάς. Εχτιμώντας την ορθότητα αυτής της θέσης μας πρέπει να διαπιστώσουμε ότι το κόμμα μας έσωσε τις πλατιές πατριωτικές δυνάμεις από την εξολόθρευση και δεν επέτρεψε στους άγγλους ιμπεριαλιστές να τες συντρίψουν και να διαιωνίσουν έτσι ανενόχλητοι την κατοχή της Κύπρου για πολλά ακόμα χρόνια… Η Πλατειά ολομέλεια της Κ.Ε. επιβεβαιώνει ξανά την ορθότητα της τακτικής του ενιαίου, παλλαικού μαζικού δημοκρατικού αγώνα που απαρέκκλιτα ακολούθησε το κόμμα μας σε όλο αυτό το διάστημα… Η Κ.Ε διαπιστώνοντας την ορθότητα της τακτικής μας και εγκρίνοντας τον τρόπο εφαρμογής της, πιστεύει ότι αν το κόμμα μας προχωρούσε στην εφαρμογή της τακτικής του σε πιο αποφασιστικές μαχητικές μορφές πάλης μέχρι τη σύγκρουση με τις ένοπλες δυνάμεις των αποικιστών… αυτό θα ήταν καταστρεπτικό τόσο για το Λαϊκό κίνημα όσο και για την υπόθεση του ίδιου του Λαού» (ΑΚΕΛ 1957).
Ουσιαστικά η ΚΕ παραδέχεται πως ήταν τέτοιος ο συνολικός συσχετισμός δύναμης που η ένοπλη επιλογή δε θα βοηθούσε στην επίλυση του ζητήματος και η μόνη σωστή στρατηγική ήταν η συνέχιση των απεργιών και των συλλαλητηρίων καθώς και των διπλωματικών επαφών. Γι’ αυτή την κατεύθυνση η ηγεσία του ΑΚΕΛ εμφανίζεται αταλάντευτη και θεωρεί πως μολονότι υπήρξαν αρχικά σημαντικά λάθη η συνολική γραμμή δικαιώθηκε από την πραγματικότητα: «Παρά τα σοβαρά λάθη που διαπράξαμε στην αρχή στη στάση μας έναντι στην ΕΟΚΑ στην πράξη διορθώσαμε αυτά τα λάθη στην πορεία του αγώνα, με αποτέλεσμα σήμερα η στάση μας έναντι στην ΕΟΚΑ και των αγωνιστών της, να εχτιμιέται σήμερα από όλα τα στρώματα που επηρεάζονται από αυτή και από ηγετικούς παράγοντες της Δεξιάς» (ΑΚΕΛ 1957).
Είναι εμφανές πως το ΑΚΕΛ έχοντας συνειδητοποιήσει το βάθος της υποστήριξης που είχε ο αγώνας της ΕΟΚΑ αναγκάστηκε να προχωρήσει σε αυτοκριτική. Ωστόσο για να μην έχει αυτή η αυτοκριτική διαλυτικές επιπτώσεις, αφού η ηγεσία δεν είχε αλλάξει, διατρανώνεται η πίστη στον ειρηνικό αγώνα και προβάλλεται η, πολύ αμφισβητούμενη, επιρροή του κόμματος ακόμα και σε συντηρητικούς κύκλους.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1957, το ΑΚΕΛ μέσω του εκπροσώπου του Μ. Ζιαρτίδη σε συνάντηση που θα έχει με το ΚΚΕ θα παραδεχτεί πως ο αγώνας της ΕΟΚΑ είχε και θετικά στοιχεία όπως «το ανέβασμα του αντιιμπεριαλιστικού μίσους η μαχητικοποίηση του λαού και η εμφάνιση το ζητήματος στο διεθνές στίβο». Από εκεί και πέρα, ωστόσο, θεωρείται πως αυτά τα θετικά αποτελέσματα θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί και με διαφορετικό τρόπο: «όλα τα θετικά αποτελέσματα που είχε η τακτική της ΕΟΚΑ μπορούσαμε να τα τάχουμε με την τακτική της ενιαίας μαζικής πολιτικής πάλης που εισηγείτο το ΑΚΕΛ». Αντίθετα, με τον αγώνα της ΕΟΚΑ αναδείχθηκε και σημαντικός αριθμός αρνητικών αποτελεσμάτων που σχετίζονταν με τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δικαιώματα του κυπριακού λαού: «Ο Αρχιεπίσκοπος στην εξορία, το ΑΚΕΛ στην παρανομία, ο τύπος φιμωμένος. Οδήγησε στην όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στους έλληνες και τούρκους και έρριξε την τουρκική μειονότητα ολότελα πίσω από την πολιτική του ιμπεριαλισμού. Μας εδημιούργησε τον κίνδυνο του διαμελισμού που δυστυχώς πολλοί τον υποτιμούν. Εδημιούργησε σοβαρούς κινδύνους για την παιδεία, ήδη πολλά σχολεία διατρέχουν τον κίνδυνο του κλεισίματος και απειλούμαστε με την εισαγωγή νέας πιο περιοριστικής νομοθεσίας. Μας έφερε ζημιά στον τομέα της εξασφάλισης της αλληλεγγύης και της συμπάθειας των μαζών του αγγλικού λαού» (ΑΚΕΛ 1957β).
Η κατεύθυνση αυτή διευκρινίζεται σε κατοπινό κείμενο των Παπαιωάννου και Φάντη, γραμματέα και μέλος του πολιτικού γραφείο του ΑΚΕΛ αντίστοιχα, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται πως το ΑΚΕΛ πέραν του ότι δεν ήθελε να συμμετάσχει σε ένοπλο αγώνα «δεν μπορούσε, ούτε και ήταν προετοιμασμένο για μια τέτοια μορφή πάλης. Το ΑΚΕΛ αντιπαράθεσε σ’ αυτή τη μορφή πάλης, την ταχτική του μαζικού, ενιαίου, παλαικού αγώνα. Συγκεκριμένες μορφές πάλης αυτής της ταχτικής είνε η απεργία, η παναπεργία, οι διαδηλώσεις, οι παλαϊκές συγκεντρώσεις, και τα συλλαλητήρια όταν αυτό επιβάλουν οι συνθήκες και το συμφέρον του αγώνα... Ολόκληρο το κόμμα μας ομόφωνα πιστεύει, ότι μέσα στις δοσμένες Κυπριακές συνθήκες η πιο κατάλληλη ενδεδειγμένη και αποτελεσματική ταχτική στη διεξαγωγή του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα, είναι ο ενιαίος, μαζικός, παλλαικός αγώνας κι όχι ο ένοπλος αγώνας με τη μορφή της ατομικής τρομοκρατίας, που εφάρμοσε η Δεξιά» (Παπαιωάννου- Φάντης χχ)
Σε αντίθεση με την κατηγορηματικά αρνητική θέση του ΑΚΕΛ το ΚΚΕ έχει μια διαφορετική προσέγγιση. Έτσι σε σχετική απόφαση που πήρε η κεντρική επιτροπή του κόμματος στις 20 Νοεμβρίου του 1956 δε θα πρέπει να αποκλειστεί ένα είδους ένοπλης πάλης «που να ανταποκρίνεται στις δυνατότητες της Κύπρου, που απαραίτητα όμως να στηρίζεται στη μαζική πάλη και στην υποστήριξη του λαού και νάναι υποταγμένη σε ενιαία πολιτική κατεύθυνση της πατριωτικής πάλης».
Μια τέτοια στάση θα είχε, σύμφωνα με το ΚΚΕ, πολλαπλασιαστικά θετικά αποτελέσματα. Όπως αναφέρεται σε σχετικό έγγραφο του ΠΓ του ΚΚΕ που συντάχθηκε το Νοέμβριο του 1958 «Θετική στάση μας [εννοεί απέναντι στην ένοπλη πάλη- σημ. ΣΣ] κατ’ αρχήν θα επιδρούσε προς την κατεύθυνση της υπερνίκησης των κυριότερων αδυναμιών του εθνικού αγώνα όπως είναι η υποτίμηση της μαζικής πάλης, οι αυταπάτες σχετικά με τους σκοπούς του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και η τόση υποχώρηση στο ζήτημα των βάσεων, η αδύνατη δουλειά για την εξουδετέρωση των προσπαθειών του αγγλικού ιμπεριαλισμού να στρέψει ενάντια στους έλληνες της Κύπρου την τουρκική μειονότητα». (ΚΚΕ 1958α).
ιιι) για τη συμμαχία με την αστική τάξη στο πλαίσιο ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα
Σε επόμενο κείμενό του το ΚΚΕ θα εμβαθύνει περισσότερο την κριτική του απέναντι στο ΑΚΕΛ αναδεικνύοντας τη δυνατότητα μπορεί να υπάρχει γύρω από μια τακτικού χαρακτήρα συμμαχία με την αστική τάξη χωρίς αυτό να σημαίνει την απουσία συγκεκριμένων όρων πάνω στους οποίους θα οικοδομηθεί αυτή η συμμαχία: «Υπάρχουν μια σειρά ζητήματα, όπου οι απόψεις του ΚΚΕ δεν συμπίπτουν με τις απόψεις του ΑΚΕΛ. Οι διαφορές μας με το ΑΚΕΛ σχετίζονται με τα ακόλουθα προβλήματα: ο ρόλος της αστικής τάξης στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου, ο συσχετισμός των δυνάμεων και οι σημερινές επιδιώξεις του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα…, δεν είναι σωστό ν’ αντιπαρατίθενται πάντα απόλυτα, όπως γίνεται από το ΑΚΕΛ, οι ταξικοί σκοποί της αστικής τάξης προς τον εθνικό αγώνα…η αστική τάξη της Κύπρου έρχεται σε αντίθεση με τους αποικιοκράτες και κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να αποτελέσει λίγο- πολύ σύμμαχο στον αγώνα κατά της αποικιοκρατίας…» (ΚΚΕ 1959).
Ουσιαστικά με το παραπάνω το ΚΚΕ υποστηρίζει πως σε ένα εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα η εθνική αστική τάξη μπορεί να αποτελέσει σύμμαχο ενός κομμουνιστικού κόμματος. Το ζήτημα είναι σε ποια βάση γίνεται αυτή συμμαχία και σε ποια βαθμό προωθεί όχι μόνο τον αντιαποικιακό αγώνα αλλά και δίνει τη δυνατότητα για προώθηση ευρύτερων ριζοσπαστικών αλλαγών. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να υποστηριχθεί πως η αποτίναξη του ξένου ζυγού αντικειμενικά βελτιώνει τις συνθήκες ζωής των λαϊκών στρωμάτων ακόμα και αν αυτό δε γίνεται μέσα σε διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.
ιν) Για τη στάση του ΑΚΕΛ απέναντι στο Μακάριο
Το τέταρτο ζήτημα αφορά τη συναίνεση του ΑΚΕΛ απέναντι στους χειρισμούς του Μακαρίου για την επίλυση του κυπριακού. Συγκεκριμένα το 1958 το ΑΚΕΛ προχωρούσε σε μια σοβαρή υπαναχώρηση σε σχέση με τους στόχους του μη αντικρούοντας τις προτάσεις του Αρχιεπίσκοπου για τη λύση της Ανεξαρτησίας περιοριζόμενο να πει πως το Κυπριακό είχε φτάσει σε αδιέξοδο και η αποδοχή της Ανεξαρτησίας από τον Μακάριο δε σήμαινε και παραίτηση από το ΑΚΕΛ του στόχου της Ένωσης .
Το ΚΚΕ θα διαφοροποιηθεί πλήρως και σε συνεδρίαση του ΠΓ τον Οκτώβριο του 1958 θα ασκηθεί κριτική στη θέση του ΑΚΕΛ σύμφωνα με την οποία το κυπριακό ύστερα από τη διατύπωση του σχεδίου Μακμίλαν έχει οδηγηθεί σε σοβαρό αδιέξοδο και γι’ αυτό το ΠΓ «δε θεωρεί δικαιολογημένη και υπαγορευμένη από τις αντικειμενικές συνθήκες την αποδοχή από το ΑΚΕΛ των προτάσεων με μοναδική επιφύλαξη την δήλωση του ΑΚΕΛ ότι δεν εγκαταλείπει την αυτοδιάθεση». Με βάση αυτή την οπτική θεωρείται πως «Το σύνθημα του ΑΚΕΛ για την ενότητα των πατριωτικών δυνάμεων είναι και παραμένει σωστό. Στην εφαρμογή όμως αυτής της πολιτικής το ΑΚΕΛ έκανε απαράδεχτες υποχωρήσεις και λάθη. Δεν είναι σωστή η αναγνώριση του Μακάριου σαν του μοναδικού εκπροσώπου του κυπριακού λαού» (ΚΚΕ 1958).
ν) Συνοψίζοντας την κριτική απέναντι στο ΑΚΕΛ
Συνοψίζοντας την κριτική απέναντι στο ΑΚΕΛ το ΚΚΕ επισημαίνει πως «η πηγή όλων αυτών των … λαθών κατά τη γνώμη μας βρίσκεται: 1) Στην υποτίμηση των δυνάμεων του απελευθερωτικού κινήματος του λαού της Κύπρου και της Ελλάδας και των δυνάμεων του παγκόσμιου αντιιμπεριαλιστικού φιλειρηνικού και σοσιαλιστικού στρατοπέδου και στην υπερτίμηση των δυνάμεων του ιμπεριαλισμού. Στην σάπια αντιλενινιστική, οπορτουνιστική αντίληψη ότι δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με τη δική μας πάλη. Ότι η λευτεριά θα έρθει όχι σαν αποτέλεσμα βασικά της πάλης του λαού μας, αλά σαν αποτέλεσμα της επίδρασης εξωτερικών παραγόντων (Λόγουχάρη με τον ερχομό στην Εξουσία του Εργατικού Κόμματος της Αγγλίας, χαλάρωση της διεθνούς έντασης κλπ) 2) Στην εσφαλμένη αντίληψη που έχει ηγεσία του ΑΚΕΛ ….για το ρόλο και τη θέση της Εθνικής αστικής τάξης της Κύπρου στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα…3) Τα οππορτουνιστικά λάθη και παρεκκλίσεις της καθοδήγησης του ΑΚΕΛ είναι αποτέλεσμα ακόμα των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο απελευθερωτικός αγώνας του ελληνικού και ιδιαίτερα του κυπριακού λαού, της άγριας τρομοκρατίας και των διωγμών που εξαπέλυσαν και συνεχώς εντείνουν οι άγγλοι αποικιοκράτες στην Κύπρο» (ΚΚΕχχ)
β) Η απάντηση του ΑΚΕΛ στο ΚΚΕ
Στις αιτιάσεις του ΚΚΕ απέναντι στο ΑΚΕΛ για το ζήτημα του ένοπλου αγώνα, το τελευταίο θα απαντήσει: «Εμείς σαν Κυπριακός λαός είμαστε σε θέση να τα βγάλουμε πέρα σε μιαν ένοπλη αναμέτρηση με τους βρετανούς αποικιστές; Για κάθε αντικειμενικό μελετητή της κατάστασης, για καθένα που παίρνει υπόψη του ψύχραιμα την πραγματική κατάσταση είναι φανερό πως ο συσχετισμός των δυνάμεων των αντιπάλων που εμπλέκονται στη σύγκρουση, δηλ. ο συσχετισμός των δυνάμεων του Κυπριακού λαού με τις δυνάμεις ων βρετανών αποικιστών, είναι δυσμενής για μας και ευνοϊκός για τους αποικιστές. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες το να χρησιμοποιήσεις τέτοιες προχωρημένες μορφές πάλης, όπως είναι η ένοπλη δράση, το να τραβήξεις τις μάζες, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και με τον τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων στην ένοπλη σύγκρουση, δεν είναι τίποτε άλλο παρά δονκιχωρισμός, επαναστατικός ρομαντισμός και τυχοδιωκτισμός, που το αποτέλεσμά του θα είναι η συντριβή των λαϊκών, πατριωτικών δυνάμεων» (Παπαιωάννου- Φάντης χχ).
Και στη συνέχεια τα δύο στελέχη του ΑΚΕΛ παρότι αναγνωρίζουν πως τους δόθηκε σωστή και πολύτιμη βοήθεια από το ΚΚΕ διατυπώνουν και στοιχεία αυστηρής κριτικής: «…το ΚΚΕ μας μετάδωσε και πολλά από τα δικά του ελαττώματα, που επηρέασαν αρνητικά τη δουλειά μας του κόμματός μας. Ο σεχταρισμός που για χρόνια βάρυνε την πολιτική και την οργανωτική μας δουλειά, τη στρατηγική και την ταχτική μας, που εμπόδιζε την ανάπτυξη της ενότητας των λαϊκών μαζών, αυτός ο σεχταρισμός σε αρκετό βαθμό μας μεταδόθηκε από το ΚΚΕ… Όσον αφορά την αρθρογραφία της ‘Αυγής’ πάνω στο Κυπριακό, εμείς πιστεύουμε πως η ‘Αυγή’ έχει επηρεασθεί τόσο πολύ από τη δημαγωγία της Δεξιάς στην Ελλάδα, ώστε σ’ αρκετές περιπτώσεις να παρουσιάζεται βασιλικότερη του βασιλέως, πιο εοκίτικη από την ίδια την ΕΟΚΑ…» (Παπαιωάννου – Φάντης χχ)[6].
Ας μας επιτραπούν δύο παρατηρήσεις σε αυτό το σημείο. Η πρώτη έχει να κάνει με τη συνολική κουλτούρα του ΑΚΕΛ που μη έχοντας ποτέ εμπλακεί σε ένοπλή εξέγερση βρέθηκε σε αδυναμία να κατανοήσει πως θα έπρεπε να ανταποκριθεί σε νέες συνθήκες- μια αδυναμία που δεν ίσχυσε για τη Δεξιά και την ΕΟΚΑ. Με αυτή την έννοια το πιο αδύνατο σημείο του ΑΚΕΛ ήταν η ηττοπάθειά του, η οποία δε χαρακτήρισε το ΚΚΕ ούτε στην ιταλική εισβολή ούτε στη γερμανική κατοχή. Δεν υπήρχε βέβαια κάποιος που να πιστεύει σε μια πιθανή νίκη ενός τακτικού κυπριακού στρατού απέναντι στους βρετανούς. Ο στόχος ήταν η συνεχής φθορά των αγγλικών δυνάμεων μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο το οποίο χαρακτηριζόταν από την κρίση της αποικιοκρατίας και την ανάπτυξη των αντιαποικιοκρατικών κινημάτων. Αυτό που τελικά ίσχυσε ήταν ένας ντε φάκτο συνδυασμός ένοπλής δράσης (από την ΕΟΚΑ), λαϊκών κινητοποιήσεων (από το ΑΚΕΛ) και διεθνούς διπλωματίας από τον Μακάριο. Αν το ΑΚΕΛ δεν είχε (αυτο) περιοριστεί στον ένα μόνο άξονα τότε η θέση του μέσα στον κατοπινό συσχετισμό δύναμης θα ήταν σίγουρα διαφορετική.
Η δεύτερη παρατήρηση συνδέεται με τη στάση απέναντι στον Μακάριο. Το ΑΚΕΛ ήδη από τη δεκαετία του ΄40 είχε υποταχθεί στην πρωτοκαθεδρία της εκκλησίας όταν υποστήριξε ανοιχτά το Λεόντιο για Αρχιεπίσκοπο Κύπρου,. Στη συνέχεια η συμμετοχή του στη Διασκεπτική, σε αντίθεση με την Εκκλησία και τη Δεξιά, το έβαλε στη δυσχερή θέση αμφισβήτησης τού κατά πόσο επιθυμεί την ένωση. ¨Όταν μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα αποδεχτεί την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος από την εκκλησία του 1950, παρότι ήταν δική του πρόταση, θα παγιωθεί η υποβάθμισή του έναντι της εθναρχίας . Η έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ και μη επιλογή αντίστοιχων πρακτικών θα το αναγκάσει στο να αποδεχτεί την πρωτοκαθεδρία του Μακάριου ο οποίος δεν ταυτιζόταν με την ΕΟΚΑ. Έτσι το φθινόπωρο του 1958 μέσα στο γενικότερο κλίμα ηττοπάθειας που είχε επικρατήσει στην Κύπρο το ΑΚΕΛ θα υποχρεωθεί να συνταχθεί με το Μακάριο. Σε εκείνη τη φάση η κατάσταση των πραγμάτων διαμορφωνόταν ως εξής: Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος από την περίοδο της εξορίας του είχε προσανατολιστεί στη λύση της Ανεξαρτησίας, το ΑΚΕΛ σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε την σύμπηξη αντιμακαριακού μετώπου μαζί με την ΕΟΚΑ (άσχετα αν ουσιαστικά θα το πραγματοποιήσει στις κατοπινές πρώτες προεδρικές εκλογές με την υποστήριξη του δεξιού ανθυποψηφίου του Μακαρίου Ι. Κληρίδη ), η ελληνική κυβέρνηση είχε αποδεχτεί την ανεξαρτησία ενώ η ΕΣΣΔ εμφανιζόταν απρόθυμη να παίξει έναν ενεργό ρόλο. Από την άλλη το ΚΚΕ ήταν στην εξορία, ηττημένο και αδύναμο να παρέμβει.
Βάση των παραπάνω το ζήτημα δεν είναι αν μπορούσε το ΑΚΕΛ να κάνει κάτι διαφορετικό το φθινόπωρο του 1958 γιατί τότε οι συσχετισμοί είχαν κριθεί. Η πραγματική πρόκληση για την αριστερά στην Κύπρο ήταν αν ήταν διατεθειμένη να ακολουθήσει μια πολιτική ευρύτερων συμμαχιών εντός τη οποίας θα ανέπτυσσε τη δική της αυτοτελή δράση χρησιμοποιώντας όλες τις μορφές πάλης και αγωνιζόμενη για την κατάκτηση της ηγεμονίας στο εσωτερικό του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Αυτά όμως προϋπέθεταν, τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του ’40, μια εντελώς διαφορετική στρατηγική για το ΑΚΕΛ, κάτι που ποτέ δεν επιδιώχθηκε.
4. Συμπέρασμα
Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως υπάρχει μια διαφορετική πορεία των δύο ελλαδικών κομμουνιστικών κομμάτων στις δεκαετίας ’40 και ’50 που σε ένα βαθμό σχετίζεται με τις διαφορετικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύχθηκαν αλλά αντικατοπτρίζει και διαφορετικές επιλογές.
Το ΚΚΕ είχε μια σταθερή στάση απέναντι στο Κυπριακό υποστηρίζοντας το στόχο της Ένωσης[7]. Ταυτόχρονα έχοντας τη δική του διαδρομή πίστευε και στον ένοπλο αγώνα θεωρώντας πως ο συνδυασμός ανταρτοπολέμου φθοράς και ειρηνικών λαικών κινητοποιήσεων στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής και κοινωνικής συμμαχίας θα είχε θετική εξέλιξη για το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και την πραγματοποίηση του στόχου της Ένωσης. Το παραπάνω δε σημαίνει πως η πολιτική του ΚΚΕ δε σφραγίστηκε και από λανθασμένες θέσεις. Έτσι η εκτίμηση του Ζαχαριάδη πως θα έπρεπε να ξεκινήσει ένοπλος αγώνας στην Κύπρο αντίστοιχος με αυτό του ΔΣΕ το ποιο πιθανό είναι πως θα κατέληγε σε συντριβή. Κι αυτό γιατί πέραν τις λάθος εκτιμήσεις του Ζαχαριάδη για την έκβαση του εμφυλίου στην Ελλάδα, στις συγκεκριμένες συνθήκες δεν ήταν δυνατό το ΑΚΕΛ, που δεν είχε και την εμπειρία του αγώνα της Αντίστασης, να αρχίσει διμέτωπο αγώνα ενάντια στους βρετανούς και στην κυπριακή αστική τάξη.
Το ΑΚΕΛ από την πλευρά του χαρακτηρίστηκε από μεγάλη αντιφατικότητα στην πολιτική του. Στη δεκαετία του ’40 άλλαξε δύο φορές θέση ενώ στη δεκαετία του ’50 δεν υιοθέτησε τον ένοπλο αγώνα παρότι έβλεπε πως είχε απήχηση στον κυπριακό λαό και δημιουργούσε προβλήματα στους εγγλέζους, αρνούμενο να προχωρήσει σε πολιτικό μέτωπο με την κυπριακή ελίτ την ίδια στιγμή που αναγνώριζε τον προκαθήμενο της εκκλησίας ως το νόμιμο εκπρόσωπο του κυπριακού λαού. Στην πραγματικότητα το βαθύτερο πρόβλημα του κυπριακού κομμουνιστικού κινήματος ήταν πως, σε αντίθεση με το ΚΚΕ, πότε δεν πήρε πρωτοβουλίες στρατηγικού χαρακτήρα στο εθνικό ζήτημα. Ενώ εξέφρασε και υπεράσπισε με συνέπεια τα υλικά συμφέροντα των λαϊκών τάξεων εμφάνισε μια αδυναμία στο να μπορέσει να μπολιάσει το ταξικό με το εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο με αποτέλεσμα άλλοτε να διακρίνεται από ένα ακολουθητισμό απέναντι στις κινήσεις των Βρετανών (1947) κι άλλοτε να αδυνατεί να πάρει ηγηθεί είτε ένοπλου αγώνα είτε / και της αντιπροσώπευσης του κυπριακού λαού. Σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραμάτισε και το γεγονός πως δεν μπόρεσε να έχει μια σαφή ανεξάρτητη αντιαποικιακή κατεύθυνση σε αντιπαραθετική τροχιά με την κυπριακή εκκλησία.
Βιβλιογραφία
ΑΚΕΛ 1949, «Έκθεση δράσης της Κεντρικής Επιτροπής ΑΚΕΛ. Σεπτέμβριος 1947- Μάιος 1949», ΑΣΚΙ αρχείο ΚΚΕ 371 Φ=20/21/21.
ΑΚΕΛ 1957, «Απόφαση της πλατειάς Ολομέλειας τα ΚΕ του ΑΚΕΛ», ΑΣΚΙ αρχείο ΚΚΕ 372 Φ=20/22/29.
ΑΚΕΛ 1957β, «Απόψεις ΑΚΕΛ- Ζιαρτίδη», ΑΣΚΙ αρχείο ΚΚΕ 372 Φ= 20/22/35
Ζαχαριάδης Νίκος, 1945, «Εισήγηση στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ», ΑΣΚΙ αρχείο ΚΚΕ 101 Φ=1/1/5
Ιωαννίδης Γιάννης και Κώστας Κολιγιάννης, 1951, «Έκθεση προς το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ», ΑΣΚΙ αρχείο ΚΚΕ 371 Φ=20/21/43.
Ιωάννου Φιφής, 2005, Έτσι άρχισε το Κυπριακό. Στα χνάρια μιας δεκαετίας (1940- 1950). Σχέσεις ΑΚΕΛ- ΚΚΕ στα χρόνια του εμφυλίου, Αθήνα: Φιλίστωρ.
ΚΚΕ, 1958, «Συνεδρίαση ΠΓ της ΚΕ της 20.10.1958», ΑΣΚΙ αρχείο ΚΚΕ 372 Φ=20/22/55.
ΚΚΕ (1958α- Νοέμβριος), «Συνάντηση με αντιπροσωπεία του ΑΚΕΛ», ΑΣΚΙ αρχείο ΚΚΕ 372 Φ=20/22/68.
ΚΚΕ χχ, ΑΣΚΙ αρχείο ΚΚΕ 372 Φ=20/22/89
ΚΚΕ, 1959 (24/1), «Οι απόψεις του ΚΚΕ σχετικά με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου και την πολιτική του ΑΚΕΛ», ΑΣΚΙ αρχείο ΚΚΕ 372 Φ=20/22/72.
Κωνσταντινίδης Στέφανος, 2011, Επίσκοπηση της Νεότερης Κυπριακής. Ιστορίας. Κοινωνικές Δομές, Θεσμοί και Ιδεολογία. Από την Οθωμανοκρατία και την Αγγλοκρατία στην Ανεξαρτησία, Αθήνα: Ταξιδευτής.
Leventis Yiorghos, 2002, Cyprus: The Struggle for Self- Determination in the 1940s. Prelude to Deeper Crisis, Berlin: Peter Lang.
Παπαιωάννου Εζεκίας Ανδέας Φάντης, χχ, «Ο ρόλος του ΑΚΕΛ στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του Κυπριακού λαού», ΑΣΚΙ αρχείο ΚΚΕ 372 Φ=20/22/94
Σακελλαρόπουλος Σπύρος, 2012, Κύπρος και Πάλη των Τάξεων (Taksim), Αθήνα: Τόπος, (υπό έκδοση).
Φάντης Αντρέας, χχ, Ο Ενταφιασμός (ενός γλυκυτάτου ονείρου) της Ένωσης.
[1] Σύμφωνα με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΚ που λήφθηκε στις αρχές του 1931 «Αντικειμενικά το ενωσιακό κίνημα ενισχύει τον ιμπεριαλισμό και έμμεσα γίνεται στυλοβάτης του» (αναφέρεται στο Σακελλαρόπουλος 2012: 162)
[2] Για την ακρίβεια το σχετικό μήνυμα το μετέφερε ο Νίκος Σαββίδης, μέλος της ΚΕ του ΑΚΕΛ και αντιδήμαρχος της Αμμοχώστου, επιστρέφοντας από την Αθήνα, όπου είχε συναντηθεί με τον Βασίλη Μπαρτζιώτα ηγετικός στέλεχος του ΚΚΕ (Leventis 2002: 237- 238).
[3] Πιστεύουμε πως ένας λόγος παραχώρησης των Δωδεκανήσων, πέραν του μοιράσματος της επικράτειας των ηττημένων του πολέμου, ήταν και η προσπάθεια να υπάρξει νομιμοποίηση της κυβέρνησης των Αθηνών εν μέσω εμφυλίου.
[4] Το θέμα της Βόρειας Ηπείρου δεν ετίθετο για δύο λόγους κατά τη γνώμη μας. Ο πρώτος είχε να κάνει με το γεγονός της αλλαγής του εθνολογικού χαρακτήρα της περιοχής έτσι όπως διαμορφώθηκε μετά το 1919. Ο δεύτερος σχετίζεται με τ’ ότι το ΚΚΕ για προφανείς λόγους δεν ήθελε να χαλάσει τις σχέσεις του με την Αλβανία.
[5] Το μόνο ΚΚ που τάχθηκε υπέρ της συμμετοχής του ΑΚΕΛ στη Διασκεπτική και υπέρ μιας βαθμιαίας προσέγγισης του στόχου της Ένωσης ήταν το αντίστοιχο βρετανικό. Είναι προφανές πως η στάση του ΚΚΕ που πέρα από «αδελφό» εθνολογικό κόμμα είχε καθοδηγήσει δύο μεγαλειώδη λαϊκά κινήματα, βάρυνε περισσότερο από αυτή του περιορισμένου σε πολιτική επιρροή ΚΚ Βρετανίας (το οποίο στις εκλογές του 1945 είχε φτάσει στο απώγειο της δύναμης του εκλέγοντας μόλις δύο βουλευτές).
[6] Όταν το φθινόπωρο του 1956, ο Γρίβας ζήτησε την αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ ως μέσο πίεσης προς τη Δύση, η Αυγή θα αντιδράσει με πολύ θετικό τρόπο έχοντας στις 20/10/1956 ως πρωτοσέλιδο τίτλο «Η κυβέρνησις τίθεται εκτός των πλαισίων του μαχόμενου Έθνους». Ανήμερα στις 28/10/1956 σημείωνε σε κύριο άρθρο της πως «…το πνεύμα του 1940-41 δεν πέθανε. Ζη στην Κύπρο όπου συνεχίζεται ο άνισος και σκληρός αγών του πατριωτικού της λαού κατά της αγγλικής τυραννίας». Στο ίδιο μήκος κύματος στις 2 Οκτωβρίου του ίδιου έτους ο Κ. Βάρναλης σε επιφυλλίδα του στην Αυγή καταφερόμενος ενάντια στην κυβέρνηση Καραμανλή παρατηρούσε: «Τώρα δεν απομένει τίποτε άλλο παρά να χαρακτηρίσει κ’ η τωρινή μας κυβέρνηση τους αγωνιστές της Κύπρου για ληστές, όπως χαρακτήρισε ληστές και τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης η κυβέρνηση των παλαιών μας Κουίσλιγκς».
[7] Η αλήθεια είναι πως το σύνθημα «Λεύτερη Κύπρος σε λεύτερη Ελλάδα» που είχε διατυπώσει ο Ζαχαριάδης, στην κατάσταση που επικράτησε μετά την 6η ολομέλεια του 1956 θεωρήθηκε ως σεχταριστικό κι αντικαταστάθηκε από το σύνθημα «αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού, χωρίς όρους και στρατιωτικές βάσεις» (ΚΚΕ χχ). Η γνώμη μας είναι πως στην ουσία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο κατευθύνσεων αφού και οι δύο θέτουν ως κυρίαρχη προτεραιότητα την ένωση. Η διαφορά στην ορολογία πιο πολύ γίνεται για να επιβεβαιώσει την πλήρη αποζαχαριαδοποίηση του κόμματος.