Η κρυφή υπεροψία του αμερικανικού προοδευτικού κόσμου

Mε την πρόσφατη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ, του ακροδεξιού ακτιβιστή και αγαπημένου του Ντόναλντ Τραμπ, αναζωπυρώθηκε η δημόσια συζήτηση περί ελευθερίας του λόγου. Μια δολοφονία με ίσως πολιτικά χαρακτηριστικά (ίσως, επειδή ως αυτή την ώρα δεν έχουν επίσημα προσδιοριστεί τα κίνητρα του δράστη) είναι ο απόλυτος τρόπος να κλείσει κανείς για πάντα το στόμα κάποιου. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι τρόποι να φιμωθεί, να σιωπήσει ή απλώς να μην ακούγεται μια φωνή που ενοχλεί. Το ερώτημα λοιπόν είναι -ή μάλλον παραμένει- αν υπάρχουν όρια στην ελευθερία του λόγου και ποιος το αποφασίζει.

Ο Τσάρλι Κερκ ήταν πλατιά επιδραστικός και θεωρείται ότι έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διεύρυνση της απεύθυνσης του Ντόναλντ Τραμπ σε νέους και νέες ψηφοφόρους. Ταυτόχρονα, ο βαθιά ρατσιστικός και αντιδραστικός λόγος του ενοχλούσε πολλούς προοδευτικούς ανθρώπους. Συχνά προκαλούσε οργή και αποστροφή ακόμα, για παράδειγμα όταν υποστήριξε ότι «ήταν μεγάλο λάθος η ψήφιση του νόμου περί πολιτικών δικαιωμάτων» το 1964, ο οποίος θεσμοθέτησε την ισότητα στα πολιτικά δικαιώματα όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, χρώματος, θρησκείας, και εθνοτικής καταγωγής. Φυσικά ο Κερκ δεν ήταν ο μόνος που μιλούσε με αυτόν τον τρόπο στις ΗΠΑ του σήμερα, και παρά την ιδιαίτερη σημασία του είναι αμφίβολο αν μπορεί να θεωρηθεί ο κύριος ή ο ισχυρότερος φορέας μιας ακροδεξιάς ρητορικής. Θα ήταν ενδιαφέρον να μαθαίναμε αν ο δολοφόνος του έδρασε θεωρώντας ότι ο Κερκ έπρεπε να σωπάσει πάση θυσία ώστε να μην ακούγονται πλέον αυτές οι ιδέες στη δημόσια σφαίρα.

Η βασική θέση πίσω από την αρχή της ελευθερίας του λόγου είναι ότι μια ιδέα έχει θέση στο δημόσιο λόγο όσο ενοχλητική, απωθητική ή εξοργιστική κι αν είναι, όσο παράλογη ή αντίθετη με τα κοινώς αποδεκτά πρότυπα κι αν ακούγεται. Οι ισχυρισμοί του Κερκ εμπίπτουν σε όλες τις παραπάνω κατηγορίες, τουλάχιστον στα αυτιά όσων δεν φλερτάρουν με το ρατσισμό, το μισανθρωπισμό και την επιστημοφοβία. Θα ήταν προτιμότερο να μην υπήρχαν άνθρωποι με αυτές τις ιδέες στην κοινωνίας μας; Προφανώς. Θα έπρεπε να εμποδίζουμε όσους και όσες τις πιστεύουν να τις διατυμπανίζουν; Οπωσδήποτε όχι. Και εδώ δεν αναφέρομαι σε επίδοξους δολοφόνους, αλλά σε ανθρώπους που δεν είναι καθόλου ακραίοι, σε ανθρώπους που απλώς αυτοχαρακτηρίζονται προοδευτικοί και των οποίων οι διαμαρτυρίες περιορίζονται σε ειρηνικές διαδηλώσεις, αναρτήσεις στο διαδίκτυο, τηλεφωνήματα και γράμματα στους πολιτικούς τους αντιπροσώπους.

Στο κύριο άρθρο τους οι «New York Times» έγραψαν, ως ήταν πρέπον και αναμενόμενο, ότι η προσφυγή στη βία είναι αντίθετη με το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση γνώμης, ενώ στο FoxNews, που δεν έχασε την ευκαιρία, ο Κερκ σκιαγραφήθηκε  ως άνθρωπος που δεν φίμωνε τους αντιπάλους του αλλά «τους κέρδιζε με επιχειρήματα», υπονοώντας σαφώς ότι οι αντίπαλοι του δεν έπραξαν το ίδιο. Ο Κερκ ενοχλούσε, και όσοι εξοργίζονταν βρίσκονται πολιτικά στην πλευρά εκείνη που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται πέρα από κάθε αμφοβολία την ελευθερία του λόγου: οι προοδευτικοί και προοδευτικές της αμερικανικής κοινωνίας. Κι όμως, ενώ οι προοδευτικοί πολίτες στην απόλυτα συντριπτική τους πλειοψηφία καταδικάζουν σθεναρά τέτοιου είδους δολοφονίες, δεν είναι τόσο σίγουρο ότι δεν θα κατέφευγαν σε ηπιότερα μέσα για να μην ακουστούν άλλες ενοχλητικές ιδέες. Ο Νόρμαν Φίλκενστιν είναι ο γνωστός Αμερικανός πανεπιστημιακός, ιστορικός και μελετητής του Παλαιστινιακού ζητήματος, συγγραφέας, μεταξύ άλλων, της «Βιομηχανίας του Ολοκαυτώματος» (The Holocaust Industry), που είχε προκαλέσει πάταγο πριν εικοσιπέντε χρόνια, και του πιο πρόσφατου (2025) «Gaza’s Gravediggers», που δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ελληνικά. O Φίλκενστιν μιλά από πολύ ιδιαίτερη θέση, καθώς οι -μαρξιστές- γονείς του ήταν Εβραίοι επιζώντες των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και ο ίδιος έχει αφιερώσει τη ζωή του στην εμπεριστατωμένη αποκάλυψη των εγκλημάτων του σιωνισμού. Σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν τον περασμένο Φεβρουάριο, καλεσμένος όχι φυσικά του Πανεπιστημίου, αλλά της οργάνωσης «Φοιτητές για τη Δικαιοσύνη στην Παλαιστίνη» (Students for Justice in Palestine), ο Φίλκενστιν αιφνιδίασε κάποια στιγμή το ακροατήριό του, όταν έχτισε προσεκτικά ένα προκλητικό επιχείρημα.

Αναφερόμενος στην περυσινή άγρια καταστολή των φιλοπαλαιστινικών κατασκηνώσεων με το πρόσχημα του αντισημιτισμού, είπε ότι το έδαφος για τον ισχυρισμό εβραϊκών οργανώσεων ότι οι εκδηλώσεις αυτές κάνουν του Εβραίους φοιτητές να νιώθουν «άβολα, ανασφαλείς και ανεπιθύμητοι»(unwanted, unsafe, and uncomfortable) στρώθηκε από τους ίδιους τους «προοδευτικούς». Και συνέχισε λέγοντας ότι η αμερικανική φιλελεύθερη «αριστερά» (τα εισαγωγικά δικά μας) δεν νομιμοποιείται πλέον ηθικά να διεκδικεί επιλεκτικά ελευθερία του λόγου, αφού η ίδια έχει προσπαθήσει να επιβάλλει σιωπή σε όσους αμφισβητούν δημόσια όσα αυτή πρεσβεύει, όπως για παράδειγμα τα δικαιώματα της LGBTQ+κοινότητας, με τη δικαιολογία ότι αυτό κάνει τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα να αισθάνονται «ανεπιθύμητα και ανασφαλή».  Έκτοτε ο Φίλκενστιν έχει δώσει αναρίθμητες συνεντεύξεις στις οποίες αναλύει το σκεπτικό του και κάθε φορά είναι το ίδιο αφοπλιστικός.

Το γεγονός ότι ο Κερκ δολοφονήθηκε μέσα σε πανεπιστημιούπολη και ότι η κατάφωρη παραβίαση της ελευθερίας του λόγου εναντίον των φιλοπαλαιστινιακών οργανώσεων συνέβη επίσης μέσα στις αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις, είναι μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση. Παράλληλα, επιτρέπει κάποιους αυθόρμητους συνειρμούς. Πριν λίγα χρόνια, φιλελεύθεροι (liberals) φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν ζήτησαν την αποπομπή καθηγητή που πρόβαλε ταινία του Οθέλλου (1965) με το Λόρενς Ολίβιε ως μακιγιαρισμένο Μαύρο Ιάγο, επειδή κάποιοι φοιτητές αιφνιδιάστηκαν και ένιωσαν «πληγωμένοι» με το -απαράδεκτο σήμερα πια- blackface του Ολίβιε, παρά το γεγονός ότι ο καθηγητής είχε ζητήσει δημόσια συγγνώμη. Δεν είχαν μάλλον φανταστεί ότι δεν θα είναι πάντα αυτοί που θα καθορίζουν την ατζέντα της ακαδημαϊκής ελευθερίας (βλέπε διακυβέρνηση Τραμπ).

Το ίδιο και πέρυσι, όταν εργαζόμενη του πανεπιστημίου τηλεφώνησε στην αστυνομία ζητώντας της επιτακτικά να απομακρύνει από το χώρο της πανεπιστημιούπολης άτομα που μοίραζαν φυλλάδια κατά των εκτρώσεων, με τη λογική ότι αυτή η πράξη σπέρνει το μίσος και ταράζει όσες γυναίκες είχαν πιθανώς προχωρήσει σε διακοπή της κύησης ή σκέφτονταν να το κάνουν. Το δικαίωμα αυτών των ανθρώπων να διατυμπανίζουν ειρηνικά την – κατά τα άλλα σκοταδιστική, μισογυνιστική και παραπλανητική -επιχειρηματολογία τους περί θεόσταλτων δικαιωμάτων του εμβρύου μάλλον δεν υφίστατο, και εκείνη τη μέρα η πανεπιστημιούπολη δεν ήταν χώρος ελεύθερης διακίνησης ιδεών.

Η φιλελεύθερη «αριστερά» των ΗΠΑ, δηλαδή όσοι τοποθετούνται κοντά στο Δημοκρατικό κόμμα, φαίνεται ότι στέκονται με υπεροψία απέναντι στη διάδοση και τη δημόσια υποστήριξη μιας ιδέας. Όχι μόνο το δίκιο και το σωστό είναι ένα και είναι το δικό μας (άλλωστε αυτό το πιστεύουμε όλοι και όλες για τις πολιτικές μας θέσεις), αλλά δεν πρέπει να υπάρχει καν χώρος για την άλλη άποψη, επειδή αυτή μας προσβάλλει. Το πόσο φιλελεύθερο είναι αυτό, ελέγχεται. Θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να αποτελεί άλλη μια περίπτωση όπου το συμφέρον (με την ευρεία έννοια) ενός ατόμου επικρατεί έναντι ενός συλλογικού δικαιώματος: κάποια άτομα αισθάνονται θιγμένα από μια συγκεκριμένη άποψη, άρα το συλλογικό δικαίωμα να εκφράζεται αυτή η άποψη μέσω, πχ, μιας διαμαρτυρίας, υποχωρεί. Αντ’ αυτού, απαιτείται η προστασία των ατόμων που θίχτηκαν.

Κυρίως όμως αυτή η  στάση δείχνει πολιτική και πνευματική οκνηρία. Αποκλείοντας από τη δημόσια σφαίρα απόψεις που είναι σχεδόν αξιωματικά αντίθετες με τις δικές της, η αμερικανική φιλελεύθερη «αριστερά» του συρμού αποφεύγει να αντιπαρατεθεί με αυτές, να τις αποδομήσει με επιχειρήματα, να τις τσακίσει στη βάση μιας πολιτικής ηθικής και μιας ιδεολογίας. Ίσως δεν είναι παράξενο, αφού αυτό το κομμάτι του πολιτικού φάσματος έχει παραιτηθεί από κάθε ιδεολογική αντιπαράθεση αναφορικά με το κεντρικό πολιτικό διακύβευμα, δηλαδή τον τρόπο διακυβέρνησης της κοινωνίας. Η αντιπαράθεση γίνεται με όρους πολιτισμικών διαφορών (culture wars) ή πραγματολογικών αποχρώσεων (πόσο ακριβώς να φορολογήσω τη  μεσαία τάξη).

Η ανησυχία για την περιφρούρηση της ελευθερίας του λόγου δεν προκύπτει από κάποια ανάγκη να έχουν περισσότερο χώρο οι διάφοροι ακροδεξιοί, ρατσιστές, ομοφοβικοί μισάνθρωποι, που θέλουν να επαναφέρουν στο προσκήνιο σκοταδιστικές αντιλήψεις. Το σύστημα των μίντια τους δίνει ήδη αρκετό βήμα. Προκύπτει από την ανάγκη να μην αφήσουμε, για άλλη μια φορά, τη βαθιά και αμετανόητη (ακρο)δεξιά να καθορίζει τους όρους του πολιτικού διαλόγου, που δεν είναι άλλοι από την υποταγή σε μια και μόνη πολιτική επιλογή και τη σίγαση των αντιρρήσεων. Εμείς, που βρισκόμαστε στην αντίπερα από τους ακροδεξιούς όχθη αλλά όχι στην ίδια βάρκα με τη φιλελεύθερη «αριστερά» του συρμού, δεν είμαστε σαν και αυτούς, δεν είμαστε όλοι ίδιοι, και η πολιτική μας πρακτική πρέπει να το διατρανώνει.

Το να πνίξεις μια ιδέα δεν είναι πολιτική νίκη. Είναι μια αντιδημοκρατική, τεμπέλικη λύση που αναστέλλει την αναζήτηση, την επιχειρηματολογία, τον στοχασμό. Επιβάλλεται από τον εκάστοτε ισχυρό και αποτελεί μια επίδειξη εφήμερης εξουσίας. Και βέβαια, το να μην ακούγεται μια ιδέα φαίνεται ο πιο γρήγορος τρόπος να την ξεφορτωθεί κανείς. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν αυτός που το αποφασίζει είναι ο αντίπαλός σου και η εν λόγω ιδέα είναι η δική σου.