Για μια επανεκτίμηση της θεωρίας του ιμπεριαλισμού

ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΑΝΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ

(ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΛΙΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΗ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ)

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

1. Εισαγωγή

Το βιβλίο των Γιάννη Μηλιού - Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση (εκδόσεις Νήσος, Αθήνα 2011) επιχειρεί να προσεγγίσει τον Ιμπεριαλισμό από μια «εικονοκλαστική» ματιά: Σύμφωνα με τους συγγραφείς ο ιμπεριαλισμός δεν αποτελεί ιδιαίτερο, πόσο μάλλον το ανώτερο, στάδιο του καπιταλισμού, αλλά ενυπάρχει ως στοιχείο των καπιταλιστικών κρατών από τη στιγμή της εμφάνισής τους. Αυτό που μετασχηματίζεται είναι η μορφή που παίρνει ο Ιμπεριαλισμός ανάλογα με τη φάση στην οποία βρίσκονται οι καπιταλιστικοί σχηματισμοί. Έτσι στην περίοδο όπου κυριαρχούν οι μερκαντιλιστικές και οι προβιομηχανικές μορφές καπιταλισμού διαμορφώνεται η πρώτη μορφή του αποικιακού ιμπεριαλισμού. Στη συνέχεια η ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού συνδέεται με τη δεύτερη μορφή του αποικιακού ιμπεριαλισμού ενώ μετά τη διαδικασία της αποαποικιοποίησης αναδύεται η μορφή του σύγχρονου ιμπεριαλισμού που στηρίζεται πάνω στην ύπαρξη ενός συστήματος ανεξάρτητων εθνικών κρατών. Πρόκειται δηλαδή για μια εντελώς νέα προσέγγιση του Ιμπεριαλισμού η οποίο επιχειρεί να υπερβεί τις αντιφάσεις τόσο των πιο «κλασικών» αναλύσεων (Λένιν, Λούξεμπουργκ, Μπουχάριν) όσο και να αντιπαρατεθεί με τις απόψεις περί Νέου Ιμπεριαλισμού (Καλίνικος, Χάρβευ, Γουντ) καθώς και με μια σειρά από άλλες προσεγγίσεις όπως αυτής του Βέμπερ και του Σουμπέτερ για τον Ιμπεριαλισμό.

2. Ορισμένα από τα βασικά επιχειρήματα του βιβλίου

Είναι προφανές πως στο πλαίσιο του συγκεκριμένου άρθρου δεν είναι δυνατό να παρουσιάσουμε εκτενώς τα επιχειρήματα που αναπτύσσουν οι δύο συγγραφείς. Για το λόγο αυτό θα σταθούμε σε μια σειρά από πλευρές του βιβλίου που εκτιμούμε πως συμβάλουν στη συζήτηση περί Ιμπεριαλισμού.

Μια πρώτη διαπίστωση είναι πως η κλασική μπροσούρα του Λένιν διέπεται από αντιφατική επιχειρηματολογία, αφού αφενός υποστηρίζει πως στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ο καπιταλισμός σαπίζει και από την άλλη πως αναπτύσσεται πιο γρήγορα από πριν. Ωστόσο, οι συγγραφείς εκτιμούν πως, δεδομένων και των κατοπινών τοποθετήσεων του Λένιν, κυρίαρχη στην προβληματική του Λένιν είναι η αντίληψη περί ταχύτερης ανάπτυξης.

Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η θέση πως ο Κάουτσκι ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα υιοθετεί την άποψη πως ο «καθαρός» βιομηχανικός καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη τον ιμπεριαλισμό για την αναπαραγωγή του. Κατά συνέπεια οι προβιομηχανικές δομές είναι εκείνες που ευθύνονται για το φαινόμενο της αποικιοκρατίας.

Συνήθως οι συζητήσεις περί Ιμπεριαλισμού επικεντρώνονται στο έργο του Χόμπσον και μετά στις θέσεις των μαρξιστών συγγραφέων. Το ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου των Μηλιού - Σωτηρόπουλου είναι πως διαλέγονται και με τις απόψεις των Βέμπερ και Σουμπέτερ. Για τους Μηλιό - Σωτηρόπουλο οι αντιλήψεις αυτές υπερπολιτικοποιούν το φαινόμενο του ιμπεριαλισμού αποδίδοντάς τον είτε σε κατάλοιπα της προβιομηχανικής περιόδου είτε σε παρεκκλίσεις από την «κανονική» δομή του καπιταλισμού.

Αντίστοιχες απόψεις «υπερπολιτικοποίησης» είναι αυτές της Χάνα Άρεντ και του Ρόστου. Ειδικότερα η Άρεντ υποστηρίζει πως οι ρατσιστικές ιδεολογίες του ιμπεριαλισμού και οι μη φιλελεύθερες δομές της ιμπεριαλιστικής πολιτικής συμβάλλουν στην άνοδο του φασισμού.

Όλες αυτές οι απόψεις έχουν επηρεάσει σημαντικά το σύγχρονο ρεύμα της σχολής του πολιτικού ρεαλισμού. Έτσι ο ιμπεριαλιστικός επεκτατισμός ή οι διακρατικοί ανταγωνισμοί δεν συνδέονται με την οικονομική σφαίρα αλλά θεωρούνται ότι αντανακλούν κυρίως την αυτόνομη επεκτατική δυναμική που εγγενώς υπάρχει στη μήτρα του κάθε κράτους.

Από την άλλη τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί το ρεύμα του λεγόμενου νέου Ιμπεριαλισμού. Χαρακτηριστικός του εκπρόσωπος είναι ο Χάρβευ, σύμφωνα με τον οποίο ο καπιταλισμός δεν μπορεί να βρει εσωτερικές διεξόδους στην οικονομική κρίση, γι’ αυτό και εξάγει κεφάλαια, ιμπεριαλισμό και ενίοτε πολέμους. Αντίστοιχα ο Καλλίνικος θεωρεί πως ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός αποτελεί τη συνάντηση του οικονομικού ανταγωνισμού που διεξάγεται μεταξύ των κεφαλαίων και του γεωπολιτικού ανταγωνισμού που διεξάγεται ανάμεσα στα κράτη. Αυτή η μορφή ιμπεριαλισμού θεωρείται ότι αποτελεί σχετικά πρόσφατο φαινόμενο που εμφανίζεται περίπου στα τέλη του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε ο οικονομικός ανταγωνισμός είναι αποκομμένος από τον αντίστοιχο πολιτικό με αποτέλεσμα ο ιμπεριαλισμός κατά την περίοδο συγκρότησης και επέκτασης των κρατών να κυριαρχείται αποκλειστικά από τα φεουδαρχικά στοιχεία. Η Μέισκινς Γουντ από την πλευρά της υποστηρίζει επίσης πως υπάρχει ένας «νέος ιμπεριαλισμός» που συνδέεται με την μεταπολεμική ηγεμονία των ΗΠΑ και σε αυτό τον ιμπεριαλισμό τα έθνη-κράτη διατηρούν τη σημασία τους ως ενδιάμεσοι κρίκοι στην κίνηση του κεφαλαίου. Οι πόλεμοι δεν παίρνουν γενικευμένα χαρακτηριστικά αλλά έχουν να κάνουν με τη συνεχή απειλή βίας, η οποία στηρίζεται στην ισχύ της νέας αυτοκρατορίας, των ΗΠΑ.

Σε όλα τα παραπάνω οι Μηλιός - Σωτηρόπουλος αντιτείνουν το ακόλουθο ερώτημα: Βάση ποιας μεθοδολογικής προσέγγισης μπορεί να θεωρηθεί πως το διάστημα που προηγείται του τέλους του 19ου αιώνα διαχωρίζεται από την «κλασική» ιμπεριαλιστική περίοδο; Μήπως τελικά υπάρχουν περισσότερες ομοιότητες μεταξύ του αυτοκρατορικού επεκτατισμού και της πρώτης φάσης του «κλασικού» καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού; Και μήπως, τελικά, υπάρχει μια εγγενής τάση για επεκτατικότητα ακόμη και στα λιγότερο αναπτυγμένα κράτη;

Τα πορίσματα των συγγραφέων είναι πως στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η ταξική κυριαρχία και η ταξική πάλη συμπυκνώνεται στον χώρο του ομογενοποιημένου καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, που τελικώς παίρνει τη μορφή του εθνικού κράτους. Κατά συνέπεια κάθε επιμέρους κρατική λειτουργία καθορίζεται σε τελική ανάλυση από τους όρους ταξικής κυριαρχίας που λειτουργούν εντός του συγκεκριμένου εθνικού σχηματισμού καθώς και από τη διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής της. Το αποτέλεσμα είναι ο κατακερματισμός του διεθνούς χώρου σε επιμέρους περιοχές εθνικής ταξικής κυριαρχίας και αντίστοιχης αναπαραγωγής των εθνικών κεφαλαίων.

Όλο αυτό όμως δεν αφορά μόνο στην περίοδο από τα τέλη του 19ου αιώνα και ύστερα. Στην πραγματικότητα αφορά σε όλη την περίοδο της κυριαρχίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Κι εδώ είναι που υπάρχουν τα δύο σημεία διαφοροποίησης των απόψεων των Μηλιού - Σωτηρόπουλου από πολλές υπάρχουσες μαρξιστικές προσεγγίσεις: Το πρώτο είναι πως δεν θα πρέπει να ταυτίζεται ο καπιταλισμός με το βιομηχανικό καπιταλισμό. Ο δεύτερος αποτελεί την ιστορική εξέλιξη των πρώιμων μορφών καπιταλισμού. Το δεύτερο είναι πως δεν υπάρχει ιδιαίτερο ιμπεριαλιστικό στάδιο, αλλά πως ο ιμπεριαλισμός ενυπάρχει στον καπιταλισμό από τη στιγμή της συγκρότησής του. Ο προβιομηχανικός εμπορικός καπιταλισμός θα εκφραστεί μέσω του απολυταρχικού κράτους. Για τους δύο συγγραφείς το απολυταρχικό κράτος είναι ουσιαστικά μια μορφή καπιταλιστικού κράτους. Συνιστά το πολιτικό εκείνο μόρφωμα που διασφαλίζει τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό σταθεροποιώντας την αστική κοινωνική εξουσία. Κατά συνέπεια οι κτήσεις που θα δημιουργηθούν από τα τέλη του 15ου αιώνα από την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γαλλία, τη Βρετανία, ή την Ολλανδία δεν αποτελούν μορφές φεουδαρχικής επέκτασης αλλά εκδοχές καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού. Η αποικιοκρατία, ως μορφή του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, αποτέλεσε βασικό στοιχείο της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, διότι ήταν βασική προϋπόθεση για τη μετάβαση από τον προβιομηχανικό στο βιομηχανικό καπιταλισμό. Κατά συνέπεια η εξάπλωση των προβιομηχανικών καπιταλιστικών σχέσεων και η δημιουργία των αποικιών, διαμόρφωσαν για πρώτη φορά την ύπαρξη ενός διεθνούς συστήματος καπιταλιστικών σχέσεων, μιας «παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας».

Αν δεχτούμε τις παραπάνω θέσεις τότε μπορούμε να προσεγγίσουμε τη λενινιστική έννοια της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας κάτω από εντελώς διαφορετικό πνεύμα. Πρόκειται για μια έννοια που έρχεται σε ρήξη τόσο με τις θεωρήσεις του νέου ιμπεριαλισμού όσο και με τις απόψεις περί παγκοσμιοποίησης, ερμηνεύοντας τη διεθνή συνάρθρωση των εθνικών σχηματισμών, οι οποίες αναπτύσσονται ανισομερώς, ως αποτέλεσμα των ταξικών και πολιτικών συσχετισμών που αποκρυσταλλώνονται στο εσωτερικό της. Αυτό που πρέπει να υπογραμμισθεί είναι ότι η ύπαρξη της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας δεν καταργεί την αυτονομία των εθνικών κρίκων αλλά τη σχετικοποιεί. Έτσι «εάν ο ιμπεριαλισμός οριστεί ως η εκάστοτε μορφή των επεκτατικών τάσεων και πρακτικών κάθε συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου και κατά συνέπεια ιδωθεί σαν μια διαρκής δυνατότητα που προκύπτει από τη δομή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η τελική ιστορική μορφή που θα αποκτήσει για έναν κοινωνικό σχηματισμό εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο η “εξωτερική” κατάσταση (δηλαδή ο διεθνής συσχετισμός δύναμης) επικαθορίζει αλλά και δεσμεύει σε κάποιο βαθμό τις πρακτικές που προκύπτουν από την εξέλιξη των “εσωτερικών” ταξικών συσχετισμών» (σ. 358).

Με βάση αυτή την κεντρικής θέση μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται κάθε φορά η διεθνής συγκυρία: Οι εξωτερικοί (διεθνείς) παράγοντες εισρέουν στο εσωτερικό των εθνικών σχηματισμών με τη μορφή της δευτερεύουσας αντίθεσης. Αυτό σημαίνει πως η ισχύς του κάθε εθνικού σχηματισμού προσδιορίζεται από τους εσωτερικούς ταξικούς συσχετισμούς και επικαθορίζεται από τη διεθνή συγκυρία. Κατά συνέπεια οι διεθνείς οργανισμοί δεν αποτελούν μορφώματα μιας εκδοχής παγκόσμιας διακυβέρνησης, ούτε θεσμούς κυριαρχίας μιας παγκόσμιας υπερδύναμης. Η δομή των διεθνών οργανισμών αποτελεί συμπύκνωση του συσχετισμού δύναμης μεταξύ των κοινωνικών σχηματισμών που μετέχουν σε αυτούς. Ακόμα και διεθνικοί οργανισμοί που θεωρείται πως έχουν αποκτήσει υπερεθνικά χαρακτηριστικά (π.χ. Ευρωπαϊκή Ένωση) δεν έχουν αποκτήσει ίδια συμφέροντα αλλά η πολιτική τους αντανακλά τη συμπύκνωση των συσχετισμών δύναμης των κρατών-μελών.

Τέλος, μέσα σε όλο αυτό το θεωρητικό πλαίσιο εξετάζεται η παρούσα κρίση και αναδεικνύονται οι στρατηγικές που έχει υιοθετήσει το κεφάλαιο για να την υπερβεί: Ανακατανομή εισοδήματος και εξουσίας υπέρ του κεφαλαίου, υποβάθμιση της εργασίας, απαξίωση των λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων, εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου τρόπου ρύθμισης με καθοριστικό το ρόλο της χρηματοπιστωτικής σφαίρας.

3. Κριτική αποτίμηση του βιβλίου.

Η ανάγκη για μια νέα θεωρία του Ιμπεριαλισμού

Από όσα προηγήθηκαν είναι εμφανές πως το συγκεκριμένο βιβλίο παρουσιάζει μια σειρά από σημαντικές αρετές. Καταρχήν επαναφέρει τη συζήτηση στο πλαίσιο της έννοιας του Ιμπεριαλισμού απορρίπτοντας θεωρητικά σχήματα όπως η Παγκοσμιοποίηση και η Αυτοκρατορία, συντελώντας έτσι στη συστηματοποίηση της συζήτησης γύρω από τη σχέση του Ιμπεριαλισμού με τον καπιταλισμό. Η επιτυχία του βιβλίου είναι πως υπερβαίνει τις προσεγγίσεις του λεγόμενου νέου Ιμπεριαλισμού, οι οποίες σε αρκετές πλευρές τους αποτελούν ένα συνδυασμό της κλασικής μαρξιστικής θεωρίας για τον Ιμπεριαλισμό και μιας αριστερής προσέγγισης της διεθνούς γεωπολιτικής. Ταυτόχρονα ασκεί κριτική στα παραδοσιακά σχήματα που είτε υποτιμούν τη σημασία των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών αναφερόμενα στον καπιταλισμό ως παγκόσμιο σύστημα (Λούξεμπουργκ, Μπουχάριν), είτε συσχετίζουν τον ιμπεριαλισμό με τα μονοπώλια (Χίλφερντιγκ, Λένιν). Ταυτόχρονα αναδεικνύεται η ορθότητα της θέσης του Λένιν περί ιμπεριαλιστικής αλυσίδας ως της άνισης συνάρθρωσης των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών στο διεθνές πεδίο. Άξια λόγου επίσης είναι η κριτική στις θεωρίες κέντρου-περιφέρειας και η υπογράμμιση της θεωρητικά εσφαλμένης αντίληψης περί της εκμετάλλευσης μιας περιφερειακής χώρας από τις αντίστοιχες μητροπολιτικές.

Στα παραπάνω οι Μηλιός - Σωτηρόπουλος αντιπαραθέτουν τη θέση πως για να μπορέσουμε να αποφύγουμε την προσέγγιση του ιμπεριαλισμού είτε ως αποτέλεσμα της δράσης κρατών-υποκειμένων με αυτόνομη βούληση, είτε ως συνέπεια της εξουσίας των μονοπωλίων πάνω στο κράτος το οποίο αποτελεί ένα ουδέτερο εργαλείο, χρειαζόμαστε μια θεωρία του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Σύμφωνα με αυτή, το κράτος είναι η συμπύκνωση των σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης και κατά συνέπεια λειτουργεί ως ο φορέας υπεράσπισης των αντικειμενικών ταξικών συμφερόντων του κεφαλαίου. Γι’ αυτό το λόγο κάθε εθνικό κράτος, από τη στιγμή της συγκρότησής του, έχει δυνητικά ιμπεριαλιστικές στοχεύσεις ακριβώς επειδή κάτω από ορισμένες συνθήκες αυτό μπορεί να λειτουργήσει υπέρ των συμφερόντων των εθνικών του κεφαλαίων. Οι ιμπεριαλιστικές πρακτικές, αν και προκύπτουν από τον εσωτερικό ταξικό συσχετισμό δύναμης, επικαθορίζονται και από το συσχετισμό δύναμης εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.

Στη συνέχεια του παρόντος άρθρου θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε όψεις των ανοικτών ζητημάτων της μαρξιστικής συζήτησης για τον Ιμπεριαλισμό. Είναι προφανές πως πολλά σημεία της προβληματικής μας είναι σαφώς επηρεασμένα όχι μόνο από το βιβλίο των Μηλιού - Σωτηρόπουλου αλλά και από τη γενικότερη προσφορά της επιθεώρησης Θέσεις. Υπάρχουν βεβαίως και σημεία στα οποία παρατηρούνται αποκλίσεις, αλλά αυτό είναι φυσικό στο πλαίσιο μιας διαλεκτικής συζήτησης

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχουμε στο νου μας, είναι πως μια θεωρία του Ιμπεριαλισμού θα πρέπει να μπορεί να απαντά με επάρκεια σε μια σειρά από σημαντικά ερωτήματα:

α) Το ερώτημα της εδαφικής επέκτασης. Ο Ιμπεριαλισμός της σύγχρονης εποχής ξεκίνησε αρχικά ως γεωγραφικός επεκτατισμός, κυρίως με τη μορφή της αποικιοκρατίας. Ωστόσο οι εξελίξεις που ακολούθησαν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σφραγίστηκαν από το τέλος της αποικιοκρατίας και το σχηματισμό ενός συστήματος ανεξάρτητων γεωγραφικά κρατών ως τη νέα βάση του Ιμπεριαλισμού.

β) Το ζήτημα του χαρακτήρα της καπιταλιστικής επέκτασης. Πρόκειται για μια μορφή άμυνας απέναντι στην τάση του καπιταλισμού για στασιμότητα και κρίση που οφείλεται στην υποκατανάλωση και στην έλλειψη περιοχών κατάλληλων για κεφαλαιακή συσσώρευση; Ή αντιθέτως αποτελεί μια μορφή επιθετικής επέκτασης της κεφαλαιακής συσσώρευσης, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, μια απόδειξη δυναμισμού και όχι εξασθένησης;

γ) Το θέμα των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιπαλοτήτων: Ποιο είναι το κυρίαρχο, η τάση για σύγκρουση και αντιπαλότητα ή η τάση για ειρηνικό ανταγωνισμό και συνεργασία;

δ) Το ερώτημα της ιεραρχίας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Βασίζεται στην κυριαρχία ή στην ηγεμονία;

ε) Το ζήτημα της σχέσης του οικονομικού με το πολιτικό επίπεδο. Αυτό επίσης διαπλέκεται με ζητήματα σχετικά με την ανάδυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και ιδιαίτερα με το ερώτημα του ρόλου του εμπορίου και/ή της γεωγραφικής επέκτασης σε προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς.

Βεβαίως για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στα παραπάνω ερωτήματα θα πρέπει να προσδιορίσουμε όχι το πότε εμφανίζονται στοιχεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, είτε σε υποτελή μορφή είτε σε μορφή θυλάκων, αλλά το πότε, μέσω μιας ιδιόμορφης σχέσης συνάρθρωσης με άλλους τρόπους παραγωγής, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μεταβάλλεται σε κυρίαρχο. Κι εδώ είναι ένα πρώτο σημείο όπου διαφοροποιούμαστε από την άποψη των Μηλιού - Σωτηρόπουλου. Πράγματι ήδη από τον 12ο και τον 13ο αιώνα εμφανίζονται τα πρώτα στοιχεία καπιταλιστικής οργάνωσης του εμπορίου. Ωστόσο απέχουμε πολύ από το να γίνει αυτό κυρίαρχο και πολιτικά να εκφραστεί μέσω του καπιταλιστικού κράτους. Χρειαζόταν πολύς ιστορικός χρόνος ακόμα. Μια συνάντηση (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση με την οποία ο Althusser περιέγραψε με ένα μη- ιστορικιστικό τρόπο τη συνάρθρωση μεταξύ διαφορετικών στοιχείων [Althusser 1982; Althusser 1994a]) έπρεπε να πραγματοποιηθεί μεταξύ βρετανικού αγροτικού καπιταλισμού, βρετανικού κοινοβουλευτικού τρόπου λήψης αποφάσεων, ιταλικών τραπεζικών πρακτικών, γαλλικής κεντρικής εξουσίας και ύστερου ρεπουμπλικανισμού, καθώς και ευρωπαϊκής ηπειρωτικής αστικής κουλτούρας. Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με τα βασικά στοιχεία της πρωταρχικής συσσώρευσης όπως τα περιγράφει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο: Την ανακάλυψη των χρυσοφόρων και ασημοφόρων περιοχών στην Αμερική, την εξόντωση, το σκλάβωμα και το παράχωμα του ιθαγενούς πληθυσμού στα μεταλλεία, την έναρξη της κατάκτησης και της λεηλασίας των Ανατολικών Ινδιών, τη μετατροπή της Αφρικής σε περιφραγμένη περιοχή κυνηγιού Μαύρων για το δουλεμπόριο (Μαρξ 1983: 775).

Από εκεί και πέρα, το θέμα με τη διαδικασία μετάβασης στον καπιταλισμό είναι πως από πολλές πλευρές, και από τον ίδιο τον Μαρξ, τίθεται σε αμφισβήτηση το κατά πόσο υπήρξε ένας ενιαίος δρόμος. Συγκεκριμένα στο Κεφάλαιο αναφέρεται πως ο ένας δρόμος είναι αυτός του έμπορου βιομήχανου όπου ο έμπορος καπιταλιστής υποτάσσει τους μικροπαραγωγούς. Υπάρχει όμως και ο δρόμος του παραγωγού εμπόρου (καπιταλιστή), όπου οι μικροπαραγωγοί τείνουν να ανεξαρτητοποιηθούν και να μεταβληθούν σε βιομήχανους καπιταλιστές υπερβαίνοντας τον έλεγχο του εμπορικού κεφαλαίου. Στην πρώτη περίπτωση ο παραγωγός καπιταλιστής παρήγαγε για την αγορά και κατά συνέπεια αποσκοπούσε στη μεγέθυνσή της, για τη μείωση του κόστους παραγωγής, ανεξαρτητοποιούμενος από το εμπορικό κεφάλαιο. Στη δεύτερη περίπτωση ο έμπορος καπιταλιστής παρήγαγε τόσο όσο του επέτρεπε η εμπορική του δραστηριότητα, εξαρτώντας την παραγωγή του από τα εμπορικά του συμφέροντα, έτσι ώστε το εμπορικό κεφάλαιο να συνεχίζει να κυριαρχεί απέναντι στο βιομηχανικό.

Σε ό,τι αφορά το σχηματισμό του αστικού κράτους, αυτό που υποστηρίζουμε είναι πως η αναπαραγωγή των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων απαιτεί την ανάδυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και την αναπαραγωγή του σε ιδιαίτερους κοινωνικούς σχηματισμούς. Το εθνικό κράτος ήταν η συγκεκριμένη πολιτική μορφή που έδειξε ότι είναι πιο αποτελεσματική από άλλες που δοκιμάστηκαν, όπως η αποικιακή εμπορική εταιρεία, η αυτοκρατορία, η αποικιοκρατική αυτοκρατορία, ην πόλη - κράτος, το δίκτυο εμπορικών πόλεων, η συνομοσπονδία επαρχιών. Αυτό συνέβη γιατί η πολιτική μορφή του εθνικού κράτους επέτρεπε την αστική κυριαρχία απέναντι σε ετερόκλητους ταξικούς αγώνες και, σε προέκταση, την ανάδυση διαφορετικών αστικών μερίδων οι οποίες συναρθρώνονταν γύρω από την άσκηση ενός σχεδίου οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής ηγεμονίας ικανού να διασφαλίζει την αναπαραγωγή τους ως κυρίαρχων τάξεων. Η συνάντηση αστικής τάξης και εθνικών σχηματισμών θα διαμορφώσει τελικά μια σχέση αμοιβαιότητας σε μια διαδικασία που στην πραγματικότητα ήταν χωρίς υποκείμενο (Balibar - Wallerstein 1990: 122- 123)

Από εκεί και πέρα, το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στην ανάδυση του καπιταλισμού και την επεκτατικότητα έχει να κάνει με το γεγονός πως σε πρώτο στάδιο η εξέλιξη του καπιταλισμού συνέπεσε με το φαινόμενο της γεωγραφικής επέκτασης με τη μορφή της δημιουργίας των Αυτοκρατοριών. Πάνω σε αυτό θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τέσσερα στοιχεία:

α) Σε σημαντικό βαθμό η πρώτη περίοδος της Αποικιοκρατίας (ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον πορτογαλικό και το ισπανικό κράτος), είχε κυρίως να κάνει με προκαπιταλιστικές μορφές απόσπασης πλεονάσματος από τους αγρότες, πράγμα που βασιζόταν στη γαιοκτησία καθώς και σε εξω-οικονομικές μορφές εκμετάλλευσης (Γουντ 2008). Το γεγονός πως αυτή η μορφή του επεκτατισμού έλαβε χώρα ταυτόχρονα με την ανάδυση του καπιταλισμού σε άλλες περιοχές, ή ότι η εισροή πρώτων υλών από τις αποικίες ενδυνάμωσε την καπιταλιστική παραγωγή στην Ευρώπη, δε σημαίνει πως η φύση των κοινωνικών σχέσεων στην οποία βασίστηκε ήταν ουσιαστικά καπιταλιστική.

β) Παράλληλα, υπάρχει πληθώρα ιστορικού υλικού που αποδεικνύει πως πλευρές αυτού που συνήθως ονομάζουμε πρωταρχική συσσώρευση οδήγησαν σε μορφές αποικιακής εδαφικής επέκτασης. Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο παρουσιάζει με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο η αποικιοκρατική εξουσία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση (προμήθεια πρώτων υλών, πλούτου και σκλάβων), για τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, χωρίς όμως να αποτελεί μορφή καπιταλιστικής εκμετάλλευσης: «Οι διάφορες μέθοδες της πρωταρχικής συσσώρευσης κατανέμονται λοιπόν σε λίγο-πολύ διαδοχική σειρά, ιδίως στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ολλανδία, στη Γαλλία και στην Αγγλία. Στα τέλη του 17ου αιώνα συνοψίζονται συστηματικά στο αποικιοκρατικό σύστημα, στο σύστημα δημοσίων χρεών, στο σύγχρονο φορολογικό σύστημα και στο προστατευτικό σύστημα. Οι μέθοδες αυτές στηρίζονται εν μέρει στην πιο ωμή βία, όπως είναι λ.χ. το αποικιακό σύστημα. Όλες όμως χρησιμοποιούν την κρατική εξουσία, τη συγκεντρωμένη και οργανωμένη βία της κοινωνίας για να επιταχύνουν σαν σε θερμοκήπιο το προτσές της μετατροπής του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σε κεφαλαιοκρατικό. Η βία είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μια καινούρια. Η ίδια η βία είναι οικονομική δύναμη» (Μαρξ 1983: 775- 776).

γ) Είναι απαραίτητο να γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ των προκαπιταλιστικών και των καπιταλιστικών εμπορευματικών μορφών, ακόμα και αν σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται η συνύπαρξη και των δύο μορφών στην πρώιμη αποικιοκρατική περίοδο. Το καπιταλιστικό εμπόριο αυξάνει την πίεση για απόσπαση υπερεργασίας κατά τη διάρκεια του εργασιακού προτσές. Αντίθετα το προκαπιταλιστικό εμπόριο συνδέει το κέντρο της παραγωγής με τις απομακρυσμένες αγορές και αποσπά κέρδη διαθέτοντας το μονοπώλιο της προμήθειας των προϊόντων. Απαραίτητη προϋπόθεση για την κερδοφορία του προκαπιταλιστικού εμπορίου ήταν ο απευθείας φυσικός έλεγχος ο οποίος βασιζόταν στην άμεση στρατιωτική βία (Rosenberg 1994, Γουντ 2003).

δ) Μολονότι η αποικιακή επέκταση ήταν αρχικά απαραίτητη και ως μέσο για τη βίαιη διάδοση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στις μη καπιταλιστικοποιημένες περιοχές του κόσμου, στη διάρκεια του 20ού αιώνα η επεκτατική αποικιοκρατία έπαψε να είναι αναγκαία για την εκτεταμένη αναπαραγωγή της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Τον 19ο αιώνα η αναπτυγμένη καπιταλιστική βιομηχανία χρησιμοποιούσε τις αποικίες ως εξαγωγικό προορισμό. Κατά την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η βιομηχανική ανεξαρτησία των χωρών του κέντρου είχε ολοκληρωθεί. Σχεδόν το σύνολο των πρώτων υλών που χρησιμοποιούσαν οι αναπτυγμένες χώρες προερχόταν από τις ίδιες (Bairoch 1986). Αυτή η ανεξαρτησία έγινε ακόμα πιο εμφανής στο Μεσοπόλεμο. Η άνοδος των δασμών οδήγησε τις αναπτυγμένες χώρες να βρουν υποκατάστατα για τις εισαγόμενες πρώτες ύλες μέσω της εφεύρεσης μιας σειράς τεχνικών προϊόντων (π.χ. χημικά λιπάσματα, συνθετικό καουτσούκ, νάιλον, και μια ευρεία γκάμα πλαστικών, τεχνητό μετάξι) (Harman 2003). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αδυναμία των αποικιών να αναπτύξουν τη δική τους βιομηχανία συνδυάστηκε με τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης του ’29 και τελικά υποχρεώθηκαν να αυξήσουν τους δασμούς στα εισαγόμενα βιομηχανικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έρχονταν από τις Μητροπόλεις (Χομπσμπάουμ 1999: 266-267). Το αποτέλεσμα ήταν η υιοθέτηση μιας πολιτικής υποκατάστασης εισαγωγών και η δημιουργία μιας ενδογενούς βιομηχανίας (Tomlinson 1996: 150-153), γεγονός που οδήγησε στο σχηματισμό μιας εγχώριας αστικής τάξης. Οι αλλαγές αυτές σε συνδυασμό με την άνοδο των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και τις οικονομικές επιπτώσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησαν στο τέλος της αποικιοκρατίας, επειδή οι χώρες του κέντρου από ένα σημείο και ύστερα δεν είχαν κανένα λόγο στο να συνεχίσουν να διατηρούν τα αποικιακά καθεστώτα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να προσεγγίσουμε την προσπάθεια του Λένιν για ορισμό του διεθνούς συστήματος ως μιας πολύπλοκης ενότητας οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών αντιφάσεων, ως μιας ιεραρχίας κοινωνικών σχηματισμών που βασίζεται όχι μόνο στον οικονομικό αλλά και στον πολιτικό και τον στρατιωτικό ανταγωνισμό. Πρόκειται για τη διατύπωση της θεωρίας της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και του αδύναμου κρίκου. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η έμφαση που έδωσε ο Λένιν στην ανισόμετρη ανάπτυξη ως χαρακτηριστικό του σύγχρονου Ιμπεριαλισμού (Lenin 1915: 342), η επιμονή του στη σημασία των εθνικών ανταγωνισμών, η περιγραφή των εθνικών ανταγωνισμών στην εναρκτήρια ομιλία του στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Lenin 1920).

Εμβαθύνοντας στην παραπάνω αντίληψη, ο Λένιν υποστήριξε πως οι κοινωνικές σχέσεις έχουν, σε αναλυτικό επίπεδο, την προτεραιότητα απέναντι στις διακρατικές σχέσεις. Η συμπεριφορά των κρατών στο διεθνές πεδίο προσδιορίζεται από την κοινωνική τους διάρθρωση και τον εσωτερικό ταξικό συσχετισμό. Ο Ιμπεριαλισμός δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα μιας τάσης για επέκταση, αλλά το απότοκο ενός ιδιαίτερου σταδίου, κι αυτό είναι ένα δεύτερο σημείο διαφοροποίησής μας από τους Μηλιό - Σωτηρόπουλο, στην ανάπτυξη της κεφαλαιακής συσσώρευσης (σχετική υπεραξία ως κυρίαρχη μορφή της απόσπασης υπεραξίας, πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου), καθώς και των αντιθέσεων που προκύπτουν από την ταξικά ανταγωνιστική του φύση. Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου δεν αποτελεί την έκφραση μιας καπιταλιστικής στασιμότητας αλλά την επιθετική τάση που προκύπτει από τη διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλισμού, την παγίωση του συνασπισμού εξουσίας και την ηγεμονική θέση του καπιταλιστικού έναντι των μη καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής.

Με αυτή την έννοια το βασικό ζήτημα για τον Λένιν δεν ήταν αυτές καθ’ αυτές οι εξαγωγές κεφαλαίων αλλά οι εξαγωγές κεφαλαίων ως μέρους μιας γενικότερης τάσης: Της επέκτασης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων σε παγκόσμια κλίμακα, των πολιτικών και στρατιωτικών συγκρούσεων που ακολούθησαν αυτή την επέκταση και των αντίστοιχων προκλήσεων για το επαναστατικό κίνημα. Από την άλλη ο ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίων σε διεθνές πεδίο είναι αναγκαστικά διαμεσολαβούμενος από το κράτος, ο ρόλος του κράτους είναι η διασφάλιση του συνολικού καπιταλιστικού συμφέροντος – κι αυτό είναι που οδηγεί σε ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιπαλότητες και πολέμους.

Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους θεωρούμε πως ο Ιμπεριαλισμός αποτελεί πρώτα απ’ όλα μια πολιτική στρατηγική. Έτσι η θεωρητική παρέμβαση του Λένιν αποδίδει ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο στην έννοια Ιμπεριαλισμός: Παύει η συσχέτισή του με τη δημιουργία των Αυτοκρατοριών και μεταβάλλεται σε κάτι διαφορετικό, στην ειδική καπιταλιστική τάση για διεθνοποίηση του κεφαλαίου και επέκταση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων σε ολόκληρο τον κόσμο, και στους πολιτικούς και στρατιωτικούς ανταγωνισμούς που κάνουν δυνατή τη διευρυμένη αναπαραγωγή αυτών των τάσεων. Αυτό σημαίνει πως η θέση ενός κοινωνικού σχηματισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το βαθμό της οικονομικής του ανάπτυξης αλλά και από το σύνολο της πολιτικής και στρατιωτικής του ισχύος.

Κατά συνέπεια η ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν αποτελείται από ένα άθροισμα κρατών, αλλά συγκροτεί μια αντιφατική συνάρθρωση κοινωνικών σχηματισμών που προσδιορίζεται από τον ανταγωνισμό μεταξύ ατομικών κεφαλαίων, εθνικών κεφαλαίων, κρατών (ως συλλογικών καπιταλιστών) καθώς και συνασπισμών κρατών. Αυτοί οι συνασπισμοί αποτελούν συμμαχίες που δημιουργούνται κάτω από την ηγεσία μιας ηγεμονικής δύναμης η οποία διαθέτει τέτοια οικονομική όσο και πολιτική ισχύ που να μπορεί να διασφαλίσει τα ειδικά συμφέροντα αυτών των εθνικών σχηματισμών.

Αυτή η προβληματική αποδίδει ένα διαφορετικό περιεχόμενο στον Ιμπεριαλισμό, αποσυνδέοντάς τον από την γεωγραφική επέκταση, πράγμα που έγινε ιδιαίτερα αισθητό μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το τέλος της Αποικιοκρατίας και την ανάδυση των ΗΠΑ ως της ηγεμονικής ιμπεριαλιστικής δύναμης. Η αμερικάνικη άρχουσα τάξη συνειδητοποίησε πως η εδαφική επέκταση ήταν αναγκαία μόνο ως μέσο για να αυξηθεί η πρωτογενής συσσώρευση. Γι’ αυτό υιοθετήθηκε η στρατηγική της εξωγενούς οικονομικής επέκτασης υποστηριζόμενης από τις στρατιωτικές βάσεις, σε αντίθεση με απόψεις που ευνοούσαν εκδοχές αποικιοκρατίας (όπως έγινε στις Φιλιππίνες, στο Πουέρτο Ρίκο και στις Παρθένες Νήσους) (Tully 2005, Parrini/ Sclar 1993). Αυτή η αλλαγή αντανακλούσε την ανάγκη για μια νέα στρατηγική που να ανταποκρίνεται στη νέα εποχή. Η Βρετανία και οι άλλες αποικιοκρατικές δυνάμεις παγιδεύτηκαν σε μια στρατηγική που αφορούσε ένα προηγούμενο στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτό δε σημαίνει πως ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ακόμα και στα πρώτα του βήματα ήταν λιγότερο βίαιος, αλλά η εξάσκηση της βίας αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό μιας άλλης μορφής ιμπεριαλισμού.

Συμπερασματικά, αυτό που υποστηρίζουμε είναι πως η απευθείας επικρατειακή κυριαρχία και επέκταση αποτελεί χαρακτηριστικό των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής. Σε αυτούς η άμεση πρόσβαση και κατοχή της γης και των σπάνιων πόρων καθώς και η ικανότητα άσκησης άμεσης φυσικής βίας σε πληθυσμούς με σκοπό την απόσπαση πλεονασμάτων, συνιστούσαν δομικές πλευρές της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αντίθετα, η ανάδυση του καπιταλισμού ως κυρίαρχου τρόπου παραγωγής και ενός διεθνούς συστήματος που βασίζεται σε γεωγραφικά κυρίαρχα εθνικά κράτη, σήμαινε πως λόγω της παραγωγικότητας, των τεχνολογικών αλλαγών, της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, τα κέρδη που έφεραν οι αποικιακές κτήσεις δεν αποτελούσε πια σημαντική προϋπόθεση για την αναπαραγωγή του συστήματος. Αυτό που αναδεικνυόταν ως η βασική όψη του σύγχρονου καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού ήταν η διεθνοποίηση του κεφαλαίου.

Βεβαίως η έμφαση που δίνουμε στον μη επικρατειακό χαρακτήρα του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού δεν θα πρέπει να ιδωθεί ως μια άρνηση των αναγκαστικά εδαφικών και χωρικών όψεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ούτε θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια θεωρία ελεύθερης ροής κεφαλαίων σε ένα ομογενοποιημένο και από-εδαφικοποιημένο διεθνές πεδίο. Η μη εδαφικότητα του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού είναι ακριβώς το αποτέλεσμα της εδαφικής κυριαρχίας των σύγχρονων εθνικών κρατών ως βασικής πολιτικής μορφής για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης. Τα εθνικά κράτη παραμένουν οι βασικοί τόποι για την εκτεταμένη αναπαραγωγή της καπιταλιστικής συσσώρευσης, μετατρεπόμενα έτσι στους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν τη χωρική διαμόρφωση και την τρέχουσα εδαφικότητα του σύγχρονου Ιμπεριαλισμού.

Βιβλιογραφία

Althusser L., 1982, “Le courant souterrain du matérialisme de la rencontre”, in Althusser 1994b: 539-579.

Althusser L., 1994a, Sur la philosophie, Paris: Gallimard

Althusser L., 1994b, Écrits philosophiques et politiques, T. I, Paris : STOCK / IMEC.

Bairoch P., 1986, “Historical Roots of Economic Underdevelopment: Myths and Realities”, in Imperialism After Empire: Continuities and Discontinuities, edited by Wolfang Mommsen and Jurgen Osterhammel,. Allen and Unwin, London, σσ. 191-216.

Balibar É. et I. Wallerstein, 1990, Race, Nation, Classe, Paris: Découverte.

Γουντ Μέικσινς Ε, 2008, Η Αυτοκρατορία του Κεφαλαίου, Αθήνα: ΚΨΜ

Harman C., 2003, “Analysing Imperialism”, International Socialism 99, http://pubs.socialistreviewindex.org.uk/isj99/harman.htm.

Lenin V. I., 1915 [1964], “On the Slogan for a United States of Europe”, in V.I. Lenin, Collected Works vol. 21, Moscow: Progress Publishers, σσ. 339-342.

Lenin, Vladimir Illich 1920 [1966], “The Second Congress of the Communist International”, in V.I. Lenin, Collected Works, vol 31, Moscow: Progress Publishers, σσ. 213-263.

Μαρξ Κ., 1983, Το Κεφάλαιο, τ. 1, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Parrini Carl and Martin Sclar, 1993, “New Thinking About the Market, 1896 - 1904: Some American Economists on Investment and the Theory of Surplus Capital”, Journal of Economic History, XLIII: 3, 559- 578.

Rosenberg J., 1994, The Empire of Civil Society. A Critique of the Realist Theory of International Relations, London: Verso.

Tomlinson B. R., 1996, “Imperial Power and Foreign Trade: Britain and India (1900- 1970)” in Peter Mathias and John Davis (eds), International Trade and British Economic Growth. From the 18th Century to the Present Day, Oxford: Blackwell, σσ. 146- 162.

Tully James, 2005, On Law, Democracy, and Imperialism, http//web.univ.polisci/tuly/publications/Tully.

Χομπσμπάουμ Ε., 1999, Η Εποχή των Άκρων. Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914 - 1991, Αθήνα: Θεμέλιο.