Τελικά ποιος καθορίζει την ατζέντα: το Μαξίμου ή η κοινή γνώμη;
Λέμε πολλές φορές ότι η επικοινωνία υποκαθιστά την πολιτική και ότι αυτό τελικά υπονομεύει τη δημοκρατία, αφού δεν συγκρούονται πολιτικές και ιδεολογίες, αλλά επικοινωνιακά τρικ, τσιτάτα και διαφημιστικές καμπάνιες.
Μόνο που τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμη χειρότερα: η επικοινωνία να «υποκαταστήσει» την ίδια την κοινωνία, αδιαφορώντας για τις ανάγκες, τις ανησυχίες, τις αγωνίες, τις απαιτήσεις της.
Και όμως με έναν τρόπο αυτό ακριβώς γίνεται στην Ελλάδα το τελευταίο διάστημα.
Αντί την «ατζέντα» να την καθορίζουν τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και τα μεγάλα ερωτήματα πολιτικής που απασχολούν όντως την κοινωνία, αυτό που συμβαίνει είναι την ατζέντα να τη διαμορφώνει η επικοινωνιακή στρατηγική που χαράσσει το Μέγαρο Μαξίμου, στην προσπάθειά του να συγκαλύψει το γεγονός ότι σήμερα η κυβερνητική πολιτική έχει πολλά «τυφλά σημεία», ιδίως στους τομείς όπου αποδεδειγμένα δεν μπορεί να ικανοποιήσει βασικές κοινωνικές ανάγκες ή να απαντήσει σε εύλογες ανησυχίες της κοινωνίας.
Και σε αυτή την κατάσταση έχουν μεγάλη ευθύνη τα ΜΜΕ που αντί να αναδεικνύουν την πραγματική ατζέντα, που απασχολεί την «κοινή γνώμη», κατά βάση αναπαράγουν την ατζέντα του Μεγάρου Μαξίμου.
Πάρτε για παράδειγμα την ακρίβεια. Αυτή τη στιγμή, η χώρα μας αντιμετωπίζει μια πραγματική «κρίση κόστους ζωής». Αυτή δεν αποτυπώνεται στον γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή, αλλά σε ειδικότερους δείκτες, όπως είναι η διαρκής αύξηση των τιμών των τροφίμων και άλλων βασικών αγαθών και υπηρεσιών, σχηματικά αυτή που κάνει κάθε επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ ένα μικρό ηλεκτροσόκ.
Τι κάνει ο πρωθυπουργός; Πηγαίνει σε μια καφετέρια, αξύριστος και με κάζουαλ λουκ, για να πείσει τους πολίτες ότι και αυτόν τον απασχολεί το θέμα της ακρίβειας.
Προσέξτε: η επίσκεψη δεν συνοδεύεται από ανακοινώσεις ότι θα μπει φραγμός στην έκρηξη των τιμών σε συγκεκριμένα προϊόντα, ότι σε βασικά αγαθά θα μπει πλαφόν στην τιμή, ότι με μέτρα θα σπάσουν τώρα τα καρτέλ και θα υπάρξει υγιής ανταγωνισμός και ορθή λειτουργία της αγοράς, βάσει τουλάχιστον όσων ευαγγελίζεται ο φιλελευθερισμός.
Πηγαίνει απλώς για να δείξει ότι είναι «κοντά στο λαό», ότι και αυτός πηγαίνει σε καφετέρια, ότι μπορεί να κάνει παρέα και να συζητήσει με τον απλό κόσμο.
Και αυτή η αμιγώς επικοινωνιακή κίνηση αναπαράγεται παντού ως σημαντική πολιτική εξέλιξη, αποσιωπώντας το βασικό: ότι είναι σκέτη επικοινωνία χωρίς καμιά δέσμευση για μέτρα που θα απαντήσουν σε υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα: η χώρα μας, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, πρώτα και κύρια στην Αθήνα, αντιμετωπίζει πραγματική στεγαστική κρίση. Υπάρχει μια έκρηξη στα ενοίκια που διώχνει κόσμο από γειτονιές ή κάνει το κόστος στέγασης, ιδίως για τους νέους, απαγορευτικό, με αποτέλεσμα να μένουν με τους γονείς τους μέχρι την πολύ ώριμη… εφηβεία.
Τι κάνει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης; Πηγαίνει να συναντήσει ένα νέο ζευγάρι που απέκτησε σπίτι με τη βοήθεια ενός προγράμματος που βοηθά την απόκτηση ιδιόκτητου σπιτιού, ένα ζευγάρι που αποδείχτηκε ότι έχει κομματική σχέση με τη ΝΔ και το έχουν φωνάξει και σε άλλες αντίστοιχες κομματικές εκδηλώσεις. Ούτε αυτή η συνάντηση συνοδεύτηκε από ανακοινώσεις πώς θα πει φραγμός στην άνοδο των ενοικίων, πώς ολόκληρες γειτονιές δεν θα παραδοθούν στη «βραχυπρόθεσμη μίσθωση», πώς θα μπορέσουν τα νέα ζευγάρια να νοικιάσουν σπίτι σε λογική και προσιτή τιμή.
Και πάλι τα ΜΜΕ παίζουν την εικόνα του πρωθυπουργού να πηγαίνει σε αυτό το σπίτι, χωρίς να θέτουν ερωτήματα και χωρίς να υπογραμμίζουν τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος.
Δείτε, όμως, και τη «χρήση» που γίνεται για το ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών. Και λέω «χρήση», γιατί όπως έχω γράψει γάμος και τεκνοθεσία είναι αυτονόητα δικαιώματα που θα έπρεπε να είχαν κατοχυρωθεί χθες. Καθόμαστε και συζητάμε τα… φροντιστήρια που κάνει η ΝΔ στους βουλευτές της ή τις αντιρρήσεις που ακούγονται, σε ένα νομοσχέδιο, που ξέρουμε ότι ήδη έχει εξασφαλίσει την απαραίτητη κοινοβουλευτική συναίνεση.
Πολύτιμος τηλεοπτικός χρόνος, σελίδες εφημερίδων και πλήθος άρθρων σε ενημερωτικές ιστοσελίδες φιλοξενούν τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών και προτάσεις για το ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, χωρίς όμως να επιδεικνύεται η ίδια ζέση για την ανάδειξη άλλων κρίσιμων και σαφώς πιο δύσκολων ζητημάτων. Δεν συζητείται για παράδειγμα με τον ίδιο πολιτικό τρόπο ότι έχουμε έξαρση εγκληματικότητας, για την οποία μάλιστα δεν ασκείται σχεδόν καμία κριτική στην κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι προφανώς και έχει ευθύνη, μια που κυβερνά εδώ και τεσσερισήμισι χρόνια.
Καταγραφούν τα ΜΜΕ, με συνεχή αρθρογραφία και ζωντανές συνδέσεις όλα τα εγκλήματα, αλλά τη συζήτηση για το τι έχει πάει στραβά με την αντιεγκληματική πολιτική δεν την ανοίγουν, ούτε καν με τη διατύπωση εύλογων ερωτημάτων.
Για να μην πούμε για την εκστρατεία σιωπής για τη συνθήκη «εγκληματικής οργάνωσης» ως προς τη διοίκηση του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αντιθέτως, στήθηκαν ζωντανές συνδέσεις έξω από το… φροντιστήριο της Οδού Πειραιώς.
Για να μην αναφερθώ και σε πράγματα που απλώς είναι σαν να μην υπάρχουν, σαν να μην συνέβησαν ποτέ. Δηλαδή, προβάλλονται οι κυβερνητικές διακηρύξεις για τα μη κρατικά ΑΕΙ και δεν προβάλλεται π.χ. ότι την ίδια στιγμή το Συμβούλιο Διοίκησης του ΕΜΠ βγάζει ανακοίνωση και λέει ότι μεταξύ 2009 και 2024 η κρατική χρηματοδότηση μειώθηκε κατά 63,6% και ο αριθμός των καθηγητών που διδάσκουν κατά 36%. Και αυτή η αντίφαση ούτε καν αναδεικνύεται. Το πολύ – πολύ να ανοίξει κανένα κεφάλι φοιτητών από τα ΜΑΤ για να δείξουν πλάνα από «μπάχαλα» στις ειδήσεις, αλλά κουβέντα για το γιατί είναι σήμερα θυμωμένοι οι φοιτητές.
Το να θέλει η κυβέρνηση και το Μέγαρο Μαξίμου να επιβάλουν τη δική τους ατζέντα είναι εύλογο. Όταν, όμως, αυτή η ατζέντα αναπαράγεται από τα ΜΜΕ (ενίοτε ακόμη και από την αντιπολίτευση! είτε γιατί παρασύρεται σε ένα πόλεμο ανούσιων ανακοινώσεων, είτε γιατί προσπαθεί να κρύψει τη δική της αδυναμία να μιλήσει για τα σπουδαία και τα μεγάλα) ως η «ατζέντα της κοινής γνώμης», έχουμε σοβαρό πρόβλημα.
Αποδεικνύεται δε ότι η εικόνα «παντοδυναμίας» της κυβέρνησης, την οποία εκμεταλλεύεται δεόντως ο κ. Μητσοτάκης, δεν προκύπτει από αντικειμενικά δεδομένα, αλλά αναπαράγεται και ουσιαστικά κατασκευάζεται με τη συνενοχή των μέσων ενημέρωσης.
Σε κάθε περίπτωση η επικρατούσα κατάσταση διαμορφώνει παραπλανητική εικόνα για την κοινωνική πραγματικότητα και τους συσχετισμούς δυνάμεων στην κοινωνία, δεδομένου ότι η δημόσια συζήτηση δεν επικεντρώνεται τελικά σε αυτά που όντως απασχολούν και θέλουν να συζητήσουν οι πολίτες.
Ίσως μάλιστα είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται τέτοια απόσταση ανάμεσα στα θέματα που απασχολούν τη «δημόσια συζήτηση» και αυτά για τα οποία πραγματικά αγωνιά η κοινωνία. Και μπορεί αυτή η απόσταση, αυτή η αίσθηση ότι όλα τα σοβαρά θέματα μένουν εκτός συζήτησης, απλώς να επιτείνει την αδιαφορία για την πολιτική, την παθητικότητα, την εξατομίκευση, τον ωχαδερφισμό και τον κυνισμό. Μπορεί, όμως, και να οδηγήσει στην αναζήτηση της σπίθας που θα πυροδοτήσει την επόμενη μεγάλη έκρηξη, που θα φέρει βίαια και απρόβλεπτα στο προσκήνιο μια άλλη «ατζέντα», αυτή των αποσιωπημένων πραγματικών κοινωνικών προβλημάτων.
Μόνο που τότε θα φανεί ότι η εικόνα που είχε διαμορφωθεί ήταν επίπλαστη και παραπλανητική. Και το «ο βασιλιάς είναι γυμνός» θα θρυμματίσει και την εικόνα «παντοδυναμίας» της κυβέρνησης, καθώς η τελευταία θα αναγκαστεί να έρθει επιτέλους αντιμέτωπη με αυτά που όντως απασχολούν και κρατούν ξάγρυπνους τους πολίτες που παλεύουν να τα φέρουν βόλτα σε ένα περιβάλλον που τους φαίνεται όλο και πιο επισφαλές.