Λαός σε κρίση

Παναγιώτης Σωτήρης

Διάφορες εξελίξεις το τελευταίο διάστημα έχουν χαρακτηριστεί «εκπλήξεις», με την έννοια ότι δεν αναλογούσαν στη δυναμική που φαίνονταν να έχουν τα πράγματα.

Η κυβέρνηση επανεξελέγη στη διπλή εκλογική μάχη του Μαΐου-Ιουνίου χωρίς να φαίνεται τραυματισμένη από όλους τους λόγους δυσαρέσκειας σε βάρος της, από τη διαχείριση της πανδημίας που είδε τη χώρα να έχει από τις χειρότερες στατιστικές στην Ευρώπη και την έκρηξη ακρίβειας μέχρι τα Τέμπη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, που πήρε περίπου 31% το 2019, παρότι είχε εφαρμόσει σκληρή μνημονιακή πολιτική, τώρα συνετρίβη εκλογικά, χωρίς να μπορέσει να εκπροσωπήσει τη δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση, και στη συνέχεια μπήκε σε ένα κρισιακό πολιτικό vertigo, για να καταλήξει να ετοιμάζεται να υποδεχτεί για αρχηγό έναν άνθρωπο που η μεγάλη πλειονότητα των μελών και των οπαδών του απλώς δεν τον ήξερε μερικούς μήνες πριν.

Την ώρα που έχει προηγηθεί η βαριά καταδίκη της Χρυσής Αυγής και η οργανωτική αποδιάρθρωσή της, ένα κόμμα άγνωστο που απλώς είχε την υποστήριξη του Κασιδιάρη μπαίνει στη Βουλή με τη συνολική ψήφο της ακροδεξιάς να φτάνει το 12,88%, ενώ στον Έβρο ντόπιοι ακροδεξιοί (και καταπατητές) συμπεριφέρονται ως «κυνηγοί κεφαλών» σε βάρος μεταναστών.

Η χώρα αντιμετώπισε τεράστιες φυσικές καταστροφές, σε μεγάλο βαθμό εντός των ακραίων προβλέψεων κινδύνου που είχαν προηγηθεί, καταστροφές που εντάθηκαν από τη δομική «κακοτεχνία» των αποσπασματικών έργων που γίνονται για την «απορροφησιμότητα», η κυβέρνηση τα απέδωσε κυρίως στο ότι ήταν πέραν των προσδοκιών η ένταση των φαινομένων, Όμως οι πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις ήταν υποτονικές, παρότι η κυβέρνηση περίπου είπε «μάθετε να ζείτε με τις καταστροφές και χαρείτε που πήραμε την επενδυτική βαθμίδα».

Όλα αυτά αποτελούν σημάδια κρίσης. Μιας βαθύτερης κρίσης που αφορά την οικονομία, την πολιτική, αλλά και την ίδια την ικανότητα της συλλογικής σκέψης και αναμέτρησης με προβλήματα.

 

Για ποια κρίση μιλάμε;

Θεωρώ ότι ο βασικός λόγος για αυτή την κρίση δεν είναι τόσο αυτός που συνήθως περιγράφουμε διεθνώς ως «κρίση ηγεσίας», δηλαδή ο τρόπος που το πολιτικό προσωπικό δεν έχει την ίδια παιδεία, διορατικότητα και στρατηγική οπτική σε σχέση με προηγούμενες περιόδους.

Ούτε καν αυτό που συνήθως περιγράφουμε ως «κρίση των ιδεολογιών» που λειτουργεί προς όφελος ενός διάχυτου κυνικού ρεαλισμού. Ούτε είναι μόνο η ενίσχυση της πραγματικής εξουσίας του χρήματος και της αγοράς έναντι της πολιτικής και του κράτους.

Πιο σωστά, οι παραπάνω λόγοι ισχύουν, αλλά είναι με τη σειρά τους αποτελέσματα ενός βαθύτερου προβλήματος.

Και αυτό είναι η πραγματική κατάσταση των λαϊκών τάξεων, των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων.

Γιατί έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε αυτές τις τάξεις κυρίως ως αυτές που διαμορφώνονται από τη συνολικότερη κοινωνική συνθήκη. Όμως, πιο σωστό είναι να πούμε ότι με τη δυναμική των αντιστάσεων και των συλλογικών τους πρακτικών διαμορφώνουν την κοινωνική συνθήκη.

Γιατί ο καθοριστικός μηχανισμός προόδου της ελληνικής κοινωνίας υπήρξε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η δυναμική που ερχόταν «από τα κάτω», ως αντίσταση και διεκδίκηση, ακόμη και όταν ο συσχετισμός φαινόταν συντριπτικός. Αυτό μπορεί να εξηγήσει τις μεγάλες αλλαγές στην ελληνική κοινωνία μετά τον Εμφύλιο, τη «χαμένη Άνοιξη» της δεκαετίας του 1960, το δυναμισμό της μεταπολίτευσης.

Και αυτό έχει να κάνει με το πώς οι λαϊκές τάξεις, ακόμη και εάν δεν εκπροσωπούνται άμεσα στο πολιτικό επίπεδο, μπορούν να πιέσουν αλλά και να «εκπαιδεύσουν» αυτούς που ασκούν εξουσία. Τους υποχρέωναν να σκέφτονται με όρους κοινωνίας, να «παίρνουν μέτρα», να κάνουν μεγάλες «μεταρρυθμίσεις».  Και στη χώρα μας υπήρξε μια μακρά περίοδος όπου δυναμικές και απαιτήσεις που έρχονταν από τις λαϊκές τάξεις διαμόρφωναν συνάμα δυναμικές ιστορικής προόδου.

Όταν, όμως, οι λαϊκές τάξεις είναι αποδιαρθρωμένες και δεν έχουν εσωτερική συνοχή, οι συλλογικές τους πρακτικές είναι διαλυμένες και οι δικές τους κουλτούρες αλωμένες από επάλληλα κύματα εμπορευματοποίησης, ενίοτε βρίσκονται σε συνθήκη εσωτερικού εμφυλίου πολέμου (δείτε τα ρήγματα που γεννά ο ρατσισμός ή την απόσταση ανάμεσα στα μορφωμένα και μη μορφωμένα στρώματα), τότε η ικανότητα να παρέμβουν περιορίζεται ριζικά.

Η τελευταία φορά που ήρθαν πραγματικά στο προσκήνιο ήταν με το δημοψήφισμα του 2015 – την πιο ταξική ψήφο στην πρόσφατη ιστορία και γι’ αυτό την πιο απωθημένη. Όμως, η μεταστροφή και συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε κατεξοχήν αποδιαρθρωτικά.

Μια αποδιάρθρωση που συνεχίστηκε την τετραετία 2019-2023 σε μεγάλο βαθμό και επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε συνειδητοποίησε τι σήμαινε μια πολιτική που θα διαπαιδαγωγούσε τις τάξεις που αναφέρονταν σε αυτόν σε οποιαδήποτε κατεύθυνση.

Προφανώς, υπήρξαν μεγάλα κινήματα και συγκεκριμένα τμήματα της κοινωνίας (φοιτητική και όχι μόνο νεολαία, ένα τμήμα των νεότερων ηλικιών εργαζομένων, κ.λπ.) που παρέμειναν σε αγωνιστική διάθεση και ανέπτυξαν στοιχεία ακόμη και μιας παράλληλης δικής τους κουλτούρας (το βλέπει κανείς στην απήχηση συγκεκριμένων καλλιτεχνών). Σίγουρα ως ένα βαθμό το ΚΚΕ προσπαθεί να παίξει έναν τέτοιο ρόλο, αλλά συναντά και όρια στην απήχησή του. Άλλες μορφές ριζοσπαστικής πολιτικοποίησης εξακολουθούν να βρίσκουν ακροατήριο.

 

 

Ποια η κατάσταση των λαϊκών τάξεων σήμερα;

Όμως, μεγάλα τμήματα των λαϊκών τάξεων είναι έξω από αυτά τα βιώματα. Παραδομένα στην πίεση της καθημερινότητας, στο κυνήγι της επιβίωσης. Με την αντίδρασή τους να τυχαίνει καπηλείας από διάφορες πλευρές, από τις θεωρίας συνωμοσίας έως την ακροδεξιά. Με μια «μαζική κουλτούρα» όπου η εμπορευματοποίηση δεν υπερβαίνει τα όρια της αρπαχτής (συγκρίνετε π.χ. το ελληνικό χιπ χοπ, ιδίως στην εκδοχή τραπ, με το γαλλικό). Συχνά δείχνουν αδυναμία να αρθρώσουν με σαφήνεια τι είναι αυτό που δεν τους αρέσει με τη ζωή τους, με αποκορύφωμα να αποδέχονται ακόμη και τις φαντασιακές προβολές περί «νέας κανονικότητας» ως δικές τους (και να ψηφίζουν ανάλογα).

Μόνο που με αυτόν τον τρόπο τα λαϊκά στρώματα δεν παρεμβαίνουν επί της ουσίας και δεν «εκπαιδεύουν» αυτούς που ασκούν εξουσία.

Αυτή η κατάσταση συνεπάγεται χειρότερους όρους άσκησης της εξουσίας. Κάνει ακόμη και την «κυρίαρχη πολιτική» να είναι πολύ λιγότερο εύστροφη και σε αρκετές περιπτώσεις να καταλήγει μια κυνική αναπαραγωγή των ενορμήσεων που έρχονται από τις «δυνάμεις της αγοράς». Εξηγεί τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή αυταρχισμού, αλλά και το γιατί μπορεί να επιστρέφει η Άκρα Δεξιά, με τη δήθεν αίσθηση «συνοχής» γύρω από το «έθνος και την πατρίδα» που υπόσχεται.

Αυτή η συνθήκη εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους. Γιατί όχι μόνο η «κυρίαρχη πολιτική», η «αστική πολιτική» αν προτιμάτε, γίνεται πιο αυταρχική και πολύ λιγότερο διορατική, αλλά και γιατί στην πλευρά όσων θέλουν να «εκπροσωπήσουν τον λαό» αντί για λαϊκότητα, δηλαδή πολιτικές που να εκπροσωπούν τα στρώματα αυτά και την ιστορική τους δυναμική, πρώτα και κύρια την εργασία, καταλήγουμε να έχουμε παραλλαγές «λαϊκισμού», δηλαδή πολιτικές «από τα πάνω» που θεωρούν ότι αρκεί η «επικοινωνία» και η απεύθυνση και που όριό τους έχουν το κακοσκηνοθετημένο θέατρο της προεκλογικής εκστρατείας για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Κοινωνία σε κρίση, χωρίς δυναμική προόδου

Πάνω από όλα η κρίση των λαϊκών τάξεων συμπαρασύρει το σύνολο της κοινωνίας σε μια βαθύτερη πολιτισμική κρίση.

Γιατί μπορεί να υπάρχει όλος αυτός ο ιστορικός μύθος, περίπου από την εποχή του βενιζελισμού και μετά, ότι η ιστορική δύναμη προόδου στον τόπο μας ήταν τα φωτισμένα αστικά στρώματα, στην πραγματικότητα ακόμη και οι στιγμές «αστικού εκσυγχρονισμού» στη χώρα δεν ήταν ποτέ αυτοτελείς πρωτοβουλίες αστικών ηγεσιών. Πολύ περισσότερο ήταν αναγκαστικές προσαρμογές και απαντήσεις στην ισχυρή πίεση που δέχονταν «από τα κάτω», από μια μακρά ιστορία αγώνων και διεκδικήσεων.

Χωρίς τα πρώτα βήματα του εργατικού κινήματος που συνέπεσαν με την εμφάνιση του βενιζελισμού, την μετέπειτα ανάπτυξη αγώνων στο Μεσοπόλεμο, το ρήγμα που άνοιξε το ΕΑΜ, τη εκ νέου εμφάνιση ισχυρών διεκδικήσεων στη δεκαετία του 1960, την δυναμική της μεταπολίτευσης σε κάθε επίπεδο, δεν θα είχαμε τις μεγάλες εκσυγχρονιστικές τομές στη χώρα σε κοινωνικό και θεσμικό επίπεδο, από το δημοτικισμό, έως τον εκδημοκρατισμό, το – σήμερα υπό διακινδύνευση – κοινωνικό κράτος, το εργατικό δίκαιο, το ΕΣΥ, την επέκταση του εκπαιδευτικού συστήματος κ.λπ. Γι’ αυτό και η «μακρά ήττα» των λαϊκών τάξεων από το 2015 και μετά εξελίσσεται όλο και περισσότερο σε παράγοντα βαθύτερης ιστορικής οπισθοδρόμησης.

Είναι αυτή η ήττα των λαϊκών τάξεων που εξηγεί γιατί εμφανίζεται μια γενικά πολιτικών που όταν δεν σκέφτονται απλώς με τον κυνισμό των τεχνοκρατών ή των trader, αδυνατούν να «κάνουν πολιτική», δηλαδή να αναμετρηθούν με την κοινωνία (και να ανταποκριθούν σε αυτή) και καταλήγουν την κρίσιμη ώρα να εκστομίζουν σύγχρονες παραλλαγές του «ας φάνε παντεσπάνι» ή περιορίζονται στο «κάνε και μια ιδιωτική ασφάλιση».

Πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που προέχει σήμερα δεν είναι η ανασυγκρότηση της «αριστερής ταυτότητας», ως τέτοιας, αλλά πολύ περισσότερο η ανασύνθεση του λαού, της ικανότητας των λαϊκών τάξεων να παίζουν τον ιστορικό ρόλο που μπορούν, των οργανωτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών προϋποθέσεων μιας τέτοιας ταυτότητας και πρωτίστως προοπτικής.