Τα αδιέξοδα της λογικής του «μικρότερου κακού»

Λίγες μέρες πριν από την κάλπες της 21ης Μαΐου, αποτελεί κοινό τόπο ότι η προεκλογική εκστρατεία παραμένει ιδιαίτερα υποτονική. Λέγεται συχνά (και δικαιολογημένα) ότι οι εκλογές του 2012 απετέλεσαν τομή, λόγω της κατάρρευσης του δικομματισμού που είχε κυριαρχήσει για πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Ίσως όμως αυτές του 2019 να αποδειχθούν εξίσου σημαντικό ορόσημο: μετά από αυτές φαίνεται να παγιώνεται ένα σκηνικό που συνδυάζει υψηλή αποχή, δυσπιστία απέναντι στα κόμματα, απουσία λαϊκής συμμετοχής στα προεκλογικά δρώμενα και εξαιρετικά μειωμένες προσδοκίες από το πολιτικό σύστημα.

Αν και ο όρος «εκλογές του καναπέ» χρονολογείται από την δεκαετία του 1990, με την εκλογή του «εκσυγχρονιστή» Κώστα Σημίτη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και τον διαρκώς αυξημένο ρόλο της τηλεόρασης (ειδικά των ιδιωτικών καναλιών), οι εκλογικές αναμετρήσεις εκείνης της περιόδου φαντάζουν ως υπόδειγμα μαζικής συμμετοχής και πολιτικού αναβρασμού σε σχέση με το σήμερα.

Σε ένα τέτοιο τοπίο, η υιοθέτηση της λογικής του «μικρότερου κακού» από πλατιά στρώματα αυτού που για λόγους ευκολίας θα αποκαλούσαμε «προοδευτικό» κομμάτι της κοινής γνώμης φαντάζει ως μια ρεαλιστική, ίσως και αναγκαστική, επιλογή. Το σκεπτικό είναι περίπου το εξής: ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ διαφέρουν. Μπορεί μεν οι διαφορές να είναι μικρότερες από αυτό που θα θέλαμε, παρόλα αυτά όμως προέχει η πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, και ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι να στηριχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως το βέλτιστο εφικτό στις παρούσες συνθήκες.

Το σκεπτικό αυτό δεν είναι καταρχήν παράλογο. Όπως γράφει ο κατεξοχήν ρασιοναλιστής φιλόσοφος Σπινόζα στο έργο του Ηθική (ΙV.65) «εφόσον καθοδηγούμαστε από τον [ορθό] Λόγο, από δύο καλά θα ακολουθήσουμε το μεγαλύτερο και από δύο κακά το μικρότερο» και προσθέτει: «ένα μικρότερο κακό είναι στην πραγματικότητα καλό». Παρόλα αυτά, στην αμέσως προηγούμενη πρόταση, ο ίδιος προειδοποιεί ότι «η γνώση του κακού είναι γνώση ασυνταίριαστη (inadœquata)», καθώς αποτελεί συνείδηση ενός πάθους, της Λύπης, η γνώση του οποίου εξαρτάται από ασυνταίριαστες ιδέες. Και τούτο διότι, όπως εξηγεί στη συνέχεια, στην ιδέα που διαμορφώνουμε ενός κακού υπεισέρχονται στοιχεία ξένα προς την καθαρή λογική, που παραπέμπουν σε αρνητικά πάθη όπως η Λύπη, δηλαδή στη συνειδητοποίηση μιας κατάπτωσης, της «μετάβασης σε μια υποδεέστερη μορφή» της ανθρώπινης κατάστασης. Για αυτό, θα συμπληρώναμε, η λογική της επιλογής του «μικρότερου κακού» χαρακτηρίζεται αναπόφευκτα από αστάθεια και αβεβαιότητα. Με πιο σύγχρονους όρους, θα λέγαμε ότι αποτελεί αντικείμενο διαπάλης, εσωτερικής (υποκειμενικής) και εξωτερικής, μεταξύ αντικρουόμενων τάσεων και ιδεολογιών.

Η σπινοζιανή συσχέτιση της λογικής του «μικρότερου κακού» με την Λύπη υποδεικνύει ότι μια επιλογή που διατυπώνεται με αυτούς τους όρους αποτελεί αδιάψευστη ένδειξη μιας πτωτικής πορείας, που επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε. Ας εξετάσουμε λοιπόν υπό το φως αυτής της πρότασης τα δεδομένα του προβλήματος, στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε στο δρόμο προς τις κάλπες της ερχόμενης Κυριακής.

Ξεκινάμε από το βασικότερο, που όμως κατά κανόνα αποσιωπάται: πώς φτάσαμε σε μια κατάσταση όπου ως μόνη επιλογή καλούμαστε να συγκρίνουμε μεταξύ τους δύο κακά; Πώς, με άλλα λόγια, παρά το καταστροφικό «έργο» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, υφίσταται (και με το παραπάνω) ο υπαρκτός κίνδυνος της διατήρησής της στην εξουσία, ώστε να δικαιολογείται η επιλογή ενός «κακού», επί του προκειμένου του ΣΥΡΙΖΑ, ως του μοναδικού τρόπου (σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό) να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Και, για να πάμε τέσσερα μόλις χρόνια πριν, πώς εξηγείται το ίδιο το γεγονός ότι το «μεγαλύτερο κακό» βρίσκεται στην θέση που είναι σήμερα; Πώς προέκυψε λοιπόν ότι η ΝΔ, που είχε πέσει σε ποσοστά κάτω του 30% από την αρχή της μνημονιακής περιόδου, να αγγίξει και πάλι το 40% και να μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση;

Η εξήγηση, ολοφάνερη, είναι η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 και η απαρέγκλιτη εφαρμογή του Τρίτου Μνημονίου που υπέγραψε κατά την τετραετία της διακυβέρνησής του. Ας θυμίσουμε εδώ το εξής: την εποχή του δικομματισμού ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, παρά την νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ από την εποχή Σημίτη και έπειτα, υπήρχε ακόμη μια περιορισμένη μεν, αλλά υπαρκτή διαφορά ανάμεσα στις πιο άτεγκτες και τις πιο ήπιες εφαρμογές του νεοφιλελευθερισμού, διαφορά που νομιμοποιούσε την εναλλαγή στην εξουσία των δύο πόλων του πολιτικού συστήματος. Το ίδιο ίσχυε και σε άλλες χώρες της Ευρώπης για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους της παραδοσιακής Δεξιάς.

Εν τούτοις, σταθερή στάση τότε της Αριστεράς, τόσο του ΚΚΕ όσο και του Συνασπισμού (τουλάχιστον μετά την περίοδο Δαμανάκη), και κατόπιν του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν η απόρριψη του δικομματισμού, όχι η στήριξη του ΠΑΣΟΚ στο όνομα του «μικρότερου κακού». Το σκεπτικό ήταν ότι, αν ζητούμενο είναι η ρήξη με το ίδιο το νεοφιλελεύθερο (και, προοπτικά, με το καπιταλιστικό) πλαίσιο, που αποτελεί τον λόγο ύπαρξης της Αριστεράς, αυτό που προέχει είναι η αναζήτηση μιας εναλλακτικής απέναντι στους δύο πόλους. Αυτή ακριβώς η στάση είναι που δημιούργησε τις προϋποθέσεις της πλειοψηφικής στροφής προς τα αριστερά του εκλογικού σώματος, όταν μετά το 2010 κατέρρευσε ο δικομματισμός.

Αν λοιπόν αυτή η στρατηγική δικαιώθηκε ιστορικά με τους όρους εκείνης της εποχής, γιατί να μην συμβαίνει κάτι αντίστοιχο σήμερα, και μάλιστα με το παραπάνω, εφόσον τα τρία Μνημόνια αναίρεσαν την όποια διάκριση μεταξύ της ήπιας και της σκληρής εκδοχής νεοφιλελευθερισμού ίσχυε την προηγούμενη περίοδο; Αυτή η διαπίστωση δεν αποτελεί σχήμα λόγου, ούτε ρητορική υπερβολή. Μπορεί μεν ο ΣΥΡΙΖΑ να μην είναι «το ίδιο» με την ΝΔ, το Τρίτο Μνημόνιο που υπέγραψε και εφάρμοσε ως κυβέρνηση είναι όμως αντικειμενικά το χειρότερο. Και τούτο γιατί οι δανειστές, στοχεύοντας στην πλήρη ταπείνωση μιας κυβέρνησης που τόλμησε το πρώτο εξάμηνο του 2015 να προβάλλει μια κάποια αντίσταση στις απαιτήσεις τους, επέβαλλαν τους πλέον εξευτελιστικούς όρους για την ίδια την υπόσταση της χώρας: όχι μόνο την παράταση της δρακόντειας λιτότητας αλλά την αρπαγή των ίδιων των πόρων και των εργαλείων άσκησης πολιτικής του κράτους μέσω της «ανεξαρτητοποίησης» του φοροσυλλεκτικού μηχανισμού (ΑΑΔΕ) και της υπαγωγής του συνόλου της δημόσιας περιουσίας στο Υπερταμείο ως εγγύηση για την αποπληρωμή του (ούτως ή άλλως μη βιώσιμου σε βάθος χρόνου) δημόσιου χρέους, με τους δύο αυτούς θεσμούς (μαζί με την ΕΛΣΤΑΤ) να τελούν υπό τον έλεγχο των δανειστών. Για να μην μιλήσουμε για μια ολόκληρη σειρά από ιδιαίτερα απεχθή κοινωνικά μέτρα, όπως το χρηματιστήριο ενέργειας, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, ο νόμος Αχτσιόγλου για τα εργασιακά και ο νόμος Κατρούγκαλου για τις συντάξεις.

Το Τρίτο Μνημόνιο κατέστησε ουσιαστικά μη αντιστρεπτά τα «κεκτημένα» των δύο προηγούμενων. Μονιμοποίησε την συντριβή των εργαζόμενων τάξεων και εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας της χώρας ελαχιστοποιώντας τις κοινωνικές αντιστάσεις. Οι δε όροι που αποδέχθηκε η κυβέρνηση Τσίπρα το 2018 στο όνομα της δήθεν εξόδου από τα Μνημόνια διασφαλίζουν το καθεστώς επιτήρησης, τη διατήρηση του συνόλου του μνημονιακού πλαισίου και τις δεσμεύσεις για εξωπραγματικά πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2060… Όλα αυτά συμπληρώθηκαν από την όλο και βαθύτερη πρόσδεση της χώρας στο αμερικανο-νατοϊκό άρμα και την προέκτασή του, τον «άξονα» Ισραήλ-Αιγύπτου.

Με μια έννοια, όμως, το πιο καταστροφικό αποτέλεσμα της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι αλλού. Είναι η προσχώρηση στην λογική του «δεν γινόταν αλλιώς» αυτών που είχαν αναλάβει να την ανατρέψουν, με άμεσο αποτέλεσμα την εσωτερίκευση της απουσίας εναλλακτικής από την κοινωνία και τον διασυρμό των ιδεών και της ιστορίας της Αριστεράς. Αυτό ακριβώς είναι το υπόβαθρο που επέτρεψε την νεκρανάσταση μιας πολιτικά χρεοκοπημένης και ρεβανσιστικής Δεξιάς και που την επανέφερε στην εξουσία.

Η εμπειρία της τελευταίας περιόδου πιστοποιεί ότι η ιδέα της επιστροφής στην κυβέρνηση ενός ακόμη πιο αφυδατωμένου σε σχέση και με το 2019 ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί παρά να ανακυκλώσει επί τα χείρω το αδιέξοδο που οδηγεί στην διαρκή διολίσθηση της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος σε ολοένα και πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Με άλλα λόγια, υπό τις παρούσες συνθήκες, η αποδοχή της «λογικής» του μικρότερου κακού είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την έλευση ενός ακόμη μεγαλύτερου.

Όπως θα έλεγε ο Σπινόζα, μια «λογική» που αυτοαναιρείται είναι «ασυνταίριαστη». Είναι νίκη της Λύπης έναντι του θετικού πάθους της Χαράς που έχει όνομα Ρήξη και Ανατροπή.