Σχετικά με τις πρόσφατες Προεδρικές εκλογές στην Κύπρο: Τομή ή Συνέχεια;

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ο δεύτερος γύρος ανέδειξε νικητή τον Ν. Χριστοδουλίδη ο οποίος συμπυκνώνει στο πρόσωπό του στοιχεία που ταυτόχρονα αναδεικνύουν την κατεύθυνση της Τομής αλλά και την κατεύθυνση της Συνέχειας. Την κατεύθυνση της Τομής γιατί για πρώτη φορά μετά από το 1998, όταν είχε εκλεγεί Πρόεδρος ο Γ. Βασιλείου, εκλέγεται κάποιος που δεν ανήκει ενεργά σε κομματικό σχηματισμό δεδομένης της διαγραφής του Χριστοδουλίδη από το ΔΗΣΥ όταν ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του. Ωστόσο το γεγονός ότι είχε διατελέσει Υπουργός Εξωτερικών της Κυβέρνησης Αναστασιάδη και κομματικό στέλεχος του ΔΗΣΥ, σε αντίθεση με τον ανθυποψήφιό του Α. Μαυρογιάννη που δεν είχε κάποια κομματική προϊστορία, άρα πειστικά χαρακτηριζόταν ως «αυθεντικά» ανεξάρτητος, δείχνει να αποτελεί ένα στοιχείο Συνέχειας. Πόσο μάλλον που ο Χριστοδουλίδης γνώρισε στο δεύτερο γύρο την ενεργό υποστήριξη του απερχόμενου Προέδρου Ν. Αναστασιάδη ο οποίος διακατεχόταν από μία έγνοια για την υστεροφημία της διακυβέρνησής του. Σε κάθε περίπτωση η υποψηφιότητα Χριστοδουλίδη οδήγησε σε εσωτερική ρήξη τον ΔΗΣΥ ακριβώς διότι από τη μία προερχόταν από το ΔΗΣΥ άρα ήταν πιο κοντινός προς το κόμμα υποψήφιος σε σχέση με τον Α. Μαυρογιάννη αλλά ακριβώς γι’ αυτό θεωρήθηκε ως υπεύθυνος που για πρώτη φορά αποκλείστηκε από το δεύτερο γύρω ο επίσημος υποψήφιος του ΔΗΣΥ. Από την άλλη ο Α. Μαυρογιάννης όντως ήταν αφενός ανεξάρτητος και αφετέρου μη ενταγμένος σε κάποιο κόμμα, κι αυτά μπορεί να χαρακτηριστούν ως στοιχεία Τομής. Ωστόσο το πολιτικό πρόγραμμα το οποίο παρουσίασε δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί πως ξέφευγε από πολύ συγκεκριμένες ορίζουσες ενός δεδομένου πολιτικού πλαισίου: οικονομική πολιτική που θα κινείται εντός του πλαισίου των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη ΟΝΕ, απουσία κάποιας πρόβλεψης για περιορισμό των εξουσιών του Προέδρου προς όφελος της Βουλής των Αντιπροσώπων,  έλλειψη κατεύθυνσης προς ριζική αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων. Υπήρχαν μόνο κάποιες  υποτελείς προς το γενικό πλαίσιο, κατευθύνσεις υποστήριξης της ΑΤΑ, των εργασιακών δικαιωμάτων και του ΓΕΣΥ. Αναμενόμενες ίσως θέσεις για κάποιον άνθρωπο που λειτούργησε τόσο χρόνια ως ανώτατο στέλεχος του κρατικού μηχανισμού και στενός συνεργάτης του απερχόμενου Προέδρου. Κατά συνέπεια από αυτή την άποψη είναι εμφανές το στοιχείο της Συνέχειας.

            Σε επίπεδο κομματικού συστήματος ο μεγάλος ηττημένος φαίνεται να είναι ο ΔΗΣΥ, κερδισμένα τα κόμματα του κεντρώου χώρου που υποστήριξαν Χριστοδουλίδη, ικανοποιημένο πρέπει να είναι το ΑΚΕΛ για το πολύ καλό, και σε μεγάλο βαθμό μη αναμενόμενο, ποσοστό που συγκέντρωσε ο υποψήφιός του και στους δύο γύρους, αλλά και το ακροδεξιό ΕΛΑΜ το οποίο παγιώνει την αποδοχή του από ένα υπαρκτό τμήμα του εκλογικού σώματος. Αυτά τα στοιχεία πράγματι φανερώνουν μια Τομή. Ωστόσο, αν δούμε τα πράγματα σε μεγαλύτερο βάθος η κατάσταση είναι πιο αντιφατική. Ο ΔΗΣΥ παραμένει το μεγαλύτερο κοινοβουλευτικό κόμμα και θα είναι δύσκολο για τη νέα Κυβέρνηση να περνάει νομοσχέδια χωρίς τη συμφωνία του, πόσο μάλλον που ο Ν. Χριστοδουλίδης συνεχώς αναφέρει πως το κόμμα του είναι ο ΔΗΣΥ. Ο κεντρώος χώρος παρότι συνέβαλε στην εκλογή Χριστοδουλίδη βιώνει έναν πολιτικό κατακερματισμό που θα δυσκολέψει την περαιτέρω στάση του. Ταυτόχρονα ο νέος Πρόεδρος θα πρέπει να προβαίνει σε συνεχείς διαπραγματεύσεις όχι μόνο με τους βουλευτές του ΔΗΣΥ, που έχει μέχρι στιγμής δηλώσει πως θα είναι στην αντιπολίτευση- και κάποιοι από αυτούς ψήφισαν Μαυρογιάννη στο δεύτερο γύρο, αλλά και αυτούς του ΔΗΚΟ, της ΔΗΠΑ και της ΕΔΕΚ , για να μπορεί να υλοποιηθεί το κυβερνητικό έργο.  Το ΑΚΕΛ  από την πλευρά του βρίσκεται για τρίτη συνεχόμενη πενταετία εκτός κυβέρνησης κι αυτό θα μετρήσει στις συζητήσεις που θα διεξαχθούν στο εσωτερικό του δεδομένου ότι και στις τρεις τελευταίες αναμετρήσεις υπήρξε η επιλογή υποστήριξης ανεξάρτητου υποψηφίου έτσι ώστε να είναι εφικτή η εκλογική νίκη. Ωστόσο αυτό δεν επετεύχθη, πράγμα που είναι πιθανό να οδηγήσει σε ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα αυτής της στρατηγικής.   

            Σε επίπεδο προοπτικών εξέλιξης του κυπριακού κομματικού συστήματος τα εκλογικά αποτέλεσμα αποτυπώνουν σημαντικές υπόγειες ανακατατάξεις. Οι κύπριοι ψηφοφόροι προσήλθαν στις κάλπες με πολύ σοβαρό φορτίο ανησυχίας για το μέλλον τους: το Νοέμβριο του 2022 το 63% θεωρούσε πως τα τελευταία πέντε χρόνια το επίπεδο της ζωής του είχε χειροτερεύσει αντί του 36% που το θεωρούσε το Νοέμβριο του 2017. Αντίστοιχα το 83% διακατεχόταν στις αρχές του 2023 από αρνητικά συναισθήματα (απογοήτευση, ανησυχία/ άγχος, οργή/ αγανάκτηση, λύπη/στενοχώρια, ντροπή) από 71% πέντε χρόνια πριν[1]. Κατά συνέπεια είχε δημιουργηθεί ένα συνολικό κλίμα που απαιτούσε σημαντικές αλλαγές και το οποίο καθοριζόταν και από την ατμόσφαιρα σκανδάλων και διαφθοράς. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να γίνουν κατανοητές αρκετές παράμετροι της όλης εκλογική διαδικασίας: Η απόφαση του Χριστοδουλίδη να αποχωρήσει από το κόμμα του, το οποίο επιβαρυνόταν με πολλές κατηγορίες για την πολιτική του τα τελευταία δέκα χρόνια, και να ακολουθήσει ανεξάρτητη πορεία, η κάθοδος τόσων πολλών ανεξάρτητων υποψηφίων, ο αποκλεισμός από τον δεύτερο γύρο του μόνου κομματικού υποψηφίου, η ύπαρξη ενός πολύ μεγάλου ποσοστού πραγματικής αποχής αφού πέραν όσων ψηφοφόρων δεν πήγαν να ψηφίσουν θα πρέπει να προστεθούν και εκείνοι που δεν έχουν εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους. Η γενικευμένη αυτή δυσαρέσκεια είναι που θα λειτουργήσει σε βάρος του Α, Νεοφύτου, θα συντελέσει στην παρουσία δύο μη κομματικά ενταγμένων στο β’ γύρο δε έχει όμως περαιτέρω δυναμική για να συμβάλει σε μια ριζική αναδιάρθρωση του κυπριακού πολιτικού σκηνικού.

            Συμπερασματικά το αποτέλεσμα των Προεδρικών εκλογών του 2023 αναδεικνύει μια εγγενή αντιφατικότητα. Από τη μία πλευρά εμπεριέχει στοιχεία που φανερώνουν την επιθυμία μεγάλου τμήματος υπέρβασης της σημερινής κατάστασης. Από την άλλη πλευρά αναφέρθηκαν στοιχεία που ακολουθούν την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση συμβάλλοντας στη διατήρηση αυτής της πραγματικότητας. Το αν σταδιακά τα πρώτα θα λειτουργήσουν διαλυτικά για τα δεύτερα ή θα συμβεί το αντίστροφο όπου τα δεύτερα θα ενσωματώσουν τα πρώτα είναι κάτι που θα φανεί τα επόμενα χρόνια με πρώτο σταθμό τις βουλευτικές εκλογές του 2026.  

 

[1] Τα στοιχεία προέρχονται από την 34η Παγκύπρια έρευνα πολιτικής κουλτούρας και εκλογικής συμπεριφοράς της Public Issue, Νοέμβριος 2022.