Αφγανιστάν – Η ήττα των ΗΠΑ, η επιστροφή των Ταλιμπάν και οι υπολογισμοί Ρωσίας και Κίνας
Ο Τζο Μπάιντεν θα προτιμούσε να είχε μια προεδρία ανάλογη με αυτή του Ρούζβελτ, του Τρούμαν ή του Λίντον Τζόνσον. Δηλαδή, μια προεδρία που να έμενε στη συλλογική μνήμη ως συνώνυμη με τη μεγαλύτερη έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη και συνοχή. Ωστόσο, τις τελευταίες μέρες, η προεδρία του θυμίζει από ορισμένες πλευρές αυτή του Τζέραλντ Φορντ, καθώς διαχειρίζεται ουσιαστικά μια ταπεινωτική ήττα των ΗΠΑ. Μια ήττα που οι όροι της δεν διαμορφώθηκαν επί των ημερών του στον Λευκό Οίκο, αλλά τα προηγούμενα χρόνια, όμως αυτός χρεώνεται ουσιαστικά την τελική έκβαση .
Η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν ήταν μια ειλημμένη απόφαση, ήδη από την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ. Είχε γίνει σαφές ότι δεν υπήρχε κάποιο περιθώριο η αμερικανική στρατιωτική παρουσία να τροποποιήσει ριζικά το συσχετισμό δύναμης και αναγκαστικά έπρεπε να δρομολογηθεί μια πολιτική λύση που να περιλαμβάνει και αυτούς εναντίον των οποίων έγινε ουσιαστικά ο πόλεμος: τους Ταλιμπάν.
Αυτό οδήγησε στις διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ με τους Ταλιμπάν και στην υπογραφή της σχετικής συμφωνίας, την οποία αποφάσισε να ολοκληρώσει ο Τζο Μπάιντεν με την ανακοίνωσή του για αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου 2021, ακριβώς είκοσι χρόνια μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, ανακοίνωσε που μάλιστα εμπεριείχε και μια καθυστέρηση σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό.
Γιατί κατέρρευσαν τόσο γρήγορα η κυβέρνηση και οι ένοπλες δυνάμεις του Αφγανιστάν
Ο αμερικανικός σχεδιασμός στηριζόταν στο ότι η κυβέρνηση του Αφγανιστάν και οι 300.000 των ενόπλων δυνάμεων, εκπαιδευμένων και εξοπλισμένων από τις ΗΠΑ, μπορούσε να αντέξει, τουλάχιστον σε κρίσιμες περιοχές όπως η Καμπούλ, ώστε να μπορέσει να υλοποιηθεί ο σχεδιασμός που είχε επικυρωθεί στις διαπραγματεύσεις στη Ντόχα, στις οποίες συμμετείχαν και οι Ταλιμπάν, για μια ομαλή πολιτική μετάβαση στη χώρα.
Όμως, αυτό που παράβλεπε αυτός ο σχεδιασμός ήταν το πόσο γρήγορα θα κατέρρεε αυτό που αποτελούσε μέχρι τώρα τον «κρατικό μηχανισμό» στο Αφγανιστάν ενόψει της οριστικής αποχώρησης των αμερικανών και των άλλων δυτικών.
Οι Ταλιμπάν εδώ και μήνες είχαν αρχίσει μια πολύπλευρη προσπάθεια για την επιστροφή στην εξουσία. Αυτό περιλάμβανε την ανακατάληψη περιοχών βήμα βήμα και μια πολύ συστηματική προσπάθεια να περάσουν το μήνυμα «μην μας πολεμήσετε και δεν θα σας πειράξουμε», παράλληλα με διπλωματικές κινήσεις ώστε να κατοχυρωθούν ως συνομιλητές της διεθνούς κοινότητας.
Την ίδια στιγμή αποδεικνυόταν ότι η κυβέρνηση στην Καμπούλ δεν είχε τη δυνατότητα να διεξάγει πραγματικά πόλεμο με τους Ταλιμπάν, ακόμη και στον βαθμό που θα απαιτείτο για να τους υποχρεώσει να μοιραστούν την εξουσία. Οι διοικητές των στρατιωτικών μονάδων, όπως και οι επαρχιακοί κρατικού αξιωματούχοι προτιμούσαν να κάνουν συμφωνίες με τους Ταλιμπάν για να εξασφαλίσουν την ασφαλή αποχώρησή τους παρά να διεξάγουν μεγάλης κλίμακας αντίσταση, που άλλωστε φάνταζε μάταιη.
Καθοριστικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ επέλεξαν με δρομολογημένη την αποχώρησή των δυνάμεών τους, να μην προχωρήσουν σε αεροπορικές επιθέσεις, το βασικό μέσο με το οποίο θα μπορούσαν να καθυστερήσουν την προέλαση των Ταλιμπάν, παρότι είχαν διαμηνύσει ότι ακόμη και εάν αποχωρήσουν οι δυνάμεις τους θα διατηρούσαν την επιλογή των αεροπορικών επιθέσεων ανοιχτή. Πιθανώς σε αυτό να μέτρησε το γεγονός ότι ακόμη και αεροπορικές επιθέσεις (που κυρίως είναι αποτελεσματικές στο να καταστρέφουν υποδομές) δεν θα μπορούσαν να ανατρέψουν τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης που αποτυπώθηκε στην πτώση της Καμπούλ.
Οι ίδιοι οι Ταλιμπάν, που είχαν ήδη από καιρό αναγνωριστεί ως μέρος της πολιτικής διαδικασίας μπορούσαν να επενδύσουν όλον αυτό τον καιρό στη γείωση που ποτέ δεν έχασαν στον Νότο της χώρας και στο μεγάλο μέρος του πληθυσμού που είναι Παστούν και στο γεγονός ότι η κυβέρνηση στην Καμπούλ φάνταζε ως ανδρείκελο των δυνάμεων κατοχής, ενώ την ίδια ώρα φάνηκαν αρκετά ευέλικτοι στον τρόπο με τον οποίο προσπάθησαν να καθησυχάσουν γειτονικές χώρες αλλά και τη Ρωσία και την Κίνα ότι δεν πρόκειται να κάνουν το Αφγανιστάν ορμητήριο για ένοπλες ισλαμικές οργανώσεις. Παράλληλα, με κάθε περιοχή που κέρδιζαν αλλά και με κάθε μονάδα των κυβερνητικών δυνάμεων με την οποία έρχονταν σε συμφωνία μπορούσαν να αποκτούν και ολοένα και περισσότερο και καλύτερο εξοπλισμό.
Το μεγάλο κόστος για τις ΗΠΑ
Όλα αυτά οδήγησαν στις εικόνες που είδαμε στις 15 Αυγούστου. Οι Ταλιμπάν να φτάνουν στην Καμπούλ, συναντώντας ολοένα και μικρότερη αντίσταση, ο Αφγανός πρόεδρος να εγκαταλείπει τη χώρα και οι ΗΠΑ να πρέπει να διαχειριστούν ένα πολύ πιο σύντομο χρονοδιάγραμμα αποχώρησης με την αμερικανική σημαία να υποστέλλεται από την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Καμπούλ και ελικόπτερα να κάνουν την εκκένωση σε μια εικόνα που έμοιαζε με επανάληψη αυτή της 30ης Απριλίου του 1975 όταν οι τελευταίοι διπλωμάτες και λοιπό προσωπικό εγκατέλειπαν την πρεσβεία των ΗΠΑ στη Σαϊγκόν με ένα ελικόπτερο που τους παραλάμβανε από την ταράτσα. Και αυτό παρότι ο Τζο Μπάιντεν είχε επιμείνει λίγες εβδομάδες πριν ότι: «Δεν υπάρχει να υπάρξει τέτοια περίσταση όπου θα δείτε ανθρώπους να απομακρύνονται από την οροφή μιας πρεσβείας των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν».
Ο συμβολισμός της αποτυχίας των ΗΠΑ είναι τεράστιος, εάν αναλογιστούμε ότι ο πόλεμος των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, η πιο μακρόχρονη πολεμική εμπλοκή στην ιστορία της χώρας, ξεκίνησε την επαύριον της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, υποτίθεται ότι είχε οδηγήσει στην ήττα των Ταλιμπάν και είχε προβληθεί ως το κατεξοχήν παράδειγμα της ικανότητας των ΗΠΑ να κάνουν μια σχεδόν «αυτοκρατορική» προβολή ισχύος στον πλανήτη, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι λιγότερο από δύο χρόνια προχώρησαν και στην εισβολή στο Ιράκ.
Τώρα οι ΗΠΑ αποχωρούν, αυτοί που υποτίθεται ότι ήταν οι κατεξοχήν αντίπαλοί τους επιστρέφουν στην εξουσία και όλα αυτά ύστερα από έναν εικοσαετή πόλεμο με τεράστιο κόστος, έναν πόλεμο που στοίχησε πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια συνολικά στις ΗΠΑ και είχε ως αποτέλεσμα πολλές χιλιάδες νεκρούς αμάχους στο Αφγανιστάν, 64 χιλιάδες Αφγανούς στρατιωτικούς και αστυνομικούς, πάνω από 2300 αμερικανούς στρατιώτες (και συνολικά πάνω από 3500 νεκρούς στο συνασπισμό των δυνάμεων γύρω από τις ΗΠΑ).
Και μάλιστα, δεν είναι η μόνη τέτοια συμβολική (και πραγματική) ήττα των ΗΠΑ. Ας μην ξεχνάμε ότι έχει δρομολογηθεί και η αποχώρηση από το Ιράκ, όπου και εκεί οι ΗΠΑ όχι μόνο απέτυχαν να μπορέσουν φέρουν την ομαλότητα και την ευημερία αλλά και είδαν το Ιράν να αποκτά σημαντικό ρόλο. Άλλωστε, ακόμη και στη διαπραγμάτευση για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν οι ΗΠΑ έχουν διαπιστώσει ότι η Τεχεράνη, έχοντας αντέξει αλλεπάλληλα κύματα κυρώσεων, όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί τους επιπλέον όρους που θέτουν οι ΗΠΑ αλλά είναι έτοιμη να κλιμακώσει και άλλο το ποσοστό εμπλουτισμού που κάνει.
Και βέβαια δεν είναι απλώς μια συμβολική ήττα. Για τις ΗΠΑ το να μπορούν να έχουν μια φιλοαμερικανική κυβέρνηση στο Αφγανιστάν αλλά και το να μπορούν να έχουν μια παρουσία στη χώρα ήταν κομμάτι ενός συνολικού σχεδιασμού για να μπορούν όχι μόνο να επιτηρούν την εμφάνιση τυχόν ένοπλων ισλαμικών οργανώσεων (συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Αλ Κάιντα), αλλά και για να διατηρήσουν παρουσία σε μια από τις πιο στρατηγικές περιοχές του πλανήτη. Όπως υπογράμμισε και το Gideon Rachman στους Financial Times: το Αφγανιστάν είναι πλέον μέρος του «μετα-αμερικανικού κόσμου».
Η νίκη των Ταλιμπάν στέλνει ένα σαφές μήνυμα ότι οι ΗΠΑ δεν είναι ανίκητες και ότι είναι εφικτό σε ένοπλα κινήματα όπως οι Ταλιμπάν να μπορέσουν να καταλάβουν τελικά την εξουσία, ακόμη και εάν απέναντί τους έχουν την αμερικανική πολεμική μηχανή. Με δεδομένο ότι υπάρχουν αρκετά ένοπλα κινήματα που διεκδικούν την εξουσία, είναι σαφές ότι οι Ταλιμπάν κατορθώνουν να θέσουν ένα κρίσιμο παράδειγμα ενός νικηφόρου «Ισλαμικού Εμιράτου» και να αποτελέσουν σημείο αναφοράς. Την ίδια στιγμή τόσο στη διαπραγμάτευση στη Ντόχα, όσο και στις κινήσεις που έγιναν στο ίδιο το Αφγανιστάν απέδειξαν ότι διαθέτουν μια ιδιαιτέρως ικανή ηγετική ομάδα, που απέχει αρκετά από τα στερεότυπα των βίαιων πολέμαρχων που η βιομηχανία του Χόλιγουντ έχει αναπαράγει.
Ρωσία και Κίνα σταθμίζουν την επόμενη μέρα
Οι Ταλιμπάν αντιμετωπίστηκαν πάντα με επιφύλαξη (ενίοτε και εχθρότητα) και από τη Ρωσία (που άλλωστε ακόμη επισήμως τους θεωρεί τρομοκρατική οργάνωση) και από την Κίνα. Οι Ρώσοι ποτέ δεν ξέχασαν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και τη δράση των ένοπλων ισλαμικών ομάδων με την υποστήριξη τότε των ΗΠΑ (παρότι συγκριτικά η αποχώρηση των Σοβιετικών δυνάμεων δεν οδήγησε σε άμεση κατάρρευση), ενώ πάντοτε ανησυχούν για τη δράση τέτοιων ομάδων είτε στο ευρύτερο έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας (π.χ. στην Τσετσενία), είτε στις κεντροασιατικές χώρες της πρώην ΕΣΣΔ που η Ρωσία πάντοτε θεωρούσε ότι ανήκουν σε μια περιοχή για την οποία φέρει ευθύνη. Αντίστοιχα, η Κίνα, που έχει πάντα ανοιχτό το ζήτημα με τους Ουιγούρους, επίσης δεν θα ήθελα να υπάρχει ένα ορμητήριο για ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις.
Αυτό, όμως δεν απέτρεψε έναν ορισμένο ρεαλισμό στην αντιμετώπιση της νέας κατάστασης. Αυτό αποτυπώθηκε στις συνομιλίες που είχαν και οι Ρώσοι και οι Κινέζοι με τους Ταλιμπάν, που σήμαινε και την αναγνώρισή τους ως εκ των επισήμων συνομιλητών. Από τη μεριά τους οι Ταλιμπάν έχουν δώσει διάφορες διαβεβαιώσεις προς όλες τις κατευθύνσεις ότι δεν πρόκειται να λειτουργήσουν ως ορμητήριο τρομοκρατικών οργανώσεων και ότι είναι διατεθειμένοι να έχουν καλές σχέσεις και με τις γειτονικές χώρες και με τη Ρωσία και την Κίνα.
Ας μην ξεχνάμε ότι πάντα στο τραπέζι υπάρχει και η κινεζική στρατηγική «μία ζώνη – ένας δρόμος», που εκτός όλων των άλλων υπόσχεται και σημαντικές επενδύσεις σε έργα υποδομής και δη στις μεγάλες μεταφορικές διασυνδέσεις.
Τέλος εποχής
Όλα αυτά σηματοδοτούν ένα ιδιότυπο τέλος εποχής. Μια ολόκληρη στρατηγική και «αφήγηση» των ΗΠΑ για την ικανότητά τους να έχουν σχεδόν «αυτοκρατορική» παρουσία και ισχύ σε πολύ μεγάλο μέρος του πλανήτη, να μπορούν να συντρίβουν όποιον τις αμφισβητεί και να μπορούν να «ανοικοδομούν» κράτη και κυβερνήσεις, έδειξε τα όριά της και την πραγματική αποτυχία της.
Οι ΗΠΑ δεν μπόρεσαν ούτε την «κοινωνία των πολιτών» του Αφγανιστάν να ενδυναμώσουν, ούτε θεσμούς διακυβέρνησης να εγκαθιδρύσουν ικανούς να αντέξουν, ούτε καν τις ένοπλες δυνάμεις να καταστήσουν αρκούντως αξιόμαχες, παρά τα τεράστια ποσά που ξόδεψαν σε εκπαίδευση και εξοπλισμό. Και βέβαια πολύ νωρίς φάνηκε ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν την τεράστια μεταφορά πόρων που θα διαμόρφωνε όρους μιας άλλης οικονομικής ανάπτυξης.
Και σε αυτό το φόντο η όξυνση αυτού που συνηθίσαμε να περιγράφουμε ως ο «νέος Ψυχρός Πόλεμος», σε μεγάλο βαθμό με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, φαντάζει πολύ περισσότερο ως η προσπάθεια να διαχειριστούν μια βαθύτερη στρατηγική αμηχανία απέναντι σε έναν κόσμο πιο σύνθετο, αντιφατικό, συγκρουσιακό και ικανό για ιστορικές εκπλήξεις από όσο αφήνει να εννοηθεί η επιμονή σε ένα αφήγημα αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας.