Η συζήτηση Αλτουσέρ – Πουλαντζά σχετικά με το Κράτος
Η συζήτηση Αλτουσέρ – Πουλαντζά σχετικά με το Κράτος
Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου
- Η συνοδοιπορία Αλτουσέρ – Πουλαντζά: μια δύσκολη σχέση
Ο Λ. Αλτουσέρ στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του στην Ecole Normale συνέλαβε το σχέδιο μιας επεξεργασίας από κοινού με μαθητές του κομμουνιστικών πεποιθήσεων μιας σειράς πεδίων της μαρξικής και μαρξιστικής θεωρίας. Εξελίξεις της ταξικής πάλης όπως το σινοσοβιετικό σχίσμα, η κρίση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού (Γερμανία ’53, Ουγγαρία ’56) αλλά και το τέλος της αποικιοκρατίας καθιστούσαν επιτακτική ανάγκη την επιστροφή στη μελέτη του μαρξισμού ως καθοριστικής παραμέτρου για την άρθρωση ικανοποιητικών απαντήσεων από την πλευρά των κομμουνιστικών κομμάτων στις νέες συνθήκες. Ένα τέτοιο εγχείρημα απαιτούσε εξειδικευμένη δουλειά από μια σειρά στρατευμένων μαρξιστών που να αποδέχονταν όμως τη γενική κατευθυντήρια θέση. Σε αυτό το πλαίσιο ο Πουλαντζάς αναλαμβάνει τη μελέτη του Πολιτικού τόσο από την πλευρά της πολιτικής βαθμίδας στο εσωτερικό ενός τρόπου παραγωγής και ενός κοινωνικού σχηματισμού όσο και από την ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει την πολιτική πρακτική έναντι των άλλων μορφών πρακτικής (Μπαλτάς 2012: 69- 70).
Η σχέση θεωρητικής συμπόρευσης που θα αναπτυχθεί μεταξύ Αλτουσέρ και Πουλαντζά δε θα οδηγήσει αναγκαστικά σε μια πλήρη ταύτιση απόψεων. Αυτό θα γίνει εμφανές όταν ο Πουλαντζάς στο άρθρο του «Προς μία Μαρξιστική θεωρία» που θα δημοσιευτεί το 1966 στο περιοδικό Les Temps Modernes[1] θα ασκήσει κριτική σε πλευρές του έργου του Αλτουσέρ Για τον Μαρξ[2] που έχει δημοσιευτεί λίγο καιρό νωρίτερα. Ωστόσο επειδή το περιεχόμενο του συγκεκριμένου άρθρου ξεφεύγει κατά πολύ της θεωρίας του Κράτους δε θα ασχοληθούμε περισσότερο.
Σε κάθε περίπτωση παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις το πρώτο βιβλίο του Πουλαντζά Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις[3] χαρακτηρίζεται από την έντονη επίδραση του μέχρι τότε έργου του Αλτουσέρ. Συγκεκριμένα η έννοια του τρόπου παραγωγής, ο ορισμός της κοινωνικής εξουσίας, η προτεραιότητα της αντίφασης έναντι της ενότητας, η αντίληψη της ιδεολογίας με όρους πάλης των τάξεων, η κριτική στον ανθρωπισμό και στον οικονομισμό, όλα αυτά αποτελούν σαφείς επιρροές του Αλτουσέρ (Μηλιός 1990: 61).
Κάτι αντίστοιχο μπορεί να ειπωθεί για την κριτική που θα ασκήσει o Πουλαντζάς στο έργο του Ρ. Μίλιμπαντ Το κράτος στην Καπιταλιστική Κοινωνία[4] με το άρθρο του «The Problem of the Capitalist State»[5] όπου θα χρησιμοποιήσει την, ακόμα αδημοσίευτη, ανάλυση του Αλτουσέρ για τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους (Μηλιός 1990: 62). Άλλωστε ο Αλτουσέρ εκφράζεται με θετικά σχόλια για το Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις στην ευρύτερη μελέτη του La Production des rapports de Production (τμήμα της οποίας είναι και το «Η Ιδεολογία και οι Ιδεολογικοί Μηχανισμού του Κράτους») επισημαίνοντας την αξία κριτικής στην εργαλειακή θεωρία του κράτους, τη σημασία της ανάδυσης στην πολιτική εξουσία μιας συμμαχίας κοινωνικών τάξεων ή μερίδων κοινωνικών τάξεων, της διάκρισης μεταξύ κρατικής εξουσίας και μηχανισμών εξουσίας (Αlthusser 1995: 103- 105)
Αλλά και στο Φασισμός και Δικτατορία που θα δημοσιευτεί ένα χρόνο μετά (1970) θα είναι εμφανής επιρροή του Αλτουσέρ όταν ο Πουλαντζάς θα προχωρήσει στη διάκριση μεταξύ των ιδεολογικών και των κατασταλτικών μηχανισμών του Κράτους, την κατάργηση της σχετικής αυτονομίας του ιδεολογικού μηχανισμού στις περιπτώσεις κράτους έκτακτης ανάγκης, στην κριτική στον οικονομισμό της 3ης Διεθνούς (Μηλιός 1990: 62).Ωστόσο, παρά την ύπαρξη αυτών τις επιρροών στο συγκεκριμένο έργο θα γίνει εμφανές (βλ. παρακ)) πως είχαν αρχίσει να εμφανίζονται και αρκετά μεγάλες διαφορές οι οποίες θα γίνονται μεγαλύτερες με το πέρασμα του χρόνο όπως θα δείξουμε στη συνέχεια.
Σε κάθε περίπτωση ο Πουλαντζάς στη τελευταία συνέντευξη που θα δώσει θα αναφερθεί στο γεγονός πως ο Γκράμσι αποτέλεσε εξαρχής σημείο συμφωνίας και διαφωνίας με τον Αλτουσέρ παραδεχόμενος ωστόσο τη συμφωνία του γύρω από τα πρώτα κείμενα του και κυρίως τα μεθοδολογικά και τα φιλοσοφικά. Αντίθετα θεωρεί προβληματικά τα ενυπάρχοντα στοιχεία δομισμού στην αλτουσεριανή θεωρία πιστεύοντας ότι στην προσπάθεια να ασκηθεί κριτική στον ιστορικισμό «τραβήχτηκε το ραβδί προς την άλλη πλευρά». Ο Πουλαντζάς καταλήγει πως «Παραμένω περισσότερο κοντά στην κριτική λειτουργία του αλτουσεριανισμού παρά στις αναλύσεις του με την κυριολεξία του όρου» (Πουλαντζάς 2009: 516- 517).
2. Διάλογος για το Κράτος I
Ας περάσουμε τώρα στη σχετική συζήτηση για το Κράτος όπως διαμορφώνεται με τα κείμενα του Αλτουσέρ που αφορούν τους καταπιεστικούς και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς (άσχετα από το χρόνο έκδοσής τους) και τις αντίστοιχες τοποθετήσεις του Πουλαντζά.
Η πρώτη παρέμβαση του Αλτουσέρ για το Κράτος το συνδέει με τη λειτουργία των μηχανισμών καταστολής και των ιδεολογικών μηχανισμών του Κράτους:
"Το Κράτος είναι, πριν απ' όλα, αυτό που οι κλασικοί του μαρξισμού ονόμασαν μηχανισμό του Κράτους. Με τον όρο αυτό νοείται όχι μόνον ο ειδικευμένος μηχανισμός (με τη στενή έννοια), του οποίου αναγνωρίσαμε την ύπαρξη και την αναγκαιότητα από τις απαιτήσεις της δικαιικής πρακτικής, δηλ. την αστυνομία, τα δικαστήρια, τις φυλακές, αλλά επίσης, το στρατό που ... επεμβαίνει άμεσα σαν κατασταλτική δύναμη αιχμής, σε τελευταία ανάλυση, όταν η αστυνομία και τα βοηθητικά της σώματα έχουν πια ‘ξεπεραστεί από τα γεγονότα’ ... Ο μηχανισμός του Κράτους, που ορίζει το Κράτος σαν εκτελεστική δύναμη και σαν δύναμη καταστολής και καταπίεσης ‘στην υπηρεσία των κυρίαρχων τάξεων’ μέσα στην ταξική πάλη, είναι το ίδιο το Κράτος, του οποίου ορίζει τη βασική λειτουργία" (Αλτουσέρ 1990: 78). ).
Για τον Αλτουσέρ δίπλα στον (καταπιεστικό) μηχανισμό του κράτους δρουν και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους Ο Καταπιεστικός μηχανισμός του κράτους περιλαμβάνει την κυβέρνηση, τη δημόσια διοίκηση, το στρατό, την αστυνομία, τα δικαστήρια, τις φυλακές ενώ οι Ιδεολογικοί μηχανισμοί του Κράτους (ΙΜΚ) έχουν κυρίαρχο στοιχείο την ιδεολογία (πχ εκπαίδευση, οικογένεια, πολιτικό σύστημα, ΜΜΕ) (Αλτουσέρ 1990: 83- 84). Οι ΙΜΚ αποτελούν συστήματα θεσμών, οργανισμών και αντίστοιχα καθορισμένων πρακτικών στο εσωτερικό των οποίων πραγματώνεται ολικά ή μερικά η κρατική ιδεολογία (Althusser 1995: 109) Ο σκοπός του καταπιεστικού μηχανισμού του Κράτους είναι να εξασφαλίζει είτε με τη φυσική είτε με άλλης μορφής βία την αναπαραγωγή των εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων ενώ οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του Κράτους χρειάζονται την προστασία του καταπιεστικού μηχανισμού για να διασφαλίσουν από τη δική τους πλευρά την αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής δεδομένου ότι αυτοί επιτελώντας τη διαδικασία της ιδεολογικοποίησης δεν προσφεύγουν στη χρήση βίας (Αλτουσέρ 1990: 89; Alhusser 1995: 110). Ωστόσο και οι δύο κατηγορίες μηχανισμών δε χρησιμοποιούν αποκλειστικά την καταστολή ή την ιδεολογία. Στην πραγματικότητα οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, δευτερευόντως, λειτουργούν ιδεολογικά όπως και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί, δευτερευόντως και οριακά- συμβολικά, μπορεί να λειτουργήσουν κατασταλτικά (Alhusser 1995: 117).
Εξειδικεύοντας αυτή τη θέση σε ένα μεταγενέστερο κείμενό του ο Αλτουσέρ υποστηρίζει πως το «σώμα» του Κράτους διακρίνεται στους εξής μηχανισμούς: α) Το μηχανισμό της κρατικής (publique) δύναμης (ή μηχανισμός καταστολής), που συγκροτείται από το ¨σκληρό πυρήνα¨ του κράτους, την εξοπλισμένη του δύναμη εξωτερικής (και) εσωτερικής παρέμβασης: στρατός, τα διάφορα αστυνομικά σώματα, η χωροφυλακή, τα CRS, η κινητή φρουρά. Σε όλα αυτά προστίθενται το δικαστικό σώμα, οι λειτουργοί του σωφρονιστικού συστήματος καθώς και κάθε θεσμός άμεσης και έμμεσης πειθάρχησης όπως η ψυχιατρική, η ιατρική, ψυχολογία, εκπαίδευση κλπ. β) τον πολιτικό μηχανισμό που συγκροτείται από τον αρχηγό του κράτους, το σώμα της κυβέρνησης, το σώμα της νομαρχιακής διοίκησης και όλους τους μεγάλους διοικητικούς οργανισμούς γ) τους ιδεολογικούς μηχανισμούς (Althusser 1994: 459).
Απέναντι σε αυτή την τοποθέτηση ο Πουλαντζάς θα είναι πολύ επικριτικός παρότι, όπως είδαμε, δέχεται τη σημασία της λειτουργίας των ιδεολογικών μηχανισμών. Έτσι στο Φασισμός και Δικτατορία θα υποστηρίξει πως οι θέσεις αυτές του Αλτουσέρ κινούνται σε ένα επίπεδο αφηρημένο και φορμαλιστικό με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται ο ρόλος της πάλης των τάξεων (Πουλαντζάς 2006: 334). Κι αυτό γιατί υποτιμάται ο ρόλος των οικονομικών μηχανισμών με αποτέλεσμα ο Αλτουσέρ, οριακά, να καταλήγει στο συλλογισμό πως το κράτος λειτουργεί μόνο καταπιεστικά ή ιδεολογικά- με την εξαίρεση την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης από το σχολείο και την οικογένεια (Πουλαντζάς 2006: 337). Παράλληλα η αντίληψη πως υπάρχει ενότητα των ιδεολογικών μηχανισμών εξαιτίας της ενότητας της κρατικής εξουσίας είναι εγκεφαλική και φορμαλιστική επειδή δε λαμβάνει υπόψη της την πάλη των τάξεων, το γεγονός πως σε κάθε κοινωνία υπάρχουν πολλές ταξικές ιδεολογίες, αντιφατικές και ανταγωνιστικές. Έτσι το παράδειγμα της Πολιτιστικής Επανάστασης φανερώνει πως οι σχέσεις εξουσίας μέσα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς δεν εξαρτώνται άμεσα από την ταξική φύση της κρατικής εξουσίας. Κατά συνέπεια ο μετασχηματισμός των ιδεολογικών μηχανισμών
«μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο μιας ‘επαναστατικοποίησης’ που θα τους αφορά άμεσα. Η κρατική εξουσία… θέτει όρια (μεταβλητά ανάλογα με την ή τις τάξεις της εξουσίας) στους κρατικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς. Τα όρια άλλωστε της εξουσίας που προσδιορίζουν την ‘ενότητα’ των ιδεολογικών μηχανισμών, δεν είναι διόλου αποκλειστικό αποτέλεσμα της κυρίαρχης ιδεολογίας, αλλά ακριβώς της ίδιας της κρατικής εξουσίας στο πλαίσιο του κρατικού (κατασταλτικού) μηχανισμού»
(Πουλαντζάς 2006: 341- 342).
Ο Πουλαντζάς θα επανέλθει στο συγκεκριμένο θέμα στο Κοινωνικές Τάξεις στο Σύγχρονο Καπιταλισμό όπου θα χαρακτηρίσει ως «απλοϊκή» την άποψη που θεωρεί πως το κράτος δεν έχει παρά κατασταλτικό ή ιδεολογικό ρόλο υποστηρίζοντας πως το Κράτος διατηρεί έναν άμεσο οικονομικό ρόλο στην αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής. Δεν πρόκειται για μια τεχνική ή ουδέτερη λειτουργία του κράτους αλλά για κάτι που υπαγορεύεται από την ταξική πολιτική κυριαρχία (Πουλαντζάς 1981: 121). Με αυτή την έννοια δεν μπορούμε να θεωρούμε το Κράτος ως ένα επίπεδο διαχωρισμένο από τις σχέσεις παραγωγής’ το κράτος είναι παρόν στη συγκρότηση των σχέσεων παραγωγής και όχι μόνο στην αναπαραγωγή τους (Πουλαντζάς 1980: 54).
Τέλος, η διάκριση από την πλευρά του Αλτουσέρ σε μηχανισμούς που λειτουργούν με κυρίαρχα και δευτερεύοντα στοιχεία (πχ. ο στρατός έχει ως κυρίαρχο στοιχείο την καταστολή και ως δευτερεύον την ιδεολογία) (Αλτουσέρ 1990: 85), γεννά πολλαπλά προβλήματα στην απόπειρα κατανόησης των κρατικών λειτουργιών. Κι αυτό γιατί δεν γίνεται αντιληπτό το φαινόμενο της μετάθεσης της εξουσίας από τον ένα μηχανισμό στον άλλο, του μεταμορφισμού του χαρακτήρα τους ανάλογα με τις αλλαγές που φέρνει η συγκυρία[6]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο στρατός που σε περιπτώσεις κρίσης πέρα από την ανοικτά κατασταλτική του λειτουργία αναδεικνύεται σε κυρίαρχο κέντρο εξουσίας στο εσωτερικό του κράτους λειτουργώντας ως ιδεολογικός και οργανωτικός μηχανισμός που επιτελεί το ρόλο του κόμματος της αστικής τάξης. Αντίστοιχα και άλλοι κατασταλτικοί θεσμοί (δικαιοσύνη, φυλακές, αστυνομία) έχουν ένα σταθερό ιδεολογικό ρόλο με αποτέλεσμα η ταξινόμηση σε κυρίως κατασταλτικούς και σε κυρίως ιδεολογικούς να μοιάζει χωρίς νόημα (Πουλαντζάς 1984: 47).
3. Διάλογος για το Κράτος IΙ
Αρκετά χρόνια μετά την τοποθέτηση για τους ιδεολογικούς και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς ο Αλτουσέρ θα επιχειρήσει να διαμορφώσει μια συνολική οπτική για το κράτος. Έτσι σε μία πρώτη απόπειρα ορισμού θα υποστηρίξει πως το Κράτος είναι μηχανισμός κι όπως κάθε μηχανισμός αποτελείται από επιμέρους στοιχεία που λειτουργούν για την εκπλήρωση ενός κοινού στόχου: τη διατήρηση της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης[7]. Ωστόσο κι ο όρος μηχανισμός δεν αντικατοπτρίζει με ακρίβεια το περιεχόμενο και τη λειτουργία του Κράτους. Πιο σωστό, ισχυρίζεται ο Αλτουσέρ, είναι να αντιληφθούμε το Κράτος ως μηχανή. Κι αυτό γιατί η έννοια μηχανή προσθέτει κάτι το ουσιαστικό σε σχέση με το "μηχανισμό": Προσθέτει την ιδέα του μετασχηματισμού της ενέργειας μέσω της απλής χρήσης της αρχικής ενέργειας. Έτσι στην περίπτωση ενός μηχανισμού περιοριζόμαστε σε μία μορφή ενέργειας, ενώ στην περίπτωση της μηχανής έχουμε να κάνουμε τουλάχιστον με δύο μορφές ενέργειας και κυρίως με το μετασχηματισμό τη μίας στην άλλη (Αλτουσέρ 2010: 83). Αυτό συμβαίνει γιατί μετασχηματίζει σε ενέργεια-εξουσία μία προηγούμενη ενέργεια την ενέργεια-δύναμη ή αλλιώς ενέργεια-βία. Πρόκειται για τη δύναμη ή τη βία της ταξικής πάλης που δεν έχει ακόμα μετασχηματισθεί σε Εξουσία, που δεν έχει μετατραπεί σε νόμους και δίκαιο (Αλτουσέρ 2010: 87). Από τη στιγμή που η Εξουσία αυτή μεταβάλλεται σε κρατική εξουσία, απαρνείται, μέσω των ποικίλων μηχανισμών διάδοσης της ιδεολογίας, την ταξική της φύση, αρνούμενη με αυτό τον τρόπο την ύπαρξη της ταξικής πάλης- για το κράτος δεν υπάρχουν τάξεις αλλά μόνο πολίτες- και αναγνωρίζοντας μία μόνο μορφή εξουσίας, την κρατική εξουσία. Με αυτή την έννοια το Κράτος είναι μία μηχανή που παράγει εξουσία, πρόκειται άλλωστε και για το μόνο τομέα όπου το Κράτος δρα ως παραγωγός, και κατά κύριο λόγο νομιμοποιημένη εξουσία. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας του συνίσταται στη θέσπιση νόμων, διαταγμάτων, αποφάσεων. Το υπόλοιπο τμήμα έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της εφαρμογής τους μέσω των κρατικών λειτουργιών[8].
Έχοντας σχηματοποιήσει αυτή τη θεωρία για το Κράτος ο Αλτουσέρ καταλήγει πως
«Μετά απ’ αυτό, το να υποστηρίζει κανείς ότι το κράτος ‘εξ ορισμού διαπερνάται από την πάλη των τάξεων’ είναι σαν να παίρνει τις επιθυμίες του για πραγματικότητα. Είναι σαν να παίρνει τα αποτελέσματα, ακόμη και τα βαθιά αποτελέσματα, ή και τα ίχνη της πάλης των τάξεων (αστικής και εργατικής) για την ίδια την ταξική πάλη. Διότι ακριβώς υποστηρίζω ότι το κράτος, στην καρδιά του, που είναι η δύναμη της φυσικής, πολιτικής, αστυνομικής και διοικητικής του επέμβασης, είναι φτιαγμένο, στο μέτρο του δυνατού, ώστε να μην αγγίζεται, ούτε ακόμα να «διαπερνάται», από την πάλη των τάξεων…» (Αλτουσέρ 2010: 78)
Κατά τη γνώμη μας αν είχε μείνει σε αυτή τη διατύπωση τότε το συμπέρασμα που θα προέκυπτε είναι πως η ταξική πάλη δεν διεισδύει στο σκληρό πυρήνα του Κράτους («το κράτος στην καρδιά του») πράγμα που σημαίνει πως σε άλλους τομείς του κράτους μπορεί να διεισδύει η ταξική πάλη.
Ο Δ. Δημούλης μάλιστα σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του θα υποστηρίξει πως ο Αλτουσέρ όταν εννοεί πως το κράτος είναι χωρισμένο από την ταξική πάλη εννοεί πως υπάρχει ο σκληρός πυρήνας που διαχωρίζεται από το υπόλοιπο κράτος αποτελώντας όργανο της άρχουσας τάξης. Στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα υπάρχουν απεργίες κλπ γι’ αυτό και δεν μπορεί να γίνει κατανοητός ως εργαλείο ταξικής κυριαρχίας. ‘Ετσι ο υπαρκτός διαχωρισμός χρησιμεύει για να έχει το κράτος ταξικό πρόσημο (Δημούλης 1997: 71- 72) Ταυτόχρονα θεωρώντας πως το κράτος, ή τουλάχιστον ο σκληρός πυρήνας του, είναι εργαλείο ο Αλτουσέρ, κατά το Δημούλη, εννοεί πως αποτελείται από ειδικό μέταλλο που μπορεί να χρησιμεύσει αποκλειστικά από την αστική τάξη για τη διαιώνιση της εξουσίας της και βελτιώνεται συνεχώς για είναι αποτελεσματικό απέναντι στις προσπάθειες των λαϊκών στρωμάτων και μερίδων της άρχουσας τάξης να ελέγξουν τη λειτουργία του (Δημούλης 1997: 77).
Ωστόσο με αυτή την ερμηνεία δημιουργείται μια σύγχυση σχετικά με το αν είναι ουδέτερο αφού κάθε τάξη μπορεί δυνητικά να το ελέγξει. Εδώ η έννοια της αυτονομίας της σχετικής αυτονομίας που υιοθετεί ο Πουλαντζάς (βλ. παρακ) παρουσιάζεται πιο κατάλληλη για να υπερβεί το πρόβλημα της ουδετερότητας του κράτους. Από την άλλη υπάρχει η αντίφαση πως αν το ειδικό μέταλλο προσιδιάζει μόνο στις ανάγκες της αστικής τάξης τότε δεν αποτελεί εργαλείο[9]. Τέλος η αποστροφή του Αλτουσέρ για τις απεργίες στο δημόσιο τομέα, πέραν της δυσπιστίας που φανερώνει δεν αφορά πάρα μόνο ένα κλάσμα της ταξικής πάλης που δυνητικά μπορεί να εισαχθεί το εσωτερικό του κράτους
Έτσι στη συνέχεια του κειμένου εμμένοντας, στη θέση ο Αλτουσέρ το κράτος είναι εργαλείο[10] καταλήγει πως
«ότι μόνο η Ισχύς της κυρίαρχης τάξης εισέρχεται και αναγνωρίζεται στο κράτος – και, επιπλέον, αυτή είναι ο μόνος «κινητήρας» του κράτους, η μόνη ενέργεια που εισέρχεται και μετασχηματίζεται σε εξουσία, σε δίκαιο, σε νόμους, σε νόρμες. Ναι, μόνο η Ισχύς της κυρίαρχης τάξης μπαίνει στο κράτος και αναγνωρίζεται από αυτό, καθώς και μέσω αυτού του βίαιου «διαχωρισμού» που κάνει αυτή την είσοδο στο κράτος να είναι ταυτόχρονα η ριζική απόρριψη και η άρνηση της πάλης των τάξεων από την οποία παρόλα αυτά προέρχεται…εν ολίγοις μόνο η κυρίαρχη τάξη έχει πρόσβαση στο κράτος για να μετασχηματίσει τη δική της ισχύ σε εξουσία» (Αλτουσέρ 2010: 89)
Στις θέσεις αυτές του Λ. Αλτουσέρ θα ασκηθεί (ξανά) αυστηρή κριτική από τον Ν. Πουλαντζά που θα επικεντρωθεί στον περιορισμένο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν, σύμφωνα με το Ν. Π., το κρατικό φαινόμενο. Ο Αλτουσέρ, κατά τον Ν. Πουλαντζά, υποβαθμίζει την παρουσία του Κράτους περιορίζοντάς τη στο χώρο των κατασταλτικών και ιδεολογικών λειτουργιών, με τέτοιο τρόπο μάλιστα που αναδεικνύεται, αποκλειστικά, η "αρνητικότητα" της κρατικής παρέμβασης: Το Κράτος οριοθετεί το χώρο του απαγορευμένου και συγκροτεί τους μηχανισμούς χειραγώγησης:
«Η άποψη αυτή, όπως έχει συστηματοποιηθεί από τον Louis Althusser εδράζεται… στην προϋπόθεση ενός Κράτους που δεν δρα, δεν λειτουργεί παρά με τη καταστολή και με τον ιδεολογικό επηρεασμό. Προϋποθέτει κατά κάποιον τρόπο ότι η δραστικότητα του Κράτους έγκειται σε αυτό που απαγορεύει, αποκλείει, εμποδίζει, επιβάλλει να μην πράττουμε, ή ακόμα στο ότι εξαπατά, ψεύδεται, κουκουλώνει, κρύβει ή μας κάνει να πιστεύουμε» (Πουλαντζάς 1984: 42).
Παράλληλα, ο ρόλος του Κράτους στην οικονομία φαίνεται να περιορίζεται στην ρύθμιση των κανόνων της αγοράς, παραγνωρίζοντας τη σημαντική θέση που κατέχει το σύγχρονο κράτος στην οικονομία τόσο ως παραγωγός όσο και ως καταναλωτής:
«η πολιτική εξουσία δεν είναι παρούσα στην οικονομία… δεν μπορεί να παρεμβαίνει σ’ αυτήν με ένα δικό της θετικό τρόπο, γιατί υπάρχει μόνο για να εμποδίζει (με την καταστολή και την ιδεολογία) διαταρακτικές επεμβάσεις (Πουλαντζάς 1984: 42)».
Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η κύρια όψη της κρατικής δραστηριότητας διακρίνεται από τη "θετικότητά" της. Το Κράτος δεν αποκλείει και απαγορεύει μόνο, αλλά, κυρίως, "δημιουργεί, μεταμορφώνει, φτιάχνει πραγματικότητες" (Πουλαντζας 1984: σελ. 43). Αυτός ο ενεργητικός ρόλος προκύπτει από το γεγονός πως το Κράτος έχει ως βασικό ρόλο την οργάνωση και εκπροσώπηση του μακροπρόθεσμού συμφέροντος του συνασπισμού εξουσίας κάτω από τη διεύθυνση της ηγεμονικής μερίδας της άρχουσας τάξης (Πουλαντζάς 1984: 62- 63). Η ιδιαιτερότητα του καπιταλιστικού κράτους είναι πως εμφανίζεται ως ο διαχειριστής και εκπρόσωπος των συμφερόντων όλης της κοινωνίας. Για να υπάρχει όμως μια σχετική νομιμοποίηση είναι αναγκαίο, λαμβανομένων υπόψη και των συσχετισμών δύναμης να ενσωματώνονται στις κρατικές πολιτικές και τα αιτήματα των υποτελών τάξεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο το Κράτος εγκολπώνεται τα λαϊκά στρώματα πρωτευόντος μέσω της συναίνεσης και δευτερευόντως μέσω του καταναγκασμού. Μίας συναίνεσης που θεμελιώνεται κυρίως λόγω της δημιουργίας μίας διαδικασίας πραγματοποίησης υλικών παραχωρήσεων από τις κυρίαρχες προς τις κυριαρχούμενες τάξεις. Οι κυρίαρχες τάξεις αποδέχονται κάτι τέτοιο θεωρώντας πως στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι προτιμητέο ένα πλαίσιο βραχυπρόθεσμων απωλειών με την προϋπόθεση πως το περιεχόμενό τους δεν αμφισβητεί την αστική εξουσία. Φυσικά καθόλου δεν είναι προδιαγεγραμμένο πως αυτό το πλαίσιο συναίνεσης θα διατηρηθεί εσαεί. Αντίθετα ο Πουλαντζάς τονίζει πως πρόκειται για μια ασταθή ισορροπία συμβιβασμών που η διατήρησή της εξαρτάται από την εξέλιξη της ταξικής πάλης μέσα στην πολιτική συγκυρία (Πουλαντζάς 1985: 18- 19). Σε κάθε περίπτωση όμως το Κράτος είναι σε θέση να κάνει παραχωρήσεις στα κυριαρχούμενα στρώματα επειδή για να εκπροσωπήσει το μακροπρόθεσμο συμφέρον της αστικής τάξης κατέχει μια αυτονομία απέναντι σε εκείνα ή σε τούτα τα ιδιωτικά συμφέροντα (Πουλαντζάς 1984 183- 185)
Η αναφορά στη (σχετική) αυτονομία του Κράτους από τον Πουλαντζά, τόσο σε σχέση με τις παραγωγικές σχέσεις όσο και με τάξεις ή μερίδες του συνασπισμού εξουσίας (Πουλαντζάς 1985: 108) μάς εισάγει σε μια άλλη σημαντική διαφωνία με τον Αλτουσέρ που αφορά την εργαλειακότητα του Κράτους εκκινούμενη από την αντίληψη της εξωτερικότητας του Κράτους απέναντι στις κοινωνικές τάξεις. Για τον Πουλαντζά η αντίληψη του Κράτους ως Υποκείμενο που δρα ανεξάρτητα και υπεράνω της κοινωνίας μας οδηγεί σε ένα είδος εγελιανισμού που διακρίνει το κράτος από την αστική κοινωνία (societe civile). Αντίστοιχα αν θεωρήσουμε το Κράτος ως μηχανή το εργαλειοποιούμε, αποδεχόμαστε πως μπορεί να έχει διαφορετική λειτουργία αν αλλάξει η κοινωνική τάξη που το διαχειρίζεται. Αντίθετα ο διαχωρισμός μεταξύ Κράτους και παραγωγικών σχέσεων είναι που μας επιτρέπει αφενός να κατανοήσουμε την περιοδολόγηση του καπιταλιστικού κράτος από το κλασικό φιλελεύθερο κράτος μέχρι το κράτος πρόνοιας και τον αυταρχικό κρατισμό και αφετέρου τη μετάβαση από τις μορφές κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στις μορφές κράτους εκτάκτης ανάγκης (φασισμός, στρατιωτική δικτατορία (Πουλαντζάς 1980: 56).
Κατά συνέπεια ο μόνος τρόπος για να αποφύγουμε αυτές τις αντιφάσεις είναι να προσεγγίσουμε το Κράτος ως σχέση, ορθότερα ως συμπύκνωση ενός συσχετισμού δύναμης μεταξύ των τάξεων που εκφράζεται με ιδιότυπο τρόπο στο εσωτερικό του Κράτους (Πουλαντζάς 1975: 114- 15). Μόνο αν δεχτούμε αυτό το συλλογισμό μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί υπάρχει αυτή η μορφή κράτους στην καπιταλιστική δύση που πολύ διαφέρει από το κράτος που θα επιθυμούσε η αστική τάξη να υπάρχει (Πουλαντζάς 1984: 15). Σε αντίθεση με τον Αλτουσέρ το Κράτος δεν αποτελεί ένα μονολιθικό συγκρότημα που επιβάλλεται «από τα έξω» στις κυριαρχούμενες τάξεις οι οποίες δεν μπορούν να επιδράσουν πάνω του παρά μόνο αν το περικυκλώσουν. Έτσι οι αντιφάσεις στο εσωτερικό του Κράτους εμφανίζονται μόνο ως αντιφάσεις του συνασπισμού εξουσίας ενώ οι λαϊκοί αγώνες είναι εξωτερικοί προς το Κράτος. Αντίθετα με αυτή τη επιχειρηματολογία ο Πουλαντζάς υποστηρίζει πως οι λαϊκοί αγώνες διαπερνούν το Κράτος από άκρη σε άκρη ακριβώς επειδή βρίσκονται στο εσωτερικό του κράτους επηρεάζοντας τη στρατηγική του[11]. Έτσι «το Κράτος κολυμπά μέσα στους αγώνες που το κατακλύζουν διαρκώς» (Πουλαντζάς 1984: 202- 203). Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση των κρατικών μηχανισμών να εξαρτάται όχι μόνο από το συσχετισμό δύναμης του συνασπισμού εξουσίας αλλά και από το συσχετισμό δύναμης μεταξύ του συνασπισμού εξουσίας και των κυριαρχούμενων τάξεων.
4. Οι αντινομίες των Αλτουσέρ- Πουλαντζά
Η συζήτηση Αλτουσέρ- Πουλαντζά βοηθά να προχωρήσει η μαρξιστική θεωρία του Κράτους όχι μόνο μέσα από τις απαντήσεις που δίνονται αλλά και από τα ερωτήματα που θέτονται. Ας προσπαθήσουμε να τα κωδικοποιήσουμε. Για τον Αλτουσέρ οι βασικοί μηχανισμοί λειτουργίας του κράτους είναι οι καταπιεστικοί, με κύριο χαρακτηριστικό την καταστολή οι οποίοι συγκροτούν τον λεγόμενο «σκληρό πυρήνα» του Κράτους, και οι ιδεολογικοί με κύριο χαρακτηριστικό την ιδεολογία. Ωστόσο οι δύο αυτοί μηχανισμοί, που συντελούν στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων, έχουν και δευτερεύουσες λειτουργίες αντίστροφου περιεχομένου: οι καταπιεστικοί ιδεολογικές και οι ιδεολογικοί κατασταλτικές. Σε μεταγενέστερο κείμενό του ο Αλτουσέρ θα προσθέσει και τον πολιτικό μηχανισμό που περιλαμβάνει τους βασικούς πολιτικούς θεσμούς που εδρεύουν εντός ενός κοινωνικού σχηματισμού Από εκεί και πέρα το κράτος για τον Αλτουσέρ αποτελεί μηχανή που μετασχηματίζει την βία της ταξικής πάλης σε εξουσία, συμπέρασμα που τον οδηγεί στη θέση πως η ταξική πάλη δεν μπορεί να διεισδύει το Κράτος αλλά μόνο η άρχουσα τάξη έχει πρόσβαση στο κράτος μετασχηματίζοντας τη δική της ισχύ σε εξουσία.
Ο Πουλαντζάς θα ασκήσει κριτική στα πρώτα κείμενα του Αλτουσέρ λέγοντας πως περιορίζει το ρόλο του κράτους αποκλειστικά στην ιδεολογική και κατασταλτική του λειτουργία αφενός αγνοώντας την οικονομική λειτουργία του κράτους και αφετέρου παραγνωρίζοντας τη σημασία της ταξικής πάλης στους ιδεολογικούς μηχανισμούς τόσο λόγω της ύπαρξης αντιτιθέμενων ιδεολογιών όσο και ανατιπαραθετικών ιδεολογιών όπως φανερώνει το παράδειγμα της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα. Από την άλλη οι διαφορετικοί ρόλοι που παίζουν οι διάφοροι μηχανισμοί ανάλογα με την εξέλιξη της ταξικής πάλης καθιστούν το διαχωρισμό τους σε κατασταλτικούς και ιδεολογικούς χωρίς νόημα. Ουσιαστικά με αυτό τον τρόπο ο Πουλαντζάς υιοθετεί μια σχεσιακή προσέγγιση των κρατικών θεσμών. Υπάρχουν οι κρατικοί θεσμοί (πχ στρατός, εκκλησία, κυβέρνηση) που ενίοτε αποτελούν κατασταλτικούς μηχανισμούς και ενίοτε ιδεολογικούς.
Σε δεύτερο χρόνο ο Πουλαντζάς θα επισημάνει την «αρνητικότητα» με την οποία προσεγγίζει ο Αλτουσέρ το Κράτος παραγνωρίζοντας τις διαδικασίες απόσπασης συναίνεσης από τα κυριαρχούμενα στρώματα. Το τελευταίο αναγκαστικά οδηγεί και σε απώλειες για τον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας πράγμα, όμως, που λειτουργεί θετικά για την μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή των συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων. ¨Όμως για να συμβεί αυτό θα πρέπει με κάποιο τρόπο να λαμβάνει υπόψη του το Κράτος τα αιτήματα των κυριαρχούμενων τάξεων. Ο Πουλαντζάς λέει πως αυτό συμβαίνει επειδή οι λαϊκοί αγώνες «κολυμπούν μέσα στο κράτος» το οποίο μπορεί να ικανοποιεί τα λαϊκά αιτήματα ακριβώς επειδή συμπυκνώνει ένα συσχετισμό δύναμης μεταξύ συνασπισμού εξουσίας και κυριαρχούμενων τάξεων. Αντίθετα ο Αλτουσέρ θεωρεί πως αυτό δεν μπορεί να συμβεί επειδή μια ταξική μηχανή, όπως είναι το κράτος, που από την κατασκευή της έχει δημιουργηθεί για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης δεν μπορεί, λόγω της δομής της, να λάβει υπόψη της τους λαϊκούς αγώνες και να τους ενσωματώσει.
Εν κατακλείδι, ο σχετικός διάλογος αφορά τη φύση των ιδεολογικών και των κατασταλτικών μηχανισμών, το ρόλο του οικονομικού στοιχείου, την ουδετερότητα ή μη του κράτους, το κατά πόσον οι λαϊκοί αγώνες εισβάλλουν και εγγράφονται στο εσωτερικό του.
Ας πάρουμε τα πράγμα με τη σειρά. Σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό συγκροτείται ένα κράτος που αντιστοιχεί στην υλική αποτύπωση της ιστορίας αυτού του εθνικού σχηματισμού. Αυτό σημαίνει πως η διαφορετική εξέλιξη ορισμένων θεσμών από κράτος σε κράτος (πχ αλλού υπάρχει Γερουσία και αλλού όχι, αλλού συνταγματικό δικαστήριο κι αλλού όχι κλπ) οδηγεί σε διαφορετική κρατική δομή. Από εκεί και πέρα οι μηχανισμοί μπορούν να χωριστούν σε 4 κατηγορίες: α) στους κατασταλτικούς, που αποτελούν και το σκληρό πυρήνα του αστικού κράτους, β) στους ιδεολογικούς, γ) στους οικονομικούς και δ) στους αντιπροσωπευτικούς (κοινοβούλιο, κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση). Είναι σωστό πως καθένας έχει μια κύρια λειτουργία (πχ ο στρατός την κατασταλτική λειτουργία) αλλά αυτό δεν ακυρώνει και τη ύπαρξη δευτερευουσών λειτουργιών. Έτσι η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί μηχανισμό αντιπροσώπευσης αλλά επιτελεί και ιδεολογική λειτουργία (το μικρό κράτος που είναι πιο κοντά στους δημότες και βρίσκεται σε αντίστιξη με το κεντρικό κράτος) και κατασταλτική λειτουργία (πχ με την ύπαρξη της δημοτικής αστυνομίας) και οικονομική λειτουργία (πχ τόσο μέσα από τις δημοτικές επιχειρήσεις όσο και μέσω από μηχανισμούς αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης όπως τα δημοτικά ιατρεία). Επίσης το γεγονός της ύπαρξης διαφορετικών δομών από καπιταλιστικό σε καπιταλιστικό κράτος αποδεικνύει την επενέργεια της ταξικής πάλης.
Συμπερασματικά ο Αλτουσέρ ενώ σωστά τονίζει την ύπαρξη και τη σημασία της λειτουργίας των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών (και σε δεύτερο χρόνο και των μηχανισμών αντιπροσώπευσης) παρουσιάζει την αδυναμία να υποτιμά τη σημασία της λειτουργίας των οικονομικών μηχανισμών, πράγμα που παραγνωρίζει όλες τις σημαντικές αλλαγές που έχουν επέλθει εδώ και δεκαετίες λόγω της αύξησης της οικονομικής παρέμβασης του κράτους (κευνσιανισμός, κράτος πρόνοιας κλπ). Από την πλευρά του ο Πουλαντζάς υποτιμά τον εξειδικευμένο ρόλο που ασκούν οι κρατικοί μηχανισμοί αναγνωρίζοντας μόνο την ύπαρξη κρατικών θεσμών με διαφορετικούς κάθε φορά ρόλους. Τέλος να τονίσουμε πως η αναφορά του Πουλαντζά στην εμπειρία της Κίνας είναι άτοπη αφού αφορά τη διαδικασία μετασχηματισμού του κράτους μετά την επανάσταση, πράγμα εντελώς διαφορετικό από τη λειτουργία του καπιταλιστικού κράτους.
Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με το κατά πόσο η ταξική πάλη ενυπάρχει στο εσωτερικό του κράτους ή είναι δομικά εξωτερική προς αυτό. Υποστηρίξαμε ήδη πως η κρατική οργάνωση παρουσιάζει διαφορές από τον ένα εθνικό σχηματισμό στον άλλο λόγω της ταξικής πάλης. Από εκεί και πέρα αν υιοθετήσουμε την προβληματική του Αλτουσέρ κινδυνεύουμε να «ξεχάσουμε» την ταξική πάλη, σε βάρος μάλιστα των συμβουλών του Μάο, και να εισέλθουμε σε ένα δομισμό απ’ όπου η μόνη διέξοδος είναι η κοινωνική επανάσταση. Αλλιώς, δηλαδή χωρίς την κοινωνική επανάσταση, έχουμε μια κρατική δομή όπου επειδή δεν εισέρχεται η ταξική πάλη, αναπαράγεται στο διηνεκές. Εδώ το εμπειρικό αδιέξοδο, από τη στιγμή που ιστορικά όψεις των κρατικών λειτουργιών αλλάζουν και στο εσωτερικό του ίδιου σχηματισμού αλλά και μεταξύ διαφορετικών σχηματισμών, συναντά το μεθοδολογικό αδιέξοδο (αέναη αναπαραγωγή της ίδιας δομής). Από την άλλη η θέση του Πουλαντζά πως το κράτος κολυμπά μέσα στους ταξικούς αγώνες δε βάζει ιεραρχίες και αναφέρεται με ένα γενικό τρόπο πως «όλα είναι ταξική πάλη» χωρίς να λαμβάνει υπόψη πως η ταξική πάλη δεν αρχίζει εκ του μηδενός αλλά διεξάγεται πάνω σε ήδη διαμορφωμένα αποτελέσματα της ταξικής πάλης, δηλαδή σε ιεραρχημένες κρατικές δομές που αποκρυσταλλώνουν ταξικούς συσχετισμούς.
Κατά συνέπεια η θέση πως υπάρχουν ιεραρχημένες κρατικές δομές μας οδηγεί αναγκαστικά στη συζήτηση περί της φύσης του κράτους. Το πρόβλημα με την άποψη του Πουλαντζά είναι πως ο συνδυασμός της σχεσιακής προσέγγισης με την αποδοχή της ύπαρξης των λαϊκών αγώνων εντός του Κράτους ουσιαστικά καταλήγει στο συμπέρασμα πως το κράτος έχει ουδέτερη φύση. Το αξιοπερίεργο είναι πως ο Αλτουσέρ από διαφορετική αφετηρία οδηγείται σε παρόμοιο πόρισμα αφού ο «μηχανισμός» του κράτους αποτελεί αντικείμενο κατά συνέπεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά το δοκούν από τη κάθε κοινωνική τάξη. Η μόνη διαφορά από μια κλασική εργαλειακή θεωρία είναι πως ο Αλτουσέρ θεωρεί ότι επειδή οι λαϊκοί αγώνες δεν εισβάλουν στο κράτος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από τις κυριαρχούμενες τάξεις. Αν όμως δεχτούμε το τελευταίο αναδύονται όλες οι αντιφάσεις που περιγράψαμε προηγουμένως (απουσία της ταξικής πάλης- άτεγκτος δομισμός).
Η δική μας θέση είναι πως το Κράτος συνιστά ένα υλικό αποτέλεσμα ενός συσχετισμού δύναμης στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής, που λειτουργώντας δυναμικά στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού αποτελεί παραγωγό της κοινωνικής πράξης (Bihr 1989: 96). Το Κράτος παρεμβαίνει ενεργά στην κοινωνία και δέχεται την αντανάκλαση της παρέμβασής του, τροποποιώντας, μετασχηματίζοντας ή και αναθεωρώντας την πολιτική του (Σακελλαρόπουλος 2001: 256). Υπάρχει, εν τούτοις, ένα όριο στις μετατροπές που μπορεί να πραγματοποιηθούν μέσα στο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που σχετίζεται με την αναπαραγωγή των σχέσεων ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και απόσπασης υπεραξίας. Οι συσχετισμοί δύναμης μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων κρίνουν κάθε φορά ποιες υποχωρήσεις είναι διατεθειμένη να κάνει η αστική τάξη. Σε καμία περίπτωση, όμως, οι συμβιβασμοί αυτοί δεν μπορούν να υπερβούν το παραπάνω όριο. Για να το πούμε διαφορετικά, κι ίσως λίγο σχηματικά, σε μία μακρόχρονη ιστορική περίοδο, η κυριαρχία ενός τρόπου παραγωγής οδηγεί στην πολιτική εξουσία μία κοινωνική τάξη η οποία συγκροτεί ένα θεσμικό πλαίσιο που εξυπηρετεί καλύτερα, αλλά όχι απόλυτα, τα συμφέροντά της. Οποιεσδήποτε τροποποιήσεις του θεσμικού πλαισίου δεν μπορούν να έρχονται σε αντίθεση με τις ανάγκες διαιώνισης αυτού του τρόπου παραγωγής. Οι κοινωνικές τάξεις που επιδιώκουν την αλλαγή του συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής δεν μπορούν παρά να στοχεύουν στην ανατροπή του θεσμικού του πλαισίου. Με άλλα λόγια, το γεγονός πως η ταξική πάλη εγγράφεται στο εσωτερικό του Κράτους, σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι το Κράτος παύει να οργανώνει την αναπαραγωγή της αστικής εξουσίας. Στην περίπτωση που οι επιμέρους δυναμικές αμφισβητήσεις αποκτήσουν μία ομοιογένεια αιτημάτων που κατευθύνονται ενάντια στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και επεκταθεί η απήχησή τους σ' ευρύτερα λαϊκά στρώματα, τότε η πολιτική του Κράτους αλλάζει ριζικά απέναντι στις αντιτιθέμενες κοινωνικές δυνάμεις. Υιοθετείται η ανοικτή χρήση βίας, η απροκάλυπτη καταστολή των λαϊκών κινητοποιήσεων, χωρίς να κρίνεται πάντα αναγκαία η επίκληση κάποιου νομικού επικαλύμματος πέραν μιας γενικόλογης υπεράσπισης "του νόμου και της τάξης. " Αυτά συμβαίνουν γιατί στο εσωτερικό του Κράτους εδράζεται ο λεγόμενος "σκληρός πυρήνας", ο οποίος συγκροτείται κατά απόλυτα ιεραρχημένο και γραφειοκρατικό τρόπο. Χαρακτηρίζεται, δε, από την κυριαρχία μίας φαινομενικά "αταξικής" λειτουργία, η οποία στηρίζεται στην ιδεολογία του "κοινού εθνικού συμφέροντος" και εντοπίζεται κυρίως στους κατασταλτικούς μηχανισμούς (Στρατός, Αστυνομία, ΕΥΠ), στους μηχανισμούς άσκησης οικονομικής πολιτικής, στη δικαστική εξουσία, καθώς και στα ανώτερα επίπεδα άσκησης της κρατικής-εθνικής πολιτικής, στελέχη υπουργείων, τεχνοκράτες της δημόσιας διοίκησης (Μηλιός 1990: 66- 67). Η ύπαρξη του σκληρού πυρήνα αποδεικνύει την παρουσία ενός δομικού ορίου στο εσωτερικό του κράτους που με σαφήνεια οριοθετεί τον «απαγορευμένο χώρο» στον οποίο δεν επιτρέπεται να εισχωρεί η ταξική πάλη. Το όριο αυτό μετατοπίζεται εντός του Κράτους (πχ από τη Δικαιοσύνη στο Στρατό) χαράζοντας μια επικράτεια αποστειρωμένη από την επίδραση των λαϊκών αγώνων (Τζαρέλλας 2016: 147). Έτσι στην περίπτωση που ένα αριστερό κόμμα καταλάβει την κυβερνητική εξουσία, η ανατροπή της αριστερής κυβέρνησης συμβαίνει ύστερα από μετατόπιση της εξουσίας από το ένα κέντρο στο άλλο[12]. Μπορεί, π.χ., ο Αλλιέντε να κατέλαβε την πολιτική εξουσία στη Χιλή, όμως η μετατόπιση της πραγματικής εξουσίας στο Στρατό επέφερε την ανατροπή του. Αντίστοιχα μπορεί να τάχθηκε ο Στρατός υπέρ της επανάστασης των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία αλλά όχι η αεροπορία και το ναυτικό.
Συμπερασματικά και οι αγώνες εγγράφονται στο εσωτερικό του κράτους, και το κράτος έχει ταξικό πρόσημο. Η αδυναμία του Πουλαντζά είναι πως ενώ σωστά επισημαίνει, κάνοντας κριτική στον Αλτουσέρ, πως η εργαλειακή αντίληψη του κράτους δεν απαντά στο ερώτημα γιατί αν το κράτος είναι εργαλείο η αστική τάξη επιλέγει αυτό το κράτος και όχι κάποιο άλλο που θα της διασφάλιζε μεγαλύτερη κατανομή του πλούτου, από την άλλη εμφανίζεται αδύναμος να εξηγήσει πως η αστική τάξη μπορεί και εξουσιάζει με τη συγκεκριμένη μορφή κράτους (Τζαρέλλας 2016: 251). Ταυτόχρονα δεν τονίζει πως η εγγραφή των λαϊκών αγώνων στο εσωτερικό του Κράτους μπορεί σε μια χρονική στιγμή να παίρνει τη μορφή λαϊκών κατακτήσεων αλλά σε δεύτερο χρόνο το Κράτος μπορεί να κατορθώσει να ενσωματώσει αυτή τη δυναμική μεταλλάσσοντάς την σε στοιχείο αναπαραγωγής της εξουσίας του κεφαλαίου (πχ το κράτος πρόνοιας ως παράμετρος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, ή η καθολική ψηφοφορία ως νομιμοποιητική διαδικασία). Ίσως το βασικό πρόβλημα για τις θέσεις του Πουλαντζά να είναι η μετατόπιση των απόψεών του από την «ανάγκη συντριβής της κρατικής μηχανής» στη δυνατότητα σταδιακής μετεξέλιξης του κράτους σε σοσιαλιστική κατεύθυνση μέσα από την ένταση της ταξικής πάλης. Από την πλευρά του ο Αλτουσέρ ενώ εμμένει στη διαδικασία επαναστατικής ρήξης με το αστικό κράτος τραβάει το ραβδί προς την άλλη πλευρά μη αναγνωρίζοντας την ύπαρξη δύο γεωγραφιών στο εσωτερικό του κράτους όπου στη μια υπεισέρχεται η ταξική πάλη ενώ η άλλη μένει αλώβητη. Καταλήγει έτσι σε μια υποτίμηση της σημασίας της εκτύλιξης επιμέρους λαϊκών αγώνων καθώς και στις δυνατότητες που υπάρχουν, για όσο το επιτρέψει ο εκάστοτε ταξικός συσχετισμός δύναμης, για απόσπαση κατακτήσεων από τις κυριαρχούμενες τάξεις.
Η κριτική που προηγήθηκε σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ακυρώσει τη συνεισφορά των δύο θεωρητικών στην πρόοδο της μελέτης της θεωρίας του Κράτους. Η εμβάθυνση των επεξεργασιών του Γκράμσι για την ηγεμονία, η ανάδειξη της σημασίας των ιδεολογικών και των κατασταλτικών μηχανισμών, η απόρριψη του οικονομισμού και του ιστορικισμού, η υπογράμμιση της πρωτοκαθεδρίας της ταξικής πάλης αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία μια μαχόμενης μαρξιστικής κληρονομιάς. Και γι’ αυτό θα πρέπει να τους είμαστε όλοι ευγνώμονες…
Βιβλιογραφία
Αλτουσέρ Λ., 1990, "Ιδεολογία και Ιδεολογικοί μηχανισμοί του Κράτους" στο Θέσεις, Αθήνα: Θεμέλιο, σελ. 69-121.
Althusser L., 1994, Ecrits philosophiques et politiques, Tome 1, Paris: Stock/ Imec.
Αlthusser L., 1995, Sur la reproduction, Paris: PUF.
Αλτουσερ Λ., 2010, «Γιατί το Κράτος είναι μια μηχανή», Θέσεις τ. 113, σελ. 73- 89.
Bihr A., 1989, Entre Bourgeoisie et Prolétariat, Paris: L' Harmattan.
Δημούλης Δ., 1997, «Η ‘μηχανή παραγωγής’ νόμιμης εξουσίας. Ζητήματα θεωρίας του κράτους», Θέσεις τ. 60, σελ. 65- 81.
Μηλιός Γ., 1990, «Από τη συντριβή της κρατικής μηχανής’ στην κρίση και μετεξέλιξη του Κράτους», Θέσεις 30: 59- 78.
Μπαλτάς Α., 2012, «Το ‘πρόγραμμα Αλτουσέρ’ και η θέση του Νίκου Πουλαντζά σε αυτό» στο Ο Πουλαντζάς σήμερα (επιμ. Χ. Γολέμης- Η. Οικονόμου), Αθήνα: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς/ νήσος, σελ. 63- 72.
Πουλαντζάς Ν., 1975, Η κρίση των Δικτατοριών (Πορτογαλία- Ελλάδα- Ισπανία), Αθήνα: Παπαζήσης.
Πουλαντζάς Ν., 1980, «Η κρίση των κομμάτων» στο Αλτουσέρ/ Μπαλιμπάρ/ Πουλαντζάς/ Εντελμάν Συζήτηση για το Κράτος, Αθήνα: Αγώνας, σελ. 51- 76.
Πουλαντζάς Ν., 1981, Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό, Αθήνα: Θεμέλιο.
Πουλαντζάς Ν., 1984, Το Κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αθήνα: Θεμέλιο.
Πουλαντζάς Ν., 1985, Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις τ. β’, Αθήνα: Θεμέλιο.
Πουλαντζάς Ν., 2006, Φασισμός και Δικτατορία. Η Τρίτη διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό, Αθήνα: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς/ Θεμέλιο.
Πουλαντζάς Ν., 2009, «Συνέντευξη με το Νίκο Πουλαντζά», στο περιοδικό Marxism Today (Ιούλιος 1979), στο Νίκος Πουλαντζάς. Κείμενα. Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, (επιμ. Τ. Μάρτιν) Αθήνα: Νήσος/ Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, σελ. 507- 524.
Σακελλαρόπουλος Σ., 2001, Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση. Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974- 1988, Αθήνα: Λιβάνης.
Σωτήρης Π., 2004, Κομμουνισμός και Φιλοσοφία. Η Θεωρητική περιπέτεια του Λουί Αλτουσέρ, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Τζαρέλλας Δ., 2016, Η σχέση οικονομίας και πολιτικής στη μαρξιστική θεωρία: αστικό κράτος και καπιταλιστική κρίση, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Weber Η., 1978, "Eurocommunism, Socialism and Democracy", New Left Review n. 100: 3- 14.
[1]N. Poulantzas, 1966, “Vers Une Theorie Marxiste”, Les Temps Modernes no 240: 1952- 1982. Στα ελληνικά σε μετάφραση του Τ. Μπέτζελου Ν. Πουλαντζάς, 2009, «Προς Μια Μαρξιστική Θεωρία» στο Νίκος Πουλαντζάς. Κείμενα. Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, (επιμ. Τ. Μάρτιν) Αθήνα: Νήσος/ Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, σελ. 195- 227.
[2]L. Althusser, 1965, Pour Marx, Paris: Maspero.
[3] N. Poulantzas, 1968, Pouvoir Politique et Classes Sociales, Paris: Maspero. Στα ελληνικά σε μετάφραση του Λ. Χατζηπροδρομίδη Ν. Πουλαντζάς, Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές τάξεις, 1985, Αθήνα: Θεμέλιο.
[4]R. Miliband, 1969, The State in Capitalist Society, London: Weidenfeld and Nicolson. Σε ελληνική μετάφραση του Ν. Μπαλή Ρ. Μίλιμπαντ, 1984, Το κράτος στην Καπιταλιστική Κοινωνία, Αθήνα: Πολύτυπο.
[5]N. Poulantzas, 1969, “The Problem of the Capitalist State”, New Left Review 58: 67-78. Σε ελληνική μετάφραση του Τ. Μπέτζελου Ν. Πουλαντζάς, 2009, «Το πρόβλημα του Καπιταλιστικού Κράτους» στο Νίκος Πουλαντζάς. Κείμενα. Μαρξισμός, Δίκαιο, Κράτος, (επιμ. Τ. Μάρτιν) Αθήνα: Νήσος/ Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, σελ. 235- 252.
[6] «Στο να γίνεται διάκριση κατά τρόπο σχεδόν νομιναλιστικό και ουσιαστικό ορισμένων μηχανισμών σε κατασταλτικούς (που δρουν κυρίως με την καταστολή) και σε ιδεολογικούς (που δρουν κυρίως με την ιδεολογία) πράγμα αμφισβητήσιμο. Ανάλογα με τις μορφές του Κράτους και του καθεστώτος κι ανάλογα με τις φάσεις αναπαραγωγής του καπιταλισμού, ορισμένοι μηχανισμοί μπορούν να περνούν από μία σφαίρα σε άλλη, να συσσωρεύουν ή να ανταλλάσσουν λειτουργίες» (Πουλαντζάς 1990: 47).
[7]«Ο μηχανισμός του κράτος μπορεί να κάνει να εμφανιστούν μια ποικιλία μηχανισμών (κατασταλτικών, πολιτικών, ιδεολογικών), αυτό όμως που είναι αποφασιστικό για το νόημά τους ως μηχανισμοί του κράτους, είναι ότι δουλεύουν όλα μαζί για ‘ένα κοινό σκοπό’» (Αλτουσέρ 2010: 80).
[8]«λέμε καθαρά ότι το κράτος είναι μία μηχανή παραγωγής εξουσίας. Κατά κανόνα πρόκειται για νόμιμη εξουσία …γιατί ακόμα και όταν ένα κράτος είναι δεσποτικό ή και ακόμα ‘δικτατορικό’ έχει πάντοτε πρακτικό συμφέρον να βασίζεται στους νόμους….Και, εκ των πραγμάτων, ολόκληρος ο πολιτικός μηχανισμός όπως και ολόκληρη η διοίκηση περνάει τον καιρό της παράγοντας νόμιμη εξουσία, δηλαδή νόμους με διατάγματα, αποφάσεις… το άλλο κομμάτι της δραστηριότητάς του συνίσταται στον έλεγχο της εφαρμογής τους, από τους ίδιους τους υπαλλήλους του κράτους, οι οποίοι με τη σειρά τους υπόκεινται στον έλεγχο του σώματος των επιθεωρητών, των ελεγκτικών συνεδρίων» (Αλτουσέρ 2010: 85)
[9] Αντίθετα ο Π. Σωτήρης θεωρεί πως η έννοια του οργάνου / εργαλείου συνδέεται με την έννοια του διαχωρισμού από την πάλη των τάξεων αλλά όχι από τις τάξεις. Δηλαδή πως παρεμβαίνει σαφώς μεροληπτικά υπέρ της κυρίαρχης τάξης ακόμα κι αν ορισμένες φορές λαμβάνει μέτρα σε βάρος του συγκυριακού συμφεροντός της ή σε βάρος ορισμένων μερίδων της (Σωτήρης 2004: 414- 415). Καταρχάς και σε αυτή την προσέγγιση παραμένει το ερώτημα του τι είναι το κράτος αν δεν είναι εργαλείο. Από εκεί και πέρα το γεγονός της παραδοχής από τον Αλτουσέρ της παρέμβασης του κράτους στις ενδοαστικές αντιθέσεις «χρειάζεται αυτός χωρισμός για να μπορεί να παρεμβαίνει … και μέσα στην πάλη των τάξεων που είναι εσωτερική στην κυρίαρχη τάξη» (Altusser 1994:433) δε σημαίνει, το βασικότερο, την αποδοχή πως η ταξική πάλη εισέρχεται στο εσωτερικό του κράτους αλλά οδηγεί στην δημιουργία ακόμα περισσότερων προβλημάτων. Η ταξική πάλη δεν εισέρχεται στο εσωτερικό του κράτους, το κράτος εξωτερικά αντιπαλεύει την ταξική πάλη αλλά και οι ενδοαστικές αντιθέσεις είτε δεν είναι μορφή της ταξικής πάλης είτε είναι και αυτές εξωτερικές προς το κράτος.
[10]«Όλα αυτά, για να ξαναπούμε με έμφαση ότι η διατύπωση του Μαρξ και του Λένιν για το κράτος ως εργαλείο και άρα ως διαχωρισμένο από την πάλη των τάξεων για να εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, είναι μια δυνατή διατύπωση, που δεν υπάρχει περίπτωση να εγκαταλείψουμε» (Αλτουσέρ 2010: 4) καθώς κα «Ο Κύκλος της αναπαραγωγής του Κράτους, μέσα στις λειτουργίες του σαν οργάνου στην υπηρεσία της αναπαραγωγής των συνθηκών της παραγωγής, επομένως της εκμετάλλευσης, επομένως των συνθηκών ύπαρξης της κυριαρχίας της εκμεταλλευτικής τάξης..» (Althusser 1994: 486). Εδώ είναι προφανές πως υπάρχει μια μετατόπιση του Αλτουσέρ από το Sur la Reproduction όπου σαφώς καταφέρεται ενάντια στους μαρξιστές που «παρουσιάζουν το κράτος ως ένα καθαρό εργαλείο κυριαρχίας κα καταπίεσης στην υπηρεσία των στόχων δηλαδή στη συνειδητή θέληση όλης της κυρίαρχης τάξης» (Althusser 1995: 103- 104).
[11] Όπως αναφέρει ειδικά για τον Αλτουσέρ: «Ας μείνουμε προς στιγμή στον Αλτουσέρ. Αντίθετα απ’όσα υποστηρίζει, κάθε ταξικός αγώνας, όλα τα κοινωνικά κινήματα (συνδικαλιστικό, οικολογικό, αυτονομιστικό, γυναικείο, φοιτητικό, κλπ), στο μέτρο που είναι πολιτικά, ή μάλλον ως προς τις πολιτικές πλευρές τους, τοποθετούνται αναγκαστικά στο στρατηγικό πεδίο του Κράτους. Μια προλεταριακή πολιτική δεν μπορεί να τοποθετείται εκτός κράτους, όπως και μια πολιτική που τοποθετείται στο πεδίο του Κράτους δεν είναι γι’ αυτό το λόγο οπωσδήποτε αστική πολιτική» (Πουλαντζάς 1980: 61).
[12]Όπως πολύ ορθά παρατηρεί ο H. Weber: "Δεν επαρκεί η κατάληψη της κορυφής για να καταληφθεί ολόκληρος ο μηχανισμός εξουσίας. Αν η κορυφή χαθεί, το κέντρο άσκησης της πραγματικής εξουσίας μετατοπίζεται." (H. Weber 1978: 10).