Θέλει πόλεμο η Άγκυρα; Γιατί ο Ερντογάν στήνει σκηνικό έντασης με την Αθήνα

in.gr

Η  διαφαινόμενη πρόθεση της Τουρκίας να προχωρήσει σε σεισμικές έρευνες σε «οικόπεδα» της AOZ που υποστηρίζει ότι έχει οριοθετήσει από κοινού με την διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης, οικόπεδα τα οποία εφάπτονται της ελληνικής αιγιαλίτιδος ζώνης (που είναι η μόνη μορφή κυριαρχίας που αναγνωρίζει στα ελληνικά νησιά η Τουρκία), προκάλεσε όπως ήταν αναμενόμενο μεγάλη ανησυχία.

Αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι η Τουρκία δείχνει προς το παρόν να μην έχει κόστος από την εμπλοκή στο λιβυκό εμφύλιο πόλεμο, καθώς η πλευρά της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης με έδρα την Τρίπολη φαίνεται να κερδίζει έδαφος απέναντι στον στρατάρχη Χαφτάρ που δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τους φιλόδοξους στρατιωτικούς στόχους του, με τη Ρωσία έναν εκ των βασικών συμμάχων του να αποσκοπεί τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε στρατιωτικό κυρίως να μεθοδεύσει μια πολιτική συνεννόηση και πολιτική λύση παρά την κατίσχυση της πλευράς Χαφτάρ.

Αυτό σημαίνει ότι απομακρύνεται το ενδεχόμενο να είναι η λιβυκή πλευρά αυτή που θα προχωρήσει σε απόρριψη ή αναθεώρηση της τουρκολιβυκής συμφωνίας για την οριοθέτηση της ΑΟΖ. Και αυτό σημαίνει ότι για ένα διάστημα η Τουρκία θα διατηρήσει το τετελεσμένο να μπορεί να υποστηρίζει ότι τουλάχιστον μία από τις χώρες της περιοχής αποδέχεται τη δική της ερμηνεία ότι τα νησιά δεν διαθέτουν αυτοτελή δική τους ΑΟΖ και είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε από κοινού οριοθέτηση με την Τουρκία.

Την ίδια στιγμή η Τουρκία προσπαθεί να ενισχύσει τη συνολική διπλωματική της θέση. Αυτό αποτυπώνεται σε σχέση με την προσπάθεια να αποκαταστήσει μια ισορροπία στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, όπου ύστερα και από το πάγωμα ουσιαστικά της ενεργοποίησης των S-400, οι τόνοι έχουν εμφανώς πέσει. Αυτό κάνει με την εξασφάλιση για πρώτη φορά πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών να είναι Τούρκος.

 

Η πραγματική δυσκολία

Προφανώς και από το σημείο αυτό μέχρι την έναρξη εκμετάλλευσης υπάρχει μια μεγάλη απόσταση. Καταρχάς, ακόμη και εάν προσπεράσει τις προφανείς ελληνικές αντιδράσεις και παρεμβάσεις, θα πρέπει όντως η Τουρκία να εντοπίσει σε αυτές τις εκτάσεις εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα. Έπειτα, τα κοιτάσματα αυτά θα πρέπει όχι απλώς να είναι εκμεταλλεύσιμα αλλά και να φαίνονται δυνάμει αποδοτικά στο φόντο της παγκόσμιας υποχώρησης της ζήτησης αλλά και της σταδιακής απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα.

Όμως, το πιο βασικό πρόβλημα που θα πρέπει να επιλύσει η Άγκυρα είναι ακριβώς το γεγονός ότι ανάμεσα στις μονομερείς διακηρύξεις και την υλοποίησή τους, υπάρχει μια μεγάλη απόσταση όπου δεν είναι δεδομένο ότι θα συνεχίσει να συναντά ανοχή, ξεκινώντας από το ίδιο το γεγονός των ελληνικών αντιδράσεων και της εμφανούς ύπαρξης συγκρουόμενων ερμηνειών και τοποθετήσεων για τα συγκεκριμένα ζητήματα.

Αυτό είναι πάντα το πρόβλημα με τετελεσμένα. Μπορεί να ανακόπτουν τις  κινήσεις άλλων ή να εμπεδώνουν την εικόνα ότι ένα θέμα είναι διαφιλονικούμενο και απαιτεί διαπραγμάτευση, αλλά δεν συνεπάγονται και καθαυτό αναγνώριση του «τετελεσμένου».

Αυτή είναι και η εσωτερική αντίφαση της Τουρκίας. Την ώρα που κατορθώνει να κατοχυρώσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και ανεξαρτήτως της όποιας προσπάθειας της ελληνικής πλευράς να πείσει περί του αντιθέτου, ότι υπάρχει θέμα ελληνοτουρκικών διαφορών που απαιτεί κάποιου είδους «συμβιβασμό» ανάμεσα στις δύο πλευρές, δεν μπορεί να υποστηρίξει το αυτοδίκαιο των δικών της μονομερών ενεργειών.

Είναι ένα πράγμα, δηλαδή, να αναγνωρίσει η διεθνής κοινότητα ότι υπάρχουν ζητήματα διαφορών ή «γκρίζων ζωνών» ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία και ότι δεν έχουν πλήρη νομιμοποίηση οι ελληνικές πάγιες θέσεις και άλλο πράγμα να αναγνωρίσει πλήρως τις τουρκικές μονομερείς ενέργειες. Και αυτό ορίζει τη δύσκολη ισορροπία για την Τουρκία: από τη μια χρειάζεται τα «τετελεσμένα» γιατί ενισχύουν την εικόνα διένεξης που χρειάζεται μεσολάβηση, από την άλλη ακριβώς επειδή πρόκειται περί διένεξης δεν μπορεί και να προχωρήσει πέραν ενός σημείου. Στο τέλος, δηλαδή, θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι όντως θα γίνει η διαπραγμάτευση με τον τρόπο που την ορίζει.

 

Τα όρια των αμερικανικών παρεμβάσεων

Η ελληνική κυβέρνηση θεώρησε σημαντική την αμερικανική παρέμβαση επί του θέματος, δηλαδή τη δήλωση εκπροσώπου του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών που υποστήριξε ότι οι ενέργειες της Τουρκίας είναι «προκλητικές και αντιπαραγωγικές» και υπογράμμισε ότι το «η Ελλάδα έχει επίσης θαλάσσιες αξιώσεις στην περιοχή που αναφέρεται το μνημόνιο της Τουρκίας και της Λιβύης. Ως προς αυτό, υπογραμμίζουμε ότι το μνημόνιο συμφωνίας δεν μπορεί, από νομικής άποψης ζήτημα, να επηρεάσει τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις τρίτων κρατών, όπως η Ελλάδα. Σημειώνουμε επίσης ότι, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, όπως αντικατοπτρίζεται στο δίκαιο της Σύμβασης για τη Θάλασσα, τα νησιά έχουν ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα στον ίδιο βαθμό με οποιαδήποτε άλλη χερσαία επικράτεια».

Βέβαια, στην πραγματικότητα ο εκπρόσωπος του State Department απλώς επανέλαβε την ίδια δήλωση που είχε το υπουργείο του τον περασμένο Ιανουάριο, όταν επίσης είχε χαρακτηριστεί ως «προκλητική και αντιπαραγωγική» η ανακοίνωση της υπογραφής του τουρκολιβυκού μνημονίου και όταν επίσης είχε υπογραμμιστεί ότι «τα νησιά έχουν γενικά δικαίωμα στην ΑΟΖ και στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα στον ίδιο βαθμό με οποιαδήποτε άλλη χερσαία περιοχή».

Ωστόσο, ούτε εκείνη η δήλωση ούτε η σημερινή από μόνη της σημαίνει και ανακοπή των τουρκικών κινήσεων.

Με μια έννοια το κλειδί στην αμερικανική τοποθέτηση δεν είναι τόσο το ζήτημα της αναγνώρισης ότι τα νησιά έχουν αυτοτελή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ (άλλωστε οι ΗΠΑ το έχουν αξιοποιήσει αυτό σε διάφορες νησιωτικές περιοχές τους), όσο ο τρόπος που ορίζουν τη διένεξη: «Ως ζήτημα μακροχρόνιας πολιτικής, ενθαρρύνουμε τα κράτη να επιλύουν τις διαφορές τους ειρηνικά σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Εν αναμονή της οριοθέτησης των ανεπίλυτων θαλάσσιων συνόρων, καλούμε όλες τις πλευρές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση και να καταβάλουν κάθε προσπάθεια να μην θέσουν σε κίνδυνο ή να εμποδίσουν την επίτευξη τελικής συμφωνίας για τα θαλάσσια σύνορα».

Είναι σαφές ότι αυτή η πάγια θέση των ΗΠΑ παραπέμπει στην παραδοχή ότι όντως υπάρχει μια διένεξη ως προς τα θαλάσσια σύνορα εντός της οποίας τα μέρη θα πρέπει να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση. Αυτό, όπως και να το δει κανείς, είναι διαφορετικό από την πάγια θέση της ελληνικής διπλωματίας ότι το διεθνές δίκαιο είναι με τη μεριά της Ελλάδας και η Τουρκία απλώς παρανομεί. Οι ΗΠΑ δεν καταδικάζουν καθαυτές τις τουρκικές αξιώσεις αλλά τον τρόπο προβολή τους, εμμέσως πλην σαφώς καλώντας σε διαπραγμάτευση με ορίζοντα συμβιβασμό μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Αυτή η τοποθέτηση ορίζει και το πραγματικό όριο της παρέμβασης των ΗΠΑ. Δεν επιθυμούν προφανώς σύγκρουση ανάμεσα σε δύο χώρες που θεωρούν στρατηγικούς συμμάχους τους και τις παροτρύνουν να διαπραγματευτούν απευθείας και να συμβιβαστούν.

 

Τα όρια των ελληνικών κινήσεων

Η ελληνική διπλωματία δείχνει απέναντι σε όλα αυτά να προσπαθεί να ενεργοποιήσει την κατεύθυνση στην οποία είχε επενδύσει το προηγούμενο διάστημα, δηλαδή μια διπλωματική κινητικότητα που τρόπον τινά θα διαμόρφωνε αντίστροφα τετελεσμένα και θα πίεζε την Τουρκία στο βαθμό που θα έδινε την εικόνα της απομόνωσής της.

Αυτό δείχνει η εκ νέου κινητικότητα για χάραξη ΑΟΖ με την Ιταλία και με την Αίγυπτο και η επιμονή στην πολιτική της αναβάθμισης της συνεργασίας με την Αίγυπτο και το Ισραήλ.

Μόνο που σε όλα αυτά τα βήματα υπάρχουν και δυσκολίες. Η χάραξη ΑΟΖ με την Ιταλία, μια χώρα με την οποία έχουμε από παλαιότερα οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας δεν είναι τόσο απλή όσο ακούγεται εφόσον υπάρχει το πρόβλημα με τα δικαιώματα αλιείας αλλά και το συναφές πρόβλημα για την οριοθέτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων στη θάλασσα, πάλι σε συνάρτηση με ζητήματα αλιείας. Όμως, πέραν αυτών είναι ένα ζήτημα εάν η Ιταλία (που παρεμπιπτόντως δεν είδε με το καλύτερο μάτι την εξαίρεσή της από τις χώρες από τις οποίες η Ελλάδα θα υποδέχεται επισκέπτες), θα θελήσει σε αυτή τη συγκυρία και με δεδομένο το ανοιχτό μέτωπο της Λιβύης και να θελήσει να κάνει μια κίνηση που σε μεγάλο βαθμό θα μπορούσε να θεωρηθεί παρέμβαση στην ευρύτερη σύγκρουση στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Ακόμη πιο σύνθετο είναι το ζήτημα με την Αίγυπτο, που μπορεί να συγκρούεται με την Τουρκία σε μέτωπα όπως η Λιβύη (πέραν του ρήγματος που δημιούργησε η ανατροπή της κυβέρνησης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας), όμως δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα ήθελε σε αυτή τη φάση να εμπλακεί πιο στενά σε μια σύγκρουση.

Όσο για το Ισραήλ μπορεί να επιμένει στη συνεργασία με την Ελλάδα και την Κύπρο, όμως την ίδια στιγμή προφανώς θα εμπλεκόταν σε μια ευρύτερη σύγκρουση, ιδίως από τη στιγμή που, ανεξαρτήτως της αμοιβαίας αντιπάθειας Ερντογάν και Νετανιάχου, το Ισραήλ θα ήθελε να αποκαταστήσει ένα βαθμό συνεννόησης και συνεργασίας με την Τουρκία, κυρίως απέναντι στο Ιράν.

 

Η δύσκολη ισορροπία

Η ελληνική κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι θα απαντήσει με κάθε τρόπο στις τουρκικές προκλήσεις και ότι υπάρχουν οι σχετικοί σχεδιασμοί των Ένοπλων Δυνάμεων, για την περίπτωση που η Τουρκία θα προσπαθήσει να κάνει σεισμικές έρευνες σε περιοχές που ανήκουν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και δη σε σημεία που ουσιαστικά είναι πολύ κοντά στην ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη.

Ωστόσο, και η ελληνική πλευρά γνωρίζει τους κινδύνους μιας πιθανής ένοπλης εμπλοκής. Σε αντίθεση, με μια εύκολη εξιδανίκευση αυτού του ενδεχομένου, η ένοπλη κλιμάκωση μιας τέτοια διένεξης δεν οδηγεί στη δικαίωση των αιτημάτων όσων κατισχύσουν σε αυτή, όσο στην ακόμη μεγαλύτερη πίεση για διαπραγμάτευση και συμβιβασμό.

Η τοποθέτηση ότι η λύση είναι τελικά να επιλέξει και η Ελλάδα με μεγαλύτερη τόλμη μια στρατηγική διαλόγου και διαπραγμάτευσης χωρίς εκπτώσεις αλλά εφ’ όλης της ύλης, αντί για την εκτίμηση ότι κατά βάση το άνοιγμα ζητημάτων τελικά οδηγεί σε υποχωρήσεις, έχει ακουστεί πολλές φορές ιδίως έναντι των ορίων μιας λογικής στασιμότητας (έστω και με έντονη ρητορική) που τελικά αφήνει περιθώρια στην Άγκυρα για τετελεσμένα.

Όμως, την ίδια στιγμή έχει κληθεί να απαντήσει και στο ερώτημα με ποιους όρους η προσέλευση στη διαπραγμάτευση δεν θα γίνει με όρους αδυναμίας, την ώρα που είναι σαφές ότι θα ήταν αφελές να πιστεύει η ελληνική πλευρά ότι με κάποιο τρόπο η Τουρκία θα βρεθεί καθολικά απομονωμένη ή ότι κάποιοι άλλοι θα ασκήσουν την πίεση που δεν μπορεί η Ελλάδα. Εάν υποθέσουμε ότι η Τουρκιά δοκιμάσει όντως σεισμικές έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, σκάφη του Πολεμικού Ναυτικού θα σπεύσουν και όχι κάποιας άλλης χώρας της περιοχής.

Η εξίσωση αυτή γίνεται πιο δύσκολη, εάν δούμε ότι και η Τουρκιά διαπερνάται επίσης από μία κρίσιμη αντίθεση: ενώ κατά βάση θέλει μια διαπραγμάτευση και κατανοεί ότι μέχρι να γίνει αυτή οι αξιώσεις της δεν θα μπορούν να δικαιωθούν, την ίδια ώρα οι «προβολές ισχύος» έχουν γίνει βασικός τρόπος όχι μόνο εξωτερικής πολιτικής αλλά και διαχείρισης εσωτερικών πολιτικών αντιθέσεων.

Και αυτό κάνει ακόμη πιο δύσκολη μια διαπραγμάτευση που παρ’ όλα αυτά παραμένει η μόνη εφικτή διέξοδος από μια διαρκή εναλλαγή εντάσεων.