Γιατί η παραπομπή ευνοεί τον Τραμπ
Την ίδια ώρα, έρευνα της Gallup η οποία δημοσιοποιήθηκε την Τετάρτη φέρει τα ποσοστά όσων επικροτούν και όσων απορρίπτουν την διαδικασία της παραπομπής μεταξύ του γενικού πληθυσμού να έχουν αντιστραφεί (51% κατά έναντι 46% υπέρ), αφότου η Δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής εγκαινίασε τη σχετική έρευνα. Επιπλέον, η δημοτικότητα του Τραμπ το ίδιο διάστημα κινείται διαρκώς ανοδικά: από το 39% στο 45%.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έχει να φοβάται τίποτε: ούτε θεσμικά, εφόσον για την καθαίρεση απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων στη Γερουσία, που ελέγχεται από μιαν αρραγή πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών, ούτε, ως φαίνεται, και πολιτικά.
Για την ακρίβεια, έχει εξασφαλίσει το κεντρικό θέμα της καμπάνιας για την επανεκλογή του, ως "θύμα” ενός "κυνηγιού μαγισσών” από αντιδημοκρατικές δυνάμεις του "πολιτικού κατεστημένου” που δεν έχουν μάθει να παραδέχονται την ήττα τους. Η καταιγιστική επιστολή του επί του θέματος προς την Πελόζι (όπου υπενθυμίζει ότι η φιλολογία περί καθαίρεσής του, άρχισε με δημοσίευμα στην Washington Post δεκαεννέα λεπτά μετά την ορκωμοσία του) διαβάζεται και ως προεκλογικό μανιφέστο, ενώ σε ομιλία του στο Μίσιγκαν, προγραμματισμένη να συμπέσει με την κρίσιμη συνεδρίαση της Βουλής, ο Τραμπ κατήγγειλε τους Δημοκρατικούς της Βουλής ότι επιχειρούν να ακυρώσουν την ψήφο δεκάδων εκατομμυρίων Αμερικανών.
Μάλιστα, ο Τραμπ έχει κάθε συμφέρον να δει την διαδικασία στη Γερουσία να παρατείνεται, καθώς η κλήτευση σειράς μαρτύρων από τη μια θα δώσει τη δυνατότητα να έρθουν στην επιφάνεια σκοτεινά σημεία των αντιπάλων του και από την άλλη θα κρατήσει απασχολημένους στη Ουάσιγκτον όσους Δημοκρατικούς γερουσιαστές (λ.χ. Σάντερς, Ουόρεν) διεκδικούν το προεδρικό χρίσμα.
Αλλά και νομικά, το κατηγορητήριο κατά του Τραμπ δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρό. Βέβαια, ο Τζέραλντ Φορντ είχε παρατηρήσει στον καιρό του ότι "αδίκημα επιδεκτικό καθαίρεσης είναι οτιδήποτε η Βουλή μπορεί να κρίνει ως τέτοιο”, όμως δύσκολα μπορεί να τεκμηριωθεί η καρδιά του κατηγορητηρίου: ότι στην τηλεφωνική συνομιλία τους του Ιουλίου ο Τραμπ εκβίασε τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι (ο οποίος αρνείται ότι αισθάνθηκε οποιαδήποτε πίεση) με ακύρωση της αποστολής αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας και της συνάντησης των δύο ηγετών (που εντέλει πραγματοποιήθηκαν αμφότερες) προκειμένου να εξασφαλίσει ενέργειες των ουκρανικών αρχών για σκάνδαλα που φέρεται να διέπραξαν ο πρώην αντιπρόεδρος και νυν διεκδικητής του χρίσματος των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν και ο γιος του στην Ουκρανία – σαν να βρίσκονται υπεράνω οποιασδήποτε έρευνας οι πιθανοί προεδρικοί υποψήφιοι.
Φαίνεται, ωστόσο, ότι με διακομματική συμφωνία η καθαυτό διαδικασία θα είναι σύντομη, αν και προς το παρόν μένει ασαφές το πόσο γρήγορα θα παραπεμφθεί στη Γερουσία. Παρότι σε πρώτο επίπεδο τα πολιτικά πάθη έχουν φθάσει στο απροχώρητο, η πραγματική εικόνα είναι αυτή μιας μάλλον συναινετικής χορογραφίας. Το ότι την ίδια στιγμή η ατζέντα Τραμπ υλοποιείται απρόσκοπτα, με τη συνεργασία και του Κογκρέσου, σε ζητήματα όπως η νέα εμπορική συμφωνία με τον Καναδά και το Μεξικό είναι χαρακτηριστικό.
Μένει να απαντηθεί βέβαια το ερώτημα γιατί το κόμμα των Δημοκρατικών επιλέγει, σε προεκλογική χρονιά, να επενδύσει σε μια διαδικασία που ούτε πρόκειται να πετύχει τον διακηρυγμένο στόχο της (προς ανακούφιση βέβαια όσων αντιμετωπίζουν με τρόμο το ενδεχόμενο μιας έστω και βραχείας προεδρίας του Χριστιανού φονταμενταλιστή αντιπροέδρου Μάικλ Πενς), ούτε δείχνει να συνεγείρει το εκλογικό σώμα.
Η απάντηση βρίσκεται στις εσωτερικές διεργασίες των ίδιων των Δημοκρατικών.
Το κύριο μέλημα της κομματικής ηγεσίας δεν είναι το πώς θα ανατρέψει τον Τραμπ, αλλά το πώς θα υπερασπισθεί την "κεντρώα” φυσιογνωμία του κόμματος, απέναντι σε φιλόδοξους διεκδικητές του χρίσματος, με αριστερόστροφες πολιτικές, όπως ο Μπέρνι Σάντερς και η Ελίζαμπεθ Ουόρεν.
Ο "εχθρός” είναι μια κομματική βάση εξαιρετικά πρόθυμη να ακολουθήσει όποιον προβάλει προτάσεις έξω από την πεπατημένη σχετικά με το σύστημα περίθαλψης, το κόστος της στέγης και των σπουδών, την υπερχρέωση, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την κλιματική μεταβολή κ.ο.κ.
Εξ ού και η δημόσια συζήτηση απορροφάται από νομικές και διαδικαστικές λεπτολογίες, απωθώντας στο περιθώριο οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από πολιτικές. Η "ιερή αγανάκτηση” προς το πρόσωπο του Τραμπ είναι ένας ιδιόμορφος τρόπος να μείνει ο ένοικος του Λευκού Οίκου επί της ουσίας στο απυρόβλητο.
Αποτυπώνουν όλα αυτά την μεγάλη κρίση του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ, η οποία αφού εκδηλώθηκε πρώτα στις γραμμές των Ρεπουμπλικανών (με το κίνημα Tea Party κ.ο.κ.) και επιλύθηκε, όπως επιλύθηκε, με την ανάδειξη του Τραμπ, χωρίς πιθανότητες επιστροφής στην προτέρα φυσιογνωμία, τώρα μαίνεται στις τάξεις των Δημοκρατικών.
Αποτυπώνουν επίσης τον ανεξέλεγκτο ρόλο που διεκδικεί ό,τι έχει επικρατήσει πλέον και στις ΗΠΑ να αποκαλείται "βαθύ κράτος”, αμφισβητώντας την δυνατότητα του προέδρου να χαράσσει εξωτερική πολιτική. Το ότι οι προσπάθειες καθαίρεσης του Τραμπ εστιάσθηκαν αρχικά στο Russiagate και κατόπιν στην ουκρανική παραφυάδα του δεν είναι τυχαίο. Ούτε το ότι η Πελόζι υιοθέτησε την ιδέα της παραπομπής, παρά τους αρχικούς δισταγμούς της, μετά από τη δημοσίευση ανοικτής επιστολής των 7 από τους 11 νέους βουλευτές των Δημοκρατικών που προέρχονται από τις τάξεις των υπηρεσιών και του στρατού.