Το Κυπριακό ζήτημα κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα

Το Κυπριακό ζήτημα κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα

 

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου[1]

 

1. Εισαγωγή: Η Κύπρος πριν τη Βρετανική κυριαρχία

            Όταν αναφερόμαστε στο Κυπριακό ζήτημα συνήθως εννοούμε αυτό καθ’ αυτό το πρόβλημα, και μάλιστα στην πιο πρόσφατη μορφή του (τουρκική εισβολή και κατοχή του βόρειου τμήματος Κύπρου), ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ζήτημα με πολλαπλές διαστάσεις: το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ ελληνοκύπριων και τουρκοκύπριων πιθανώς να μην είχε φτάσει στην κατάληξη του 1974 αν δεν υπήρχε το ενδιαφέρον των ξένων δυνάμεων για την Κύπρο λόγω της ιδιαίτερα σημαντικής γεωγραφικής της θέσης, καθώς και οι επιδιώξεις των δύο μητέρων- πατρίδων (Ελλάδας και Τουρκίας) ανά εποχή. Βεβαίως στο συγκεκριμένο άρθρο δεν είναι δυνατό να εξετάσουμε σε βάθος όλες αυτές τις διαστάσεις. Θα περιοριστούμε, λοιπόν, σε μια ιστορική παρακολούθηση των εξελίξεων δίνοντας βάρος στην ανάδειξη της σημασίας που είχαν τα προβλήματα στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων σε αναφορά και με τον διεθνή περίγυρο.

            Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η αρχή της παρακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η κάθοδος των Σταυροφόρων, θα έχει, μεταξύ άλλων, και ως αποτέλεσμα την κατάκτηση της Κύπρου (1191) από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο και στη συνέχεια την παραχώρηση του νησιού αρχικά στους Ναίτες Ιππότες και στη συνέχεια στην φραγκική οικογένεια των Λουιζινιάν (1192). Η φραγκική κυριαρχία θα κρατήσει μέχρι το 1489 οπότε η Κύπρος θα περάσει στους Ενετούς. Ωστόσο, η σταδιακή μετατόπιση του ενδιαφέροντος των Δυτικών προς το Νέο Κόσμο καθώς και η ενίσχυση της παρουσίας των Οθωμανών στην περιοχή, οι οποίοι ήθελαν να εκδιώξουν τη χριστιανική παρουσία από την Α. Μεσόγειο[2], θα οδηγήσει στην κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς (1571). Θα ακολουθήσουν τρεις περίπου αιώνες οθωμανικής κατοχής. Οι Οθωμανοί θα θεσπίσουν ένα σύστημα διοίκησης που θα μοιάζει πολύ με ό,τι επικρατούσε και στην υπόλοιπη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η οθωμανική στρατιωτική παρουσία διασφάλιζε την είσπραξη των φόρων αρχικά από άτομα που τους είχε αποδοθεί αυτό το δικαίωμα  ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους προς την Αυτοκρατορία, και στη συνέχεια από εκείνους που είχαν την οικονομική δυνατότητα να κερδίσουν τις σχετικές δημοπρατήσεις. Το ζήτημα είναι πως από ένα σημείο και μετά η νέα αυτή κατηγορία απέκτησε υπέρμετρη δύναμη με αποτέλεσμα η κεντρική εξουσία να εξασθενήσει. Τότε η Υψηλή Πύλη έδωσε ξεχωριστά προνόμια στην Ορθόδοξη Εκκλησία για την είσπραξη των φόρων με αποτέλεσμα η τελευταία, εκτός από θρησκευτικός θεσμός, να λειτουργεί και ως διοικητικός μηχανισμός αλλά και ως πολιτικός εκπρόσωπος των Ορθόδοξων απέναντι στην Οθωμανική Εξουσία.

            Η παρουσία δύο διαφορετικών κοινοτήτων (Μωαμεθανών και Ορθόδοξων[3]) θα είναι κάτι που θα χαρακτηρίσει την ιστορία της Κύπρου από την αρχή της Οθωμανικής κυριαρχίας. Οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων (της ορθόδοξης πλειονότητας και της μουσουλμανικής μειονότητας) ήταν καλές, γεγονός που σχετιζόταν με τ’ ότι πολύ συχνά ήταν αντικείμενο στυγνής φορολογικές εκμετάλλευσης από την κεντρική εξουσία. Ωστόσο αυτή η πραγματικότητα δεν μπορούσε να αποκρύψει και την ύπαρξη σημαντικών διαφορών: Οι ορθόδοξοι πλήρωναν περισσότερους φόρους, δεν μπορούσαν να προσληφθούν ως κρατικοί λειτουργοί, δεν είχαν το δικαίωμα να οπλοφορούν και, σε αντίθεση με τους Μουσουλμάνους, δεν αισθάνονταν πως είχαν κάτι το «κοινό» με την κρατική εξουσία. Τέλος, η ύπαρξη επιφανειακών κοινωνικών σχέσεων δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός πως στην πραγματικότητα αποτελούσαν δύο ξεχωριστές πραγματικότητες που συνυπήρχαν ως τέτοιες[4].  

            Σε κάθε περίπτωση οι υφιστάμενες διαφορές θα αρχίσουν να οξύνονται από το 1821 και ύστερα. Η απαρχή της επανάστασης στην Μητροπολιτική Ελλάδα θα δημιουργήσει ανησυχίες στην Υψηλή Πύλη για το ενδεχόμενο επέκτασής της και στην Κύπρο. Για το λόγο αυτό συνελήφθησαν 400 ορθόδοξοι που ανήκαν στην θρησκευτική και οικονομική εξουσία του νησιού και εκτελέστηκαν όλοι ενώ κατασχέθηκε και η περιουσία τους. Το γεγονός της προληπτικής εκτέλεσης τόσων ανθρώπων αναμφίβολα όξυνε τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Από και πέρα το γεγονός της δημιουργίας του νέου ελληνικού κράτους και η εκπόνηση της στρατηγικής της Μεγάλης Ιδέας άρχισε να δημιουργεί τους όρους στους ορθόδοξους της Κύπρου για το σχηματισμό της Ιδεολογίας της Ένωσης με την Ελλάδα. Ουσιαστικά, πέρα από την ηγεμονία του ιδεολογικού στοιχείου περί ένωσης των διάσπαρτων κομματιών του Ελληνικού Έθνους, η οικονομική ανάπτυξη των νεοσύστατων εμπορικών στρωμάτων θα συντελέσει στην ανάδυση μιας ελληνικής οικονομικής ευμάρειας η οποία εκτιμάται από τα νεοσύστατα ελληνοκυπριακά στρώματα πως θα έχει μεγαλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης εντός του ελληνικού κράτους παρά εντός της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

            Αυτή η εξέλιξη, δηλαδή η οικονομική άνοδος των Ορθοδόξων θα αποτελέσει ένα ακόμα στοιχείο που θα εντείνει τις διαφορές με τους Μουσουλμάνους. Οι τελευταίοι προσανατολίζονταν περισσότερο σε αγροτικές ενασχολήσεις και στην απασχόληση στο δημόσιο με αποτέλεσμα να αφήσουν ελεύθερο το έδαφος για την ανάπτυξη εμπορικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων από τους Ορθόδοξους εντός της νέας πραγματικότητας που δημιουργούσε η Βιομηχανική Επανάσταση και η συνακόλουθη διόγκωση του διεθνούς εμπορίου. Η αύξηση των κυπριακών εμπορικών συναλλαγών θα οδηγήσει στον αύξηση των εισοδηματικών διαφορών μεταξύ ελληνοκύπριων και τουρκοκύπριων

Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός της στρατιωτικής υποχώρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που επέφερε η κρίση του Ανατολικού ζητήματος (1875- 1878). Η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει σε μια εξάπλωση της επιρροής των Ρώσων και σε μια υποχώρηση των Οθωμανών, οι οποίοι θα ζητήσουν  τη διασφάλιση της ασφάλειάς τους από τους Βρετανούς. Οι τελευταίου θα συγκατανεύσουν αλλά με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κύπρου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έτσι από το 1878 μέχρι το 1925 η Κύπρος τυπικά κυριαρχείται από το Σουλτάνο αλλά τη διοίκησή της την έχει η Βρετανική Αυτοκρατορία.

 

2. Από την  απαρχή της βρετανικής κυριαρχίας μέχρι την εξέγερση του 1931

Οι παραπάνω εξελίξεις αυτές θα ενθαρρύνουν το ελληνικό στοιχείο να αρχίσει να θέτει το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα. Οι ελληνοκύπριοι σε αυτό τους το σκοπό είχαν ενθαρρυνθεί, πέρα από την πρόδηλη κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και από το γεγονός της παραχώρησης των Ιονίων στην Ελλάδα από τους Βρετανούς (1864). Έτσι σχεδόν αμέσως μετά τη μεταβίβαση της κυριαρχίας θα αρχίσει να τίθεται το ζήτημα αυτό, που πέραν από την άρνηση των Βρετανών θα προκαλέσει και την έναρξη των αντιπαραθέσεων με τους τουρκοκύπριους. Οι τελευταίοι βρέθηκαν μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα σε μειονεκτική θέση. Μέχρι το 1878 είχαν την πολιτική κυριαρχία, όντας πληθυσμιακά η μειοψηφία. Από το 1878 και ύστερα βρέθηκαν να είναι και πολιτικά και πληθυσμιακά η μειοψηφία, ενώ η ευόδωση της ελληνοκυπριακής στρατηγικής για την Ένωση θα τους καθιστούσε ακόμα ισχνότερη μειοψηφία ενός του διευρυμένου νέου Ελληνικού Κράτους.

Οι Βρετανοί σε όλη τη διάρκεια της κυριαρχίας τους θα επιχειρήσουν, τις περισσότερες φορές με επιτυχία,, να εκμεταλλευτούν τις αντιπαραθέσεις των δύο κοινοτήτων, λειτουργώντας στην κατεύθυνση του διαίρει και βασίλευε. Το Νομοθετικό Συμβούλιο το οποίο θα θεσπιστεί ως το αιρετό όργανο λήψης πολιτικών αποφάσεων θα αποτελείται από 9 ελληνοκύπριους, 3 τουρκοκύπριους και 6 βρετανούς, αλλά σε περίπτωση ισοψηφίας μετρούσε ως «νικώσα ψήφος» η ψήφος του βρετανού Ύπατου Αρμοστή. Έτσι το 80% του πληθυσμού βρισκόταν σε αδυναμία να καθορίσει τις αποφάσεις, αφού τις περισσότερες φορές συμμαχούσαν οι βρετανοί με τους τουρκοκύπριους και με την προσθήκη της ψήφου του Κυβερνήτη αποκτούσαν την πλειοψηφία. Η τροποποίηση που θα γίνει το 1925, όταν η Κύπρος θα γίνει αποικία της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, δεν θα αλλάξει τα πράγματα αφού η προσθήκη ακόμα τριών ελληνοκύπριων βουλευτών θα αντισταθμιστεί από τον διορισμό άλλων τριών άγγλων δημόσιων λειτουργών.

Δεν πρέπει όμως να δημιουργηθεί η εντύπωση πως οι Βρετανοί εγκατέστησαν αυτό το σύστημα διοίκησης και από εκεί και πέρα δεν υπήρχαν καθόλου τροποποιήσεις στην πολιτική τους. Οι γενικότερες αλλαγές στους διεθνείς συσχετισμούς θα οδηγήσουν δύο φορές τους βρετανούς σε διαπραγματεύσεις σχετικά με το ενδεχόμενο παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα. Η πρώτη φορά ήταν το 1912 όταν η ενδυνάμωση της Ιταλίας και της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας θεωρήθηκε από το Λονδίνο πως μπορούσε να ανασχεθεί με τη δημιουργία μιας βρετανικής στρατιωτικής βάσης στο Αργοστόλι. Τελικά, όμως, για σειρά λόγους (πιέσεις των Γάλλων, συγκρούσεις μεταξύ των νικητών των πρώτων βαλκανικών πολέμων, κρίση του ιρλανδικού ζητήματος) η συμφωνία αυτή δεν θα μπορέσει να υλοποιηθεί.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1915, κι αφού η συμμετοχή της Τουρκίας στο πλευρό των Γερμανών είχε οδηγήσει τους Βρετανούς στο να προσαρτήσουν το νησί, οι Εγγλέζοι ένα από τα ανταλλάγματα για την είσοδο της Ελλάδας στο πλευρά της Ανταντ στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο θα είναι η παραχώρηση της Κύπρου. Ωστόσο και η αυτή η πρόταση δεν τελεσφόρησε γιατί προσέκρουσε στις αντιρρήσεις του Βασιλιά Κωνσταντίνου για συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο. 

Θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως και στις δύο αυτές περιπτώσεις οι αντιδράσεις των τουρκοκύπριων ήταν έντονες. Το 1912, μάλιστα, σημειώθηκαν αιματηρές συμπλοκές μεταξύ των δύο κοινοτήτων, ενώ το 1915 υπήρξε υπόμνημα  των τουρκοκυπρίων στο οποίο μεταξύ άλλων αναφερόταν πως η μουσουλμανική κοινότητα ήταν πολύ ικανοποιημένη από την προσάρτηση του νησιού στην Βρετανική Αυτοκρατορία (!) και πως δεν έπρεπε για κανένα λόγο να ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα.

Η μικρασιατική καταστροφή και οι συνέπειες της θα επιδεινώσουν τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Το 1923 θα διεξαχθούν ξανά αιματηρές  συγκρούσεις ενώ το 1925 οι ελληνοκύπριοι θα υποβάλουν υπόμνημα με το οποίο θα ζητούν Ένωση με την Ελλάδα ή αυτονομία και αυτοκυβέρνηση. Οι τουρκοκύπριοι θα αντιταχθούν και στα δύο αυτά αιτήματα ενώ οι βρετανοί θα τονίσουν πως το ζήτημα της Ένωσης έχει λήξει οριστικά και πως οι Κύπριοι δεν έχουν φτάσει σε αυτό το επίπεδο της πολιτικής ωριμότητας ώστε να της παραχωρηθεί καθεστώς αυτοκυβέρνησης. Είναι αλήθεια πως ιδιαίτερα μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Βρετανοί είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως για μια σειρά από λόγους (επέκταση της ιταλικής και της γαλλικής παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή, υποστήριξη του στρατηγείου του Παλαιστίνης, χρήση του αεροπλάνου ως στρατιωτικού μέσου) δεν ετίθετο θέμα παραχώρησης της Κύπρου. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1929, η ελληνοκυπριακή πλευρά θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί το γεγονός πως στην Βρετανία είχαν ανέλθει στην Κυβέρνηση οι Εργατικοί, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν ταχθεί υπέρ της αυτοδιάθεσης. Έτσι θα παραδοθεί νέο υπόμνημα στην Βρετανική Κυβέρνηση με το οποίο ζητείται υιοθέτηση πιο φιλελεύθερου Συντάγματος και πρόβλεψη πλαισίου αυτονομίας στη διακυβέρνηση. Ωστόσο  και σε αυτή την περίπτωση οι Εγγλέζοι ήταν αρνητικοί. Δεν είχε γίνει ακόμα κατανοητό στους ελληνοκύπριους πως η εναλλαγή κυβερνήσεων δε σήμαινε και αλλαγή στρατηγικής σε κομβικά εθνικά ζητήματα όπως το Κυπριακό.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα ξεσπάσει η εξέγερση του Οκτωβρίου του 1931. Ωστόσο για να κατανοήσουμε πλήρως τα αίτια αυτής της σημαντικής εξέλιξης θα πρέπει να αναφερθούμε σε ορισμένες βασικές παραμέτρους που προηγήθηκαν των γεγονότων. Η πρώτη σχετίζεται με τη στάση των Τουρκοκύπριων. Έχουμε ήδη τονίσει πως οι τουρκοκύπριοι ήταν αντίθετοι σε κάθε είδους μεταβολή του υφιστάμενου καθεστώτος ενώ με το πέρασμα του χρόνοι οι διαφορές μεταξύ των δύο κοινοτήτων είχαν αυξηθεί. Η σημαντική αλλαγή θα έρθει με την εγκαθίδρυση του Κεμαλικού κράτους και την αναδιοργάνωση της τουρκικής κοινωνίας κατά τη δεκαετία του ’20. Σύντομα αυτές οι αλλαγές θα επηρεάσουν και τους τουρκοκύπριους. Θα εμφανιστούν  φορείς των  νέων ιδεών οι οποίοι θα επιχειρήσουν να θέσουν το θέμα των τουρκοκυπρίων σε διαφορετική βάση. Θα κατηγορήσουν τους μέχρι τότε τουρκοκύπριους πολιτικούς εκπροσώπους για συνεργατισμό με τους βρετανούς που δεν κατέληγε σε όφελος του τουρκοκυπριακού λαού, αλλά αποσκοπούσε στην προσωπική τους ευμάρεια. Χρειαζόταν μια διαφορετική πολιτική που θα  εστίαζε στην αυτοδύναμη παρουσία των τουρκοκύπριων, έτσι ώστε να μη θεωρείται από τους βρετανούς δεδομένη η συμμαχία τους. Η ευκαιρία θα δοθεί το 1931 όταν  το διάταγμα που θα φέρουν οι βρετανοί για τις νέες τελωνειακές ρυθμίσεις δεν θα περάσει από το νομοθετικό συμβούλιο επειδή δύο τουρκοκύπριοι θα απέχουν. Το γεγονός θα θεωρηθεί μείζονος σημασίας και θα οδηγήσει τους Βρετανούς σε σημαντικές παραχωρήσεις προς τους τουρκοκύπριους. Από τη σημείο αυτό και ύστερα οι τουρκοκύπριοι θα αποτελούν την  προέκταση του τουρκικού κράτους στην Κύπρο αναπαράγοντας όλες τις αντιθέσεις που χαρακτήριζαν τις σχέσεις Ελλάδας- Τουρκίας. Κατά συνέπεια ένα από τα αίτια της εξέγερσης του 1931 ήταν η περαιτέρω περιχαράκωση των σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Ένα δεύτερο αίτιο σχετιζόταν με τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929: Τόσο οι εξαγωγές όσο και οι εισαγωγές μειώθηκαν ραγδαία, η ανεργία αυξήθηκε, ενώ μειώθηκαν σημαντικά  και οι μισθοί. Στον αγροτικό χώρο η κατάσταση δεν ήταν διαφορετική: τα χρέη των καλλιεργητών κινούνταν σε πολύ υψηλά επίπεδα ενώ υπήρχε και αδυναμία εξεύρεσης απασχόλησης στα ορυχεία λόγω της αναστολής της λειτουργίας πολλών εξ’ αυτών.

Ένα άλλο αίτιο σχετιζόταν με τον υπό ψήφιση προϋπολογισμό, για την κάλυψη του οποίου προβλεπόταν αύξηση της φορολογίας τη στιγμή που ένα από τα βασικά βάρη ήταν οι πολύ υψηλοί μισθοί των βρετανών δημοσίων υπαλλήλων. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το άγος του φόρου υποτελείας που πλήρωναν οι Κύπριοι προς τη βρετανική κυβέρνηση από το 1878 μέχρι το 1926, οπότε καταργήθηκε. Ωστόσο το χρόνιο αυτό πρόβλημα είχε συντελέσει καθοριστικά στην κατάσταση φτώχειας που βίωνε ο κυπριακός πληθυσμός.

Αφορμή της εξέγερσης ήταν η αύξηση της φορολογίας. Η εξέγερση θα ξεκινήσει με την παραίτηση των 12 ελληνοκύπριων βουλευτών με αποτέλεσμα τον αυθόρμητο σχηματισμό συλλαλητηρίου στη Λευκωσία το οποίο κατέληξε συγκρούσεις με την αστυνομία και τον στρατό και το κάψιμο του Κυβερνείου. Τα γεγονότα της Λευκωσίας θα τα ακολουθήσουν συλλαλητήρια και στις υπόλοιπες πόλεις και αντίστοιχης οξύτητας συγκρούσεις. Τελικά θα χρειαστεί να περάσουν δέκα μέρες και η αποστολή αποσπασμάτων από την Αίγυπτο και τη βάση της Σούδας στην Κρήτη για να καμφθεί η αντίσταση των εξεγερμένων. 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης απέναντι στην εξέγερση. Ο Βενιζέλο/ που ήταν τότε Πρωθυπουργός, θα τηρήσει πολύ αρνητική στάση, χαρακτηρίζοντας τα γεγονότα ως παρεκτροπές που θα πρέπει να καταδικαστούν. Η θέση αυτή του Βενιζέλου πρέπει να αποδοθεί στην παραδοσιακή πεποίθηση πως το Κυπριακό θα μπορούσε να λυθεί μόνο μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου. Ωστόσο θα υπάρξουν αντιδράσεις και από τους Ελλαδίτες για την πολιτική Βενιζέλου, που θα οδηγήσουν σε αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία, και  μόνο ύστερα από την απειλή της προκήρυξης έκτακτων εκλογών τα πράγματα θα ηρεμήσουν                    

Οι επιπτώσεις της εξέγερσης ήταν πολύ επώδυνες για τους ελληνοκύπριους. Καταργήθηκε το νομοθετικό Συμβούλιο, περίπου 2000 ελληνοκύπριοι καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές, δέκα από τα πιο επιφανή στελέχη του αντιαποικιακού αγώνα εξορίστηκαν ισόβια, λήφθηκαν μέτρα λογοκρισίας, καταργήθηκαν οι δημοτικές εκλογές, απαγορεύτηκε η λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, περιορίστηκαν οι συναθροίσεις και μεταβλήθηκε σε ποινικό αδίκημα η οποιαδήποτε προπαγάνδιση που αμφισβητούσε τη βρετανική κυριαρχία στο νησί.

 

3. Από τον β’ παγκόσμιο πόλεμο μέχρι της έναρξη της δράσης της ΕΟΚΑ

Μέχρι το β’ παγκόσμιο πόλεμο η κατάσταση δεν τροποποιήθηκε. Ωστόσο οι αυξημένες ανάγκες που είχαν οι βρετανοί στη διάρκεια του πολέμου επέφεραν σημαντικές μεταβολές. Κύπριοι πολέμησαν στις τάξεις του βρετανικού στρατού, το νησί χρησιμοποιήθηκε ως βάση για πολεμικές επιχειρήσεις, ενώ με τη βοήθεια του κυπριακού αγροτικού δυναμικού πραγματοποιήθηκαν σημαντικά έργα υποδομής (στρατιωτικής και γεωργικής). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Τσουδερού θα θέσει θέμα Ένωσης μέσω της μετάβασης της εξόριστης πολιτικής εξουσίας στο νησί. Οι βρετανοί θα αρνηθούν φοβούμενοι μια ενδεχόμενη γερμανική επίθεση ενάντια στο ανοχύρωτο νησί ενώ ούτε καν θα συζητήσουν το ενδεχόμενο παραχώρησης μετά τον πόλεμο λόγω σφοδρών αντιδράσεων του Υπουργείου Αποικιών.

Το τέλος του πολέμου θα βρει τους Εγγλέζους ανάμεσα στους μεγάλους νικητές. Ωστόσο οι εξελίξεις στην  Κύπρο θα σφραγιστούν και από μια σειρά άλλες παραμέτρους. Καταρχήν είναι η εποχή που αρχίζει η κρίση του συστήματος της αποικιοκρατίας με την ανεξαρτητοποίηση της Ινδίας το 1948, γεγονός που ενθαρρύνει την ανάπτυξη εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων εντός των βρετανικών κτήσεων. Έτσι θα ενισχυθεί και η τάση των ελληνοκυπρίων για την πραγματοποίηση της Ένωσης. Από την άλλη οι τουρκοκύπριοι έχουν αρχίσει να συνδέουν τη μοίρα τους με την Τουρκία, η οποία ενισχύει συνεχώς την παρουσία της στη διεθνή σκηνή μη ανήκοντας στους ηττημένους. Η Αθήνα θα επιθυμούσε την προσάρτηση της Κύπρου αλλά ταυτόχρονα διεξάγει εμφύλιο πόλεμο ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα και χωρίς την υποστήριξη των Άγγλων μοιάζει πολύ αμφίβολη η επικράτησή της. Στην Κύπρο η ελληνοκυπριακή πλευρά, σε αντίθεση με την τουρκοκυπριακή εμφανίζεται να παρουσιάζει αρκετές εσωτερικές διαφοροποιήσεις. Από τη μια πλευρά είναι το ενδυναμωμένο Κομμουνιστικό Κόμμα (ΑΚΕΛ) και από την άλλη η Εθναρχία και οι συντηρητικές δυνάμεις. Οι διαφορές για πληθώρα κοινωνικών ζητημάτων είναι δεδομένες, αλλά φαίνεται να συμφωνούν στο στόχο της Ένωσης. Ωστόσο η υιοθέτηση διαφορετικών τακτικών θα οξύνει τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις εντός της ελληνοκυπριακής κοινότητας.

Αυτό υθα γίνει εμφανές όταν το 1947 οι Βρετανοί θα συγκαλέσουν τη λεγόμενη Διασκεπτική Διάσκεψη η οποία ως αντικείμενο είχε την εξέταση του μέλλοντος της Κύπρου. Οι Άγγλοι επιδίωκαν τη θέσπιση ενός πιο φιλελεύθερου συντάγματος αποκλείοντας το ενδεχόμενο της Ένωσης. Η Εθναρχία και το ΑΚΕΛ δήλωσαν πως δεν  αποδέχονταν καμία λύση που δεν θα προέβλεπε την Ένωση. Τελικά η διεξαγωγή της Διασκεπτική δίχασε τους ελληνοκύπριους, αφού η Αριστερά συμμετείχε ενώ η Εθναρχία κατήγγειλε τις εργασίες της. Οι παρόντες ελληνοκύπριοι θα προτείνουν την υιοθέτηση ενός Συντάγματος αυτοκυβέρνησης το οποίο θα απορρίψουν οι βρετανοί ενώ η Εθναρχία θα κατηγορούσε την αριστερά πως αποδεχόταν την εισαγωγή ενός «ψευτοσυντάγματος». Η πρόταση που θα κάνουν οι βρετανοί θα αναφέρεται στη δημιουργία ενός νομοθετικού συμβουλίου όπου την πλειοψηφία θα την έχουν οι ελληνοκύπριοι. Ωστόσο το πρόβλημα ήταν, πέραν της απόρριψης της προοπτικής της Ένωσης, πως τις σημαντικότερες αποφάσεις θα τις έπαιρνε μόνος του ο Κυβερνήτης και οι ελληνοκύπριοι θα είχαν απλώς συμβουλευτική θέση. Μετά από αυτό η Διασκεπτική θα τελειώσει χωρίς να φέρει αποτέλεσμα.

Δύο πράγματα πρέπει να κρατήσουμε από τη Διασκεπτική. Το πρώτο είναι πως οι Βρετανοί δεν ήταν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν την Κύπρο δεδομένου του γεγονότος πως τα στρατηγικά τους συμφέροντα στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή υφίσταντο πίεση και κατά συνέπεια  η σημασία του νησιού για την Αυτοκρατορία αυξανόταν. Το δεύτερο συνδέεται με τη στάση του ΑΚΕΛ. Το γεγονός πως συμμετείχε σε μια διαδικασία που ήταν δεδομένο πως δεν θα κατέληγε στην Ένωση έδωσε την ευκαιρία στην Εκκλησία και στις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις να το κατηγορήσουν πως εγκαταλείπει τον εθνικό στόχο. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις της αρχικά διστακτικής στάσης του κομμουνιστικού κόμματος απέναντι στην εξέγερση του ’31, θα συμβάλουν στο να χάσει το ΑΚΕΛ την πρωτοβουλία των κινήσεων παρότι εκείνη την εποχή είναι ο πιο ισχυρός πολιτικός φορέας στην Κύπρο.

Η Εκκλησία, λοιπόν, υπό την ηγεσία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β’, που λίγους μήνες αργότερα θα πεθάνει και θα αντικατασταθεί από τον Μακάριο Γ’, θα προκηρύξει την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος σχετικά με το ζήτημα της Ένωσης. Το ΑΚΕΛ συμφώνησε και αυτό, ενώ οι βρετανοί ανακοίνωσαν πως δεν θα το αναγνωρίσουν. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν συντριπτικά υπέρ της Ένωσης: 96% των εγγεγραμμένων ψήφισε υπέρ. Το πρόβλημα που υπήρξε στη συνέχεια ήταν πως τους τόμους με τους υπογραφές των ψηφισάντων δεν ήταν διατεθειμένη να τους παραλάβει η ελληνική κυβέρνηση, μη αναγνωρίζοντας με αυτό τον τρόπο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Η στάση αυτή δεν θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση δεδομένης της πρόσφατης λήξης του εμφυλίου και της θέσης της ελληνικής κυβέρνησης στο να μην έρθει σε ρήξη με τη Δύση. Τελικά θα είναι ο Πρόεδρος της Βουλής που σε ειδική τελετή θα δεχθεί  τους τόμους ενώ σε συλλαλητήριο που θα γίνει στο Παναθηναϊκό Στάδιο, χιλιάδες λαού θα διαδηλώσουν την πίστη τους στην Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.            

Η Ελληνική κυβέρνηση θα αρχίσει να αισθάνεται την πίεση για να αρχίσει να έχει μια πιο ενεργητική πολιτική για το Κυπριακό και ο Πρωθυπουργός Παπάγος θα αρχίσει να σκέφτεται το ενδεχόμενο μιας σκλήρυνσης της ελληνική στάσης. Οι ελληνοκύπριοι, από την πλευρά τους, ζητούν η Ελλάδα να θέσει το Κυπριακό στους Βρετανούς και αν λάβει αρνητική απάντηση να το θέσει στον ΟΗΕ. Η Ελλάδα τελικά θα θέσει το θέμα στους βρετανούς από τους οποίους θα λάβει αρνητική απάντηση, αλλά το πιο σημαντικό είναι πως η Τουρκία για πρώτη φορά δηλώνει παρούσα στις εξελίξεις και διακηρύσσει πως δεν πρόκειται να επιτρέψει οποιαδήποτε αλλαγή βλάπτει τα δικά της συμφέροντα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ελληνική αντιπροσωπεία τον Νοέμβριο του 1951 θα κάνει μια πρώτη αναφορά για το Κυπριακό σε σχετική επιτροπή του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα σημαντικές κινητοποιήσεις λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα. Οι κινητοποιήσεις αυτές θα συνεχιστούν και το 1952 ώσπου προς το τέλος του 1953 η ελληνική κυβέρνηση θα δηλώσει πως προτεραιότητα έχουν οι διμερείς συνομιλίες Ελλάδας και Βρετανίας, αν όμως αυτές δεν ευοδωθούν τότε μένει ανοικτή η πόρτα για όποιο άλλο δρόμο κρίνει χρήσιμο η ελληνική πλευρά. Και πράγματι λίγους μήνες αργότερα δηλώνεται η ελληνική απόφαση να γραφτεί το θέμα στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ αν μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 1954 δεν έχει δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση από τους Άγγλους. Οι Βρετανοί θα προτείνουν ένα νέο Σύνταγμα το οποίο θα απορρίψει η ελληνική πλευρά θεωρώντας πως είναι ίδιο με αυτό της Διασκεπτικής με τη διαφορά πως είναι λιγότερο δημοκρατικό και αφορά λιγότερα ζητήματα αρμοδιοτήτων. Το αποτέλεσμα θα είναι στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1954 το Κυπριακό να εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη. Ωστόσο, είναι εμφανές πως αυτό δεν επαρκεί. Οι χώρες του ΝΑΤΟ, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, είναι αποφασισμένες να σταθούν στο πλευρό της Βρετανίας. Η Ελλάδα αναγκάζεται να υποχωρήσει και στα τέλη του 1954 γίνεται δεκτή από την πλειοψηφία των χωρών του ΟΗΕ, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης η αναβολή της συζήτησης του ελληνικού αιτήματος.

 

4. Από την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ μέχρι τις Συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου

Μετά από το αδιέξοδο που εμφανίστηκε στον ΟΗΕ η ελληνοκυπριακή ελίτ αποφασίζει να προχωρήσει και στην χρήση ένοπλης βίας για να πετύχει την Ένωση. Έτσι το βράδυ της 31ης Μαρτίου προς την 1η Απριλίου 1955 ξεκίνησε ο αγώνας της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) με μπαράζ ισχυρών εκρήξεων στις μεγαλύτερες κυπριακές πόλεις. Η βρετανική διοίκηση θα απαντήσει με τη θέσπιση νόμων που αφορούσαν την ίδρυση ειδικών δικαστηρίων, τον εγκλεισμό υπόπτων για «τρομοκρατία» σε ειδικά στρατόπεδα χωρίς δίκη, τους κατ’ οίκον περιορισμούς κλπ.

Η ΕΟΚΑ έχει ως αρχηγό τον Συνταγματάρχη του Ελληνικού στρατού Γεώργιο Γρίβα, ο οποίος λόγω της προηγούμενης συμμετοχής του στην ομάδα Χ θεωρείται ακροδεξιός και αντικομμουνιστής. Η θέση μας είναι πως η ηγετική ομάδα της ΕΟΚΑ ανήκε στο χώρο της εθνικιστικής δεξιάς. Ωστόσο δεν θα πρέπει να μείνει αυτό ως το βασικό στίγμα της δράσης της, πόσο μάλλον ως παράγοντας ερμηνείας της συμμετοχής των ελληνοκυπρίων σε αυτήν.. Η ανάληψη του ένοπλου αγώνα από τη μεριά της δημιούργησε σημαντικά στρατιωτικά πλήγματα στους βρετανούς ενώ λειτούργησε καταλυτικά και για την εκδήλωση πολύμορφων ειρηνικών κινητοποιήσεων στις πόλεις. Το ΑΚΕΛ θα αντιταχθεί, αρχικά, στη δράση της ΕΟΚΑ εμμένοντας στις απεργίες και τα συλλαλητήρια στα οποία έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο λόγω της επιρροής του στα εργατικά συνδικάτα (συντεχνίες). Η Εθναρχία αποτελούσε τον αναγνωρισμένο, από όλες τις πλευρές, εκπρόσωπο του αντιαποικιακού αγώνα και επιχειρούσε να εκφράσει το κοινό συμφέρον υπερβαίνοντας τις επιμέρους διενέξεις.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τον Σεπτέμβρη του 1955 οι Βρετανοί θορυβημένοι από τη διάσταση που είχε πάρει το κίνημα για την Ένωση θα συγκαλέσουν τη λεγόμενη Τριμερή Διάσκεψη. Σε αυτήν προσκαλούνται τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη (Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία) για να διατυπώσουν τις απόψεις τους.

Τρεις παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν για την Τριμερή:

Πρώτον, δεν καλούνται εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων, διότι θεωρούνται πως αντιπροσωπεύονται από τις Μητέρες – πατρίδες.

Δεύτερον, για πρώτη φορά επίσημα παίρνει μέρος η Τουρκία ενώ μέχρι τότε οι συζητήσεις για το Κυπριακό ήταν αυστηρά ελληνοβρετανικές. Πρόκειται για τροποποίηση της μέχρι τότε πολιτικής του διαίρει και βασίλευε. Όπως είδαμε η εγκαθίδρυση των βρετανών στην εξουσία συνοδεύτηκε από μια στενή συμμαχία με την τουρκοκυπριακή μειονότητα ως ανάχωμα στις πιέσεις για Ένωση. Η οξύτητα του αντιαποικιακού αγώνα θα συντελέσει στο να βάλουν οι βρετανοί και την Τουρκία στις διαπραγματεύσεις, παρότι η τελευταία με την αποδοχή της Συνθήκης της Λωζάνης είχε παραιτηθεί από κάθε αξίωση για την Κύπρο.

Τρίτον, μπροστά στον κίνδυνο για δυσμενέστερα ενδεχόμενα η Βρετανία αποδεχόταν την αυτοκυβέρνηση, αλλάζοντας την προηγούμενη θέση της περί φιλελεύθερου συντάγματος.

Τελικά, η συζήτηση περιστράφηκε στην πρόταση περί αυτοκυβέρνησης, όπου δεν μπορούσε να υπάρξει σημείο συμφωνίας. Οι Έλληνες επιθυμούσαν την Ένωση, οι Τούρκοι την παραμονή της κατάστασης ως είχε, χωρίς αυτοκυβέρνηση- και αν αυτό δεν ήταν εφικτό, τη διχοτόμηση. Το γεγονός της ασυμφωνίας σε συνδυασμό με τη βαριά ατμόσφαιρα που δημιούργησαν τα λεγόμενα Σεπτεμβριανά, οι επιθέσεις και οι βανδαλισμοί από τούρκους ενάντια σε έλληνες και στις περιουσίες τους στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, οδήγησαν τις συνομιλίες σε αδιέξοδο. Η κατάσταση θα χειροτερεύσει λίγες μέρες αργότερα όταν η ελληνική πλευρά θα αποτύχει να εγγράψει το Κυπριακό στην ημερήσια διάταξη της συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Σε αυτό συνέβαλε η συσπείρωση των δυτικών χωρών.

Από εκεί πέρα εντάθηκε η ένοπλη αντιπαράθεση στο νησί, ενώ νέος Κυβερνήτης τοποθετείται ο Χάρντιγκ. Ο τελευταίος θα κάνει μια προσπάθεια να αποφορτίσει την κατάσταση προτείνοντας στον Μακάριο να αποδεχτεί τις συνταγματικές αλλαγές με αντάλλαγμα ένα ασαφές υπονοούμενο πως κάτω από ορισμένες συνθήκες είναι πιθανό μελλοντικά να ισχύσει η αυτοδιάθεση και για τους Κύπριους. Οι ελληνοκύπριοι δεν θα δεχτούν κάτι τέτοιο και αμέσως μετά θα σκληρύνουν τα κατασταλτικά μέτρα απέναντι στο αντιαποικιοκρατικό κίνημα (απαγόρευση συγκεντρώσεων, περιορισμός του δικαιώματος της απεργίας, πολλαπλασιασμός των επιπτώσεων επιβολή της θανατικής ποινής ή των ισοβίων).

Το 1956 θα βρει τους ελληνοκύπριους να βρίσκονται εκ νέου σε διαπραγματεύσεις με τους βρετανούς. Οι τελευταίοι έκαναν ορισμένες προτάσεις οι οποίες, όμως, χαρακτηρίζονταν από εσκεμμένη ασάφεια (για παράδειγμα σε θέματα όπως το ποσοστό συμμετοχής των ελληνοκυπρίων στη νομοθετική εξουσία, ο καθορισμός της χρονικής περιόδου κατά την οποία η εσωτερική ασφάλεια θα παρέμενε στη δικαιοδοσία του κυβερνήτη, η αμνηστία στα μέλη της ΕΟΚΑ κ.α). Ο Μακάριος θα κάνει την υποχώρηση να αποδεχτεί πως το θέμα της αυτοδιάθεσης μετατίθεται σε ένα άδηλο μέλλον, αλλά δεν μπορεί να συναινέσει σε μια συμφωνία που να μην αποσαφηνίζει τα παραπάνω. Μετά τη νέα αποτυχία  η στάση των Βρετανών σκληραίνει ακόμα περισσότερο και το Μάρτιο του 1956 ο Αρχιεπίσκοπος συλλαμβάνεται και εξορίζεται στις Σεϋχέλλες. Η εξέλιξη αυτή θα πυροδοτήσει νέα συλλαλητήρια και συγκρούσεις στην Ελλάδα ενώ στην Κύπρο αρχίζουν οι εκτελέσεις μελών της ΕΟΚΑ, με πρώτους εκτελεσθέντες τους Καραολή και Δημητρίου.

Η όξυνση της κατάστασης θα οδηγήσει την Ελλάδα στο να καταθέσει προσφυγή στον ΟΗΕ .Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι ΗΠΑ για πρώτη φορά διατυπώνουν την άποψη πως μια πιθανή λύση του Κυπριακού θα μπορούσε να είναι αυτή της ανεξαρτησίας. Μετά από λίγο οι Βρετανοί θα παρουσιάσουν ένα νέο σχέδιο επίλυσης, που το έχει ο εκπονήσει ο διεθνούς φήμης συνταγματολόγος Ράντκλιφ. Το συγκεκριμένο σχέδιο αναθεωρούσε ορισμένα στοιχεία του προηγούμενου σχεδίου  σε μια πιο θετική κατεύθυνση για τους ελληνοκύπριους (σαφής πλειοψηφία στο νομοθετικό, ύπαρξη θέσης Κύπριου πρωθυπουργού που να απολαμβάνει της πλειοψηφίας του νομοθετικού). Δύο ήταν τα πιο βασικά προβληματικά σημεία. Το πρώτο αφορούσε ένα ευρύ πλέγμα αρμοδιοτήτων που παρέμεναν στην δικαιοδοσία του Κυβερνήτη, περιορίζοντας έτσι τα περιθώρια αυτοκυβέρνησης. Το δεύτερο είχε να κάνει με την υπόμνηση πως μετά από ένα διάστημα αυτοκυβέρνησης θα μπορούσε να εφαρμοστεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, αλλά αυτό θα ίσχυε και για τους τουρκοκύπριους, δηλαδή προβλεπόταν το ενδεχόμενο της διπλής ένωσης.           

Μετά την ανακοίνωση του σχεδίου Ράντκλιφ ακολουθούν απεργιακές κινητοποιήσεις των ελληνοκυπρίων και στις αρχές του 1957 η αντιπαράθεση μεταφέρεται εντός του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα ξεκινούν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων στο νησί. Στον αντίποδα της ΕΟΚΑ βρίσκεται η ΤΜΤ (Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης). Βασική της επιδίωξη είναι η δημιουργία ένοπλων σωμάτων αντιπαράθεσης με τους ελληνοκύπριους και η αποφυγή με κάθε τρόπο της προοπτικής της Ένωσης. Ταυτόχρονα απαιτείται από τους τουρκοκύπριους η παύση κάθε μορφής συνεργασίας με τους ελληνοκύπριους. Στον ΟΗΕ, τελικά θα υιοθετηθεί μια συμβιβαστική απόφαση η οποία θα προβλέπει τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Σε αυτό το πλαίσιο αποφασίζεται και η αποφυλάκιση του Μακάριου την άνοιξη του 1957 και λίγες εβδομάδες αργότερα αποφασίζει η ΕΟΚΑ να κηρύξει εκεχειρία. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις πως η λύση του Κυπριακού θα έχει τη μορφή της ανεξαρτησίας. Ο ίδιος ο Μακάριος αναγκάζεται να μην το αποκλείσει, ως μεταβατική λύση, σε συνέντευξή του.

Το Δεκέμβριο του 1957 θα ξανασυζητηθεί το θέμα στον ΟΗΕ. Εκεί θα φανεί πως το κλίμα έχει μεταστραφεί υπέρ της Κύπρου. Ωστόσο δεν θα γίνει εφικτό το ελληνικό σχέδιο περί αυτοδιάθεσης να λάβει τα 2/3 των ψήφων και να καταστεί απόφαση του Οργανισμού. Μετά από είναι φανερό πως καμία πλευρά δεν μπορεί να βρει μια ευρεία πλειοψηφία γύρω από την άποψή της. Η Βρετανία θα διατυπώσει  μέσω του νέου Κυβερνήτη Χιου Φουτ μια νέα πρόταση που προέβλεπε αυτοκυβέρνηση για επτά χρόνια και μετά τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης για κάθε κοινότητα χωριστά. Ούτε αυτό το σχέδιο θα προχωρήσει γιατί η Τουρκία το απέρριψε δεδομένου πως δεχόταν μόνο τη λύση της διχοτόμησης. Ταυτόχρονα στο νησί η ΕΟΚΑ, βλέποντας το τέλος της αποικιοκρατίας να έρχεται, ξεκινά δολοφονικές επιθέσεις ενάντια σε αριστερούς ελληνοκύπριους, έτσι ώστε να είναι ξεκαθαρισμένο το πολιτικό τοπίο την επόμενη μέρα της αποχώρησης των βρετανών. Ο Μακάριος, κατανοώντας την ανάγκη που θα έχει για βοήθεια από την πλευρά  των κομμουνιστών εναντιώνεται δημόσια σε αυτές τις πρακτικές.

 

Μια παρατήρηση πριν περάσουμε στα γεγονότα του 1958 που θα οδηγήσουν στις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Είναι φανερό πως σε όλο αυτό το διάστημα οι Βρετανοί, σταδιακά, τείνουν προς την υιοθέτηση μιας λύσης που θα τερμάτιζε την παρουσία τους στο νησί. Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί το κάνουν αυτό. Πιστεύουμε πως η αλλαγή στάσης οφείλεται σε δύο λόγους: Ο πρώτος σχετίζεται με την συναίσθηση πως δεν  έχουν τις δυνατότητες να παίζουν το ρόλο που είχαν πριν το Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Δεν μπορούν να διατηρήσουν τις αποικίες τους κι αυτό γίνεται φανερό ιδιαίτερα στην ταπεινωτική ήττα που υφίστανται το 1956 στο Σουέζ από τους Αιγύπτιους. Ο δεύτερος έχει να κάνει με τη φθορά που τους δημιουργεί η δράση της ΕΟΚΑ και η ανάπτυξη του αντιαποικιακού κινήματος στο νησί. Από ένα σημείο και μετά καταλαβαίνουν πως είναι προσφορότερο να διατηρήσουν τις βάσεις τους και να εγκαταλείψουν τη Διοίκηση όλης της Κύπρου.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο στις αρχές του 1958 οι βρετανοί προτείνουν τη λύση της αυτοδιάθεσης με χωριστή διαδικασία για κάθε κοινότητα με επιπρόσθετο στοιχείο τη δημιουργία τουρκικών βάσεων στο κυπριακό έδαφος. Μετά από αυτό η ελληνική πλευρά συνειδητοποιεί πως ο συμβιβασμός που δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα σε κάποιο από τα τρία (Ελλάδα, Βρετανία, Τουρκία) θα ήταν η λύση της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους.  Η Τουρκία, ωστόσο, συνεχίζει να επιμένει στη διχοτόμηση με αποτέλεσμα η ΕΟΚΑ να ξαναρχίσει επιθέσεις ενάντια στους βρετανούς. Παράλληλα η ΤΜΤ αρχίζει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ενάντια στους αριστερούς τουρκοκύπριους οι οποίοι αντιτίθενται στη διχοτόμηση, ενώ γίνονται και αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ τουρκοκύπριων και ελληνοκύπριων. Η Άγκυρα υποστηρίζει πως η μόνη λύση για να διευθετηθεί το ζήτημα είναι η διχοτόμηση και η Αθήνα απαντά με αποχώρηση των ελλήνων αξιωματικών από το κλιμάκιο του ΝΑΤΟ που εδρεύει στη Σμύρνη. Μπροστά στον κίνδυνο να διασπαστεί η νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ ο βρετανός πρωθυπουργός Μακμίλαν θα προτείνει ένα καινούριο σχέδιο. Ουσιαστικά πρόκειτο για μια πρόταση που υποστήριζε τη δημιουργία ενός προτεκτοράτου όπου η επικυριαρχία των βρετανών θα συνοδευόταν με την θεσμική παρουσία των Ελλήνων και των Τούρκων στη διακυβέρνηση του νησιού, ενώ η τύχη του νησιού θα αποφασιζόταν ύστερα από επτά χρόνια, αλλά σε κάθε περίπτωση αποφασιστικό ρόλο θα είχαν και οι τούρκοι.  Με αυτό το σχέδιο οι Βρετανοί επιχειρούσαν να πιέσουν τους ελληνοκύπριους να δεχτούν την προοπτική της ανεξαρτησίας, αλλιώς η εφαρμογή μιας τέτοιας πρότασης, την οποία η Άγκυρα δέχτηκε ασμένως, θα ήταν μια πολύ χειρότερη εξέλιξη. Προσπαθώντας να προλάβει τα χειρότερα ο Μακάριος στις 22 Αυγούστου 1958 σε συνέντευξή του στη δημοσιογράφο Μπάρμπαρα Καστλ για πρώτη φορά αποδέχεται δημόσια την προοπτική της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους. Όλες οι πλευρές είναι έτοιμες  να συναινέσουν στη λύση της Ανεξαρτησίας.

 

5. Οι Συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου

Το τελικό θεσμικό πλαίσιο που θα δημιουργήσει την Κυπριακή Δημοκρατία θα εγκριθεί με τις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Εν συντομία στη Ζυρίχη, μεταξύ 4 και 10 Φεβρουαρίου συμφωνήθηκε πως αποκλείεται η ένωση και η διχοτόμηση ενώ η Μ. Βρετανία μπορεί να διατηρήσει βάσεις στο νησί. Η Κύπρος γίνεται ανεξάρτητη αλλά δεν μπορεί να συμμετάσχει σε συνασπισμό που δεν θα μετέχουν η Ελλάδα και η Τουρκία. Η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία θα εγγυηθούν την ανεξαρτησία του νέου κράτους, ενώ ελληνική και τουρκική στρατιωτική δύναμη θα σταθμεύουν στο νησί. Το νέο κράτος θα έχει επικεφαλής Έλληνα Πρόεδρο και Τούρκο Αντιπρόεδρο οι οποίοι θα εκλέγονται αντίστοιχα από την ελληνική και την τουρκική κοινότητα Αποφασίστηκε πως η Εκτελεστική εξουσία θα ασκείται, πλην του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, από δεκαμελές υπουργικό συμβούλιο το οποίο θα αποτελείται από 7 ε/κ και 3 τ/κ υπουργούς.

Η Νομοθετική εξουσία θα ασκείται από τη Βουλή των αντιπροσώπων η οποία θα αποτελείται από 35 ε/κ και 15 τ/κ βουλευτές που θα εκλέγονται κάθε πέντε χρόνια με καθολική ψηφοφορία χωριστά από κάθε κοινότητα. Η Βουλή των αντιπροσώπων θα έχει αρμοδιότητα για όλα τα θέματα, εκτός από εκείνα που θα εμπίπτουν ρητά στην αρμοδιότητα των κοινοτικών βουλών. Η Βουλή θα λαμβάνει τις αποφάσεις δια της απλής πλειοψηφίας των παρόντων μελών αλλά για οποιαδήποτε νόμο που τροποποιεί τον εκλογικό νόμο ή σχετίζεται με τα Δημαρχεία, ή επιβάλει φόρους και εισαγωγικούς δασμούς απαιτείται απλή πλειοψηφία των παρευρισκομένων μελών, τόσο από τους Έλληνες όσο και από τους Τούρκους. Για νομοσχέδια που αφορούν οικονομικά θέματα η τροποποίηση άρθρων του Συντάγματος χρειάζεται χωριστή ε/κ και τ/κ πλειοψηφία. Παράλληλα με τη Βουλή των Αντιπροσώπων κάθε κοινότητα έχει τη δική της Κοινοτική Βουλή, η οποία αποτελείται από αριθμό μελών που η ίδια έχει ορίσει.

Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος έχουν χωριστά και από κοινού  το δικαίωμα του βέτο για κάθε νόμο ή απόφαση που αναφέρεται στην άμυνα, τις εξωτερικές υποθέσεις, τη σύνθεση των Ενόπλων Δυνάμεων, τους διορισμούς και τις προαγωγές στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, την εισαγωγή πολεμικού υλικού, την παραχώρηση βάσεων και άλλων ευκολιών, την κατανομή και στάθμευση των Δυνάμεων ασφαλείας, την κήρυξη στρατιωτικού νόμου, τη θέσπιση νόμων για την αστυνομία.  

Η δικαστική εξουσία αποτελείται από ένα Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και από ένα Ανώτατο Δικαστήριο. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο θα έχει δικαιοδοσία σε περιπτώσεις σύγκρουσης καθηκόντων (μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Βουλής των Κοινοτήτων) και σε θέματα διακρίσεων. Το δικαστήριο αυτό θα αποτελείται από ένα Έλληνα, ένα Τούρκο και ένα ουδέτερο Πρόεδρο οι οποίοι θα διορίζονται από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας  Το Ανώτατο Δικαστήριο θα απαρτίζεται από 2 ε/κ, έναν τ/κ  και έναν από μια ουδέτερη χώρα, ο οποίος θα είναι και ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και θα διαθέτει δύο ψήφους. Το Δικαστήριο αυτό θα είναι το ανώτατο όργανο της δικαστικής εξουσίας και θα ασχολείται με διορισμούς, προαγωγές δικαστών κλπ.

Χωριστά Δημαρχεία θα δημιουργηθούν στις 5 μεγαλύτερες πόλεις. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος θα εξετάσουν, εντός τεσσάρων ετών, αν ο χωρισμός αυτός θα πρέπει να συνεχιστεί ή όχι.

Η Συνθήκη Εγγύησης μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου, της Ελλάδας της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου  αποσκοπεί στην αναγνώριση και διατήρηση της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ασφάλειας της δημοκρατίας της Κύπρου. Για το λόγο αυτό οι τρεις αυτές δυνάμεις αναλαμβάνουν να την υποχρέωση να απαγορεύσουν, στο βαθμό που εξαρτάται από αυτές, κάθε δραστηριότητα που έχει ως σκοπό να ευνοήσει άμεσα ή έμμεσα τόσο την Ένωση της Κύπρου με κάθε άλλο Κράτος όσο και την διχοτόμηση του Νησιού. Σε περίπτωση παραβίασης  των διατάξεων της Συνθήκης αυτής, η Ελλάδα το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία αναλαμβάνουν να συνεννοούνται για τη λήψη των μέτρων που απαιτούνται για την εξασφάλιση της ακεραιότητας και του συνταγματικού καθεστώτος της Δημοκρατίας. Σε περίπτωση που δεν θα είναι δυνατή μια συμφωνημένη κοινή δράση, κάθε μια από τις εγγυήτριες δυνάμεις επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωμα να ενεργήσει χωριστά με αποκλειστικό σκοπό την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της Κυπριακής δημοκρατίας.

Η Συνθήκη Συμμαχίας μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκίας αποσκοπεί στη συνεργασία των τριών αυτών χωρών για την κοινή τους άμυνα, οι οποίες αναλαμβάνουν την  υποχρέωση να συνεννοούνται για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η συγκεκριμένη άμυνα. Για την επίτευξη του παραπάνω σκοπού προνοείται ίδρυση Τριμερούς Στρατηγείου στο έδαφος της Δημοκρατίας. Στο Στρατηγείο η Ελλάδα θα συμμετέχει με δύναμη 950, η δε Τουρκία με δύναμη 650 αξιωματικών, υπαξιωματικών και στρατιωτών.

 

Επιλέξαμε μια πιο διεξοδική παρουσίαση της συμφωνίας της Ζυρίχης έτσι ώστε να γίνει κατανοητή η περαιτέρω ιστορική εξέλιξη καθώς και η βάση των προβλημάτων που καθιστούν ακόμα και σήμερα αδύνατη μια λύση του Κυπριακού.

Λίγες μέρες μετά την τριμερή συμφωνία της Ζυρίχης, στα μέσα Φεβρουαρίου, θα πραγματοποιηθεί η διάσκεψη του Λονδίνου για την  επικύρωση των συμφωνιών. Εκεί ο Μακάριος παρά τις αρχικές διαφωνίες του θα συναινέσει τελικά και από τον Αύγουστο του 1960 θα ξεκινήσει η πορεία του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους. Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1959 ο Μακάριος θα εκλεγεί πρώτος Πρόεδρος του νέου κράτους λαμβάνοντας το 66,8% τω ψήφων έναντι 33,5% του αντιπάλου του Ιωάννη Κληρίδη.

 

6. Από την Ανεξαρτησία μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974

Η πληθώρα προβληματικών στοιχείων που περιελάμβαναν οι συνθήκες Ζυρίχης- Λονδίνου θα κάνουν αμέσως την εμφάνισή τους και η πορεία της νεοσύστατης δημοκρατίας θα αποδειχθεί πολύ δυσχερής. Δύο ήταν οι βασικές κατηγορίες προβλημάτων που είχαν αναδειχθεί. Η πρώτη είχε να κάνει με τους διαφορετικούς στρατηγικούς προσανατολισμούς που είχε η κάθε πλευρά. Η Αθήνα είχε αποδεχθεί την Ανεξαρτησία προσβλέποντας πως σε σύντομο χρονικό διάστημα θα μπορούσε να επιτύχει την Ένωση, και σε αυτό συμφωνούσε η μερίδα των ελληνοκύπριων που αντιπολιτευόταν τον Μακάριο. Από την άλλη ένα σημαντικό τμήμα των ελληνοκύπριων που εκφραζόταν από τον Αρχιεπίσκοπο, διαφορετικών πολιτικών καταβολών, θεωρούσε πως το Κυπριακό σύνταγμα ήταν αδύνατο να λειτουργήσει και γι’ αυτό χρειαζόταν μια ουσιαστική μεταβολή. Η Άγκυρα, και μαζί της το σύνολο των τουρκοκύπριων, θεωρούσε, αντιθέτως, πως η Ανεξαρτησία ήταν ενδιάμεσο στάδιο για να πραγματοποιήσει το δικό της στόχο που ήταν η διχοτόμηση. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, μόνο οι βρετανοί ήταν ικανοποιημένοι με την υπάρχουσα κατάσταση αφού είχαν καταφέρει να διατηρήσουν σημαντικές στρατιωτικές βάσεις στο νησί.

Η δεύτερη κατηγορία προβλημάτων συνδεόταν με τα επιμέρους ζητήματα που δημιούργησαν οι διαφορετικές στρατηγικές. Πολύ σύντομα θα αναφέρουμε πως σημειώθηκαν διαφωνίες σχετικά με την κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής (ο Μακάριος προνομιμοποιούσε περισσότερο τη σύσφιξη των σχέσεων με το κίνημα των Αδέσμευτων ενώ οι τουρκοκύπριοι ευθυγραμμιζόμενοι με την Άγκυρα είχαν ένα πιο φιλοδυτικό προσανατολισμό), τη συγκρότηση στρατού, τον επιμερισμό της φορολογίας, τη στελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών. Ωστόσο το σημαντικότερο πρόβλημα αφορούσε τη θέσπιση ξεχωριστών δημαρχείων. Η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν μπορούσε να δεχτεί κάτι τέτοιο, όχι μόνο γιατί με την  εξαίρεση της Λευκωσίας σε καμία άλλη πόλη δεν υπήρχαν αμιγώς τουρκοκυπριακοί τομείς, αλλά κυρίως διότι με τον τρόπο αυτό γινόταν προσπάθεια να ξεκινήσει μια ντε φάκτο γεωγραφική διχοτόμηση η οποία σταδιακά θα επιχειρούνταν να πάρει όλο και πιο έντονο θεσμικό χαρακτήρα. Διαφορετικά ειπωμένο, η αυτόνομη τοπική αυτοδιοίκηση θα χρησιμοποιούνταν ως υπόβαθρο πάνω στο οποίο, μέσω των συνεχών τουρκοκυπριακών βέτο, θα οικοδομούνταν το ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό κράτος, αφού το κοινό κράτος θα αποδεικνυόταν αδύνατο να λειτουργήσει. Το λάθος της ελληνικής και της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν πως στις Συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου το είχαν αποδεχθεί και τώρα που οι τουρκοκύπριο ζητούσαν την εφαρμογή του, ο Μακάριος το αρνούνταν με αποτέλεσμα ο Κιουτσούκ να αποκτήσει ένα θεσμικό έρεισμα και η ελληνοκυπριακή πλευρά να βρίσκεται σε άμυνα. 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Μακάριος, το Νοέμβριο του 1963 θα επιχειρήσει να αναζωογονήσει την θνησιγενή Κυπριακή δημοκρατία υποβάλλοντας μια πρόταση 13 σημείων. Με τον τρόπο αυτό προσπαθούσε να αναθεωρήσει ορισμένα άρθρα του Συντάγματος που είχαν  αποδειχθεί δυσλειτουργικά λόγω, κυρίως, της απόδοσης υπέρμετρης χρήσης του βέτο στους τουρκοκύπριους. Το πρόβλημα ήταν πως η μεταρρύθμιση αφορούσε κυρίως μη αναθεωρητέα άρθρα του Συντάγματος, εκείνα ακριβώς που παραχωρούσαν υπέρμετρα προνόμια στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Τα λάθη του παρελθόντος βάρυναν πάνω στους ελληνοκύπριους  και γι’ αυτό με τα  σημεία προσπαθούσαν να κάνουν σαφές είναι πως η μειονότητα δεν μπορούσε με τις αλλεπάλληλες αρνησικυρίες να φαλκιδεύει τη λειτουργία του κράτους. Η Άγκυρα πρώτα, και στη συνέχεια και οι τουρκοκύπριοι, θα απορρίψουν τα  σημεία και από εκεί και πέρα θα αρχίσει η ένοπλη αντιπαράθεση μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Η αφορμή θα δοθεί από ένα περιστατικό το βράδυ της 20ης προς την 21η Δεκεμβρίου 1963 όταν μια ελληνοκυπριακή περίπολος συνεπλάκη με μία παρέα τουρκοκυπρίων. Το αρχικά ασήμαντο αυτό επεισόδιο γενικεύτηκε με αποτέλεσμα  ένοπλές ομάδες και από τις δύο κοινότητες να αρχίσουν τις εχθροπραξίες. Αμέσως και οι Τουρκικές Δυνάμεις Κύπρου (ΤΟΥΡΔΥΚ) βγήκαν από τους στρατώνες τους παίρνοντας τέτοια διάταξη ώστε διακόπηκε η συγκοινωνία της Λευκωσίας με την Κερύνεια. Οι μάχες θα συνεχιστούν για έξι μέρες και τελικά στις 26 Δεκεμβρίου η Αθήνα μετά από πυρετώδεις διαβουλεύσεις  προτείνει στην Τουρκία και στη Βρετανία οι δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ να τεθούν υπό την  διοίκηση του Βρετανού στρατηγού Γιανγκ. Έτσι βρετανικά τεθωρακισμένα παίρνουν θέσεις στη Λευκωσία ανάμεσα στους αντιμαχόμενους διαχωρίζοντας στα δύο την πρωτεύουσα μέσω της πράσινης γραμμής[5]. Ο Μακάριος υποχρεώθηκε να δεχτεί την εξέλιξη αυτή βλέποντας πως οι ε/κ δεν μπορούσαν να επιβληθούν στρατιωτικά στους τ/κ και αφετέρου γιατί καταλάβαινε ότι η Αθήνα δεν ήταν διατεθειμένη να ενισχύσει στρατιωτικά την Κύπρο φοβούμενη μετατροπή των ενδοκυπριακών συγκρούσεων σε ανοικτό ελληνο-τουρκικό πόλεμο. 

Μετά τα γεγονότα αυτά οι τ/κ αποχώρησαν από το Υπουργικό Συμβούλιο, τη Βουλή και τις δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμούς αρχίζοντας τη συγκρότηση μιας  αμιγώς τ/κ διοίκησης εντός των θυλάκων. Ταυτόχρονα οι τ/κ των μικτών χωριών και άλλων απομονωμένων περιοχών άρχισαν να μετακινούνται και να εγκαθίστανται είτε σε αμιγώς τ/κ χωριά είτε στους τ/κ τομείς των πόλεων. Με τον τρόπο αυτό οι τουρκοκύπριοι βρέθηκαν να έχουν υπό τον απόλυτο έλεγχό τους το 5% του εδάφους. Στις περιοχές αυτές δημιουργήθηκαν οι λεγόμενοι τουρκοκυπριακοί θύλακοι, όπου κατοικούσε περίπου το 50% του συνόλου των τουρκοκυπρίων, και απαγορευόταν η είσοδος των ελληνοκυπρίων ενώ χρειαζόταν ειδική άδεια για την έξοδο των τουθκοκύπριων. Ήταν το πρώτο στάδιο υλοποίησης του σχεδίου της διχοτόμησης.

Στη διάρκεια του 1964 θα πραγματοποιηθούν διάφορες διπλωματικές συναντήσεις με σκοπό την επίλυση του προβλήματος. Οι χώρες του ΝΑΤΟ με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ με τη Βρετανία θα κάνουν ότι μπορούν για να λυθεί το ζήτημα μέσω της ένταξης του νησιού στην Ατλαντική Συμμαχία. Αντίθετα η ΕΣΣΔ θα πιέζει για επίτευξη μιας λύσης που να διασφαλίζει την κυπριακή ανεξαρτησία. Το σημαντικό για την ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν πως ο ΟΗΕ συνέχισε να αναγνωρίζει τον Μακάριο ως τον νόμιμο αρχηγό του κυπριακού κράτους.

Οι διπλωματικές διαβουλεύσεις δε λειτούργησαν αποτρεπτικά για τις ένοπλές αντιπαραθέσεις. Έτσι στις αρχές Μαρτίου του ‘64 θα γίνουν αιματηρές συγκρούσεις στην περιοχή της Πάφου και οι Τούρκοι το καλοκαίρι του ’64 θα αρχίσουν να ετοιμάζονται για στρατιωτική απόβαση στην Κύπρο. Μπροστά σε αυτό τον ενδεχόμενο, που θα οδηγούσε στην κήρυξη ελληνοτουρκικού πολέμου και κατά προέκταση στη διάλυση της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ, θα επέμβει ο ίδιος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Λύντον Τζόνσον λειτουργώντας αποτρεπτικά για τις τουρκικές επιδιώξεις. Στη συνέχεια οι ΗΠΑ θα προτείνουν μέσου του προσωπικού απεσταλμένου του προέδρου των ΗΠΑ Ντην Άτσεσον τη λύση τη διπλής ένωσης. Το μεγαλύτερο τμήμα της Κύπρου θα ενωνόταν με την Ελλάδα και το υπόλοιπο, γύρω στο 25 με 30% θα ενωνόταν με την Τουρκία. Με αυτό τον τρόπο θα επιτυγχανόταν η πολυπόθητη νατοποίηση της Κύπρου. Η Τουρκία συμφώνησε με το σχέδιο, που άλλωστε προωθούσε το στόχο της διχοτόμησης, αλλά η Ελλάδα διαφώνησε κυρίως λόγο της πρόνοιας για παραχώρηση έκτασης, και μάλιστα τόσο μεγάλης, στην Τουρκία. Οι ε/κ έτσι κι αλλιώς ήταν αντίθετοι γιατί, πέρα από την παραχώρηση κυπριακού εδάφους στην Τουρκία, θεωρούσαν πως η παρουσία τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων καθιστούσε το νησί πολύ εύκολο στόχο σε επικείμενη τουρκική επίθεση.

Στις αρχές Αυγούστου του 1964 στην περιοχή της Τυλληρίας θα γίνουν νέες συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών με αποτέλεσμα η τουρκική αεροπορία να βομβαρδίσει τον ευρύτερο χώρο στον οποίο βρίσκονταν εκτός από στρατιώτες νοσοκομεία και άμαχοι. Μπροστά στην πιθανότητα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου  θα υπάρξει και δεύτερο σχέδιο Άτσεσον όπου θα προτείνεται όχι η παραχώρηση αλλά η ενοικίαση ενός τμήματος του νησιού με σκοπό την εγκαθίδρυση μιας τουρκικής βάσης. Η Τουρκία το απέρριψε αμέσως γιατί δεν προέβλεπε τη διχοτόμηση, η Αθήνα τάχθηκε σαφώς υπέρ αλλά προσέκρουσε στη διαφωνία του Μακάριου, ο οποίος θεωρούσε πολύ επικίνδυνη την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στο νησί.  Έτσι το σχέδιο Άτσεσον δεν θα προχωρήσει αλλά οι έντονες πιέσεις που θα ασκηθούν και από τους δυτικούς και τους από ανατολικούς προς την Τουρκία θα οδηγήσουν σε διακοπή των εχθροπραξιών.

Για τα επόμενα τρία χρόνια θα επικρατήσει ηρεμία στο νησί η οποία θα ταραχθεί από τα γεγονότα της Κοφινού τον Νοέμβριο του 1967. Ήδη από τον Απρίλιο του ίδιου έτους την εξουσία στην Αθήνα την κατείχε ομάδα πραξικοπηματιών αξιωματικών που είχε καταργήσει τις πολιτικές ελευθερίες μη διαθέτοντας τη λαϊκή συναίνεση. Θεωρήθηκε πως μια πιθανή επίλυση του Κυπριακού θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά για τη δική της νομιμοποίηση. Γι’ αυτό από το καλοκαίρι του 1967 η Αθήνα ξεκίνησε μια προσπάθεια να διαχειριστεί εκείνη το Κυπριακό επιβάλλοντας τη θέλησή της στον Μακάριο. Ο τελευταίος κατάλαβε πως βασικός μοχλός πίεσης σε αυτό θα ήταν η ελληνική μεραρχία που είχε μυστικά στείλει ο Γεώργιος Παπανδρέου στο νησί μετά τα γεγονότα του 1964. Για το λόγο αυτό η μεραρχία θα έπρεπε να αποσυρθεί. Η ευκαιρία που ζητούσε η ελληνοκυπριακή πλευρά δόθηκε όταν ύστερα από πυροβολισμούς που δέχτηκε ελληνοκυπριακή περίπολος στην Κοφινού δημιουργήθηκε μια γενικευμένη σύγκρουση και τεθωρακισμένα οχήματα και δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς κινήθηκαν εναντίον του Αγίου Θεόδωρου και της Κοφινού  χρησιμοποιώντας βαρύ οπλισμό. Μετά από λίγες ώρες οι ε/κ δυνάμεις εξουδετέρωσαν την τ/κ αντίσταση και κατέλαβαν και τα δύο χωριά με αποτέλεσμα 26 άτομα, 25 τ/κ και ένας ε/κ, να χάσουν τη ζωής τους .

Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν την άμεση παρέμβαση της Τουρκίας και το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών  Ιχσαν Τσιακλαγιαγκίλ  επέδωσε στο Ειδικό Αντιπρόσωπο του ΓΓ του ΟΗΕ, στον Αρχηγό της Ειρηνευτικής Δύναμης στην Κύπρο και στην Ελληνική Κυβέρνηση μήνυμα με το οποίο ζητούσε   η Ειρηνευτική Δύναμη να παρέμβει για να σταματήσει τις εχθροπραξίες και στη συνέχεια να εκκαθαρίσει τις τ/κ περιοχές του Αγ. Θεοδώρου και της Κοφίνου από τις Κυπριακές και ελληνικές δυνάμεις. Στην περίπτωση που δεν γίνει κάτι τέτοιο, τότε θα είναι αναπόφευκτη μια κρίση που θα επεκτείνεται πέρα από τα όρια του νησιού. Για μην υπάρχει καμία απορία σχετικά με τις προθέσεις των Τούρκων στις 17 Νοεμβρίου η Τουρκική Εθνοσυνέλευση σε έκτακτη συνεδρίασή της εξουσιοδότησε την Κυβέρνηση να μπορεί να στείλει τις Ένοπλες Δυνάμεις της και εκτός των Τουρκικών συνόρων.

Στην Αθήνα το δικτατορικό καθεστώς κατάλαβε πως η κατάσταση είχε φτάσει ένα βήμα πριν από την κήρυξη πολέμου. Η εκτίμηση πως σε μια τέτοια περίπτωση η Ελλάδα θα βρισκόταν σε δυσχερή θέση οδήγησε στην ελληνική συμφωνία στο να αποχωρήσει η ελληνική μεραρχία από την Κύπρο. Από τα γεγονός αυτό σαφώς ενισχυμένοι έβγαιναν οι Τούρκοι και οι τουρκοκύπριοι αφού απομακρυνόταν ένας ανασχετικός για τους σχεδιασμούς τους παράγοντας. Αντίθετα η Αθήνα έβλεπε να ακυρώνεται οριστικά το ενδεχόμενο της Ένωσης, ενώ η Λευκωσία ανακουφιζόταν μεν από την αποχώρηση ενός φιλοχουντικού μοχλού πίεσης, αλλά η άμυνα του νησιού αδυνάτιζε καθοριστικά απέναντι σε μια ενδεχόμενη τουρκική εισβολή.

Η αποχώρηση της Μεραρχίας είχε ως αποτέλεσμα την ανακήρυξη στις 29/12/1967 από την πλευρά των τ/κ της λεγόμενης «Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης». Η εξέλιξη αυτή αποτελεί σαφώς τομή για την πολιτική των τουρκοκυπρίων και της Άγκυρας. Μέχρι τότε θεωρούσαν πως η δημιουργία των θυλάκων αποτελούσε προέκταση της νομιμότητας που δημιουργούσαν οι συνθήκες του 1959. Με τη δημιουργία της Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης γίνεται ένα βήμα παρακάτω και στην ουσία θεσμοποιούνταν και προς τα έξω η συγκρότηση ενός ομόσπονδου κρατιδίου εντός ενός μη ομοσπονδιακού κράτους!

Η εξέλιξη αυτή, θα οδηγήσει τον Μακάριο να κάνει δηλώσεις στις 12 Ιανουαρίου 1968 περί υιοθέτησης της πολιτικής του εφικτού που είναι η ανεξαρτησία σε αντιδιαστολή με το ευκταίο που είναι η Ένωση. Τότε ο Μακάριος θα εκτιμήσει πως ο κίνδυνος τουρκικής στρατιωτικής εισβολής που μόλις είχε παρέλθει θα ωθούσε σε συσπείρωση τον κυπριακό λαό γύρω από την ηγεσία του. Γι’ αυτό θα αποφασίσει να προκηρύξει Προεδρικές εκλογές για τις 25 Φεβρουαρίου του 1968. Ο μοναδικός του αντίπαλος είναι ο γιατρός Τάκης Ευδόκας ο οποίος θα λάβει μόλις 3,7%, πράγμα που θα ερμηνευθεί ως απόλυτη έγκριση της πολιτικής του Μακάριου.

Μετά την αποχώρηση της Μεραρχίας ξανάρχισαν οι προσπάθειες επίλυσης του κυπριακού μέσω της διπλωματικής οδού με τη διεξαγωγή των λεγόμενων  ενδοκοινοτικών συνομιλιών. Πριν, όμως, περάσουμε  σε αυτό το θέμα είναι σημαντικό να γίνει μια αναφορά στην εξέλιξη της κυπριακής οικονομίας από τη ανεξαρτησία μέχρι την εισβολή. Τα υπάρχοντα στοιχεία φανερώνουν  μια αξιόλογη δυναμική, η οποία εκμεταλλευόμενη τη γεωγραφική θέση του νησιού αλλά και τις επιδεξιότητες του συλλογικού εργάτη- παράγωγο της αγγλοκρατίας, δημιουργούσε τις συνθήκες της περαιτέρω ανάπτυξης και της αυτοτελούς επιβίωσης της κυπριακής κρατικής οντότητας διαθέτοντας τη συναίνεση των κυριαρχούμενων τάξεων που δημιουργούνταν  από την αύξηση των καταναλωτικών δυνατοτήτων. Πολύ περισσότερο που σταδιακά, σε ότι αφορά το πολιτικο- ιδεολογικό επίπεδο, αυτό που παρατηρείται είναι η "ελληνοποίηση" της Ελληνοκυπριακής κοινότητας, όσο και η "τουρκοποίηση" της αντίστοιχης Τουρκοκυπριακής. Η οικονομική ανάπτυξη και η βιωσιμότητα της ανεξάρτητης Κύπρου θα απαγκιστρώσει τους Ελληνοκύπριους από την πρόσδεσή τους στην Αθήνα δημιουργώντας σημαντικές πολιτικο- ιδεολογικές μεταβολές. Αντίστροφα, ο περιορισμός των Τουρκοκύπριων στους θύλακες θα τους οδηγήσει στη "φυγή προς τα πίσω" στην κοινωνική και οικονομική απομόνωση που θα συντελέσει στη δική τους αγκίστρωση στο τουρκικό κράτος.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα ξεκινήσουν από τον Ιούνιο του 1968 οι ενδοκοινοτικές συνομιλίες. Αρχικά οι τουρκοκύπριοι φάνηκαν διατεθειμένοι να κάνουν σημαντικές υποχωρήσεις σε ένα ουσιαστικό θέμα, αυτό των χωριστών πλειοψηφιών. Ωστόσο  αναδύθηκε το θέμα της τοπικής διοίκησης που αποτελούσε την προσπάθεια των τουρκοκυπρίων για την υλοποίηση της στρατηγικής της διχοτόμησης. Έτσι, επέμειναν στη δημιουργία αυτόνομης τοπικής διοίκησης μέσω της διαμόρφωσης χωριστών γεωγραφικά διοικητικών περιοχών. Λίγο αργότερα, δε, πρότειναν  τη δημιουργία ομογενών εθνικά ομάδων χωριών που καθεμιά τους θα αποτελέσει μια χωριστή τοπική διοίκηση. Οι αντιπρόσωποι των τοπικών αυτών διοικήσεων θα αποτελούσαν την Κεντρική Αρχή Τοπικής Διοίκησης, τα εκτελεστικά όργανα της οποίας θα ήταν αυτόνομα και οι εξουσίες τους θα εκπορεύονταν κατευθείαν από το Σύνταγμα.  

Έχει γίνει πια εμφανές πως το βασικό επίδικο ήταν η τοπική διοίκηση. Η ε/κ πλευρά επέμεινε σε μια μορφή τοπικής διοίκησης που θα υπαγόταν στους νόμους της Βουλής και δεν θα αντιστοιχούσε σε κοινοτικούς γεωγραφικούς διαχωρισμούς ενώ η τ/κ πλευρά ζητούσε αυτονομία, κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα. Ουσιαστικά η τ/κ πλευρά αποσκοπούσε στη δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατιδίων όπου το καθένα θα είχε τη δική του νομοθετική, εκτελεστική, οικονομική, αστυνομική και δικαστική εξουσία ανεξάρτητη από την κεντρική διοίκηση.

 Από την πλευρά του το καθεστώς των Συνταγματαρχών εμφανιζόταν να λειτουργεί υπό την πίεση της ανάγκης για πάση θυσία εξεύρεσης λύσης έτσι ώστε να εμφανίσει μία επιτυχία στους δυτικούς συμμάχους, οι οποίοι θεωρούσαν το Κυπριακό ένα πρόσθετο πρόβλημα για τη συνοχή της ατλαντικής συμμαχίας. Οι Τούρκοι έχοντας αντιληφθεί την αδυναμία της Αθήνας θα αυξήσουν τα αιτήματά τους εγείροντας νέα θέματα τα οποία αν γίνονταν δεκτά θα παγίωναν τον διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων όχι μονάχα στο θέμα της Τοπικής Διοίκησης, αλλά και στην Εκτελεστική, Νομοθετική και Δικαστική εξουσία, την Αστυνομία κλπ. Η ε/κ πλευρά ενώ αρχικά ήταν απορριπτική απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια ανακίνησης θέματος  τοπικής αυτοδιοίκησης, ύστερα από τις επίμονες πιέσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης δέχθηκε, αρχικά, να παραχωρήσει στους τ/κ τοπική διοίκηση πρώτου βαθμού και στη συνέχεια δεύτερου βαθμού μέσω της θέσπισης των περιφερειακών συμβουλίων. Οι τ/κ όμως ζητούσαν κάτι ποιοτικά διαφορετικό: τον γεωγραφικό διαχωρισμό βάση εθνολογικών κριτηρίων έτσι ώστε μεσοπρόθεσμα να γίνει εφικτή η  δημιουργία μιας ομοσπονδιακής δημοκρατίας.

Το αδιέξοδο που εμφανίστηκε στις συνομιλίες δεν οδήγησε σε ναυάγιο αλλά σε πρόσκαιρες διακοπές τους. Τον Απρίλιο του 1973 ο Ντενκτάς έθεσε ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το ζήτημα της κοινοτικής αυτονομίας ζητώντας τρεις βαθμούς πλήρους αυτοδιοίκησης (χωριό, ομάδα χωριών, κοινότητα) και απέκλεισε κατηγορηματικά οποιοδήποτε έλεγχο της κεντρικής Κυβέρνησης πάνω στα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης ενώ ζήτησε να ενταχθούν στην αρμοδιότητα των οργάνων αυτών και νέα ζητήματα. Τέλος, επέμεινε στη διατήρηση ουσιαστικών εξουσιών από μέρους του Αντιπροέδρου, στη σύσταση τριών αστυνομικών σωμάτων (ενός κεντρικού και δύο των επιμέρους τοπικών διοικήσεων), στη δημιουργία δικοινοτικού στρατού που να αποτελείται από ένα ξεχωριστό τάγμα τ/κ και δύο τάγματα ε/κ, στην ίδρυση δύο χωριστών μονάδων τηλεόρασης και ραδιοφώνου κλπ.

Η σκλήρυνση αυτή της στάσης του Ντενκτάς οφείλεται, στη σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας. Στην ουσία είχε γίνει αντιληπτό στην Άγκυρα πως είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για την διχοτόμηση είτε με τη μορφή της ομοσπονδοποίησης είτε με τη μορφή της στρατιωτικής επέμβασης.

 

Ο ενδοκοινοτικός διάλογος πραγματοποιούνταν παράλληλα με σημαντικές ενδοκυπριακές και ενδοελληνικές εξελίξεις. Η απόπειρα δολοφονίας του Μακάριου το 1970, στην οποία φερόταν να είναι αναμεμιγμένη και η χούντα, αλλά και η υιοθέτηση, από την πλευρά της Αθήνας, μιας πιο συμβιβαστικής πολιτικής για το Κυπριακό είχαν βαρύνει το κλίμα μεταξύ των δύο κέντρων. Αυτό θα φανεί και από την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας σχετικά με το ποιος έχει την πρωτοκαθεδρία στο Κυπριακό. Για τον Μακάριο, παρά τις πιέσεις της Αθήνας, τα πράγματα ήταν σαφή: Την ευθύνη για την τύχη των ε/κ την έχει η Λευκωσία και όχι η Αθήνα, πόσο μάλλον που η Αθήνα έχει δηλώσει αδυναμία να υπερασπιστεί στρατιωτικά την Κύπρο λόγω των υποχρεώσεών της που απορρέουν από τη συμμετοχή της στην Ατλαντική Συμμαχία. Κατά συνέπεια η Ελλάδα έχει μόνο συμβουλευτικό ρόλο  στην όλη υπόθεση.

Μια νέα παράμετρος είχε να κάνει με την εξαφάνιση του Γρίβα από την Ελλάδα τον Αύγουστο του 1971 και τη διασπορά φημών πως βρίσκεται στην Κύπρο με σκοπό την εκκίνηση ένοπλου αντιμακαριακού αγώνα επιδιώκοντας την πραγματοποίηση της Ένωσης. Πράγματι ο Γρίβας σε μικρό χρονικό διάστημα κατόρθωσε να συστήσει νέα ένοπλη οργάνωση την ΕΟΚΑ Β’ η οποία άρχισε να συγκεντρώνει οπλισμό. Ο Μακάριος τότε προχώρησε στη δημιουργία παρακρατικού στρατιωτικού σώματος, του ‘‘Εφεδρικού Σώματος’’  που λειτουργούσε υπό τον δικό του έλεγχο με σκοπό την στρατιωτική αυτονόμηση του Μακαριακού κέντρου σε σχέση με τους δύο ένοπλους  κρατικούς θεσμούς: την εθνοφρουρά που θεωρούνταν υπό τον έλεγχο της Αθήνας και την Αστυνομία που θεωρούνταν διαβρωμένη  από την ΕΟΚΑ Β’ και το Εθνικό Μέτωπο του Ευδόκα. Από εκεί και πέρα θα αρχίσουν η ένοπλες επιχειρήσεις της ΕΟΚΑ Β’ ενάντια στην Μακαριακή πλευρά

Οι Συνταγματάρχες από την πλευρά τους  μέσα από ανακοινώσεις τους θα καταδικάσουν τις πρακτικές της ΕΟΚΑ Β’, η οποία λειτουργούσε αυτόνομα από την ελληνική χούντα, ενώ θα επιχειρήσουν να κάνουν σαφές στον Μακάριο πως τις αποφάσεις για το Κυπριακό τις παίρνει η Αθήνα, ή ακριβέστερα η Ελλάδα είναι εκείνη που έχει τον τελευταίο λόγο, προειδοποιώντας τον Μακάριο πως για την ώρα δεν τίθεται στρατιωτικής επέμβασης της Αθήνας στην Κύπρο, αλλά μπορεί κάποια στιγμή τα πράγματα να αλλάξουν.

Η αλλαγή της ηγεσίας στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1973 και η άνοδος του Ιωαννίδη στην εξουσία θα τροποποιήσουν σημαντικά τα δεδομένα. Ο Ιωαννίδης σύσφιξε τις σχέσεις του με την ΕΟΚΑ Β’ ενώ συνεχίστηκε η επιρροή της Ελλάδας στην Εθνοφρουρά. Ο στόχος ήταν η πραγματοποίηση ενός πραξικοπήματος που θα έφερνε στην Κυπριακή Προεδρία ένα πιστό στην Αθήνα άτομο. Μέσω αυτού ο Ιωαννίδης πίστευε πως θα μπορούσε να έρθει σε μια συμφωνία με τους Τούρκους, η οποία θα έμοιαζε μ’ ένα ενισχυμένο σχέδιο Άτσεσον (ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με διευρυμένες στρατιωτικές παραχωρήσεις προς την Τουρκία).

Ο Μακάριος βλέποντας πως ο δούρειος ίππος του Ιωαννίδη ήταν η Εθνική Φρουρά θα αποφασίσει την αφαίρεση από την Διοίκησή της του δικαιώματος επιλογής των μαθητών της ενώ παράλληλα ζήτησε την αποχώρηση των ελλαδι΄των αξιωματικών της Εθνοφρουράς. Ωστόσο η Διοίκηση της εθνοφρουράς θα  αγνοήσει τι αποφάσεις της Κυβέρνησης και θα συνεχίσει να ακολουθεί τις δικές της μεθόδους επιλογής επεκτείνοντας τις προϋποθέσεις για μια επιτυχή έκβαση του πραξικοπήματος. Οι συνθήκες έχουν ωριμάσει για την εκδήλωση του πραξικοπήματος το οποίο θα πραγματοποιηθεί στις 15 Ιουλίου 1974. Οι ιωαννιδικοί θα επικρατήσουν σχετικά γρήγορα και «Πρόεδρος» θα αναδειχθεί ο δημοσιογράφος Νίκος Σαμψών. Το πρόβλημα είναι ότι ο Μακάριος θα καταφέρει να διαφύγει και να καταφύγει στο εξωτερικό απ’ όπου καταγγέλλει το πραξικόπημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας ζητώντας την ενεργοποίηση της Συνθήκης Εγγύησης.

Το νέο καθεστώς δεν θα λάβει κανενός είδους νομιμοποίησης. Διεθνώς δεν αναγνωρίζεται παρά μόνο από τις ΗΠΑ ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των ελληνοκυπρίων δεν μπορούν να αποδεχθούν την βίαια ανάμιξη των ελλαδιτών στα κυπριακά πράγματα. Για την Τουρκία αντίθετα ήταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία στο να επιτύχει το στρατηγικό της στόχο της διχοτόμησης. Με πρόσχημα την προστασία των τουρκοκυπρίων, με τους οποίους δεν είχαν ασχοληθεί οι πραξικοπηματίες, θα πραγματοποιήσει εισβολή στο βόρειο τμήμα του νησιού στις 20 Ιουλίου. Ο Ιωαννίδης επιθυμούσε στρατιωτική απάντηση από πλευράς της Ελλάδας, ωστόσο οι αρχηγοί των τριών όπλων ήταν αρνητικοί, δεδομένου πως ο ελληνικός στρατός δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο, και έτσι δεν κηρύχτηκε πόλεμος. Η Ελλάδα εμφανιζόταν αδύναμη να υπερασπιστεί την Κύπρο από τις συνέπειες για τις οποίες η ίδια ήταν υπεύθυνη. Οι αξιωματικοί αναγκάστηκαν να έρθουν σε συμφωνία, με τη διαμεσολάβηση των ΗΠΑ, με την Τουρκία και να κηρυχτεί η λήξη των εχθροπραξιών τις πρώτες ώρες της 22ας Ιουλίου. Οι Τούρκοι κρατούσαν τις περιοχές που είχαν κατακτήσει ενώ οι ελληνοκύπριοι, προς ώρας, γλίτωναν από τα χειρότερα.

Οι εξελίξεις αυτές πέραν της πτώσης του Σαμψών και της προσωρινής ανάληψης της εξουσίας από τον πρόεδρο της Βουλής Γλαύκο Κληρίδη, είχαν καταλυτική επίδραση και στην Αθήνα. Μπροστά στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί, οι αξιωματικοί παρέδωσαν την εξουσία στους πολιτικούς και το βράδυ της 23ης προς την 24η Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναλάμβανε πρωθυπουργός της χώρας.

 

7) Μετά την πρώτη εισβολή και μέχρι το θάνατο του Μακάριου

Μετά το τέλος των εχθροπραξιών οργανώθηκε Τριμερής Διάσκεψη για την Κύπρο στο Μέγαρο των Εθνών στη Γενεύη. Οι διαδικασίες ξεκίνησαν στις 25 Ιουλίου και συμμετείχαν η Ελλάδα, η Βρετανία και η Τουρκία. Ο πρώτος γύρος των διαπραγματεύσεων έληξε με σημαντική διπλωματική νίκη της Τουρκίας. Στην ουσία αγνοήθηκε η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας που ζητούσε την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων και συμφωνήθηκε όχι μόνο η παραμονή των τούρκων στα εδάφη που είχαν κατακτήσει  αλλά και η αποχώρηση των ε/κ από τους τ/κ θύλακες που είχαν καταλάβει. Ταυτόχρονα έγινε δεκτή η δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας η οποία αποτελούσε τον προάγγελο της διχοτόμησης μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Τελευταίο, αλλά καθόλου έσχατο η κατάπαυση του πυρός και η παραμονή των Τούρκων ωφέλησε τους τελευταίους αφού στο διάστημα μέχρι τη δεύτερη φάση των διαπραγματεύσεων μπόρεσαν να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους και να κατοχυρώσουν στρατιωτικά τις θέσεις τους.

Η έναρξη του δεύτερου γύρου των συνομιλιών θα αναδείξει ακόμα περισσότερο τις διαφορές των προσεγγίσεων. Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή πλευρά υποστήριξαν πως αντικείμενο της Διάσκεψης δεν μπορούσε να είναι η αλλαγή διακυβέρνησης ή η επιβολή νέου Συντάγματος στο νησί. Το επίδικο ήταν η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας του κράτους. Βάση αυτής της οπτικής προτεινόταν η επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 και επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών για διαπραγματεύσεις επί των αμφισβητούμενων διατάξεων του Συντάγματος. Η Τουρκία  αντέδρασε στις προτάσεις αυτές υποστηρίζοντας πως ένας από τους σκοπούς της Διάσκεψης ήταν η αναδιάρθρωση  της δομής της Κυπριακής Δημοκρατίας και η επιβολή νέου Συντάγματος. Το νέο Σύνταγμα θα πρέπει να έχει τη μορφή οιονεί ομοσπονδίας (δημιουργία ξεχωριστών καντονιών) εντός της οποίας θα ενταχθούν οι δύο κοινότητες ως ισότιμα και ανεξάρτητα μέλη. Τα πράγματα είχαν φτάσει ξανά σε αδιέξοδο.

Η Διάσκεψη τερματίστηκε χωρίς αποτέλεσμα στις 3:30 το πρωί της 14ης Αυγούστου. Μια ώρα αργότερα η τουρκική αεροπορία επανέλαβε το βομβαρδισμό της Λευκωσίας, της Αμμοχώστου και άλλων θέσεων και ο τουρκικός στρατός χωρίς να συναντά ουσιαστική αντίσταση προέλασε προς όλες τις κατευθύνσεις. Στην Αθήνα μόλις έγινε γνωστή η δεύτερη τουρκική εισβολή η Κυβέρνηση αποφάσισε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Ωστόσο η απόφαση αυτή δεν συνοδεύτηκε από στρατιωτική απάντηση απέναντι στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας. Όπως ο ίδιος ο Καραμανλής παραδέχθηκε σε σχετικό διάγγελμά του, η ένοπλη αντιμετώπιση της Τουρκίας ήταν αδύνατη και λόγω της απόστασης και λόγω των γνωστών τετελεσμένων γεγονότων. Και δεν ήταν δυνατόν να επιχειρηθεί χωρίς  τον κίνδυνο εξασθένησης της Ελλάδας.

Η συγκεκριμένη δήλωση του Καραμανλή συμπυκνώνει τις θέσεις βάση των οποίων θα κινηθεί η ελληνική εξωτερική πολιτική στο Κυπριακό για τις επόμενες δεκαετίες. Η πρώτη θέση είναι πως η Κύπρος απέχει πολύ από την Ελλάδα για να μπορέσει να έχει στρατιωτική υποστήριξη. Κατά συνέπεια αυτό από μόνο του σηματοδοτεί την τροποποίηση ενός δεδομένου συσχετισμού δυνάμεων αφού από την όλη εξίσωση βγαίνει η παράμετρος της Ελλάδας. Ακριβέστερα, ολοκληρώνεται η αποχώρησή της που είχε ξεκινήσει με  την απόσυρση της Μεραρχίας το 1967. Η δεύτερη θέση είναι πως τα γεγονότα της εισβολής χαρακτηρίζονται ως τετελεσμένα, δηλαδή δεν μπορούν να ανατραπούν, δεν μπορεί να γίνει κάτι από στρατιωτικής πλευράς από την Αθήνα για να αλλάξουν. Ουσιαστικά με αυτό τον τρόπο η ελληνική παραδέχεται πως έχασε τον πόλεμο του 1974 και πως το βασικό για εκείνη είναι η αναδιοργάνωση του Ελληνικού Κράτους μετά την πτώση της Δικτατορίας.                

  Μετά και από αυτή την εξέλιξη οι Τούρκοι προελαύνουν ουσιαστικά ανεμπόδιστοι και στις 17 Αυγούστου που λήγουν οι εχθροπραξίες έχουν καταλάβει περίπου του 37,5% του κυπριακού εδάφους. Στις διπλωματικές συζητήσεις που θα ακολουθήσουν οι τούρκοι ευθύς αμέσως θα εμφανιστούν αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε μια μικρή παραχώρηση εδάφους με αντάλλαγμα τη δημιουργία ουσιαστικά δύο ανεξάρτητων κρατών που θα τα συνέδεε μια χαλαρή κεντρική κυβέρνηση. Το πόσο χαλαρή θα ήταν θα αποτελούσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Ουσιαστικά δηλαδή η Τουρκία έχοντας επιβάλει αυτό που ζητούσε από την περίοδο των τελευταίων φάσεων του διακοινοτικού διαλόγου, τώρα εμφανίζεται διατεθειμένη, ούσα σε πλεονεκτική θέση, να διαπραγματευτεί ορισμένα δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα για να κερδίσει και τη διεθνή νομιμοποίηση.

Η ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά κατανοώντας τη δυσχερή θέση που βρίσκονται, δεδομένης της στρατιωτικής νίκης της Τουρκίας, θα επιδιώξουν ένα συμβιβασμό προτείνοντας τη δημιουργία μιας πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τους τούρκους που το βασικό πλαίσιο θέσεων με το οποίο θα πορευτούν από εκεί και πέρα είχε ως εξής: 1) Η Κυπριακή Δημοκρατία κατέρρευσε το 1963 και από εκεί και πέρα αμφισβητείται η νομιμότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας 2)  Οι τ/κ σχημάτισαν τη δική τους διοίκηση και οι διακοινοτικές συνομιλίες του 1968- 1974 ήταν μια προσπάθεια για να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα 3) Η τουρκική επιχείρηση του 1974 ήταν νόμιμη και αποσκοπούσε στην προστασία της τ/κ μειονότητας από την Ένωση με την Ελλάδα 4) Στην Κύπρο υπάρχουν δύο διοικήσεις ακόμη κι αν στην παρούσα φάση το διεθνώς αναγνωρισμένο Κυπριακό κράτος συγκροτείται από μία μόνο από αυτές. 5)  Θα πρέπει να δημιουργηθεί τ/κ δημοκρατία εντός ενός ομοσπονδιακού πλαισίου 6) Η ύπαρξη δύο κρατών/ διοικήσεων θα αποτελέσει τη βάση για την νέα ομοσπονδία 7) Ένα νέο Σύνταγμα θα πρέπει να εκπονηθεί από τη στιγμή που αυτό του 1960 είναι νεκρό από το 1963 8) Ένα ενιαίο κράτος και μια πολυπεριφερειακή ομοσπονδία δεν είναι κάτι το εφικτό, εφικτή είναι μόνο μια δικοινοτική διπεριφερειακή ομοσπονδία 

Οι θέσεις αυτές της Τουρκίας θα συναντήσουν την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας. Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα ζητήσει την επιστροφή όλων των προσφύγων στις εστίες τους, την αποχώρηση των ξένων δυνάμεων ενώ θα υπογραμμίσει πως το συνταγματικό ζήτημα είναι θέμα διαβούλευσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων και μόνο. Ουσιαστικά η Τουρκία ήταν διπλωματικά απομονωμένη αλλά αυτό δεν μεταφραζόταν και σε κάποιους είδους στρατιωτική πίεση. Οι προτάσεις που θα κάνει η ελληνική πλευρά στις αρχές του 1975 για δημιουργία πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας θα συναντήσουν την άρνηση της Τουρκίας  η οποία θα προχωρήσει στην ανακήρυξη του «Ομόσπονδου Τουρκοκυπριακού Κράτους». Η κίνηση αυτή αποτελεί το προτελευταίο βήμα πριν από τον πλήρη διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων.

Οι νέοι κύκλοι διαπραγματεύσεων που θα ακολουθήσουν θα κάνουν φανερό πως οι τούρκοι δεν ενδιαφέρονται καν για τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας, αλλά για μια συνομοσπονδία με χαλαρή σύνδεση των δύο συστατικών μερών. Κι αυτό γιατί οι τ/κ θέσεις υποστήριζαν πως οι εξουσίες της Κεντρικής εξουσίας θα έπρεπε να είναι δοτές από τις δύο ομόσπονδες κυβερνήσεις  και να αναφέρονται περιοριστικά στο Σύνταγμα ενώ όλες οι άλλες εξουσίες θα έπρεπε να ανήκουν στις ομόσπονδες κυβερνήσεις. Το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί επιχειρήθηκε να αρθεί με τις συναντήσεις κορυφής Μακαρίου- Ντενκτάς, των δύο ηγετικών μορφών των δύο κοινοτήτων, στις αρχές του 1977. Το σημαντικό είναι πως υπήρξε συμφωνία των δύο πλευρών για την ύπαρξη ενός πλαισίου πάνω στο οποίο θα εκπονούνταν η μελλοντική συμφωνία. Συγκεκριμένα η συμφωνία που μονογραφήθηκε είχε ως εξής: 1) Η μορφή του Κράτους θα είναι μια ανεξάρτητη, αδέσμευτη, δικοινοτική ομοσπονδιακή δημοκρατία 2) Το έδαφος των κοινοτικών διοικήσεων θα συζητηθεί υπό το φως της οικονομικής βιωσιμότητας, της παραγωγικότητας και της ιδιοκτησίας. 3) Τα θέματα της ελεύθερης διακίνησης, ιδιοκτησίας κλπ θα συζητηθούν, αφού ληφθούν υπόψη η θεμελιώδης βάση του δικοινοτικού ομοσπονδιακού συστήματος και ορισμένες πρακτικές δυσκολίες που θα προκύψουν για την τ/κ κοινότητα 4) Οι εξουσίες και οι λειτουργίες της κεντρικής κυβέρνησης θα είναι τέτοιες που να εξασφαλίζουν την ενότητα της χώρας, λαμβάνοντας υπόψη το δικοινοτικό χαρακτήρα του κράτους.

Παρατηρούμε πως η ελληνοκυπριακή πλευρά στην προσπάθειά της να επανενώσει το νησί θα δεχτεί να κάνει μια πολύ σημαντική υποχώρηση αποδεχόμενη τη δικοινοτική – διζωνική ομοσπονδία. Ωστόσο παρά αυτήή την ελληνοκυπριακή υποχώρηση οι διαφωνίες παρέμειναν πολύ μεγάλες, αφού οι τουρκοκύπριοι δεν έπαυαν να υποστηρίζουν τη συγκρότηση μιας χαλαρού τύπου συνομοσπονδίας, με αδύναμο κεντρικό κράτος. Σύμφωνα με τις προτάσεις που διατύπωσαν μετά τη συμφωνία Μακάριου- Ντενκτάς οι εξουσίες και οι λειτουργίες της κεντρικής κυβέρνησης θα ήταν αυτές που θα τις μεταβίβαζαν οι δύο περιφερειακές διοικήσεις. Κάθε περιφερειακή διοίκηση θα είχε το δικό της Σύνταγμα και το δικαίωμα να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη λειτουργία του.

 

 8) Από τον θάνατο του Μακάριου μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου       

Ο θάνατος του Μακάριου στις  3 Αυγούστου του 1977 και η ανάληψη της προεδρίας από τον Σπύρο Κυπριανού δεν άλλαξε την όλη κατάσταση. Οι συνομιλίες είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο το οποίο θα διατηρηθεί μέχρι τον Μάιο του 1979. Τότε ο Κυπριανού με τον Ντενκτάς θα συμφωνήσουν σε ένα πλαίσιο δέκα αρχών που θα αποτελούσαν τις κατευθυντήριες γραμμές στις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθούσαν. Παρά την ύπαρξη αυτού του πλαισίου οι συνομιλίες αποδείχτηκαν ατελέσφορες και ούτε η νέα συμφωνία του Μαρτίου του 1980 για το πλαίσιο επανέναρξης των συνομιλιών έφερε κάποιο αποτέλεσμα. Το πρόβλημα ήταν πως στην ουσία οι τουρκοκύπριοι αναφέρονταν σ’ ένα τρόπο οργάνωσης που δεν έμοιαζε με ομοσπονδία, αλλά με συνομοσπονδία. Επιπρόσθετα σε αυτό οι θέσεις των τ/κ αναφέρονταν στην αρχή της αριθμητικής ισότητας σε όλα τα πολιτειακά όργανα, δηλαδή στην δικαστική εξουσία, στην εκτελεστική εξουσία, στην νομοθετική, στην επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας κλπ. Ταυτόχρονα επαναλαμβανόταν η θέση πως θα έπρεπε να υπάρχει εναλλαγή στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ενώ λίγο αργότερα θα υποστηριχθεί και η θέση πως η ελευθερία κινήσεων, η ελευθερία εγκατάστασης και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας θα πρέπει να εξαρτώνται από ορισμένους περιορισμούς που θα αποφασισθούν.

Το τελευταίο είχε να κάνει με τους φόβους που είχαν η τουρκοκύπριοι απέναντι στην δυναμική που είχε εμφανίσει η κυπριακή οικονομία αμέσως μετά την εισβολή. Το γεγονός πως πολύ γρήγορα παρουσιάστηκαν πολύ υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δημιούργησε στους τουρκοκύπριους την ανησυχία πως μια τόση ισχυρή οικονομία, όποιο κι αν ήταν το καθεστώς που θα επικρατούσε, θα συντελούσε στο να ηγεμονεύσουν σε όλο το νησί οι ελληνοκύπριοι.

Σε κάθε περίπτωση για μια  ακόμη φορά οι συνομιλίες θα οδηγηθούν σε αδιέξοδο και θα χρειαστεί να έρθει το καλοκαίρι του 1983 για κάνει ο τότε γραμματέας του ΟΗΕ ντε Κουέγιαρ μια νέα προσπάθεια για να λυθεί το Κυπριακό. Συγκεκριμένα θα παραδώσει στα δύο μέρη ένα έγγραφο όπου έθετε το άνω και τα κάτω άκρα μιας πιθανής συμφωνίας. Οποιαδήποτε λύση θα έπρεπε να εντάσσεται στο εσωτερικό αυτών των άκρων. Ο κύπριος Πρόεδρος Σ. Κυπριανού μετά από συνεννόηση με την Αθήνα, δεν θα απορρίψει τις προτάσεις Κουεγιάρ αλλά θα υποστηρίξει πως βάση για οποιαδήποτε συζήτηση θα πρέπει να είναι η αποχώρηση του στρατού κατοχής. Η ελλαδική πλευρά, που εκφράζεται πλέον από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, θα θεωρήσει ότι η ανάδειξη του ζητήματος της τουρκικής κατοχής θα απομόνωνε την Τουρκία και θα υποβάθμιζε τις λοιπές της διεκδικήσεις για την υφαλοκρηπίδα και τον εναέριο χώρο του Αιγαίου .

Στο σημείο αυτό η τουρκοκυπριακή πλευρά, αφού πρώτα αποφύγει σκοπίμως να τοποθετηθεί για τους δείκτες Κουέγιαρ πιστεύοντας πως έτσι θα χρεωθεί η αποτυχία της προσπάθειας του ΓΓ στους ε/κ, θα υπερεκτιμήσει την δύναμή της στο συνολικό συσχετισμό δύναμης και θα προχωρήσει, τον Νοέμβριο του 1983 στην ανακήρυξη του ψευδοκράτους με το όνομα "Τουρκοκυπριακή Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου". Ωστόσο, οι εξελίξεις θα είναι πολύ αρνητικές για τους Τουρκοκύπριους. Καμία χώρα, εκτός της Τουρκίας δεν θα αναγνωρίσει το ψευδοκράτος και επιπλέον διάφορες δυτικές χώρες καθώς και η ΕΣΣΔ που μέχρι πρότινος ενθάρρυναν την πρωτοβουλία Ντε Κουεγιάρ θα καταδικάσουν την ενέργεια των Τουρκοκύπριων.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80 ο Ντε Κουέγιαρ θα υποβάλει άλλα δύο σχέδια επίλυσης του Κυπριακού (1986 και 1989). Το πρόβλημα και με τα δύο αυτά σχέδια ήταν πως ευνοούσαν τις επιδιώξεις της Τουρκίας αφού προέβλεπαν ομοσπονδιακή δημοκρατία με σαφή προνομιμοποίηση των ομόσπονδων κυβερνήσεων, ευρύτατα δικαιώματα βέτο για τους τουρκοκύπριους, αναγνώριζαν την ύπαρξη δύο πολιτικά ισότιμων κοινοτήτων, η αποστρατιωτικοποίηση του νησιού προβλεπόταν μόνο ως μελλοντικός στόχος, ενώ αναφερόταν η δυνατότητα κάθε συνιστώντος κράτους να συνάπτει διεθνείς σχέσεις- πράγμα που υπονόμευε την ενότητα και την κυριαρχία του κράτους. Από εκεί και πέρα σημαντικά ερωτηματικά εγείρονταν σχετικά με τα ζητήματα της εγκατάστασης, της μετακίνησης και της ιδιοκτησίας, την έκταση που θα επέστρεφαν οι τ/κ και το ζήτημα των εποίκων. Τέλος, οι τρεις βασικές ατομικές ελευθερίες (μετακίνησης, εγκατάστασης και ιδιοκτησίας) που ανήκουν στον σκληρό πυρήνα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, γίνονται αποδεκτές υπό αίρεση και με πολλές εξαιρέσεις, γεγονός που δημιουργούσε σοβαρούς φόβους για ματαίωση της εφαρμογή τους στην πράξη.  

Το ενδιαφέρον είναι πως ενώ για αυτούς τους λόγους το σχέδιο του 1986 απορρίφθηκε από τον Πρόεδρο Κυπριανού, αυτό του 1989 έγινε δεκτό από τον νέο πρόεδρο Βασιλείου και απορρίφθηκε από τους τουρκοκύπριους. Η εξήγηση οφείλεται στο ότι οι τουρκοκύπριοι έχοντας αντιληφθεί το πλεονέκτημα που τους προσέδιδε η στρατιωτική κατοχή εμφανίζονταν αδιάλλακτοι ώστε το επόμενο σχέδιο να είναι ακόμα πιο ευνοϊκό γι’ αυτούς. Αντίθετα για τους ελληνοκύπριους η εκλογή Βασιλείου σηματοδοτούσε μια σημαντική αλλαγή πολιτικής. Επικύρωνε την τάση που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται από τις αρχές της  δεκαετίας του ’80 που θεωρούσε ως βασικό μοχλό επίλυσης του κυπριακού τη συνεχώς αναπτυσσόμενη κυπριακή οικονομία. Το ζήτημα δεν ήταν πια τι είδους λύση αλλά η πάση θυσία υιοθέτηση μιας λύσης  και στο ενιαίο κράτος η ελληνοκυπριακή πλευρά θα μπορέσει να επιβληθεί μέσω της οικονομικής της ευρωστίας. Σε αυτό εκτιμήθηκε πως μπορούσε να προσφέρει η ένταξη της Κύπρου στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και γι’ αυτό το 1989 θα υποβληθεί σχετική αίτηση.

 

9) Από την πτώση του τείχους του Βερολίνου μέχρι το σχέδιο Ανάν

Η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η διάλυση του ανατολικού συνασπισμού  θα κάνουν πιο δυσχερείς τους διεθνείς συσχετισμούς. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία μπορούν με πιο εύκολο τρόπο να προωθούν σχέδια τα οποία να ικανοποιούν περισσότερο τους Τούρκους, δεδομένης και της γεωστρατιωτικής αναβάθμισης των τελευταίων. Έτσι οι προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού στη βάση της Συνομοσπονδίας θα ενταθούν από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ενίοτε θα γίνει προσπάθεια να συνδεθούν με την ενταξιακή πορεία της Κύπρου. Η λεγόμενη «δέσμη ιδεών Γκάλι», που εκπονήθηκε από τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, κινούνταν εντός αυτού του πλαισίου. Το βόρειο τμήμα δεν θα αποτελούσε απλώς ένα ομόσπονδο κρατίδιο αλλά ένα πραγματικό κράτος. Θα είχε δικό του έδαφος, που θα απεικονιζόταν στο χάρτη και θα προστατευόταν από το ομοσπονδιακό σύνταγμα. Θα είχε δικό του σύνταγμα, δικό του εκλογικό καθεστώς, ομόσπονδα πολιτειακά όργανα για την εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία. Θα είχε δική του σημαία και θα μπορούσε να καθιερώσει δικές του ημέρες αργίας. Η τήρηση της εσωτερικής ασφάλειας και η απονομή της δικαιοσύνης θα αποτελούσαν δική του ευθύνη, δεδομένου πως θα είχε χωριστή αστυνομία και χωριστή δικαστική εξουσία.

Σε ό,τι αφορά τη μορφή του ομοσπονδιακού κράτους και εδώ φαινόταν πως πρόκειτο για ένα κράτος με πλημμελείς αρμοδιότητες. Πέραν του γεγονότος πως ήταν οι εξουσίες του κεντρικού κράτους που σαφώς προσδιορίζονταν κι όχι αυτές των ομόσπονδων κρατών, χαρακτηριστικό παράδειγμα συνομοσπονδιακής θεσμικής οργάνωσης , υπάρχουν και μια σειρά από άλλα ζητήματα που πρέπει να αναφερθούν: Οι τ/κ διέθεταν έξι βέτο για τους νόμους και τα σημαντικά ζητήματα, τέσσερα βέτο ως προς τους νόμους και τα άλλα θέματα,  ένα βέτο στις αποφάσεις του υπουργικού συμβουλίου για τα ιδιαίτερα σημαντικά θέματα, καθώς και βέτο στο ανώτατο ομοσπονδιακό δικαστήριο.

Η κυπριακή προεδρία, ακολουθώντας τη γραμμή που προαναφέραμε (ανεύρεση πάση θυσία μιας λύσης), εμφανίστηκε αποφασισμένη να διαπραγματευτεί  τους όρους του σχεδίου αλλά θα είναι η τουρκοκυπριακή πλευρά που θα θέσει μια σειρά από θέματα (εδαφικό, πρόσφυγες ομοσπονδιακή κυβέρνηση) που θα οδηγήσουν τα πράγματα σε νέο αδιέξοδο.

Αντίθετα αυτό που προχώρησε την ίδια περίοδο, ήταν η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αρχικά βεβαίως υπήρχαν ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου και το ενδεχόμενο να ενταχθεί ουσιαστικά μόνο το ελεύθερο τμήμα. Ωστόσο δύο στοιχεία θα επιταχύνουν τις διαδικασίες. Το πρώτο είναι η κυπριακή επιχειρηματολογία πως με τέτοια εξέλιξη θα βοηθούσε τις προσπάθειες του ΟΗΕ και θα ήταν ισχυρή πίεση προς την Τουρκία και τον Ντενκτάς και το δεύτερο η συμφωνία της Ελλάδας να άρει το βέτο για την τελωνειακή ένωση ΕΕ- Τουρκίας με αντάλλαγμα τη διασφάλιση έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων για την Κυπριακή Δημοκρατία. Έτσι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις για την Κύπρο θα ξεκινήσουν το 1997 και στη σύνοδο της Κοπεγχάγης το Δεκέμβριο του 2002 θα επιβεβαιωθεί το γεγονός πως η Κύπρος θα ενταχθεί τον  Μάιο του 2004 ακόμα κι αν δεν έχει λυθεί το Κυπριακό.

Η προοπτική της αλλαγής των συσχετισμών μέσω της ένταξης της Κύπρου θορύβησε ΗΠΑ, Βρετανία και μια σειρά από άλλες χώρες (Ολλανδία, Δανία) που για δικούς τους λόγους δεν ήθελαν να δυσαρεστηθεί η Τουρκία από τις εξελίξεις αυτές, πράγμα που πίεζε για την άμεση επίλυση του Κυπριακού. Έτσι το Νοέμβριο του 2002 ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν υπέβαλε το ομώνυμο σχέδιο λύσης το Κυπριακού. Η θέση μας είναι πως το συγκεκριμένο σχέδιο ενώ στο βασικό του δεν αποτελούσε παρά μια παραλλαγή των σχεδίων που είχαν συντάξει οι προηγούμενοι Γενικοί Γραμματείς ήταν πολύ πιο λεπτομερές και κανονιστικό στη διευθέτηση πλήθους ζητημάτων. Κι εδώ η κεντρική κυβέρνηση θα έχει τις εξουσίες που θα τις ανατίθονταν ενώ τα ομοσπονδιακά κράτη θα ασκούν όλες τις υπόλοιπες εξουσίες. Ως αντάλλαγμα γι’ αυτή την υποχώρηση επιστρεφόταν περίπου 9% του εδάφους στους ελληνοκύπριους.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά υπό την αιγίδα του τότε Προέδρου Κληρίδη θα φανεί θετική και στο νέο σχέδιο, συνεχίζοντας να ακολουθεί την πολιτική της πάση θυσίας λύσης. Ωστόσο οι τουρκοκύπριοι εμφανίστηκαν αρχικά αρνητικοί. Στη συνέχεια και κάτω από τις πιέσεις της τουρκικής κυβέρνησης αλλά και λόγω του κύματος διαμαρτυριών των τουρκοκυπρίων που έβλεπαν να μένουν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πλευρά Ντενκτάς, που μετά την σημαντική άνοδο των δυνάμεων της αντιπολίτευσης στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2003 εμφανιζόταν αποδυναμωμένη, οδηγήθηκε ξανά στα τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Ωστόσο μέσα σε αυτό το διάστημα είχε σημειωθεί μια αξιοσημείωτη εξέλιξη στην Κύπρο. Η αλλαγή στην Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας με την εκλογή του Τάσου Παπαδόπουλου, τον Φεβρουάριο του 2003, στη θέση του Κληρίδη σηματοδοτούσε και την αποστασιοποίηση από την πολιτική της πάση θυσίας λύσης. Έτσι παρά την επάνοδο των τουρκοκύπριων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το κλίμα είχε αλλάξει και τελικά η ελληνοκυπριακή πλευρά, η Αθήνα κράτησε ουδέτερη στάση, απέρριψε το σχέδιο το οποίο παραπέμφθηκε σε δημοψήφισμα. Τον Απρίλιο του 2004 οι ελληνοκύπριοι με ποσοστό 75,6% απέρριψαν το σχέδιο Ανάν  ενώ οι τουρκοκύπριοι το υιοθέτησαν.

Η θέση μας είναι πως οι τουρκοκύπριοι το αποδέχτηκαν για δύο λόγους: αφενός γιατί τους έδινε το κλειδί για την είσοδο στην ΕΕ και αφετέρου γιατί προωθούσε το βασικό τους στόχο που ήταν η θεσμοποιημένη διχοτόμηση, δηλαδή η Συνομοσπονδία. Αντίθετα οι ελληνοκύπριοι το απέρριψαν γιατί οδηγούσε στον τριπλασιασμό του πάλαι ποτέ ενιαίου κυπριακού κράτους (τρία Συντάγματα, τρεις υπηκοότητες, τρεις κυβερνήσεις), δημιουργώντας πληθώρα θεσμικών κα διοικητικών προβλημάτων, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα, σημαντικά ζητήματα δημοκρατίας, αφού η μειονότητα εξοπλιζόταν με πληθώρα δικαιωμάτων αρνησικυρίας Παράλληλα δεν διασφαλιζόταν το δικαίωμα όλων των προσφύγων να επιστρέψουν στις εστίες τους ενώ προβλεπόταν σε μια σειρά από σημαντικούς θεσμούς (Συνταγματικό Δικαστήριο, Κεντρική Τράπεζα) την αποφασιστική ψήφο να την έχουν αλλοδαποί πολίτες. Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, οι παρεκκλίσεις από το ευρωπαϊκό κεκτημένο που προβλέπονταν για μια περίοδο 15 χρόνων (δικαίωμα στην ελεύθερη εγκατάσταση, μετακίνηση και απόκτηση περιουσίας) ουσιαστικά ακύρωναν την κυπριακή ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα των δημοψηφισμάτων δεν επηρέασε την πορεία ένταξης της Κύπρου και από τον Μάιο του 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

Τρίλοφος Θεσσαλονίκης

Αύγουστος 2009    

 

 

 

        Βιβλιογραφία

Alastos Doros, 1976, Cyprus in History. A Survey of 5000 years, London: Zeno.

   Attalides Michael, 1979, Cyprus. Nationalism and International politics, Edinburg: Q Press

Christodoulou Demetrios, 1992, Inside the Cyprus Miracle. The Labours of an Embattled Economy, vol. 2, Minneapolis: University of Minnesota

Crouzet Francois, 1973, Le Conflit en Chypre 1946- 1959, Tome Premier, Bruxelles : Etablissements Emile Bruylant.

Γιαλλουρίδης Χ.- Τσάκωνας Π. (επιμ.), 1993, Η νέα διεθνής τάξη, η Ελλάδα και Τουρκία και το Κυπριακό πρόβλημα. Αθήνα: Ι. Σιδέρης

Ζαβού Σούλα, 2002, Τα πολιτικά κόμματα της Κύπρου στον 20ο αιώνα, Αθήνα: Καστανιώτης.

Ζαννέτος Φίλιππος, 1911, Κύπρος, Αθήνα: Πανελλήνιο Κράτος.

Georghallides  G. S., 1979, A Political And Administrative History of Cyprus  1918- 1926, Nicosia: Cyprus Research Centre.

Hill George Sir, 1952, A History of Cyprus, vol. 4, The Ottoman Province, The British Colony 1571- 1948, Cambridge: Cambridge University Press.

Ηρακλείδης Αλέξης, 2006, Το Κυπριακό Πρόβλημα 1947- 2004. Από την Ένωση στη Διχοτόμηση;, Αθήνα: Σιδέρης.

Ήφαιστος Παναγιώτης και Χαράλαμπος Τσαρδανίδης, 1991, Οι σχέσεις της Κύπρου με τις ευρωπαϊκές κοινότητες 1972-1990, Αθήνα: Παπαζήσης.

Ιεροδιάκονος Λεόντιος, 1975, Το Κυπριακό πρόβλημα. (Πορεία προς τη χρεωκοπία), Αθήνα: Παπαζήσης.

Κατσιαούνης Ρολάνδος, 2000, Η Διασκεπτική 1946- 1948. Μια ανασκόπηση της περιόδου 1878- 1945, Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών.

Κιτρομηλίδης Πασχάλης, 1977, λήμμα «Κύπρος» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. ΙΔ, σελ. 387- 395.

Κουφουδάκης Βαγγέλης, 2008, Κύπρος: ένα σύγχρονο πρόβλημα σε ιστορική προοπτική, Αθήνα:Πατάκης.

Κρανιδιώτης Νίκος, 1981, Δύσκολα χρόνια, Αθήνα: Εστία.

Κρανιδιώτης Νίκος, 1985, Ανοχύρωτη Πολιτεία. Κύπρος 1960- 1974, Αθήνα: Εστία.

Kyriakides Stanley, 1968, Cyprus, Constitutionalism and Crisis Government, Philadelphia: University of Pennsylvania Press.

Kyrris Kostas, 1985, History of Cyprus, Nicosia, Nicocles Publishing House.

Κωνσταντινίδης Στέφανος, 1995, Το Κυπριακό Πρόβλημα. Δομές της Κυπριακής Κοινωνίας και Εθνικό Θέμα, Μόντρεαλ- Λευκωσία: Μέτοικος.

Markides Kyriacos, 1977, The Rise and Fall of the Cyprus Republic, New Haven and London: Yale University Press.

Μιχαήλ Μιχάλης, 2005, Η Εκκλησία της Κύπρου κατά την Οθωμανική Περίοδο (1571-1878). Η σταδιακή συγκρότησή της σε θεσμό πολιτικής εξουσίας, Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου.

Οικονομίδης Χριστοφής, 1993, Απομυθοποιημένη Ιστορία του Κυπριακού στα τελευταία 50 χρόνια, Λευκωσία: Εκδοτικός Οίκος Οικονομίδη.

Παντελής Σταύρος, 1986, Η Νέα Ιστορία της Κύπρου, Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Φλώρος.

Παπαγεωργίου Στέφανος, 1996, Η Πρώτη περίοδος της «Αγγλοκρατίας» Στην Κύπρο [1878- 1914]. Πολιτικός εκσυγχρονισμός και κοινωνικές αδράνειες, Αθήνα: Παπαζήσης.

Παυλίδης Άντρος, 1993, Ιστορία της Νήσου Κύπρου, τόμος τέταρτος: από το 1571 μέχρι το 1964, Λευκωσία: Φιλόκυπρος.

Ρίχτερ Χαιντς, 2007, Ιστορία της Κύπρου, Τόμος Πρώτος (1878- 1949), Αθήνα: Εστία.

Σέρβας Πλουτής. 1985, Κυπριακό. Ευθύνες, Αθήνα: Γραμμή.

Συρίγος Άγγελος, 2005, Σχέδιο Ανάν. Οι κληρονομιές του Παρελθόντος και οι προοπτικές του μέλλοντος, Αθήνα: Πατάκης.

Τενεκίδης Γιώργος- Κρανιδιώτης Γιάννος (επιμ.), Κύπρος, Ιστορία, Προβλήματα και αγώνες του λαού της, Εστία, Αθήνα 1981,

.           Τζερμιάς Παύλος, 2004, «Γλυκειάς Χώρας» Ιστόρηση. Η Κύπρος από την Αρχαιότητα ως την Ένταξη στην Ευρωπαική Ένωση, τόμος Α’, Αθήνα: Σιδέρης.

Τσαρδανίδης Χαράλαμπος, 1993, "Η ΕΣΣΔ και το κυπριακό πρόβλημα 1960- 1991" στο Χ. Γιαλλουρίδης- Π. Τσάκωνας (επιμ.), Η νέα διεθνής τάξη, η Ελλάδα και Τουρκία και το Κυπριακό πρόβλημα., Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1993, σελ???

Χατζηβασιλείου Εύανθης, 1998, Το Κυπριακό ζήτημα, 1878- 1960: Η Συνταγματική Πτυχή, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Χατζηδημητρίου Κάτια, 1987, Ιστορία της Κύπρου, Λευκωσία

Ψυρούκης Νίκος, 1987, Το Κυπριακό δράμα (1958- 1986), Αθήνα: Επικαιρότητα 1987.

                          

 

 


[1] Θα ήθελα ιδιαίτερα να ευχαριστήσω τον συνάδελφο Χαράλαμπο Τσαρδανίδη για τις πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις που μου έκανε σε προηγούμενη μορφή του παρόντος άρθρου.

[2]Στρατηγική που θα ολοκληρωθεί με την κατάκτηση της Κρήτης το 1669.

[3]Για την ακρίβεια στην  Κύπρο υπάρχουν και οι ολιγάριθμες μειονότητες των Αρμενίων, των Μαρωνιτών και των Λατίνων. Ωστόσο στο ανά χείρας κείμενο δεν αναφερόμαστε σε αυτούς τόσο διότι λόγω του μικρού τους πληθυσμιακού μεγέθους δεν επηρέασαν ιδιαίτερα τις εξελίξεις όσο και γιατί σχεδόν σε όλες τις ιστορικές στιγμές συντάχθηκαν με τους Ορθόδοξους.

[4]Χαρακτηριστικό παράδειγμα από αυτή την άποψη είναι η πολύ περιορισμένη πραγματοποίηση μικτών γάμων.

[5] Ονομάστηκε έτσι επειδή ο αρχηγός των βρετανικών δυνάμεων στην Κύπρο Στρατηγός Γιανγκ χρησιμοποίησε πράσινο στυλό για να χαράξει το διαχωρισμό στο χάρτη.