ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ

Σχετικά με τη θεωρία του ιμπεριαλισμού της εποχής μας

 

Τεύχος 74, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 2001
 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ  [1]

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου  

 

1. Εισαγωγή  

Οι πρόσφατες δραματικές εξελίξεις στο Γιουγκοσλαβικό αλλά και μια σειρά από άλλα γεγονότα (ο πόλεμος του Κόλπου, η επέμβαση στη Σομαλία, η εγκατάσταση στρατευμάτων στην Αλβανία και στη Βοσνία) θέτουν την ανάγκη να ξαναμιλήσουμε για το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Κι αυτό δεν είναι κάτι απλό γιατί τα ερωτήματα που γεννούνται είναι πολλά: Καταρχήν η ανάλυση του Λένιν που ορίζει τον ιμπεριαλισμό ως ξεχωριστό στάδιο του καπιταλισμού συνεχίζει να βρίσκεται σε ισχύ ή θα πρέπει να αναζητηθούν νέα μεθοδολογικά εργαλεία που να χρησιμεύσουν στον προσδιορισμό του νέου σταδίου; Έπειτα, ποια εκδοχή της λενινιστικής προσέγγισης είναι η πιο έγκυρη για να εμβαθύνει στη μελέτη του φαινομένου; Τέλος, αλλά όχι έσχατο, μπορεί να γίνει λόγος σήμερα για συγκρότηση συγκεκριμένων ιμπεριαλιστικών στρατηγικών ή απλώς μπορούμε να μιλάμε για μεμονωμένες επεκτατικές πρακτικές ορισμένων ισχυρών (στρατιωτικά και οικονομικά) κρατών;

Η βασική μας θέση είναι πως η προσέγγιση του Λένιν για το πέρασμα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο και τη συγκρότηση της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας συνεχίζει να ισχύει, δεδομένης μιας «αλτουσεριανής» ανάγνωσης των γραπτών του. Κάτω από αυτό το πρίσμα το συγκεκριμένο σημείωμα θα επιχειρήσει να υποστηρίξει την εγκυρότητα της «αλτουσεριανής»-διαλεκτικής ανάγνωσης των λενινιστικών κειμένων σε αντιπαράθεση με τη στατική προσέγγιση των παραδοσιακών «μαρξιστικών-λενινιστικών» (μ-λ) αντιλήψεων, ασκώντας παράλληλα κριτική στις απόψεις περί δημιουργίας νέου σταδίου, αλλά και να σκιαγραφήσει τις βασικές πλευρές των χαρακτηριστικών του ιμπεριαλισμού στην εποχή μας.

 

2. Οι κλασικές θεωρίες για τον Ιμπεριαλισμό.

Αναμφίβολα, η θέση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό διαμορφώθηκε σε συμφωνία και αντιπαράθεση ταυτόχρονα με τρεις άλλους σημαντικούς μαρξιστές θεωρητικούς των αρχών του 20ου αιώνα: τον Χίλφερτινγκ, τη Λούξεμπουργκ και τον Μπουχάριν. Θεωρούμε ότι είναι αναγκαία η παράθεση του βασικού πυρήνα της προβληματικής τους ώστε να μπορέσει να γίνει και σαφές το περίγραμμα της συζήτησης, να αναδειχθούν τα όρια και οι αντιφάσεις των κλασικών και να δημιουργηθεί το αναγκαίο υπέδαφος για μια δεύτερη ανάγνωση της λενινιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό.

α) Χίλφερντινγκ

Οι βασικές απόψεις του Χίλφερτνινγκ περιλαμβάνονται στο κλασικό του βιβλίο Το Χρηματιστικό Κεφάλαιο (DasFinanzkapital) που το έγραψε γύρω στα 1905 και εκδόθηκε το 1910 και ασχολείται με τις αλλαγές που έχουν συμβεί στον τρόπο λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Ο συγγραφέας θεωρεί πως ένα  διαρκώς αυξανόμενο τμήμα του βιομηχανικού κεφαλαίου δεν ανήκει πια στους βιομηχάνους. Οι τελευταίοι έχουν τη δυνατότητα να το χρησιμοποιούν μόνο μέσω των τραπεζών, οι οποίες εκπροσωπούν τους ιδιοκτήτες. Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες έχουν επενδύσει ένα συνεχώς αυξανόμενο μέρος του κεφαλαίου τους στη βιομηχανία και με αυτό τον τρόπο μεταβάλλονται όλο και περισσότερο σε βιομηχανικούς κεφαλαιοκράτες. Έτσι ο Χίλφερντιγκ ονομάζει χρηματιστικό κεφάλαιο το τραπεζικό κεφάλαιο που με τη μορφή χρηματικού κεφαλαίου εισέρχεται στο βιομηχανικό τομέα και μετατρέπεται σε βιομηχανικό κεφάλαιο (Hilferding 1981: 225). Εμβαθύνοντας την άποψή του αυτή ο Χίλφερντιγκ θα υποστηρίξει πως το χρηματιστικό κεφάλαιο σηματοδοτεί την ενοποίηση του κεφαλαίου. Οι προηγούμενες ξεχωριστές μορφές του βιομηχανικού, εμπορικού και τραπεζικού κεφαλαίου τίθενται τώρα κάτω από τη διεύθυνση της υψηλής χρηματοδότησης, ενώ οι ιθύνοντες της βιομηχανίας και των τραπεζών ενοποιούνται και σε προσωπικό επίπεδο, λόγω της δημιουργίας στενών εταιρικών σχέσεων. Η βάση αυτής της σύμφυσης βρίσκεται στην εξάλειψη του ελεύθερου συναγωνισμού μεταξύ των ατομικών καπιταλιστών μέσα από τη διαδικασία σχηματισμού μεγάλων μονοπωλιακών συγκροτημάτων και καρτέλ. Το αποτέλεσμα θα είναι η μεταβολή της σχέσης της αστικής τάξης με την κρατική εξουσία (Hilferding  1981: 301). Ο σχηματισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου θα λειτουργήσει ως ο μηχανισμός που θα οδηγήσει στην αύξηση των οικονομικών δραστηριοτήτων και σε χώρες του εξωτερικού. Μόνο που για να πραγματοποιηθεί αυτό είναι απαραίτητη και συνδρομή του κράτους, το οποίο πρέπει να μεριμνά για τη προστασία του ημεδαπού μονοπωλιακού κεφαλαίου με τη θέσπιση υψηλών δασμών, αλλά και τη σύναψη συμφωνιών με άλλα κράτη για την προμήθεια πρώτων υλών καθώς και με την προσάρτηση νέων εδαφών έτσι ώστε να αναπαράγεται και να διευρύνεται η κυριαρχία των μονοπωλίων.

Το ερώτημα που ανακύπτει είναι με ποιο τρόπο δημιουργείται το κεφαλαιακό πλεόνασμα για την εξαγωγή κεφαλαίων. Εδώ ο Χίλφερντιγκ απαντά πως αυτό οφείλεται στην αντίφαση που υπάρχει μεταξύ της δημιουργίας πρόσθετων κερδών λόγω του σχηματισμού των μονοπωλίων και καρτέλ και της επιβράδυνσης των τοποθετήσεων κεφαλαίων [2] . Η αντίφαση αυτή επιλύεται με την υιοθέτηση της πολιτικής της εξαγωγής κεφαλαίων. Σε αυτό συντελεί αποφασιστικά η δράση του χρηματιστικού κεφαλαίου με παροχή δανείων και χρηματοδοτήσεων απαραίτητων για την ομαλή έναρξη των λειτουργιών του τοποθετούμενου κεφαλαίου.

Το βασικό πολιτικό συμπέρασμα του Χίλφερντινγκ είναι πως ο σχηματισμός και η δράση του χρηματιστικού κεφαλαίου ωθεί σε μια ριζική αναπροσαρμογή της στρατηγικής της άρχουσας τάξης, η οποία σταματά να διακατέχεται από αντιλήψεις ανθρωπιστικού και ειρηνιστικού χαρακτήρα. Αυτό που γίνεται σαφές είναι πως ο κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός παίρνει και τη μορφή της πολιτικής διαπάλης με βασικό υποκείμενο την κρατική εξουσία. Ο βασικός στόχος είναι πια, για κάθε έθνος χωριστά, η παγκόσμια κυριαρχία (Hilferding  1981: 335).

β) Λούξεμπουργκ

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ με το γνωστό έργο της Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου ( Die Akkumulation desKapitals)που έγραψε το 1913, αναφέρεται καταρχήν στο ζήτημα της παγκόσμιας οικονομίας, που θα απασχολήσει στη συνέχεια και τον Μπουχάριν. Η Πωλονο-γερμανίδα επαναστάτρια και θεωρητικός υποστηρίζει πως αυτό που χαρακτηρίζει την παρούσα φάση εξέλιξης της οικονομίας είναι ο διαχωρισμός σε εσωτερική και εξωτερική αγορά, διαχωρισμός που είναι όχι γεωγραφικό αλλά κοινωνικοοικονομικό αποτέλεσμα. Εσωτερική αγορά ονομάζει την καπιταλιστική αγορά και εξωτερική αγορά την μη καπιταλιστική αγορά στην οποία όμως κατευθύνονται καπιταλιστικά εμπορεύματα. Κατ' αυτό τον τρόπο η Γερμανία με την Αγγλία ανήκουν, ως επί το πλείστον, στην ίδια εσωτερική αγορά ενώ οι ανταλλακτικές σχέσεις μεταξύ γερμανικής βιομηχανίας και γερμανών αγροτών εντάσσονται στα πλαίσια της εξωτερικής αγοράς. Ουσιαστικά δηλαδή υπάρχει ένα τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας που υπάγεται στον καπιταλιστικό σύστημα και ένα άλλο, διαρκώς μειούμενο, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη αντικαπιταλιστικών υπολειμμάτων. Κατ΄ αυτό τον τρόπο ο ιμπεριαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά «η πολιτική έκφραση της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου καθώς αυτή συγκρούεται με τα υπολείμματα του παγκόσμιου χώρου που δεν κατακτήθηκαν ακόμα από το κεφάλαιο». Ωστόσο η εμφάνιση του ιμπεριαλιστικού φαινομένου δημιουργεί και τις προϋποθέσεις υπέρβασής του. Κι αυτό γιατί είναι ο πρώτος, ιστορικά, τρόπος παραγωγής που βρίσκεται σε αδυναμία να αναπαραχθεί από μόνος του και για το λόγο αυτό έχει την ανάγκη άλλων οικονομικών συστημάτων. Μολονότι αγωνίζεται για να επικυριαρχήσει σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω ακριβώς αυτής του της τάσης, θα πρέπει να διαλυθεί εξαιτίας του ότι είναι έμφυτα αδύνατο να μετεξελιχθεί σε παγκόσμια μορφή παραγωγής (Luxembourg  1951: 457).

γ) Μπουχάριν

Ο Μπουχάριν εκθέτει τις απόψεις του μέσα από το βιβλίο του Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία, που το έγραψε το 1915 αλλά εκδόθηκε μόνο μετά τη ρώσικη επανάσταση. Προσεγγίζοντας την έννοια του Ιμπεριαλισμού ο Μπουχάριν την ορίζει ως την πολιτική πρακτική του χρηματιστικού κεφαλαίου που παίρνει και τη μορφή του ιδεολογικής κοσμοθεωρίας, όπως αντίστοιχα ο φιλελευθερισμός αποτέλεσε από τη μια την πολιτική πρακτική του βιομηχανικού κεφαλαίου (ελεύθερο εμπόριο κ.λπ.) και από την άλλη μια ολόκληρη ιδεολογική κοσμοαντίληψη (ελευθερία του ανθρώπου κ.λπ.) (Βukharin 1972: 110). Η θέση αυτή προκύπτει ως απότοκο της βασικής του αντίληψης, σύμφωνα με την οποία οι μετασχηματισμοί στην οικονομία έχουν οδηγήσει σε μια σειρά σημαντικές αλλαγές όπου όπως οι ατομικές επιχειρήσεις αποτελούν τμήμα της εθνικής οικονομίας έτσι κάθε μία από τις εθνικές οικονομίες περιλαμβάνεται στο σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας (Βukharin 1972: 17). Κατ' αυτό τον τρόπο ο διαχωρισμός μεταξύ πόλης και υπαίθρου αναπαράγεται πια, με εκπληκτικούς ρυθμούς, σε πιο διευρυμένη βάση. Έτσι, ολόκληρες χώρες, δηλαδή οι βιομηχανικές χώρες, παίρνουν τη μορφή των πόλεων ενώ ολόκληρες αγροτικές περιοχές μετατρέπονται σε ύπαιθρο (Βukharin 1972: 20-21). Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον Μπουχάριν, είναι η δημιουργία μιας παγκόσμιας οικονομίας, λόγω των εξαγωγών κεφαλαίων που προκύπτουν από τα συγκεκριμένα όρια που θέτει η λειτουργία των καρτέλ στην τοποθέτηση κεφαλαίων σε εθνικό επίπεδο, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη παραγωγικών και ανταλλακτικών σχέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο και κατά συνέπεια την αναπαραγωγή της αντίθεσης μεταξύ μιας παγκόσμιας αστικής τάξης και ενός παγκόσμιου προλεταριάτου. Πρόκειται γα τις υλικές προϋποθέσεις που οδηγούν στη εμφάνιση του ιμπεριαλισμού ως απότοκου της αντίθεσης μεταξύ της παγκοσμιοποιημένης οικονομικοκοινωνικής δομής και της ιδιοποίησης του υπερπροϊόντος που έχει εθνικό χαρακτήρα (Βukharin 1972: 74).

δ) Λένιν: η στατική ανάγνωση

Για την μπροσούρα που έγραψε ο Λένιν το 1916 με τίτλο Ο Ιμπεριαλισμός. Ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, έχουν χυθεί τόνοι μελάνης δεδομένου ότι συγγραφέας της ήταν ο αρχηγός των μπολσεβίκων και ο ηγήτορας της ρώσικης επανάστασης. Ουσιαστικά τα έργα του Λένιν διαβάζονται σαν να είναι οι βασιλικοί οδοί για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και όχι ως συγκεκριμένα κείμενα που γράφτηκαν κάτω από ορισμένες περιστάσεις με σαφείς και διαφορετικούς κάθε φορά στόχους. Αναμφίβολα και στα γραπτά του αρχηγού των μπολσεβίκων δεν υπάρχει μόνο ένας στατικός τρόπος ανάγνωσης και ερμηνείας αλλά και ένας δυναμικός που λαμβάνει υπόψη του τις προϋποθέσεις που προαναφέραμε. Σε κάθε περίπτωση μια διαφορετική ανάγνωση του Ιμπεριαλισμούοδηγεί και σε διαφορετικά συμπεράσματα.

Κατ' αυτόν τρόπο, ξεκινώντας τη μελέτη της μπροσούρας αποφασισμένοι να μην ξεκόψουμε λέξη από το κείμενο, (στατική ανάγνωση), ελλοχεύει ο κίνδυνος να βρεθούμε αντιμέτωποι με πληθώρα αντιφάσεων και δυσεξήγητων σημείων. Έτσι υπάρχουν σημεία όπου υποστηρίζεται πως η ανάπτυξη του καπιταλισμού οφείλεται στην καταπίεση που άσκησε μια χούφτα «αναπτυγμένων» χωρών μέσω της αποικιακής καταπίεσης και του χρηματιστηριακού στραγγαλισμού της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού της γης. Ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος ξεκινά από 2-3 χώρες (Αμερική, Αγγλία, Ιαπωνία) για το μοίρασμα της «λείας» (Λένιν 1976: 11). Σε άλλο μέρος γίνεται λόγος για τη δημιουργία των καρτέλ, η οποία οδηγεί και στη μετατροπή του καπιταλισμού σε ιμπεριαλισμό, δίνοντας την εντύπωση μιας παντοδυναμίας τους, αφού μοιράζονται μεταξύ τους τις αγορές, καθορίζουν τους όρους πώλησης και τις προθεσμίες πληρωμής, κανονίζουν την ποσότητα των παραγόμενων προϊόντων, ορίζουν τις τιμές, κατανέμουν τα κέρδη στις διάφορες επιχειρήσεις κ.λπ. (Λένιν 1976: 26- 27). Στην πλήρη της ανάπτυξη, αυτή η διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα ένας πολύ μικρός αριθμός μονοπωλίων να υποτάσσει τις υπόλοιπες επιχειρήσεις αποκτώντας τη δυνατότητα, μέσω των χρηματιστηριακών πράξεων, «στην αρχή να ξέρουν με ακρίβεια την κατάσταση των διάφορων κεφαλαιοκρατών, ύστερα να τους ελέγχουν, να τους επηρεάζουν με την επέκταση ή τον περιορισμό, τη διευκόλυνση ή το δυσκόλεμα της πίστωσης, και τέλος να καθαρίζουν απόλυτα την τύχη τους, να καθορίζουν τα εισοδήματά τους, να τους στερούν το κεφάλαιο ή να τους δίνουν τη δυνατότητα να αυξάνουν το κεφάλαιό τους γρήγορα και σε τεράστιες διαστάσεις κ.λπ.» (Λένιν 1976: 43).

Τι αποδεικνύουν οι νέες αυτές εξελίξεις; Σύμφωνα με τον Λένιν, πως ο Μαρξ είχε δίκιο όταν υποστήριζε πως ο ελεύθερος ανταγωνισμός δημιουργεί τη συγκέντρωση της παραγωγής, η οποία σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής της οδηγεί στο μονοπώλιο (Λένιν 1976: 24). Μετά το σχηματισμό των μονοπωλίων επέρχεται μια τεράστια ανάπτυξη στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής (Λένιν 1976: 30). Η κοινωνικοποίηση αυτή ωθεί με τη σειρά της, παρά τη θέληση των καπιταλιστών, σε μια νέα κοινωνική εξέλιξη που θα σημαίνει τη μετάβαση από τον ελεύθερο συναγωνισμό στην πλήρη κοινωνικοποίηση (Λένιν 1976: 31). Προς το τέλος μάλιστα του κειμένου ο Λένιν γίνεται ακόμα πιο σαφής: Από τη στιγμή που η μεγάλη επιχείρηση γίνεται γιγάντια και επιτυγχάνεται η παραγωγή του προϊόντος, η μεταφορά του σε αποστάσεις που απέχουν μεταξύ τους χιλιάδες χιλιόμετρα, η διεύθυνση της κατεργασίας της ύλης σε όλα τα στάδια και η διανομή του σε εκατοντάδες εκατομμύρια καταναλωτές «τότε γίνεται ολοφάνερο πως έχουμε μπροστά μας μια κοινωνικοποίηση της παραγωγής (...) ότι οι σχέσεις της ατομικής οικονομίας και της ατομικής ιδιοκτησίας που δεν ανταποκρίνεται πια στο περιεχόμενο, που αναπόφευκτα δεν μπορεί παρά να σαπίσει, αν αναβληθεί τεχνητά ο παραμερισμός του, που μπορεί να παραμένει σε κατάσταση αποσύνθεσης ένα σχετικά μεγάλο διάστημα, (στη χειρότερη περίπτωση αν η θεραπεία του οπορτουνιστικού αποστήματος τραβήξει σε μάκρος), αλλά αναπόφευκτα όμως θα παραμεριστεί» (Λένιν 1976: 157).

 

ε) Πρώτη συζήτηση πάνω στα γενικά συμπεράσματα των κλασικών θεωριών

Επιχειρώντας να συνοψίσουμε όσα έχουν εκτεθεί μέχρι εδώ διαπιστώνουμε πως συνολικά ιδωμένες οι θέσεις του Χίλφερντιγκ υποστηρίζουν πως στις αρχές του 20ου αιώνα έχει συντελεσθεί μια μεταβολή στο χαρακτήρα του κεφαλαίου και οι διάφορες μορφές του έχουν ενοποιηθεί στο χρηματιστικό κεφάλαιο που αποτελεί την προεξάρχουσα μορφή κεφαλαίου. Το αποτέλεσμα είναι η εξάλειψη του ελεύθερου ανταγωνισμού και ο σχηματισμός των μονοπωλίων. Τα μονοπώλια λόγω της ασύγκριτης οικονομικής δυναμικής τους επιδιώκουν την επέκταση των δραστηριοτήτων τους και στο εξωτερικό και γι' αυτό ζητούν την αρωγή του αστικού κράτους -- αρωγή που σε κρίσιμες περιόδους παίρνει και τη μορφή της στρατιωτικής εμπλοκής για την προσάρτηση νέων εδαφών.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ θεωρεί ότι το σημαντικότερο στοιχείο είναι ο διαχωρισμός της παγκόσμιας οικονομίας στον καπιταλιστικό και στον μη καπιταλιστικό τομέα. Ο ιμπεριαλισμός είναι η συσσώρευση και επέκταση του κεφαλαίου  καθώς και η σύγκρουση για την πραγματοποίηση αυτής της επέκτασης. Η αδυναμία της αναπαραγωγής του καπιταλισμού χωρίς την αρωγή των προκαπιταλιστικών τομέων δημιουργεί και τις προϋποθέσεις υπέρβασής του.

Ο Μπουχάριν θεωρεί πως ο ιμπεριαλισμός είναι η πολιτική έκφραση της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η δημιουργία των μονοπωλίων και η έξοδος του κεφαλαίου από τα εθνικά πλαίσια έχει συντελέσει στο σχηματισμό ενός παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, με παγκοσμιοποιημένες παραγωγικές και ανταλλακτικές σχέσεις. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί τους όρους για την εμφάνιση των ιμπεριαλιστικών πολέμων, ως απότοκο της αντίφασης μεταξύ παγκόσμιας οικονομίας και εθνικής ιδιοποίησης του υπερπροϊόντος.

Το κεντρικό συμπέρασμα της λενινιστικής προσέγγισης είναι πως ο ελεύθερος συναγωνισμός οδηγεί στη δημιουργία των μονοπωλίων, που αποτελεί και το πέρασμα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, και η εξέλιξη αυτή στη συγκρότηση των καρτέλ. Σε μια πρώτη φάση τα καρτέλ ελέγχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την κατανομή των αγορών καθώς και τους όρους και τις συνθήκες αγοροπωλησιών, στη συνέχεια είναι σε θέση να κυριαρχούν πλήρως στο σύνολο της οργάνωσης και των διαδικασιών παραγωγής και τελικά να εξαρτάται η τύχη των επιχειρήσεων που δεν ανήκουν σε καρτέλ αποκλειστικά από τις επιλογές των μονοπωλίων. Ωστόσο αυτές οι αλλαγές περιέχουν και τους όρους ανατροπής τους. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της οικονομίας εντείνει το βαθμό κοινωνικοποίησης της παραγωγής σε σημείο που να δημιουργείται μια αντίφαση μορφής και περιεχομένου όπου το περιεχόμενο (κοινωνικοποίηση της παραγωγής) ασφυκτιά μέσα στα πλαίσια της συγκεκριμένης μορφής (όλο και μικρότερη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας και του πλούτου) και γεννιούνται οι όροι για την κοινωνική ανατροπή. Το γεγονός αυτό φαίνεται και από το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου που δεν είναι τίποτε άλλο από το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης του πλούτου και της ισχύος σε λίγα μονοπώλια που εκπροσωπούνται πολιτικά από τα εθνικά τους κράτη τα οποία προχωρούν στην πραγματοποίηση του πολέμου για την κατανομή της λείας.

Αναμφίβολα οι απόψεις που μόλις εκτέθηκαν παρουσιάζουν μια σειρά από αντιφάσεις με το Μαρξικό έργο, αντιφάσεις που στη συνέχεια ορισμένοι από τους κλασικούς (ιδίως ο Μπουχάριν αλλά και ο Λένιν) ανασκεύασαν.

Το πρώτο σημείο αφορά την άποψη περί διαμόρφωσης μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομικής δομής, θέση που βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με το γεγονός της δημιουργίας των εθνικών κρατών (Μηλιός 1997: 20) [3], τα οποία έρχονταν να προασπίσουν τη μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων τόσο απέναντι στην εγχώρια εργατική τάξη αλλά και απέναντι στον ανταγωνισμό των αλλοδαπών κεφαλαίων. Τα εθνικά κράτη  συγκροτούν συγκεκριμένες οικονομικές πολιτικές για την εξυπηρέτηση των στόχων αυτών, όπως είναι οι νομισματικές υποτιμήσεις, οι φορολογικοί δασμοί, οι αναπτυξιακοί νόμοι κ.λπ.. Οι πολιτικές αυτές καθώς και εθνικά ιδιαίτεροι όροι αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης (του συλλογικού εργάτη) επηρεάζουν την κατεύθυνση και τους προσανατολισμούς των κεφαλαίων. Με αυτή την έννοια δεν μπορεί να γίνει λόγος για σχέσεις «εξωτερικότητας» μεταξύ κράτους και οικονομίας, όπου το ένα είναι απομονωμένο και το άλλο παγκοσμιοποιημένο, αλλά για αλληλένδετες σφαίρες ταξικών πρακτικών οι οποίες πραγματοποιούνται στα γεωγραφικά όρια ενός κοινωνικού σχηματισμού [4] .

Το δεύτερο ζήτημα σχετίζεται με τους λόγους για τους οποίους κατευθύνονται κεφάλαια προς το εξωτερικό. Ουσιαστικά αυτό που προκύπτει από τις συγκεκριμένες αναφορές των κλασικών αναλύσεων είναι πως υπάρχει ένα περίσσευμα κεφαλαίου το οποίο δεν μπορεί να καταναλωθεί στο εσωτερικό της χώρας παραγωγής του και κατά συνέπεια προσανατολίζεται στο εξωτερικό, όπου θα γίνει δυνατή η ανάλωσή του. Με άλλα λόγια η διεθνοποίηση των κεφαλαίων οφείλεται σε πρόβλημα υποκατανάλωσης, γεγονός που συνδέεται με το χαμηλό εισόδημα των εργαζόμενων τάξεων. Ωστόσο αυτό δεν είναι σωστό, γιατί καταρχήν το σημαντικό για τον κεφαλαιούχο είναι το ποσοστό κέρδους που θα καταφέρει να αποσπάσει όπου κι αν τοποθετήσει τα κεφάλαιά του [5] . Είναι μάλιστα αδύνατο να τεκμηριωθεί η άποψη ότι στις καπιταλιστικά υπανάπτυκτες χώρες το ποσοστό κέρδους είναι ψηλότερο από ότι στις καπιταλιστικά αναπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες. Σε περίπτωση, λοιπόν, που ένας καπιταλιστής εκτιμήσει πως μια ενδεχόμενη επένδυση σε μια χώρα χαμηλής ανάπτυξης (όπου δεν υπάρχει «περίσσεια κεφαλαίου») δεν θα του αποδώσει τους ίδιους ρυθμούς κερδοφορίας, τότε θα προτιμήσει να κατευθύνει το κεφάλαιό του σε διαφορετικό κλάδο της οικονομίας της χώρας του (ή έστω σε μια άλλη αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, με, υποτίθεται, «περίσσεια κεφαλαίου»), ο οποίος θα παρουσιάζει, συγκυριακά, κέρδη υψηλότερα από τον μέσο όρο.

Έπειτα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η αναπαραγωγή του κεφαλαίου βασίζεται πρώτα και κύρια στην παραγωγική κατανάλωση μέσων παραγωγής (από το ίδιο το κεφάλαιο) και σε μικρότερο βαθμό στην ατομική κατανάλωση των ιδιωτών. Κατά συνέπεια η κατανάλωση δημιουργείται και διευρύνεται από την παραγωγή (Μηλιός 1988: 48). Αλλά και αν υπήρχε πράγματι «περίσσεια κεφαλαίου» και συνεπώς «έλλειψη αγοραστικής δύναμης» στο εσωτερικό, δεν προκύπτει η αναγκαιότητα εξαγωγής κεφαλαίου: θα μπορούσαν οι κεφαλαιούχοι να εξάγουν απλώς στο εξωτερικό τα εμπορεύματα που παρήγαγαν στο εσωτερικό.

Έχει τεκμηριωθεί από διάφορες αναλύσεις ότι η αύξηση  των εξαγωγών κεφαλαίων παρατηρείται στο ιμπεριαλιστικό στάδιο σε συνάρτηση με τις εξαγωγές εμπορευμάτων και τον ανταγωνισμό στη διεθνή αγορά: Σε κάποια χρονική στιγμή οι κεφαλαιούχοι διαπίστωσαν πως μπορούσαν να επιτύχουν υψηλότερα κέρδη αν προσανατολίζονταν στη  εξαγωγή των εμπορευμάτων τους. Ωστόσο, η τροποποίηση του νόμου της αξίας μέσω των εφαρμογών της νομισματικής υποτίμησης και της δασμολόγησης των εισαγωγών λειτούργησε περιοριστικά για τις εξαγωγές σε αρκετούς κλάδους. Τότε θεωρήθηκε προτιμότερο να πραγματοποιούνται απευθείας επενδύσεις κεφαλαίων και να δημιουργούνται επιχειρήσεις στο εξωτερικό  οι οποίες λειτουργούν πια ως εθνικό κεφάλαιο. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση οι εξελίξεις δεν έρχονται ως απότοκο της παγκοσμιοποιημένης δομής αλλά ως συνέπεια του υφιστάμενου εθνικού κατακερματισμού. (Βλ. σχετικά Μηλιός 1997: 99 επ., και τη βιβλιογραφία που παρουσιάζεται εκεί).

Το τρίτο θέμα έχει να κάνει με το βάρος που δίνεται στη νέα μορφή κεφαλαίου, το χρηματιστικό κεφάλαιο. Διαπιστώνεται ένας υπερτονισμός της σημασίας της διαπλοκής του τραπεζικού και του χρηματιστικού κεφαλαίου, η οποία θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα ιδιαίτερα στους όρους σχηματισμού του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Αυτό που πρέπει να αποσαφηνιστεί είναι ότι η σύσφιξη των δεσμών μεταξύ των διαφόρων μορφών κεφαλαίου δεν σημαίνει αναγκαστικά και την ακύρωση των μορφών αυτών -- πόσο μάλλον την ενοποίηση σε προσωπικό επίπεδο.   Ακόμα και σήμερα το κάθε είδος κεφαλαίου διατηρεί την αυτονομία του, το θέμα είναι η αύξηση των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις -- εξέλιξη που απορρέει από τις ανάγκες της κεφαλαιακής συσσώρευσης. Ωστόσο, δύσκολα μπορεί να υποστηριχτεί πως παντού υπάρχει σύμφυση μεταξύ διαφορετικών κεφαλαιακών μορφών σε σημείο μάλιστα που να παρουσιάζεται και μια δομική ομοιομορφία [6] .

Το τέταρτο στοιχείο αφορά το ζήτημα της εξάλειψης του ανταγωνισμού λόγω του σχηματισμού των μονοπωλίων και του περάσματος στο νέα στάδιο. Αποδίδεται τόση σημασία στον σχηματισμό των μονοπωλιακών επιχειρήσεων που τελικά προκύπτει το συμπέρασμα πως ο ιμπεριαλισμός οδηγεί στην κατάργηση του ανταγωνισμού. Αν, όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο τότε πρόκειται για δομική μεταλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος αφού καταργείται αφενός ο καθοριστικός παράγοντας, δηλαδή ο συναγωνισμός, που έθετε σε λειτουργία τους νόμους του κεφαλαίου και αφετέρου αναστέλλεται η τάση εξίσωσης του ποσοστού κέρδους που διαμεσολαβεί στη συγκρότηση των επιμέρους κεφαλαίων σε συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο (Μηλιός 1983: 16-17). Έτσι ο Μαρξ, π.χ. στα Grundrisse, είναι σαφής όταν αναφέρει πως η πραγματική ανάπτυξη του κεφαλαίου είναι ο ελεύθερος ανταγωνισμός, ο αμοιβαίος καταναγκασμός που ασκεί το ένα κεφάλαιο πάνω στο άλλο. Με αυτή την έννοια η δημιουργία και η αναπαραγωγή των μονοπωλίων πρέπει να ιδωθεί ως ένα αποτέλεσμα της λειτουργίας  του ανταγωνισμού, το οποίο αποτελεί ένα διαρκές διακύβευμα [7] . Ταυτόχρονα το μονοπώλιο είναι αφενός  μεμονωμένο κεφάλαιο το οποίο προσπαθεί να αυξάνει διαρκώς τα κέρδη του και αφετέρου τμήμα του συνολικού κεφαλαίου. Κατά συνέπεια η πρώτη ιδιότητα υποτάσσεται στη δεύτερη και κατ' αντιστοιχία στη τάση διαμόρφωσης ενός μέσου κέρδους.

Εννοείται ότι αυτές οι κριτικές παρατηρήσεις δεν αποσκοπούν στην άρνηση της παρουσίας μονοπωλίων στον ιμπεριαλιστικό στάδιο. Η εντεινόμενη συσσώρευση του κεφαλαίου δημιουργεί στις αρχές του 20ου αιώνα τους όρους συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου που με τη σειρά τους οδηγούν στην εμφάνιση των μονοπωλίων. Τα μονοπώλια είναι μεγάλες επιχειρηματικές μονάδες που χαρακτηρίζονται από υψηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, υψηλό βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, υψηλή παραγωγικότητα και υψηλό ποσοστό υπεραξίας. Στο κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο η εξέλιξη αυτή συνοδεύεται από το σχηματισμό της μονοπωλιακής μερίδας της αστικής τάξης που συμμετέχει στο συνασπισμό εξουσίας αποτελώντας την ηγεμονική του μερίδα. Άλλο, όμως, αυτό και άλλο να γίνεται λόγος για παντοδυναμία των μονοπωλίων.

Το πέμπτο σημείο συνδέεται με το τέταρτο και αφορά τη θέση πως το αστικό κράτος μετασχηματίζεται σε «κράτος των μονοπωλίων» λειτουργώντας ως ο πολιτικός φορέας υλοποίησης των επιδιώξεών τους. Αν, ωστόσο, ξεφύγουμε από μία λογική υποκειμενοποίησης του κεφαλαίου και προσεγγίσουμε το τελευταίο όχι απλά ως οικονομικό μέγεθος αλλά ως κοινωνική σχέση, τότε μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η βασική λειτουργία του αστικού κράτος δεν είναι παρά η διαφύλαξη των όρων αναπαραγωγής αυτής της κοινωνικής σχέσης. Πράγμα που δεν σημαίνει απλώς την αναπαραγωγή του οικονομικού κύκλου αλλά και την αναπαραγωγή των πολιτικών και ιδεολογικών όρων βάση των οποίων πραγματοποιείται αυτή η αναπαραγωγή (Πουλαντζάς 1990: 118). Κατ' αυτό τον τρόπο το αστικό κράτος δεν αποτελεί το κράτος της μια ή της άλλης μερίδας του κεφαλαίου αλλά συγκροτεί το υλικό αποτέλεσμα της ταξικής πάλης στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού, η δομή του οποίο προσδιορίζεται από την ανάγκη αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης ως σύνολο. Γι' αυτό ενώ η μορφή των κρατών διαφέρει από χώρα σε χώρα η δομή τους αντιστοιχεί πάντα στη βασική αυτή προτεραιότητα.

Το έκτο σημείο έχει να κάνει με τη διατύπωση της θεωρίας περί εσωτερικής και εξωτερικής προς τον καπιταλισμό αγοράς όπου η ύπαρξη της τελευταίας αποτελεί και τον όρο υπέρβασής του. Η θέση αυτή παρουσιάζει δύο ειδών προβλήματα. Το πρώτο σχετίζεται με τη διατύπωση περί εξωτερικότητας των τρόπων παραγωγής. Στην πραγματικότητα στα πλαίσια ενός κοινωνικού σχηματισμού συνυπάρχουν πολλοί τρόποι παραγωγής οι οποίοι δεν βρίσκονται απλώς ο ένας δίπλα στον άλλο αλλά συναρθρώνονται κάτω από την ηγεμονία του πιο ισχυρού από αυτούς. Πρόκειται για μια ανισοβαρή σχέση όπου κυριαρχεί, με εξαίρεση τις μεταβατικές περιόδους στη διάρκεια των οποίων παρατηρείται ισορροπία μεταξύ των παραγωγικών συστημάτων, ο ισχυρότερος τρόπος παραγωγής διατηρώντας σχέσεις διάλυσης-συντήρησης με τους υπόλοιπους τρόπους παραγωγής (Πουλαντζάς 1990: 27). Κι αυτό δεν είναι  ποσοτικό αλλά ποιοτικό χαρακτηριστικό. Δεν έχει τόση σημασία ο αριθμός των εργαζόμενων σε κάθε τρόπο παραγωγής αλλά η δυνατότητα ενός τρόπου παραγωγής να ηγεμονεύει πάνω στους άλλους αποτελώντας το βασικό πυρήνα διαμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού. Αν προσεγγίσουμε το όλο ζήτημα ιστορικά θα διαπιστώσουμε πως αρχικά κάθε τρόπος παραγωγής (τπ) που μέλει να κυριαρχήσει περνά από τρεις φάσεις: η πρώτη είναι αυτή της «εγκατάστασης της κυριαρχίας», όπου ο τπ διεισδύει μέσω ενός εξωοικονομικού καταναγκασμού στο παραγωγικό προτσές ενός κοινωνικού σχηματισμού, η δεύτερη είναι εκείνη της «διάλυσης», όπου ο τπ πραγματοποιεί συναλλαγές με τους άλλους τπ χωρίς να έχει ακόμα κυριαρχήσει εμβαθύνοντας τον εσωτερικό του καταμερισμό εργασίας και στο τέλος έρχεται η τρίτη φάση, αυτή της «ενσωμάτωσης» όπου επιτυγχάνει την κυριαρχία πάνω στους υπόλοιπους το (Μιχαηλίδης 1986: 19).

Μέσα από αυτό το πρίσμα μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί υπάρχουν μορφές παραγωγής που μόνο φαινομενικά δεν εντάσσονται στο καπιταλιστικό σύστημα. Το αυθεντικότερο παράδειγμα είναι η γεωργία. Εδώ το καπιταλιστικό σύστημα με μία σειρά από άμεσους και έμμεσους τρόπους έχει καταφέρει να ενσωματώσει τα αγροτικά στρώματα και να τα μεταβάλει, στο μεγαλύτερο μέρος τους, σε μια κατηγορία εργαζομένων που τα χαρακτηριστικά της προσεγγίζουν αυτά των εργατών γης. Όπως σωστά υποστηρίζει ο Κ. Βεργόπουλος, η ανάπτυξη του καπιταλισμού οδήγησε στην ενσωμάτωση της γεωργίας στον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η «μικρή αγροτική παραγωγή (να) αποτελεί όχι ένα προκαπιταλιστικό υπόλειμμα, αλλά μία μορφή αναπαραγόμενη από το σύγχρονο καπιταλισμό και ενσωματούμενη σ' αυτόν» (Βεργόπουλος 1975: 207). Κατά συνέπεια από όποια πλευρά κι αν προσεγγιστεί το ζήτημα των μη καπιταλιστικών τομέων αυτό που προκύπτει είναι πως ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα εδαφικής «κατάκτησής» τους, αλλά βασικά εκκρίνει μεθόδους ενσωμάτωσής τους [8] .

Το έβδομο θέμα σχετίζεται με την τάση υπέρβασης των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων που δημιουργεί η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, γεγονός που γεννά  τους όρους ανατροπής του συστήματος. Στο σημείο αυτό το πρόβλημα ξεκινά από τη γνωστή διατύπωση του Μαρξ στην Εισαγωγή της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας όπου σαφέστατα τονίζεται πως η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδηγεί στη μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων και από εκεί και πέρα σχηματίζονται οι όροι για τον μετασχηματισμό του εκάστοτε κοινωνικού συστήματος (Μαρξ 1956: 7). Νομίζουμε πως η διατύπωση αυτή του Μαρξ διακρίνεται από μία πολιτικού χαρακτήρα στόχευση όπου επιχειρείται να υπογραμμιστεί το γεγονός της αντικειμενική δυνατότητας υπέρβασης του συγκεκριμένου κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Αν, ωστόσο, προσεγγίσουμε το ζήτημα θέτοντας πιο αναλυτικές προτεραιότητες, τότε η αναδιατυπωμένη θέση που εκφράστηκε από τον Πουλαντζά είναι αναμφίβολα ακριβέστερη: «Τη διαδικασία παραγωγής λοιπόν τη συνθέτουν η ενότητα της διαδικασίας εργασίας και οι σχέσεις παραγωγής. Αλλά και στο εσωτερικό αυτής της ενότητας, η εργασιακή διαδικασία που περιλαμβάνει την τεχνολογία και την τεχνική διαδικασία δεν έχει τον κυρίαρχο ρόλο: η εργασιακή διαδικασία και οι παραγωγικές δυνάμεις κυριαρχούνται πάντα από τις σχέσεις παραγωγής, που χαράζουνε στις πρώτες τη διαδρομή και τον ρυθμό» (Πουλαντζάς 1990: 26).

Θεωρούμε ορθότερη την άποψη του Πουλαντζά γιατί ολόκληρο το Μαρξικό έργο σχετίζεται όχι τόσο με την ανάπτυξη και το ρόλο της τεχνολογίας αλλά πρώτα και κύρια με τη θέση πως κάθε τρόπος παραγωγής δομείται γύρω από τη διαδικασία δημιουργίας και κατανομής του υπερπροϊόντος, γύρω από τις ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης. Οι ταξικές αυτές σχέσεις εκμετάλλευσης είναι που οδηγούν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που κάθε άλλο παρά ουδέτερη είναι (ούτε η πορεία ανάπτυξης αλλά ούτε και η ίδια η μορφή των τεχνικών γνώσεων και εφαρμογών). Η ταξική κυριαρχία είναι δεδομένη και αποτυπώνεται στο περιεχόμενο των παραγωγικών δυνάμεων. Ένας διαφορετικός συσχετισμός δύναμης θα πρόκρινε άλλου είδους προτεραιότητες που θα οδηγούσαν σε ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο οργάνωσης της εργασίας και κοινωνικής ανάπτυξης.

Με βάση αυτό το σκεπτικό μπορούμε να κατανοήσουμε και την αντιφατικότητα του όγδοου σημείου που αφορά την κοινωνικοποίηση της παραγωγής από τα μονοπώλια, η οποία θα λειτουργήσει υποστηρικτικά για τη δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων μετάβασης στο σοσιαλισμό. Εδώ, πέρα από όσα αναφέρθηκαν για την ταξική φύση των παραγωγικών δυνάμεων, εγείρονται και σοβαρά πολιτικά ζητήματα: όπως έχει δείξει ο Μπαλιμπάρ (Μπαλιμπάρ 1978: 117), το καθεστώς που ακολουθεί μετά την επαναστατική διαδικασία (θα πρέπει να) είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή ο σοσιαλισμός, ο οποίος δεν αποτελεί ξεχωριστό τρόπο παραγωγής, αλλά μια ιδιότυπη διαπλοκή ιδιωτικοκοκαπιταλιστικών, κρατικοκαπιταλιστικών και κομμουνιστικών στοιχείων. Πρόκειται για μια μεταβατική μορφή κοινωνικής οργάνωσης στη διάρκεια της οποίας θα απονεκρώνεται το κράτος και θα παγιώνεται η ήττα των δυνάμεων της «νεκρής εργασίας». Αντίθετα, η αντίληψη περί κοινωνικοποίησης της παραγωγής λόγω του σχηματισμού ανωνύμων εταιριών, (καπιταλιστικών) εταιριών δημόσιας νομικής ιδιοκτησίας και μονοπωλίων οδηγεί (και οδήγησε) σε μια τεχνικού (ή και νομικού) χαρακτήρα προσέγγιση της οικονομικής βάσης, τόσο των παραγωγικών σχέσεων όσο και των παραγωγικών δυνάμεων, και συνακόλουθα αποδέχθηκε την κρατική καπιταλιστικοποίηση των μετεπαναστατικών σχηματισμών.

Το γενικό συμπέρασμα που θα προκύπτει είναι πως οι θέσεις και απόψεις των κλασικών χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις, δηλαδή από στοιχεία επιδεκτικά αναλυτικής κριτικής. Ωστόσο θα ήταν λάθος να περιοριστεί η αναφορά μας αποκλειστικά σε αυτά τα στοιχεία. Καταρχήν γιατί τότε θα ελλόχευε ο κίνδυνος να εξαλειφθεί η σημασία του ιμπεριαλιστικού/μονοπωλιακού σταδίου ως ξεχωριστής περιόδου ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος. Έπειτα θα παραγνωριζόταν όλο το ουσιαστικό περιεχόμενο που εκτίθεται από τον Λένιν στον Ιμπεριαλισμό -- παρά τις υπάρχουσες αντιφάσεις. Ακόμα, θα δινόταν το βάρος σε μια βιαστική ερμηνεία ενός έργου το οποίο γράφτηκε κάτω από ορισμένες συνθήκες και με συγκεκριμένο σκοπό. Τέλος, δεν θα είχαμε λάβει υπόψη μας το σύνολο του λενινιστικού έργου, αλλά και των κατοπινών αναγνώσεών του από την αλτουσεριανή εκδοχή του μαρξισμού. Με τα θέματα αυτά ασχολούμαστε στην επόμενη ενότητα της εργασίας μας.

στ) Η λενινιστική αντίληψη: όρια και αντιφάσεις

Όταν αναφερόμαστε στον Ιμπεριαλισμότου Λένιν πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψη τις ιδιάζουσες ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες γράφτηκε. Για το λόγο αυτό ίδιος ο ρώσος επαναστάτης το ονόμασε εκλαϊκευτικό σκιαγράφημα -- τίτλος που αποδίδει το σκοπό αλλά και τα όρια αυτής της εργασίας. Με αυτή την έννοια ο Ιμπεριαλισμόςδεν αποτελεί μια επιστημονική-αναλυτική μελέτη αλλά ένα κυρίως πολιτικό κείμενο και ως τέτοιο πρέπει να το μελετάμε (Brewer 1990: 116). Όπως ορθά έχει παρατηρήσει ο Αλτουσέρ, τον Ιμπεριαλισμόο Λένιν τον προσεγγίζει μέσα από την πολιτική του πρακτική λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα πραγματικότητα της συγκεκριμένης πολιτικής συγκυρίας. Καθήκον του ιστορικού ή του φιλοσόφου της ιστορίας είναι η διαφορετική αντιμετώπιση μέσω της ανιστορικότητας και της αφαίρεσης (Althusser 1977: 180). Αντίθετα, η αντιμετώπισή του, όπως συχνά έγινε τόσο από το λεγόμενο σοβιετικό μαρξισμό όσο και από τη μεριά των μ-λ ρευμάτων, ως ενός πολιτικο-ιδεολογικού θεσφάτου, μόνο σε παρανοήσεις και αντιφάσεις όπως αυτές που αναφέραμε μπορεί να οδηγήσει.

Κάτω από αυτό πρίσμα διατυπώσεις όπως οι αναφορές περί «σαπίσματος» του καπιταλισμού ή περί μοιράσματος του κόσμου μεταξύ μιας χούφτας χωρών τα οποία εκμεταλλεύονται τα υπόλοιπα έχουν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που τους αποδίδει μια «στατική» ανάγνωση. Κι αυτό δεδομένου ότι το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκαν χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη σοσιαλδημοκρατικών απόψεων σύμφωνα με τις οποίες η αδιάκοπτη ανάπτυξη του καπιταλισμού δημιουργεί τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη μεταρρύθμιση ακόμα και για το μετασχηματισμό του. Ο Λένιν επιχειρεί να «λυγίσει τα ραβδί από την άλλη πλευρά», κατά την εύστοχη έκφραση του Αλτουσέρ, θεωρώντας ως ένα πιθανό ενδεχόμενο το σάπισμα, μία τάση που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα φιλελεύθερα και τα αστικά ιδεολογήματα. Με αυτό τον τρόπο ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός δεν προβάλλονται στα μάτια των εργατών επαναστατών ως αιώνια και άτρωτα κοινωνικά συστήματα, αλλά ως τμήματα μιας πραγματικότητας η οποία πρέπει και μπορεί να ανατραπεί. Βέβαια, η κατεύθυνση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να επηρεαστούν τμήματα του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος και να εκτιμήσουν πως η κατάρρευση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος είναι προ των πυλών, γεγονός που θα οδηγήσει στις μετέπειτα οικονομίστικες αποκλίσεις της Γ΄ Διεθνούς [9] . Ωστόσο, δεδομένων των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών δε νομίζουμε πως ο Λένιν είχε άλλη εναλλακτική δυνατότητα.

Αν χρησιμοποιήσουμε αυτή την ερμηνευτική οπτική τότε η «αντίφαση» του Λένιν αποκτά άλλο νόημα: «Τα μονοπώλια, η ολιγαρχία, οι τάσεις προς την κυριαρχία στη θέση των τάσεων προς την ελευθερία, η εκμετάλλευση ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού μικρών ή αδύνατων εθνών από μια μικρή χούφτα πλουσιότατα ή ισχυρότατα έθνη -- όλα αυτά γέννησαν τα διακριτικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού, που μας αναγκάζουν να τον χαρακτηρίσουμε σαν παρασιτικό καπιταλισμό ή καπιταλισμό που σαπίζει. Όλο και πιο ανάγλυφα εκδηλώνεται, σαν μια από τις τάσεις του ιμπεριαλισμού, η δημιουργία του "κράτους- ραντιέ", του κράτους- τοκογλύφου, που η αστική τάξη ζει όλο και περισσότερο από την εξαγωγή κεφαλαίου και από το "κούρεμα των κουπονιών". Θα ήταν λάθος να νομίζει κανείς ότι αυτή η τάση προς το σάπισμα αποκλείει τη γρήγορη ανάπτυξη του καπιταλισμού. Όχι, διάφοροι κλάδοι της βιομηχανίας, διάφορα στρώματα της αστικής τάξης, διάφορες χώρες εκδηλώνουν στην εποχή του ιμπεριαλισμού με μεγαλύτερη ή μικρότερη δύναμη πότε τη μια και πότε την άλλη απ' αυτές τις τάσεις. Σαν σύνολο ο καπιταλισμός αναπτύσσεται ασύγκριτα πιο γρήγορα από προηγούμενα» (Λένιν 1976: 154). Βλέπουμε  πως με το απόσπασμα αυτό ο Λένιν μεταθέτει την προβληματική του από το θέμα του «σαπίσματος» σε αυτό της ασύγκριτης ανάπτυξης του καπιταλισμού, εξέλιξης που αποτελεί και τη βασική πλευρά της οπτικής του.

Παράλληλα με την παράθεση δύο ακόμα αποσπασμάτων γίνεται κατανοητό γιατί ο Λένιν αντιδρούσε έτσι, δεδομένης της ανησυχίας του πως τμήματα του εργατικού/κομμουνιστικού κινήματος υπήρχε ο κίνδυνος να προσχωρήσουν σε πασιφιστικές/ρεφορμιστικές λογικές. Έτσι ο ρώσος ηγέτης θα προειδοποιήσει πως «το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα σε δύο ισχυρά τραστ δεν αποκλείει φυσικά               το  ξαναμοίρασμα, αν αλλάξει ο συσχετισμός των δυνάμεων λόγω της ανισομετρίας της ανάπτυξης, των πολέμων των χρεοκοπιών κ.λπ.» (Λένιν 1976: 86). Και λίγο πιο κάτω εκθέτει το γενικό συμπέρασμα, το οποίο θα πρέπει να χρησιμεύσει ως πυξίδα στο δρόμο των κομμουνιστικών κομμάτων: «Τα διεθνή καρτέλ δείχνουν ως πιο βαθμό έχουν αναπτυχθεί σήμερα τα καπιταλιστικά μονοπώλια και για ποιο πράγμα   γίνεται η πάλη ανάμεσα στις ενώσεις των κεφαλαιοκρατών. Αυτό το τελευταίο περιστατικό είναι το σπουδαιότερο. Μόνο αυτό μας εξηγεί το ιστορικό-οικονομικό νόημα των γεγονότων, γιατί η μορφή της πάλης μπορεί να αλλάζει και αλλάζει συνεχώς από διάφορες, σχετικά περιορισμένες και προσωρινές αιτίες, η ουσία όμως του αγώνα, το ταξικό του περιεχόμενο, δεν μπορεί να αλλάξει καθόλου, όσο θα υπάρχουν τάξεις» (Λένιν 1976: 92).

Το δεύτερο σημείο, πέρα από τη δυνατότητα ανατροπής του καπιταλισμού, στο οποίο ήθελε να επιμείνει  ο Λένιν είναι η μορφή που έβλεπε να παίρνει αυτή η διαδικασία. Έτσι, θα ασκήσει αυστηρή κριτική σε όλους εκείνους που είτε από τη μια είτε από την άλλη πλευρά, θεωρούσαν πως η επανάσταση θα έπρεπε να πάρει υπερεθνικό χαρακτήρα και θα προκρίνει τη θεωρία του «αδύνατου κρίκου» (βλ. παρακάτω) ως τη διαδικασία συμπύκνωσης αντιφάσεων σε εθνικό επίπεδο η οποία επιτρέπει την δημιουργία προϋποθέσεων επαναστατικής κατάστασης. Με τον τρόπο αυτό γίνεται και έμμεση αλλά σαφής πολεμική στις θεωρίες της ομογενοποιημένης και παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και χρησιμοποιείται ο --ανέκαθεν ανταποκρινόμενος στην πραγματικότητα-- όρος της «παγκόσμιας αγοράς».

Στο επίκεντρο της πολεμικής του βρίσκεται ο Κάουτσκι και οι σοσιαλδημοκράτες με τη θεωρία του υπερ-ιμπεριαλισμού. Ο Λένιν στον Ιμπεριαλισμό θα υποστηρίξει πως: «Σε αυτή τη "θεωρία του υπεριμπεριαλισμού"  θα χρειαστεί να σταθούμε παρακάτω, για να δείξουμε λεπτομερειακά ως πιο βαθμό ξεκόβει κατηγορηματικά και αμετάκλητα από τον μαρξισμό. Εδώ όμως πρέπει, σύμφωνα με το γενικό σχέδιο αυτού του σκιαγραφήματος, να ρίξουμε μια ματιά στα ακριβή οικονομικά στοιχεία που αφορούν αυτό το ζήτημα. Είναι πιθανός "από καθαρά οικονομική άποψη" ο "υπεριμπεριαλισμός" ή πρόκειται για υπερανοησία; Αν, λέγοντας καθαρά οικονομική άποψη, εννοούμε μια "καθαρά" αφηρημένη έννοια, τότε όλα όσα μπορούμε να πούμε καταλήγουν στη θέση: η ανάπτυξη τραβά προς τα μονοπώλια, συνεπώς προς ένα παγκόσμιο μονοπώλιο, προς ένα παγκόσμιο τραστ. Αυτό είναι αναμφισβήτητο, μα και απολύτως χωρίς κανένα περιεχόμενο, όπως η υπόθεση ότι η "ανάπτυξη τραβά" προς την παραγωγή των ειδών διατροφής μέσα σε επιστημονικά εργαστήρια. Με την έννοια αυτή η "θεωρία" του υπεριμπεριαλισμού είναι επίσης μια τέτοια ανοησία, όπως θα ήταν η θεωρία της "υπεργεωργίας". Αν όμως μιλάμε για τις "καθαρά οικονομικές" συνθήκες της εποχής του χρηματιστικού κεφαλαίου σαν μιας ιστορικά συγκεκριμένης εποχής που ανάγεται από τις αρχές του ΧΧ αιώνα τότε η καλύτερη απάντηση στις νεκρές αφαιρέσεις για τον "υπεριμπεριαλισμό"  (που εξυπηρετούν αποκλειστικά ένα υπεραντιδραστικό σκοπό: να αποσπάσουν την προσοχή από το βάθος των αντιθέσεων  που  υπάρχουν) είναι να αντιπαραθέσουμε σ' αυτές τη συγκεκριμένη οικονομική πραγματικότητα της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας. Οι χωρίς περιεχόμενο φλυαρίες του Κάουτσκι για τον υπεριμπεριαλισμό ενθαρρύνουν, ανάμεσα στα άλλα, τη βαθιά λαθεμένη σκέψη, που χύνει νερό στον μύλο των απολογητών του ιμπεριαλισμού, ότι τάχα η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου  εξασθενίζει την ανισομετρία και τις αντιθέσεις μέσα στην παγκόσμια οικονομία, ενώ στην πραγματικότητα τις δυναμώνει» (Λένιν 1976: 115- 116).

Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε από τη θέση αυτή του Λένιν είναι η διάκριση ανάμεσα σε ένα υψηλότατο επίπεδο αφαίρεσης όπου όλα είναι δυνατό να συμβούν και στην συγκεκριμένη πραγματικότητα με τις δεδομένες κοινωνικές συνθήκες και τα αντίστοιχα όρια. Στο γενικό και αφηρημένο επίπεδο μπορεί κανείς να μιλά και για παγκόσμιο καπιταλισμό ο οποίος ομαλά αναπαράγεται και στο εσωτερικό του αντιπαρατίθενται η παγκόσμια αστική με την παγκόσμια εργατική τάξη. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που υπάρχει είναι πραγματικά κράτη (κοινωνικοί σχηματισμοί) που έχουν περάσει στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει πως εξαλείφεται ο ανταγωνισμός [10], και τα οποία εκφράζοντας τους συνολικούς όρους αναπαραγωγής των εθνικών κεφαλαίων επιδιώκουν την αναβάθμιση της θέσης τους στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας και τον αντίστοιχο συσχετισμό πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος. Στη διάρκεια της προσπάθειας αυτής είναι δυνατό να συμπυκνωθούν αντιθέσεις και να δημιουργηθούν  οι όροι απόσπασης ενός κράτους από την ιμπεριαλιστική αλυσίδα (βλ. και παρακάτω). Για να πραγματοποιηθεί όμως αυτό θα πρέπει να ηττηθούν τόσο οι απόψεις του υπεριμπεριαλισμού όσο και αυτές εκείνων που αδυνατούσαν να καταλάβουν τη σημασία του αιτήματος για την αυτοδιάθεση των λαών [11] .

 

3. Η λενινιστική αντίληψη για τον ιμπεριαλισμό και την ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

Μετά την παρουσίαση των βασικών απόψεων των κλασικών για τον ιμπεριαλισμό, την καταγραφή των αντιφάσεών τους και την τοποθέτηση της λενινιστικής προβληματικής στη σωστή ιστορική της διάσταση, είναι δυνατό να περάσουμε σε μια, δεύτερη, παράθεση των βασικών πλευρών των θέσεων του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό όπως αυτές προκύπτουν μέσω της δυναμικής ανάγνωσης των κειμένων του.

Ο ιμπεριαλισμός σύμφωνα με τον Λένιν δημιουργείται λόγω της ανάπτυξης του καπιταλισμού και του περάσματός του στο μονοπωλιακό στάδιο. Η συσσώρευση ορισμένων συγκεκριμένων ποσοτικών και ποιοτικών όρων επέτρεψε τη συγκρότηση της υποδομής πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί το εποικοδόμημα του ιμπεριαλισμού. Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά; α) συγκεντροποίηση της παραγωγής και του κεφαλαίου σε τέτοιο βαθμό που ως συνέπεια έχει τη δημιουργία των μονοπωλίων, β) συγχώνευση του βιομηχανικού και του τραπεζικού κεφαλαίου και σχηματισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου, γ) αύξηση των εξαγωγών κεφαλαίων [12] , δ) δημιουργία πολυεθνικών, ε) ολοκλήρωση του μοιράσματος του κόσμου από τα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη (Λένιν 1976: 109).

Το ενδιαφέρον στον ορισμό του Λένιν είναι ότι δεν περιορίζεται σε μια οικονομοκεντρική προσέγγιση του φαινομένου, αλλά υπογραμμίζει και τη σημασία του γεγονότος της ειδικής πολιτικο-στρατιωτικής ισχύος που επιτρέπει τη μοίρασμα του κόσμου μεταξύ των πιο αναπτυγμένων κρατών. Βάση αυτής της λογικής μπορούμε να κατανοήσουμε και τη διατύπωση της θέσης περί σχηματισμού της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Η αύξουσα διεθνοποίηση του καπιταλισμού που σημειώθηκε μεταξύ των ετών 1870-1914 [13] μέσα από τις εξαγωγές κεφαλαίων, επενδύσεων και εμπορευμάτων και τη δημιουργία των πολυεθνικών επιχειρήσεων θα συντελέσει στην πολυεπίπεδη [14] διαπλοκή μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών σχηματισμών και στη διαμόρφωση της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Ο όρος πολυεπίπεδη χρησιμοποιείται για να γίνει κατανοητό πως δεν πρόκειται για τη δημιουργία μιας πυραμίδας όπου οι οικονομικά προηγμένες χώρες βρίσκονται στις ανώτερες θέσεις και οι οικονομικά καθυστερημένες στις κατώτερες.

Με άλλα λόγια, για την κατάταξη μιας χώρας (ενός κοινωνικού σχηματισμού) στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα συνυπολογίζεται τόσο το επίπεδο της οικονομικής του ανάπτυξης όσο και η συνολική πολιτικο-στρατιωτική του ισχύ. Το ποιο από τα δύο στοιχεία έχει μεγαλύτερη σημασία εξαρτάται κάθε φορά από την εξέλιξη της ταξικής πάλης τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε τοπικό επίπεδο [15] . Αυτό, με άλλα λόγια που φαίνεται να κυριαρχεί στις σχέσεις μεταξύ των κρατών της αλυσίδας είναι η ανισόμετρη ανάπτυξη [16] -- γεγονός που οδηγεί και σε διαφορετικές, ιεραρχικά ανισότιμες, θέσεις.

Έτσι, η ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως μια παράθεση κοινωνικών σχηματισμών αλλά ως ένα κεντρικό πεδίο της ταξικής πάλης όπου ανταγωνίζονται ατομικά και εθνικά κεφάλαια, κοινωνικοί σχηματισμοί αλλά και συνασπισμοί κρατών. Τα μπλοκ αυτά συγκροτούνται γύρω από μια ηγεμονική δύναμη η οποία έχει την οικονομική υπεροχή αλλά και την πολιτικοστρατιωτική ικανότητα να διαφυλάξει τα συμφέροντα των χωρών που ανήκουν στον συνασπισμό αυτό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Μ. Βρετανία μέχρι το μεσοπόλεμο, η Γερμανία στην περίοδο μέχρι το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και οι ΗΠΑ από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο μέχρι σήμερα.

Ως βάση αυτού του σκεπτικού μπορεί να γίνει κατανοητή η λενινιστική θέση σύμφωνα με την οποία η σοσιαλιστική επανάσταση δεν λαμβάνει χώρα ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο λόγω της υποτιθέμενης αδυναμίας αναπαραγωγής του συστήματος αλλά ούτε εκεί που έχει «υπεραναπτυχθεί» ο καπιταλισμός. Αντίθετα, στον κοινωνικό σχηματισμό εκείνο που, στα πλαίσια μιας ειδικής ιστορικής συγκυρίας, συσσωρεύονται οι κοινωνικές αντιφάσεις με τέτοιο τρόπο που να δημιουργούνται οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την εκδήλωση της επαναστατικής κατάστασης και το ξέσπασμα της επαναστατικής κρίσης (Μηλιός 2000, σ. 46 επ.) [17] .

Οι υλικές προϋποθέσεις για τη συγκρότηση της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας αρχίζουν να δημιουργούνται κατά την περίοδο μετάβασης, σε διάφορους κοινωνικούς σχηματισμούς, από το φιλελεύθερο στο μονοπωλιακό στάδιο [18] . Την περίοδο εκείνη παρατηρείται μια αύξηση στοιχείων συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής καθώς και άνοδος της κερδοφορίας σε βαθμό που να γίνεται όλο πιο αναγκαίο το πέρασμα σε μορφές σχετικής υπεραξίας. Η τάση αυτή θα έρθει να διαπλεχτεί με την εγγενή ροπή του κεφαλαίου να υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα. Αυτή η διαδικασία κινήθηκε κυρίως στην κατεύθυνση της διεθνοποίησης των ροών του χρηματικού κεφαλαίου -- ιδιαίτερα μάλιστα από τη στιγμή που μια σειρά κοινωνικοί σχηματισμοί ενσωματώνονταν στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Οι τελευταίοι είχαν την ανάγκη χρηματοδότησης των γενικών όρων παραγωγής, συγκροτώντας ταυτόχρονα χώρους επενδύσεων, ενώ την ίδια στιγμή για τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις γινόταν απαραίτητη η παρουσία τους σε μία σειρά από χώρες κομβικές για την άντληση και μεταφορά των πρώτων υλών. Έτσι κυρίως διεθνοποιούνται οι ροές κεφαλαίων σε μετοχές και ομολογίες, οι οποίες τροφοδότησαν τις επενδύσεις σε έργα υποδομής (σιδηρόδρομοι, διώρυγες), αλλά και η μεταφορά πρώτων υλών ιδιαίτερα μετά τη γενίκευση της χρήσης του πετρελαίου και την ανάπτυξη της καπιταλιστικής γαιοπροσόδου σε προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς, που με αυτό τον τρόπο μετατρέπονται σε καπιταλιστικοί. Σε δεύτερο μάλιστα χρόνο η διεθνοποίηση του κεφαλαίου θα συντελέσει στη διεύρυνση των εξαγωγών εμπορευμάτων και στην πραγματοποίηση παραγωγικών επενδύσεων (όπου εμφανίζονται οι πρώτες μορφές πολυεθνικών) ενώ συνδυάζεται με την αύξηση των μορφών συγκεντροποίησης (δημιουργία τραστ και καρτέλ).

Όλη αυτή η διαδικασία θα οδηγήσει σε ένταση των ανταγωνισμών μεταξύ των πιο ισχυρών εθνικών κρατών με διακύβευμα την πρόσβαση στις χώρες αυτές ως προμηθευτές πρώτων υλών και ως τόπος πραγματοποίησης εξαγωγών. Το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία δύο διαφορετικών συνασπισμών και το ξέσπασμα του Α΄ παγκοσμίου πολέμου.

Στη συνέχεια και ιδιαίτερα μετά το τέλος και του Β΄ παγκοσμίου πολέμου θα σημειωθεί μια αλλαγή στη μορφή της διεθνούς κίνησης του κεφαλαίου και το βάρος θα πέσει στις εξαγωγές κεφαλαίων για άμεσες επενδύσεις, με αντίστοιχη μείωση του βάρους των δανειακών κεφαλαίων. Ο στόχος είναι η εκμετάλλευση των διαφορών παραγωγικότητας της εργασίας, της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και των ποσοστών κέρδους, απαντώντας στην τροποποίηση του νόμου της αξίας όπως αυτή προκύπτει από την κρατική παρέμβαση και τη διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία, σε βαθμό μεγαλύτερο του παρελθόντος, επιχειρήσεων με αλλοδαπά κεφάλαια  σε ορισμένους κοινωνικούς σχηματισμούς καθώς και των λεγόμενων πολυεθνικών εταιρειών. Παράλληλα τα τελευταία 40 χρόνια θα πραγματοποιηθεί σημαντική αύξηση των εξαγωγών εμπορευμάτων [19] .

Ας συνοψίσουμε: αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως το πέρασμα στο μονοπωλιακό στάδιο σε μια σειρά από συγκεκριμένους κοινωνικούς σχηματισμούς είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη των δυνατοτήτων οικονομικής και γεωγραφικής επέκτασης των κεφαλαιουχικών δραστηριοτήτων. Εννοείται ότι τόσο οι συγκεκριμένοι αναπτυγμένοι εθνικοί σχηματισμοί όσο και το σύνολο των κρατών σε παγκόσμιο επίπεδο απόκλιναν σημαντικά μεταξύ τους. Η ένταξή τους στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν ήρθε ως αποτέλεσμα ενός ουσιολογικού μετασχηματισμού σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά ως συνέπεια της έκκρισης πιέσεων από το ένα κράτος στο άλλο. Πιέσεων οικονομικών, λόγω των διαφορών παραγωγικότητας που σχετίζονται με τις διαφοροποιήσεις στην ιστορική εξέλιξη κάθε κράτους, αλλά και πιέσεων πολιτικών/γεωστρατιωτικών λόγω της ανάλογης ισχύος ορισμένων κρατών. Η σύνδεση, ένας άλλος δόκιμος όρος θα ήταν αυτός της ετεροβαρούς αλληλεξάρτησης, των κρατών μέσα από αυτές τις διαδικασίες οδήγησε στο σχηματισμό της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, στην οποία συμμετέχουν όλα τα καπιταλιστικά κράτη: το επίπεδο ανάπτυξής τους δεν σχετίζεται με τη συμμετοχή τους αλλά με τη θέση που καταλαμβάνουν στο εσωτερικό της αλυσίδας. Με αυτή την έννοια ένα κράτος μπορεί να μην έχει μεταβεί στον μονοπωλιακό/ιμπεριαλιστικό στάδιο αλλά συμμετέχει στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, σε κατώτερη θέση, μαζί με άλλους σχηματισμούς που βρίσκονται στο μονοπωλιακό στάδιο. Έτσι λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της ταξικής πάλης σε επίπεδο κοινωνικού σχηματισμού γίνεται δυνατό να κατανοηθεί η έννοια της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας χωρίς να διολισθαίνουμε σε απόψεις περί παγκόσμιου καπιταλισμού, περιοδολόγησης των τρόπων παραγωγής κ.λπ..

Ταυτόχρονα θα πρέπει να γίνει σαφές πως η ιεράρχηση που παρατηρείται στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας βασίζεται τόσο στην οικονομική όσο και στη γεωστρατιωτική ισχύ και η ιστορική εμπειρία έχει δείξει πως σχεδόν πάντα οι δύο αυτοί παράγοντες είναι ομοιόμορφα αναπτυγμένοι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις ηγετικές θέσεις. Παραδείγματα υπάρχουν πολλά: η Μ. Βρετανία και η Γερμανία μέχρι το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, οι ΗΠΑ από το μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα. Μέσα από αυτό πρίσμα γίνεται αντιληπτό και το περιεχόμενο του ιμπεριαλισμού σύμφωνα με το οποίο το σημαντικό δεν είναι τόσο η εδαφική προσάρτηση όσο η διασφάλιση των όρων αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης σε μια σειρά από διακυβευόμενους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η Κορέα, το Βιετνάμ, το Κουβέιτ, η Γιουγκοσλαβία κ.ά. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν τέθηκε θέμα γεωγραφικής επέκτασης των εμπλεκόμενων ιμπεριαλιστικών χωρών, αλλά επιδιώχθηκε η: α) προστασία των εγχώριων αστικών τάξεων και κατά συνέπεια της κεφαλαιακής κοινωνικής σχέσης, β) παραδειγματική συμμόρφωση όλων εκείνων των δυνάμεων που θα επιδίωκαν πρακτικές αποσταθεροποίησης, γ) εξασφάλιση των ιδιαίτερων συμφερόντων που είχαν αναπτύξει ή σκόπευαν να αναπτύξουν οι ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις. Η τελική εξέλιξη είναι ότι μετά από την επιτυχή για τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα επίλυση της κρίσης η εμπλοκή των ισχυρών δυνάμεων στην περιοχή είναι σαφώς μεγαλύτερη απ' ότι πριν το ξέσπασμα της κρίσης και η όποια λύση επιλέγεται προβλέπει και το γεγονός αυτό ως παράμετρό της [20] .

Μέσα από αυτό το πρίσμα γίνεται πιο κατανοητή η ερμηνεία που προτείνουμε για την προσέγγιση του ιμπεριαλιστικού φαινομένου τόσο στο παρελθόν όσο και στις μέρες μας. Μόνο που στη σύγχρονη εποχή έχουν σημειωθεί ορισμένες αλλαγές τις οποίες αξίζει να μελετήσουμε περισσότερο εξετάζοντας πρώτα από όλα την πιθανότητα μετάβασης του σύγχρονου κόσμου ως σύνολο σε ένα νέο μετα-ιμπεριαλιστικό στάδιο.

4. Μια σύντομη αναφορά στο ζήτημα της περιοδολόγησης των τρόπων παραγωγής  

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε αν ισχύει ακόμα η λενινιστική θέση της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, θα πρέπει, αρχικά, να κατανοήσουμε τη διαδικασία μετάβασης από στάδιο σε στάδιο καθώς και να απαντήσουμε στο ερώτημα σε ποιο επίπεδο μπορεί να γίνει η περιοδολόγηση: σε αυτό του τρόπου παραγωγής ή σε αυτό του κοινωνικού σχηματισμού. Σύμφωνα με τη θέση που υποστήριξαν οι Ιωαννίδης/ Μαυρουδέας η περιοδολόγηση πρέπει να γίνεται σε επίπεδο τρόπου παραγωγής  με βασικό κριτήριο τους τρόπους ιδιοποίησης της υπεραξίας και τους συνδεόμενους με αυτούς τρόπους κοινωνικοποίησης της παραγωγής. Με βάση αυτό το σκεπτικό ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής διακρίνεται σε τρία στάδια: α) τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού β) τον μονοπωλιακό καπιταλισμό που υποδιαιρείται στη μονοπωλιακή φάση και στην κρατικομονοπωλιακή φάση και στο νέο στάδιο που ξεκινά μετά την κρίση του '73 (Ιωαννίδης- Μαυρουδέας 2000: 635). Βασικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου αυτού σταδίου είναι η εισαγωγή των ευλύγιστων μορφών εργασίας, η αντιφατική τάση αποειδίκευσης/πολυειδίκευσης, η αλλαγή της σχέσης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας προς όφελος της πρώτης, ο βαρύνων ρόλος των πολυκλαδικών μονοπωλίων, η ενίσχυση του ρόλου του πιστωτικού χρήματος, η μεταβολή του κράτους σε επιτελείο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, η διεθνοποίηση του παραγωγικού κεφαλαίου, η δραματική μείωση του μεριδίου των μισθών, οι συνεχείς εκδηλώσεις χρηματιστηριακών κρίσεων, η κρίση των μαζικών κομμάτων κ.ά (Ιωαννίδης- Μαυρουδέας 2000: 644- 646).

Στη θεωρία περί νέου σταδίου θα αντιπαραθέσουμε δύο ειδών ενστάσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με το γεγονός της παράτασης της εργάσιμης μέρας και κατά συνέπεια της αυξανόμενης παρουσίας μορφών παραγωγής απόλυτης υπεραξίας. Ωστόσο η παρατήρηση αυτή δεν προσδίδει κάτι το καινούριο στις υπάρχουσες μαρξιστικές αναλύσεις -- πόσο μάλλον σε σημείο να γίνεται λόγος για νέο στάδιο. Καταρχήν μορφές απόλυτης και σχετικής υπεραξίας συνυπήρχαν από την εποχή του Μαρξ ο οποίος ήταν και εκείνος που τις περιέγραψε. Αλλά το σημαντικότερο είναι πως η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας δεν επιτυγχάνεται στη σημερινή εποχή παρά μόνο δευτερευόντως από την επέκταση του εργάσιμου χρόνου, επέκταση που προσκρούει σε συγκεκριμένα χρονικά όρια, αλλά κυρίως μέσω της ανάπτυξη της τεχνολογίας και της αναδιαμόρφωσης των εργασιακών σχέσεων κατά τρόπο που να αυξάνουν την αποδοτικότητα του κεφαλαίου. Με αυτή την έννοια ούτε η μερική απασχόληση, ούτε η τηλεργασία αποτελούν μορφές επιστροφής στο καθεστώς της απόλυτης υπεραξίας.

Άλλωστε, τα διαθέσιμα στοιχεία δεν φανερώνουν μια συνολική και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο παράταση της εργάσιμης μέρας: ο μέσος όρος εβδομαδιαίων ωρών μεταξύ των ετών 1988 και 1996 μειώνεται στην  Ιαπωνία από 46,9 στις 43,6, στις ΗΠΑ από 34,7 σε 34,4, στη Γαλλία από 39,1 σε 38,9, στον Καναδά από 32,1 από στις 30,5 και στη Μ. Βρετανία από 44,1 σε 43,5  (Στοιχεία από ILO, 1994 – ΙLΟ, 1997).

Η δεύτερη σχετίζεται με το αν μπορεί να υπάρξει περιοδολόγηση σε επίπεδο τρόπου παραγωγής. Θα απαντήσουμε, πολύ συνοπτικά, πως αυτό είναι αδύνατο γιατί  ο τρόπος παραγωγής αποτελεί μια ιδεοτυπική κατάσταση, ένα αναλυτικό εργαλείο  σε υψηλότατο επίπεδο αφαίρεσης, που στην «καθαρή» του μορφή δεν μπορεί να υπάρξει στα πλαίσια κάποιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας  (Μηλιός 2000: 145 επ.). Με αυτή την έννοια ο τρόπος παραγωγής λειτουργώντας ως ιδεατός τύπος [21] δεν μπορεί να παρουσιάσει αλλαγές ούτε μετασχηματισμούς (Sakellaropoulos 1999: 5-6). Αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα είναι ο συγκεκριμένος κοινωνικός σχηματισμός και η ιστορικότητα της ταξικής πάλης που έχει αποτυπωθεί στο εσωτερικό του. Δηλαδή οι δεδομένες εκφάνσεις της πάλης των τάξεων που επικαθόρισαν μια συγκεκριμένη συνάρθρωση διαφορετικών τρόπων παραγωγής καθώς και ορισμένους συσχετισμούς δύναμης στο πολιτικό και στο ιδεολογικό επίπεδο. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Ν. Πουλαντζάς, «η αναπαραγωγή (περιοδοποίηση) ενός τρόπου παραγωγής δεν είναι "διαδικασία" αυτού του τρόπου παραγωγής σαν τέτοιου: τα στάδια και οι φάσεις αφορούν ταυτόχρονα διαφορικές αλλαγές που συνιστούν την ύπαρξη αυτού του τρόπου παραγωγής υπό μορφή κοινωνικών σχηματισμών (...) Οι κοινωνικοί σχηματισμοί είναι σαφώς οι τόποι της αναπαραγωγικής διαδικασίας, ως κόμβοι της άνισης ανάπτυξης στις σχέσεις των τρόπων παραγωγής και των μορφών παραγωγής στο πλαίσιο της πάλης των τάξεων» (Πουλαντζάς 1990: 59- 60).

Με βάση αυτή την προβληματική μπορεί να υπάρξει περιοδολόγηση σε επίπεδο κοινωνικού σχηματισμού, όπου ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής που κυριαρχεί και τα αποτελέσματα της ταξικής πάλης προκύπτουν διαχωρισμοί ανά τρόπο παραγωγής (με την έννοια της ηγεμονίας ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής), ανά στάδιο και ανά φάση. Τα στάδια αποτελούν μεγάλες υποπεριόδους στο εσωτερικό του χρόνου κυριαρχίας ενός τρόπου παραγωγής. Οι φάσεις είναι χρονικές ολότητες των σταδίων και αναφέρονται σε χαμηλότερα επίπεδα αφαίρεσης. Εννοείται ότι για το πέρασμα από φάση σε φάση,   από στάδιο σε στάδιο και από τρόπο παραγωγής σε τρόπο παραγωγής μεσολαβούν οι μεταβατικές ιστορικές συγκυρίες. Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός πως η αναφορά σε τρόπους παραγωγής, φάσεις και στάδια δεν αφορά μόνο την  οικονομική αλλά και την πολιτική και την ιδεολογική σφαίρα. Με αυτή την έννοια η μορφή που θα έχει π.χ. το κομματικό σύστημα σε μια χώρα συνδέεται άμεσα με  τη φάση και το στάδιο το οποίο διανύει καθώς και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει εμφανίσει η ταξική πάλη στο εσωτερικό της [22] .

Ένα ερώτημα που μπορεί να προκύψει, ανεξάρτητα από το σωστό ή το λάθος των απόψεών μας, συνδέεται με τη σημασία που έχει μια τέτοια συζήτηση. Διαφορετικά ειπωμένο, για ποιο λόγο, πέρα από ορισμένες --δυσδιάκριτες πολύ συχνά-- μεθοδολογικές ενστάσεις, θα πρέπει να προβληματιζόμαστε αν η περιοδολόγηση γίνεται σε επίπεδο τρόπου παραγωγής ή σε επίπεδο κοινωνικού σχηματισμού;

Νομίζουμε ότι λόγος υπάρχει και είναι πολύ σοβαρός. Σχετίζεται με τις απαντήσεις που έγινε προσπάθεια να δοθούν από την πλευρά του κομμουνιστικού κινήματος, οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν σε δύο βασικές εκδοχές:

Η μία είναι εκείνη που τοποθετούμενη θετικά στο ζήτημα της περιοδολόγησης του τρόπου παραγωγής αντιμετωπίζει συνολικά και το ζήτημα του μετασχηματισμού του. Με την έννοια αυτή δεν τίθεται ζήτημα της σοσιαλιστικής μετάβασης σε κάθε χώρα ξεχωριστά αλλά το θέμα μετατίθεται σε παγκόσμιο επίπεδο δεδομένου ότι ο καπιταλισμός, και ιδιαίτερα τώρα με την αύξουσα τάση διεθνοποίησης, έχει λάβει διαπλανητικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για τροτσκιστικές, ή νεοτροτσκιστικές αντιλήψεις που φαίνεται να παραγνωρίζουν τη σημασία της λενινιστικής τομής σχετικά με τη δημιουργία της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (βλ. παρακάτω).

Η δεύτερη, υιοθετώντας τη θέση πως περιοδολόγηση μπορεί να υπάρξει μόνο σε επίπεδο κοινωνικού σχηματισμού, ασπάζεται, ταυτόχρονα, τη θεωρία του αδύνατου κρίκου βάζοντας σε προτεραιότητα την απόσπαση μιας χώρας από την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, στο εσωτερικό της οποίας συμπυκνώνονται τέτοιου είδους αντιφάσεις ώστε να καθίσταται πιο εφικτή η σοσιαλιστική προοπτική.

Η ιστορική εμπειρία αποδεικνύει πως πολιτικά αποτελέσματα έχει να επιδείξει μόνο η δεύτερη άποψη, με τη νίκη των κομμουνιστικών και αριστερών κινημάτων σε μεμονωμένες χώρες κάθε φορά [23] .

5. Ο ιμπεριαλισμός σήμερα  

Η ιστορική αναδρομή που προηγήθηκε δεν είναι δυνατό να  προσδιορίσει ούτε τα χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού της εποχής μας -- πόσο μάλλον αν μπορεί να γίνει λόγος για συνέχιση της χρήσης της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας ως βασικού αναλυτικού εργαλείου της εξέλιξης της πάλης των τάξεων. Με άλλα λόγια, το ερώτημα που τίθεται είναι αν σήμερα είναι επαρκή τα βασικά μεθοδολογικά στοιχεία που μας δίνει η λενινιστική ανάλυση του ιμπεριαλιστικού σταδίου και της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας ή θα πρέπει να προσφύγουμε στη χρήση νέων μεθόδων που να αντιστοιχούν στη δομή ενός άλλου, νέου, σταδίου. Ωστόσο, για να γίνει λόγος για μετάβαση σε νέο στάδιο, πέρα από τις αντιρρήσεις που ήδη εκθέσαμε, θα πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένου είδους μετασχηματισμοί που αναιρούν μια σειρά από χαρακτηριστικά του προηγούμενου (μονοπωλιακού/ιμπεριαλιστικού) σταδίου: πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, ηγεμονία της σχετικής απέναντι στην απόλυτη υπεραξία, συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, σχηματισμός και αναπαραγωγή της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, διεθνοποίηση του κεφαλαίου, μετάθεσης των κέντρων εξουσίας από το εκτελεστικό στη διοίκηση και σε παράλληλα κέντρα αποφάσεων, λειτουργία των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους ως φορέων νομιμοποίησης της αστικής εξουσίας και κωδικοποίησης της κυρίαρχης ιδεολογίας. Επειδή, λοιπόν, δεν φαίνεται να πραγματοποιούνται σημαντικές αλλαγές σε αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούμε να συμπεράνουμε πως δεν τίθεται θέμα μετάβασης σε άλλο στάδιο.

Το ζήτημα, με το οποίο άλλωστε θα ασχοληθούμε σε αυτή την παράγραφο, είναι η ανίχνευση των βασικών χαρακτηριστικών των ιμπεριαλιστικών πολιτικών όπως αυτά παρουσιάζονται στη σημερινή φάση του μονοπωλιακού σταδίου για κάθε κοινωνικό σχηματισμό που εμείς την ονομάζουμε φάση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης  (Μαυρής 1986, Μηλιός- Ιωακείμογλου 1990, Σακελλαρόπουλος 1999).

Το πρώτο στοιχείο που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη περίοδο είναι η αύξηση της διεθνοποίησης των οικονομιών. Η εξέλιξη αυτή αφορά τόσο τις ροές του χρηματιστικού κεφαλαίου όσο και τις εξαγωγές επενδύσεων και αγαθών [24] . Αυτή η αύξηση του όγκου των συναλλαγών και των επενδύσεων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις επιπτώσεις της κρίσης υπερσυσσώρευσης και στην ανάγκη του κεφαλαίου να επενδυθεί σε περιοχές που εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθούν μεγαλύτερα ποσοστά κερδοφορίας. Ταυτόχρονα η αδυναμία οριστικής εξόδου από την κρίση θα ωθήσει αρκετά σημαντικά τμήματα του κεφαλαίου στη χρηματιστηριακή σφαίρα όπου εκτιμάται ότι οι αποδόσεις θα είναι μεγαλύτερες.

Σημαντικό ρόλο της τάσης τοποθέτησης κεφαλαίων στη χρηματοπιστωτική σφαίρα αποτελεί και το γεγονός της ταχύτερης κύκλησης χρηματικού κεφαλαίου λόγω της ασύγκριτης ανάπτυξης της τεχνολογικής προόδου. Ωστόσο θα πρέπει να γίνει σαφές πως το ζήτημα δεν είναι τεχνικό αλλά πρωταρχικά ταξικό με την έννοια της εκπόνησης ταξικής στρατηγικής από την πλευρά της άρχουσας τάξης. Η μαζική κατεύθυνση κεφαλαίων προς τις χρηματοπιστωτικές αγορές, πέρα από τις αναμφισβήτητες «κερδοσκοπικές» πλευρές που τη διακρίνουν, σηματοδοτεί, ταυτόχρονα, και την αναβάθμιση της κεφαλαιουχικής και ιμπεριαλιστικής εμπιστοσύνης προς τις χώρες εισαγωγής κεφαλαίων. Ωστόσο, οι δυνατότητες της άμεσης απόσυρσης κεφαλαίων, πράγμα που οφείλεται στην αλλαγή των εκτιμήσεων για τη δυναμικότητα της οικονομίας σε μια συγκεκριμένη περιοχή, λειτουργούν ως μηχανισμοί μεταφοράς πιέσεων από τον ένα κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στον άλλο. Πιέσεων που σχετίζονται με την ανάγκη βελτίωσης των όρων αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης αλλά και του ύψους του ποσοστού κέρδους. Σε κάθε περίπτωση πάντως το ενδεχόμενο μαζικής εξόδου κεφαλαίων, ακόμα και ως άρρητη απειλή, λειτουργεί ως ιμάντας μεταβίβασης των πολιτικών ιεραρχήσεων των ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών χωρών.

Αυτή η διαδικασία διεθνοποίησης θα έχει και σημαντικά πολιτικά και ιδεολογικά αποτελέσματα. Πολιτικά, γιατί η ανάγκη να ανταπεξέλθουν τα ατομικά και εθνικά κεφάλαια στην όξυνση του ανταγωνισμού και στην άρση του προστατευτισμού θα χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι από τις κυβερνήσεις για την εφαρμογή των προγραμμάτων λιτότητας, τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, τη μείωση των δραστηριοτήτων του Κράτους Πρόνοιας και τον περιορισμό των εργατικών δικαιωμάτων. Ιδεολογικά γιατί όλο αυτό το εγχείρημα καλύπτεται κάτω από ορισμένα ιδεολογήματα,  με πρώτο αυτό της «παγκοσμιοποίησης», το οποίο χρησιμοποιείται με μια ουμανιστική χροιά προσπαθώντας να πείσει πως η ένταση της διεθνοποίησης --και όχι παγκοσμιοποίησης-- [25] θα καταλήξει σε όφελος όλων των ανθρώπων [26] . Παράλληλα επιστρατεύεται το επιχείρημα των αναγκών της εθνικής οικονομίας για την ανάπτυξη της οποίας θα πρέπει όλοι οι πολίτες, (βασικό θεμέλιο της συγκρότησης του αστικού κράτους αποτελεί η –αταξική-- έννοια του ατόμου-πολίτη), να υποστούν τις απαραίτητες θυσίες προς όφελος του «κοινού» συμφέροντος. Άλλωστε ο βαθμός «συνυπευθυνότητας» αφορά το σύνολο των τάξεων και λειτουργεί αποτρεπτικά προς οποιαδήποτε διεκδίκηση θα έθετε σε κίνδυνο το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας. Πόσο μάλλον που μια σειρά από θεσμικές μεταλλαγές αφοπλίζει τα λιγότερο ανταγωνιστικά κεφάλαια από το πλέγμα προστατευτισμού που ίσχυε μέχρι πρότινος (μείωση ή και εξάλειψη των δασμών, άρση των περιορισμών στην κίνηση των κεφαλαίων, «κλείδωμα» νομισματικών ισοτιμιών).

Με αυτή την έννοια πρόκειται για πολύ σημαντική αλλαγή, αφού στο παρελθόν η οποιαδήποτε άρση του προστατευτισμού φάνταζε εντελώς αδύνατη, ακόμα κι ο Λένιν το είχε αποκλείσει εντελώς. Ωστόσο, οι μεταβολές αυτές, στο επίπεδο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, εκφράζουν τη δυναμική των πιο ισχυρών τμημάτων του κεφαλαίου που ωθεί την πολιτική εξουσία προς την πλήρη απελευθέρωση των αγορών. Η εξέλιξη αυτή έχει μια «εσωτερική» και μια «εξωτερική» λειτουργία: η «εσωτερική» είναι πως οι πιο ισχυρές επιχειρηματικές μονάδες δεν θεωρούν πως έχουν ανάγκη τη δασμολογική και νομισματική προστασία δεδομένης της ανωτερότητάς τους στο πεδίο της παραγωγικότητας. Η «εξωτερική» σχετίζεται με την επιδίωξή τους να καταργηθούν οι υποτιμήσεις των ξένων νομισμάτων καθώς και η άσκηση δασμολογικών πολιτικών έτσι ώστε να μπορούν ανεμπόδιστα να πραγματοποιούν εξαγωγές (αλλά και εξαγωγές κεφαλαίων σε κλάδους αιχμής) στο εξωτερικό, έχοντας, πάλι, ως πλεονέκτημα την υψηλή τους παραγωγικότητα, διευρύνοντας με αυτό τον τρόπο το πεδίο δράσης τους. Σε ό,τι αφορά το επίπεδο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας αυτές οι αλλαγές σηματοδοτούν μια μετατόπιση των συνεπειών των διαφορών παραγωγικότητας από τον ένα εθνικό σχηματισμό στον άλλο και κατά συνέπεια στην ανάγκη λήψης αποφάσεων, σε εθνικό επίπεδο, τέτοιου περιεχομένου που να συντελούν στην αύξηση της κεφαλαιακής αποδοτικότητας. Με τον τρόπο αυτό κάθε κοινωνικός σχηματισμός χωριστά εισέρχεται στη φάση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, η οποία εντάσσεται στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού. Πρόκειται, με άλλα λόγια, όχι για μια ουσιολογική-τελεολογική ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά για το αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων, που χαρακτηρίζεται από τη δεδομένη υποχώρηση των δυνάμεων της ζωντανής εργασίας, στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού και την αντίστοιχη έκκρισή του από κρίκο σε κρίκο.

Το δεύτερο σημείο αποτελεί απόρροια των όσων περιγράφηκαν και αφορά την τάση για σχηματισμούς υπερεθνικών ολοκληρώσεων: πρόκειται για γεωγραφικές περιοχές ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων και επενδύσεων μέσω πολιτικών και θεσμικών συμφωνιών ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα κράτη. Η πολιτική ενοποίηση αυτών των ολοκληρώσεων, όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί το πιο προχωρημένο εγχείρημα, είναι ένα διακύβευμα, αλλά δεν φαίνεται στο ορατό μέλλον να μπορεί να γίνει λόγος για συγκρότηση ενιαίου κρατικού μηχανισμού (Σακελλαρόπουλος 1998). Περισσότερο μπορούμε να μιλάμε για προσπάθειες αξιοποίησης των ρυθμών κεφαλαιακής συσσώρευσης και της ανάγκης υπέρβασης των εθνικών συνόρων με στόχο την αναστροφή των τάσεων πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.

Σε κάθε περίπτωση όλα ξεκινούν, και σε αυτό το ζήτημα, από τη μεταφορά πιέσεων που λαμβάνει χώρα από κρίκο σε κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Η άνοδος της παραγωγικότητας και η προσπάθεια ανεύρεσης πεδίων υψηλότερης κερδοφορίας δημιουργεί τους όρους διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Αυτό έχει ως συνέπεια σε ένα πρώτο στάδιο την απελευθέρωση των αγορών και σε ένα δεύτερο στάδιο την εξάλειψη των νομισματικών πολιτικών ως μέσου υποστήριξης των εθνικών κεφαλαίων απέναντι στο ανταγωνισμό των ξένων κεφαλαίων υψηλότερης παραγωγικότητας. Από εκεί και πέρα είναι δυνατό, και η περίπτωση της ΕΕ το αποδεικνύει, να ξεκινήσουν διαδικασίες αποκρυστάλλωσης του όλου εγχειρήματος σε ανώτερο επίπεδο διαμορφώνοντας θεσμούς και δομές διεθνικού και όχι υπερεθνικού χαρακτήρα. Με αυτή την έννοια η αποκαλούμενη «γραφειοκρατία των Βρυξελών», π.χ., δεν αποτελεί ένα αυτόνομο όργανο ξεκομμένο από τις επιδιώξεις των εθνικών κρατών αλλά περισσότερο ένα υποστηρικτικό θεσμικό σύνολο [27] που, διατηρώντας τις ιδιαιτερότητες της διοικητικής γραφειοκρατίας, συμπυκνώνει και αναπαράγει [28] τους εθνικούς και οικονομικούς ανταγωνισμούς.

Το σημαντικό, από την πλευρά της λειτουργίας της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας είναι πως δημιουργείται ένα καθεστώς «δυαδικότητας». Από τη μια οι δεδομένες πιέσεις και εκκρίσεις της ταξικής πάλης από κρίκο σε κρίκο και από την άλλη το πολύπλοκο μωσαϊκό που δημιουργούν οι νέες αντιθέσεις που αναδύονται μεταξύ  των διαφορετικών υπερεθνικών ολοκληρώσεων, υπερεθνικών ολοκληρώσεων και κρατών-μελών τους, και υπερεθνικών ολοκληρώσεων και μεμονωμένων κρατών που δεν αποτελούν μέλη τους.

Το τρίτο σημείο σχετίζεται με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούνται την τελευταία δεκαετία. Αυτό που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι πως δεν πρόκειται για τυχαία επιλογή περιοχών αλλά για σταθμισμένη απόφαση εμπλοκής σε κοινωνικούς σχηματισμούς όπου παρατηρείται μια αστάθεια η οποία κρίνεται πως μπορεί να αποβεί επώδυνη για τα συμφέροντα των χωρών που βρίσκονται σε ηγεμονική θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Εννοείται πως δεν έχουν όλα τα ισχυρά κράτη τα ίδια συμφέροντα και γι' αυτό δημιουργούνται διαφορετικοί συνασπισμοί χωρών οι οποίοι παρεμβαίνουν στις υπό διακύβευση περιοχές για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους. Μέχρι τώρα όλες οι διαφορές μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έχουν επιλυθεί μέσα από διαδικασίες διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών και αυτό λόγω της σαφούς στρατιωτικής ανωτερότητας των ΗΠΑ. Ωστόσο, τίποτα δεν εγγυάται ότι αυτό θα συμβαίνει πάντα. Πόσο μάλλον που οι μεγαλύτερες δυνατότητες αλλά και οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της μεταστρατιωτικής περιόδου, όπου η κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη  προσπαθεί αφενός να εδραιώσει τα κεκτημένα και αφετέρου να επεκτείνει την επιρροή της. Βέβαια, αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι πως η ιμπεριαλιστική επέμβαση δεν λαμβάνει χώρα σε ένα ουδέτερο έδαφος αλλά σε μια περιοχή διαταραγμένη από τις εσωτερικές έριδες, κατάσταση που οξύνεται από τις εξωγενείς παρεμβάσεις κάνοντας τα πράγματα πιο δύσκολα για την εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης. Στην ουσία οι «ενδογενείς» αντίπαλες παρατάξεις επιδιώκουν την όξυνση και τη γρήγορη επικράτηση έτσι ώστε να βρεθούν σε ευνοϊκότερη θέση τη στιγμή που θα επέλθει, γιατί αυτό θεωρείται βέβαιο, η εξωτερική διαμεσολάβηση.

Το τελευταίο σημείο είναι πως μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου και την κατάρρευση των κρατικοκαπιταλιστικών καθεστώτων της Ανατολής, η θέση των ΗΠΑ ως του ηγεμονικού σχηματισμού της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας έχει ενισχυθεί. Η βελτίωση των δεδομένων της αμερικάνικης οικονομίας, η νικηφόρα έκβαση της σύγκρουσης με τον αντίπαλο συνασπισμό καθώς και η αδυναμία οποιαδήποτε άλλου κράτους να αντιπαραταχθεί πολιτικο-στρατιωτικά στις ΗΠΑ, φανερώνουν το μέγεθος του συγκριτικού της πλεονεκτήματος απέναντι σε κάθε πιθανό διεκδικητή. Έτσι για την επίτευξη αυτών στόχων θα αναδιαμορφωθεί το αμερικάνικο αμυντικό δόγμα, θα επιλεχτεί η εμπλοκή σε ορισμένες τοπικές κρίσεις που θα θεωρηθούν σημαντικές και, το σημαντικότερο ίσως, θα γίνει συνειδητή προσπάθεια αναβάθμισης του ΝΑΤΟ ως του βασικότερου μηχανισμού συλλογικής ασφάλειας με την ταυτόχρονη προέκτασή του και στις περιοχές της Α. Ευρώπης [29] σε βάρος άλλων οργανισμών [30] (ΔΑΣΕ, Europol).

Από αυτή την άποψη χαρακτηριστική είναι η έκβαση των εξελίξεων στη Βοσνία που μόνο μετά την παρέμβαση των αμερικάνων επήλθε λήξη των εχθροπραξιών αλλά και στο Κόσσοβο όπου, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιήσουν ως μοχλό το ΝΑΤΟ για να εδραιώσουν την επιρροή τους και εκεί. Το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία κρατών-προτεκτοράτων που ως κύρια «λειτουργία» θα έχουν τη διασφάλιση των γεωστρατιωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ πρωτευόντως και στη συνέχεια την υπολοίπων νατοϊκών χωρών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  

Αglietta M., 1990, (avec la collaboration de A. Brender et V. Coudert), Globalisation Financiere: L' adventure obligee, Paris: CEPII.

Althusser L., 1977, Pour Marx, Maspero, Paris.

Βεργόπουλος Κ., 1975, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, Εξάντας, Αθήνα,.

Βεργόπουλος Κ., 1996, «Το Νέο Παγκόσμιο Σύστημα» στο Ν. Θεοτοκάς κ.α, Αναδρομή στον Μαρξ, Αθήνα: Δελφίνι.

Brewer A., 1990, Marxist Theories of Imperialism, Routledge, London and New York.

Βukharin Ν., 1972, Imperialism and World Economy, Merlin, London.

Θέσεις(της Σύνταξης), 1990, "Πέντε θέσεις για το σοσιαλισμό", τ. 31, σσ. 47- 51.

Dichen P., 1999, Global Shift, Paul Chapman Publishing Ltd, London.

Κλαουντίν Φ., 1981, Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, Αθήνα: Γράμματα.

Hilferding R., 1981, Finance Capital: a study of the Latest Phase in Capitalist Development, Routledge & Kegan Paul, London.

ILO, 1994, Yearbook of Labour Statistics, Geneve.

ILO, 1997, Yearbook of Labour Statistics, Geneve.

Ιωαννίδης Α.- Μαυρουδέας Σ., 2000, «Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα», στο Ίδρυμα Σ. Καράγιωργα Δομές και σχέσεις εξουσίας στη σημερινή Ελλάδα, Αθήνα, σσ. 633- 664.

Λένιν Β.Ι, 1974, Το δικαίωμα των εθνών για την αυτοδιάθεσή τους, Στοχαστής, Αθήνα.

Λένιν Β.Ι., 1976, Ο Ιμπεριαλισμός. Τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, Αθήνα, Θεμέλιο.

Λένιν Β.Ι., 1977, "Σκέψεις σχετικά με τις παρατηρήσεις της επιτροπής της πανρωσικής συνδιάσκεψης του Απρίλη" στο Β.Ι. Λένιν, Άπαντα τ. 32, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Λένιν Β.Ι, Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών, Άπαντα τ. 25 σ. 257- 321, Σύγχρονη Εποχή Αθήνα.

Luxembourg R., 1951, The Accumulation of Capital, Routledge & Kegan Paul, London.

Μαρξ Κ.- Ένγκελς Φ., 1986, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Μαρξ Κ., 1956, Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Εκδόσεις Οικονομικής και Φιλοσοφικής Βιβλιοθήκης, Αθήνα.

Μαυρής Γ., 1986, «Η επίθεση του κεφαλαίου», Θέσειςτ. 15, σ. 15- 33.

Μηλιός Γ. 1983, «Μαρξισμός ή πολιτική οικονομία του μονοπωλίου;», Θέσειςτ. 2,, σ. 9-30.

Μηλιός Γ., 2000, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, Κριτική, Αθήνα.

Μηλιός Γ. - Ιωακείμογλου Η., 1990, Η διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού, Εξάντας, Αθήνα.

Μηλιός Γ., 1997, Θεωρίες για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, Κριτική, Αθήνα.

Μιχαηλίδης Γ., 1986, "Ο αντίλογος στις θεωρίες της υπανάπτυξης: οι θεωρίες για τη συνάρθρωση των τρόπων παραγωγής", Θέσειςτ. 16,, σ. 46- 68.

Bairoch P., 1999, "Μύθοι και πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης", Θέσειςτ. 67, σσ. 11- 36.

Μπαλιμπάρ Ε. 1978, Για τη δικτατορία του προλεταριάτου, Οδυσσέας, Αθήνα.

Μπουχάριν Ν., 1983, "Οι οικονομικές ρίζες του ιμπεριαλισμού", Θέσειςτ. 3, σσ. 111-

125.

Πελαγίδης Θ., 1999, «Όψεις και επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης των εμπορικών

Ροών», Θέσειςτ. 67, σσ. 37- 69.

Petras  J.- Vieux S., 1996, «Bosnia and the Revival of US Hegemony», New Left

Reviewnο 218, σσ. 3- 25.

Πουλαντζάς  Ν., 1975, Φασισμός και Δικτατορία,  Ολκός, Αθήνα.

Πουλαντζάς Ν., 1990, Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό, Θεμέλιο,

Αθήνα.

UNDP, 1999, Human Development Report, Oxford University Press.

Σακελλαρόπουλος, Σ., 1998, «Διάλογος για το σύγχρονο κράτος», Θέσειςτ. 65, σσ.

75- 106.

Sakellaropoulos S., 1999, About the periodisation of modes of production, mimeo.

Σακελλαρόπουλος Σ., 2001, Καπιταλιστική αναδιάρθρωση και μετασχηματισμοί στο κράτος: Η Ελλάδα στη δεκαετία του ‘90, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα (υπό έκδοση).

Σωτήρης Π., 1999, "Για τη Γιουγκοσλαβική τραγωδία και την ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Κόσοβο", Θέσειςτ. 68, σσ. 33- 98.

 

[1] Ευχαριστώ ιδιαίτερα τους Γ. Μηλιό και Π. Σωτήρη για τις χρήσιμες παρατηρήσεις τους στο περιεχόμενο του παρόντος άρθρου.

[2] Οι τοποθετήσεις κεφαλαίων επιβραδύνονται επειδή στις καρτελοποιημένες βιομηχανίες σημειώνεται μείωση της παραγωγής, βασικός κανόνας της λειτουργίας των καρτέλ, ενώ στις μη καρτελοποιημένες η μείωση των ποσοστών κέρδους συντελεί στον αντίστοιχο περιορισμό των κεφαλαιακών τοποθετήσεων.

[3] Άλλωστε στο ζήτημα αυτό έχει αναφερθεί και ο ίδιος ο Μαρξ υποστηρίζοντας πως «Η αστική τάξη όλο και περισσότερο καταργεί το κομμάτιασμα των μέσων παραγωγής, της ιδιοχτησίας και του πληθυσμού. Συσσώρευσε τον πληθυσμό, συνένωσε τα μέσα παραγωγής και συγκέντρωσε την ιδιοκτησία σε λιγοστά χέρια. Η αναγκαία συνέπεια ήταν ο πολιτικός συγκεντρωτισμός. Ανεξάρτητες επαρχίες με διαφορετικά συμφέροντα, με διαφορετικούς νόμους, κυβερνήσεις και δασμούς, και που συνδέονται μεταξύ τους σχεδόν μονάχα με σχέσεις συμμαχίας, συσπειρώθηκαν σε ένα έθνος, σε μια κυβέρνηση, σε ένα νόμο, σε ένα εθνικό ταξικό συμφέρον, σε μια τελωνειακή ζώνη» (Μαρξ- Ένγκελς, 1986: 25).

[4] Τα αποτελέσματα και οι αλλαγές που θα επιφέρει ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος θα οδηγήσουν τον Μπουχάριν στην αναθεώρηση της άποψής του περί παγκοσμιοποιημένης οικονομίας: «Εάν ακόμα και στην προπολεμική περίοδο η συνοχή ανάμεσα στα διαφορετικά μέρη της παγκόσμιας οικονομίας ήταν άπειρες φορές πιο αδύνατη από τη συνοχή ανάμεσα στα στοιχεία της οικονομίας, στο εσωτερικό της οποιασδήποτε χώρας, αυτή η συνοχή έγινε μετά τον πόλεμο και σαν αποτέλεσμα του πολέμου ακόμα πιο αδύνατη». Βλ. Ν. Bucharin, Die kapitalistische Stabilisierung und die proletarische Revolution, Bericht an das VII. Erweiterte Plenum des Exekutivkomitees der Komitern, EKKI, Moskau 1926, παρατίθεται στο Μηλιός 1997: 30 -31).

[5] Άποψη που ο ίδιος ο Μπουχάριν υποστηρίζει σε μεταγενέστερο κείμενο του: «Η εξάπλωση του κεφαλαίου καθορίζεται από την κίνηση του κέρδους, από τον όγκο αυτού του κέρδους και από εκείνο το ύψος, από το οποίο εξαρτάται αυτός ο όγκος» (Μπουχάριν 1983: 126).

[6] Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως σε ό,τι αφορά τις αμερικάνικες πολυεθνικές, ο ρόλος των τραπεζών είναι μάλλον δευτερεύων τόσο σε σχέση με τη χρηματοδότηση όσο και σε σχέση με την παροχή οικονομικοπιστωτικών συμβουλών, ενώ το ποσοστό τραπεζικών δανείων και επιχειρηματικών υποχρεώσεων κυμαίνεται μεταξύ 25 και 35%. Αντίθετα, αρκετά διαφορετική παρουσιάζεται η κατάσταση στις γερμανικές αλλά και στις ιαπωνικές πολυεθνικές: εδώ οι τράπεζες ασκούν ένα καθοδηγητικό ρόλο και τα επιτελεία των επιχειρήσεων επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από αυτές. Η σχέση τραπεζικών δανείων και επιχειρηματικών υποχρεώσεων κυμαίνεται μεταξύ 60 και 70% (Dichen 1999: 198.

[7] Άλλωστε και  ο ίδιος Λένιν σε μεταγενέστερο του Ιμπεριαλισμούκείμενό του θα δεχθεί πως: «Ο ιμπεριαλισμός περιπλέκει και οξύνει τις αντιθέσεις του καπιταλισμού, μπλέκει τον ελεύθερο συναγωνισμό με τα μονοπώλια, όμως δεν μπορεί να εξαλείψει την ανταλλαγή, την αγορά,, το συναγωνισμό τις κρίσεις κτλ (...) Όχι καθαρά μονοπώλια, μα μονοπώλια δίπλα στην ανταλλαγή, την αγορά, το συναγωνισμό, τις κρίσεις (...) Γι' αυτό είναι θεωρητικά λαθεμένο να διαγράψουμε γενικά την ανάλυση της ανταλλαγής, της εμπορευματικής παραγωγής των κρίσεων κτλ (...) Ακριβώς αυτή η συνένωση των δύο αντιφατικών αρχών: του ανταγωνισμού και του μονοπωλίου είναι το ουσιώδες για τον ιμπεριαλισμό» (Λένιν 1977: 145- 146).

[8] Συμπληρωματικά, ο Μπουχάριν, μερικά χρόνια αργότερα θα προσθέσει στα στοιχεία κριτικής της θεωρίας της Λούξεμπουργκ την ένσταση πως αν δεχτούμε πως ιμπεριαλισμός είναι η πάλη για τις καπιταλιστικοποιημένες περιοχές τότε η πάλη των κρατών για τις καπιταλιστικοποιημένες περιοχές δεν είναι ιμπεριαλισμός, πράγμα παράλογο (Μπουχάριν 1983: 124).

[9] Υπενθυμίζουμε πως η οικονομίστικη προσέγγιση του κοινωνικού γίγνεσθαι επικυρώθηκε στο 5ο Συνέδριο της ΚΔ με την υιοθέτηση του θεωρητικού μοντέλου του οικονομικού καταστροφισμού. Σύμφωνα με το σχήμα αυτό προκρίθηκε η προτεραιότητα των παραγωγικών δυνάμεων οι οποίες εξετάζονται ανεξάρτητα από τις παραγωγικές σχέσεις που τις δημιούργησαν. Ταυτόχρονα ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους έγινε αντιληπτός όχι ως τάση αλλά ως νομοτελειακή βεβαιότητα η οποία θα επέφερε και την κατάρρευση του καπιταλισμού. Οι πολιτικές συνέπειες αυτής της θέσης θα φανούν όταν θα υποτιμηθεί η σοβαρότητα του φασιστικού φαινομένου, θα προκριθεί η γραμμή του «σοσιαλφασισμού», αφού θα εκτιμηθεί πως και οι φασίστες αλλά και οι σοσιαλδημοκράτες λειτουργούν ως πολιτικά αναχώματα απέναντι στη βέβαια κατάρρευση του καπιταλισμού,  και η για μεγάλο χρονικό διάστημα άρνηση σύναψης συμμαχιών με τη σοσιαλδημοκρατία με αποτέλεσμα την απρόσκοπτη επέκταση των φασιστικών κομμάτων (Κλαουντίν 1981: Α΄, 145-158).

[10] Όπως αναφέρει ο Λένιν: «Φυσικά στις συνθήκες του καπιταλισμού το μονοπώλιο δεν μπορεί ποτέ να εξαλείψει εντελώς και για πάρα πολύν  καιρό τον συναγωνισμό από την παγκόσμια αγορά (σ' αυτό ανάμεσα στ' άλλα βρίσκεται μια από τις αιτίες του παραλογισμού της θεωρίας του υπεριμπεριαλισμού» (Λένιν 1976: 123).

[11] Για την υπογράμμιση της σημασίας του αιτήματος της εθνικής αυτοδιάθεσης από την πλευρά του Λένιν βλ. μεταξύ άλλων Β.Ι. Λένιν, Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών, Άπαντα τ. 25 σ. 257-321, Σύγχρονη Εποχή Αθήνα καθώς και Β.Ι.Λένιν, Το δικαίωμα των εθνών για την αυτοδιάθεσή τους, Στοχαστής, Αθήνα 1974.

[12] Όπως αναφέρει ο Λένιν: «Για τον παλιό καπιταλισμό όπου κυριαρχούσε απόλυτα ο ελεύθερος συναγωνισμός, χαρακτηριστική ήταν η εξαγωγή εμπορευμάτων . Για τον νεότατο καπιταλισμό, όπου κυριαρχούν τα μονοπώλια, έγινε χαρακτηριστική η εξαγωγή κεφαλαίου » (Λένιν 1976: 76).

[13] Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πηγές το 1913, οι εξαγωγές εμπορευμάτων των αναπτυγμένων δυτικών χωρών ως ποσοστό του ΑΕΠ έφταναν το 12,9% ενώ το 1970 μόνο το 10,2% (Bairoch 1999: 20). Ταυτόχρονα το 1914 οι συσσωρευμένοι στο εξωτερικό χρηματιστικοί τίτλοι της Μ. Βρετανίας έφταναν δύο φορές το ΑΕΠ της, ενώ το 50% του σχηματισμού κεφαλαίου πραγματοποιείται στο εξωτερικό (Βεργόπουλος 1996: 333). Οι συσσωρευμένοι χρηματιστικοί τίτλοι το 1913 αντιπροσώπευαν τρεις φορές την αξία του παγκόσμιου εμπορίου (Aglietta 1990).

[14] Όπως, ορθότατα παρατηρεί ο Ν. Πουλαντζάς «τα "οικονομικά" δεδομένα καθορίζουν μια νέα διάρθρωση στο σύνολο του καπιταλιστικού συστήματος, και συνακόλουθα, βαθιές μεταβολές, στον χώρο του πολιτικού τομέα και της ιδεολογίας. Πρόκειται για μεταβολές, που επηρεάζουν κάθε εθνικό κοινωνικό σχηματισμό και ταυτόχρονα τις κοινωνικές σχέσεις σε διεθνή κλίμακα. περαπέρα: οι ειδικές σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών τομέων, σχέσεις που χαρακτηρίζουν τον ιμπεριαλισμό, βασίζονται στις μεταβολές του πολιτικού χώρου και της ιδεολογίας» (Πουλαντζάς 1975:  27).

[15] «Η συγκεκριμένη θέση και ο βαθμός αυτής της δραστικότητας του πολιτικού τομέα μέσα σε κάθε εθνικό σχηματισμό εξαρτώνται από την  "ιστορική" του θέση σαν κρίκου της αλυσίδας, κι αντίστροφα από την ανισόμετρη διαμόρφωση της αλυσίδας, ανάλογα με τον τρόπο ύπαρξής της μέσα στο ίδιο το πλαίσιο του κάθε κρίκου. Ξεκόβοντας έτσι με τον οικονομισμό ανακαλύπτουμε ταυτόχρονα τη θέση των άλλων κρίκων στην αλυσίδα, κρίκων σχετικά πιο αδύνατων ή πιο δυνατών. Εκείνο που παρεμβαίνει στον προσδιορισμό αυτής της θέσης, καθώς και των μετατοπίσεων (...) δεν είναι απλώς η "οικονομική" κατάσταση μιας χώρας σε σχέση με τις άλλες, αλλά η ιδιομορφία του συνόλου του κοινωνικού σχηματισμού» (Πουλαντζάς 1975: 33).

[16] Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Ν. Πουλαντζάς «η άνιση ανάπτυξη (...) είναι η συστατική μορφή αναπαραγωγής του ΚΤΠ στο ιμπεριαλιστικό στάδιο στις σχέσεις του με τους άλλους τρόπους παραγωγής συγκεκριμενοποιημένους σε κοινωνικούς σχηματισμούς» (Πουλαντζάς 1990: 60).

[17] Σύμφωνα με τον Πουλαντζά, «Η ανισομέρεια της ανάπτυξης έχει τις επιπτώσεις της πάνω στον ίδιο ρωσικό κοινωνικό σχηματισμό: ανισομέρεια στην ανάπτυξη του οικονομικού, (διάφορες μορφές παραγωγής συνυπάρχουν στη Ρωσία), του πολιτικού (το τσαρικό κράτος), και του ιδεολογικού τομέα (ιδεολογική κρίση). Αν ετούτη η συσσώρευση αντιφάσεων έκανε τη Ρωσία τον πιο αδύνατο κρίκο, οφείλεται στο γεγονός ότι η ίδια η αλυσίδα δεν έχει σαν μοναδικό συνδετικό στοιχείο τους οικονομικούς δεσμούς» (Πουλαντζάς  1975: 31).

[18] Εννοείται ότι η σχετική βιβλιογραφία είναι πραγματικά αχανής. Ενδεικτικά αναφέρουμε 1) Μichinton W., 1973, "Patterns of Demand 1750-1914" in The Fontana Economic History of Europe, Fontana/ Collins 2) Beaud, Michel, 1983, A History of capitalism1500-1980, New York: Monthly Review. 3) Η. Ιωακείμογλου, 1985, «Από την απόλυτη στη σχετική υπεραξία», Θέσεις τ. 11, σσ. 21- 47.

[19] Οι παγκόσμιες εξαγωγές εμπορευμάτων ως % του ΑΕΠ θα αυξηθούν από 7,1% (1950) σε 17,9% (1993). Ο δείκτης διεθνοποίησης (εξαγωγές + εισαγωγές ως % του ΑΕΠ) μεταξύ 1950 και 1987 θα αυξηθεί στη Μ. Βρετανία από 13,1% σε 21,1%, στις ΗΠΑ από 2,9% σε 7,4% και στη Γερμανία από 9,8% σε 23,3% (Πελαγίδης 1999: 39, 43).

[20] Δεν ισχύει το ίδιο βέβαια, για περιπτώσεις όπως το Βιετνάμ όπου τελικά ο ιμπεριαλισμός ηττάται.

[21] Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι πως όταν υποστηρίζουμε πως ο τρόπος παραγωγής αποτελεί ένα ιδεότυπο δεν εννοούμε πως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τρόπος παραγωγής. Ο ιδεότυπος δεν αποτελεί ιδεατό τύπο, μια νοητή κατασκευή, αλλά υψηλού επιπέδου αφαιρετική έννοια η οποία ανακατασκευάζει πραγματικά κοινωνικά δεδομένα. Αν μπορούσαμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό θα λέγαμε πως ο τρόπος παραγωγής είναι δυνατό να αντιστοιχιστεί με τις αξίες παραγωγής οι οποίες είναι πραγματικές και δρουν στη διαμόρφωση των τιμών αλλά δεν είναι άμεσα μετρήσιμες.

[22] Βέβαια πρέπει να επισημανθεί πως ο Ν. Πουλαντζάς παρουσιάζει και μεταλλαγές στην άποψή του για την περιοδολόγηση. Έτσι σε προγενέστερο κείμενό του (1975: 29 υποσ. 5) υποστηρίζει πως: «Ο όρος στάδιο αντιστοιχεί σε μεταβολές στη δομή ενός τρόπου παραγωγής», υπονοώντας πως μπορεί να υπάρξει μετασχηματισμός των δομικών στοιχείων ενός τόπου παραγωγής. Το ίδιο πρόβλημα δεν παρουσιάζεται όταν αναφέρεται στη συνέχεια στις έννοιες της μεταβατικής περιόδου και του μεταβατικού σταθμού.

[23] Η ενδεχόμενη ένσταση πως τα καθεστώτα που στη συνέχεια εγκαθιδρύθηκαν απέτυχαν γιατί ήταν απομονωμένα, απέχει από την ιστορική πραγματικότητα. Καταρχήν γιατί το πρόβλημα δεν ήταν η περιβόητη απομόνωση αλλά η ηγεμονία από ένα σημείο και μετά της αστικής ιδεολογίας και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής όχι μόνο στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού αλλά και στο εσωτερικό του κόμματος. Έπειτα, σε αρκετές περιπτώσεις, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ΚΟΜΕΚΟΝ, δημιουργήθηκαν σχέσεις διαπλοκής μεταξύ των διαφόρων καθεστώτων. Βέβαια, η φύση του ζητήματος δεν μπορεί να αναλυθεί στα πλαίσια αυτού του κειμένου. Για περισσότερα βλ. Κλαουντίν 1981, καθώς και Θέσεις 1990.

[24] Οι εξαγωγές εμπορευμάτων ως % του ΑΕΠ στις αναπτυγμένες δυτικές χώρες θα αυξηθούν από 7,8 (1950) σε 14,3 (1992), ενώ οι εκροές ξένων άμεσων επενδύσεων στις ίδιες χώρες θα αυξηθούν από 13,2 δισ δολ. (1970/72) σε 199,7 δισ. δολ. (1988/90). Τα αποθέματα ξένων άμεσων επενδύσεων  σε τρίτες χώρες των αναπτυγμένων δυτικών χωρών  θα εκτιναχθούν από 156 εκατ. τρέχοντα δολ. (1971) σε 2.100 εκατ. τρέχοντα δολ. (1993) ενώ  ως % του ΑΕΠ  από 6,6 θα φτάσουν το 11,4 (Baιroch 1999). Ταυτόχρονα οι διεθνείς χρηματιστηριακοί τίτλοι φτάνουν στο διπλάσιο του παγκόσμιου εμπορίου (Aglietta 1990). Τέλος, οι πάσης φύσεως χρηματιστηριακοί τίτλοι, στις αρχές της δεκαετίας του '90, φθάνουν τα 2/3 του ΑΕΠ των 15 πλουσιότερων χωρών του ΟΟΣΑ (Βεργόπουλος 1996).

[25] Γιατί οι διεθνείς οικονομικές δραστηριότητες, αν και αυξανόμενες, αφορούν ένα περιορισμένο αριθμό χωρών και γεωγραφικών περιοχών, βλ. Σακελλαρόπουλος 1998.

[26] Βέβαια τα πρόσφατα στοιχεία του ΟΗΕ που είδαν το φως της δημοσιότητας δεν φαίνεται να επιβεβαιώνουν αυτή την αισιόδοξη οπτική. Συγκεκριμένα η σχέση ανάμεσα στο κατά κεφαλήν εισοδήματος του πλουσιότερου και του φτωχότερου 5% στον κόσμο ενώ ήταν 30/1 το 1960 έφτασε στις μέρες μας το 74/1. Σε 80 περίπου χώρες το κατά κεφαλήν εισόδημα μειώθηκε κατά την πρόσφατη δεκαετία. Τα 2/3 της ανθρωπότητας επιβιώνουν με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα, 800 εκατομμύρια άνθρωποι στερούνται της ελάχιστης αναγκαίας διατροφής, το 1/3 των παιδιών του κόσμου υποσιτίζονται, ενώ 12 εκατομμύρια πεθαίνουν κάθε χρόνο λόγω απουσίας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Τέλος, αλλά όχι έσχατο,  το παγκόσμιο εξωτερικό χρέος πολλαπλασιάζεται από 265 δισ. το 1975 σε 4.200 το 1994 (UNDP 1999).

[27] Ο όρος «σύνολο» χρησιμοποιείται για να δηλωθεί πως οι επιμέρους αντιθέσεις που μπορεί να προκύψουν αφορούν τμήματα ενός ενιαίου διοικητικού μηχανισμού και όχι «εθνικού» χαρακτήρα διενέξεις συνδεδεμένες με την εθνική καταγωγή του διοικητικού προσωπικού.

[28] Όπως ορθότατα είχε παρατηρήσει εδώ και πάνω από 20 χρόνια ο Ν. Πουλαντζάς: «Οι θεσμοί ή οι μηχανισμοί δεν κατέχουν δική τους εξουσία παρά μόνο εκφράζουν και αποκρυσταλλώνουν ταξικές εξουσίες» (Πουλαντζάς 1990: 86).

[29] ΄Όπως παρατηρούν οι Petras και Vieux, «οι  ΗΠΑ εμπόδισαν τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για την ειρήνη με σκοπό να διαφυλάξουν την πολιτική τους ηγεμονία στη γηραιά ήπειρο δια μέσου του ΝΑΤΟ». Αυτό άλλωστε φαίνεται και από τις σχετικές δηλώσεις του τότε Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Γουόρεν Κρίστοφερ σύμφωνα  με τις οποίες «δεν θα υπάρξει συμφωνία ειρήνευσης στη Βοσνία μέχρι το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ, και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ, αναλάβουν ηγεμονικό ρόλο στις διαδικασίες διαμόρφωσης ειρηνευτικού πλαισίου» (Petras-Vieux, 1996, σ. 4.).

[30] (Σωτήρης 1999: 80).