Ευρωπαϊκή Ένωση: Η ιστορική εξέλιξη μιας ταξικής διεθνικής συμμαχίας

Ευρωπαϊκή Ένωση: Η ιστορική εξέλιξη μιας ταξικής διεθνικής συμμαχίας

 

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

Α) Εισαγωγή  

Αναμφίβολα τα πολιτικά πράγματα στη χώρα μας θα σημαδευτούν από τη Σύνοδο κορυφής των Κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα διεξαχθεί στη Θεσσαλονίκη στις 20-21 Ιουνίου. Τι είναι, όμως. Η Ευρωπαϊκή Ένωση; Ποια η ιστορική της εξέλιξη και ποια τα βασικά της χαρακτηριστικά; Ποιες οι λειτουργίες των θεσμών της και ποια συμφέροντα αντιπροσωπεύει; Σε  αυτά τα ερωτήματα  θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε με το άρθρο αυτό.

 

Β) Μια σύντομη αναφορά στην περίοδο 1970- 1990 [1]

            Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το περιεχόμενο των λειτουργιών της ΕΕ θα πρέπει πρώτα από όλα να εξηγήσουμε τους λόγους που ώθησαν στον μετασχηματισμό της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι απαρχές αυτής της τάσης θα πρέπει να αναζητηθούν στη δεκαετία του ’80 όπου θα γίνουν αισθητά τα όρια και οι αντιφάσεις του συγκεκριμένου μοντέλου που είχε οικοδομηθεί μέχρι τότε. Ενός μοντέλου που προέκρινε μια ενιαία γεωγραφικά ζώνη οικονομικών συναλλαγών με την παράλληλη λειτουργία ενός πλαισίου συγκεκριμένων και σαφώς οριοθετημένων «υπερεθνικών» λειτουργιών. Ωστόσο, αυτό το θεσμικό οικοδόμημα δεν επαρκούσε για την επιτυχή στήριξη των ευρωπαϊκών οικονομιών ιδιαίτερα σε μια περίοδο παρατεταμένης οικονομικής κρίσης. Διαφορετικά ειπωμένο, οι επιπτώσεις της κρίσης υπερσυσσώρευσης που ξεκίνησε το 1973 και εντάθηκε από το 1979 είχαν ως αποτέλεσμα την ανάγκη τροποποιήσεων στους σχεδιασμούς και στις στρατηγικές τόσο των επιμέρους κεφαλαίων όσο και των Εθνικών Κρατών τα οποία, λειτουργώντας ως συλλογικοί κεφαλαιοκράτες, έπρεπε να βρουν διόδους για να αποκατασταθεί το επίπεδο της κερδοφορίας των ενδογενών κεφαλαίων. Βάση αυτής της παρατήρησης μπορεί να γίνει κατανοητό το γεγονός της υπεροχής, ακόμα και σήμερα, των οικονομικών λειτουργιών (με την ευρεία έννοια του όρου) της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι όλων των υπολοίπων.

            Στο εμπειρικό επίπεδο τα πρώτα προβλήματα για την ευρωπαϊκή οικονομία έκαναν την εμφάνισή τους όταν η οξύτητα της κρίσης οδήγησε σε μια γενικευμένη από- επένδυση στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80 και σε μια παράλληλη αύξηση των ευρωπαϊκών ιδιωτικών επενδύσεων που πραγματοποιούνταν στις ΗΠΑ. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως ενώ την περίοδο 1973-79 ο μο αύξησης της πραγματικής προστιθέμενης αξίας στη βιομηχανία αυξανόταν με ρυθμούς 1,6% στις χώρες της ΕΟΚ 1,4% στις ΗΠΑ και 3,1% στην Ιαπωνία, την περίοδο 1979-87 στις ΗΠΑ θα παρατηρηθεί μία αύξηση του 1,8%, η Ιαπωνία θα εκτοξευτεί στο 4,8% ενώ στη ΕΟΚ θα σημειωθεί υποχώρηση στο 0,7%.  Κατά αυτό τον τρόπο θα μειωθεί η συμμετοχή της ΕΕ στην παγκόσμια παραγωγή προστιθέμενης αξίας από 35,7% το 1980 σε 32,4% το 1990 ενώ η Ιαπωνία θα περάσει από το 14,2% στο 17,6% και η Β. Αμερική θα γνωρίσει  ανεπαίσθητη πτώση από 23,9% σε 23,7%. Ταυτόχρονα την ίδια περίοδο θα παρατηρηθούν τάσεις στασιμότητας του ενδοκοινοτικού εμπορίου ως ποσοστού του συνολικού παγκόσμιου εμπορίου- εξέλιξη που αφορούσε σε σημαντικό βαθμό τη μείωση της ανταγωνιστικότητας των χωρών της ΕΟΚ σε τομείς αιχμής όπως ο ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός, η αυτοκινητοβιομηχανία, ο βιομηχανικός εξοπλισμός και η τεχνολογία πληροφορικής. Στον αντίποδα όλων αυτών παρατηρήθηκε μια γοργή διείσδυση των μη κοινοτικών προϊόντων  που έφερε σε ακόμα πιο δυσχερή θέση το ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση θεωρήθηκε πως σημαντικές ευθύνες είχαν τα ίδια τα Κράτη- μέλη που παρότι φραστικά διακήρυτταν την ανάγκη απελευθέρωσης των αγορών, στην πραγματικότητα δημιουργούσαν μορφές παραδασμολογικών εμποδίων μέσω των οποίων επιχειρούσαν να προστατεύσουν τα εθνικά κεφάλαια έναντι των υπόλοιπων κοινοτικών. Βάση αυτών των δεδομένων επιλέχτηκε η πολιτική της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς ως βασική προτεραιότητα για τη δράση της Commission- γεγονός που είχε βαρύνουσα σημασία για τον οικονομικοκεντρικό και νομισματικοκεντρικό χαρακτήρα της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Γ) Η ταξική φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

            Όλα αυτά αναφέρθηκαν για να γίνει κατανοητό πως η ΕΕ δεν αποτελεί μια αυθόρμητη ένωση των λαών αλλά ένα θεσμικό σύνολο το οποίο έχει ως θεμελιακό σκοπό την υποστήριξη των συμφερόντων των πιο ισχυρών κεφαλαιοκρατικών μερίδων μέσω του σχηματισμού μιας ενιαίας αγοράς η λειτουργία της οποίας βασίζεται στην ύπαρξη και συντονισμό μιας σειράς από υπερεθνικούς θεσμούς και στη συνεργασία αυτών με τα κράτη- μέλη. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός είναι αναγκαία η χρησιμοποίηση ενός συνόλου μηχανισμών οι οποίοι αναπαράγουν και διαχέουν την ταξική υλικότητα των δομών δημιουργίας τους. Στο επίπεδο της κρατικής διοίκησης σημαντικό ρόλο ασκούν τα τμήματα εκείνα του κρατικού μηχανισμού που έχουν αναλάβει τη διαχείριση των επαφών και των διασυνδέσεων με τους υπερεθνικούς θεσμούς, την ίδια στιγμή που παρατηρείται και μία συνεχής μεταφορά αρμοδιοτήτων σε τμήματα στεγανά και αδιαφανή από το δημόσιο έλεγχο και ένα σημαντικό τμήμα των διαπραγματευτικών διαδικασιών πραγματοποιείται εκτός των θεσμικών οργάνων με άτυπους και εξωθεσμικούς τρόπους (κοινωνικές συναντήσεις, γεύματα, off the record συζητήσεις κλπ). Με αυτόν τον τρόπο η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει δώσει τη δυνατότητα στα Κράτη- Μέλη να απαλλαγούν από το βάρος της επιβολής μιας σειράς αντιδημοφιλών μέτρων που αφορούν την άνοδο της παραγωγικότητας (μείωση των κοινωνικών παροχών, πτώση της συμμετοχής της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις κλπ) δεδομένου πως όλες αυτές οι κρίσιμες αποφάσεις θεωρείται πως λαμβάνονται μακριά από τα εθνικές κυβερνήσεις στους απλησίαστους χώρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των Διευθύνσεών της[2]. Κατά αυτόν τρόπο ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός των νομικών αποφάσεων που παίρνονται στις «Βρυξέλλες» δεν συζητείται, παρά πολύ σπάνια και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, στα Εθνικά Κοινοβούλια. Η ενσωμάτωση  των ευρωπαϊκών κατευθύνσεων και ρυθμίσεων  στα εθνικά δίκαια γίνεται συνήθως μέσω Υπουργικών Αποφάσεων και Προεδρικών Διαταγμάτων έτσι ώστε να προσπερνώνται τα Εθνικά Κοινοβούλια. Ακόμα και στις περιπτώσεις που μια ευρωπαϊκή απόφαση συζητηθεί από ένα εθνικό κοινοβούλιο αυτό δεν έχει κάποια πρακτική σημασία αφού ήδη το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την έχει επικυρώσει.

Έτσι αφενός παραγνωρίζεται το πραγματικό γεγονός πως δεν είναι υποχρεωμένες οι εθνικές κυβερνήσεις να συναινέσουν σε προτάσεις με τις οποίες υποτίθεται πως δεν είναι σύμφωνες και αφετέρου οι κρατικοί θεσμοί αποκτούν την ευχέρεια στη συνέχεια να διαχειριστούν την εφαρμογή αυτών των πολιτικών. Κάτω από αυτό το πρίσμα στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μια μεταφορά πραγματικών εξουσιών στο επίπεδο της ΕΕ αλλά περισσότερο μια πρόσκαιρη ανάπλασή τους και επαναμεταφορά τους στο εθνικό/ κρατικό επίπεδο το οποίο αναλαμβάνει και την υλοποίηση των όποιων αποφάσεων. Οι όποιοι θεσμικοί μετασχηματισμοί έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια ενισχύουν και δεν αποδυναμώνουν αυτή την κατεύθυνση. Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι το παράδειγμα της Κεντρικής Τράπεζας η οποία, από το 2002 καθορίζει την νομισματική πολιτική του κοινού νομίσματος, του Ευρώ. Σε αντίθεση με όσους ισχυρίζονται πως η εξέλιξη αυτή αποτελεί κομβικό σημείο για την δημιουργία του Ευρωπαϊκού Κράτους η δική μας θέση είναι πως ο νέος αυτός θεσμός έχει μόνο ένα στόχο, κι όχι μια πολλαπλότητα σκοπών όπως έχουν μέχρι σήμερα όλες οι τράπεζες του κόσμου (πχ. ύπαρξη χρηματοδοτικού συστήματος με λειτουργίες δανειοληψίας και δανειοδότησης), που είναι σε θεσμικό επίπεδο ο έλεγχος των νομισματικών ισοτιμιών και που στην ουσία σημαίνει τη τήρηση της κοινής απόφασης όλων των κρατών πως δεν θα υπάρχει τεχνητή νόθευση του ανταγωνισμού μέσω της υποτιμήσεων ή της επιλογής της υιοθέτησης πληθωριστικής πολιτικής. Με αυτό τον τρόπο η Κεντρική Τράπεζα δεν αποτελεί παρά ένα μονοπωλητή που ελέγχει την προσφορά του νομίσματος υποχρεωτικής κυκλοφορίας αποσκοπώντας στον έλεγχο των τιμών.  Με άλλα λόγια, η κατάργηση των εθνικών νομισμάτων υποχρεώνει τις πιο αδύναμες παραγωγικά οικονομίες να καλύπτουν τη διαφορά παραγωγικότητας με τις αντίστοιχες πιο ισχυρές χώρες όχι πια μέσω της εφαρμογής αντιπληθωριστικών πολιτικών και υποτιμήσεων αλλά μέσω της απόσπασης μεγαλύτερης υπεραξίας στο χώρο της άμεσης παραγωγής μειώνοντας τη συμμετοχή της εργασίας το παραγόμενο εισόδημα. Ταυτόχρονα, η δημιουργία του ενιαίου νομίσματος όχι μόνο δεν συντελεί στη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους αλλά περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση αφού η Αγγλία, η Δανία και η Σουηδία δεν συμμετέχουν, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο μια πολυεπίπεδη δομή οικονομικών και νομισματικών δραστηριοτήτων. Τέλος, το γεγονός της ύπαρξης κοινού νομίσματος προϋποθέτει και την ύπαρξη κοινών επιπέδων παραγωγικότητας μεταξύ των διαφόρων Κρατών. Από τη στιγμή που αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα, τότε όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά τόσο για την τύχη του νέου νομίσματος όσο και για την μελλοντική συμμετοχή του κάθε κράτους σε αυτό[3].

 

Δ) Μπροστά στη Σύνοδο της Θεσσαλονίκης

            Η προηγούμενη παρατήρηση μας βοηθά να κατανοήσουμε και τις πρόσφατες εξελίξεις με τη διεύρυνση της ΕΕ. Η ραγδαία μεγέθυνση από τα 15 στα 25 μέλη δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα που είναι  ταυτόχρονα, σε σχέση με ό,τι συνέβαινε μέχρι σήμερα, και πιο απλή αλλά και πιο σύνθετη. Πιο σύνθετη γιατί η είσοδος άλλων 10 μελών κάνει πιο ανελαστική της λειτουργία των μέχρι διαμορφωμένων θεσμών προσδιορίζοντας ένα νέο πεδίο όπου η ανάγκη της ακόμα μεγαλύτερης ευελιξίας στη λήψη της αποφάσεων θα είναι όλο και πιο εμφανής. Από την άλλη υπάρχουν μια σειρά από δεδομένα. Τα δεδομένα αυτά είναι η διχοτόμηση ανάμεσα στη ζώνη του ευρώ και στους υπόλοιπους, αλλά και οι συντριπτικές διαφορές παραγωγικότητας και ανάπτυξης που χαρακτηρίζουν τις πρώην «σοσιαλιστές» χώρες με τις υπόλοιπες. Το αποτέλεσμα θα είναι όχι, βέβαια, η δημιουργία κάποιου υπερκράτους αλλά ενός διεθνικού μορφώματος το οποίο θα χαρακτηρίζεται από τις εξής λειτουργίες: α) μια ενιαία οικονομική ζώνη ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων και κεφαλαίων β) μια χαλαρή κεντρική λειτουργία όπου στην πραγματικότητα θα συνυπάρχουν τρεις διαφορετικές ομάδες χωρών (η ζώνη του ευρώ, οι υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες, οι πρώην «σοσιαλιστικές χώρες» γ) τα ευρύτερα περιθώρια ελιγμών και αυτονομίας που θα δημιουργεί η ανισόμετρη αυτή λειτουργία. Με αυτή την έννοια οι διαφορετικές πολιτικές επιλογές που εμφανίστηκαν στην περίοδο του πρόσφατου πολέμου  στο Ιράκ αποτέλεσαν μια απαρχή των αποκλίσεων οι οποίες αναμένεται να ενταθούν μεσοπρόθεσμα. Αυτό που δεν αναμένεται καθόλου να τροποποιηθεί είναι το ταξικό περιεχόμενο της ΕΕ και ιδιαίτερα η προσπάθεια μετακύλισης του κόστους των ενδοαστικών  ανταγωνισμών σε βάρος των δυνάμεων  της ζωντανής εργασίας. Γι’ αυτό το λόγο η ανάγκη ανάπτυξης αντικαπιταλιστικών κινημάτων , με πρώτο σταθμό τη Θεσσαλονίκη, προβάλει όλο και πιο επιτακτική.

 

 

 


[1]Στα πλαίσια του συγκεκριμένου άρθρου δεν είναι εφικτή μια περιοδολόγηση της πορείας και της εξέλιξης της ΕΟΚ από τα πρώτα στάδια δημιουργίας της μέχρι σήμερα. Πολύ σύντομα  μόνο, σε ό,τι αφορά την αποσύνδεση των ευρωπαϊκών χωρών από την έντονη, μεταπολεμικά, αμερικάνικη επιρροή θα υπογραμμίσουμε το γεγονός της πολιτικής σταθεροποίησης των δυτικών καθεστώτων ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '40 αλλά και την πραγματοποίηση ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης οι οποίοι θα συντελέσουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη του αυτόνομου ρόλου της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως η σχέση της παραγωγικότητας της οικονομίας των 6 χωρών που συγκρότησαν την ΕΟΚ προς την αντίστοιχη παραγωγικότητα των ΗΠΑ ήταν 0,34 το 1956 για να ανεβεί στο 0,52 το 1972. Παράλληλα, το μερίδιο των ΗΠΑ στην παγκόσμια καπιταλιστική παραγωγή θα μειωθεί από 54,6% που ήταν το 1948 σε 48,4% το 1957 και σε 40,8% το 1970 ενώ το αντίστοιχο μερίδιο των 6 χωρών που δημιούργησαν την ΕΟΚ θα ανέβει από 12% σε 19,5.

[2]Είναι δε ενδεικτικό πως σχεδόν το σύνολο των ζητημάτων που αποφασίζεται στους χώρους της ΕΕ αφορά είτε θέματα διεθνών σχέσεων, είτε θέματα καθορισμού εμπορικών προδιαγραφών (στην ουσία θέσπισης νέων μορφών οικονομικού προστατευτισμού) είτε, και αυτό είναι το πιο σημαντικό,  ζητήματα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τη διανομή του παραγόμενου πλούτου. Η ΕΕ δεν υπεισέρχεται σε ζητήματα του λεγόμενου σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους όπως είναι η οργάνωση του Στρατού και των κατασταλτικών μονάδων, οι υπηρεσίες πληροφοριών αλλά και το οργανόγραμμα και ο τρόπος λειτουργίας της Διοίκησης.

[3]Από αυτή την άποψη ενδεικτικό είναι και το πρόσφατο παράδειγμα της κατάρρευσης της αργεντίνικης οικονομίας, όπου η χρησιμοποίηση, παρά την ύπαρξη σημαντικών διαφορών παραγωγικότητας, του δολαρίου ως κοινού νομίσματος μόνο θετικά δεν λειτούργησε.