Ο δηλητηριώδης όφις των κομμάτων και ο Αη Γιώργης (Παπανδρέου) ο exterminator
Ο δηλητηριώδης όφις των κομμάτων και ο Αη Γιώργης (Παπανδρέου) ο
exterminator
Το τελευταίο διάστημα βομβαρδιζόμαστε από ένα ορυμαγδό απόψεων, θέσεω, αναλύσεων κλπ κλπ οποίες αποσκοπούν στο να αναδείξουν ότι η πηγή όλων των κακών της ελληνικής κοινωνίας είναι τα γερασμένα, γραφειοκρατικά κόμματα, αυτοί οι αρτηριοσκληρωτικοί δυνάσαυροι που λειτουργούν τόσο μακριά από τις ανάγκες και τα προβλήματα του ελληνικού λαού. Είναι απαραίτητη, λοιπόν μια τομή στη μέχρι τώρα λειτουργία (και μορφή) των κομματικών μηχανισμών έτσι ώστε τα τελευταία να ανταποκριθούν καλύτερα στα σύγχρονα προβλήματα. Από την άλλη, αν απλά απορρίψουμε τη συλλογιστική αυτή δεν κινδυνεύουμε να αναχθούμε σε απολογητές της μέχρι πρότινος λειτουργίας των κομμάτων; Στο κάτω- κάτω αυτά τα συγκεκριμένα κόμματα δεν είναι που διαχειρίστηκαν τη στρατηγική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, την ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων, την επέκταση των ευέλικτων εργασικών σχέσεων και την αύξησ της ανεργίας τα τελευταία 20 χρόνια; Για να μπορέσουμε, λοιπόν, να αποφύγουμε αυτό το πλαστό δίλημμα είναι αναγκαία, αρχικά, μια ιστορική αναδρομή στη δημιουργία και εξέλιξη του κομματικού φαινομένου και στη συνέχεια μια πιο αναλυτική τοποθέτηση απέναντι στις επιχειρούμενες αλλαγές.
Το κόμμα-αρχέτυπο: το εργατικό κόμμα
Κόμματα και πολιτικές παρατάξεις υπήρξαν περίπου από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης (στις πιο ριζοσπαστικές στιγμές της γιατί η ανατροπή των γιακωβίνων θα σημάνει και το κλείσιμο των πολιτικών λεσχών), στο βαθμό άλλωστε που εξέφραζαν πολιτικές εκφράσεις των διαφορετικών πολιτικών στρατηγικών ή κοινωνικών συμμαχιών μέσα στις αναδυόμενες αστικές δημοκρατίες του 19ου αιώνα. Τα πράγματα, όμως, είναι διαφορετικά με αυτό που σήμερα έχουμε στο νου μας ως κομματική μορφή που είναι το σύγχρονο μαζικό κόμμα, με εκτεταμένο μαζικό πανεθνικό μηχανισμό, συνδεδεμένες συνδικαλιστικές εκφράσεις, αυτοτελή πολιτική οργάνωση, παγκοινωνική ή έστω ευρεία πολιτική απεύθυνση. Αυτό δεν ήταν κάτι το εγγενές στην αστική δημοκρατία, αλλά εξαρτήθηκε από την όξυνση της ταξικής πάλης που οδήγησε στη συγκρότηση των μαζικών εργατικών κομμάτων (πρώτα σοσιαλδημοκρατικών και αργότερα κομμουνιστικών) και αποτέλεσε ουσιαστικά απάντηση σε αυτά.
Το μαζικό εργατικό κόμμα αποτέλεσε μια τομή μέσα στην ιστορία της αστικής δημοκρατία: Σε αντίθεση με τον αταξικό και εξατομικευμένο χαρακτήρα του αστικού κράτους ενέγραφε την συλλογική και ταξική διεκδίκηση και μάλιστα μέσα από ένα ολόκληρο φάσμα από διακριτές οργανωτικές μορφές. Αρκεί να σκεφτούμε ότι ήδη στις αρχές του αιώνα το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ήταν ένας ολόκληρος διακριτός κόσμος μέσα στη γερμανική κοινωνία, με εφημερίδες, συνδικάτα, καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, λαϊκά πανεπιστήμια. Αυτή η δυναμική αντικειμενικά ήταν ανταγωνιστική προς την θεμελιώδη λειτουργία που έχουν οι θεσμοί της αστικής δημοκρατίας που είναι η απομόνωση και ο κατακερματισμός, δηλαδή να ορίζονται τα μέλη των τάξεων μόνο ως πολίτες και όχι στη βάση των ταξικών συμφερόντων τους. Και τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα όταν εμφανίστηκε εντός του εργατικού κινήματος και η εκδοχή του επαναστατικού κόμματος νέου τύπου με αφετηρία τη λενινιστική τομή στο ρώσικο εργατικό κίνημα.
Το κόμμα-απάντηση: το μαζικό αστικό κόμμα
Το πρότυπο του μαζικού αστικού κόμματος υπήρξε μια προσπάθεια απάντησης στα εργατικά κόμματα. Δεν θα πρέπει να ειδωθεί μόνο υπό το σχήμα μιας αντιγραφής της οργανωτικής μορφής με την προσθήκη ενός άλλου πολιτικού προσήμου, αλλά και ως διαμόρφωση ενός μηχανισμού αναγκαστικών παραχωρήσεων προς τις λαϊκές μάζες, πιο σωστά ενός μηχανισμού έστω και στρεβλών αντανακλάσεων των συμφερόντων τους. Ο λόγος είναι σχετικά προφανής: η διαμόρφωση ενός περίπλοκου μηχανισμού οργανωτικής και πολιτικής έκφρασης και λαϊκών στρωμάτων (αφού τα μαζικά κόμματα αναγκαστικά θα έπρεπε να επιδιώξουν ένα διαταξικό πολιτικό ακροατήριο, άρα και κομματικό μηχανισμό) δε σήμαινε μόνο την προσπάθεια χειραγώγησης και ηγεμόνευσης των λαϊκών μαζών, αλλά αναγκαστικά και συγκεκριμένων παραχωρήσεων προς αυτές.
Άλλωστε το φαινόμενο του μαζικού αστικού κόμματος συμπίπτει με μια ολόκληρη περίοδο (με διακυμάνσεις και διακοπές περίπου από το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου έως τη δεκαετία του 1980) όπου και βασικό στοιχείο της κυρίαρχης αστικής στρατηγικής ήταν η παγίωση της αστικής ηγεμονίας και μέσω των παραχωρήσεων προς τις λαϊκές τάξεις. Αυτό στην Ευρώπη θα οδηγήσει και σε μια ιδιότυπη οργανωτική συμμετρία ανάμεσα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από τη μια και τα χριστιανοδημοκρατικά από την άλλη: μεγάλες μαζικές οργανώσεις, κομματικά συνδικάτα, βαρύτητα του κομματικού μηχανισμού απέναντι στις κοινοβουλευτικές ομάδες και τους πολιτευτές. Η κατάσταση θα ήταν ακόμη πιο έντονη εκεί όπου θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα. Είναι προφανές ότι σε μεγάλο βαθμό στη μεταπολεμική δυτική Ευρώπη η συγκρότηση των μαζικών αστικών κομμάτων (παράλληλα με την αστικοποίηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων) αποτέλεσε βασικό μοχλό για την απάντηση σε μια πιθανή ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών μαζών. Δεν είναι τυχαίο ότι στις ΗΠΑ όπου επί της ουσίας δεν θα υπάρξει ποτέ μια ευρύτερη πολιτική απειλή για την αστική εξουσία, εκεί θα είναι όπου θα συμβούν τα λιγότερα βήματα προς τη συγκρότηση μαζικών αστικών κομμάτων.
Στην Ελλάδα αυτή η τάση θα καταγραφεί κυρίως μετά τη μεταπολίτευση. Ο λόγος θα είναι ότι το μοντέλο του μαζικού και συγκροτημένου κόμματος θα αρχίσει να επεκτείνεται πέρα από τα όρια της κομμουνιστικής αριστεράς, αρχικά με τη συγκρότηση του ΠΑΣΟΚ ως κόμματος και στη συνέχεια με την προσπάθεια της ΝΔ να επιλέξει χαρακτηριστικά μαζικής κομματικής οργάνωσης σε αντίθεση με το πρότυπο του κόμματος της κοινοβουλευτικής ομάδας και των τοπικών κομματαρχών που είχε κληρονομήσει από την ΕΡΕ. Η εξέλιξη αυτή θα ολοκληρωθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980 όταν η κομματική συγκρότηση του ΠΑΣΟΚ (πλέον στην εξουσία) θα φτάσει στην κορύφωσή της, θα διατηρείται η απήχηση των κομμάτων της αριστεράς, ενώ και η ΝΔ θα έχει οικοδομήσει μια αντίστοιχη μαζική κομματική μορφή (συνδικαλιστικές παρατάξεις, μαζική κομματική νεολαία κλπ) που δε θα αφορά μόνο τις εκλογές όπως στο παρελθόν.
Το κόμμα της αναδιάρθρωσης.
Το πρότυπο του αστικού μαζικού κόμματος θα αλλάξει μέσα στη συγκυρία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Εάν το κράτος καλείται να επικυρώσει και να παγιώσει έναν τροποποιημένο (σε βάρος των λαϊκών τάξεων) ταξικό συσχετισμό, έπεται ότι τα κόμματα δεν μπορούν πλέον να λειτουργήσουν ως μηχανισμός άρθρωσης αυτών των συμφερόντων, αλλά αντίθετα οφείλουν να διαχειριστούν την απαξίωσή τους και αυτή είναι η ενεργός αντίφαση της περιόδου. Αυτό δεν μπορεί να αποτυπωθεί μόνο στο επίπεδο του πολιτικού λόγου, αλλά και της οργανωτικής μορφής και λειτουργίας.
Έτσι τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στην οργανωτική συγκρότηση των αστικών κομμάτων, αλλαγές που είναι πιο έντονες στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία άλλωστε είχαν και μεγαλύτερη ιστορική σχέση με τα λαϊκά στρώματα:
α. Τη μείωση της βαρύτητας των συνδικαλιστικών εκπροσωπήσεων
β. Τη μείωση της βαρύτητας των τοπικών κομματικών οργανώσεων για τις προεκλογικές εκστρατείες, αφού αυτές όλο και περισσότερο στηρίζονται σε διαφημίσεις στα ΜΜΕ και λιγότερο σε πρακτικές όπως οι συγκεντρώσεις ή οι αφισοκολλήσεις.
γ. Την ανάδειξη κυβερνητικών στελεχών όχι από την κομματική ιεραρχία, αλλά από χώρους όπως οι επιχειρήσεις, τα ΜΜΕ ή οι άλλοι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους,.
δ. Την ατόνηση των εσωτερικών κομματικών λειτουργιών.
ε. Τη διαμόρφωση «ηγετικών ομάδων» γύρω από τους αρχηγούς και υποψήφιους πρωθυπουργούς, οι οποίες δεν προέρχονται από την κλασική κομματική γραφειοκρατία και δε λογοδοτούν σε αυτήν.
στ. Τη μείωση της ίδιας της έκτασης και της βαρύτητας όλων των ενδιάμεσων κομματικών μορφών.
Οι αλλαγές αυτές συνδυάζονται με τη σύγκλιση ανάμεσα σε σοσιαλδημοκρατικά και συντηρητική ή φιλελεύθερα κόμματα που φέρνει η συγκυρία της αναδιάρθρωσης, τη διάχυτη αίσθηση (και πραγματικότητα) ότι δεν υπάρχουν προγραμματικές διαφορές ανάμεσα στα κόμματα εξουσίας, την υιοθέτηση αντίστοιχων πολιτικών.
Το κόμμα-θέαμα: η αποστείρωση της πολιτικής σκηνής
Αυτές οι αλλαγές που καταγράφονται από τη δεκαετία του 1990 στα μαζικά αστικά κόμματα αποτελούν μορφές ακόμη μεγαλύτερης θωράκισης του πολιτικού επιπέδου απέναντι στα λαϊκά στρώματα. Αναιρούν εκείνες ακριβώς τις πλευρές του κομματικού φαινομένου που επιτρέπουν την αντανάκλαση όψεων των λαϊκών συμφερόντων, που υποχρέωναν τις κυβερνήσεις και τις κομματικές ηγεσίες στο να λαμβάνουν υπόψη τους συγκεκριμένες απαιτήσεις.
Η θωράκιση αυτή των κομμάτων από την λαϊκή πίεση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια απάντηση σε άμεσες πιέσεις ή διεκδικήσεις. Αποτελεί συνάμα και μια προσπάθεια συνολικής μετατόπισης των όρων με τους οποίους αναγνωρίζονταν οι λαϊκές μάζες μέσα στο πολιτικό σύστημα. Αν σε μια προηγούμενη περίοδο αυτό σήμαινε ότι μπορούσαν να ελπίζουν ότι η βαρύτητά τους μέσα σε έναν κομματικό μηχανισμό, ευρύτερα η πολιτική δράση τους, θα επέτρεπε την ικανοποίηση κάποιων αιτημάτων ή διεκδικήσεων, σήμερα αυτό πρέπει να σταματήσει, αφού εμπόδιο για την παγίωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας είναι όχι μόνο οι διεκδικήσεις, αλλά και οι συσσωρευμένες απαιτήσεις και προσδοκίες των λαϊκών μαζών και οι πολιτικές μορφές που επιτρέπουν την αναπαραγωγή τέτοιων προσδοκιών.
Ακόμη περισσότερο θα πρέπει να επιλυθεί μια αντίφαση την οποία εγγράφει στο εσωτερικό του το πρότυπο του μαζικού αστικού κόμματος: παρότι βασικό στοιχείο του τρόπου με τον οποίο εγκαλεί τα μέλη της κοινωνίας ο αστικός πολιτικός μηχανισμός είναι η εξατομίκευση (το άτομο-πολίτης που απεμπολείται κάθε κοινωνικής ή ταξικής αναφοράς), εντούτοις το μαζικό κόμμα λειτουργούσες και ως μοχλός αναπαραγωγής συλλογικών αναγνωρίσεων και αναπαραστάσεων.
Αντίθετα το κόμμα-θέαμα που κάνει πολιτική περισσότερο μέσω τηλεοπτικών debates και λιγότερο μέσω κομματικών συνελεύσεων, η χρήση των ΜΜΕ που κατεξοχήν απευθύνονται στο άτομο-καταναλωτή θεαμάτων και ακροαμάτων, η ιδεολογική ομοθυμία, όλα αυτά προσπαθούν ακριβώς να επιτείνουν πρακτικές και μορφές εξατομίκευσης και κατακερματισμού. Στην πραγματικότητα τα αταξικά και κοινωνικά ισοπεδωμένα μηνύματα που απευθύνονται σε όλο το εκλογικό σώμα, τον «καθημερινό πολίτη» που δεν εντάσσεται σε κάποια τάξη δεν έχει ιδιαίτερη συμφέροντα ανάγκες, επιδιώξεις δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να επισφραγίζουν τη διαρκή πορεία ιδεολογικής και πολιτικής σύγκλισης μεταξύ των κυριάρχων κομματικών σχηματισμών, ως αντανάκλαση του περιορισμού του περιθωρίου «ενδοσυστημικής» πολιτικής δράσης που επιφέρει η αναδιάρθρωση.
Είναι προφανές ότι αυτές οι αλλαγές σε καμιά δεν θα πρέπει να ειδωθούν υπό το πρίσμα μιας «απαλλαγής από έναν γραφειοκρατικό μηχανισμό», αλλά ως αντιδραστικές τομές που αντικειμενικά περιορίζουν τα περιθώρια έκφρασης των λαϊκών απαιτήσεων. Στο όριό τους θυμίζουν έντονα το αμερικάνικο πρότυπο πολιτικής παρέμβασης: απουσία οποιασδήποτε συγκροτημένης κομματικής μορφής, μικρή βαρύτητα της κομματικής ηγεσίας, απευθείας αναφορά των υποψήφιων ηγετών στην κομματική βάση μέσω του μηχανισμού των προκριματικών εκλογών.
Το κόμμα-ΜΚΟ: ο Γ. Παπανδρέου και η μεγάλη δημοκρατική παράταξη.
Στο ΠΑΣΟΚ η συζήτηση για αλλαγές στην κομματική λειτουργία δεν ξεκίνησε με την άνοδο του Γ. Παπανδρέου στην ηγεσία, αφού αποτέλεσε και βασικό στοιχείο που συνόδευσε την άνοδο του Κ. Σημίτη στην ηγεσία, έστω και αν μια σειρά από αλλαγές (π.χ. οι περίφημες θεματικές οργανώσεις) αποσύρθηκαν μπροστά στις αντιδράσεις ακόμα και μέρους του κομματικού μηχανισμού που υποστήριζε την εκσυγχρονιστική ηγεσία. Τώρα αυτές οι αλλαγές παίρνουν τελείως διαφορετική δυναμική.
Ουσιαστικά αυτό που προσπαθεί να κάνει ο Γ. Παπανδρέου είναι να αναιρέσει σχεδόν ολοκληρωτικά την όποια βαρύτητα διατηρούσε η κομματική γραφειοκρατία. Δεν είναι τυχαίο ότι τα όρια ανάμεσα σε μέλος και οπαδό του κόμματος καταργούνται και ουσιαστικά το μέλος του κόμματος αποκτά τη δυνατότητα να είναι απλός οπαδός, χωρίς πραγματικά περιθώρια πολιτικής παρέμβασης μέσα στο κόμμα, αφού η σχέση του με αυτό θα περιορίζεται απλώς στην επικύρωση της ανάδυσης μιας νέας ηγετικής ομάδας η οποία θα αναλάβει την εκπόνηση του προγράμματος και της πολιτικής του κόμματος.
Δεν είναι τυχαία έτσι η όλη διαδικασία εκλογής που επιλέχτηκε: Δύο πρόσωπα (Σημίτης και Παπανδρέου) αποφασίζουν ότι πρέπει να αλλάξει ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Το ανακοινώνουν μετά στο Εκτελεστικό Γραφείο και στη συνέχεια στη Κεντρική Επιτροπή και την Κοινοβουλευτική Ομάδα. Στην κοινή διαδικασία Κεντρικής Επιτροπής και Κοινοβουλευτικής Ομάδας δεν μπορεί να πάρει κανένας τον λόγο. Απλά τα μέλη των δύο αυτών οργάνων πληροφορούνται τις ειλημμένες αποφάσεις (για τις οποίες, όμως, είναι ήδη πληροφορημένα τα ΜΜΕ- που σε μεγάλο βαθμό έχουν επιβάλει αυτές τις εξελίξεις). Προκηρύσσεται ένα συνέδριο στο οποίο θα συμμετάσχουν οι συνέδροι του πρηγούμενου (!) συνεδρίου που είχε διεξαχθεί το 2001!!!. Με άλλα λόγια, ενώ θα περίμενε κανείς να υπάρχουν τρία ζητήματα προς συζήτηση (εκλογή συνέδρων, καταστατικές αλλαγές, νέος πρόεδρος) δεν συζητείται απολύτως τίποτε, δεν γίνεται καμία συνεδρίαση τοπικής οργάνωσης, ενδιάμεσων οργάνων, νομαρχιακής επιτροπής, και απλά το ΠΑΣΟΚ οδεύει προς το 6ο Συνέδριο. Εκεί δεν υπάρχουν παρά οι ομιλίες τριών μόνο προσώπων (τα ίδια που μίλησαν και στην κοινή σύνοδο ΚΕ και ΚΟ) και μετά ακολουθεί μία και μόνο ψηφοφορία που αφορά τις καταστατικές αλλαγές σχετικά με τον τρόπο εκλογής του Προέδρου. Ταυτόχρονα, και πριν ολοκληρωθούν αυτές οι διαδικασίες ο ελληνικός λαός πληροφορείται μέσω διαφημιστικών καταχωρήσεων και τηλεοπτικών σποτς πως στις 8/2 μπορεί να συμμετάσχει, ακόμα και αν δεν είναι μέλος, στην εκλογή Γ. Παπανδρέου ως προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Κι όλα αυτά γιατί γίνονται; Γιατί έτσι επιθυμούσε ένα (1) μόνο άτομο ο Γ. Παπανδρέου- ο οποίος παρεμπιμπτόντως ουδέποτε είχε δηλώσει στο παρελθόν πως πιστεύει πως για την εκλογή Προέδρου θα μπορούσαν να ψηφίζουν και τα μη μέλη.
Ας σταθούμε λίγο περισσότερο σε αυτό το σημείο. Η επέκταση του δικαιώματος της ψήφου και στα μη μέλη έχει δύο παραμέτρους. Η μια είναι το εξωφρενικό του πράγματος. Για παράδειγμα ποιος βρετανός θα συμφωνούσε στις βρετανικές εκλογές να είχαν το δικαίωμα ψήφου και γάλλοι και κινέζοι και ιταλοί υπήκοι με συνέπεια οι ίδιοι οι βρετανοί να καθίστανται μειοψηφία, ή ποιος αντικαπνιστής θα συναινούσε στις εκλογές του αντικαπνιστικού συλλόγου να είχαν δικαίωμα ψήφου και καπνιστές! Ωστόσο, η σοβαρή πλευρά είναι και η πιο σημαντική. Με την τροποποίηση αυτή περνάμε από το κομματικό μέλος στον εξατομικευμένο καταναλωτή προϊόντων. Όπως κανείς μπορεί να αγοράσει πορτοκάλια τη μία μέρα από το ένα σούπερ μάρκετ και την άλλη μέρρα από ένα άλλο έτσι θα μπορεί να συμμετέχει πότε στην εκλογή αρχηγού ενός κόμματος και πότε άλλου κόμματος. Παύει η έννοια της πολιτικής δέσμευσης και της πολιτικής ταυτότητας - έννοιες που είχαν να κάνουν με σχέσεις ταξικής εκπροσώπησης- και υπερισχύει η μεταμοντέρνα φιγούρα (αλλά και η ιδεολογία) του απομονωμένου ιδιώτη χωρίς συγκεκριμένες πολιτικές και ταξικές αναφορές- αλλά ούτε και αντίστοιχες πρακτικές.
Με άλλα λόγια, οι αλλαγές αυτές δεν αφορούν μόνο το ΠΑΣΟΚ αλλά συνολικά την πολιτική δραστηριοποίηση και τις κοινωνικές αντιστάσεις. Αυτό που ενδιαφέρει την άρχουσα τάξη δεν είναι τόσο αν θα λάβει 130000 ή 350000 ψήφους ο Γ. Παπανδρέου αλλά το να ξεμπερδεύει με την έννοια της συλλογικής κινητοποίησης και συμμετοχής. Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης τα οργανωμένα κόμματα (δηλαδή τα κόμματα της αριστεράς) λειτούργησαν ως μεταφορές μιας κοινωνικής δυναμικής απέναντι στην αστική εξουσία, στη συνέχεια με την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και την οργανωτική ανάπτυξη της ΝΔ, θα μετασχηματιστούν σε ιμάντες κοινωνικής ενσωμάτωσης στις κυρίαρχες στρατηγικές, και τώρα απλά καλούνται να απολιτικοποιηθούν και να απομαζικοποιηθούν δεδομένου ότι αφενός οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται αλλού και δεν χρειάζονται ενδιάμεσοι, (οι οποίοι ενίοτε μπορεί και να αντιδράσουν δεδομένου ότι κουβαλούν και ένα αντιφατικό φορτίο ταξικών προσδοκιών και αιτημάτων), για να τις διαχύσουν (τον ρόλο αυτό επιτελούν μια χαρά και τα ΜΜΕ)
Με αυτή την έννοια η ρήση του γνωστού χουλιγκάνου του εκσυγχρονισμού Ι.Κ. Πρετεντέρη ότι ξέρουμε από τώρα τον χαμένο των εκλογών και αυτός θα είναι το ‘παλιό ΠΑΣΟΚ’ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όχι μόνο γιατί διαπιστώνουμε ότι το μέχρι πρότινος «νέο ΠΑΣΟΚ» του Κ. Σημίτη βαφτίζεται παλαιό, αλλά και για την απίστευτη επιθετικότητα με την οποία στρέφονται ακόμη και στα ψήγματα άρθρωσης κοινωνικών συμφερόντων που υπήρχαν μέσα στο ΠΑΣΟΚ.
Και βέβαια όλα αυτά παίρνουν μια πολύ συγκεκριμένη ιδεολογική νομιμοποίηση: Σήμερα η συμμετοχή γίνεται το σύνθημα για την επίθεση απέναντι σε κάθε δυνατότητα αντανάκλασης κοινωνικών απαιτήσεων και διεκδικήσεων. Στο όνομα συμμετοχής αναιρείται ουσιαστικά η δυνατότητα της κομματικής βάσης να συμμετέχει επί της ουσίας στον πολιτικό σχεδιασμό και αυτή η αναίρεση δεν πρέπει να συγκαλυφθεί πίσω από την όλη προσπάθεια «δημοψηφισματικής» νομιμοποίησής τους. Όντως το κομματικό μέλος θα μπορεί να στείλει e-mail στον αρχηγό ή να συμμετέχει σε κάθε είδους ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα αλλά επί της ουσίας η ικανότητα του να συμβάλει στη διαμόρφωση πολιτικής περιορίζεται, αφού ανάμεσα στην κομματική βάση και την ηγετική ομάδα υπάρχει σαφές χάσμα. Η ψευδαίσθηση συμμετοχής έρχεται να επικυρώσει την ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση των πολιτών από τις πραγματικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, τη μεταφορά του κέντρου λήψης των αποφάσεων σε χώρους απρόσβλητους από το λαϊκό παράγοντα, έρχεται να κάνει ακόμη πιο έντονη την εξατομίκευση: όχι πια το μέλος μιας συλλογικής πολιτικής διαδικασίας, αλλά ο θεατής-καταναλωτής πολιτικής διαφήμισης.
Δεν είναι τυχαίο το πρότυπο συμμετοχής που προβάλλεται: αυτό των ΜΚΟ: μια ήπια μορφή πολιτικής παρέμβασης, που έπεται της εργασίας (και χρονικά και ως προτεραιότητα) και δεν έχει σχέση με αυτή, που δεν απαιτεί ολόπλευρη στράτευση, που αφορά ευρέως αποδεκτά επίδικα αντικείμενα, που απευθύνεται κατεξοχήν σε άτομα και όχι σε τάξεις ή κοινωνικές κατηγορίες και η οποία σε καμία περίπτωση δεν απαιτεί συγκρούσεις ή ρήξεις με την κυρίαρχη πολιτική, αντίθετα λειτουργεί ως το «ηθικό» συμπλήρωμά της.
Ούτε είναι τυχαίο και το όλο «άνοιγμα προς την κοινωνία και τις δημιουργικές δυνάμεις της». Στην πραγματικότητα δεν έχουμε να κάνουμε με ένα άνοιγμα προς την πραγματική κοινωνία, τις αντιθέσεις και τα συμφέροντα που συγκρούονται εκεί, αφού όπως δείξαμε αναιρούνται οι όροι αντανάκλασής τους στο εσωτερικό των κομμάτων (βαρύτητα συνδικάτων, κομματική γραφειοκρατία, ικανοποίηση κοινωνικών αιτημάτων), αλλά για το ακριβώς αντίθετο: την προβολή της επιχειρηματικότητας, της ατομικής επιτυχίας, την ταύτιση των αναδιαρθρώσεων με το κοινό καλό. Σήμερα η επαναπροβολή της έννοιας της «κοινωνίας των πολιτών» σημαίνει ακριβώς την ιδεολογική διαγραφή και αποσιώπηση των ταξικών φορτίων και αντιπαραθέσεων. Άλλωστε η έννοια της πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης υποκαθίσταται από την έννοια της συγκυριακής «έντασης» και της ανάγκης τεχνικών κατευνασμού της (conflict resolution).
Το κόμμα-κίνημα: το μεγάλο ζητούμενο
Από όσα ειπώθηκαν φαίνεται καθαρά ότι τα όσα συμβαίνουν σήμερα στο πολιτικό σκηνικό και μάλιστα σε εκείνο τον κόμβο του που κατεξοχήν δίνει ρυθμό στο σύνολό του, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθούν ως θετικές αλλαγές και άνοιγμα προς την κοινωνία. Αντίθετα η όλη διαδικασία μετάβασης σε μια ιδιότυπη μετακομματική ηλεκτρονική δημοκρατία σε μεγάλο βαθμό σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση των λαϊκών μαζών, διαμορφώνει όρους άσκησης μιας ακόμη πιο επιθετικής πολιτικής, Απτή απόδειξη ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται ένας πολύ πιο δεξιός μέσος όρος πολιτικής συζήτησης σε αυτή την προεκλογική εκστρατεία.
Υπάρχει, όμως και ένας κίνδυνος, ακόμη: ο τρόπος με τον οποίο θα αντανακλαστούν όλα αυτά στο χώρο της αριστεράς. Και αυτό γιατί, όπως είπαμε και πιο πάνω, πολλές ήταν ιστορικά οι φωνές καταγγελίας της κομματικής μορφής και από τα αριστερά, φωνές που, ενώ εντόπιζαν εκείνες τις όψει της κομματικής λειτουργίας που αντανακλούσαν ουσιαστικά τη μορφή και τις πρακτικές του αστικού κράτους, ταυτόχρονα αδυνατούσαν να συνειδητοποιήσουν τη σημασία της κομματικής μορφής χώρου άρθρωσης ταξικών στρατηγικών.
Έτσι και σήμερα υπό το πέπλο ενός ορισμένου κινητισμού αναπαράγονται όψεις αυτής της κυρίαρχης στρατηγικής: το πρότυπο της ηλεκτρονικής δικτύωσης, η δημοψηφισματική λογική, η επιλογή πιο χαλαρών μορφωμάτων, η ρητή ή άρρητη προβολή των ΜΚΟ ως πρότυπο, η έμφαση σε ατομικά δικαιώματα, πρακτικές και ταυτότητες, η προνομιμοποίηση του επιμέρους και του συγκυριακού σε βάρος του συνολικού και του στρατηγικού.
Γι’ αυτό το λόγο και πρέπει σήμερα η επαναστατική αριστερά να δείξει ότι μπορεί να πάει κόντρα στο ρεύμα του «υπαρκτού φιλελευθερισμού» και με αποφασιστικότητα να προχωρήσει σε όλους εκείνες τις τομές (αλλά και τους πειραματισμούς) που θα μπορέσουν να δώσουν μια νέα επικαιρότητα στην έννοια μιας αντικαπιταλιστικής κομματικής μορφής και στράτευσης.