Το Δημόσιο χρέος ως μοχλός τρομοκράτησης των λαϊκών τάξεων

Το Δημόσιο χρέος ως μοχλός τρομοκράτησης των λαϊκών τάξεων

 

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

            Η πρόσφατη απόφαση της νέας κυβέρνησης για «απογραφή» των μεγεθών των δημοσίων οικονομικών και οι «αγωνιώδεις» κραυγές των διαφόρων γραφίδων ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν πλείστες όσες «μαύρες τρύπες» οι οποίες θα πρέπει να πληρωθούν (από ποιους άραγε;), έφεραν για μια ακόμη φορά στην επιφάνεια το μέγεθος του ελληνικού δημόσιου χρέους ως μοχλού τρομοκράτησης των λαϊκών τάξεων. Ας μην έχουμε αυταπάτες τόσο για τα αίτια εκπόνησης της απογραφής όσο και για τα αποτελέσματα τα οποία θα βγάλει. Αυτό που προκύψει, μεταξύ άλλων, είναι πως το ελληνικό κράτος χρωστάει περισσότερα χρήματα από ότι αναμενόταν και δεδομένου πως ήδη χρώσταγε πολλά και κινδυνεύουν με κατάρρευση οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων κλπ κλπ θα πρέπει ο ελληνικός λαός να κατανοήσει πως δεν μπορεί να περιμένει αυξήσεις, χρειάζεται μεγαλύτερη λιτότητα, σφίξιμο του ζωναριού κλπ κλπ.

            Καταλαβαίνουμε, ήδη, τις καλοπροαίρετες αντιδράσεις: «Μα δεν είναι μεγάλο το δημόσιο χρέος;». Εξαρτάται τι εννοούμε και πώς το εννοούμε είναι η απάντηση. Αν θέλουμε να αναπαράγουμε τα απλουστευτικά σχήματα της αστικής πολιτικής οικονομίας, η οποία παρεμπιπτόντως έχει ως αποστολή την νομιμοποίηση των πολιτικών της άρχουσας τάξης, τότε πράγματι το δημόσιο χρέος είναι μεγάλο, πολύ μεγάλο θα λέγαμε. Και δεν είναι απλώς  μεγάλο, αλλά έχει αυξηθεί ιδιαίτερα την περίοδο 1980- 1996. Συγκεκριμένα ενώ το 1980 έφτανε στο 27,9% του ΑΕΠ (με αποτέλεσμα η χώρα μας να έχει το 4ο μικρότερο χρέος μεταξύ των 15 σημερινών χωρών της ΕΕ), το 1990 να φτάσει στο 79,% και το 1996 να εκτοξευτεί στο 111,3% έχοντας το 13ο σε μέγεθος χρέος μεταξύ των χωρών της ΕΕ15 (Έκθεση... 2004). Από το 1996 μέχρι το 2002 θα σημειωθεί μια μικρή μείωση και το χρέος θα πέσει στο 104,9%. Ωστόσο, όπως δείχνουν και τα στοιχεία του πίνακα 1 η υπερχρεωμένη κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας δε φαίνεται να μεταβάλλεται

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

            Σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα 1 η Ελλάδα έρχεται 13η στον όγκο του χρέους στην ΕΕ15 με μεγάλη απόσταση από την Αυστρία που είναι 12η. Ωστόσο αν μείνουμε στο σημείο αυτό δεν κάνουμε τίποτε παρά να δικαιολογούμε την κυρίαρχη- υποκριτική- κλαθμυρία. Στην πραγματικότητα απέναντι σε όλο αυτό το παραλήρημα μπορούν να διατυπωθούν τρία συγκεκριμένα αντεπιχειρήματα: α) το δημόσιο χρέος είναι μικρότερο από όσο φαίνεται β) το συγκεκριμένο δημόσιο χρέος, αλλά και κάθε δημόσιο χρέος χρησιμοποιείται για την αύξηση του πλούτου των αστικών- αλλά και ορισμένων μικροαστικών - στρωμάτων σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων γ) ειδικά το ελληνικό δημόσιο χρέος με τη συγκεκριμένη δομή που έχει αντανακλά τη στρατηγική που περιγράψαμε στο β) στο έπακρο.

Ας δούμε αυτά τα αντεπιχειρήματα πιο αναλυτικά:

 

ι) Δημόσιο χρέος και παραοικονομία.

            Όταν υπολογίζεται το μέγεθος του δημόσιου χρέους αυτό γίνεται πάντα σε ποσοστιαία μορφή και σε αναφορά με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. Έτσι αν το χρέος είναι 10 ευρώ και το ΑΕΠ 100 ευρώ τότε το χρέος είναι 10%. Κατά αυτό τον τρόπο όλα είναι απλά όταν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια το μέγεθος του ΑΕΠ (γιατί το απόλυτο μέγεθος του δημόσιου χρέους είναι δεδομένο- κάθε κυβέρνηση γνωρίζει τις μορφές δανεισμού που έχουν πραγματοποιηθεί). Τι γίνεται, όμως, όταν εμπλέκεται ο παράγοντας της παραοικονομίας; Όταν ένα σημαντικό τμήμα του παραγόμενου πλούτου σε μια χώρα ξεφεύγει των φορολογικών ελέγχων και δεν εμφανίζεται πουθενά; Σε αυτή την περίπτωση το ΑΕΠ είναι μεγαλύτερο και κατ' αναλογία το δημόσιο χρέος είναι μικρότερο. Δηλαδή, χρησιμοποιώντας το προηγούμενο παράδειγμα, αν η παραοικονομία φτάνει τα 50 ευρώ τότε το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας αυτής είναι 100 + 50= 150 ευρώ και το κατ' αναλογία χρέος 10/150= 6,6% αντί του 10% που εμφανιζόταν αρχικά. Με βάση, λοιπόν, τις σχετικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί σχετικά με το ύψος της παραοικονομίας στις χώρες της ΕΕ15 ο πίνακας 1 τότε μπορεί να πάρει μια αρκετά διαφορετική μορφή προσθέτοντας στο καταγεγραμμένο ΑΕΠ και τον όγκο των παραοικονομικών δραστηριοτήτων και υπολογίζοντας ξανά το δημόσιο χρέος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

            Τα στοιχεία του πίνακα 2 μας οδηγούν σε δύο συμπεράσματα: α) Το πρώτο είναι ότι η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό παραοικονομίας από όλες τις χώρες της ΕΕ15. Το γεγονός αυτό από μόνο του φανερώνει την ταξική στρατηγική που ακολουθεί το ελληνικό κράτος αποφεύγοντας να φορολογήσει σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων βοηθώντας έτσι τους κεφαλαιοκράτες από τη μια να αυξάνουν τα κέρδη τους και από την άλλη να προωθούν τη μαύρη ανασφάλιστη εργασία σε όσο το δυνατόν ευρύτερα στρώματα εργαζομένων.  β) Το δεύτερο είναι ότι με την προσθήκη της παραοικονομίας το ελληνικό δημόσιο χρέος μειώνεται κατά 23,6% αγγίζοντας το 81,6%. Το στοιχείο αυτό δε δείχνει μόνο πως το χρέος είναι πιο μικρό από όσο υποστηρίζεται. Δείχνει, ταυτόχρονα πως και οι αποκλίσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι εμφανώς μικρότερες. Σύμφωνα με τον πίνακα 1 εμφανίζονταν να αγγίζουν το 42,2% αλλά με τα στοιχεία του πίνακα 2 περιορίζονται στο 28,3%.

 

ιι) Ρόλος του Δημόσιου χρέους

 

            Αφού διαπιστώσαμε πως τελικά το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι μικρότερο από όσο θρυλείται (και σε αυτό παίζει σημαντικό ρόλο η συγκεκριμένη πολιτική του κράτους που επιλέγει να «κάνει τα στραβά μάτια» στις επιχειρήσεις που φοροδιαφεύγουν), αυτό που πρέπει στη συνέχεια να κατανοήσουμε αφορά το ρόλο του δημόσιου χρέος στο πλαίσιο της λειτουργίας μιας καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η οξύτητα της οικονομικής ρίχνει τα ποσοστά κερδοφορίας των επιχειρήσεων με αποτέλεσμα οι καπιταλιστές να στρέφονται σε πιο ασφαλείς δραστηριότητες όπως είναι η αγορά κρατικών ομολόγων τα οποία αποφέρουν ένα σημαντικό τόκο και πολλαπλασιάζουν το αρχικό κεφάλαιο.

            Όπως πολύ ορθά παρατηρεί ο Μαρξ:  «Το δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους πιο δραστικούς μοχλούς της πρωταρχικής συσσώρευσης. Σαν με μαγικό ραβδί προικίζει το μη παραγωγικό χρήμα με παραγωγική δύναμη και το μετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς να 'ναι υποχρεωμένο να εκτεθεί  στους κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιομηχανική μα ακόμα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση. Οι πιστωτές του δημοσίου στην πραγματικότητα δε δίνουν τίποτα, γιατί το ποσό που δανείζουν μετατρέπεται σε κρατικά ευκολομεταβιβάσιμα χρεόγραφα, που στα χέρια τους εξακολουθούν να λειτουργούν, όπως θα λειτουργούσαν αν ήταν ισόποσο μετρητό χρήμα» (Μαρξ 1978: 779)  Έτσι «αν ο βιομήχανος δε μπορεί να διευρύνει άμεσα το προτσές αναπαραγωγής του, τότε ένα μέρος του χρηματικού του κεφαλαίου αποβάλλεται από την κυκλοφορία σαν περίσσιο  κι μετατρέπεται σε δανείσιμο χρηματικό κεφάλαιο» (Μαρξ 1978α: 636)  Συμπερασματικά βλέπουμε ότι «η συσσώρευση κεφαλαίου με τη μορφή ομολογιών του κρατικού χρέους δεν σημαίνει, όπως δείξαμε, παρά μόνο την αριθμητική αύξηση μιας τάξης πιστωτών του κράτους, που έχουν το δικαίωμα να προεισπράττουν για τον εαυτό τους ένα ορισμένο από το συνολικό ποσό των φόρων» (Μαρξ 1978α: 600- 601).

Μ' άλλα λόγια, σε περιόδους κρίσης που το ύψος του μέσου ποσοστού κέρδους πέφτει, οι καπιταλιστές επινοούν άλλους τρόπους για να εκμεταλλεύονται τις κυριαρχούμενες τάξεις. Επενδύοντας σε κρατικά ομόλογα εξασφαλίζουν σίγουρα κέρδη τα οποία τα αποσπούν από τους εργαζόμενους μέσω του μέρους της φορολογίας που κατευθύνεται για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Εξυπακούεται ότι σ’ αυτές τις περιόδους το τραπεζικό κεφάλαιο αναβαθμίζει την παρουσία του μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα.

            Όσον αφορά την περίπτωση της Ελλάδας η οξύτητα της κρίσης ώθησε ορισμένες μερίδες του κεφαλαίου στην ανάπτυξη δανειοληπτικών δραστηριοτήτων- πρακτική που βοηθήθηκε από την άνοδο των δημόσιων ελλειμμάτων. Ουσιαστικά πρόκειται για μία μετατόπιση του πεδίου της ταξικής πάλης από το χώρο της «παραγωγής» στο χώρο της «κερδοσκοπίας».

Από μία άλλη σκοπιά εξεταζόμενο το δημόσιο χρέος λειτουργεί κι ως μοχλός συγκρότησης κοινωνικής συμμαχίας της οικονομικά κυρίαρχης τάξης με ορισμένα   ανερχόμενα στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης. Κι αυτό γιατί σ΄ αυτή τη διαδικασία έχουν διεισδύσει και στρώματα μεσαίων καταθετών που με την αγορά ομολόγων επιτυγχάνουν μεγαλύτερη απόδοση των αποταμιεύσεών τους. Έτσι, δημιουργείται ένα κοινωνικό μπλοκ μεταξύ των πλουσιοτέρων στρωμάτων που καταθέτουν ιλιγγιώδη ποσά σε τίτλους του Δημοσίου προσποριζόμενα ανάλογους τόκους και σε μικροαστούς που χρησιμοποιούν τη μέθοδο αυτή για να αντισταθμίσουν τα οικονομικά αποτελέσματα της πολιτικής της  λιτότητας.

            Το πιο σημαντικό, όμως, είναι πως το κόστος πληρωμής του Δημόσιου χρέους αναλαμβάνουν να τα πληρώσουν τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα μέσω της άμεσης φορολογίας. Έχει υπολογιστεί, μάλιστα, πως με τα χρήματα που πληρώνονται οι τόκοι θα μπορούσαν να αυξηθούν οι μισθοί και οι συντάξεις κατά 40%. Ταυτόχρονα τα κατώτερα οικονομικά στρώματα λόγω του πενιχρού ύψους των εισοδημάτων τους δεν μπορούν να προβούν σε αγορά ομολόγων και περιορίζονται στις απλές καταθέσεις ταμιευτηρίου. Δεδομένου, όμως, του ύψους του πληθωρισμού, τα πραγματικά βραχυχρόνια και μακροχρόνια επιτόκια καταθέσεων διαμορφώνονται με αρνητικούς ρυθμούς. Πρόκειται για υιοθέτηση μίας πολιτικής με σαφή αναδιανεμητικά αποτελέσματα υπέρ των αστικών και των μικροαστικών στρωμάτων και εις βάρος των μισθωτών και των αγροτών. Κι αυτό γιατί οι μεγαλοκεφαλαιούχοι έχουν την ικανότητα αύξησης των εισοδημάτων τους είτε μέσω της αγοράς ομολόγων είτε μέσω της μεταφοράς αποταμιευτικών πόρων σε διάφορες χώρες του εξωτερικού.

 

ιιι) Η ιδιαίτερη μορφή του ελληνικού δημοσίου χρέους

Το ελληνικό δημόσιο χρέος, πέρα από αναφέρθηκαν, παρουσιάζει και ορισμένες ειδικές ιδιομορφίες που αντανακλούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ελληνικών  δημοσίων ελλειμμάτων. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ τα δημόσια έσοδα υπολείπονται, εδώ και περίπου 20 χρόνια, κατά πολύ των δημοσίων εξόδων κι αυτό γιατί το Κράτος προτιμά να προχωρεί σε δαπάνες αγοράζοντας εμπορεύματα από τους καπιταλιστές από το να τους φορολογεί  και να υιοθετεί μετρά κοινωνικής πολιτικής και τόνωσης της απασχόλησης. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνονται τα εξής αποτελέσματα: α) η κερδοφορία των επιχειρήσεων παραμένει σε υψηλά επίπεδα δεδομένου πως από τη μια η φορολόγηση δεν είναι αντίστοιχη της κερδοφορίας και από την άλλη το κράτος παραμένει βασικός πελάτης της ιδιωτικής οικονομίας β) αυτή η ανισομετρία με τα υψηλά ελλείμματα συντελεί στην ανάγκη προσφυγής σε δανεισμό και αυτό στη διόγκωση του χρέους που με τη σειρά του χρησιμοποιείται ως άλλοθι για να μη δίνονται αυξήσεις στους εργαζόμενους οι οποίοι είναι οι μόνοι που δεν ευθύνονται για την κατάσταση που η αστική τάξη έχει δημιουργήσει πίσω από τις πλάτες τους. γ) Ταυτόχρονα όλη αυτή η φασαρία απομακρύνει  τη συζήτηση από περιεχόμενο των δημοσίων εξόδων.  Έτσι δεν λέγεται κουβέντα για τα υπέρογκα έξοδα για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, για τις μίζες τρισεκατομμυρίων που δίνονται σε πάσης φύσεως  ενδιάμεσους, για τα δημόσια έργα που κατασκευάζονται και ξανακατασκευάζονται (μια πλατεία Ομονοίας την έχετε ακουστά;), για τις συνεχείς προσλήψεις υπαξιωματικών και αστυνομικών, για τους εξωφρενικούς μισθούς που παίρνουν οι επιτελείς των υπουργών αλλά και οι πάσης φύσεως καρεκλοκένταυροι κομματικοί επιτελάρχες, και τόσα ακόμα…

 

Συμπέρασμα

Μολονότι οι διάφορες αστικές γραφίδες έχουν ξεσαλλώσει το τελευταίο διάστημα να μιλάνε για τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, την ανάγκη να τεθεί η χώρα υπό επιτροπεία (!), την ανάγκη μείωσης του δημόσιου χρέους μέσω της αέναης πολιτικής λιτότητας, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική: Το δημόσιο χρέος είναι μικρότερο από όσο λέγεται και δεν το έχουν δημιουργήσει οι εργαζόμενοι αλλά οι αστοί και ορισμένοι ανερχόμενα τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης. Ε, αυτοί που το δημιούργησαν ας το πληρώσουν κιόλας!

 

Πηγές

1) Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για το έτος 2003, Αθήνα 2004

2) Βαβούρας Γιάννης και Γιώργος Μανώλας, 2004, Η παραοικονομία στην Ελλάδα και τον κόσμο. Προσέγγιση των βασικών πτυχών του προβλήματος, Αθήνα: Παπαζήσης.

3) Μαρξ, Καρλ 1978, Το Κεφάλαιο, Τόμος Πρώτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή

4) Μαρξ, Καρλ 1978α, Το Κεφάλαιο, Τόμος Τρίτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή