Η Έκθεση Ντράγκι και τα αδιέξοδα της ΕΕ

του Γιώργου Παυλόπουλου

Τον περασμένο μήνα δημοσιεύθηκε η έκθεση Ντραγκι με τίτλο «το μέλλον της Ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας». Αφορά έκθεση 400 σελίδων που ανάθεσε η Ευρωπαϊκή επιτροπή στον γνωστό τραπεζίτη Ντράγκι, και την οποία δεσμεύτηκε ότι θα έχει στο πρόγραμμα της η σημερινή πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Το ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ανέθεσαν στον γνωστό τραπεζίτη την σύνταξη της έκθεσης δεν είναι φυσικά τυχαίο, αυτό όμως που αυξάνει την σημασία της είναι ότι αυτή εκφράζει εκτός από τους θεσμούς της ΕΕ και την αγωνία σημαντικών κομματιών των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων με τις οποίες ο Ντράγκι είναι σε επικοινωνία. Αυτή η «υπαρξιακή πρόκληση» της Ε.Ε όπως την χαρακτηρίζει στον πρόλογο της η έκθεση, συνοπτικά συνίσταται στα κάτωθι.

Το ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης δείχνει στασιμότητα ή οριακές αυξήσεις κάτω του 1% ετησίως τα τελευταία 5 χρόνια. Σήμερα η Ευρώπη κατέχει το 17% του παγκόσμιου ΑΕΠ σε ονομαστικές τιμές (17% Κίνα, 26% ΗΠΑ) σημειώνοντας διαρκή υποχώρηση. Το χάσμα με τις ΗΠΑ στο ΑΕΠ διευρύνεται από -15% πριν 10 χρόνια σε -34% σήμερα, ενώ επίσης μειώνεται το μερίδιο της στο παγκόσμιο εμπόριο. Ενδιαφέρουσα επισήμανση της έκθεσης είναι ότι η υστέρηση της ΕΕ σε σχέση με τις ΗΠΑ οφείλεται κατά 25% στον πληθυσμό (αυξήθηκε στις ΗΠΑ μειώθηκε στην Ευρώπη) και κατά 75% στην διαφορά παραγωγικότητας. Αν η εξεταζόμενη περίοδος διευρυνθεί πέρα από την τελευταία δεκαετία που εξετάζει η έκθεση Ντραγκι τα στοιχεία είναι ακόμα πιο αποκαλυπτικά για την υποχώρηση της Ευρώπης. Χαρακτηριστικά το 1990, την περίοδο που άνοιξε με την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και την επέκταση της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης», η Ευρώπη (μαζί με τις ανατολικές χώρες πλην Ρωσίας) παρήγαγε το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ και είχε το 13% του πληθυσμού. Σήμερα , που φαίνεται να κλείνει όλη η προηγούμενη περίοδος, η Ευρώπη έχει πέσει στο 17% και το 9,1% του πληθυσμού.

Σε αυτό το σημείο η έκθεση επισημαίνει δυο παραμέτρους. Την πληθυσμιακή γήρανση της Ευρώπης σαν έναν βασικό παράγοντα υστέρησης. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι η πρόβλεψη είναι την περίοδο 2035-2040 το εργατικό δυναμικό να μειώνεται 2 εκατομμύρια ετησίως, το οποίο μεταφράζεται σε ετήσια μείωση του ΑΕΠ -1%. Η έτερη παράμετρος αφορά στα προβλήματα παραγωγικότητας, τα οποία συνίστανται σε 4 μεγάλες κατηγορίες. Πρώτο, η υστέρηση σε επενδύσεις σε σχέση με τους κυρίως διεθνείς ανταγωνιστές. Πχ, αν εξαιρεθούν οι επενδύσεις σε real estate και κατασκευές (αντιστοιχούν στο 50% του συνόλου στην Ευρώπη και 40% στις ΗΠΑ), υπάρχει σαφής υστέρηση της Ευρώπης. Δεύτερο, το μικρό μέγεθος των Ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και η υστέρηση σε εταιρίες που ανήκουν στον λεγόμενο τεχνολογικό τομέα. Χαρακτηριστικά η έκθεση αναφέρει ότι από τις 50 μεγαλύτερες εταιρίες μόνο 4 είναι ευρωπαϊκές, ενώ το ποσοστό ως προς το ΑΕΠ των εσόδων εταιριών τεχνολογίας μειώθηκε από 22% σε 18% από το 2013 στο 2023 (αντίστοιχα στις ΗΠΑ αυξήθηκε από 30% σε 38%). Τρίτο, η μη αποτελεσματικές χρηματοοικονομικές αγορές που δεν οδηγούν τις αποταμιεύσεις σε επενδύσεις. Τέταρτο «δομικά προβλήματα» στις αγορές, δηλαδή προστατευτικά πλαίσια σε αγορά εργασίας και προϊόντων, ακαμψία κανόνων κλπ., που όλοι καταλαβαίνουν τι σημαίνει.

Η πρόταση του Ντράγκι, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της Ευρώπης έχει δυο κυρίως άξονες. Πρώτα η αύξηση των επενδύσεων κατά 750-800 δις ετησίως μέσω κοινής έκδοσης χρέους της ΕΕ, το οποίο να κατευθυνθεί στις νέες τεχνολογίες, στις πράσινες μπίζνες και στην Άμυνα. Αν εξαιρεθεί το τελευταίο (αμυντικές δαπάνες), σε μια ειρωνεία της ιστορίας ο Ντράγκι επαναφέρει μια παραλλαγή της πρότασης Βαρουφάκη του 2014-15. Δεύτερο, η επιτάχυνση των συγχωνεύσεων εταιρειών και περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Δεν είναι παράξενο ότι βιομήχανοι και επιχειρηματίες αγκάλιασαν τα συμπεράσματα της έκθεσης.

Συγχρόνως όμως η έκθεση Ντραγκι μαζί με την επισήμανση των προβλημάτων και τις προτάσεις για την αντιμετώπιση της υπαρξιακής πρόκλησης της Ευρώπης, δείχνει και τα αδιέξοδα της τελευταίας. Το ποσό των 800 δισ. σε επενδύσεις είναι τεράστιο και αντιστοιχεί στο 5% του ΑΕΠ των κρατών μελών. Τα δε τεράστια αυτά ποσά απαιτούνται όταν το δημόσιο χρέος των Ευρωπαϊκών χωρών (όπως και της ιδίας της ΕΚΤ) έχει αυξηθεί. Η πρόταση του Ντράγκι για χρηματοδότηση μέσω κοινού ευρωπαϊκού χρέους προσκρούει τόσο στην άρνηση των χωρών του Βορρά να χαλαρώσει η δημοσιονομική πειθαρχία, όσο και στο ότι η μόνη που θα μπορούσε να εγγυηθεί την έκδοση του χρέους είναι η ΕΚΤ αλλά τότε εξαιρούνται τα μέλη της ΕΕ που δεν συμμετέχουν στο ευρώ.

Επίσης προκύπτουν και άλλα πολιτικά προβλήματα. Η επισήμανση για την γήρανση του πληθυσμού και η έλλειψη εργατικού δυναμικού έρχεται σε σύγκρουση με την δεξιά ατζέντα στα θέματα μετανάστευσης. Η αναφορά στην έκθεση για απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω ακριβής ενέργειας έρχεται σε σύγκρουση με την πολιτική όξυνσης των σχέσεων με την Ρωσία, που επέβαλαν στην ΕΕ οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Χαρακτηριστικά, το 40% της ενέργειας στην Ευρώπη (φυσικό αέριο και πετρέλαιο) πραγματοποιείτο μέχρι πριν 2,5 χρόνια από την Ρωσία σε χαμηλές τιμές. Σήμερα οι εταιρίες της ΕΕ πληρώνουν τιμές ενέργειας σχεδόν 2 φορές μεγαλύτερες από όσο οι εταιρίες των ΗΠΑ και αυτών στην Κίνα και Ινδία. Επίσης σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες έχουν υψηλό βαθμό «διεθνοποίησης» της οικονομίας τους, δηλαδή το εξωτερικό εμπόριο αποτελεί σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ, και είχαν ευνοηθεί από την προηγούμενη περίοδο που αγαθά και υπηρεσίες διακινούνταν με μεγάλη ευκολία. Η όξυνση των οικονομικών ανταγωνισμών μέσω εμπορικών πολέμων και επιδοτήσεων εταιρειών, θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία τους.

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα για την υστέρηση των επενδύσεων (και ιδιαίτερα αυτών που αποκαλούνται παραγωγικές) είναι η χαμηλή κερδοφορία των Ευρωπαϊκών εταιρειών που έχει ενταθεί μετα την κρίση του 2008. Ο ιδιωτικός τομέας πραγματοποιεί τα 4/5 των επενδύσεων στην ΕΕ και μόλις το 1/5 ο Δημόσιος. Οπότε οι Ευρωπαϊκές εταιρίες δεν δείχνουν μεγάλη επιθυμία να επενδύσουν παρα την διαδικασία της νομισματικής χαλάρωσης μέσω του quantative easing που εφαρμόζεται επι δεκαετία. Οι μικρές εταιρίες έχουν χρέη ή δεν μπορούν να δανειστούν και οι μεγάλες δεν έχουν ανάγκη από δάνεια και χρησιμοποιούν την ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος για σπέκουλα, αγορές στο χρηματιστήριο ιδίων μετοχών, για ακίνητα και ομόλογα. Αυτά είναι προβλήματα που δεν θα επιλυθούν ακόμη και με την μεγαλύτερη «ενοποίηση» του τραπεζικού συστήματος που προωθεί η έκθεση Ντραγκι, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που την αποδεχτούν οι λεγόμενες «χώρες του Βορρά» εντός ΕΕ. Επίσης, η εναλλακτική επιλογή μέσω ενίσχυσης του ρόλου του δημόσιου τομέα και των επενδύσεων του, συναντά την πλήρη εναντίωση των αστικών τάξεων, οπότε ούτε καν τέθηκε για συζήτηση.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το πιο πιθανό είναι ότι η Εκθεση Ντραγκι θα χρησιμεύσει σαν άλλοθι για να προωθηθούν μονο ορισμενες από τις προτάσεις της, και συγκεκριμένα αυτές που αφορούν τις επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις και των λεγόμενων διαρθρωτικών αλλαγών, δηλαδή η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και περαιτέρω διάλυση του κοινωνικού κράτους. Η μεταφορά πόρων από τις λεγόμενες «κοινωνικές δαπάνες» είναι η βασική επιλογή εντός της υφιστάμενης κυρίαρχης πολιτικής αντίληψης για να χρηματοδοτηθεί ακόμη και μέρος του πακέτου των 800 δισ. ετησίως που προτείνει ο Ντράγκι. Η δε ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων αποτελεί την βασική παράμετρο για την ανάκαμψη της κερδοφορίας. Επίσης, η πρόταση για αύξηση του μεγέθους των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων μπορεί να αυξήσει την κερδοφορία μέσω οικονομιών κλίμακας, κ.λπ., αλλά είναι αμφίβολη μια βίαιη ρήξη με τα μικρομεσαία τμήματα των αστικών τάξεων. Τέλος στο θέμα της πληθυσμιακής μείωσης, το οποίο αφορά και το θέμα της μετανάστευσης, η χρησιμοποίηση των μεταναστών ως φθηνή εργατική δύναμη και δεύτερης κατηγορίας πολίτες μπορεί να αποτελέσει όχι μόνο σημείο τριβής αλλά και διαπραγμάτευσης με την ακροδεξιά.

Η έκθεση Ντραγκι, σηματοδοτεί τις αγωνίες των αστικών τάξεων της Ευρώπης και συγχρόνως αναδεικνύει τα πολιτικά και οικονομικά αδιέξοδα της γηραιάς ηπείρου. Περιέχει προτάσεις που είναι δύσκολο να υιοθετηθούν συνολικά γιατί είναι μεγάλες οι αντιθέσεις που την διαπερνούν. Έχει όμως το πλεονέκτημα ότι πλευρές της εντάσσονται εντός του κυρίαρχου οικονομικού και πολιτικού παραδείγματος. Σε οικονομικό επίπεδο κινείται εντός της οικονομικής ορθοδοξίας της εποχής που προέκυψε από την σύμφυση του νεοκλασικού υποδείγματος με τους νεοκεϋνσιανούς, και το οποίο υιοθετεί τις βασικές αρχές του πρώτου ενώ από το δεύτερο χρησιμοποιεί το ρόλο του κράτους και βραχυχρόνιες διορθωτικές κινήσεις όταν η συγκυρία επιδεινώνεται. Το ότι η πλειοψηφία των προτάσεων Ντραγκι αφορά μέτρα από την πλευρά της «προσφοράς» και όχι μέσω τόνωσης της ζήτησης, όπως και η κρατική παρέμβαση είναι χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της αντίληψης. Σε πολιτικό επίπεδο είναι συμβατή με την «συναίνεση των Βρυξελλών» δηλαδή την συμμαχία επι της ουσίας των δεξιών κομμάτων με τους «ακροκεντρώους» και την σοσιαλδημοκρατία, η οποία απεικονίσθηκε για μια ακόμα φορά στην εκλογή της Ούρσουλα φον Ντερ Λαϊνεν. Αυτή η συμμαχία μπορεί σε επιμέρους θέματα να κάνει ανοίγματα άλλοτε προς την ακροδεξιά και άλλοτε προς τους Πράσινους και τμήματα της πρώην Αριστεράς, αλλά δεν αποκλίνει από τις βασικές της γραμμές. Από αυτή την άποψη, νεολογισμοί για έναν νέο ρόλο της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας σαν ο τρίτος πόλος ανάμεσα στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό των ΗΠΑ και τον αυταρχικό καπιταλισμό της Κίνας και Ρωσίας, μπορούν να αναχθούν στην σφαίρα της προχειρότητας και της φαντασίας.

Δεν χρειάζονται αυταπάτες για το ρόλο της ΕΕ και η έκθεση Ντραγκι το τονίζει για μια ακόμα φορά.