Στη Βρετανία η αποικιοκρατία δεν τελείωσε ποτέ
Συζητάμε την υπόθεση με τη στάση της Βρετανικής κυβέρνησης σε σχέση με τα Μάρμαρα του Παρθενώνα κυρίως στο επίπεδο της απρέπειας του Βρετανού Πρωθυπουργού απέναντι στον Έλληνα ομόλογό του.
Όμως, δεν στεκόμαστε στον πυρήνα του προβλήματος. Και αυτός δεν είναι απλώς ότι η Βρετανία αδικεί την Ελλάδα ή ότι δεν αναγνωρίζει το υποχρέωση να επιστραφούν αρχαιότητες στη χώρα προέλευσης.
Ο πυρήνας του προβλήματος έχει να κάνει με το γεγονός ότι στη Μεγάλη Βρετανία η αποικιοκρατία δεν τελείωσε ποτέ.
Γιατί η αρπαγή των Μαρμάρων του Παρθενώνα, αυτή που οι Βρετανοί επιμένουν να παρουσιάζουν ως μία νόμιμη για την εποχή συναλλαγή ανάμεσα στον Λόρδο Έλγιν και τις Οθωμανικές Αρχές, εντασσόταν σε μια τέτοια αποικιοκρατική λογική.
Συνηθίζουμε να θαυμάζουμε τα μεγάλα μουσεία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στο Παρίσι, το Βερολίνο και το Λονδίνο, και ξεχνάμε πότε και πώς φτιάχτηκαν. Ξεχνάμε, δηλαδή, ότι υπήρξε μια εποχή που οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες όχι μόνο καταλάμβαναν περιοχές του πλανήτη, ή τις έθεταν υπό τον έλεγχό τους, αλλά και φρόντιζαν να μαζεύουν κάθε λογής τρόπαια που να αντιπροσωπεύουν τον πολιτισμό των κατακτημένων περιοχών.
Και τότε υποστήριζαν ότι το έκαναν για να προωθήσουν τη γνώση, αλλά στην πραγματικότητα ήταν και ένας τρόπος για να επικυρώσουν ότι πλέον οι «λευκοί» κυριαρχούν πάνω στους «ιθαγενείς».
Οι μεγάλες συλλογές αρχαιοτήτων αυτών των μουσείων είναι στην πραγματικότητα μνημεία της αποικιοκρατίας, μνημεία μιας εποχής που περιλάμβανε πλήθος από βίαιες και βάναυσες πρακτικές.
Ο Λόρδος Έλγιν δεν ήρθε να κάνει αποικία την Αθήνα, ήρθε όμως, επί της ουσίας, ως εκπρόσωπος μιας μεγάλης αποικιακής δύναμης για να κάνει μια συναλλαγή με τους εκπροσώπους μιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε κρίση, ακριβώς επειδή θεωρούσε ότι ως εκπρόσωπος της «λευκής» Δύσης μπορούσε να συγκεντρώνει αρχαιότητες για να επιδειχθούν στην αποικιακή Μητρόπολη.
Προφανώς σήμερα η Βρετανική Αυτοκρατορία δεν υπάρχει. Όμως, η λογική της αυτοκρατορίας, η κουλτούρα και η ανάλογη πρόσληψη της πραγματικότητας επιμένει. Το είδαμε σε μια έκφανσή του και στον τρόπο που επιδιώχθηκε το Brexit. Σε μεγάλο βαθμό, υπήρχε μια συντηρητική νοσταλγία για την εποχή που η Βρετανία ήταν μια μεγάλη αυτοκρατορία και μια ελπίδα να ανακτήσει μέρος αυτού του μεγαλείου. Το βλέπουμε σήμερα στον τρόπο που η Μεγάλη Βρετανία επιμένει να θέλει να κάνει συμφωνίες με πρώην αποικίες της για να στέλνει εκεί ανθρώπους που ζητούν άσυλο.
Αυτό εξηγεί και γιατί σήμερα υπάρχει τόσο μεγάλη αντίδραση στο να επιστραφούν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Δεν πρόκειται για κάποιο φόβο ότι θα μειωθεί η επισκεψιμότητα του Βρετανικού Μουσείου, αλλά για το φόβο ότι θα έρθει άλλη μια συμβολική υπογράμμιση του γεγονότος ότι οι μέρες της αυτοκρατορίας έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Και αυτό υποδεικνύει και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να επιμείνουμε στη διεκδίκηση. Δεν αρκεί να λέμε ότι πλέον έχουμε και εμείς ένα ωραίο και σύγχρονο μουσείο να τα βάλουμε. Το κυριότερο είναι να δείξουμε ότι η άρνηση επιστροφής των μνημείων συμβαδίζει με την άρνηση απαλλαγής από το αποικιοκρατικό παρελθόν και τα εγκλήματά του. Αυτό μας επιτρέπει να συντονιστούμε και με όλες εκείνες τις δυνάμεις που θέλουν να δουν τη Βρετανία να κάνει επιτέλους ένα βήμα μπροστά.