Τέλος εποχής μέχρι τη νέα αρχή
Ζούμε το κλείσιμο ενός ιστορικού κύκλου που ξεκίνησε το 2010 ίσως και λίγο πιο πριν.
Ενός κύκλου που πάτησε πάνω σε μια ριζοσπαστικοποίηση τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, πρωτίστως της νεολαίας, με αποκορύφωμα τον Δεκέμβρη του 2008 και έπειτα και των υπόλοιπων γενιών που είδαν το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια τους με τα Μνημόνια.
Ενός κύκλου που σφραγίστηκε από το γεγονός ότι υπήρξαν άνθρωποι που σκέφτηκαν και πίστεψαν ότι η Αριστερά μπορούσε να συναντηθεί με αυτές τις δυναμικές και να ξεφύγει από τα στενά όρια στα οποία είχε βρεθεί από τη μεταπολίτευση και μετά.
Ενός κύκλου που επέτρεψε τη συγκρότηση της πρώτης αριστερής κυβέρνησης στην πρόσφατη ιστορία.
Αυτός ο κύκλος τώρα κλείνει οριστικά. Και λέω οριστικά γιατί επί της ουσίας είχε αρχίσει να κλείνει από το καλοκαίρι του 2015, τις εκλογές του 2019.
Απλώς τώρα αυτή η διαδικασία γίνεται εμφανής.
Καμία από τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί – σε επίπεδο πρακτικής γιατί σε επίπεδο πολιτικού λόγου υπάρχει αφωνία από όλες τις πλευρές – δεν επαρκεί.
Δεν επαρκεί προφανώς η προσπάθεια της ομάδας που στηρίζει τον Στέφανο Κασσελάκη να μετατραπεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα λαϊκιστικό «αντιδεξιό» και «αντιμητσοτακικό» κόμμα, με θολό πολιτικό στίγμα, γιατί δεν κατανοεί ότι η κοινωνία δεν αναζητά απλώς ένα ηχείο για τη δυσαρέσκειά της, αλλά πρωτίστως μια εναλλακτική προοπτική που να μπορεί να την εμπιστευτεί ξανά.
Δεν επαρκεί ο δρόμος που φάνηκε να χαράζει η «Ομπρέλα», δηλαδή η επιστροφή στη λογική ενός «συνεπούς» κόμματος της ανανεωτικής ριζοσπαστικής αριστεράς, γιατί είναι ένας δρόμος που έχει αποδειχθεί ότι εκ των πραγμάτων σημαίνει περιορισμένη απήχηση και συσπείρωση κυρίως «ομοϊδεατών».
Δεν επαρκεί ο τόνος που δίνει η τελευταία μεγάλη αποχώρηση στελεχών γιατί είναι αναντίστοιχο να φεύγεις ως μειοψηφία από ένα κόμμα και μετά απλώς να λες ότι διεκδικείς την κληρονομιά του την ώρα που αυτό υπέστη μια μεγάλη εκλογική αποδοκιμασία στις τελευταίες εκλογές και τη στιγμή που έχει γίνει εμφανές ότι η προηγούμενη στρατηγική εξάντλησε τη δυναμική της.
Αυτές οι στρατηγικές είναι, η κάθε μια για τους δικούς της λόγους, καταδικασμένες σε αποτυχία.
Κάτι που άλλωστε βλέπουμε ήδη με την καταβαράθρωση του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις και το γεγονός ότι κονταροχτυπιέται ήδη με το ΚΚΕ για την τρίτη θέση.
Όλο αυτό γεννά ένα πραγματικό κενό στο πολιτικό σκηνικό. Και μπορεί να λέμε ότι η φύση μισεί το κενό, όμως στην πολιτική κάποιες φορές το κενό μπορεί να διαρκέσει για ένα διάστημα. Ιδίως όταν το ΠΑΣΟΚ για κάποιο λόγο, που πρέπει κάποτε να μας εξηγήσει, πιστεύει ότι η επιρροή διευρύνεται με την αφωνία, την πολιτική τεμπελιά και την απουσία ουσιαστικών προγραμματικών τοποθετήσεων.
Με αποτέλεσμα για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες ένα ευρύτερο φάσμα κοινωνικών στρωμάτων, λαϊκών και μεσαίων και προοδευτικών ή αριστερών αναζητήσεων να μην έχει εκπροσώπηση και έτσι να δίνεται η εντύπωση ότι η κυβέρνηση παίζει σε ένα γήπεδο χωρίς αντίπαλο.
Και με επιπλέον συνέπεια, υπαρκτές δυναμικές διεκδίκησης, διαμαρτυρίας, αμφισβήτησης να μην μπορούν εύκολα να σχηματοποιηθούν, αφού με εξαίρεση το ΚΚΕ, που όμως δεν έχει φανεί να θέλει να διευρύνει την επιρροή του πέρα από ένα όριο, κανένας σχηματισμός δεν κάνει πολιτική με τρόπο που να «διαπαιδαγωγεί» αυτά τα κοινωνικά κομμάτια και να κάνει τη διαμαρτυρία όραμα και πολιτική εναλλακτική.
Όλα αυτά αναδεικνύουν δύο κρίσιμα ζητήματα.
Το πρώτο είναι ότι το κενό που υπάρχει σήμερα, αυτό που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε το κενό μιας σύγχρονης αριστερής προοδευτικής απάντησης, δεν μπορεί να καλυφθεί «εν κενώ». Δηλαδή, δεν μπορεί να καλυφθεί έξω και πέρα από τις κοινωνικές δυνάμεις που θα το στηρίξουν και θα το συνδιαμορφώσουν. Χωρίς, δηλαδή, τα κοινωνικά κινήματα, τις δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών, τον κόσμο της διανόησης και της υγιούς επιχειρηματικότητας αυτής που δεν αναζητά αρπαχτή, οποιαδήποτε συζήτηση είναι απλώς εγκεφαλική.
Το δεύτερο είναι ότι οφείλει να είναι ριζικά νέο. Να μην είναι η συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η οριστική ταφόπλακά του. Αυτό δεν αφορά μόνο το όνομα, αλλά και την κουλτούρα, την αισθητική, το πρόγραμμα. Όχι γιατί η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι σημαντική, αλλά γιατί η ζωή όπως και η ιστορία μισούν την επανάληψη.
Νέο εγχείρημα δεν σημαίνει υποχρεωτικά και νέα πρόσωπα (υπάρχει άλλωστε πιο νέο πρόσωπο αυτή τη στιγμή στην πολιτική σκηνή από τον Στέφανο Κασσελάκη;). Σημαίνει νέους τρόπους και νέες σκέψεις για μια περίοδο που σφραγίζεται από νέες προκλήσεις. Και αυτή είναι μια ευθύνη με την οποία καλούνται να αναμετρηθούν και όσοι δηλώνουν παρόντες και όσοι επιμένουν στη σιωπή.
Η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή είναι από πολλές απόψεις αρνητική εξέλιξη. Δίνει στην κυβέρνηση την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας και αφήνει μεγάλα τμήματα της κοινωνίας χωρίς προσανατολισμό, την ώρα που επιτρέπει στους κάθε λογής καλοθελητές του «ακραίου κέντρου» να πιστεύουν ότι «ξεμπέρδεψαν με την αριστερά».
Όμως, μπορεί να γίνει και θετική εξέλιξη, ακριβώς γιατί στην πολιτική, όπως και στη ζωή, είναι σημαντικό να πέφτουν έγκαιρα οι «τίτλοι τέλους» σε εγχειρήματα και στρατηγικές που έχουν κλείσει τον κύκλο τους, γιατί μόνο έτσι μπορεί να ξεκινήσει η δύσκολη, αλλά αναγκαία πορεία της ανασύνθεσης.