Νικητής η αποχή
Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Εάν παρατηρήσει κανείς τις δηλώσεις των εκπροσώπων των κομμάτων μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, θα διαπιστώσει ότι… όλοι είναι νικητές, μια εικονική πραγματικότητα στην οποία δεν είναι η πρώτη φορά που καταφεύγει το πολιτικό σύστημα.
Την ανάγνωση αυτή νομιμοποιεί άλλωστε και το γεγονός ότι με εξαίρεση τη Νέα Δημοκρατία που είχε γνωστοποιήσει τους στόχους της για μπλε δήμους και περιφέρειες, τα άλλα κόμματα υιοθέτησαν τη τακτική της δημιουργικής ασάφειας που επιτρέπει πολλές -και βολικές – ερμηνείες: είτε να δείξουν ότι ενισχύθηκαν οι δυνάμεις τους συγκριτικά με το 2019 (κάτι που ισχύει σαφώς για το ΚΚΕ), είτε ότι τα πήγαν καλά σε κάποιες περιπτώσεις (π.χ. ΠΑΣΟΚ), είτε ότι δεν καταστράφηκαν εκλογικά (η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ που ούτως ή άλλως πήγε με μειωμένες προσδοκίες).
Όμως, δεν μπορεί να κρυφτεί ότι κανείς δεν μιλάει για τον… ελέφαντα στο δωμάτιο.
Έναν μεγάλο και σχεδόν… πλειοψηφικό ελέφαντα.
Την αποχή.
Περίπου ένας στους δύο εγγεγραμμένους ψηφοφόρους δεν πήγε να ψηφίσει σε επίπεδο Eπικράτειας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις το ποσοστό αποχής μόνο ως εντυπωσιακό μπορεί να χαρακτηριστεί, και ως τέτοιο να προβληματίσει.
Στην Αττική δεν πήγαν να ψηφίσουν σχεδόν επτά στους δέκα εγγεγραμμένους ψηφοφόρους.
Και μην μου πείτε για ηλικιωμένους, κατάκοιτους κ.λπ.
Αυτά τα υπαρκτά προβλήματα δεν δικαιολογούν τόσο υψηλή αποχή.
Ούτε καν το γεγονός ότι… κληρονομιά της μνημονιακής περιόδου είναι και μια μεγάλη μετανάστευση.
Γιατί όλα αυτά ίσχυαν και το 2019 και η συμμετοχή ήταν πολύ υψηλότερη.
Ούτε μπορούμε να το αποδώσουμε μόνο στη γενική μείωση του ενδιαφέροντος για την πολιτική, γιατί εδώ μιλάμε για την αυτοδιοίκηση, για κάτι που έχει άμεση επίπτωση στην καθημερινότητά σου.
Επομένως δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με τη γενική τάση αποστασιοποίησης από την πολιτική.
Έχουμε να κάνουμε με μια ψήφο διαμαρτυρίας.
Η οποία είναι εύλογη, εάν αναλογιστούμε πόσα πέρασαν οι πολίτες το τελευταίο διάστημα και – το κυριότερο – πόσο πολύ ένιωσαν απροστάτευτοι και αβοήθητοι από ένα κράτος, κεντρικό ή τοπικό μικρή σημασία έχει, που μάλιστα εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει κυνικά και ότι: «από εδώ και πέρα δεν θα μπορώ πάντα να σας βοηθήσω».
Και όπως αποδεικνύεται πλειοψηφική…
Μόνο που η αποχή καταγράφεται, αλλά δεν μεταφράζεται σε κάτι χειροπιαστό από αυτά που «πονάνε» τους πολιτικούς.
Επομένως δεν έχει τελικά αποτέλεσμα.
Δεν αλλάζει κάτι.
Γιατί όσοι παρ’ όλα αυτά εκλέγονται δεν λογοδοτούν σε όσους απείχαν.
Σε αυτούς ρίχνουν ένα περιφρονητικό βλέμμα και λένε «καλά να πάθετε», και ίσως ενδόμυχα και ένα «ευχαριστώ που με διευκόλυνες».
Όμως, για όσους τουλάχιστον αντιλαμβάνονται την πολιτική με την ουσιαστική έννοια του όρου και όχι με την εκφυλισμένη του πολιτικού κόστους και οφέλους, η υψηλή αποχή χτυπάει καμπανάκι, στέλνει μηνύματα κρίσιμα. Τα οποία θα άξιζε μια προσπάθεια να τα ερμηνεύσουν και όσοι μετράνε απλώς τα κουκιά, αφού υψηλή αποχή σημαίνει χαμηλή αποδοχή του νικητή με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη νομιμοποίηση των αποφάσεων του.
Πρέπει να συζητήσουμε τι σημαίνει να χάνουν οι πολίτες την εμπιστοσύνη τους στις δημοκρατικές διαδικασίες.
Τι σημαίνει να νιώθουν ότι «τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει».
Να πιστεύουν ότι δεν έχουν καμιά δύναμη να επηρεάσουν τα πράγματα και να γυρίζουν την πλάτη στην πολιτική.
Γιατί από ένα τέτοιο δυστοπικό τοπίο μπορεί να προκύψουν κινήματα και κοινωνικές εκρήξεις, μπορεί να προκύψουν και τέρατα που θα «κλείσουν το μάτι» και λέγοντας «εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους», θα φέρουν την ακροδεξιά στα πράγματα.
Πάνω από όλα πρέπει να σκεφτούμε πώς οι πολίτες θα νιώσουν ξανά ότι έχουν δύναμη.
Ότι η ψήφος δεν είναι τελετουργία αλλά απόφαση με αντίκρισμα.
Ότι αυτοί που τη διεκδικούν πρέπει όντως να εκπροσωπούν και όχι να αυθαιρετούν.
Ότι η συμμετοχή «στα κοινά» μπορεί να έχει αποτέλεσμα, αρκεί βέβαια και ο πολίτης να υπηρετήσει -ως οφείλει- αυτόν τον ρόλο και να μην πέφτει στις παγίδες για μια ατομοκεντρική κοινωνία του ωχαδερφισμού που στο τέλος πληρώνει ακριβά.
Γιατί σε τελική ανάλυση από τη ζωή σου ούτε μπορείς, ούτε πρέπει να απέχεις…