Κι αν δεν σε λένε… «Θωμά Γουοκαπόπουλο» τι κάνεις;

Βασίλης Σ. Κανέλλης

Η Μ. είναι 53 ετών. Είναι από την Αλβανία, μετανάστρια στην Ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια. Εδώ έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της, εδώ μεγάλωσε τα δύο της παιδιά, εδώ ξέχασε (όπως η ίδια λέει) τα χρόνια του Χότζα στην πατρίδα της.

Η Μ. εργάζεται νύχτα – μέρα για να ζήσει την οικογένειά της, αλλά όπως και ο άντρας της, δεν έχουν πάρει την ελληνική ιθαγένεια. Τα παιδιά τους είναι Ελληνες πλέον, αλλά οι ίδιοι απλά ανανεώνουν την παραμονή τους εδώ.

Στην αρχή ήταν απόκληροι και αποσυνάγωγοι, με τα χρόνια δεν τους έδιναν την ιθαγένεια, αργότερα που «απλουστεύτηκαν» τα πράγματα τους ζητούν πολλά και δύσκολα πράγματα. Που να μάθουν, αγράμματοι άνθρωποι γεωγραφία, ιστορία και άλλα πολλά για να δώσουν εξετάσεις;

Η Μ. δουλεύει στα χωράφια, σε μαγαζιά, στα πρόβατα, βοηθάει ηλικιωμένους στο χωριό που δεν έχουν κάποιον κοντά τους. Αλλά δεν είναι Ελληνίδα. Είναι πάντα η «Αλβανίδα» που δεν θα μπορεί να κάνει οτιδήποτε. Ακόμη και μια τυπική ασφάλιση, ακόμη και μια μικρή σύνταξη δεν θα έχει.

Η Ι. είναι από τη Γεωργία. Πολλά χρόνια στην Ελλάδα, ζει, δουλεύει, έχει παρέες, βοηθά όσο μπορεί και την οικογένειά της στην πατρίδα.

Εδώ και χρόνια προσπαθεί να πάρει την ιθαγένεια, να γίνει κι αυτή «Ελληνίδα», να αποκτήσει… ταυτότητα. Τα εμπόδια πολλά, τα έξοδα για παράβολα, δικηγόρους, για την γραφειοκρατία περισσότερα.

Ολο και κάποιο χαρτί της ζητούν, όλο και κάποιο «μέσον» της λένε να βρει για να ξεπεράσει τα εμπόδια. Κι αυτή δουλεύει 13,14,15 ώρες την ημέρα και περιμένει πότε αυτές οι διαδικασίες θα απλοποιηθούν.

Είναι δύο από τις χιλιάδες περιπτώσεις μεταναστών που βρίσκονται χρόνια στην Ελλάδα αλλά που αδυνατούν να πάρουν ελληνική ιθαγένεια. Όχι γιατί δεν το δικαιούνται, αλλά γιατί το «σύστημα» είναι δύσκολο, λαβύρινθος και ακριβό γι’ αυτούς.

Αυτές οι ιστορίες έρχονται στην επιφάνεια με αφορμή την ελληνοποίηση του Τόμας Γουόκαπ. Ενός εκπληκτικού αθλητή, σπουδαίου ανθρώπου που δείχνει να αγαπά την Ελλάδα και να θέλει να μείνει σ’ αυτήν. Και να βοηθήσει φυσικά το ελληνικό μπάσκετ με τις δυνάμεις και το ταλέντο που διαθέτει.

Μπράβο σε όσους το σκέφτηκαν και μπράβο και στον ίδιο τον αθλητή που θέλει να φορέσει τη φανέλα της Εθνικής μας ομάδας η οποία χρειάζεται τον Γουόκαπ. Είναι σύνηθες πλέον σε όλες τις εθνικές ομάδες να βλέπουμε «νατουραλιζέ» παίκτες, δηλαδή ξένους που παίρνουν διαβατήριο της χώρας που θέλουν και παίζουν κανονικά μπάσκετ ή άλλο άθλημα.

Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι ο Γουόκαπ και η ιθαγένεια που πήρε. Το πρόβλημα είναι η ταχύτητα με την οποία ένας αθλητής γίνεται Ελληνας όταν την ίδια στιγμή χιλιάδες ξένοι στη χώρα μας ταλαιπωρούνται για χρόνια, ακόμη κι αν έχουν τα τυπικά προσόντα.

Το πρόβλημα είναι ότι μέχρι πρότινος ακόμη και τα παιδιά μεταναστών που γεννιούνταν και μεγάλωναν στην Ελλάδα περνούσαν από έναν γραφειοκρατικό κυκεώνα προκειμένου να πάρουν ελληνική ταυτότητα.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να ξεπερνιούνται α λα καρτ σε χρόνο – ρεκόρ όλες οι γραφειοκρατικές ανοησίες που φτιάξαμε για να κάνουμε τη ζωή δύσκολη σε χιλιάδες ανθρώπους που ζουν στην Ελλάδα.

Το πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί που κάνουν τις δουλειές που δεν κάνουμε εμείς (να προσέχουμε ηλικιωμένους, να μαζεύουμε τις ελιές, να δουλεύουμε στις φράουλες, να φυλάμε τα πρόβατα, να καθαρίζουμε σκάλες και γραφεία), πρέπει να τυγχάνουν μιας καλύτερης αντιμετώπισης.

Εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις για να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, να μην ταλαιπωρούνται από γραφείο σε γραφείο και από δικηγόρο σε δικηγόρο.

Εντάξει, δεν μπορούν να γίνουν όλοι… «Θωμάς Γουοκαπόπουλος» μέσα σε μια νύχτα. Αλλά μπορούν να έχουν μια καλύτερη αντιμετώπιση και μια γρηγορότερη ελληνοποίηση. Διότι όπως και ο Γουόκαπ θα προσφέρει τα πάντα στην Εθνική έτσι και οι μετανάστες που ζουν και εργάζονται για χρόνια στην Ελλάδα, προσφέρουν τα μέγιστα στην ελληνική κοινωνία.

Με την ευκαιρία αυτή της ελληνοποίησης του Γουόκαπ, λοιπόν, ίσως έχει έρθει ο χρόνος για να αλλάξουν πολλά…