Στο δρόμο για τις εκλογές η κυβέρνηση παρουσιάζει τους δημόσιους υπαλλήλους ως «βαθύ κράτος»

Παναγιώτης Σωτήρης

Μια συνέντευξη ενός ανθρώπου που εκπροσωπεί κατεξοχήν αυτό που λέμε «Μέγαρο Μαξίμου», σίγουρα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λίγο πριν την τυπική εκκίνηση της προεκλογικής εκστρατείας.

Ιδίως, όταν μιλάμε για τον υπουργό Επικρατείας Άκη Σκέρτσο, έναν άνθρωπο που στον λόγο του συνήθως αποτυπώνει μια συνολικότερη στρατηγική τοποθέτηση.

Με αυτή την έννοια έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η παρακάτω αποστροφή από τη συνέντευξη: «Στην περίπτωση των Τεμπών είχαμε την κραυγαλέα – και με τόσο τραγικά αποτελέσματα – αποτυχία του κράτους με το οποίο είμαστε σε πόλεμο από την πρώτη ημέρα της διακυβέρνησης ΜητσοτάκηΈνας δύσκολος και άνισος πόλεμος με το αδιάφορο και αναποτελεσματικό κράτος του παρελθόντος. Στον αντίποδα του κράτους που αποκαλύφθηκε στα Τέμπη βρίσκεται το κράτος με στοχοθεσία, αξιολόγηση, διαδικασίες, λογοδοσία, θεσμική μνήμη και συνέχεια. Αυτές τις πολιτικές αξίες υπηρετούμε μέσω του επιτελικού κράτους και δυστυχώς έχουν καταψηφιστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ όλοι οι νόμοι που επιβάλλουν την αξιολόγηση, όπως για παράδειγμα αυτή των εκπαιδευτικών. Ο αντίπαλος πάντως για εμάς είναι πολύ σαφής. Είναι η βαθιά ριζωμένη αντίληψη της ήσσονος προσπάθειας, της ανευθυνότητας και των κάθε λογής «εργατοπατέρων» στο Δημόσιο που τις ενθαρρύνουν.»

 

Η μεταφορά της ευθύνης στους υπαλλήλους

Το συγκεκριμένο απόσπασμα κάνει σαφές ότι η κυβέρνηση αντιμέτωπη με ένα γενικευμένο κλίμα δυσαρέσκειας και διάχυτης αίσθησης ότι «το κράτος», σε όλες τις μορφές του, δεν προσφέρει το αναγκαίο αίσθημα «ασφάλειας», επιλέγει να μεταφέρει την ευθύνη στο προσωπικό των κρατικών μηχανισμών, στους κάθε λογής «σταθμάρχες της Λάρισας» που μπορεί οι πολίτες να συναντούν στην καθημερινότητά τους.

Ουσιαστικά, η κυβέρνηση θέλει να μεταφέρει την ευθύνη για τα προβλήματα της χώρας στις ανεπάρκειες του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών.

Ακόμη περισσότερο, θέλει να δείξει ότι ήταν αυτό το προσωπικό των δημοσίων υπηρεσιών που επεδίωξε να σταθεί εμπόδιο στη μεταρρυθμιστική της προσπάθεια, μαζί με τους συνδικαλιστές «εργατοπατέρες» που εκπροσωπούν αυτό το προσωπικό, και άρα να δικαιολογήσει τόσο τις καθυστερήσεις, όσο και τη «σκληρή γραμμή» που επιλέγει να υιοθετήσει απέναντι σε αιτήματά της.

Η γραμμή αυτή, βεβαίως, δεν αποτελεί κάποια «πρωτοτυπία». Στην πραγματικότητα είναι μια κλασική νεοφιλελεύθερη θέση, που και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό έχει ακουστεί πολλές φορές και σε διάφορες παραλλαγές. Ούτως ή άλλως, η λογική του «λιγότερου κράτους», πάντοτε πάταγε πάνω και σε μια ρητορική «αναποτελεσματικού κράτους».

Και βέβαια στην ελληνική περίπτωση, αυτό έρχεται να συναντήσει διάφορα στερεότυπα που εξακολουθούν να αναπαράγονται στην κοινωνία για τους δημοσίους υπαλλήλους που υποτίθεται ότι και ανεπαρκείς και ενίοτε διεφθαρμένοι.

Είναι προφανές ότι η Νέα Δημοκρατία εκτιμά ότι μια τέτοια ρητορική έχει απήχηση στο κοινό της και επιτρέπει την επανασυσπείρωσή τους αλλά και την πολεμική ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ.

Γνωρίζει ότι αυτό θα την αποξενώσει από ένα τμήμα του εκλογικού ακροατηρίου, ιδίως τους ίδιους τους εργαζομένους στο δημόσιο, όμως θεωρεί ότι θα «παίξει» με τα αντανακλαστικά των εκλογέων που συναλλάσσονται με το δημόσιο και έχουν παράπονα. Είναι μια επικέντρωση ανάλογη με αυτή της προβολής του Φράχτη στον Έβρο, που η κυβέρνηση γνωρίζει ότι δεν έχει απήχηση στο αριστερό και κεντροαριστερό ακροατήριο, αλλά ελπίζει να συγκρατήσει διαρροές προς την ακροδεξιά.

 

Τα προβλήματα με το «αφήγημα» περί «βαθέος κράτους»

Ωστόσο, υπάρχουν και μερικά προβλήματα σε σχέση με αυτό το αφήγημα. Καταρχάς δεν φαίνεται ότι σε αυτή την περίπτωση η κοινωνία θεωρεί ότι το πρόβλημα ήταν κυρίως η εγκληματική αμέλεια κάποιων υπαλλήλων, αλλά μάλλον θεωρεί ότι υπάρχουν συνολικότερες πολιτικές και κυβερνητικές ευθύνες, όπως αποτυπώθηκε και στις κινητοποιήσεις και σε μετρήσεις κοινής γνώμης. Να το πούμε απλά, το επιχείρημα ότι κατά βάση έφταιγαν οι σταθμάρχες, δεν φαίνεται να έχει περάσει στην κοινή γνώμη.

Έπειτα, σε αντίθεση με τη ρητορική περί «εργατοπατέρων», στην περίπτωση των Τεμπών αποδείχτηκε ότι ήταν τα συνδικάτα που προειδοποιούσαν για τους κινδύνους και οι διοικήσεις αυτές που δεν φάνηκε να μην λαμβάνουν υπόψη τις προειδοποιήσεις.

Και βέβαια η περίπτωση της Μυκόνου έδειξε ότι ήταν ακριβώς οι εκπρόσωποι ενός κλάδου του δημοσίου, οι αρχαιολόγοι – που συχνά έχουν «στοχοποιηθεί» ως εμπόδια –, που βρέθηκαν στο στόχαστρο παραβατικών επιχειρηματιών.

Για να μην αναφερθούμε ότι συχνά οι πολίτες αυτό που διεκδικούν είναι περισσότερους δημοσίους υπαλλήλους, π.χ. νοσηλευτές και γιατρούς, υπαλλήλους καθαριότητας ή εκπαιδευτικούς.

Επιπλέον, υπάρχει και το ερώτημα εάν μπορεί εύκολα η κυβέρνηση να παρουσιάσει εαυτόν ως σε σύγκρουση με το «βαθύ κράτος», όταν κυβερνά από το 2019 και η ΝΔ είναι στη διακυβέρνηση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, για πάνω από 22 από τα 45 χρόνια της Μεταπολίτευσης και άρα αντικειμενικά έχει μερίδιο ευθύνης στο πώς διαμορφώθηκε το κράτος στη χώρα μας.

Πέραν αυτών όσο κατανοητή και εάν είναι η κυβερνητική προσπάθεια να παρουσιάσει το «επιτελικό κράτος» ως απάντηση, στα μάτια ενός τμήματος του εκλογικού σώματος είναι ακριβώς το «επιτελικό κράτος» που φέρει σημαντικό μερίδιο της ευθύνης για όσα συμβαίνουν στη χώρα, από την πορεία εκτέλεσης κρίσιμων έργων έως τις επιλογές διοικήσεων σε δημόσιους οργανισμούς, έως το σχεδιασμό διαφόρων πολιτικών.