Η μετεκλογική συγκυρία και τα καθήκοντα της αντικαπιταλιστικής/ επαναστατικής αριστεράς

 

Η μετεκλογική συγκυρία και τα καθήκοντα της αντικαπιταλιστικής/ επαναστατικής αριστεράς

Των Σπύρου Σακελλαρόπουλου και Παναγιώτη Σωτήρη

 

 

Στις εκλογές αποτυπώθηκε σημαντική αποδοκιμασία της κυβερνητικής πολιτικής αλλά και συνολική αποδοκιμασία του δικομματισμού, όπως αποτυπώθηκε και στην εκλογική συντριβή του ΠΑΣΟΚ, που εκφράζει και την κρίση στρατηγικής της σοσιαλδημοκρατίας. Οι εξελίξεις αυτές συμπυκνώνουν τις μεγάλες κοινωνικές δυναμικές του τελευταίου διαστήματος, τους αγώνες και την οργή για τις αντιλαϊκές πολιτικές. Αντιστοιχούν στην ύπαρξη υπαρκτών ρηγμάτων στους όρους άρθρωσης του νεοφιλελευθερισμού ως ηγεμονικής ιδεολογίας. Σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των εκλογών είναι αριστερόστροφο και αυτό αποτυπώνεται και στην σημαντική ενίσχυση της Αριστεράς. Η κυβέρνηση θα είναι πιο αδύναμη και πιεσμένη, αλλά ενισχύεται συγκυριακά από την απουσία αντιπάλου. Θα δοκιμάσει την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, γνωρίζοντας, όμως, ότι μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με ισχυρές αντιδράσεις. Η ριζοσπαστική αριστερά, που αθροιστικά συγκεντρώνει το υψηλότερο ποσοστό της, έχασε μια μεγάλη ευκαιρία. Η απουσία του έκανε αυτό το χώρο να είναι τροφοδότης του ρεφορμισμού.

Η εκλογική επιτυχία των κομμάτων της ρεφορμιστικής αριστεράς δεν μπορεί να συγκαλύψει τη βαθύτερη στρατηγική αμηχανία της Αριστεράς, την αδυναμία της με τρόπο πειστικό να διαμορφώσει μια αντικαπιταλιστική στρατηγική πέραν της διεκδίκησης –επί της ουσίας– μιας νεοκεϋνσιανής πολιτικής που να περιλαμβάνει περισσότερο δημόσιο τομέα, αναδιανεμητικές πολιτικές, κοινωνικό κράτος. Η διαπίστωση ότι σήμερα πολιτική στρατηγική επί της ουσίας είναι μόνο ο νεοφιλελευθερισμός δεν επικαθορίζει μόνο την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και τη στρατηγική ανεπάρκεια της ρεφορμιστικής αριστεράς. Δεν υποτιμούμε την αξία αυτών των αιτημάτων ως απάντηση απέναντι στην επέλαση των δυνάμεων του κεφαλαίου τις προηγούμενες δεκαετίας, αλλά πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δεν αποτελούν αντικαπιταλιστικούς στόχους. Γιατί μπορεί σε επίπεδο κινήματος οι βασικοί στόχοι να είναι κυρίως αμυντικοί, «αντινεοφιλελεύθεροι», αυτό όμως δεν αρκεί για να διαμορφωθεί μια νέα αριστερή ηγεμονία. Είναι ανάγκη η Αριστερά να παρουσιάσει ένα πειστικό πολιτικό σχέδιο για τη δυνατότητα ολόπλευρης σύγκρουσης με τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης. Μια τέτοια σαφής αντικαπιταλιστική τοποθέτηση, μια τέτοια συστηματική απεύθυνση προς τις λαϊκές μάζες της θέσης ότι υπάρχει η δυνατότητα εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης και ότι αυτός είναι ο ορίζοντας των σημερινών αγώνων, είναι και ο μόνος τρόπος η διατύπωση αμυντικών αιτημάτων (όχι στην ιδιωτικοποίηση, όχι στην ελαστική εργασία, όχι στην υποχώρηση του αναδιανεμητικού ρόλου του κράτους και του ασφαλιστικού συστήματος), που αντικειμενικά είναι η βασική πλευρά της παρέμβασης μας στο κίνημα, να μην μετασχηματίζεται σε ένα γενικευμένο αμυντισμό που είναι η βασιλική οδός για την παλιννόστηση τμημάτων των λαϊκών μαζών σε όποια τμήμα του επίσημου πολιτικού σκηνικού φαντάζει έστω ελάχιστα πιο «φιλολαϊκό».

Στη άρθρωση, όμως, αυτής της αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης δεν θα συμβάλουν ούτε τα συνδιαχειριστικά αντανακλαστικά που σφραγίζουν πλευρές της δράσης της Αριστεράς (π.χ. η «συγκυβέρνηση» με το ΠΑΣΟΚ που προκρίνει ο Συνασπισμός σε συνδικάτα ή την τοπική αυτοδιοίκηση), ούτε η πεποίθηση ότι σήμερα μπορεί να υπάρξει «αριστερή διακυβέρνηση». Ούτε θα συμβάλει ο ιδεολογικός συντηρητισμός του ΚΚΕ που ουσιαστικά προκρίνει ένα οικονομίστικο όραμα «κοινωνικής προκοπής» και όχι ανατροπής.

Είναι σαφές ότι σήμερα η βασική πολιτική κατεύθυνση δεν μπορεί παρά να είναι η πιο πλατιά και πιο μαχητική κοινωνική αντιπολίτευση. Η αίσθηση ότι οι αγώνες μπορούν να παράγουν αποτελέσματα, θα πρέπει να μετασχηματισθεί σε μια περισσότερο παγιωμένη αγωνιστική ανάταση των λαϊκών τάξεων και στην προσπάθεια να υπάρξουν μεγάλα και νικηφόρα κινήματα απέναντι σε όλους τους μεγάλους κόμβους της συγκυρίας: τις αλλαγές στο ασφαλιστικό, την προώθηση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, τα σχέδια «ανάπτυξης» των καμένων εκτάσεων. Αυτή η έμφαση στους ανυποχώρητους αποτελεσματικούς αγώνες, στην ενότητα μέσα στους αγώνες, στην αγωνιστικών ταξική ενότητα των ίδιων των μαζών, οφείλει να είναι σήμερα ο βασικός τόνος της πολιτικής απεύθυνσης. Οφείλουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε, έτσι ώστε η κυβέρνηση της ΝΔ να δει μπροστά της να ορθώνονται ένα κινηματικό τείχος στην κυρίαρχη πολιτική. Αυτό θα είναι και μόνος τρόπος για να παγιωθεί η όποια αριστερόστροφη δυναμική, αλλά και για να μετασχηματιστεί σε υλική δύναμη. Αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορούν να το κάνουν τα κόμματα του ρεφορμισμού, είτε γιατί μέχρι τώρα έδειχναν ότι δεν πιστεύουν στη δυνατότητα των αγώνων να κερδίσουν (ΚΚΕ), είτε είναι πολύ πιο προσανατολισμένα σε μια συνδιαχειριστική κατεύθυνση και μια λογική κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης (ΣΥΝ). Σίγουρα, όμως, ως πολιτική κατεύθυνση, απέναντι σε όλο αυτό τον κόσμο που πήγε αριστερά στις εκλογές, η ριζοσπαστική αριστερά μπορεί και πρέπει να το δώσει ως κατεύθυνση.