Το τοπίο των κυπριακών προεδρικών εκλογών

Γιάννος Κατσουρίδης, Αρθρογράφος

Του Γιάννου Κατσουρίδη, Επίκουρου Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

Ολοκληρώνεται σε λίγες μέρες η μακρύτερη σε χρονική διάρκεια προεκλογική εκστρατεία που έχουμε βιώσει σε προεδρικές εκλογές στην Κύπρο. Η πολύμηνη προεκλογική εκστρατεία αποτελεί σύμπτωμα και τεκμήριο μιας σημαντικής αλλαγής στον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού και κομματικού συστήματος στην Κύπρο: τα πολιτικά κόμματα βρίσκονται πλέον σε μια διαρκή εκλογική κινητοποίηση. Αυτή η συνθήκη, σε συνδυασμό με την ιδιότητα του κράτους-μέλους της ΕΕ και των περιορισμών που αυτό περικλείει, μετατρέπει τα κόμματα σε εκλογικούς μηχανισμούς βραχυπρόθεσμου και ψηφοθηρικού ορίζοντα, εις βάρος μακρόπνοων πολιτικών σχεδιασμών.

Ταυτόχρονα, η αντιπαράθεση μεταφέρεται σε πιο συμβολικά ζητήματα παρά σε προγραμματικά/ουσιαστικά. Δεδομένου του ειδικού βάρους των πολιτικών κομμάτων στη διακυβέρνηση των κρατών, η συνθήκη της διαρκούς εκλογικής κινητοποίησης δεν δημιουργεί προϋποθέσεις για παραγωγή σημαντικού κοινωνικού οφέλους.

Στο κείμενο που ακολουθεί, επιχειρείται μια «ανάγνωση» της προεκλογικής εκστρατείας που ολοκληρώνεται σήμερα μέσα από ένα πρίσμα διαχρονίας και συγχρονίας. Στόχος είναι ο εντοπισμός των μακροπρόθεσμων αλλά βραχυπρόθεσμων τάσεων σε επίπεδο εκλογικού σώματος, αλλά και σε σχέση με τις επιλογές των πολιτικών κομμάτων και, παράλληλα, να εντοπιστούν οι πιθανές συνέπειες που μπορεί να έχουν για μελλοντικές εκλογικές αναμετρήσεις, ή το ίδιο το πολιτικό σύστημα της χώρας και τη λειτουργία του.

 

Η διαχρονική και συγχρονική ανάλυση της προεκλογικής εκστρατείας

Σε ένα πιο μακροσκοπικό επίπεδο, εστιάζοντας δηλαδή στις γενικότερες και διαχρονικές τάσεις και δυναμικές που αναπτύσσονται στην κυπριακή κοινωνία, όλα τα ευρήματα από την τρέχουσα προεκλογική περίοδο φαίνεται να συνάδουν, ή και να «επιδεινώνουν» τα διαχρονικά συμπεράσματα για τις κοινωνικές τάσεις του εκλογικού σώματος, αλλά και τις πολιτικές τάσεις σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας του κομματικού συστήματος.

“Στην κυπριακή κοινωνία αναπτύσσεται ένας υποβόσκων -και πολλές φορές φανερός- αντισυστημισμός που νοείται περισσότερο ως εναντίωση στις πρακτικές και επιλογές των παραδοσιακών κομμάτων... Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να ερμηνεύσουμε, εν μέρει τουλάχιστον, και το φαινόμενο Χριστοδουλίδης και το γεγονός ότι αντλεί σημαντικά ποσοστά από πολλές κομματικές πηγές, αλλά και ανένταχτους, παρά τη συγκεκριμένη ιδεολογική και πολιτική προέλευση της συγκεκριμένης υποψηφιότητας.”

Το κυρίαρχο πλαίσιο, και των εκλογών αυτών, ήταν η γενική απαξίωση των πολιτικών θεσμών και ειδικά των πολιτικών κομμάτων και η χαμηλή εμπιστοσύνη σε αυτούς. Αλληλένδετο με αυτή την απαξίωση είναι, αφενός η ολοένα και αυξανόμενη αυτονόμηση των ψηφοφόρων και η εξ’ ατομίκευση της πολιτικής τους συμπεριφοράς και αφετέρου, η περαιτέρω μείωση της ισχύος των πάλαι ποτέ ισχυρότατων κομματικών μηχανισμών. Οι οργανωτικοί μηχανισμοί των κομμάτων είναι σημαντικοί, αλλά όχι τόσο καθοριστικοί πλέον. Ταυτόχρονα, όμως, παρατηρούμε μεγαλύτερη κινητοποίηση αυτών που είναι πιο κοντά σε κόμματα, τους λεγόμενους πυρήνες. Με άλλα λόγια, ο κομματικός πατριωτισμός συρρικνώνεται, αλλά παραμένει ηχηρός (loud).

Στην κυπριακή κοινωνία αναπτύσσεται ένας υποβόσκων -και πολλές φορές φανερός- αντισυστημισμός που νοείται περισσότερο ως εναντίωση στις πρακτικές και επιλογές των παραδοσιακών κομμάτων, κάτι που δεν αποτελεί προφανώς κυπριακή καινοτομία και μοναδικότητα. Απλά εμφανίστηκε πιο αργοπορημένα σε σχέση με άλλες κοινωνίες.

Ο «αντισυστημισμός» αποτελεί μια έκφραση δυσπιστίας σε αυτό που οι πολίτες θεωρούν ως πολιτικό κατεστημένο στο οποίο περιλαμβάνουν κυρίως τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να ερμηνεύσουμε, εν μέρει τουλάχιστον, και το φαινόμενο Χριστοδουλίδης και το γεγονός ότι αντλεί σημαντικά ποσοστά από πολλές κομματικές πηγές, αλλά και ανένταχτους, παρά τη συγκεκριμένη ιδεολογική και πολιτική προέλευση της συγκεκριμένης υποψηφιότητας.

“Σε επίπεδο κομματικού συστήματος, εκτός από την καταφανή μείωση της δύναμης (εκλογικής, κοινωνικής και πολιτικής) των παραδοσιακών κομμάτων, καταδεικνύεται ότι οι συνεργασίες του παρελθόντος δεν δίνουν τα (αριθμητικά) αποτελέσματα όπως στο παρελθόν. Κανένας δεν εγγυάται, πλέον, ότι το άθροισμα των επί μέρους θα είναι όσο και το δυνητικό άθροισμα τους. Ένα και ένα δηλαδή δεν κάνουν δύο, όπως στα μαθηματικά.”

Δεδομένης της φύσης των συγκεκριμένων εκλογών, επιβεβαιώνεται και ενισχύεται ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο οι ψηφοφόροι επιλέγουν τον υποψήφιο που θα ψηφίσουν. Στις προεδρικές εκλογές, εξ’ αντικειμένου, ο ψηφοφόρος προσμετρά πολύ περισσότερο από άλλα είδη εκλογών τα προσωπικά χαρακτηριστικά έκαστου υποψήφιου, εις βάρος κομματικών αποφάσεων και κατευθύνσεων.

Σε επίπεδο κομματικού συστήματος, εκτός από την καταφανή μείωση της δύναμης (εκλογικής, κοινωνικής και πολιτικής) των παραδοσιακών κομμάτων, καταδεικνύεται ότι οι συνεργασίες του παρελθόντος δεν δίνουν τα (αριθμητικά) αποτελέσματα όπως στο παρελθόν. Κανένας δεν εγγυάται, πλέον, ότι το άθροισμα των επί μέρους θα είναι όσο και το δυνητικό άθροισμα τους. Ένα και ένα δηλαδή δεν κάνουν δύο, όπως στα μαθηματικά. Συνεχίζεται επίσης η μείωση των κομματικών ταυτίσεων εξού και οι σχετικά χαμηλές συσπειρώσεις των κομμάτων ή οι μεγάλες δυσκολίες στο να επιτευχθεί μια ικανοποιητική συσπείρωση. Συσπειρώσεις, που δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι αναφέρονται πλέον σε πολύ μειωμένα ποσοστά, ειδικά για τα παραδοσιακά κόμματα συγκριτικά με προηγούμενες εκλογές.

Αυξάνεται, επίσης, η ψήφος διαμαρτυρίας κάτι που αντανακλά σε σημαντικό βαθμό την απόρριψη των παραδοσιακών κομμάτων και των επιλογών τους, τα οποία (παραδοσιακά κόμματα) δείχνουν να είναι αρκετά αποκομμένα από τμήματα του εκλογικού σώματος και ειδικά τα λαϊκά στρώματα και ανίκανα να δώσουν καινούριο νόημα στην πολιτική εκπροσώπηση. Κάπως έτσι ανοίγονται νέα κενά στην εκπροσώπηση, ενώ στο πλαίσιο των συγκεκριμένων εκλογών από τη ψήφο διαμαρτυρίας φαίνεται να ευνοείται ο κ. Χριστοδουλίδης.

Εμφανίζεται, επίσης, σε μεγαλύτερη έκταση και ο «εκλογικός νομαδισμός», το φαινόμενο δηλαδή των ψηφοφόρων που μετακινούνται από εκλογή σε εκλογή, ο οποίος σε συνδυασμό με τα παραπάνω, αλλά και την αυξημένη αποχή, αποτυπώνουν την απογοήτευση του κυπριακού λαού από το πολιτικό σύστημα.

 

Το επίπεδο της συγχρονίας

Στο επίπεδο της συγχρονίας, στο επίπεδο δηλαδή της παρούσας εκλογικής αναμέτρησης, οι συγκεκριμένες τάσεις αυτών των προεδρικών εκλογών δεν παρουσίασαν δραματικές αλλαγές από την έναρξη της μέχρι και την (σχεδόν) λήξη της. Πάντα με μια υπόμνηση όσον αφορά την υπόθεση εργασίας που διαπερνά την ανάλυση μας. Ότι η πληθώρα των μετρήσεων κοινής γνώμης που έχουν διεξαχθεί σε αυτούς τους μήνες (πέραν των 40), κατάφεραν να «συλλάβουν» τις τάσεις και τις προτιμήσεις των πολιτών. Το zeitgeist της εποχής.

Το πολιτικό σκηνικό, όπως διαμορφώθηκε εξ’ αρχής, και οι συσχετισμοί μεταξύ των υποψηφίων δεν φαίνεται να ανατρέπονται δραματικά ή ουσιαστικά. Οι δυναμικές των βασικών υποψηφίων παρουσίασαν μια σχετική σταθερότητα και οι αυξομειώσεις που παρατηρήθηκαν ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενες. Εδώ εννοείται η μείωση των αρχικών δημοσκοπικών ποσοστών του προηγούμενου στην «κούρσα» κ. Χριστοδουλίδη και η αντίστοιχη αύξηση των άλλων δύο βασικών υποψηφίων προϊόντος του χρόνου, των κκ. Νεοφύτου και Μαυρογιάννη. Παρόμοια σχετική σταθερότητα παρουσίασε και η συνολική προτίμηση των ψηφοφόρων προς τους θεωρούμενους ως «μικρούς» υποψήφιους κάτι που δείχνει ότι η λογική της χαμένης ψήφου δεν μετρά πλέον όσο παλιά.

“...διαφαίνεται η μείωση της σημασίας που αποδίδεται στο κυπριακό υπέρ άλλων παραμέτρων...Ενώ το κυπριακό παραμένει σημαντικό, θεματικές που σχετίζονται με την οικονομία στις πολλαπλές της εκφάνσεις (κοινωνικό κράτος, εργασιακά, στέγαση, ακρίβεια, φτώχεια, ανεργία, κτλ.), την καθημερινότητα των πολιτών, το μεταναστευτικό και τη διαφθορά/σκάνδαλα αναδείχθηκαν περισσότερο.”

Σε ολόκληρη την προεκλογική εκστρατεία πιο πολυσυλλεκτική υποψηφιότητα παρέμεινε σταθερά ο Ν. Χριστοδουλίδης, ενώ ο κ. Νεοφύτου απευθύνθηκε συνειδητά μόνο στο ακροατήριο του δικού του κόμματος, του ΔΗΣΥ, κάτι που λειτουργεί περιοριστικά.

Ο ΔΗΣΥ διατηρήθηκε σε ολόκληρη την εκστρατεία σε κατάσταση εσωστρέφειας επιτιθέμενος σε όλους σχεδόν τους δυνητικούς συμμάχους σε περίπτωση που ο κ. Νεοφύτου περάσει στον δεύτερο γύρο. Η περιθωριοποίηση της «λαϊκής δεξιάς» τα τελευταία χρόνια εκφράζεται σιγά σιγά και στο εκλογικό πεδίο αφού σημαντικό τμήμα αυτής της τάσης του ΔΗΣΥ φαίνεται να στρέφεται προς τον κ. Χριστοδουλίδη.

Ο κ. Μαυρογιάννης δυσκολεύθηκε αρχικά να πείσει το αριστερό ακροατήριο (τους ψηφοφόρους του ΑΚΕΛ πιο σωστά), αλλά παρελθόντος του χρόνου αυτό φάνηκε ότι ξεπεράστηκε σε σημαντικό βαθμό.

Ταυτόχρονα με τα πιο πάνω, το ακροδεξιό ΕΛΑΜ φαίνεται ακόμα μια φορά ότι παγιώνει ένα σκληρό κορμό ψηφοφόρων.

Ως προς τις θεματικές στις οποίες επικεντρώθηκαν τα εκλογικά επιτελεία, τα κόμματα και οι υποψήφιοι, αλλά και που αναδεικνύει το ίδιο το εκλογικό σώμα ως τις σημαντικότερες για την επιλογή του, διαφαίνεται η μείωση της σημασίας που αποδίδεται στο κυπριακό υπέρ άλλων παραμέτρων. Αυτή η τάση ξεκίνησε στη δεκαετία του 2010 και προφανώς συνδέεται με τις εξελίξεις στο κυπριακό, αλλά και με τις πολλαπλές κρίσεις που έπληξαν την υφήλιο, την ΕΕ και την Κύπρο και που έστρεψαν το ενδιαφέρον και τους προβληματισμούς σε άλλα πεδία. Ενώ το κυπριακό παραμένει σημαντικό, θεματικές που σχετίζονται με την οικονομία στις πολλαπλές της εκφάνσεις (κοινωνικό κράτος, εργασιακά, στέγαση, ακρίβεια, φτώχεια, ανεργία, κτλ.), την καθημερινότητα των πολιτών, το μεταναστευτικό και τη διαφθορά/σκάνδαλα αναδείχθηκαν περισσότερο.

“έχουμε σημαντική μείωση των ποσοστών των παραδοσιακών κομμάτων, έχουμε είσοδο και ενίσχυση νέων κομμάτων, αλλά και πολύ αυξημένη αποχή. Όλα αυτά δημιουργούν συνθήκες αυξημένης ρευστότητας. Οι βεβαιότητες του παρελθόντος έχουν εκλείψει.”

 

Μπορεί να ανατραπεί το δημοσκοπικό σκηνικό;

Στη ζωή «τα πάντα ρει» και ο τελικός λόγος είναι σε αυτούς που θα παν στην κάλπη να καταθέσουν τη ψήφο τους. Υπό αυτή την έννοια δεν θα πρέπει να είμαστε απόλυτοι στις εκτιμήσεις μας, και δεν θα πρέπει να αποκλείουμε οποιαδήποτε αλλαγή στα δεδομένα όπως τα γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή. Έχοντας σημειώσει αυτό, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι δεν θα ανατραπεί δραματικά η εικόνα που έχουμε.

Τα δεδομένα, όπως διαμορφώνονται, τείνουν στο ότι ο ένας εκ των δύο διεκδικητών στον δεύτερο γύρο θα είναι ο κ. Χριστοδουλίδης, αλλά για τον δεύτερο διεκδικητή δεν είναι εύκολο να γίνει πρόβλεψη δεδομένου ότι η μεταξύ τους απόσταση σε όλες τις μετρήσεις κινείται στα όρια του στατιστικού λάθους. Η μεγάλη απόσταση του πρώτου από τους υπόλοιπους δύο βασικούς διεκδικητές, το σχετικά ψηλό ποσοστό βεβαιότητας ψήφου και η αποδυνάμωση των κομματικών ταυτίσεων και μηχανισμών τα τελευταία χρόνια ενισχύουν την εκτίμηση αυτή.

Τα άγνωστα ερωτήματα ως προς το ποιο θα είναι το τελικό δίδυμο του δεύτερου γύρου, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

Πρώτο, πώς θα συμπεριφερθούν τα άτομα που δεν εντοπίζονται στις μετρήσεις.

Δεύτερο, το τελικό ποσοστό συμμετοχής που όσο ψηλότερο θα είναι μάλλον θα ευνοεί τον κ. Χριστοδουλίδη που θεωρητικά έχει πιο χαλαρή ψήφο.

Τρίτο, τον κομματικό συναισθηματισμό μερίδας των ψηφοφόρων στο τέλος της εκστρατείας που αν λειτουργήσει θα ευνοήσει τους υποψήφιους των μεγάλων κομμάτων.

Τέταρτο, την κρυφή ψήφο, που όση υπάρχει, λογικά, είναι υπέρ του κ. Χριστοδουλίδη.

Πέμπτο, την μερίδα εκείνη των ψηφοφόρων που δηλώνουν ως την τελευταία στιγμή αναποφάσιστοι και τέλος, το συνολικό ποσοστό των «μικρών» υποψηφίων και από ποιον εκ των «βασικών» θα αποδειχθεί ότι αφαίρεσαν περισσότερους ψήφους.

 

Προς αλλαγή του κομματικού χάρτη;

Οι εκλογές, και όχι μόνο στην Κύπρο, λειτουργούν πολλές φορές ως επιταχυντές πολιτικών εξελίξεων ή δρομολογούν πολιτικές εξελίξεις. Όλα θα εξαρτηθούν, βεβαίως, από το ποιοι υποψήφιοι θα περάσουν στον δεύτερο γύρο, τι συμμαχίες και επιλογές θα γίνουν μεταξύ πρώτης και δεύτερης Κυριακής και, βέβαια, ποιος θα κερδίσει. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, όμως, θα αναγνωρίσουμε ότι ο κομματικός χάρτης βρίσκεται υπό αναμόρφωση, εν κινήσει, εδώ και καιρό.

Αφενός, έχουμε σημαντική μείωση των ποσοστών των παραδοσιακών κομμάτων, έχουμε είσοδο και ενίσχυση νέων κομμάτων, αλλά και πολύ αυξημένη αποχή. Όλα αυτά δημιουργούν συνθήκες αυξημένης ρευστότητας. Οι βεβαιότητες του παρελθόντος έχουν εκλείψει. Αφετέρου, εξακολουθεί ακόμα και με τις αλλαγές που ήδη συντελέστηκαν, να υπάρχει ένα δεδομένο κενό πολιτικής εκπροσώπησης κατά μήκος του ιδεολογικού φάσματος.

Το γεγονός ότι μεγάλες μάζες του λαού δεν εγγράφονται στους εκλογικούς καταλόγους, άλλοι τόσοι ή και περισσότεροι απέχουν και ορισμένοι κάνουν πιο συγκυριακές επιλογές καταδεικνύει ότι στο κομματικό μας σύστημα υπάρχουν σημαντικά κενά εκπροσώπησης.

Επιπλέον, κάποιοι εκ των υποψηφίων και όχι μόνο, έχουν ήδη αναφερθεί στην πρόθεση τους για δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών. Τώρα, αν αυτό θα γίνει και κυρίως αν θα έχει διάρκεια, είναι μια εντελώς διαφορετική συζήτηση.

Απόλυτα συνδεδεμένο με τα πιο πάνω είναι και το μέλλον των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων και αρχηγών. Από τους τρεις βασικούς υποψήφιους στη χειρότερη θέση είναι ο Α. Νεοφύτου ως ο μοναδικός κομματικός υποψήφιος, ο οποίος ήδη αντιμετωπίζει αμφισβήτηση που πιθανότατα θα ενταθεί και ίσως πυροδοτήσει σοβαρούς ενδοκομματικούς τριγμούς αν δεν περάσει στον δεύτερο γύρο. Αλλά και ο ΓΓ του ΑΚΕΛ, Σ. Στεφάνου θα έχει σημαντικά ζητήματα να αντιμετωπίσει με μια τρίτη στη σειρά αποτυχία σε προεδρικές εκλογές και με συρρικνωμένο κόμμα. Το ίδιο ισχύει και για τους ηγέτες των ΔΗΚΟ (Ν. Παπαδόπουλος) και ΕΔΕΚ (Μ. Σιζόπουλος), αφού θα παραμείνουν για πέραν των 10 ετών εκτός εκτελεστικής εξουσίας.