Βρετανία: H κατάρρευση της Λιζ Τρας σύμπτωμα βαθύτερης κρίσης

Παναγιώτης Σωτήρης

Η Λιζ Τρας προετοίμαζε για αρκετά χρόνια τη στιγμή που θα γινόταν πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας. Είχε το ανάλογο προφίλ, είχε οικοδομήσει συμμαχίες μέσα στο κόμμα της, ήταν φιλόδοξη και άρπαξε την ευκαιρία που της δόθηκε όταν φάνηκε ότι οι συνθήκες ήταν ώριμες για ένα ανακτορικό πραξικόπημα κατά του Μπόρις Τζόνσον. Άλλωστε, το Συντηρητικό Κόμμα έχει μακρά παράδοση σε αυτά.

Και όμως κατάφερε μέσα σε σύντομο διάστημα να γίνει συνώνυμη με την έννοια της πολιτικής αποτυχίας και κατάφερε να υποχρεωθεί σε παραίτηση από ένα κόμμα που είχε ξεσηκωθεί εναντίον της.

Και όλα αυτά τα κατάφερε κατά βάση προσπαθώντας να εφαρμόσει αυτό που είχε υποσχεθεί ως οικονομικό πρόγραμμα. Σύμπτωμα και αυτό μιας συνολικότερης κρίσης του ίδιου του βρετανικού πολιτικού συστήματος.

 

Η βαριά σκιά του Brexit

Η παραίτηση της Λιζ Τρας και συνολικά η κυβερνητική κρίση στη Βρετανία ήρθε να υπογραμμίσει τον τρόπο που στην πραγματικότητα το Brexit έχει λειτουργήσει αποδιαρθρωτικά για το βρετανικό πολιτικό σύστημα – σε πείσμα εκείνων που κυρίως προερχόμενοι από Συντηρητικό Κόμμα είχαν υποστηρίξει ότι θα απελευθέρωνε τη δυναμική της νέας «Παγκόσμιας Βρετανίας».

Ο λόγος έχει να κάνει με το πώς αποφασίστηκε το Brexit και πώς το διαχειρίστηκαν οι κυβερνήσεις των Τόρηδων.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το δημοψήφισμα αποφασίστηκε από τον Ντέιβιντ Κάμερον περισσότερο ως απάντηση στην πίεση που είχε στο εσωτερικό του κόμματός του παρά ως συγκροτημένη στρατηγική επιλογή. Εξ ου και ότι τα περισσότερα στελέχη πρώτης γραμμής ήταν υπέρ της παραμονής στην ΕΕ.

Η ίδια απόφαση κρίθηκε από έναν συνασπισμό ανάμεσα σε μερίδες της οικονομικής ολιγαρχίας που θεωρούσε ότι η ΕΕ αποτελούσε ένα «βαρίδι» για την βρετανική οικονομία και ένα φάσμα από λαϊκά στρώματα που αντιμετώπιζαν με ανασφάλεια την ΕΕ και θεωρούσαν ότι η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχία θα αντιμετώπιζε τα κοινωνικά τους προβλήματα.

Ως αποτέλεσμα το Brexit ήταν ιδιότυπα «ορφανό» πολιτικά. Με την εξαίρεση του Τζόνσον τα περισσότερα στελέχη των Συντηρητικών ήταν μάλλον υπέρ της παραμονής, ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ίσως ο μόνος πολιτικός που προσπάθησε να σκεφτεί πώς θα μπορούσε να γίνει η έξοδος χωρίς κοινωνικό κόστος, ήταν στην αντιπολίτευση και επί της ουσίας δεν είχε γίνει καμιά προετοιμασία, την ώρα που κέντρα οικονομικής εξουσίας όπως το City ήταν ιδιαίτερα εχθρικά στο Brexit.

Την ίδια στιγμή η ίδια η διαπραγμάτευση της διαδικασίας εξόδου απέπνεε αντιφατικές και συχνά αλληλοσυγκρουόμενες ατζέντες από τη μεριά της Βρετανίας κάτι που έκανε τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα. Αρκεί να αναλογιστούμε τη δυσκολία για το σύνορο της Βόρειας Ιρλανδίας ή ακόμη και το γεγονός ότι δεν είχε εκτιμηθεί ότι η έξοδος σήμαινε να αντιμετωπιστεί όλο το πρόβλημα της ήδη ενσωματωμένης ευρωπαϊκής νομοθεσίας που τώρα έπρεπε να αντιμετωπιστεί από την αρχή

Το κυριότερο ήταν ότι ο Brexit άφησε μια ψευδαίσθηση αυτάρκειας και μια λογική ότι η Βρετανία μπορούσε να γράψει μόνη της τους κανόνες του παιχνιδιού. Αυτή η υπερεκτίμηση ήταν εμφανής και στις πολιτικές που πρόκρινε η Τρας και που οδήγησαν τελικά στην πτώση της. Μια ιδιότυπη αλαζονεία ότι μπορούσε η Βρετανία να κάνει επιλογές χωρίς κόστος. 

 

Ο μίνι-προϋπολογισμός ως δρόμος για την καταστροφή

Ο μίνι-προϋπολογισμός που ανακοίνωσε η Λιζ Τρας τον περασμένο Σεπτέμβριο ήταν σχεδιασμένος για να την κατοχυρώσει στην πρωθυπουργία και να εξασφαλίσει ότι θα έφτιαχνε μια θετική εκλογική δυναμική για τους Συντηρητικούς.

Μάλιστα είχε παρουσιαστεί ως «ένας επιτέλους προϋπολογισμός των Συντηρητικών». Η συνταγή ήταν απλή και αποδείχτηκε συνταγή για την καταστροφή.

Και αυτό γιατί ο νέος προϋπολογισμός περιλάμβανε ταυτόχρονα τις μεγαλύτερες μειώσεις φόρων από το 1972 και αύξηση των δημοσίων δαπανών για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί το κόστος από την ενεργειακή κρίση.

Το χρηματοδοτικό κενό υποτίθεται ότι θα μπορούσε η Βρετανία να το αντλήσει με αυξημένο δανεισμό, που όμως δεν θα δημιουργούσε ιδιαίτερα προβλήματα αφού η Βρετανία είναι μια μεγάλη οικονομία.

Αποδείχτηκε ότι σε καιρούς ραγδαίας ανόδου του πληθωρισμού και πίεσης για άνοδο των επιτοκίων ως αντιπληθωριστικό μέτρο (και ως απάντηση στην ανοδική πορεία των αμερικανικών επιτοκίων) οι αγορές δεν είδαν αυτή την ενδεχόμενη απότομη άνοδο του χρέους ως θετική εξέλιξη.

Το αποτέλεσμα ήταν μια υποχώρηση των ομολόγων, αύξηση των αποδόσεων (άρα και του επιτοκίου) και πίεση στη στερλίνα.

Σε όλα αυτά προστέθηκε και το πρόβλημα με το πώς διαχειρίζονταν τα κρατικά ομόλογα τα Ταμεία Συνταξιοδότησης, που δεν τα είχαν μόνο για «σίγουρο αποκούμπι» αλλά και τα χρησιμοποιούσαν ως εχέγγυα σε μορφές βραχυχρόνιου δανεισμού που σήμαιναν ότι η υποχώρηση των αποδόσεων τα οδηγούσαν σε μαζικές ρευστοποιήσεις, συνολικά σε μια συνθήκη που μπορούσε να πυροδοτήσει μια μείζονα οικονομική κρίση.

Ουσιαστικά, μια «ώριμη» αγορά, μιας μεγάλης οικονομίας του G7, άρχισε να συμπεριφέρεται ως αναδυόμενη αγορά σε περίοδο κρίσης.

Επιπλέον, η γρήγορη άνοδος των αποδόσεων και άρα των επιτοκίων δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα σε πάνω από πέντε εκατομμύρια οικογένειας που θα πλήρωναν πάνω από 5.100 λίρες ετησίως μέχρι το 2024 για την αποπληρωμή των στεγαστικών τους δανείων.

Όλα αυτά υποχρέωσαν την Τρας να ανακρούσει πρύμναν και να αντικαταστήσει τον Κουάζι Κουαρτένγκ, τον υπουργό Οικονομικών που αυτή είχε επιλέξει, για να βάλει στη θέση του τον Τζέριμι Χαντ, που πρακτικά πήρε πίσω όλες τις βασικές προβλέψεις του μίνι-προϋπολογισμού.

Μόνο που μια πρωθυπουργός που αναγκάζεται να πάρει πίσω την πρώτη μείζονα πολιτικής πρωτοβουλία είναι μια αδύναμη πρωθυπουργός, μια πρωθυπουργός με ιδιαίτερα βραχύ πολιτικό ορίζοντα.

Και έτσι ενεργοποιήθηκε με χαρακτηριστική ταχύτητα εναντίον της ο ίδιος μηχανισμός που την είχε οδηγήσει στην εξουσία.

Ούτως ή άλλως, όπως παρατήρησε ο Economist, η κ. Τρας είχε ήδη γίνει το ανθρώπινο αντίστοιχο του Λάρι, του γάτου που ζει στον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ αλλά δεν έχει καμιά εξουσία.

 

 

Μια βαθύτερη κρίση

Όμως όλα αυτά αποτυπώνουν και μια βαθύτερη κρίση του ίδιου του βρετανικού πολιτικού συστήματος, της ίδιας της ικανότητάς του να παράγει πολιτική και να παράγει στοιχειωδώς αποτελεσματική ηγεσία.

Το γεγονός ότι η Τρας ήταν η τέταρτη πρωθυπουργός από το 2015, παρότι η Βρετανία δεν έχει αλλάξει κυβερνώσα παράταξη, η καταγραφή τεσσάρων υπουργών οικονομικών και τριών υπουργών Εσωτερικών μέσα σε διάστημα μηνών, όλα αυτά φανερώνουν μια αδυναμία χειρισμού της ίδιας της εξουσίας.

Αυτό έχει να κάνει με τις δυσκολίες του αχαρτογράφητου τοπίου του Brexit, αλλά έχει να κάνει και τον τρόπο που το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να κατανοήσει τα όρια που έχει σήμερα η Βρετανία.

Μια χώρα με μεγάλη οικονομία, που όμως μόλις αποκόπηκε εν μέρει από μια μεγάλη αγορά, με ασαφή προσανατολισμό ως προς το πώς βλέπει το μέλλον της και πώς εντάσσεται στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις.

Μια χώρα που ομνύει στην πράσινη μετάβαση αλλά η κυβέρνηση Τρας ήθελε να άρει την απαγόρευση στο fracking.

Μια χώρα που οι ήθελε να βγει από την ΕΕ για να εφαρμόσει ακόμη πιο σκληρές πολιτικές στη μετανάστευση για να ανακαλύψει ότι της λείπει τελικά μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό.

Μια χώρα που θεωρεί ότι μπορεί π.χ. να συμβουλεύει την Ουκρανία να μην κάνει υποχωρήσεις, την ώρα που η ίδια αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα συνοχής π.χ. σε σχέση με την Σκωτία.

Μια χώρα που πιστεύει ότι μπορεί να έχει δανείζεται απεριόριστα από τις διεθνείς αγορές, χωρίς να έχει το βασικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ, δηλαδή το παγκόσμιο νόμισμα αναφοράς.

Το γεγονός ότι ανάλογα σημάδια πολιτικής κρίσης ή και «κρίσης ηγεσίας» καταγράφονται και στην ηπειρωτική Ευρώπη – τι άλλο δείχνει η εντυπωσιακή αδυναμία της ΕΕ να ανταποκριθεί έγκαιρα σε προκλήσεις – δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί επαρκής παρηγορία για τα προβλήματα της Βρετανίας. Πιο σωστό είναι να ερμηνευθεί ως έναν ακόμη λόγο μεγαλύτερης ανησυχία σε αυτούς τους ταραγμένους καιρούς.