Πώς αποκωδικοποιείται η ομιλία Πούτιν στην τελετή προσάρτησης
Του Κώστα Ράπτη
Η εκτενής ομιλία, την οποία εκφώνησε χθες Παρασκευή ο Βλαντίμιρ Πούτιν στην τελετή για την προσάρτηση τεσσάρων ουκρανικών περιφερειών στη Ρωσία, συμπυκνώνει ορισμένες πολιτικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις της ρωσικής ηγεσίας, οι οποίες θα πρέπει να αποκωδικοποιηθούν, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η πορεία που ακολουθεί ο νέος ψυχρός (ή όχι και τόσο) πόλεμος.
Η σημαντικότερη διαφορά έγκειται στο ότι η ίδια η Ουκρανία αναφέρεται πλέον μόνο εν παρόδω και η διεξαγόμενη σύγκρουση περιγράφεται ευθέως ως διεξαγόμενη μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Το τετελεσμένο της απόσπασης τεσσάρων ουκρανικών περιφερειών παρουσιάζεται απλώς ως κάτι το οποίο συνιστά έκφραση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση των κατοίκων τους και συνεπώς το Κίεβο οφείλει να το “σεβασθεί” και “αποδεχθεί”. Συνεπώς ο κύκλος αναζήτησης πολιτικών λύσεων στην συγκεκριμένη κρίση (ο οποίος άνοιξε με τις Συμφωνίες του Μινσκ και συνεχιζόταν μέχρι και τις ρωσο-ουκρανικές συνομιλίες του Μαρτίου) κλείνει οριστικά. Αν, υπαινίσσεται ο Πούτιν, το Κίεβο και οι σύμμαχοί του είναι σε θέση να δεχθούν τον εδαφικό ακρωτηριασμό, όπερ αδύνατο, η πολεμική αναμέτρηση μπορεί και να λήξει (“Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την ειρήνη”). Αλλά η επιστροφή στην προτέρα κατάσταση δεν είναι για την Ρωσία νοητή.
Το γιατί το Κρεμλίνο εξωθήθηκε σε αυτή την κίνηση ερμηνεύεται από λόγους περισσότερο πολιτικούς, παρά επιχειρησιακούς. Η εγκατάλειψη από τις ρωσικές δυνάμεις της περιοχής του Ιζιούμ στις αρχές Σεπτεμβρίου έθεσε εν αμφιβόλω την προθυμία της ηγεσίας της Ρωσίας να υπερασπισθεί μέχρι τέλους τους πληθυσμούς, στο όνομα των οποίων διεξήγαγε την λεγόμενη “ειδική στρατιωτική επιχείρηση”. Η εργαλειακή αυτή αντιμετώπιση των “ομοεθνών” θορύβησε την ρωσική κοινή γνώμη, η οποία κάθε άλλο παρά ταυτίζεται με την περισσότερο ορατή στα διεθνή μέσα ενημέρωσης μοσχοβίτικη ιντελλιγκέντσια. Σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να φαντάζεται ο εξωτερικός παρατηρητής, η πίεση για περισσότερη “αποφασιστικότητα” δεν διαχέεται από την κορυφή στην βάση της πυραμίδας, αλλά μάλλον το αντίθετο, όπως δείχνει και η πρόσφατη διαδήλωση στη Μόσχα υπό το σύνθημα “Δεν εγκαταλείπουμε τους ανθρώπους μας”.
Ωστόσο, ο Πούτιν δεν απευθύνθηκε χθες μόνο στο εγχώριο ακροατήριο. Εκφώνησε ένα “μανιφέστο” αμφισβήτησης της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας της Δύσης, η οποία, όπως πιστεύει ο ίδιος, εκλείπει αντικειμενικά και αμετάκλητα. Και την αποτίμησε αναδρομικά, με αναφορές που έφθαναν μέχρι το Μεσαίωνα, ως μία ιστορική περίοδο ληστρικής καταπίεσης της υπόλοιπης υφηλίου, για να οδηγηθεί, σε ό,τι αφορά το σήμερα, στους αγαπημένους του μύδρους κατά των “ψευδών αξιών” της Δύσης και της “κατάπτωσης” που συνιστά η ρευστοποίηση των παραδοσιακών και έμφυλων ρόλων.
Όμως, αποκλειστικά με αντι-queer υλικά δεν οικοδομείται ένα αφήγημα που να φιλοδοξεί να βρει απήχηση στον υπόλοιπο κόσμο και μάλιστα να λειτουργήσει ως “εναλλακτική πρόταση” στην τωρινή διεθνή αρχιτεκτονική. Εξ ού και για την ιδεολογικοποίηση της σύγκρουσής του με τη Δύση ο Πούτιν ανακαλύπτει, πρώτη φορά σε τέτοια ένταση και έκταση, τον αντι-αποικιακό λόγο, εμφανιζόμενος ως οιονεί εκπρόσωπος του παγκόσμιου Νότου: “Είμαστε υπερήφανοι γιατί τον 20ό αιώνα ήταν η χώρα μας, που ηγήθηκε του αντιαποικιακού κινήματος, το οποίο άνοιξε ευκαιρίες για πολλούς λαούς σε όλο τον κόσμο να αναπτυχθούν”.
(Φυσικά η ειλικρίνεια του Ρώσου προέδρου έχει πολύ συγκεκριμένα όρια, αν αναλογισθούμε και μόνο τις τριβές που έχει προκαλέσει εντός συνόρων το ζήτημα της γλωσσικής πολιτικής, καθώς οι μικρότερες εθνότητες της Ομοσπονδίας υφίστανται μια διαδικασία άνωθεν σταδιακού εκρωσισμού).
Αλλά τα μηνύματα δεν απευθύνονται μόνο σε πρώην αποικιοποιημένους λαούς. Αφορούν και την Κίνα (με χαρακτηριστικά αναφορά στο ασιατικό ΝΑΤΟ που επιχειρούν να ιδρύσουν οι ΗΠΑ), αφορούν ακόμη και τη Γερμανία, με την υπενθύμιση ιστορικών γεγονότων όπως ο βομβαρδισμός της Δρέσδης ή η συνεχιζόμενη παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων. Η Δύση, την οποία περιγράφει ο Πούτιν, είναι λοιπόν ο αγγλοσαξωνικός κόσμος περιβαλλόμενος από μία σειρά υποτελών, που δεν μένει παρά να αφυπνισθούν (“Πίστευαν ότι θα μπορέσουν για άλλη μια φορά να παρατάξουν ολόκληρο τον κόσμο υπό τις διαταγές τους. Όπως αποδείχθηκε, ωστόσο, μια τέτοια λαμπρή προοπτική κάθε άλλο παρά ενθουσιάζει τους πάντες, εκτός από τους τελειωμένους πολιτικούς μαζοχιστές και τους θαυμαστές άλλων μη παραδοσιακών μορφών διεθνών σχέσεων”) .
Συνεπώς ο Πούτιν “καίει τις γέφυρες πίσω του” όχι μόνο σε ό,τι αφορά το ουκρανικό μέτωπο με τη στενή έννοια. Εφόσον η σύγκρουση εμφανίζεται να έχει πλανητικές διαστάσεις, ιστορία μερικών αιώνων και περιεχόμενο αξιακό και υπαρξιακό, κάθε υποχώρηση και συνδιαλλαγή δεν είναι, εξαιρουμένων τακτικών κινήσεων, πραγματικά εφικτή.
Και πράγματι, ο ίδιος ο Πούτιν προειδοποίησε το ακροατήριό του ότι οι αντίπαλοι θα υπεραμυνθούν των προνομίων τους μέχρι τέλους. Όμως, τότε, τι του δίνει την αυτοπεποίθηση να ριχτεί σε αυτή την αναμέτρηση; Προφανώς, η αντίληψη ότι η δυτική ισχύς είναι ένθοδεν υπονομευμένη (“Οι άνθρωποι δεν μπορούν να τραφούν με τυπωμένα δολάρια και ευρώ. Δεν μπορείς να τους ταΐσεις με αυτά τα χαρτάκια και η εικονική, διογκωμένη κεφαλαιοποίηση των δυτικών εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης είναι αδύνατο να θερμάνει τα σπίτια τους”) και ότι οι υποτελείς θα έχουν όσο περνά ο καιρός όλο και περισσότερα κίνητρα να αποσκιρτήσουν από την αμερικανική ηγεμονία. Πρόκειται για πεποίθηση που εγγυάται μεγάλους κραδασμούς διεθνώς στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον.