Η κοινωνική έκρηξη του Δεκεμβρίου και η ιδεολογική επίθεση του κεφαλαίου
Η κοινωνική έκρηξη του Δεκεμβρίου και η ιδεολογική επίθεση του κεφαλαίου
Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου
Η πρόσφατη κοινωνική έκρηξη προκάλεσε πλήθος σχολιασμών στο χώρο των ΜΜΕ από ένα πολύ μεγάλο αριθμό διαμορφωτών της κοινής γνώμης, είτε διανοουμένων είτε δημοσιογράφων. Το εύρος των επιχειρημάτων παρουσίασε μια μεγάλη ποικιλία με την οποία δεν μπορούμε να ασχοληθούμε στο πλαίσιο ενός άρθρου. Θα μας απασχολήσει όμως η μερίδα εκείνη των σχολιαστών που πέραν από τα κροκοδείλια δάκρυα που έχυσαν για «το καημένο το παιδί» κατέκλυζαν συνεχώς το κοινό στο οποίο απευθύνονταν με τις «βαθύτατες ανησυχίες τους για το που πάει αυτός ο τόπος» εκφράζοντας στην πραγματικότητα την πιο καθαρή γραμμή του κεφαλαίου και της άρχουσας τάξης.
Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι το μανιφέστο των επτά πανεπιστημιακών που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της 14/12 όπου αναφερόταν πως «Η Δημοκρατία για να επιβιώσει, πρέπει να βρει εκ νέου τον εαυτό της, δείχνοντας μηδενική ανοχή σε κάθε τρομοκρατία, σε κάθε πράξη ακραίας αναρχικής ή αστυνομικής βίας. Οι κάθε είδους αναρχικοί είναι απόστολοι του μηδενισμού, του φθόνου και της μνησικακίας και καταστρέφουν τις αξίες του πολιτισμού…Αυτό που λείπει είναι η ανάγκη να υπάρξουν δημοκρατικοί άνθρωποι και δημοκρατικοί θεσμοί με κύρος, που να μπορέσουν να εμπνεύσουν με λόγια και με έργα εμπιστοσύνη στους πολίτες και στη νεολαία. Μόνο ένα δημοκρατικό κράτος μπορεί να βοηθήσει τους πολίτες να καταλάβουν, ότι η εγχώρια και η διεθνής οικονομική κρίση απαιτούν από όλους θυσίες, κατανεμημένες με δίκαιο τρόπο…Πρέπει [οι πολίτες] να αντιτάξουν το σύνθημα ‘‘ούτε δικτατορία ούτε αναρχία- Δημοκρατία’’ και να δείξουν στην πράξη ότι ο θυμός δεν οδηγεί νομοτελειακά στην καταστροφή αλλά μπορεί να κινητοποιήσει δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη πολιτικών θεσμών που τους σέβονται οι πολίτες, προϋποθέτει ότι οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις μπορούν με το κύρος τους να στηρίξουν το σεβασμό και την τήρηση των νόμων» Σε επόμενο φύλο της ίδιας εφημερίδας, ο Διευθυντής της Α. Παπαχελάς αναλαμβάνει να συγκεκριμενοποιήσει το τι ακριβώς φταίει: «Μπήκε για τα καλά στην κουλτούρα μας η λογική των καταλήψεων σχολείων και πανεπιστημίων, του κλεισίματος δρόμων με ασήμαντες αφορμές, η χρήση βίας απέναντι στα όργανα του Κράτους, οι καταστροφές στα δημόσια πανεπιστήμια κλπ κλπ. Αρχικώς θεωρήθηκε ένα ‘‘υγιές ξέσπασμα’’ λόγω της συσσωρευμένης καταπίεσης από τα χρόνια πριν και κατά τη διάρκεια της χούντας. Εν συνεχεία μεταβλήθηκε σε παράδοση και μπήκε αυτός ο τρόπος συμπεριφοράς για τα καλά στο DNA μας… Αν κάποιος τολμήσει να μιλήσει για την ανάγκη κάθε σοβαρής δημοκρατίας να έχει ‘‘νόμο και τάξη’’ αντιμετωπίζεται περίπου ως… ‘‘χουντικός’’ ή όργανο σκοτεινών κύκλων. Όποιος διαμαρτύρεται για την αναίτια διακοπή μιας παράστασης θεωρείται γραφικός και αποθεώνεται από θιασάρχες που έχουν συμβιβασθεί με ό,τι πιο διαφθαρμένο έχει η ελληνική κοινωνία» Στο ίδιο μήκος κύματος ο αρθρογράφος της Καθημερινής Μπάμπης Παπαδημητρίου «Αν κάτι χρειάζεται η χώρα είναι η επανάσταση των σιωπηλών υπέρ της αποκατάστασης του αυτονόητου: της τήρησης του νόμου» ενώ ο Καθηγητής Θ. Κουλουμπής συμπεραίνει: «Όλα τα κόμματα πρέπει να προσαρμοστούν στα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης δημοκρατίας, ανεπτυγμένης οικονομίας και συμφιλιωμένης κοινωνίας. Άμεσα και απερίφραστα πρέπει όλα τα κόμματα να καταδικάσουν τη χρήση άναρχης βίας που αμαυρώνει παγκοσμίως την εικόνα της χώρας μας»
Ποια είναι τα ηθικά διδάγματα για τον γνωστό συγγραφέα Πέτρο Μάρκαρη: «…αν κοιτάξει κανείς τα τελευταία είκοσι χρόνια, θα διαπιστώσει ότι η πορεία των νέων υπήρξε εμφανώς πορεία συντήρησης του status quo. Φτάνει να θυμηθούμε τη λυσσαλέα αντίδρασή τους στο νόμο Αρσένη, τις διαμαρτυρίες, τις καταλήψεις και τους αποκλεισμούς των δρόμων. Είχαμε και τότε βιώσει μια Αθήνα νεκρή, αφημένη στην τύχη της. Ο νόμος Αρσένη ήθελε (έστω και με ελλείψεις ή παραλείψεις) να ξαναδώσει στο λύκειο το χαμένο κύρος του. Και η αντίδραση των μαθητών στόχευε στο να μείνει η κατάσταση ως είχε. Την ίδια τύχη είχε και η Μαριέττα Γιαννάκου, η μόνη υπουργός των τελευταίων χρόνων που προσπάθησε να αλλάξει πέντε πράγματα και αντιμετώπισε την οργή των φοιτητών και την αντίδραση μιας μερίδας πανεπιστημιακών που κατεβαίνουν καθημερινά στους δρόμους με μοναδικό αίτημα να μην αλλάξει τίποτα» (Ελεύθερος Τύπος 21/12).
Τι συμπέρασμα βγάζουμε από όλα τα παραπάνω; Πως υπάρχει ένα πολύ ατυχές περιστατικό το οποίο όλοι καταδικάζουν και του οποίου ο θύτης θα πρέπει να τιμωρηθεί σύμφωνα με τους νόμους. Ωστόσο το γεγονός αυτό δεν θα πρέπει να οδηγήσει στην ανεξέλεγκτη βία η οποία οδηγεί στον μηδενισμό και στην εξάλειψη του πολιτισμού. Αυτό που θα πρέπει οπωσδήποτε να γίνει είναι η τήρηση της νομιμότητας και η ανάδειξη του δημοκρατικού κράτους το οποίο, μέσα σε περίοδο κρίσης, θα αναλάβει να επιμερίσει με δίκαιο τρόπο το κοινωνικό κόστος που θα προκύψει. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να υιοθετούνται πρακτικές όπως οι καταλήψεις ή τα κλεισίματα των δρόμων. Όποιες τέτοιες πρακτικές είχαν αναπτυχθεί στο παρελθόν οφείλονται στην μεταπολιτευτική «ελευθεριακότητα» πράγμα που είχε ως συνέπεια την αναστολή, από διάφορες μειοψηφίες, της υλοποίησης μια σειράς από ελπιδοφόρες μεταρρυθμίσεις.
Αλήθεια, πόση διαστρέβλωση της πραγματικότητας μέσα σε τόσες λίγες γραμμές…Καταρχήν δεν πρόκειται για ένα ατυχές περιστατικό. Τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 18 εν ψυχρώ δολοφονίες από αστυνομικούς. Αλλά και η μοναδική περίπτωση να ήταν, από πού και ως πού η δολοφονία ενός μαθητή από αστυνομικό μπορεί να θεωρείται ατυχές περιστατικό; Η επανάληψη πως ο θύτης θα πρέπει να τιμωρηθεί σύμφωνα με τους νόμους, (γιατί πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει;), θα ήταν απλώς βαρετή αν δεν εμπεριείχε την παραδοχή πως μέχρι τώρα κανένας δεν τιμωρείται. Από εκεί και πέρα αρχίζει ο οδυρμός για τη βία και την κατάρρευση του πολιτισμού. Αλήθεια για ποια βία μιλάνε; Για τους ξυλοδαρμούς και τις προσαγωγές μαθητών σε καθημερινή βάση σε ολόκληρη την επικράτεια ως μορφή επίδειξης τσαμπουκά από την πλευρά των αστυνομικών δυνάμεων (κι όποιος έχει αντίρρηση για το αληθές του πράγματος, ας ρωτήσει και κανένα εκπαιδευτικό για να του πει τι υφίστανται οι μαθητές του); Για τα δακρυγόνα σε κάθε πια διαδήλωση; Ή, το κυριότερο, για τη βία της καθημερινότητας; Γιατί δηλαδή δεν είναι βία τα εξοντωτικά ωράρια των μαθητών, η προσωρινή και ευέλικτη απασχόληση, η ανεργία, η συνειδητοποίηση πως η γενιά τους θα ζήσει πολύ χειρότερα από τις προηγούμενες γενιές; Ή, για να μπούμε σε πιο χοντρά θέματα, τα 28 δις προς τις τράπεζες, το 20% των ελλήνων που βρίσκονται κάτω από το όριο φτώχειας, τα εκατομμύρια νοικοκυριά που είναι χρεωμένα στις τράπεζες; Συγγνώμη, αλλά όλα αυτά είναι πραγματική βία και τρομοκρατία. Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά ούτε ο Αλέξης θα ήταν σήμερα νεκρός ούτε η έκρηξη του Δεκέμβρη θα είχε πραγματοποιηθεί, γιατί ως γνωστόν δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνική δράση χωρίς να έχει προηγηθεί ένα κοινωνικό αίτιο.
Ποιος, όμως, είναι ο πραγματικός φόβος όλων αυτών των γραφίδων; Πως το σύστημα κοινωνικής εξουσίας που με τόσο ζήλο υπερασπίζονται βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη φάση. Η λιτότητα που πλήττει τα λαϊκά στρώματα διαρκεί πάνω από 20 χρόνια και έχει ως αποτέλεσμα την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Ταυτόχρονα παραμονεύει ο κίνδυνος εισόδου της παγκόσμιας κρίσης και στην ελληνική οικονομία, ενώ οι πρόσφατες βουλευτικές εκλογές έδειξαν μια σημαντική μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς τ’ αριστερά. Όλα αυτά συνιστούν ένα μόνιμα επικίνδυνο μείγμα. Η κοινωνική έκρηξη του προηγούμενου Δεκέμβρη δεν ήταν παρά μία τροχιοδεικτική βολή της κοινωνικής αναταραχής που μπορεί να ακολουθήσει. Γι αυτό άρχισαν οι υποδείξεις: «Πρέπει να καταλάβετε πως η κρίση θα έρθει και πως θα πρέπει να πληρώσετε γι’ αυτήν. Δε χρειάζονται ζημιογόνες κινητοποιήσεις, που στο παρελθόν λειτούργησαν ανασχετικά σε πολύ ελπιδοφόρες πρωτοβουλίες». Τι λέτε, μωρέ; Σοβαρά μιλάτε; Και γιατί παρακαλώ θα πρέπει να πληρώσουν οι εργαζόμενοι γα την κρίση; Αυτοί την προκάλεσαν; Για πόσα χρόνια ακόμα θα πρέπει να πληρώνουν; Και καλά γι’ αυτά τα 28 δις στις τράπεζες κανείς δεν θα μιλήσει ποτέ; Και επίσης πότε θα μιλήσει κάποιος για τα «μεγάλα οράματα του Έθνους» που οι συγκεκριμένοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης παπαγάλιζαν χαρωπά όλα αυτά τα χρόνια; Θυμάται κανείς την «στενωπό του 85-86, την «πρόκληση του 1992», τον εκσυγχρονισμό του 1996, την ανάγκη να μπούμε στην ΟΝΕ, τους Ολυμπιακούς του 2004; Μπορεί κανείς απ’ όλους τους αυτούς τους κονδυλοφόρους να εξηγήσει σε ποιο βαθμό τα παραπάνω δεν συνέβαλαν στο να φτάσουμε στη σημερινή κατάσταση. Πάντως για να είμαστε δίκαιοι, κατανοούμε τις ανησυχίες και τις φοβίες τους και θα κάνουμε ότι μπορούμε για να τις δουν και ως πραγματικότητα. Όπως λέει και μια γαλλική παροιμία «Τα σκυλιά αλυχτούν αλλά το καραβάνι περνά»
Αυτό Δέσποινα μπορείς να το βάλεις σε πλαίσιο
Για τη διακοπή των θεατρικών παραστάσεων
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο μπορεί κανείς να δει το ζήτημα της διακοπής των θεατρικών παραστάσεων από ομάδες διαδηλωτών. Οι τρεις συγγραφείς Δοξιάδης, Θεοδωρόπουλος και Μάρκαρης ξιφουλκούν με κοινή επιστολή τους: «Κρατικοί λειτουργοί και αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί μοιάζουν ανίκανοι να αντιδράσουν στην έμπρακτη αμφισβήτηση βασικών θεσμών και κανόνων της δημοκρατίας, από ομάδες ανθρώπων οι οποίοι, με αφετηρία ένα τραγικό γεγονός, επιτίθενται με τυφλή βία στα δικαιώματα των πολιτών και στις αρχές της κοινής μας ζωής. Την κοινοτοπία των κούφιων συνθημάτων και της ξύλινης γλώσσας των εκ του ασφαλούς αντιεξουσιαστών ανταγωνίζεται σε υπερβολή μονάχα η προτροπή κάποιων ενοχικών μεσηλίκων να ‘‘αφουγκραστούμε τα μηνύματα’’ της ανομίας τα οποία τάχα περιέχουν περισπούδαστες και τολμηρές απόψεις για τα προβλήματα του τόπου, την οποία εμείς, οι αμέτοχοι στο ‘‘κίνημα’’ δεν αντιλαμβανόμαστε…Αν εμείς οι άνθρωποι [της τέχνης] ανεχόμαστε αγόγγυστα την κάθε ομάδα ‘‘επαναστατημένων’’ νεαρών να μαγαρίζει ανενόχλητα την Ακρόπολη ή να διακόπτει μια θεατρική παράσταση βρίζοντας το κοινό και γράφοντας με σπρέι στο καινούριο, καθαρό φουαγιέ του Εθνικού το ναζιστικής υφής σύνθημα ‘‘σκατά στους κουλτουριάρηδες’’ (!) τι μας λέει ότι δεν θα δούμε μεθαύριο τους ίδιους ή άλλους να καίνε βιβλία ή να επιχειρούν να ορίσουν το τι θα λέμε και το τι θα σκεφτόμαστε;»
Πέραν των όσων αναφέραμε για τη γενικότερη στάση μιας μεγάλης μερίδας των διαμορφωτών της κοινής γνώμης αξίζει, πιστεύουμε, να κάνουμε ορισμένα σχόλια σε κάτι που άπτεται του χώρου της τέχνης, που σύμφωνα με τους τρεις συγγραφείς φαντάζει, ή τουλάχιστον πρέπει να φαντάζει, άμωμος και αμόλυντος από τα μιαρά συμβάντα της χυδαίας καθημερινής πραγματικότητας. Καταρχήν ειδικά για τα γεγονότα που συνέβησαν στην πρεμιέρα του Εθνικού αυτό που αποκρύπτεται είναι πως οι ίδιοι οι ηθοποιοί αποφάσισαν τη διακοπή της παράστασης ως μια μορφή συνειδητής πολιτικής πράξης όπως άλλωστε και ο ηθοποιός Γιάννης Περλέγκας δηλώνει: «η απόφαση να διακοπεί η παράσταση πάρθηκε σε ένδειξη συμπαράστασης, κι όχι επειδή χάσαμε την καλλιτεχνική μας συγκέντρωση. Συνέβη και αυτό αλλά δεν έπαιξε ρόλο. Τα έχουμε ξεκαθαρίσει αυτά και με μια επιστολή που δώσαμε στην δημοσιότητα και που υπογράφουν πολλοί ηθοποιοί. Η πλειοψηφία των συντελεστών του ‘‘Τσούκο’’ συμφώνησε να γίνει αυτή ελάχιστη κίνηση συμπαράστασης. Ήρθε η πραγματικότητα και μας χτύπησε την πόρτα του θεάτρου» (Καθημερινή 4/1)
Από εκεί και πέρα και μιλώντας γενικότερα για τις παρεμβάσεις στους καλλιτεχνικούς χώρους δεν μπορούμε να καταλάβουμε προς τι τόση φασαρία για κατάργηση της ελευθερίας της έκφρασης. Καμία παράσταση δεν διακόπηκε επειδή δεν άρεσε στους παρεμβαίνοντες και όλες συνεχίστηκαν κανονικά στη συνέχεια με την εξαίρεση του Εθνικού. Ποιος λοιπόν αισθάνθηκε πως του περιορίστηκαν τα δημοκρατικά του δικαιώματα επειδή έγινε πεντάλεπτη διαμαρτυρία;
Ταυτόχρονα τίθεται το ζήτημα πως αυτοί που παρεμβαίνουν με τέτοιο τρόπο είναι χαμηλού πολιτιστικού επιπέδου και έρχονται να βγάλουν τα απαίδευτα απωθημένα τους απέναντι στις πνευματογόνες δυνάμεις του Έθνους. Ωστόσο, πέραν του γεγονός πως σημαντικό τμήμα των δρώντων ήταν μαθητές θεατρικών σχολών, αυτό που δεν μπορούν καταλάβουν οι τρεις συγγραφείς είναι πως η συγκεκριμένη παρέμβαση αποτελούσε μια διπλή κριτική της αστικής αντίληψης περί καλλιτεχνικής αυτοαναφορικότητας: Δηλαδή της αντίληψης πως ο καλλιτέχνης, δηλαδή το άτομο, είναι τα πάντα, και το κοινό δεν έχει καμία σημασία. Αλλά και της αντίληψης πως ό,τι και να γίνεται γύρω μας δεν έχει σημασία, το σημαντικό είναι η απρόσκοπτη συνέχιση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με τις συγκεκριμένες παρεμβάσεις, σε αντιδιαστολή με την επιστολή των «τριών» έγινε προσπάθεια να αναδειχθεί το γεγονός πως πέρα από το «δικαίωμα» στην απρόσκοπτη παρακολούθηση μιας καλλιτεχνικής παράστασης υπάρχουν και πιο σημαντικά δικαιώματα τα οποία παραβιάζονται, ειδικά τα τελευταία χρόνια, όλο και με πιο βίαιο και ωμό τρόπο.