Η Εποχή μας, εποχή της νίκης, εποχή της Επανάστασης;
Η Εποχή μας, εποχή της νίκης, εποχή της Επανάστασης;
Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου
Το παρόν κείμενο αποσκοπεί στο να κωδικοποιήσει ορισμένα συμπεράσματα από τις εξελίξεις της ταξικής πάλης στο εσωτερικό της χώρας κατά τα τελευταία τρία χρόνια, ευελπιστώντας να συμβάλει στο σχετικό διάλογο που έχει ανοίξει εντός της Αριστεράς και επιχειρώντας να προτείνει ορισμένες απαντήσεις για τη στρατηγική της αριστεράς στον τόπο μας.
- Για την Κρίση
Θέση: Η ελληνική κρίση δεν είναι παρά ειδική αποκρυστάλλωση της κρίσης της ΟΝΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που με τη σειρά της δεν είναι παρά ειδική αποκρυστάλλωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
α) Η Παγκόσμια οικονομική κρίση.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση που έχει έλθει στην επιφάνεια φαίνεται από τη σταθερή πτώση σε μια σειρά από δείκτες. Ο πίνακας που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός:
Παρατηρούμε πως και στα τρία μεγέθη (μεταβολή του ΑΕΠ, κεφαλαιακό απόθεμα, παραγωγικότητα) σε όλες τις χώρες υπάρχει μια διαρκώς φθίνουσα πορεία, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα πως αναδύεται ένα σημαντικό πρόβλημα στη σύγχρονη καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής. Το πρόβλημα αυτό δε φαίνεται να επιλύεται ούτε μέσω της υιοθέτησης των χαμηλών μισθών και του περιορισμού της ιδιωτικής κατανάλωσης όπως δείχνουν και οι δύο επόμενοι πίνακες
Πράγματι τα στοιχεία των πινάκων 2 και 3 φανερώνουν πως οι μισθοί και η ιδιωτική κατανάλωση ακολουθούν μια σταθερή πτωτική πορεία. Αυτό φανερώνει πως το πρόβλημα κερδοφορίας που έχει δημιουργήσει την κρίση δεν είναι θέμα υψηλών μισθών και αν συνεχίζει να υπάρχει οφείλεται στο γεγονός πως όλες οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες δεν κατόρθωσαν να ανορθώσουν την κερδοφορία των ισχυρών καπιταλιστικών σχηματισμών στα επίπεδα της προ του 1973 περιόδου. Το πρόβλημα δεν επιλύθηκε ούτε ύστερα από την εφαρμογή των λεγόμενων μεταφορντικών μορφών οργάνωσης της εργασίας αλλά ούτε και μέσω της εισαγωγής των λεγόμενων νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία. Όλα αυτά αποτυπώνονται στον πίνακα 4
Παρατηρούμε πως και στις τρεις βασικές καπιταλιστικές χώρες και στους δύο τομείς τα ποσοστά κερδοφορίας ποτέ δεν κατορθώνουν να φτάσουν τα επίπεδα της δεκαετίας του ’60. Παρατηρείται, βέβαια, για ορισμένες περιόδους, μια ανάκαμψη, αποτέλεσμα των πολιτικών που προαναφέραμε ωστόσο αυτή είτε είναι παροδική είτε δε φτάνει τα μεγέθη της δεκαετίας του ’60.
Το ενδιαφέρον είναι πως το διάστημα που μεσολάβησε από την κρίση του 1973 μέχρι τις αρχές του νέου αιώνα χαρακτηρίστηκε από μια σειρά θετικών εξελίξεων για το καπιταλιστικό σύστημα. Είχαμε τη διάλυση του σοβιετικού μπλοκ, τη μείωση της δύναμης των συνδικάτων, την υποχώρηση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Οι εξελίξεις αυτές θα περίμενε ίσως κανείς να λειτουργήσουν θετικά και να συντελέσουν στην αύξηση της κερδοφορίας, πράγμα που όμως δεν έγινε. Αυτό που έγινε ήταν πως λειτούργησαν θετικά για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως συνόλου ή ως καπιταλιστικής δυναμικής. Αυτό σημαίνει πως ενώ η κερδοφορία στις καπιταλιστικές μητροπόλεις δεν επανακαταχτούσε την παλιότερη δυναμική της, η είσοδος και άλλων χωρών εντός της καπιταλιστικής/ ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (είτε με υψηλό επίπεδο ικανοτήτων του συλλογικού εργάτη όπως στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Δύσης, είτε με χαμηλούς μισθούς, όπως σε ορισμένες ασιατικές χώρες, είτε με ένα συνδυασμό και των δύο) δημιουργούσε πιέσεις αφού ο ανταγωνισμός εντεινόταν και τα μερίδια στη διεθνή αγορά ανακατανέμονταν.
Όλα αυτά οδηγούσαν στη ανάγκη για την υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου συσσώρευσης. Αυτό που έγινε προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί ως απάντηση ήταν η λεγόμενη χρηματιστικοποίηση. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζει τρία χαρακτηριστικά : α) τη δυνατότητα των μεγάλων επιχειρήσεων να χρηματοδοτούν επενδύσεις βάση αδιανέμητων κερδών καθώς και τη δυνατότητά τους να συμμετέχουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές για δικό τους λογαριασμό β) την κατεύθυνση των τραπεζών προς την πραγματοποίηση κερδών από συναλλαγές στις χρηματοοικονομικές αγορές καθώς και από το δανεισμό σε ιδιώτες γ) την αυξανόμενη συμμετοχή των εργαζομένων και των νοικοκυριών στις χρηματοπιστωτικές αγορές τόσο για να δανειστούν όσο και για να διαθέσουν τις αποταμιεύσεις τους (Λαπαβίτσας 2012: 35) Το αποτέλεσμα ήταν τα τελευταία 30 χρόνια ο λόγος των χρηματοοικονομικών στοιχείων προς το παγκόσμιο ΑΕΠ να έχει τριπλασιαστεί από 1,5 σε 4,5 (Fine 2011: 21). Απαραίτητη προϋπόθεση για να πάρει την εξέλιξη που πήρε η χρηματιστικοποίηση ήταν και η λεγόμενη «απελευθέρωση» των τραπεζικών αγορών- συνέπεια της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού. Από εκεί και πέρα συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες όπως η χρησιμοποίηση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, η δημιουργία των νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων, η αύξηση του σωρευτικού όγκου των τόκων, η αύξηση της τιμής των μετοχών, η αύξηση του διανεμόμενου ύψους των μερισμάτων στους μετόχους κ.α.
Η εμπέδωση της χρηματιστικοποίησης έγινε με δύο τρόπους. Ο πρώτος είχε να κάνει με τη σχέση τραπεζών και πάσης φύσεως ιδιωτών. Οι επιχειρήσεις, αφού σε πρώτο χρόνο είχαν καταθέσει τα κέρδη τους[1], σε δεύτερο χρόνο αγόραζαν χρηματοπιστωτικά προϊόντα για να αυξήσουν την κερδοφορία τους και τα νοικοκυριά σύναπταν καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια επειδή δεν μπορούσαν να αγοράσουν κατοικίες και προϊόντα από τους μισθούς τους. Στην τάση αυτή συνέβαλε η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων που υιοθέτησε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ στη διάρκεια των ετών 2001- 2003. Δημιουργήθηκε έτσι μια φούσκα την οποία ενίσχυσε η εισροή των κεφαλαίων από τις αναπτυσσόμενες χώρες οι οποίες κάτω από τις πιέσεις της παγκόσμιας αγοράς διατηρούσαν τα αποθεματικά τους σε δολάρια (Λαπαβίτσας 2012: 35- 36). Το αποτέλεσμα ήταν η τεράστια αύξηση του δανεισμού και η μετατροπή των δανείων σε ειδικά ομόλογα που αγοράστηκαν από μια σειρά από καταθέτες (επιχειρήσεις, ασφαλιστικά ταμεία, άλλες τράπεζες). Αρχικά αυτή η καινοτομία θεωρήθηκε ως ιδιαίτερα ελπιδοφόρα αφού σε περίπτωση που κάποιες επιχειρήσεις συναντούσαν δυσκολίες αυτό δεν θα επιβάρυνε ένα πιστωτικό ίδρυμα αφού το ρίσκο είχε μοιραστεί μεταξύ διαφορετικών αγοραστών ομολόγων. Ωστόσο όταν άρχισαν να καταρρέουν οι τιμές των ακινήτων, ως αποτέλεσμα της αύξησης των επιτοκίων, τότε έγινε σαφές πως το σύστημα είχε διπλό πρόβλημα: από τη μια δεν ήταν σαφές ποιος είχε στην κατοχή του τα προβληματικά δάνεια με αποτέλεσμα οι τράπεζες να μην μπορούν να εκτιμήσουν τη φερεγγυότητα του κάθε πελάτη και τελικά έπαψαν να δανείζουν σε όλους. Από την άλλη η γενικευμένη αυτή ασάφεια έκανε το λόγο αποθεματικά προς δάνεια να χάσει το νόημά του καθώς επίσης και ο λόγος κεφαλαίων/ δανείων με συνέπεια οι τράπεζες να μην μπορούν να παρακολουθούν το ρυθμό της πιστωτικής επέκτασης (Γκαργκάνας 2010: 40- 41). Οι αθετήσεις πληρωμών ξεκίνησαν από εκείνους που είχαν την πιο περιορισμένη δυνατότητα να εξυπηρετούν τα ενυπόθηκα χρέη[2], γεγονός που γέμισε με ακίνητα τις τράπεζες, έριξε την αξία τους και αυτό μεταβιβάστηκε στα νέα τραπεζικά παράγωγα. Στη συνέχεια η κρίση αυτή μεταφέρθηκε και σε αυτούς που είχαν μεγαλύτερη ικανότητα ακριβώς επειδή οι υποθήκες των ακινήτων τους έχασαν σταδιακά σημαντικό τμήμα της αρχικής τους αξίας (Wolff 2011: 65). Γι αυτό η κρίση ξεκίνησε από τις ΗΠΑ όπου οι τράπεζες ήταν πιο εκτεθειμένες στα διάφορα τραπεζικά παράγωγα.
Ο δεύτερος τρόπος είχε να κάνει με το διευρυμένο δανεισμό των κρατών. Η προσπάθεια των κρατών, ως συλλογικών καπιταλιστών, στο να αυξήσουν την κερδοφορία των εγχώριων κεφαλαίων, οδήγησε στο να υπάρξει μια πολύ μεγάλη αύξηση των δημόσιων δαπανών. Με τα ποσά αυτά το κράτος αγόραζε τις υπηρεσίες και τα καταναλωτικά αγαθά που του πουλούσαν οι ιδιώτες επιχειρηματίες. Αυτό οδήγησε σε μία αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων η οποία αντισταθμιζόταν μέσω της προσφυγής στο δανεισμό του κράτους. Επειδή η κερδοφορία δεν ανέκαμπτε η κατάσταση αυτή διαιωνιζόταν. Ήταν θέμα χρόνου οι πιο αδύναμες οικονομίες να βρεθούν σε δυσκολία εξυπηρέτησης αυτού του χρέους.
Αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί, και σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στην ΟΝΕ και στην ΕΕ, είναι πως η χρηματιστικοποίηση συνδέεται με τη διατήρηση του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, πράγμα που οφείλεται σε δύο λόγους: αφενός στο ότι οι ΗΠΑ παρέμειναν η χώρα με την μεγαλύτερη παραγωγικότητα μεταξύ των χωρών του G7[3] και αφετέρου στην αναμφισβήτητη στρατιωτική της ισχύ και στην αντίστοιχη γεωπολιτική επιρροή. Η βαρύτητα αυτή του δολαρίου είναι που εξηγεί γιατί παρά την κρίση του 2007-2008 οι ΗΠΑ δεν κατέρρευσαν. Όχι μόνο δεν είδαμε ενορχηστρωμένε επιθέσεις εναντίον του δολαρίου αλλά αντίθετα υπήρξαν συντονισμένες προσπάθειες για να διατηρηθεί η αξία του από χώρες που συνέχισαν να το διατηρούν ως αποθεματικό νόμισμα (Fine 2011: 24 ). Και γι’ αυτό οι επιπτώσεις από την τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ είχαν και σημαντικές επιπτώσεις και στον ευρωπαϊκό χώρο προκαλώντας την κατάρρευση της συνολικής ζήτησης κατά ένα μέρος μέσω των επενδύσεων και κατά ένα μέρος μέσω των εξαγωγών. Ειδικά η Γερμανία επλήγη πολύ σοβαρά γιατί από τη μια περιορίστηκαν οι εξαγωγές της στις εκτός ΕΕ χώρες και από την άλλη γιατί οι τράπεζές της βρέθηκαν εκτεθειμένες σε επισφαλή τιτλοποιημένα χρέη (Λαπαβίτσας 2012: 36).
β) Η κρίση στην ΕΕ και στην ΟΝΕ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη από τα τέλη του 20ου αιώνα είχε καταλάβει πως βρισκόταν σε δυσκολία να ανταγωνιστεί τους υπόλοιπους δυτικούς οικονομικούς πόλους (Β. Αμερική, Ιαπωνία) καθώς και τις αναδυόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, χώρες της ΝΑ Ασίας). Για το λόγο αυτό υιοθέτησε τη Στρατηγική της Λισσαβόνας η οποία αποσκοπούσε σε μια συντονισμένη προσπάθεια ακόμα μεγαλύτερης εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών στο εσωτερικό της. Ωστόσο τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που περίμεναν οι ευρωπαϊκές ελίτ ενώ η χρήση του ευρώ από τις χώρες της Ευρωζώνης περιέπλεξε ακόμα περισσότερα τα πράγματα. Κι αυτό γιατί οι πολύ μεγάλες διαφορές παραγωγικότητας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης λειτούργησαν υπονομευτικά για τις οικονομίες των χωρών αυτών. Η έλευση της κρίσης και στην ευρωπαϊκή οικονομία έπληξε τις περισσότερες χώρες εντός και εκτός της Ευρωζώνης, αν και με διαφορετικό τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, για την ώρα, οι πιο πληγμένες είναι είτε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ (Ρουμανία, Λετονία) είτε χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία).
Το πρόβλημα πήρε ιδιαίτερες διαστάσεις δεδομένου πως οι ευρωπαϊκές οικονομίες κατά βάση συναλλάσσονται μεταξύ τους και η διάχυση των πιέσεων από τη μια στην άλλη έγινε γρήγορα εμφανής. Ταυτόχρονα η ανάπτυξη των νέων οικονομικών ανταγωνιστών (κυρίως Κίνα, Ινδία, Ρωσία) δυσχέραινε την επίλυση της κρίσης μέσω της εξωστρεφούς επέκτασης. Η μεγάλη φιλοδοξία που ήταν η ανάδειξη του ευρώ σε παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, άρα και προφυλαγμένου από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις, δεν μπόρεσε να γίνει πραγματικότητα. Το 2004 το 19% των συναλλαγών σε συγκεκριμένα χρηματο- οικονομικά προιόντα (spot, swaps, outiright) ήταν σε ευρώ, με το δολάριο να κυριαρχεί με ποσοστό 44% και τη βρετανική λίρα στο 8,5% και το γιεν στο 10%. Το πιο σημαντικό όμως, είναι η παρουσία του ευρώ στο σύνολο των παγκόσμιων αποθεματικών. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία το 2007 το 63,9% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων ήταν σε δολάρια ΗΠΑ, το μερίδιο του ευρώ κυμαινόταν στο 26,5%, η στερλίνα περιοριζόταν στο 4,7%, , και το γιεν στο 2,9%. (Μελάς 2010: 35).
Ακόμα και η Γερμανία που θεωρείται η πιο ισχυρή οικονομική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εμφανίσει σημάδια κόπωσης. Αυτό μόνο ως ένα βαθμό οφείλεται στη δυσκολία που υπήρξε στο να ενσωματωθεί το παραγωγικό δυναμικό της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Στην πραγματικότητα το γεγονός του μεγάλου εμπορικού πλεονάσματος[4], πέραν της υψηλής παραγωγικότητας σε ορισμένους τομείς, σημαντικό ρόλο είχε και η μείωση του εργατικού εισοδήματος η οποία έδρασε ως μηχανισμός εσωτερικής υποτίμησης. Το ζήτημα είναι πως η μείωση των αμοιβών λειτούργησε ως κίνητρο για τους γερμανούς εργαζόμενους στο να αποταμιεύσουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους απ’ ότι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τ’ ότι περιορίστηκαν οι άμεσες εγχώριες επενδύσεις είχε ως αποτέλεσμα οι γερμανικές τράπεζες να βρεθούν με αυξημένη ρευστότητα σε ισχυρό νόμισμα. Ένα σημαντικό τμήμα αυτής της ρευστότητας κατευθύνθηκε σε επισφαλή τραπεζικά παράγωγα σε διάφορες χώρες με συνέπεια η έναρξη της κρίσης να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα και στη γερμανική οικονομία (Λένης 2011: 26- 27).
γ) Η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού
Το πρόβλημα ελληνικής οικονομίας είναι πως χρόνιες υστερήσεις του ελληνικού καπιταλισμού ήρθαν στην επιφάνεια με την εκδήλωση γενικευμένης κρίσης που λόγω της έντασής της η Ελλάδα θα οδηγηθεί στη ραγδαία μείωση της ανταγωνιστικότητας. Κι αυτό γιατί: α) σε μια περίοδο διεθνοποίησης οι σχηματισμοί με χαμηλοί παραγωγικότητα βρίσκονται σε δυσχερή θέση β) η οικοδομή ως ατμομηχανή της ανάπτυξης έφτασε στα όριά της (ούτε νέα μεγάλα έργα είναι εύκολο να γίνουν ούτε υπάρχει η δυνατότητα να κατασκευαστούν περισσότερες κατοικίες και κτίρια) γ) ο ελληνικός εφοπλισμός, ο ατσάλινος βραχίονας του ελληνικού καπιταλισμού, δέχθηκε σημαντικό πλήγμα δεδομένου ότι η παγκόσμια κρίση περιόρισε τη ζήτηση και κατά συνέπεια τις διεθνείς μεταφορές δ) οι χαμηλοί μισθοί του ελληνικού εργατικού δυναμικού και η υπερεκμετάλλευση των μεταναστών δεν επαρκούσαν για να ανασχέσουν την έλλειψη ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού. Η παραγωγικότητα στην Ελλάδα το 2009 περιοριζόταν στο 59,2% της αμερικάνικης, όταν η αντίστοιχη Γερμανική βρίσκεται στο 92,9%, και με την εξαίρεση της Πορτογαλίας υπολείπεται από όλες τις χώρες της ΟΝΕ-12. Το αποτέλεσμα ήταν τα ήδη υψηλά ελλείμματα στα ισοζύγια να εκτοξευτούν μέσα σε μια δεκαετία. Το 1998 το έλλειμμα του ελληνικού εμπορικού ισοζυγίου ήταν 12,18% του ΑΕΠ ενώ η ΕΕ10 (πλην Βελγίου/ Λουξεμβούργου) παρουσιάζει πλεόνασμα 2,09% του ΑΕΠ. Το 2008 το εμπορικό έλλειμμα έχει φτάσει στο 18,42% ενώ στην ΕΕ12 υπάρχει ελαφρύ πλεόνασμα της τάξης του 0,21%. Αντίστοιχα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το έλλειμμα για την Ελλάδα ήταν 2,70% το 1998 ενώ στην Ε10 υπήρχε ελαφρύ πλεόνασμα 0,65%. Δέκα χρόνια μετά, το 2008, το ελληνικό έλλειμμα ήταν 14,55% και το έλλειμμα της ΕΕ2 0,72% (Βλάχου/ Λαμπρινίδης: 233). Σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη διαδραμάτισε η χαμηλή χρήση της τεχνολογίας. Η ένταση τεχνολογίας των ελληνικών εξαγωγών είναι χαμηλή ως μέτρια[5] και η χρήση της καινοτομίας είναι ενώ οι δαπάνες για έρευνα και τεχνολογία είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ. Επίσης η παραγωγικότητα επηρεαζόταν από σοβαρές ελλείψεις σε βασικές υποδομές στον τομέα της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών. Τέλος ρόλο έπαιξαν και τα υψηλά επίπεδα του πληθωρισμού στην δεκαετία 2001- 2010: 3,1% για την Ελλάδα έναντι 2,0 για την ΕΕ12 ((Βλάχου/ Λαμπρινίδης: 245). ε) το ακριβό ευρώ και η παγκόσμια κρίση περιόρισαν τον τουρισμό στ) μια σειρά από φοροαπαλλαγές που δόθηκαν στο κεφάλαιο τα τελευταία χρόνια μείωσαν περαιτέρω τα κρατικά έσοδα. Την περίοδο 1995- 2009 οι δημόσιες δαπάνες στην ΕΕ15 έφταναν κατά μο το 47,7% ενώ τα δημόσια έσοδα το 45,1%, πράγμα που σημάνει πως το δημόσιο έλλειμμα ήταν στο 2,6%. Στην Ελλάδα οι δαπάνες, σε αντιδιαστολή με τη ρητορεία περί σπάταλου κράτους, κινούνταν στο 45,9% αλλά το πρόβλημα ήταν τα έσοδα που περιορίζονταν στο 39,4% με αποτέλεσμα το ετήσια μέσο έλλειμμα για μια δεκαπενταετία έφταναν στο 6,5%. Αυτό συνέβαινε γιατί τα έσοδα από τη φορολογία έφταναν το 27,1% του ΑΕΠ για την ΕΕ12 και μόνο το 21,2% για την Ελλάδα ζ) οι τράπεζες ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένες λόγω της πολιτικής υψηλού δανεισμού την οποία υιοθέτησαν τα τελευταία χρόνια.
Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν να μειωθεί το ΑΕΠ, και κατά συνέπεια να διογκωθεί το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος. Έχουμε λοιπόν, μια δυτική καπιταλιστική χώρα, με σχετικά πιο προοδευτικό πολιτικό σκηνικό και ισχυρές εργατικές παραδόσεις η οποία βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας. Αυτό δεν είναι κάτι που επιθμούσαν οι ευρωπαϊκές ελίτ. Κι αυτό για τέσσερις λόγους: α) πολλά ελληνικά χρεόγραφα βρίσκονται στην κατοχή των ευρωπαϊκών , κυρίως γαλλικών και γερμανικών, τραπεζών β) οι ελληνικές τράπεζες ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό το τραπεζικό σύστημα δύο άλλων ευρωπαϊκών χωρών: της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας γ) η χρεοκοπία μιας χώρας της ζώνης του ευρώ θα οδηγούσε σε μεγάλη αναστάτωση της χρηματαγορές ρίχνοντας την αξία του κοινού νομίσματος δ) ¨Ήταν ευκαιρία να υπάρξει ένας πειραματισμός γύρω από ένα νέο μοντέλο κεφαλαιακής συσσώρευσης η εφαρμογή του οποίου θα συντελούσε στην ανόρθωση των ποσοστών κερδοφορίας.
Για τους παραπάνω λόγους η ΕΕ αποφάσισε να «βοηθήσει» την Ελλάδα με τα διάφορα προγράμματα στήριξης. Έτσι μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα οι ιδιωτικές ευρωπαϊκές τράπεζες θα κατορθώσουν να απαλλαγούν από τα ελληνικά ομόλογα τα οποία θα μεταβιβαστούν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στις κεντρικές κρατικές τράπεζες: Στο τέλος του 2009, ο εγχώριος τομέας, περιλαμβανομένης και της Τράπεζας της Ελλάδας είχε στην κατοχή του ομόλογα ονομαστικής αξίας 56,9 δισ. Ευρώ Την ίδια εποχή οι ξένες τράπεζες και λοιποί εξωχώριοι φορείς κατείχαν ομόλογα αξίας 145 δισ. ευρώ. Στο τέλος του 2011, ο εγχώριος τομέας ( τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία) είχε στην κατοχή του 86,2 δισ. ευρώ, δηλαδή επιφορτώθηκε περίπου 25 δισ. ευρώ περισσότερα. Τα ξένα ιδιωτικά συμφέροντα, την ίδια ημερομηνία, είχαν περιορίσει την έκθεσή τους μόλις σε 35 δισ. ευρώ, δηλαδή απαλλάχτηκαν από 110 δισ. ευρώ !
- Η στρατηγική του εγχώριου και ξένου κεφαλαίου για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό
Τα υιοθετούμενα «πακέτα» οικονομικών μέτρων επιτελούν ένα διπλό ρόλο: από τη μια διασώζουν μερίδες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και από την άλλη χρησιμεύουν ως πυξίδα για τη νέα μορφή που θα «πρέπει» να πάρει ο καπιταλισμός και σε αυτό η Ελλάδα χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικής:
α) Η κεντρική κατεύθυνση
Αυτό που θα τείνει να κυριαρχήσει είναι η μείωση σε συντριπτικό βαθμό του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης μάζας του πληθυσμού, η κατάρρευση των μη μονοπωλιακών μερίδων του κεφαλαίου, η μισθωτοποίηση των μέχρι πρότινος νέων μικροαστικών στρωμάτων και μια ακραία εκδοχή οξυμένου κρατικού αυταρχισμού που θα περιορίζει δραστικά τα όποια περιθώρια κοινωνικών αντιστάσεων. Τα κυριαρχούμενα στρώματα θα ζουν σε μια ατμόσφαιρα «χαμηλότατων προσδοκιών». Το ζητούμενο δεν θα είναι να έχεις μόνιμη δουλειά με αξιοπρεπείς αποδοχές, αλλά να έχεις δουλειά άσχετα του πόσες ώρες θα δουλεύεις και το πόσο θα αμείβεσαι.
β) η αναδιάταξη των κοινωνικών συμμαχιών
Σε επίπεδο συνασπισμού εξουσίας η αλλαγή του προτύπου συσσώρευσης θα σημαίνει την εκδίωξη/ υποβάθμιση μη μονοπωλιακών μερίδων ως αποτέλεσμα των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης. Αντίστοιχα θα ενισχυθεί η δύναμη των μονοπωλιακών μερίδων που θα επιβιώσουν. Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει και το εξωγενές κεφάλαιο (αλλοδαπό αλλά και εφοπλιστικό) που θα έλθει να εγκατασταθεί στη χώρα. Δεδομένου πως μεγάλος όγκος ξένων κεφαλαίων θα επενδυθούν λόγω των «ευκαιριών» που θα δημιουργηθούν, είναι αναμενόμενο να ανατραπεί και ο συσχετισμός μεταξύ ενδογενούς και εξωγενούς κεφαλαίου. Ταυτόχρονα οι μικροαστικές τάξεις θα περιορίσουν την παρουσία τους ως τάξεις- στηρίγματα. Κι αυτό γιατί η παραδοσιακή μικροαστική τάξη συρρικνώνεται διαρκώς λόγω της δραστηριοποίησης των μονοπωλίων. Η νέα μικροαστική τάξη θα πολώνεται προς την εργατική τάξη δεδομένου πως θα μισθωτοποιείται, τα εισοδήματά της θα μειώνονται[6] και ο ρόλος της σε μια μονοπωλιακή επιχείρηση θα γίνεται όλο και πιο εκτελεστικός. Κι αυτά για την ελληνική κοινωνία έχουν ιδιαίτερη σημασία αφού παραδοσιακά χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη παρουσία μικροαστικών στρωμάτων σε σχέση με τις υπόλοιπες δυτικές κοινωνίες. Σύμφωνα με σχετικές μελέτες μας στις αρχές της δεκαετίας του ’80 τα λεγόμενα μεσαία στρώματα (παραδοσιακή και νέα μικροαστική τάξη καθώς και τα μεσαίας ιδιοκτησίας αγροτικά στρώματα) κυμαίνονταν πάνω από το 27% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έχουν αγγίξει το 35% και τις αρχές του 21ου αιώνα, ως απότοκο της αγροτικής μείωσης και της συγκέντρωσης του κεφαλαίου βρίσκονται ξανά στο 26-27% (Σακελλαρόπουλος 2006; Σακελλαρόπουλος 2012). Η ελληνική αυτή ιδιομορφία οφείλεται στην ύπαρξη πολυάριθμων αγροτικών στρωμάτων, στον μικροιδιοκτησιακό/ οικογενειακό χαρακτήρα πολλών βιοτεχνιών και εμπορικών επιχειρήσεων (αποτέλεσμα της ανάγκης βιοπορισμού των ηττημένων του εμφυλίου) καθώς και στην προσφυγή στην ιδιοκτησία ακινήτων ως ασφαλούς επένδυσης σε μια χώρα με ταραχώδη πολιτικό βίο.
Από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ η κοινή αγροτική πολιτική οδήγησε στη δραστική μείωση των αγροτικών στρωμάτων. Ωστόσο έπρεπε να περιοριστούν και τα υπόλοιπα τμήματα της «μεσαίας» τάξης που είχαν διογκωθεί στη δεκαετία του ‘80. Αυτό μόνο μερικώς επετεύχθη από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της τελευταίας εικοσαετίας. Χρειάζονταν πιο δραστικές πολιτικές και αυτό επιτυγχάνεται με τον κοινωνικό κόλαφο της περιόδου 2010- 2012. Ουσιαστικά ζούμε τον αποχαιρετισμό στην μεσαία τάξη.
Τα παραπάνω οδηγούν σε μια αναδιάταξη τόσο στη μορφή των κοινωνικών συμμαχιών όσο και στο περιεχόμενο της αστικής ηγεμονίας και της αποσπώμενης κοινωνικής συναίνεσης. Η νέα κοινωνική συμμαχία περιλαμβάνει κυρίως αστικά στρώματα και για να μπορέσει να ηγεμονεύσει έχει ανάγκη από ένα νέο πρόταγμα που δε θα έχει κατ’ ανάγκη θετικό πρόσημο. Ένα βασικό, δομικό, στοιχείο που συγκρότησε την κοινωνική συναίνεση στον καπιταλισμό ήταν η πίστη στην αλλαγή προς το καλύτερο και η προσδοκία της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Αυτό πλέον αλλάζει και τίθεται στο επίπεδο των ελάχιστων προσδοκιών. Οι κυριαρχούμενοι τάξεις δεν θα ελπίζουν πια σε μια βελτίωση της ζωής τους αλλά θα συναινούν σε όποιο σχέδιο υπόσχεται τη μη χειροτέρευση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει από αυτή την άποψη ο ρόλος των οργανικών διανοουμένων. Η θέση τους αντικειμενικά υποβαθμίζεται. Τα υλικά τους ανταλλάγματα θα είναι σαφώς περιορισμένα και γίνεται πιο δύσκολο να εκπονήσουν και να κωδικοποιήσουν ένα νέο πλαίσιο συναίνεσης. Σε αυτό ακριβώς έρχεται να απαντήσει ο μετασχηματισμός του Κράτους
γ) Μετασχηματισμός και αυταρχικοποίηση του κράτους: Κατεύθυνση και αντι1φάσεις
Η βασική κατεύθυνση που ήδη έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή είναι η συγκρότηση ενός αυταρχικού κρατισμού. Το πολιτικό προσωπικό θα είναι, πια, αποστειρωμένο από τις λαϊκές αντιδράσεις. Αυτό θα επιτυγχάνεται μέσω ενός συνολικού πολυεπίπεδου πλαισίου: α) Μεταβίβαση πάρα πολλών αρμοδιοτήτων σε διεθνικά όργανα (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ ). Οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί θα θεωρούνται αναρμόδιοι για ένα πλήθος ζητημάτων και οι βουλευτές απλώς θα επικυρώνουν τις αποφάσεις των διεθνικών οργάνων. β) περιορισμό του εκλεγμένου πολιτικού προσωπικού (μείωση αριθμού δημάρχων, αντικατάσταση των 58 νομαρχών από 13 περιφερειάρχες, συζητούμενη μείωση του αριθμού των βουλευτών) γ) περαιτέρω αναβάθμιση του ρόλου της κυβέρνησης όπου οι βουλευτές δεν μπορούν ούτε τροποποιήσεις να κάνουν στα νομοσχέδια ενώ οι κορυφές της δημόσιας διοίκησης αποκτούν αναβαθμισμένο ρόλο κωδικοποιώντας και εξειδικεύοντας την εφαρμογή των νόμων.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν και άλλοι πυλώνες που στηρίζουν αυτή την αυταρχική μετάλλαξη: Δημιουργείται ένα κράτος στρατηγείο το οποίο εκχωρεί ένα σημαντικό μέρος των λειτουργιών του στο ιδιωτικό κεφάλαιο (χαρακτηριστικά παραδείγματα τα ΣΔΙΤ, η συζητούμενη κατάργηση των υπηρεσιών καθαριότητας από τους Δήμους ακόμα και η δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων) και σε αυτό παραμένουν μόνο οι επιτελικές δραστηριότητες χάραξης κεντρικών πολιτικών. Ταυτόχρονα δημιουργείται ένα καθεστώς εκτάκτου ανάγκης στο οποίο οι πάσης φύσης νομοθετικές μεταρρυθμίσεις είναι επιτρεπτές και ο στόχος είναι η αναίρεση ορισμένων σταθερών και της κανονικότητας. Κανείς δε γνωρίζει τι εισοδήματα έχει γιατί κάθε λίγο και λιγάκι η κυβέρνηση αποφασίζει αναδρομικά περικοπές και φορολόγηση. Η εργασιακή μονιμότητα στο δημόσιο τείνει να εξαλειφθεί ενώ προωθείται η πλήρης εργασιακή και μισθολογική απελευθέρωση και στον ιδιωτικό τομέα. Σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραματίζει και το δικαικό σύστημα, αποτελώντας σε σημαντικό βαθμό εμφανή κυβερνητικό εντολοδόχο. Από την περίοδο, της σχετικής αυτονομίας του δικαστικού κλάδου όπου το Ε’ τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας απαγόρευε ως καταστροφική τη δημιουργία γηπέδου και πολυκαταστημάτων στον Ελαιώνα, βρισκόμαστε στη σημερινή εποχή όπου το μνημόνιο κρίνεται συνταγματικό και απαγορεύεται η επιδίκαση αναδρομικών αυξήσεων λόγω της «κακής κατάστασης της οικονομίας». Τελευταίο αλλά όχι έσχατο βασική ψηφίδα στο μωσαϊκό του αυταρχικού κρατισμού αποτελεί η σκλήρυνση των κατασταλτικών μηχανισμών. Γι’ αυτό άλλωστε οι μόνοι κλάδοι που γίνονται αθρόες προσλήψεις είναι των σωμάτων ασφαλείας.
Ωστόσο σε αυτό πλαίσιο οι τελευταίες εξελίξεις εμφανίζουν και σημαντικές αντιφάσεις. Η απόφαση για νέα περιστολή των αμοιβών των ειδικών μισθολογίων δημιούργησε οξυμένες αντιδράσεις και στο εσωτερικό του σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους, γεγονός πρωτοφανέρωτο για την σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία. Οι δικαστικοί βρίσκονται να απεργούν και οι αστυνομικοί να δηλώνουν πως θα κάνουν λευκή απεργία στις διαδηλώσεις ενώ παγκοίνως γνωστή είναι η γενικευμένη δυσαρέσκεια των ένοπλων δυνάμεων. Τα αστικά επιτελεία συνεχίζουν με αυτό τον τρόπο την «φυγή προς τα μπρος» μόνο που από ένα σημείο και μετά η κίνηση αυτή εμπεριέχει απρόβλεπτους κινδύνους. Η ανάληψη της θέσης του Υπουργού των Οικονομικών από τον Επιστημονικό Διευθυντή του ερευνητικού ιδρύματος του ΣΕΒ δείχνει όλη την προσπάθεια μιας αδιαμεσολάβητης ταύτισης οικονομικής και πολιτικής εξουσίας μόνο που για να επιτευχθεί χρειάζεται και η ενεργοποίηση του σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους και αυτό δεν μπορεί να περιλαμβάνει μόνο τα ΜΑΤ.
δ) οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης
Αν και το τι σημαίνει η κρίση και οι υιοθετούμενες απέναντι σε αυτή πολιτικές το βιώνει ο καθένας σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, είναι σημαντικό να αναφέρουμε, πολύ συνοπτικά μια σειρά από οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις που επέφερε η υλοποίηση αυτών των μέτρων. Καταρχήν μειώθηκε το ΑΕΠ σωρευτικά για την τριετία 2009- 2011 σε 13,8% έναντι του 2008 και σε 16,7% έναντι του 2007. Με δεδομένο πως η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης συνεχίζεται εκτιμάται πως στο τέλος του 2012 η μείωση σε σχέση με το 2007 θα φτάσει το 22%. Κατά τη διάρκεια των ετών 2010- 2011 ο αριθμός των απασχολούμενων μειώθηκε κατά 8,6%. Το 2011 η ανεργία έφτασε το 17% και για το 2012 εκτιμάται πως θα εκτοξευτεί στο 24% (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2012: 20). Η αγοραστική δύναμη των μισθωτών και των αυτοαπασχολούμενων μειώθηκε στη διετία 2010- 2011 κατά 22,8%. Η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης στην τετραετία 2009- 2012 σωρευτικά ανέρχεται στο 18,8% με αποτέλεσμα το επίπεδο της ιδιωτικής κατανάλωσης, σε πραγματικούς όρους, στα τέλη του 2012 να έχει επιστρέψει σε αυτό του 2003 (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2012: 21). Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που παρατηρείται ονομαστική μείωση του κατώτατου μισθού με αποτέλεσμα αυτός να ανέρχεται στο 49% των πιο αναπτυγμένων χωρών της ΕΕ ((ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2012: 24). Στο επιχειρηματικό τομέα υπολογίζεται πως η αναλογία μεταξύ των επιχειρήσεων που ανοίγουν και αυτών που κλείνουν τροποποιείται συνεχώς προς αυτές που κλείνουν (για πρώτη φορά το πρώτο τρίμηνο του 2012 έκλεισαν 2000 περισσότερες επιχειρήσεις απ’ όσες άνοιξαν). Μεταξύ 2011 και 2009 οι αυτοκτονίες και οι απόπειρες αυτοκτονίας αυξήθηκαν κατά 22%. Οι οικογένειες που βρίσκονταν στο κατώφλι της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού το 2009 αποτελούσαν το 20,3% του συνολικού πληθυσμού. Ένα χρόνο μετά, το 2010, το ποσοστό αυτό έφτανε το 27,7% (Εuropean Commission 2012). Δεδομένης της διαρκούς μείωσης των εισοδημάτων και των μεταβιβαστικών εισφορών μπορούμε να εκτιμήσουμε πως το φθινόπωρο του 2012 ένα στους τρεις έλληνες είναι στο κατώφλι της φτώχειας, γεγονός που συνέβαλε και στην αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Ταυτόχρονα μετά από 40 περίπου χρόνια χιλιάδες έλληνες επιλέγουν το δρόμο της μετανάστευσης όχι πια ως χειρώνακτες αλλά ως επιστημονικό δυναμικό.
- Η αντίδραση των κυριαρχούμενων τάξεων
α) Η εξέλιξη των κοινωνικών αντιδράσεων
Στο κοινωνικό επίπεδο οι εξελίξεις των λαϊκών αντιδράσεων ανταποκρίνονταν στο σχήμα που έχει περιγράψει ο Στάθης Κουβελάκης ως παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος. Κάθε υιοθέτηση νέων μέτρων λιτότητας οδηγούσε σε καινούριες κοινωνικές αντιδράσεις ακόμα πιο αναβαθμισμένες σε σχέση με το προηγούμενο κύμα.
Η πρώτη ημερομηνία κλειδί ήταν η 5η Μαΐου 2010 όπου μετά την εξαγγελία του Πρώτου μνημονίου μια λαοθάλασσα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων κατέκλυσε με πορείες διαμαρτυρίας όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας Στη συνέχεια ακολούθησαν κι άλλες μέρες με πανελλαδικές απεργίες αλλά χωρίς τη μαζικότητα της 5ης Μάιου.
Η δεύτερη μεγάλη περίοδος κινητοποιήσεων ήταν στο διάστημα 25 Μαΐου 2011- 15 Ιουλίου 2011 όπου εκτυλίχθηκε το λεγόμενο κίνημα των πλατειών. Πρόκειται για κάτι πραγματικά πρωτοφανέρωτο για την ελληνική πολιτική ιστορία. Το απόγευμα της Τετάρτης 25/5 ύστερα από καλέσματα που έγιναν μέσω facebook χιλιάδες λαού κατέλαβαν την πλατεία Συντάγματος. Οι πιο απαισιόδοξοι πίστευαν πως η συγκεκριμένη κινητοποίηση ήταν μια απομίμηση όσων έγινα την πλατεία Ταχρίρ της Αιγύπτου ή στην πλατεία Puerta del Sol της Μαδρίτης και δεν θα μπορούσε να κρατήσει. Ωστόσο, γρήγορα διαψεύστηκαν’ μέρα με τη μέρα ερχόταν όλο και περισσότερος κόσμος ενώ σε όλες τις πλατείες των ελληνικών πόλεων έγιναν αντίστοιχες καταλήψεις. Το αποτέλεσμα ήταν ο ελληνικός λαός να έλθει σε επαφή με μια πρωτόγνωρη μορφή κινητοποιήσεων η οποία γινόταν σε καθημερινή βάση. Ήταν μια διαδικασία επανα- πολιτικοποίησης του ελληνικού λαού. Σημαντικό ρόλο σε όλα αυτά έπαιξαν και οι μεγάλες διαδηλώσεις που διοργανώθηκαν σε αυτό το διάστημα. Κορύφωση ήταν η διαδήλωση της 15ης Ιουνίου στην οποία υπολογίζεται πως συμμετείχαν από 360000 μέχρι 600000 άτομα. Συνολικά σύμφωνα με μια έρευνα σε αυτό το δίμηνο περίπου 2.600.000 άτομα (26% του ελληνικού πληθυσμού) έλαβαν μέρος σε τουλάχιστον μια κινητοποίηση. Ωστόσο η ψήφιση του νέου πακέτου μέτρων λιτότητας, (Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, επέφερε τη σταδιακή ύφεση των κινητοποιήσεων.
Οι νέες μαζικές αντιδράσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τη διήμερη πανελλαδική απεργία της 19ης και 20ης Οκτωβρίου 2011. Ειδικά την πρώτη μέρα το μέγεθος των διαδηλωτών πρέπει να ξεπέρασε αυτό της 15ης Ιουνίου.
Λίγες μέρες αργότερα και ενώ η κυβέρνηση Παπανδρέου πανηγύριζε για την έγκριση του Μεσοπρόθεσμού από την Ευρωπαϊκή Ένωση υπήρξε μια ποιοτική τομή στο χαρακτήρα των λαϊκών κινητοποιήσεων. Στις 28 Οκτωβρίου έγιναν σημαντικές κινητοποιήσεις κατά τη διάρκεια των παρελάσεων, κάποιες από αυτές ματαιώθηκαν με κυριότερη αυτή της Θεσσαλονίκης όπου μέσω αποδοκιμασιών αναγκάστηκε να αποχωρήσει ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Κατά τη γνώμη μας αυτό και μόνο αποτελεί τομή για την πολιτική συνείδηση των ελλήνων εργαζομένων. Την ημέρα όπου το ελληνικό αστικό κράτος ζητά την αναβάθμιση της νομιμοποίησής του μέσω των παρελάσεων ο ελληνικός λαός αμφισβήτησε αυτή καθ’ αυτή την τελετουργία! Ήταν μια απευθείας απόρριψη των όρων ηγεμονίας των κυρίαρχων τάξεων και έδειχνε με σαφήνεια πως η εκδήλωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας έπαιρνε όλο και πιο αναβαθμισμένες μορφές.
Η απόφαση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων για τη σύναψη δεύτερου μνημονίου και λήψη ακόμα πιο αντιλαικών μέτρων έφερε νέες κινητοποιήσεις τον Φεβρουάριο του 2012 με αποκορύφωμα τις συγκεντρώσεις της 12ης Φλεβάρη όπου σε συνολικό αριθμό θα πρέπει να συμμετείχε πανελλαδικά ο μεγαλύτερος αριθμός διαδηλωτών τουλάχιστον από το 1974 και ύστερα.
β) Η κρίση του πολιτικού συστήματος
Τα πρώτα σημάδια της κρίσης του πολιτικού συστήματος έγιναν ορατά στις αυτοδιοικητικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2010. Τότε η αποχή θα αυξηθεί κατά 10% από τις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές του 2009 ενώ τα άκυρα και τα λευκά θα φτάσουν στο 9%. Το ΠΑΣΟΚ που μόλις είχε κλείσει ένα χρόνο στην κυβερνητική εξουσία θα δει να χάνει 1.300.000 ψήφους σε σχέση με το 2009. Δεν πρόκειται για τη συνήθη διαμαρτυρία και τη λεγόμενη χαλαρή ψήφο των αυτοδιοικητικών εκλογών. Στην πραγματικότητα αποτέλεσαν το πρώτο ρήγμα στη συγκεκριμένη μορφή του κομματικού συστήματος που κρατούσε από το 1977.
Το κίνημα των πλατειών αλλά και τα γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου 2011 θα εντείνουν τις ενδογενείς αντιφάσεις και θα αναγκάσουν τον Παπανδρέου στο να επιχειρήσει να παίξει ένα βοναπαρτιστικό ρόλο εξαγγέλλοντας το δημοψήφισμα στις αρχές του Νοεμβρίου. Κανείς όμως από την άρχουσα τάξη δεν επιθυμούσε να αναληφθεί οποιοδήποτε ρίσκο για την εξέλιξη των πραγμάτων. Και θα πρέπει να σημειωθεί εδώ η μόνιμη απέχθεια που έχουν οι ευρωπαϊκές ελίτ για τη διενέργεια δημοψηφισμάτων, σε σημείο που όλες πια οι ευρωπαϊκές συνθήκες κυρώνονται από τα εθνικά κοινοβούλια. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση επιλέχτηκε η λύση Παπαδήμου, ως μια μορφή «φυγής προς τα εμπρός» του κεφαλαίου και με ασαφές το χρονικό διάστημα της θητείας της. Ήταν μια προσπάθεια συγκρότησης μετανεωτερικών μορφών πολιτικής εξουσίας όπου η απευθείας ανάθεση σε εκπρόσωπο των επιχειρήσεων θα αντικαθιστούσε το διαθλασμένο τρόπο των πολιτικών εκπροσωπήσεων που πραγματοποιούσε η λειτουργία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
Στη συνέχεια και με την περαιτέρω άνοδο των κοινωνικών κινητοποιήσεων που έφερε η προσπάθεια υιοθέτησης των νέων μέτρων, η κρίση οξύνθηκε και κορυφώθηκε το βράδυ της 12ης Φεβρουαρίου 2012. Έτσι μέσα σε δυόμισι χρόνια συνέβησαν πολύ σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση των δυνάμειων των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων. Περίπου 30 βουλευτές αποχώρησαν από το ΠΑΣΟΚ και 10 παραιτήθηκαν διαφωνώντας με τις πολιτικές των μέτρων λιτότητας, περίπου 15 από τη ΝΔ γα τους ίδιους λόγους, αλλά αποχωρήσεις λόγω διαφωνιών υπήρξαν και στο ΛΑΟΣ το οποίο για μεγάλο χρονικό διάστημα συναίνεσε στα μέτρα λιτότητας. Συνολικά συνέβη το πρωτοφανές περισσότεροι από 60 βουλευτές που εκλέχτηκαν το 2009 να μην ανήκουν στο κόμμα με το οποίο εκλέχτηκαν.
Η δυναμική των κινητοποιήσεων της 12 Φλεβάρη και οι κοινοβουλευτικές ανακατατάξεις που αυτή επέφερε θα κάνουν σαφές το έλλειμμα νομιμοποίησης και η χώρα θα οδηγηθεί σε εκλογές παρότι τα αστικά επιτελεία δεν επιθυμούσαν κάτι τέτοιο γνωρίζοντας πως θα σημειωνόταν σημαντική ενίσχυση των αντιμνημονιακών δυνάμεων. Στην πραγματικότητα η κυρίαρχη ελίτ θα επιθυμούσε να παραμείνει η κυβέρνηση Παπαδήμου, δηλαδή μια κυβέρνηση με επικεφαλής ένα άνθρωπο του τραπεζικού κατεστημένου η οποία είχε την υποστήριξη των τριών μεγαλύτερων κομμάτων και που θα εφάρμοζε με αρκετά «καθαρό» τρόπο τα σχέδια των πιο ισχυρών μονοπωλιακών κύκλων (ελληνικών και ξένων)’ ωστόσο ήταν τόσο πασιφανής η έλλειψη νομιμοποίησης που η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές.
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 6η Μαίου αποτύπωσε με σαφή τρόπο το βάθος της κοινωνικής κρίσης, της κοινωνικής πόλωσης και της ανοιχτής πολιτικής κρίσης. Είχαμε την συντριβή του ΠΑΣΟΚ το οποίο ξαναγύρισε στα ποσοστά του 1974 τιμωρούμενο για την πολιτική που ακολούθησε.- Και έχει μια σημασία αυτό το αποτέλεσμα γιατί αποτύπωσε τη διάλυση ενός χώρου που ηγεμόνευσε για πάνω από τρεις δεκαετίες σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα και έπαιξε κομβικό ρόλο στην εκπροσώπηση και ενσωμάτωσή τους στην αστική στρατηγική. Ακολούθως υπήρξε η πολύ μεγάλη αποδοκιμασία και της ΝΔ που δεν κατόρθωσε να περάσει το συμβολικό όριο του 19%, σημειώνοντας την πιο χαμηλή επίδοση στην πολιτική της ιστορία. Ταυτόχρονα το άθροισμα του δικομματισμού έπεσε στο ιστορικά χαμηλό του 32,20% ενώ το συνολικό ποσοστό των φιλομνημονιακών δυνάμεων ήταν σαφώς μειοψηφικό. Επίσης το ιστορικά υψηλό ποσοστό των κομμάτων που έμειναν εκτός κοινοβουλίου ήταν πιο πάνω από το ποσοστό του πρώτου κόμματος μαζί με την αποχή αποτύπωσαν την αυξημένη αποξένωση του πολιτικού σώματος από το πολιτικό σύστημα
Το παραπάνω συνολικό αποτέλεσμα οδήγησε στην ακύρωση της πιθανότητας ΠΑΣΟΚ και ΝΔ να μπορέσουν να φτιάξουν μνημονιακή κυβέρνηση και έτσι οδηγηθήκαμε στις νέες εκλογές του Ιουνίου. Το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών λόγω της συγκρότησης της τρικομματικής μνημονιακής κυβέρνησης θεωρήθηκε από ορισμένες πλευρές ως ήττα του λαϊκού κινήματος και των αριστερών δυνάμεων. Δε θα συμφωνήσουμε με αυτή τη άποψη. Προφανώς θα ήταν καλύτερο να είχε περιοριστεί ακόμα περισσότερο η εμβέλεια των αστικών και μνημονιακών δυνάμεων, αυτό όμως ήταν πολύ δύσκολο στις συγκεκριμένες συνθήκες, σε δεύτερες εκλογές που έμπαινε πιο επιτακτικά το δίλημμα του τι συγκεκριμένη πολιτική θα ακολουθήσει η χώρα και εδώ οι πειστικές απαντήσεις από την αριστερά έλλειπαν (βλ και παρακ) Το βασικό στοιχείο των εκλογών ήταν η ταξική πόλωση. Τα κόμματα της αριστεράς, με κυρίαρχο βέβαια το Σύριζα, κατόρθωσαν να αντιπροσωπεύσουν μεγάλος εύρος λαϊκών στρωμάτων αντανακλώντας έτσι τη βαθιά πολιτική κρίση και το εύρος των κοινωνικών διαιρέσεων που έχει φέρει η εποχή των μνημονίων Από εκεί και πέρα θεωρούμε πως ακριβώς επειδή αυτή η πολιτική κρίση είναι ενεργή το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουνίου θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ως σημείο μια διαδρομής που θα υπάρχουν αρκετά ζιγκ, άνοδοι και υφέσεις της δυναμικής του λαϊκού παράγοντα, μόνο που όταν το βλέπει κανείς συνολικά θα διαπιστώνει μια ανοδική πορεία των λαϊκών αντιστάσεων και των ρωγμών που δημιουργούνται στο αστικό στρατόπεδο.
Είναι αυτό που πολύ εύστοχα έχει αποκαλέσει ο Στάθης Κουβελάκης Λαϊκό Παρατεταμένο Πόλεμο, χρησιμοποιώντας τον όρο που έχει διατυπώσει πρώτο ο Μάο, ο οποίος θα αποτελεί συνδυασμό και εναλλαγή πολλαπλών μορφών και επιπέδων πάλης εντός των οποίων θα ενεργοποιούνται διαρκώς ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας και θα αμφισβητούνται και θα μετασχηματίζονται τα δεδομένα πλαίσια των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών δύναμης. Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία περιλαμβάνει σαφή εξεγερσιακά χαρακτηριστικά με τελικό στόχο την ανατροπή του συνολικού πολιτικού συσχετισμού (Κουβελάκης 2011). Σύμφωνα με το Μάο ο Λαικός Παρατεταμένος πόλεμος έχει να περάσει από τρεις φάσεις. Στην πρώτη θα υπάρχει μια στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση από την πλευρά του κεφαλαίου και εδώ θα πρέπει να υιοθετηθεί από την πλευρά των λαϊκών τάξεων ο παρτιζάνικος πόλεμος και ο πόλεμος θέσεων. Η δεύτερη φάση ονομάζεται στρατηγική ισορροπία όπου ο εχθρός βρίσκεται σε στρατηγική άμυνα, διαφύλαξη των περιοχών που έχει καταλάβει ενώ οι λαϊκές δυνάμεις προετοιμάζονται για τη στρατηγική αντεπίθεση. Κύρια μορφή πολέμου σε αυτή τη φάση είναι ο παρτιζάνικος πόλεμος και δευτερεύουσα μορφή ο πόλεμος ελιγμών. Το τρίτο στάδιο είναι αυτό της στρατηγικής αντεπίθεσης του κομμουνιστικού κινήματος και της στρατηγικής υποχώρησης του εχθρού. Κύρια μορφή πολέμου στο στάδιο αυτό θα είναι ο πόλεμος ελιγμών, αλλά και ο πόλεμος θέσεων θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Σε αντίθεση με το δεύτερο στάδιο όπου ο παρτιζάνικος πόλεμος αποτελεί την κύρια μορφή των στρατιωτικών επιχειρήσεων, στο τρίτο στάδιο ο τελευταίος θα διαδραματίσει βοηθητικό ρόλο συμπληρώνοντας τον πόλεμο ελιγμών και τον πόλεμο θέσεων. (Μάο 1976: 43-51).
Πώς διαμορφώνεται από αυτή την άποψη η σημερινή κρίση του πολιτικού συστήματος; Θεωρούμε πως στο διάστημα από το ξεκίνημα της επίθεσης (αρχές της άνοιξης του 2010) μέχρι το κίνημα των πλατειών ήμαστε στην πρώτη φάση. Ο εχθρός και ιδεολογικά και υλικά είχε κατακτήσει σημαντικές νίκες. Είχαν περάσει τα μέτρα και παρά τις επιμέρους συγκρούσεις (πολλές πανελλαδικές απεργίες, φθορά του κυβερνητικού κέντρου, επιμέρους κινητοποιήσεις) δεν είχε απονομιμοποιηθεί σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα η αναγκαιότητα μέτρων, υπήρχε ακόμα η αντίληψη πως μπορεί και να είναι προσωρινά όλα αυτά. Το δίπολο εμβάθυνση της ύφεσης/ επέκταση της επίθεσης στην προσπάθεια αλλαγής του υποδείγματος συσσώρευσης άλλαξε τα δεδομένα και οδήγησε στην φάση της στρατηγικής ισορροπίας. Σαφώς συνέχισαν να υπάρχουν νίκες από την πλευρά του κεφαλαίου (υιοθέτηση του μεσοπρόθεσμου, υιοθέτηση του δεύτερου μνημονίου) αλλά από την πλευρά του λαϊκού στρατού επιτεύχθηκαν σημαντικά πλήγματα: το κίνημα των πλατειών που αγκάλιασε όλες τις πλατείες της χώρας- παρά τα σημαντικά αντιφατικά χαρακτηριστικά που αυτό εμπεριείχε, οι κινητοποιήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, οι καταλήψεις υπουργείων, τα γεγονότα των παρελάσεων, η παραίτηση Παπανδρέου και η κυβέρνηση Παπαδήμου, οι παλλαϊκές συγκεντρώσεις της 12ης Φεβρουαρίου και οι δεκάδες αποστοιχήσεις βουλευτών από τα κόμματά τους, η συντριβή του δικομματισμού, η άνοδος της αριστεράς και η μεγάλη δυσκολία να συγκροτηθεί κυβέρνηση, η ρωγμή στον σκληρό πυρήνα του αστικού κράτους. Για να το διατυπώσουμε με γκραμσιανούς όρους ό,τι εξελίσσεται από τις πλατείες και μετά αποτελεί μια οργανική κρίση του Κράτους, μια κρίση ηγεμονίας (Κουβελάκης 2011α). Έχουν διαρραγεί οι παγιωμένες σχέσεις αντιπροσώπευσης μεταξύ βασικών κοινωνικών στρωμάτων και των παραδοσιακών πολιτικών τους εκφράσεων δημιουργώντας έτσι το πεδίο για την πιθανή οργάνωση μιας αντι- ηγεμονίας.
Στη συγκυρία που είμαστε η κυβέρνηση, τρεις μόλις μήνες μετά τις εκλογές, είναι εντελώς απονομιμοποιημένη στο να περάσει οποιοδήποτε νέο μέτρο. Από την άλλη και ο λαϊκός παράγοντας εμφανίζεται αδύναμος στο να περάσει στην τρίτη φάση του λαϊκού παρατεταμένου πολέμου και στη συγκρότηση ενός αντι- ηγεμονικού σχεδίου. Είναι προφανές πως αυτή η ισορροπία δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής αλλάζει, σταδιακά τα δεδομένα και ένα σενάριο συγκρότησης μιας κυβέρνησης αυταρχικού συντηρητισμού με τη συμμετοχή μιας μεταλλαγμένης ΧΑ[7] και μιας συντηρητικής δεξιάς (στο πρότυπο της αβερωφικής δεξιάς των αρχών του ΄80) δε θα πρέπει να θεωρείται ουτοπικό, πόσο μάλλον εάν αυτό συνδυαστεί με ένα θερμό επεισόδιο. Μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε να διαχειριστεί και πιο «άνετα» μια πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την ΟΝΕ.
Για εμάς το ζήτημα που έρχεται να συνδέσει τη κρίση του πολιτικού συστήματος με το λαϊκό παρατεταμένο πόλεμο είναι η ανάγκη ύπαρξης πολιτικού φορέα. Κι αυτό γιατί στη σκέψη του Μάο ο Λαϊκός Παρατεταμένος πόλεμος σαφώς συνδέεται με την ύπαρξη ενός κεντρικού επιτελείου που τον διεξάγει. Στη σημερινή Ελλάδα οι πρωτοφανείς κοινωνικοί αγώνες δεν έχουν κατορθώσει να οδηγήσουν σε μια συγκεκριμένη νίκη ακριβώς γιατί είναι τέτοια η έκταση της σύγκρουσης (και γι’ αυτό αναφερθήκαμε τόσο εκτενώς στη σχέση μεταξύ παγκόσμιας, ευρωπαϊκής και ελληνικής κρίσης) που μόνο με συνολική πολιτική νίκη θα δικαιωθούν και οι επιμέρους κοινωνικοί αγώνες. Και γι’ αυτό είναι αναγκαία η ύπαρξη πολιτικού κέντρου που θα καθοδηγεί αυτήν την πάλη στοχεύοντας στην ανάδειξη και εμβάθυνσης της αντιπαράθεσης των βασικών επίδικων της ταξικής πάλη. Κι εδώ έρχεται να αναδειχθεί ο ρόλος της Αριστεράς.
γ) Η στάση των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς
Αν κάτι χαρακτηρίζει τη στάση όλων των δυνάμεων της Αριστεράς στην προ της κρίσης περίοδο είναι πως δεν είχαν αντιληφθεί το τι ερχόταν και το βάθος που αυτό θα είχε έτσι ώστε να προετοίμαζαν κατάλληλα και τις λαϊκές τάξεις. Ακόμα και όταν ξέσπασε η κρίση ήταν διάχυτη η αντίληψη πως αποτελούσε ιδεολόγημα για να παρθούν μέτρα λιτότητας ή πως ήταν αποτέλεσμα μιας δημοσιονομικής δυσλειτουργίας του κράτους.
Στη συνέχεια η κάθε πολιτική δύναμη της αριστεράς ακολούθησε αρκετά διαφορετικό δρόμο παρέμβασης στις εξελίξεις
Ο Σύριζα, άσχετα με το έγινε το τελευταίο διάστημα, είχε ξεκινήσει την παρέμβαση του στη συγκυρία της κρίσης με μεγάλη αμηχανία, αμφισβητώντας το κατά πόσο υπάρχει κρίση, μη θέτοντας σε αμφισβήτηση την αποπληρωμή του χρέους, οριζόμενος στο πλαίσιο μιας συγκρατημένης αριστερής αντιπολίτευσης. Διεκδικούσε κοινό μηχανισμό δανεισμού και κοινό ευρωπαϊκό χρέος αποσκοπώντας στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι οικονομολόγοι της επίσημης γραμμής του Συνασπισμού υποστήριζαν πως στην περίπτωση που βγει η χώρα από την ΟΝΕ οι εργαζόμενοι θα βρεθούν σε πολύ χειρότερη κατάσταση αφού θα τους μειωθούν οι μισθοί, η ανεργία θα αυξηθεί και κατά συνέπεια τα προβλήματα των εργαζομένων για να λυθούν θα πρέπει να αναχθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η συνέπεια ήταν το πολύ κακό αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών του Νοεμβρίου του 2010 και η ανάδειξη του κινδύνου διάλυσης του Σύριζα τους πρώτους μήνες του 2011. Στη συνέχεια η ανάπτυξη του κινήματος και ιδιαίτερα το κίνημα των πλατειών που λόγω του αρκετά ετερόκλητου χαρακτήρα του συνέβαλε στην διαμόρφωση αιτημάτων μέσου όρου, «όχι στο μνημόνιο», συνέβαλε στην επαναδυνάμωση του Σύριζα. Βεβαίως, για να είμαστε, δίκαιοι μια άλλη παράμετρος ήταν η από την αρχή παρέμβαση των δυνάμεων του σύριζα στο κίνημα με αποτέλεσμα να πιαστούν ισχυροί δεσμοί με τον κόσμο που συμμετείχε, ωστόσο δεν επιθυμούσε το κίνημα αυτό να αποκτήσει προγραμματικό λόγο ακριβώς γιατί και ο ίδιος δεν ήταν αποφασισμένος να υιοθετήσει μια τέτοια κατεύθυνση. Δεν τιθόταν, από την πλευρά του ούτε το ζήτημα της διαγραφής του χρέους αλλά μόνο μια γενικόλογη εξαγγελία για φορολόγηση του κεφαλαίου. Η λογική της αντιμνημονιακής συσπείρωσης συνεχίστηκε και στο επόμενο διάστημα. Η μεγάλη πολιτική επιτυχία του Σύριζα θα έρθει από τις αρχές της άνοιξης του 2012 όταν θα κατανοήσει πως αυτό που θέλει να ακούσει ο λαός είναι πως υπάρχει μια δύναμη που θέλει να τον βγάλει από τη λαίλαπα του μνημονίου και για να γίνει αυτό θα πρέπει η δύναμη αυτή να θέσει θέμα εξουσίας και όχι να διεκδικεί το ρόλο της αριστερής κινηματικής αντιπολίτευσης. Στην Ελλάδα για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του ΄40 ετίθετο θέμα πολιτικής εξουσίας για την Αριστερά. Σε αυτό ο σύριζα απάντησε, λειψά μεν αλλά απάντησε. Απάντησε λειψά γιατί η πρότασή του έθετε το θέμα της κυβέρνησης αλλά δεν έθετε το θέμα της εξουσίας. Χαρακτηριζόταν από μια υποτίμηση στην ικανότητα που έχει το αστικό κράτος και οι ιμπεριαλιστικοί μηχανισμοί να αντεπιτεθούν. Ωστόσο η πραγματικότητα αυτή δεν ήταν επαρκής για να αποθαρρύνει τη δημιουργία ενός ρεύματος που πήρε εντυπωσιακή δυναμική οδηγώντας στο πιο υψηλό ποσοστό που πήρε η αριστερά στην Ελλάδα σε κοινοβουλευτικές εκλογές. Με το 27% ο Συριζα βρέθηκε να αποτελεί τον κύριο εκλογικό εκπρόσωπο των λαϊκών στρωμάτων επιβραβευόμενος για τη συνολική κινηματική του παρουσία το προηγούμενο διάστημα, τις ενωτικές πρακτικές του, αλλά κυρίως γιατί έθεσε το θέμα της κυβερνητικής εξουσίας. Τα λαϊκά στρώματα είχαν συνειδητοποιήσει πως μόνο με συνολική πολιτική αλλαγή θα υπάρξει και αλλαγή στη ζωή τους. Ωστόσο σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημάνουμε πως στην προσπάθειά του να διατηρήσει πολλές ισορροπίες οι απαντήσεις που έδινε, για ένα κόμμα που επιθυμεί να διαχειριστεί την κυβερνητική εξουσία, δεν ήταν ιδιαίτερα πειστικές. Πέραν από τη σταθερή άρνηση να θέσει θέμα ΕΕ και ΟΝΕ[8] δεν έβαλε καν το ζήτημα τα διαγραφής του χρέους επιμένοντας στην κατεύθυνση της επαναδιαπραγμάτευσης[9] ενώ από αντιφατικές δηλώσεις στελεχών του δε γινόταν σαφές το κατά πόσο θα καταγγέλλονταν τα μνημόνια ενώ υπήρχε και σαφής αμφιταλάντευση γύρω από το περιεχόμενο των μέτρων ανακούφισης που θα λαμβάνονταν από την κυβέρνησή του[10]. Επίσης απουσίαζε ένα ευρύ πρόγραμμα εθνικοποιήσεων για τους κρίσιμους τομείς της οικονομίας[11]. Ταυτόχρονα απουσίαζε όχι η αναφορά αλλά η εμπλοκή του συρίζα σε κοινωνικές κινητοποιήσεις σε όλο το διάστημα των προεκλογικών περιόδων ώστε να δίνεται η εικόνα πως το όπιο αριστερό κυβερνητικό σχήμα θα στηριχθεί πρώτα απ’ όλα στην κοινωνική δυναμική.
Μετά τις εκλογές τόσο οι δηλώσεις του Α. Τσίπρα κατά τη διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση[12] όσο και στη ΔΕΘ θα κινηθούν στο ίδιο μήκος με αυτό του προγράμματος του Ιουνίου του 2012- το οποίο όπως είδαμε ήταν μετατοπισμένο προς το μετριοπαθέστερο σε σχέση με αυτό του περασμένου Μαΐου. Στην πραγματικότητα υπάρχει μια μεγάλη αντιφατικότητα στις απόψεις του Σύριζα- απότοκο του εγκλωβισμού του στον Ευρωπαισμό[13] η οποία διαπλέκεται με τη συνειδητή προσπάθεια να μην προκληθούν ανησυχίες ότι θα εφαρμοστούν ιδιαίτερα ριζοσπαστικές αλλαγές. Έτσι παραμένει η προσήλωση στην ΟΝΕ και στην ΕΕ, διαβεβαιώνεται πως δε θα υπάρχει μονομερής στάση πληρωμών και παρόλα αυτά εκφράζεται η πεποίθηση πως θα συνεχίσει η χρηματοδότηση από την Τρόικα αλλά και θα ακυρωθεί το μνημόνιο. Το βασικό πρόβλημά μας δεν είναι πως οι θέσεις του Σύριζα δεν είναι αρκετά ριζοσπαστικές, που δεν είναι, αλλά πως, πολύ απλά, είναι εντελώς ανέφικτες. Στην, πιθανή, περίπτωση, που ο Σύριζα σχηματίσει κυβέρνηση θα έχει δύο επιλογές, δεδομένου πως δεν υπάρχει περίπτωση η τρόικα να δεχτεί ακύρωση του μνημονίου και συνέχιση της χρηματοδότησης (εδώ δε δέχτηκε τα περίφημα «ισοδύναμα» μέτρα της τρικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά: η μία επιλογή θα είναι να υποχωρήσει και κατά συνέπεια να ασκήσει αντίστοιχη πολιτική με τις προηγούμενες κυβερνήσεις όπου η πολιτική αποτυχία είναι προδιαγεγραμμένη μόνο που στη συνέχεια μετά την αποτυχία της αριστεράς θα παραμονεύει η ΧΑ και μια βαθιά αυταρχική δεξιά. Η δεύτερη επιλογή είναι να έρθει σε ρήξη με την τρόικα και τους εγχώριους υποστηρικτές της. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση οι εξελίξεις αναμένεται να είναι ραγδαίες. Η χρηματοδότηση θα παύσει, οι δανειστές θα ζητούν την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους, το πρωτογενές έλλειμμα θα πρέπει κατά κάποιο τρόπο να καλυφθεί ενώ θα πρέπει να περιμένουμε και άλλες επιθετικές ενέργειες από την πλευρά της ΕΕ: κλείσιμο της στήριξης των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ, αναστολή των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων ακόμα και λοκ άουτ στις εισαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων προς την Ελλάδα. Σε αντίστοιχη κατεύθυνση θα κινηθούν και οι υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ενώ αμέσως θα αρχίσει φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Πολλοί πιστεύουν πως από την πίεση της κοινωνικής δυναμικής που θα τον έχει φέρει στην Κυβέρνηση θα αναγκαστεί ο Σύριζα να ακολουθήσει τη δεύτερα επιλογή. Ωστόσο αυτή η επιλογή θα σημαίνει στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, αλλαγή νομίσματος, έξοδο από την ΟΝΕ και κατά πάσα πιθανότητα και από την ΕΕ, ό,τι δηλαδή ξορκίζεται σήμερα. Σε περίπτωση που δεν έχει υπάρξει προετοιμασία για τέτοια μέτρα, ενώ ο χρόνος θα επιταχύνεται με πρωτοφανείς ρυθμούς, τότε τα λαικά στρώματα κινδυνεύουν με πλήρη αποπτώχευση. Μόνο αν έχει ζυμωθεί στο λαό η πολιτική που θα ακολουθηθεί, η οποία για ένα διάστημα θα έχει και δυσκολίες, αυτός θα την αποδεχτεί. Μόνο αν του παρουσιαστούν εναλλακτικές για το ενεργειακό έλλειμμα, το διατροφικό ζήτημα, την προμήθεια φαρμάκων και καταναλωτικών αγαθών της καθημερινότητας θα στηρίξει μια τέτοια προσπάθεια. Μια προσπάθεια που σε σύντομο διάστημα θα του βελτιώσει ριζικά την καθημερινότητά του και θα τον βάλει στο κέντρο των αποφάσεων για την οργάνωση της παραγωγής και τη διοίκηση των θεσμών θα τον βρει σύμφωνο και αποφασισμένο να αντέξει τις πρώτες δυσκολίες. Αντίθετα, μια κατάσταση όπου θα είναι φανερό πως δεν υπάρχει σχέδιο, παρατηρείται έλλειψη τροφίμων και αγαθών, αναδύονται μαυραγορίτικες πρακτικές κλπ όχι μόνο δε θα συναντήσει τη λαϊκή επιδοκιμασία αλλά και θα οδηγήσει σε πολύ συντηρητικές μετατοπίσεις. Με όλα αυτά θέλουμε να πούμε το γεγονός ότι η Αριστερά είναι για πρώτη μετά από δεκαετίες αντιμέτωπη με το ζήτημα της πολιτική εξουσίας απαιτεί και αντίστοιχες πολιτικές από αυτήν. Η αγκύλωση σε αυταπάτες, οι αντιλήψεις του πάμε και βλέπουμε, η υποβάθμιση της σημασίας που έχουν οι λαϊκές κινητοποιήσεις και η λαϊκή εγρήγορση για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, θα οδηγήσουν σε δυσμενείς τροποποιήσεις του συσχετισμού δύναμης.
Το ΚΚΕ με τη σειρά του από την αρχή της κρίσης υιοθέτησε μια στάση αριστερού σεχταρισμού. Υπερασπιζόταν την ανάγκη δημιουργίας ενός Λαϊκού Μετώπου στο οποίο, όμως δε θα είχαν θέση άλλες αριστερές δυνάμεις οι οποίες ανήκαν είτε στο χώρο του δεξιού οπορτουνισμού (Σύριζα) είτε στο χώρο του αριστερού οπορτουνισμού (Ανταρσύα). Η στάση αυτή αποτύπωνε μια ηττοπαθή αντίληψη που δεν πίστευε πως μπορεί να υπάρξουν νίκες στη συγκεκριμένη περίοδο, μόνο ενίσχυση του κόμματος και γι’ αυτό επιλεγόταν η συμμαχία γύρω από τον εαυτό του. Το ΚΚΕ την περίοδο των πλατειών όχι μόνο δε συμμετείχε αλλά προχώρησε και σε σημαντικές πολιτικές μετατοπίσεις όπως η τοποθέτηση ό,τι είναι καταστροφή η έξοδος από το ευρώ και πως μόνο σε καθεστώς λαϊκής εξουσίας αυτό μπορεί να συμβεί, καταλήγοντας πως το ερώτημα δραχμή ή ευρώ είναι ψευτοδίλημμα. Ταυτόχρονα σε όλη την περίοδο των καλοκαιριών κινητοποιήσεων του 2011 επέμενε στο μη συντονισμό του με το υπόλοιπο κίνημα και στις ξεχωριστές συγκεντρώσεις και πορείες. Στη συνέχεια στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και του Ιουνίου η στάση του ΚΚΕ χαρακτηρίστηκε από μια φοβικότητα. Φοβικότητα να αναλάβει το ρόλο του κυρίαρχου κόμματος της Αριστεράς, που ήταν μέχρι τότε, σηκώνοντας το γάντι και βάζοντας στο στόχαστρό του το θέμα της κυβέρνησης και της εξουσίας (που στον καπιταλισμό σαφώς δεν ταυτίζονται), αποφεύγοντας μ ε αυτό τον τρόπο να τοποθετηθεί απέναντι στην αγωνία των λαϊκών στρωμάτων. Μπροστά στην άνοδο του Σύριζα δεν μπόρεσε να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα και η μόνη απάντηση ήταν η παραπομπή όλων στη λαϊκή εξουσία και η ανοιχτή εχθρότητα στις πολιτικές προτάσεις του Σύριζα.
Η Ανταρσύα δεν μπόρεσε, στην πραγματικότητα δεν επέλεξε, να μιλήσει για το θέμα της εξουσίας. Σκιαγράφησε από την αρχή της κρίσης ένα πλαίσιο κατευθύνσεων που σχετίζονταν με την ανάγκη ρήξης με την ΕΕ και την ΟΝΕ, την εθνικοποίηση των τραπεζών και την αναδιανομή του εισοδήματος και αυτό της έδωσε μια σημαντική δυναμική. Ωστόσο στη συνέχεια αυτό έμεινε ανεπεξέργαστο και δεν προχώρησε στην εκπόνηση ενός λεπτομερούς προγράμματος λαϊκής ανακούφισης που θα περιελάμβανε την εφαρμογή των αρχικών κατευθύνσεων στους ζωτικούς άξονες της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Αυτό δεν έγινε τυχαία. Συμπύκνωσε την αδυναμία του εξωκοινοβουλευτικού χώρου να κατανοήσει πως είχαν αλλάξει οι συνθήκες και δεν αρκούσε το να αποτελεί τη ριζοσπαστική πτέρυγα μιας αριστερής αντιπολίτευσης. Από τη στιγμή που είχε ενεργοποιηθεί η κρίση ηγεμονίας αυτό που χρειάζονταν τα λαϊκά στρώματα ήταν ένας συνδυασμός αντιπολιτευτικών πρακτικών και προβολής ενός εναλλακτικού σχεδίου εξόδου από την κρίση και όχι η επιμονή στην άρθρωση γενικόλογων ριζοσπαστικών οραμάτων. Το γεγονός πως ο κόσμος της βρισκόταν σε όλες τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις δεν ακυρώνει το παραπάνω, χωρίς ταυτόχρονα αυτό να σημαίνει πως η Ανταρσύα σε αυτές τις κινητοποιήσεις είχε συντονισμένη παρέμβαση (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό των πλατειών όπου η κάθε συνιστώσα κινήθηκε αυτόνομα). Στην πραγματικότητα η Ανταρσύα έχασε την ευκαιρία που της παρουσιάστηκε μετά το πολύ εκλογικό αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών του 2010 (2,0% κατά μ.ο στις 11 από τις 13 περιφέρειες). Τότε και μπροστά αφενός στη κρίση του σύριζα και αφετέρου στην ανάδειξή της κεντρικότητας του ζητήματος του ευρώ η Ανταρσύα θα έπρεπε να είχε πάρει σημαντικές ενωτικές πρωτοβουλίες προς τις δυνάμεις που αντιτίθονταν στην ΟΝΕ και στην ΕΕ. Στη συνέχεια η πολιτική της κατεύθυνση δε θα έπρεπε να είναι η επιβεβαίωση του αντιπολιτευτικού της ρόλου ενώ αυτό που χρειαζόταν ήταν μια θαρραλέα απάντηση στο ερώτημα της εξουσίας. Και σε αυτό κομβική σημασία είχε η εκπόνηση του αριστερού μεταβατικού προγράμματος σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.
- Βρισκόμαστε μπροστά σε μια επαναστατική κατάσταση;
Όλα όσα αναφέρθηκαν είχαν σκοπό να δείξουν πως η ελληνική κρίση έχει πολύ μεγάλο βάθος ακριβώς γιατί διαπλέκεται με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια κρίση. Αυτό σημαίνει πως η υπέρβασή της δεν μπορεί να γίνει με τα συνηθισμένα μέτρα λιτότητας και είτε θα γίνει μέσω της κατακόρυφης πτώσης των λαϊκών εισοδημάτων που θα γυρίσει την ελληνική κοινωνία αρκετές δεκαετίες πίσω (κάτι που ήδη είναι σε εξέλιξη) είτε θα ακολουθηθεί ένα άλλος δρόμος, όχι εύκολος, που θα περιλαμβάνει ριζικές ανατροπές και το άνοιγμα ων διαδικασιών του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Η περίπτωση μιας πιο ενδιάμεσης και μετριοπαθούς λύσης τύπου Κίρχνερ δε φαίνεται να μπορεί να επιτευχθεί τόσο διότι η Ελλάδα ανήκει στην ΕΕ και δεν μπορεί να ενεργήσει υιοθετώντας μέτρα που θα έρθουν σε αντιπαράθεση με το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο όσο και γιατί η πολιτική αντιπαράθεση έχει σε τέτοιο βαθμό πολωθεί (ειδικά μετά την άνοδο της ΧΑ) που δε θα είναι εύκολο να αναδειχθούν ενδιάμεσες πολιτικές καταστάσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι κοινωνικοί αγώνες που έχουν εκτυλιχθεί τα τελευταία δυόμισι χρόνια, η κρίση ηγεμονίας, η κρίση εκπροσώπησης και η είσοδος της κρίσης ακόμα και στον σκληρό πυρήνα του αστικού κράτους δημιουργούν εντελώς νέα ποιοτικά καθήκοντα για τους σχηματισμούς της αριστεράς. Στο κατά πόσο μπόρεσαν να απαντήσουν ικανοποιητικά οι τρεις βασικοί σχηματισμοί της αριστεράς στην κρίση του ελληνικού καπιταλισμού θεωρούμε, με όσα αναφέραμε, πως δεν απάντησαν ικανοποιητικά. Τόσο γιατί αιφνιδιάστηκαν από την κρίση και δεν είχαν προετοιμάσει το λαό για την καταιγίδα που έρχεται όσο και γιατί δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν ό,τι τίθεται ζήτημα πολιτικής εξουσίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό (ΚΚΕ, Ανταρσύα) ή όταν το κατανόησαν δεν κατόρθωσαν να απεμπλακούν από τα όρια του φιλοευρωπαισμού (Σύριζα). Κατά συνέπεια το ζήτημα που τίθεται είναι, δεδομένης της δυναμικής των λαϊκών κινητοποιήσεων, το κατά πόσο μπορεί να υπάρξει ένας πολιτικός φορέας ή ένα πολιτικό μέτωπο που να ηγηθεί μιας διαδικασίας κοινωνικής ανατροπής.
Ωστόσο πριν απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα σκόπιμο είναι να εξηγήσουμε γιατί θεωρούμε εφικτή τη διαδικασία ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Υποστηρίζουμε πως ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία έχει εισέλθει στη φάση την οποία η λενινιστική παράδοση ονομάζει επαναστατική κατάσταση. Για τον Λένιν πρέπει να συνυπάρχουν τρία στοιχεία για να χαρακτηριστεί μια κατάσταση ως επαναστατική: α) η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να ασκήσουν την εξουσία τους όπως παλιά και η άρνηση των κυριαρχούμενων τάξεων να αποδεχτούν αυτή τη μορφή εξουσίας β) η ύπαρξη μεγαλύτερης από τα συνηθισμένα ανέχειας των κυριαρχούμενων κοινωνικών στρωμάτων γ) η σημαντική ανάπτυξη, εξαιτίας των παραπάνω λόγων, της αυτόνομης δράσης των μαζών (Λένιν 1915: 220-221).
Ισχύουν αυτά τα τρία στοιχεία στη σημερινή Ελλάδα; Όπως δείξαμε στα προηγούμενα ισχύουν. Έχει ενεργοποιηθεί εδώ και αρκετό καιρό, περισσότερο από ένα χρόνο κρίση ηγεμονίας του αστικού μπλοκ, άρα ούτε οι κυρίαρχοι μπορούν να κυριαρχήσουν όπως παλιότερα ούτε οι κυριαρχούμενοι μπορούν να αποδεχτούν την προηγούμενη μορφή κυριαρχίας. Η φτώχεια, η ανεργία, οι κοινωνικές ανισότητες έχουν αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Τέλος, υπάρχει πολύ σημαντική ανάπτυξη της αυτόνομης κίνησης των μαζών, δε χρειάζεται να αναφέρουμε παρά μόνο το κίνημα των πλατειών.
Εδώ χρειάζεται μια διευκρίνιση: η επαναστατική κατάσταση μπορεί υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις να μετεξελιχθεί σε επαναστατική κρίση, σε κοινωνική επανάσταση. Αυτό δε σημαίνει πως αυτό νομοτελειακά θα συμβεί γι’ αυτό και κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επαναστατική κρίση όπως αναφέρει ο Λένιν στη Χρεωκοπία της ΙΙ Διεθνούς: «Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές, πού δεν εξαρτώνται ούτε από τη θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, αλλά ούτε και από τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων, η επανάσταση, κατά γενικό κανόνα, δεν μπορεί να γίνει. Το σύνολο αυτών των αντικειμενικών αλλαγών είναι εκείνο πού ονομάζεται επαναστατική κατάσταση. Τέτοια κατάσταση υπήρχε το 1905 στη Ρωσία και σ’όλες τις εποχές των επαναστάσεων στη Δύση. Τέτοια όμως κατάσταση υπήρχε και στα 1860-1870 στη Γερμανία και στην περίοδο 1859-1861 και 1879-1880 στη Ρωσία, αν και σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν έγινε καμιά επανάσταση. Γιατί; Γιατί δεν γεννά κάθε επαναστατική κατάσταση επανάσταση, αλλά μόνο μια τέτοια κατάσταση, όπου οι αντικειμενικές αλλαγές, πού απαριθμήσαμε, συνενώνονται με τις υποκειμενικές αλλαγές και συγκεκριμένα: με την ικανότητα της επαναστατικής τάξης να αναλάβει επαναστατική μαζική δράση, αρκετά ισχυρή, ώστε να τσακίσει (ή να εξασθενίσει σημαντικά) την παλιά κυβέρνηση πού ποτέ, ακόμη και σε εποχή κρίσεων, δεν ‘‘πέφτει’’, αν δεν τη ‘‘ρίξουν’’» και αλλού «Ούτε η καταπίεση των κάτω, ούτε η κρίση των πάνω δε θα προκαλέσουν ακόμη την επανάσταση- θα προκαλέσουν μοναχά το σάπισμα της χώρας- αν δεν υπάρχει σ’ αυτή τη χώρα επαναστατική τάξη ικανή να μετατρέψει την παθητική κατάσταση της καταπίεσης, σε δραστήρια κατάσταση αγανάκτησης και εξέγερσης» (Λένιν 1913: 302).
Για να μπορέσει, λοιπόν, να ξεκινήσει μια επαναστατική διαδικασία θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας πολιτικός φορέας ο οποίος θα καθοδηγήσει την πάλη των από κάτω, λαμβάνοντας υπόψη τα αιτήματά τους μετασχηματίζοντας τα σε επαναστατικούς στόχους και εντάσσοντάς τα εντός ενός επαναστατικού προγράμματος (Σαρδινός 2012). Ενός προγράμματος που δε θα εξαντλείται σε επαναστατικές διακηρύξεις αλλά θα αντλείται από την εμπειρία των κυριαρχούμενων τάξεων συνθέτοντάς την σε ανώτερο επίπεδο και εκπονώντας συγκεκριμένες και εξειδικευμένες κατευθύνσεις σχετικά με την οργάνωση της παραγωγής, τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, τις διεθνείς σχέσεις της χώρας κλπ. Ένας τέτοιος φορέας θα πρέπει να είναι και μέσα στις μάζες και πιο μπροστά από αυτές ώστε να επιτελεί το ρόλο του ως συλλογικού διανοούμενου της εργατικής τάξης. Είναι προφανές πως μια τέτοια διαδικασία δε θα είναι ευθύγραμμη, αλλά θα έχει να περάσει από πολλούς κόμβους, θα πρέπει να γίνουν ελιγμοί, συμβιβασμοί, ακόμα και υποχωρήσεις σε ορισμένες περιπτώσεις, μόνο που σε κάθε περίπτωση αυτό που θα πρέπει να πρυτανεύει είναι η συνειδητοποίηση των μαζών και η επίθεση στα αδύνατα σημεία του αντιπάλου, έτσι όταν τελειώνει η κάθε φάση το λαϊκό κίνημα να βρίσκεται σε πιο ευνοϊκή θέση.
Για να μπορέσουν όλα αυτά να υλοποιηθούν είναι αναγκαία η δημιουργία του ιστορικού μπλοκ, όπως το έχει δείξει ο Γκράμσι. Μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές και πολιτικές διεργασίες δημιουργείται μια συμμαχία μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Δεν πρόκειται για συνάθροιση κοινωνικών δυνάμεων αλλά για συμμαχία εντός της οποίας ηγεμονεύει μια τάξη η οποία έχει διατυπώσει ένα σαφές στρατηγικό σχέδιο, μια συνεκτική κατεύθυνση για τον τρόπο και τις μορφές που θα πρέπει να οργανωθεί το σύνολο της κοινωνικής ζωής από τη στιγμή που θα καταληφθεί η πολιτική εξουσία: οργάνωση της παραγωγής, δημιουργία νέων κοινωνικών και πολιτικών θεσμών, ανάδειξη νέων πολιτιστικών ρευμάτων. Βεβαίως αυτά δεν προκύπτουν μηχανιστικά αλλά μέσω από διαδικασίες επεξεργασίας των νέων μορφών κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, και πολιτιστικής οργάνωσης, διαδικασίες οι οποίες καταγράφουν και ένα συγκεκριμένο ταξικό συσχετισμό. Η πολιτική έκφραση του ιστορικού μπλοκ είναι το πολιτικό μέτωπο.
Έχει σήμερα διαμορφωθεί ένα ιστορικό μπλοκ στην ελληνική κοινωνία; Η απάντηση είναι αρνητική παρότι υπάρχουν αρκετά στοιχεία που διέπουν ένα ιστορικό μπλοκ: κοινωνική πόλωση, ανάδυση κοινών μορφών διεκδίκησης και έκφρασης από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, κρίση ηγεμονίας, πολιτική κρίση που έχει αγγίξει και τον σκληρό πυρήνα του αστικού κράτους, ανάδειξη αιτημάτων πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής (κοινωνική δικαιοσύνη, δημοκρατία, εθνική ανεξαρτησία). Από την άλλη υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις: απουσία πολιτικού σχεδιασμού- οδηγού για τη διαδικασία κοινωνικής ανατροπής, έλλειψη σαφούς μεταβατικού προγράμματος που θα διακρίνεται από την ύπαρξη βασικών πυλώνων- κατευθύνσεων: εναλλακτικό παραγωγικό πρότυπο, θέση της Ελλάδας στη διεθνή σφαίρα και αντίστοιχες συμμαχίες, οργάνωση των πολιτικών θεσμών. Για να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν αυτές οι κατευθύνσεις είναι αναγκαία η δημιουργία του αριστερού μετώπου.
Στη σημερινή συγκυρία στην Ελλάδα δεν υπάρχει, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, ένας ενιαίος πολιτικός φορέας που να συγκεντρώνει τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά τα οποία να δίνουν τη δυνατότητα επαναστατικοποίησης των μαζών και εκπόνησης ενός συνεκτικού μεταβατικού προγράμματος που θα προβλέπει ορισμένα άμεσα μέτρα ανακούφισης των λαϊκών τάξεων (γεγονός που θα τις κάνει να πιστέψουν περισσότερο στις δυνατότητές τους) και ταυτόχρονα θα ριζοσπαστικοποιεί συνεχώς τις συνθήκες ανοίγοντας δρόμους και δυνατότητες για την επαναστατική ρήξη. Τέτοιος φορέας στην Ελλάδα υπάρχει μόνο σε διάχυτη μορφή κυρίως εντός των οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς. Των δυνάμεων εκείνων που αναγνωρίζουν πως χρειάζεται ενωτική κινηματική και δράση σε όλα τα κοινωνικά μέτωπα (συνδικαλιστικό, αντιφασιστικό, κοινωνικής αλληλεγγύης, φοιτητικό, αντικατασταλτικό) αλλά αυτό δεν επαρκεί. Είναι απολύτως αναγκαία η ανάδειξη και η πάλη από κοινού για συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους ενός διακριτικού πολιτικού μετώπου: έξοδος από ΟΝΕ και ρήξη με ΕΕ, αποχώρηση από ΝΑΤΟ, εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων, ριζική αναδιανομή του εισοδήματος, στήριξη πειραματικών τρόπων οργάνωσης της παραγωγής, εκπόνηση μεταβατικού προγράμματος, δημιουργία αντιθεσμών, οργάνωση του λαού για την τελική ρήξη. Αλλιώς χωρίς αυτές τις κατευθύνσεις ελλοχεύει ο κίνδυνος εμπλοκής στις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν την πολιτική του Σύριζα.
Το αριστερό μέτωπο δεν θα αποτελεί ένα άθροισμα ρευμάτων και πολιτικού μέσου όρου. Αντίθετα, θα πρόκειται για μια διαλεκτική διαδικασία, ένα πεδίο αγώνων και αντιπαραθέσεων, μια διαδικασία ανάδυσης και επίλυσης αντιθέσεων, μια δυναμική συλλογική δημοκρατική διαδικασία. Με αυτή την έννοια το Αριστερό Μέτωπο θα χαρακτηρίζεται από την εσωτερική του δημοκρατία και από την προσπάθεια δημιουργίας πειραματικών μορφών συλλογικής οργάνωσης αλλά δεν θα αποτελεί μια μορφή ενότητας της αριστεράς, ένα πιο διευρυμένο σύριζα. Θα είναι ο μετωπικός φορέας εκείνων των δυνάμεων που συμφωνούν στους στόχους που μόλις αναφέραμε, θα ηγεμονεύει η αντικαπιταλιστική γραμμή, κύρια μέσα από το μεταβατικό πρόγραμμα και τις αναγκαίες ρήξεις με τις καπιταλιστικές πρακτικές που αυτό θα περιέχει, αλλά σαφώς θα συνυπάρχουν και άλλες δυνάμεις στο εσωτερικό του που θα εκφράζουν αντιλήψεις αριστερής διαχείρισης και με τις οποίες η επαναστατική τάση θα είναι σε συνεχή διαπάλη για την ηγεμονία.
Όλα αυτά πώς εφαρμόζονται στη φάση της στρατηγικής ισορροπίας του παρατεταμένου πολέμου που βρισκόμαστε σήμερα; Η δημιουργία του αριστερού μετώπου σηματοδοτεί την αναγκαία μορφή ενός «Λαϊκού Στρατού». Το Αριστερό μέτωπο θα πρέπει να έχει την κεντρική υπευθυνότητα για την αποδυνάμωση του αντιπάλου μέσω της συμμετοχής του στις κινηματικές πρακτικές, θα ενισχύει το λαϊκό στρατόπεδο και υλικά (πρακτικές αλληλεγγύης και αυτοάμυνας) και οραματικά (εναλλακτικό μεταβατικό πρόγραμμα), θα εκκαθαρίζει τις λαϊκές περιοχές από τις βάσεις του εχθρού (αντιφασιστική πάλη, δημιουργία αντιθεσμών) δημιουργώντας μια παράλληλη κοινωνία, θα χαράξει τις ειδικές μορφές της «Μεγάλης Πορείας» και των αναγκαίων στόχων (μεταβατικό πρόγραμμα σε σοσιαλιστική κατεύθυνση) και θα προετοιμάσει τις λαϊκές δυνάμεις για την καθοριστική καμπή με επίδικο την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας (ΑΡΑΝ 2012).
Το ερώτημα που προκύπτει αφορά τη σχέση αυτής της διαδικασίας με το ενδεχόμενο σχηματισμού αριστερής κυβέρνησης. Η θέση μας είναι πως δε θα πρέπει να είμαστε a priori αντίθετοι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μόνο που με την υποστήριξη σε μια αριστερή κυβέρνηση δεν εννοούμε την υποστήριξη σε κάθε αριστερή κυβέρνηση. Και κυρίως δεν εννοούμε την υποστήριξη σε μια κυβέρνηση που θα αυτοαποκαλείται αριστερή αλλά στην πραγματικότητα θα αναλάβει την κυβερνητική εξουσία για να διαχειριστεί, έστω προς το φιλολαικότερο- που στη συγκεκριμένη συγκυρία δεν υπάρχει ούτε αυτή η πιθανότητα για λόγους που ήδη εξηγήσαμε- την καπιταλιστική εξουσία. Όπως δεν εννοούμε και την υποστήριξη σε μια αριστερή κυβέρνηση που θα πιστεύει πως με την ανάληψη της κυβέρνησης θα ανοίξει και ο δρόμος για τη μετάβαση στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Κι αυτό γιατί τέτοιου είδους διακυβερνήσεις θα οδηγήσουν είτε στην ενσωμάτωση είτε στην ήττα. Από την άλλη δε θεωρούμε πως η επαναστατική διαδικασία θα έχει την ίδια διαδρομή όπως είχε στην Ρωσία ή στην Κίνα. Ακριβώς γι’ αυτό, το ενδεχόμενο μιας αριστερής κυβέρνησης θα πρέπει να προσεγγίζεται ως μια οριακή περίπτωση που σχετίζεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πολιτικών συστημάτων των χωρών του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Σε αντίθεση με τις χώρες όπου πραγματοποιήθηκαν νικηφόρες επαναστάσεις και οι οποίες χαρακτηρίζονταν από απουσία κοινοβουλευτικών αντιπροσωπευτικών θεσμών, στις σύγχρονες αστικές δυτικές κοινωνίες οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί αποτελούν σημαντικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος, η λειτουργία του οποίου δεν θα είναι εύκολο να παρακαμφθεί. Ακόμα και πιο σημαντικές, μεταπολεμικά, κοινωνικές εξεγέρσεις στις χώρες της Δύσης (ιταλικό φθινόπωρο, γαλλικός Μάης, αμερικάνικο κίνημα, γερμανικό κίνημα) δεν μπόρεσαν να μεταβληθούν σε πόλεμο κινήσεων με στόχο την καρδιά του κράτους. Βεβαίως έλλειπε ο επαναστατικός φορέας που θα καθοδηγούσε αυτή τη διαδικασία, αλλά και αυτό είναι αποτέλεσμα της συγκεκριμένης λειτουργίας των πολιτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του Κράτους. Άλλωστε ούτε στην Ελλάδα υπάρχει αυτή στιγμή τέτοιος φορέας. Το ζήτημα είναι πώς μέσα από μια σειρά από ρηξιακές διαδικασίες θα δημιουργηθεί για να καθοδηγήσει την επαναστατική πάλη. Σε ένα τέτοιο προτσές θα πρέπει να δούμε και το σχηματισμό μιας αριστερής κυβέρνησης. Η αριστερή κυβέρνηση και τα μέτρα που θα λάβει θα πρέπει να βρίσκονται σε μια συνεχή διαλεκτική σχέση με την οργάνωση κοινωνικών αντιστάσεων και τη δημιουργία αντιθεσμών. Ο στόχος θα πρέπει να είναι η όξυνση της κοινωνικής διαπάλης και το βάθεμα της πολιτικής κρίσης και της κρίσης ηγεμονίας. Η όλη κατάσταση δε θα πρέπει να σχετίζεται με την κοινοβουλευτική λύση που επέλεξαν στη Δύση διάφορα ρεφορμιστικά κομμουνιστικά κόμματα αλλά με ενός τύπου ιστορική εξαίρεση όπου οι επαναστατικές συνθήκες (οι τρεις προϋποθέσεις του Λένιν) δημιουργούν τη δυνατότητα εκλογικής νίκης του αριστερού μετώπου
Τότε το αριστερό μέτωπο μεταβάλλεται σε επαναστατικό φορέα. Εφαρμόζει ένα μεταβατικό πρόγραμμα τομών με την αστική στρατηγική και αξιοποιεί και ενισχύει την εξωθεσμική κοινωνική δυναμική. Με το τελευταίο εννοούμε μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης, θεσμούς αλληλεγγύης, πρακτικές αυτοάμυνας, θεσμούς εργατικού και κοινωνικού ελέγχου. Θα είναι η εφαρμογή ενός προγράμματος ρήξης με τον υπαρκτό ιμπεριαλισμό και αμφισβήτησης των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας με πάλη από τα πάνω και από κάτω. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να υπάρξει και επαναστατικοποίηση ορισμένων πλευρών του κρατικού μηχανισμού μέσα από την κατεύθυνση διοργάνωσης μιας Συντακτικής Συνέλευσης του οργανωμένου λαού Θα πρόκειται για τη μετάβαση από την εξωτερικότητα ανάμεσα στους κρατικούς μηχανισμούς και τη λαϊκή αντι- εξουσία, για τον μετασχηματισμών των αστικών κρατικών θεσμών. Ουσιαστικά αυτή θα είναι η στιγμή που θα έχει δημιουργηθεί ένα καθεστώς δυαδικής εξουσίας. Όμως και σε αυτή την περίοδο δε θα πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες για ειρηνική μετάβαση. Οι δυνάμεις του κεφαλαίου, ελληνικού και ξένου, καθώς και τα ιμπεριαλιστικά κράτη θα επιχειρήσουν να υπονομεύσουν με κάθε τρόπο αυτή τη διαδικασία (μια πολύ μικρή πρόγευση πήραμε από τη στάση των εγχώριων και ξένων κέντρων εξουσίας στην προεκλογική περίοδο του Ιουνίου απέναντι στη μη- ρηξιακό πρόγραμμα του σύριζα). Οι προσπάθειες που θα γίνονται για τσάκισμα ή μετασχηματισμό των κατασταλτικών μηχανισμών δε θα πρέπει να υποτιμούν και την οργάνωση της λαϊκής άμυνας. Γι’ αυτό και λαϊκό κίνημα, σε συνδυασμό με διεθνείς συμμαχίες (στόχος που θα πρέπει να αποτελέσει σημαντική προτεραιότητα), θα πρέπει να είναι έτοιμο να αντισταθεί με κάθε μέσο για να περιφρουρήσει τις κατακτήσεις του.
Συμπεράσματα
- Η κρίση στην Ελλάδα είναι πολύ βαθιά γιατί είναι το αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της κρίσης ενός συγκεκριμένου μοντέλου συσσώρευσης.
- Το γεγονός πως είναι η πρώτη δυτική χώρα που εμφάνισε τέτοιας έκτασης κρισιακά χαρακτηριστικά δημιούργησε τη δυνατότητα για την εφαρμογή ενός νέου μοντέλου κεφαλαιακής συσσώρευσης που η εφαρμογή του βασίζεται στην τεράστια μεταφορά του πλούτου και στην επιστροφή σε επίπεδο εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων πολλές δεκαετίες πίσω.
- Επειδή η κρίση είναι τόσο βαθιά και η επίθεση έχει αντίστοιχο εύρος και μεγάλη γκάμα ταξικών υποστηρικτών δεν μπορούν να υπάρξουν μεμονωμένες νίκες. Είτε θα επιτευχθεί μια κεντρικού πολιτικού χαρακτήρα νίκη για το λαϊκό κίνημα είτε οι ήττες θα συνεχίζονται.
- Υπό το παραπάνω πρίσμα ζούμε ιστορικές στιγμές. Είναι κίνδυνος και ευκαιρία ταυτόχρονα. Μια αποτυχία του λαϊκού κινήματος μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να γυρίσει η πολιτική και κοινωνική ζωή των κυριαρχούμενων τάξεων πολλές δεκαετίες πριν. Μια επιτυχία μπορεί να ανοίξει δρόμους για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και κυριαρχία.
- Η εφαρμογή των δύο Μνημονίων και του Μεσοπρόθεσμου βύθισε ακόμα περισσότερο την ελληνική οικονομία στην ύφεση ενώ συνέβαλε στην αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, στη μεγέθυνση του φαινομένου της φτώχειας και στη διόγκωση της ανεργίας.
- Παράλληλα παρουσιάζεται αναδιάταξη των κοινωνικών συμμαχιών. Διαρρηγνύεται η «παραδοσιακή» συμμαχία μεταξύ αστικής και μικροαστικής τάξης ενώ ο συνασπισμός εξουσίας αδυνατεί να παρουσιάσει μια «ιστορική αφήγηση» που να συναντά τη συναίνεση των κυριαρχούμενων στρωμάτων. Αυτό οδηγεί σε μια αυταρχικοποίηση των κρατικών μηχανισμών.
- Ταυτόχρονα υπάρχει μια φυγή προς τα εμπρός από τα αστικά επιτελεία τα οποία επιχειρούν να αντικαταστήσουν τις πολιτικές εκπροσωπήσεις με την αδιαμεσολάβητη ταύτιση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.
- Ωστόσο λόγω της έντασης της κρίσης αυτή η αυταρχικοποίηση εμφανίζει αντιφάσεις που διαχέονται και στο εσωτερικό του σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους.
- Οι κοινωνικές αντιδράσεις όλο αυτό το διάστημα επιβεβαίωσαν την άποψη πως στην Ελλάδα λαμβάνει χώρα ένα παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος. Το αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής ήταν η κρίση ηγεμονίας και η ανοιχτή κρίση του πολιτικού συστήματος. Αυτό θα κορυφωθεί με τα αποτελέσματα των δύο εκλογικών αναμετρήσεων.
- Το αποτέλεσμα του Ιουνίου χαρακτηρίστηκε από ταξική πόλωση. Ο σχηματισμός της τρικομματικής κυβέρνησης πραγματοποιήθηκε μέσα σε ένα ρευστό πολιτικό τοπίο η διαμόρφωση του οποίο επικαθορίζεται από τις εξελίξεις στο λαϊκό παρατεταμένο πόλεμο που διεξάγεται στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
- Παρά την, τελική, συγκρότηση μιας μνημονιακής κυβέρνησης βρισκόμαστε, με μαοϊκούς όρους, στη φάση της στρατηγικής ισορροπίας του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου. Από τη μια το κεφάλαιο έχει πετύχει μια σειρά από σημαντικές νίκες αλλά από την πλευρά του λαϊκού κινήματος έχουν σημειωθεί κρίσιμα πλήγματα που έχουν ως αποτέλεσμα την κρίση του πολιτικού συστήματος και τη δημιουργία ρωγμών στον σκληρό πυρήνα του αστικού κράτους.
- Ωστόσο αυτή η ισορροπία κάποια στιγμή θα διαταραχθεί. Το ενδεχόμενο που ανοίγει για το επόμενο διάστημα, δεδομένης της περαιτέρω εξάπλωσης της κρίσης, είναι η συγκρότηση μιας υπερσυντηρητικής κυβέρνησης που θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που θα γυρίσει τα λαϊκά στρώματα στις αρχές της δεκαετίας του ’50 από άποψη κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
- Για να πάψει αυτός ο κοινωνικός κόλαφος είναι απαραίτητη προϋπόθεση η δημιουργία ενός Αριστερού Μετώπου που δε θα αποτελεί απλή συγκόλληση των αριστερών δυνάμεων, αλλά τη συμφωνία των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων γύρω από το αναγκαίο ανατρεπτικό πρόγραμμα της εποχής μας.
- Οι αριστερές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να προβλέψουν την κρίση ούτε να προετοιμάσουν την πάλη του λαού ενάντιά της. Ο Σύριζα, μέχρι την άνοιξη του 2012, κινήθηκε εντός ενός πλαισίου συνεπούς κινηματικής αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης, χωρίς να κατορθώσει να διακρίνει το βαρύνοντα ρόλο που είχε η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και στην ΕΕ στη γέννηση της κρίσης. Το ΚΚΕ ακολούθησε μια πολιτική απομονωτισμού, αρνούμενο για οποιαδήποτε συνεργασία με άλλες αριστερές δυνάμεις ακόμα και τον κινηματικό συντονισμό. Δεν πίστεψε πως μπορεί να νικηθούν οι δυνάμεις του κεφαλαίου, δεν έθεσε θέμα κυβερνητική εξουσίας θεωρώντας πως μόνο με Λαϊκή εξουσία μπορεί να υπάρξει αναστροφή αυτής της κατάστασης. Η Ανταρσύα, πέραν της συμμετοχής του κόσμου της σε όλο το φάσμα των κοινωνικών κινητοποιήσεων, κατόρθωσε να προβάλει ένα άξονα κεντρικών κατευθύνσεων που έθεταν τη δυνατότητα αλλαγής της κατάστασης στη σωστή της βάση (αντι-εε αγώνας, αναδιανομή του εισοδήματος, εθνικοποιήσεις). Ωστόσο, από εκεί και πέρα περιορίστηκε στο ρόλο μιας συνεπούς ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης μην απαντώντας στο ιστορικό ερώτημα που ήταν η κατάκτηση της εξουσίας και μη δίνοντας βάρος στην εκπόνηση ενός εναλλακτικού μεταβατικού προγράμματος.
- Ο λόγος που από την άνοιξη του 2012 ο Σύριζα εκτοξεύτηκε πολιτικά και εκλογικά ήταν ότι κατάλαβε πως η απάντηση στο μέγεθος της επίθεσης ήταν να τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής του το θέμα της εξουσίας.
- Αυτό συμπυκνώθηκε στο σύνθημα για αριστερή κυβέρνηση στις εκλογές του Μαίου και σε ένα πρόγραμμα μετριοπαθούς αριστερής διαχείρισης περιλαμβάνοντας και ορισμένα ριζοσπαστικά στοιχεία.
- Η συνέχεια ήταν ακόμα πιο μετριοπαθής. Η πολιτική εξουσία ταυτίστηκε με την κυβερνητική εξουσία, η σημασία της διαρκούς κινητοποίησης του λαικού παράγοντα υποβαθμίστηκε, η όλη πολιτική κατεύθυνση βασιζόταν στην αντίληψη πως και τα μέτρα θα ακυρωθούν και οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις θα συνεχιστούν.
- Το ζήτημα είναι πως αν ακολουθηθεί αυτή η κατεύθυνση με τον Σύριζα στην Κυβέρνηση τότε οι αντιφάσεις που θα δημιουργήσει μη έχοντας προετοιμάσει το Λαό για τη σκληρή σύγκρουση που επέρχεται θα οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
- Η συγκυρία στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό εμφανίζει τα χαρακτηριστικά της επαναστατικής κατάστασης. Το ζητούμενο είναι πώς θα μεταβληθεί σε επαναστατική κρίση. Η αδυναμία κάθε μια συνιστώσας της Αριστεράς είναι εμφανής, ούτε θα προσφέρει κάτι μια άνευρη παναριστερά χωρίς αξονισμένους στόχους ακριβώς γιατί θα αυτοπαγιδευτεί στις ίδιες αντιφάσεις της συνύπαρξης με τους καταναγκασμούς που πηγάζουν από την ΟΝΕ και την ΕΕ με τους οποίους παγιδεύτηκε ο Σύριζα.
- Αυτό που είναι αναγκαίο είναι η δημιουργία ενός πολιτικού μετώπου με τη συμμετοχή όλων των αντι- εε δυνάμεων. Το μέτωπο αυτό θα πρέπει να παίξει πρωταρχικό ρόλο στον συντονισμό των κοινωνικών αντιστάσεων (εργατικό κίνημα, φοιτητικό κίνημα, κινήματα αντίδρασης στα μέτρα, αντιφασιστικό, δίκτυα αλληλεγγύης). Αυτό, όμως δεν αρκεί για να τεθεί θέμα εξουσίας. Το Μέτωπο πρέπει να επεξεργαστεί ένα εναλλακτικό μεταβατικό πρόγραμμα σε σοσιαλιστική κατεύθυνση που συγκροτώντας ένα ιστορικό μπλοκ θα εκκινεί μια διαδικασία ρήξης με το υπάρχον σύστημα εκμετάλλευσης και κυριαρχίας.
- Είναι προφανές πως το κύριο βάρος θα πρέπει να πέσει στην αυτοοργάνωση του λαού και στη δημιουργία αντιθεσμών που θα προβάλουν μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας λόγω του βάρους των κοινοβουλευτικών θεσμών στις χώρες της Δύσης είναι πιθανό το ενδεχόμενο του σχηματισμού μιας αριστερής κυβέρνησης.
- Το αριστερό μέτωπο θα πρέπει να έχει θετική στάση απέναντι σε αυτή την κυβέρνηση μόνο αν η κατεύθυνση της δεν είναι μια φιλολαϊκή αριστερή διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης αλλά η εκκίνηση μιας διαδικασίας ριζικού μετασχηματισμού μέρους των κρατικών θεσμών και τσακίσματος αυτών του σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους. Ταυτόχρονα θα πρέπει να ενισχύει και να ενισχύεται από την οργάνωση του Λαού.
Πηγές
Αλαβάνου Αριάδνη, 2012, «Κρίμα , πολύ κρίμα: ‘Ο Σύριζα δεν είναι απειλή για το Ευρώ’. Όμως το Ευρώ είναι απειλή για το Λαό’, http://antapocrisis.gr/index.php/2012-04-24-19-38-44/item/347-syriza-euro?tmpl=component&print=1 προσπέλαση στις 26/9/2012.
ΑΡΑΝ (Αριστερή Ανασύνθεση) 2012, Απόφαση Πανελλαδικής Ολομέλειας 7/7/2012, http://www.anasynthesi.gr/images/flips/Politikes_Apofaseis/Panelladikh_olomeleia/2012_07_07_aran.pdf, προσπέλαση στις 27/9/2012.
Βλάχου Ανδριάνα- Γιώργος Λαμπρινίδης, 2011, «Κρίση και άνιση ανάπτυξη στο πλαίσιο της ΟΝΕ: Το ισόζυγιο Εξωτερικών Συναλλαγών και η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας» στο Α. Βλάχου/ Ν. Θεοχαράκης/ Δ. Μυλωνάκης (επιμ.) Οικονομική Κρίση και Ελλάδα, Αθήνα: Gutenberg, σελ. 229- 255.
Γκαργκάνας Πάνος, 2010, «Κρίση- από τις τράπεζες σε όλη την οικονομία, την ιδεολογία, την πολιτική» στο Μαρία Στύλλου και άλλοι, Ο Ελληνικός Καπιταλισμός και η Παγκόσμια Οικονομία και η Κρίση, Αθήνα: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 38- 50.
Δημητρίου Άρης, 2012, «Η Αχίλλειος πτέρνα του Σύριζα!» http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=8776:axilleios-fterna-syriza&catid=72:dr-ekdilosis&Itemid=279 προσπέλαση στις 27/9/2012.
European Commission, 2012, Employment and Social Situation Quarterly Review, March.
Fine Ben, 2011, “Πέραν της Χρηματιστικοποίησης” στο Α. Βλάχου/ Ν. Θεοχαράκης/ Δ. Μυλωνάκης (επιμ.) Οικονομική Κρίση και Ελλάδα, Αθήνα: Gutenberg, σελ. 19- 36.
ΙΝΕ- ΓΣΕΕ, 2012, Η Ελληνική Οικονομία και η Απασχόληση. Ετήσια Έκθεση 2012, Αθήνα: ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.
Κουβελάκης Στάθης, 2011, «Το αθέατο τέλος ενός χειμώνα. Προς τη δεύτερη φάση της πολιτικο- κοινωνικής σύγκρουσης», Εποχή της 25/3
Κουβελάκης Στάθης, 2011α, «Η ώρα της Κρίσης. Έξι Θέσεις για την εξέγερση», Δρόμος της Αριστεράς της 11/6.
Λαπαβίτσας Κώστας (και άλλοι), 2012, Ρήξη; Διέξοδος από την κρίση της Ευρωζώνης, Αθήνα: Λιβάνης.
Λένης Δημήτρης, 2011, «Κρίση; Ποια κρίση; Σημείωμα για τις στρατηγικές του κεφαλαίου, από την πλευρά του κεφαλαίου, Εκτός Γραμμής 26- 27: 25- 28.
Λένιν Β.Ι., 1913, Η πρωτομαγιά του επαναστατικού προλεταριάτου, Άπαντα τ. 23, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν Β.Ι, 1915, Η Χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς, Άπαντα τ. 26, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μάο Τσε- Τουγκ 1976, Ο Παρατεταμένος Πόλεμος, Αθήνα: Ιστορικές Εκδόσεις.
Μελάς Κώστας 2010, «Μια πρώτη αποτίμηση της Ευρωζώνης και του κοινού νομίσματος», Monthly Review 64: 22- 39.
Μπρέννερ Ρόμπερτ, 2010, Ό,τι είναι καλό για την Goldman Sachs είναι καλό για τις ΗΠΑ. Οι Ρίζες της σημερινής κρίσης, Αθήνα: Εργατική Πάλη.
OCDE, Labour productivity levels in the total economy, http://stats.oecd.org/Index.aspx?DatasetCode=DECOMP, προσπέλαση στις 20/9/2012.
Σακελλαρόπουλος Σπύρος, 2006, «Μετασχηματισμοί στη δομή της ελληνικής κοινωνίας 1981- 2001» στο συλλογικό τόμο Η Πολιτική κοινωνιολογία Σήμερα, εκδόσεις Παπαζήση, επιμέλεια: Α. Αφουξενίδης- Μ. Αλεξάκης, σελ. 27 -53, Αθήνα.
Σακελλαρόπουλος Σπύρος, 2012, «Μετασχηματισμοί στη διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας 1981- 1991», υπό δημοσίευση.
Σαρδινός Στέλιος, 2012, «Αυτό που έρχεται. Αυτό που φοβούνται. Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε!», http://ergatikosagwnas.gr/EA/index.php/2012-02-04-20-01-31/428-2012-09-02-21-23-41, προσπέλαση στις 27/9/2012.
Wolff Richard, 2011, «Μια Μαρξιστική ανάλυση της κρίσης» στο Α. Βλάχου/ Ν. Θεοχαράκης/ Δ. Μυλωνάκης (επιμ.) Οικονομική Κρίση και Ελλάδα, Αθήνα: Gutenberg, σελ. 52- 72
[1] Όπως παρατηρεί ο Κρις Χάρμαν «Η πραγματική κινητήρια δύναμη για το υπερβολικό πλεόνασμα κεφαλαίων προς αποταμίευση είναι ο τομέας των επιχειρήσεων. Ανάμεσα στο 2000 και στο 2004 η στροφή των επιχειρήσεων προς την αποταμίευση στην ομάδα των G6 (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Βρετανία, Ιταλία) ξεπέρασε τα 1000 δις δολάρια. (Από έκθεση της JP Morgan Securities)… Με άλλα λόγια, αντί να ξοδεύουν τα συσσωρευμένα κέρδη τους, οι μεγάλες επιχειρήσεις τα αποταμιεύουν ως ρευστό» (αναφέρεται στο Γκαργκάνας 2010: 40)
[2] Το γεγονός το περιορισμού των είχε δώσει μιας πρώτης τάξης ευκαιρία στους τραπεζίτες στο να ανεβάζουν την κερδοφορία τους μέσω παροχής στεγαστικών δανείων
[3] Με δείκτη αναφοράς την παραγωγικότητα (ΑΕΠ/ εργάσιμη ώρα) των ΗΠΑ 100, η Ιταλία βρίσκεται στο 75,6%, η Ιαπωνία στο 65,9%, η Γερμανία στο 91,6%, η Γαλλία στο 95,7%, η Βρετανία στο 77,8% και ο Καναδάς στο 76,6% (OCDE 2012).
[4] Χαρακτηριστικά αναφέρουμε πως το 1998 η Γερμανία είχε εμπορικό πλεόνασμα που αντιστοιχούσε στο 3,44% του ΑΕΠ της με μ.ο της Ε10 (πλην Βελγίου- Λουξεμβούργου) να βρίσκεται στο 2,09%. Το 2008 τα αντίστοιχα μεγέθη θα είναι 7,18% για τη Γερμανία και 0,21% για την ΕΕ12 (Βλάχου- Λαμπρινίδης 2011: 233).
[5]Το 1998 το 79,5% των ελληνικών εξαγωγών αποτελούνταν από προϊόντα χαμηλής και χαμηλής- μέσης τεχνολογίας- πράγμα που την αναδεικνύει μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης ως τη χώρα με το μεγαλύτερο μερίδιο προϊόντων χαμηλή τεχνολογίας στη συνολική αξία εξαγωγών της χώρας ((Βλάχου/ Λαμπρινίδης: 247).
[6]ΟΙ πρόσφατες εξαγγελίες για 35% φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών σε αυτό ακριβώς αποσκοπεί.
[7] Η εντυπωσιακή άνοδος της ΧΑ οφείλεται σε μία σύμμειξη παραγόντων. Το γεγονός πως ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού της σώματος προέρχεται από ανειδίκευτους εργάτες και ελαστικά απασχολούμενους (24,5% της συγκεκριμένης κατηγορίας), τους ανέργους (11%) καθώς και τα μεσαία στρώματα (8,7%) φανερώνει πως πολλοί ψηφοφόροι της είναι θύματα της οικονομικής κρίσης και της οικονομικής υποβάθμισης που συντελεί στην κοινωνική καθοδικότητα της πάλαι ποτέ κραταιάς μεσαίας τάξης. Είναι φανερό πως ένα τμήμα της κοινωνικής ανασφάλειας των συγκεκριμένων στρωμάτων παίρνει τη μορφή υποστήριξης πρακτικών κοινωνικού κανιβαλισμού. Ταυτόχρονα μια σειρά από ιδεολογικά υποσύνολα (ρατσισμός, σεξισμός, εθνικισμός, συντηρητισμός των νοικοκυραίων) αποτελούν βασικά στοιχεία πάνω στα οποία οικοδομήθηκε το μετεμφυλιακό κράτος κατά συνέπεια επανεμφάνισή τους σε ένα συντηρητικό κοινό μόνο εντύπωση δεν μπορεί να προκαλεί. Αν σε αυτά προστεθεί η παράμετρος των πρακτικών «αλληλεγγύης» που έχει υιοθετήσει η Χ.Α καθώς και οι πρακτικές «ασφάλειας»- απάντηση στα φοβικά σύνδρομα που αναπτύχθηκαν σε ορισμένες περιοχές και καλλιέργησαν αντανακλαστικά ανασφάλειας απέναντι στον «άλλο» τότε μπορούμε να δούμε το συνολικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μέσα σε λιγότερο από 3 χρόνια 14πλασίασε τα ποσοστά της. Κι εδώ οι ευθύνες της Αριστεράς είναι πολύ μεγάλες για μια σειρά από λόγους: α) γιατί δεν μπόρεσε να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση στο συνολικό επίπεδο και να ωθήσει ένα μέρος των πληττόμενων στρωμάτων να πιστέψουν πως υπάρχει και άλλος δρόμος τόσο εκτός μνημονίου όσο και εκτός ξενοφοβίας β) άφησε το στοιχείο του πατριωτισμού να το επανοικιοποιηθει σε μια ιδιαίτερα αντιδραστική εκδοχή η Χ.Α. γ) σε περιοχές που άρχισαν να εμφανίζονται φαινόμενα γκετοποιήσης και ξενοφοβίας δεν παρενέβη με συστηματικό και στοχευμένο τρόπο δ) δεν έδωσε τη μάχη, τουλάχιστον για ένα μεγάλο διάστημα, για τη δημιουργία πρακτικών αλληλεγγύης.
[8] Αντίθετα υπάρχει η αντίληψη πως ευρωπαϊκοί πόροι είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν για την ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων πχ στόχος, όπως αναφέρθηκε στην παρουσία του προεκλογικού προγράμματος τον Ιούνιο, είναι το «Να αναπροσανατολίσουμε τους ευρωπαϊκούς πόρους για τη στήριξη της ανεργίας, των χαμηλών εισοδημάτων» ή όπως στην ίδια παρουσίασε ανάφερε ο Γ. Δραγασάκης «Επανασχεδιασμός του ΕΣΠΑ και αύξηση της απορροφητικότητάς του. Ευρωπαϊκό πρόγραμμα χρηματοδότησης επενδύσεων στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της ύφεσης. Η Ελλάδα, όπως και οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, πρέπει να ενισχυθούν είτε με άτοκη χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων είτε με εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, »
[9] Στην παρουσία του προγράμματος του Σύριζα για τι εκλογές του Ιουνίου ο Αλέξης Τσίπρας δήλωνε: «η νέα κυβέρνηση…θα ζητήσει την επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη βιώσιμη αντιμετώπιση της κρίσης δημόσιου χρέους της χώρας θα αναζητήσει ευρωπαϊκή λύση. Χωρίς κοινή ευρωπαϊκή λύση στο πρόβλημα του συσσωρευμένου χρέους και της χρηματοδότησης της ανάπτυξης, Ελλάδα δεν μπορεί να επιτύχει ταυτόχρονα τη δημοσιονομική προσαρμογή και την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, την πληρωμή των τόκων για το συσσωρευμένο χρέος, και τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων και δημοσίων πολιτικών. Πρόκειται για μια άλυτη εξίσωση. Γι’ αυτό και θα διεκδικήσουμε νέα αναδιαπραγμάτευση του χρέους, με στόχο τη δραστική μείωσή του, ή ένα μορατόριουμ για το χρέος και αναστολή πληρωμών των τόκων, έως ότου διαμορφωθούν συνθήκες σταθεροποίησης και ανάκαμψης της οικονομίας.» Σε αντίθεση με αυτή τη θέση στις 6 Μαΐου αναφέροταν, έστω και ως μια εκδοχή το ενδεχόμενο της διακοπής πληρωμής του χρέους και της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του
[10] Πχ πάλι από την ομιλία του Α. Τσίπρα: «Το επίδομα ανεργίας θα χορηγείται για διπλάσιο χρόνο από τον σημερινό (δύο χρόνια)…. Θα καταργήσει τις ειδικές επιβαρύνσεις (χαράτσια) για τα μικρομεσαία εισοδήματα και πρώτα απ’ όλα για τους άνεργους, τους χαμηλόμισθους, τους χαμηλοσυνταξιούχους και όσους ζουν στα όρια της φτώχειας,», «Άμεσο πάγωμα των μειώσεων σε κοινωνικές δαπάνες, μισθούς και συντάξεις, ώστε να σταματήσει η περιθωριοποίηση των χαμηλών εισοδημάτων και η υποβάθμιση των μεσαίων» ¨Όπως ανάφερε στην ίδια παρουσίαση ο Π. Λαφαζάνης στόχος είναι η «Σταδιακή αποκατάσταση μισθών στα προ του μνημονίου επίπεδα, η οποία θα γίνει δυνατή με την ανακοπή του υφεσιακού κατήφορου της χώρας και τη διασφάλιση μιας νέας πορείας αναζωογόνησης της οικονομίας και ανάπτυξης….Φρένο στις μειώσεις των συντάξεων, κύριων και επικουρικών, και σταδιακή αποκατάστασή τους,» Στο πρόγραμμα του Μαίου αναφερόταν «μπορούμε, χωρίς ανορθολογισμούς και κατακερματισμούς να οδηγηθούμε, σε μια διετία, στο ύψος των μισθών που είχε διασφαλιστεί το 2009 επέκταση του επιδόματος ανεργίας σε όλους και όλες, ντόπιους και μετανάστες, ώσπου να βρουν δουλειά, και η αύξησή του σταδιακά στο 80% του τελευταίου μισθού για την πρώτη διετία». Οι διαφορές είναι εμφανείς.
[11] Πχ για το φυσικό και ορυκτό πλούτο θα δημιουργηθεί εδικό ασφαλιστικό ταμείο στο οποίο θα μεταφέρονται όλα τα δικαιώματα επί το πλούτου αυτού. Από εκεί και πέρα «Να εθνικοποιήσουμε και ακολούθως να κοινωνικοποιήσουμε, δηλαδή να θέσουμε υπό δημόσιο κοινωνικό και διαφανή έλεγχο, τις τράπεζες που ανακεφαλαιοποιούνται από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Να παγώσουμε τις ιδιωτικοποιήσεις των στρατηγικής σημασίας για την εθνική οικονομία Δημόσιων Οργανισμών που πέρασαν στο περίφημο Ειδικό Ταμείο, και να επαναφέρουμε, σταδιακά και ανάλογα με τις δυνατότητες της οικονομίας, υπό δημόσιο έλεγχο στρατηγικές επιχειρήσεις που είτε βρίσκονται σε πορεία ιδιωτικοποίησης είτε έχουν ιδιωτικοποιηθεί (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΟΣΕ, ΕΛΤΑ, ΕΥΔΑΠ, Μέσα Μεταφοράς κ.λπ.). Αντίθετα στο πρόγραμμα του Μαΐου αναφερόταν «Το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί και πρέπει να γίνει δημόσιο» και προβαλλόταν σύνθημα Εθνικοποίηση/ Κοινωνικοποίηση των Τραπεζώ…Χρειάζεται να επιστρέψουν στο Δημόσιο οι Επιχειρήσεις και Οργανισμοί που έχουν εν μέρει ή συνολικά ιδιωτικοποιηθεί (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΟΣΕ, ΕΛΤΑ, ΕΥΔΑΠ, Μέσα Μεταφοράς). Να παραμείνουν ή να επιστρέψουν στον έλεγχο και την ευθύνη του Δημοσίου βασικές παραγωγικές μονάδες, κρίσιμες για την ανάπτυξη της οικονομίας, όπως λιμάνια, αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομοι, ναυπηγεία, ορυκτός και ενεργειακός πλούτος…Η αναζήτηση και αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου και των ορυκτών ενεργειακών πηγών, για όσο διάστημα και στο μέτρο που αυτές χρειάζονται, πρέπει να σχεδιαστεί από το κράτος με δημοκρατικό έλεγχο και σε συνεννόηση με τις τοπικές κοινωνίες. Για να γίνουν αυτά χρειάζονται δημόσιοι οργανισμοί διαχείρισης του ορυκτού πλούτου και των ενεργειακών πηγών». Κι εδώ οι διαφορές είναι εμφανείς.
[12] Βλ. τις σχετικές κριτικές της Αριάδνης Αλαβάνου (Αλαβάνου 2012) και του Άρη Δημητρίου (Δημητρίου 2012)
[13] Κατανοώ πως εδώ θα υπάρχον πολλές ενστάσεις δεδομένου πως πολλές δυνάμεις εντός του Σύριζα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως φιλοευρωπαϊκές. Ωστόσο αυτό που υπερισχύει είναι η κεντρική και επίσημη γραμμή του κόμματος.