Οι στατιστικές της πανδημίας και τα ερωτήματα που γεννούν
Ανάμεσα στην 1η Ιουλίου 2021 και την 11η Ιανουαρίου 2022 προστέθηκαν 232523 κρούσματα στις ηλικίες 0-17 έτη και ένα θύμα, 463292 κρούσματα στις ηλικίες 18-39 και 87 θύματα, 328524 κρούσματα στις ηλικίες 40-64 και 1596 θύματα, 91083 κρούσματα στις ηλικίες άνω των 65 και 7165 θύματα. Συνολικά σε αυτό το διάστημα λίγο πάνω από έξι μήνες προστέθηκαν 8849 θύματα.
Τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν να δει κανείς διάφορες τάσεις. Καταρχάς είναι προφανές ότι υπάρχει όλο αυτό που γνωρίζουμε και από το εξωτερικό που είναι η συσχέτιση με την ηλικία. Αυτή τη στιγμή το 56,1% των κρουσμάτων είναι στις ηλικίες που έχουν δώσει το 0,8% των θυμάτων την ώρα που η ηλικιακή κατηγορία των άνω των 65 αντιπροσωπεύει το 10% των κρουσμάτων και το 82,5% των θανάτων. Ωστόσο, δεν είναι χωρίς σημασία ότι η ηλικιακή κατηγορία των 40-64 είδε να αυξάνεται η συμμετοχή της στο ποσοστό των θυμάτων από 15,6% σε 16,6%.
Την ίδια στιγμή μερικά άλλα στοιχεία επίσης πρέπει να υπογραμμιστούν για παράδειγμα: ανάμεσα στην 1η Δεκεμβρίου 2021 και την 11η Ιανουαρίου 2022 προστέθηκαν 3325 θύματα.
Γιατί φαίνεται ότι τα πάμε χειρότερα σε αυτή τη φάση;
Την ίδια στιγμή εάν δούμε συγκριτικά δεδομένα θα δούμε ότι η χώρα μας στον αριθμό των θανάτων από την πανδημία ανά εκατομμύριο πληθυσμού έχει περάσει χώρες που είχαν πολύ χειρότερα πρώτα κύματα, όπως ήταν η Σουηδία, η Γαλλία και η Ισπανία, ενώ εξακολουθεί να έχει χειρότερη στατιστική τάση ως προς τους θανάτους από άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Η χώρα μας αυτή τη στιγμή με 2084 νεκρούς ανά εκατομμύριο είναι πιο πάνω από τη Σουηδία (1509), τη Γαλλία (1920), την Ισπανία (1927), ενώ αρχίζει και πλησιάζει τη Βρετανία (2195).
Δηλαδή, στην Ελλάδα δεν παρατηρούμε, αυτή τη στιγμή, αυτό που βλέπουμε σε άλλες χώρες που είναι η αύξηση των κρουσμάτων να είναι μεγάλη αλλά να μην υπάρχει ανάλογη αύξηση στους θανάτους, τουλάχιστον από την εμφάνιση της «Ο» και μετά.
Προφανώς θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτό απλώς αποτυπώνει ότι η χώρα μας θα είχε τελικά μια κατάσταση ανάλογη με τις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, απλώς αυτό θα είχε μια καθυστέρηση επειδή δεν είχαμε «πρώτο κύμα». Για παράδειγμα η Βουλγαρία επίσης δεν είχε ουσιαστικά «πρώτο κύμα» και αυτή τη στιγμή έχει 4611 νεκρούς ανά εκατομμύριο. Όμως, εκτιμώ ότι αυτό από μόνο του δεν επαρκεί ως απάντηση. Επιμένω στη σύγκριση με τις «δυτικοευρωπαϊκές» χώρες και επειδή είχαμε ανάλογα χαρακτηριστικά πριν την πανδημία αλλά και ανάλογες παραμέτρους (π.χ. η χώρα μας έχει πολύ υψηλότερο ποσοστό εμβολιασμού πλέον σε σχέση με τα Βαλκάνια).
Αντίστοιχα, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ακόμη ως προς τους θανάτους βλέπουμε ακόμη την επίπτωση από το κύμα της «Δ», καθώς η «Ο» κυριάρχησε σε εμάς με μια σχετική καθυστέρηση, οπότε αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει και σε αποκλιμάκωση των «σκληρών δεικτών» στο επόμενο διάστημα. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη να εξετάσουμε το ακριβώς συμβαίνει με την αυξημένη θνητότητα από την πανδημία στη χώρα μας.
Ερωτήματα που πρέπει να τεθούν
Με αυτή την έννοια κανείς θα μπορούσε να εγείρει μερικά ερωτήματα για αυτή την επιμονή των «σκληρών» δεικτών, ερωτήματα διαφορετικά από αυτά που συνήθως τίθενται στο δημόσιο λόγο που επικεντρώνει περισσότερο στον αριθμό των κρουσμάτων και δη σε ηλικίες όπου έχουμε πολύ μικρότερα ποσοστά σοβαρής νόσησης ή θανάτου.
Και το ερώτημα είναι απλό γιατί η χώρα μας εξακολουθεί να έχει σχετικά υψηλούς αριθμούς θανάτων από την πανδημία; Είναι απλώς η τελευταία φάση του κύματος της «Δ»; Ερμηνεύεται μόνο από το ότι είχαμε ένα συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό ανεμβολίαστων σε ηλικίες «υψηλού κινδύνου»; Γιατί αυτό επιμένει ακόμη και τώρα που τα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης έχουν βελτιωθεί;
Ή μήπως οι στατιστικές της θνητότητας αποτυπώνουν προβλήματα που δεν τα έχουμε συζητήσει όσο πρέπει προκρίνοντας άλλες παραμέτρους της πανδημίας όπως ο γενικός αριθμός των κρουσμάτων ή το εάν πρέπει να τα «κλείσουμε όλα»;
Γιατί για παράδειγμα δεν γίνεται καμία συζήτηση για το εάν η θνητότητα στην Ελλάδα από Covid-19 αποτυπώνει και αυξημένη ευαλωτότητα σε τμήματα του πληθυσμού; Γιατί δεν εξετάζουμε μέσα σε ποιο κοινωνικό πλαίσιο συμβαίνει αυτό και τι αποτυπώνει; Αφορά κοινωνικές συνθήκες; Αφορά την άνιση πρόσβαση στο σύστημα υγείας; Αφορά άλλες κοινωνικές ανισότητες; Ποιες παράμετροι έχουν κάνει τον πληθυσμό στη χώρα μας πιο ευάλωτο;
Αντίστοιχα, ειδικά για το σύστημα υγείας γιατί δεν γίνεται όση συζήτηση χρειάζεται για το εάν υπάρχουν όντως διαφορετικές στατιστικές ανάμεσα στα μεγάλα και με πολύ μεγαλύτερη εμπειρία νοσοκομεία των μεγάλων πόλεων και αυτά της επαρχίας; Γιατί δεν συζητάμε ποιες ανισότητες – περιφερειακές και κοινωνικές – υπάρχουν σε όλη τη διαχείριση των κρουσμάτων από την πρωτοβάθμια φροντίδα μέχρι τη ΜΕΘ και εάν αυτό έχει επίδραση στην έκβασή τους; Έρχονται στο προσκήνιο πάγιες «ανοιχτές πληγές» όπως π.χ. οι αυξημένες ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις;
Τα ερωτήματα αυτά πρέπει να τεθούν και να απαντηθούν. Αποτυπώνουν μεσοπρόθεσμα και άμεσα ελλείμματα κοινωνικά και υγειονομικά και συγκεφαλαιώνουν τους κινδύνους από τις κυρίαρχες οικονομικές, κοινωνικές και υγειονομικές πολιτικές περισσότερο από την αναζήτηση για «πανάκειες» που μας οδήγησε να θεωρούμε λύση π.χ. τα παρατεταμένα λοκντάουν. Και φυσικά καταδεικνύουν τις πραγματικές ευθύνες της κυβέρνησης (και των κυβερνήσεων που προηγήθηκαν) πέραν των κραυγών «γιατί δεν τα κλείνετε όλα;».