Η αμηχανία της Αριστεράς

Η αμηχανία της Αριστεράς

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου[1]

Το να ισχυριστεί κανείς πως η χώρα μας και ο Λαός της περνούν πολύ δύσκολές μέρες δεν θα είναι τίποτε άλλο από κοινοτοπία. Δε χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός αναλυτής της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας για να αντιληφθεί την ένταση της επίθεσης που υφίστανται τα λαϊκά εισοδήματα, ούτε κάτοχος επίζηλων ακαδημαϊκών τίτλων για να συμπεράνει πως μέσα σε ένα χρόνο οι κοινωνικές ανισότητες έχουν αυξηθεί υπέρμετρα και η φτώχεια έχει εξαπλωθεί ακόμα περισσότερο. Ούτε βέβαια είναι αναγκαίο να «διαφωτίσει» τους παθόντες για το μέγεθος της κοινωνικής λεηλασίας που πραγματοποιείται. Αυτό το καταλαβαίνουν από την ίδια τους την καθημερινότητα.

Αλλού κατά τη γνώμη μας είναι σήμερα το πρόβλημα: στο να γίνει εφικτή η δημιουργία ενός συντονισμένου κινήματος αναχαίτισης των αντιλαικών μέτρων. Σε αυτό, «κανονικά», πρώτο και κύριο ρόλο θα έπαιζε η Αριστερά μέσα από την ποικιλία των πολιτικών της εκφράσεων. Λέμε «κανονικά» γιατί η Αριστερά δημιουργήθηκε, απ’ όσον τουλάχιστον γνωρίζουμε, για να υπερασπίζεται τα λαϊκά στρώματα και να προωθεί τις διαδικασίες κοινωνικής αλλαγής.

Η σημερινή όμως Αριστερά μοιάζει αμήχανη, σαστισμένη, σα να μη της περνούσε από το μυαλό πως μπορεί αυτές οι αποφράδες μέρες για τις οποίες συνέχεια μιλούσε, να έρχονταν κάποια στιγμή στην πραγματικότητα! Σα να προετοιμαζόταν για ένα ρόλο που δεν θα έπαιζε ποτέ και τώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα κατάμεστο θέατρο και δε ξέρει τι να κάνει! Υπάρχει βεβαίως μια «δικαιολογία» γι’ αυτό, η συντριπτική ήττα που δέχθηκε η αριστερά με την άνοδο των ιδεών του νεοφιλελευθερισμού και την πτώση των ανατολικών καθεστώτων, γεγονός που οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερο πολυτεμαχισμό και σε πληθωρισμό αποκλίνουσων πολιτικών. Ωστόσο οι ιστορικές εξελίξεις δεν μπορούν ανασταλούν, επειδή η σημερινή ελληνική Αριστερά ασχολείται με το τι ακριβώς έκανε ο Στάλιν, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ένα πεδίο κοινωνικών αντιπαραθέσεων  ή το πώς, σε ένα ακαθόριστο μέλλον, θα οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός.

Τα λαϊκά στρώματα περιμένουν από την αριστερά μια κοινή δράση που θα αρθρώνεται γύρω από ένα πολιτικό πρόγραμμα και που θα στοχεύει στο κέντρο της σημερινής επίθεσης- όλα τα άλλα είναι δευτερεύουσας σημασίας στη σημερινή συγκυρία. Από τη στιγμή λοιπόν, που όλες οι αντιλαικές πολιτικές εκκινούν από το θέμα του χρέους είναι αναγκαίο να διατυπωθεί μια σαφής αριστερή εναλλακτική λύση που θα αφορά αυτό ακριβώς το ζήτημα: Λογιστικός έλεγχος του χρέους,  που θα δείξει τι ακριβώς έχει γίνει[2], στάση της εξυπηρέτησής του και άρνηση αποπληρωμής του μεγαλύτερου τμήματός που αφορά τοκογλυφικά χρεολύσια, μίζες, άχρηστες αγορές (χαρακτηριστικό παράδειγμα το γνωστό υποβρύχιο που γέρνει). Βέβαια με τέτοια πολιτική θα έχει και επιπτώσεις αφού ναι μεν θα σταματήσει η εφαρμογή των οδυνηρών μέτρων, αλλά για ένα διάστημα η χώρα δεν θα έχει πρόσβαση στις διεθνείς αγορές. Γι αυτό, επιπρόσθετα, είναι αναγκαία η εθνικοποίηση των τραπεζών και η ανάκτηση της δυνατότητας έκδοσης χρήματος, δηλαδή η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.

Όλα αυτά τα μέτρα χωρίς να υπεισέρχονται σε ζητήματα χρόνιων διαφορών μεταξύ των δυνάμεων της Αριστεράς βάζουν ορισμένες προτεραιότητες που συνδέονται με τη συγκεκριμένη επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου. Το ζήτημα είναι πως αν δεν  παρθούν σύντομα πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση τότε τα σημερινά μέτρα θα παγιώνονται όλο και περισσότερο, ο συσχετισμός δύναμης θα γίνεται όλο και πιο δυσμενής, ο κόσμος θα απογοητεύεται και θα τρομοκρατείται και ο ρόλος της Αριστεράς θα γίνεται όλο πιο αδιάφορος και αμελητέος.

Συμπέρασμα: Η αναπαραγωγή της ελληνικής αριστεράς βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις πρωτοβουλίες που έλαβε στην περίοδο της Κατοχής και της Δικτατορίας. Ωστόσο η πολιτική αυτή κληρονομιά έχει αρχίσει να εξαντλείται. Αν δεν υπάρξουν νέες δυναμικές παρεμβάσεις και κυριαρχήσει η συνήθεια και το βόλεμα, η ιστορία και οι επόμενες γενιές θα είναι πολύ αυστηροί κριτές με τη σημερινή Αριστερά.  

Οι καιροί ου μενετοί.                   

 


[1] Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου  

[2] Πρόκειται για μία πρόταση που γίνεται όλο και πιο αποδεκτή το τελευταίο καιρό