Βατερλώ της ΕΕ στη μάχη κατά της πανδημίας
Η σύγκρουση της Κομισιόν με την AstraZeneca ύστερα από την ανακοίνωση της εταιρείας ότι θα παραδώσει μόνο 31 εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου της μέχρι τέλη Μαρτίου, έναντι 80 εκατομμυρίων που υπολόγιζαν οι Βρυξέλλες, περιγράφεται από μίντια του κατεστημένου- όχι μόνο στην Ελλάδα- ως μια νέα πρόκληση των εθνικιστών Βρετανών προς τους καλούς Ευρωπαίους, ύστερα από το Brexit. Πρόκειται για επιεικώς ανόητη τοποθέτηση, η οποία αποπροσανατολίζει από τα πικρά, αλλά πολύτιμα διδάγματα αυτής της ιστορίας.
Πρώτα απ’ όλα, η ηθική εξέγερση των Βρυξελλών και των απολογητών τους εκπλήσσει για τον κυνισμό της. Τόσους μήνες που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας φώναζε για τον ντε φάκτο αποκλεισμό των φτωχών χωρών από τα εμβόλια, προς όφελος των πλούσιων, το αυτί των Ευρωπαίων ηγετών δεν έλεγε να ιδρώσει. Τώρα που ο εθνικισμός των εμβολίων φέρνει αντιμέτωπους πλούσιους με πλούσιους, το πράγμα αλλάζει και η Βρετανία πρέπει να γίνει αποδιοπομπαίος τράγος για να καλύψει την παταγώδη αποτυχία της Κομισιόν στη διαχείριση της πανδημίας.
Έπειτα, η κόντρα με την AstraZeneca αποκαλύπτει την τραγική ομηρία των σύγχρονων κρατών, ακόμη και των ισχυρότερων, από τις πολυεθνικές στο χώρο του φαρμάκου (Big Pharma). Γαλλία και Γερμανία, οι χώρες του Κοχ και του Παστέρ, πρωτοποριακές για δεκαετίες στον τομέα των εμβολίων και υποδειγματικές μέχρι και το κοντινό παρελθόν για τα συστήματα Υγείας που είχαν οικοδομήσει, απέτυχαν να εφοδιαστούν με δικά τους εμβόλια, για να βρεθούν στο έλεος των Αμερικανών, των Ρώσων, των Βρετανών και των Κινέζων.
Βεβαίως το πρόβλημα είναι παγκοσμίων διαστάσεων. Ευνοημένες από δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού και συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα, οι Big Pharma κατάφεραν να κυριαρχήσουν στα εμβόλια κατά της Covid-19 όχι χάρη στην επινοητικότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, όπως κατά κόρον υποστηρίζεται, αλλά γιατί λεηλάτησαν τη δημόσια έρευνα και τα κρατικά κονδύλια. Η Moderna στηρίχθηκε σε πολυετείς έρευνες του δημόσιου πανεπιστήμιου της Πενσιλβάνια, η BioNTech, συνέταιρος της Pfizer, στις έρευνες του πανεπιστημίου Μάιντς, η AstraZeneca στις έρευνες του πανεπιστήμιου της Οξφόρδης. Επιπλέον, τα εθνικά κράτη έδωσαν πακτωλούς χρήματος στις εταιρείες για την έρευνα και την ανάπτυξη των εμβολίων και έκλεισαν συμβόλαια με βάση τα οποία δεσμεύονταν να αγοράσουν τεράστιες ποσότητες δόσεων, είτε έπαιρναν τελικά το πράσινο φως από τις ρυθμιστικές αρχές, είτε όχι. Με άλλα λόγια, μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα και μηδενικό επιχειρηματικό ρίσκο.
Δυστυχώς για την Κομισιόν, στο παιχνίδι της “σύμπραξης δημόσιου- ιδιωτικού τομέα” όπου όλοι, ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού μπήκαν, η ΕΕ τα κατάφερε πολύ χειρότερα από τους ανταγωνιστές της. Πρώτα απ’ όλα, οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών πόνταραν σε λάθος άλογα, προαγοράζοντας εμβόλια που τελικά δεν τελεσφόρησαν, ενώ καθυστέρησαν κατά τρεις μήνες έναντι της Βρετανίας να κλείσουν συμβόλαιο με την AstraZeneca. Αυτός, και όχι ο “βρετανικός εθνικισμός” ήταν ο λόγος που η AstraZeneca, μια αγγλο- σουηδική πολυεθνική, που κοιτάζει μόνο το κέρδος της, έδωσε προτεραιότητα στη Βρετανία για τη διάθεση των εμβολίων, τα οποία, στο κάτω- κάτω, ο εταίρος της, το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, είχε ανακαλύψει. Επί πλέον, ΗΠΑ και Βρετανία είχαν προσφέρει επταπλάσια κονδύλια στις εταιρείες για την έρευνα και την ανάπτυξη των εμβολίων, σε σύγκριση με την ΕΕ.
Τα αποτελέσματα της ανικανότητας της Κομισιόν αποτυπώνονται στους ρυθμούς των εμβολιασμών. Ας αφήσουμε στην άκρη μικρές χώρες όπως το Ισραήλ (που διαθέτει πάντα το μαξιλάρι της αμερικανικής βοήθειας και δεν εμβολιάζει Παλαιστίνιους), τα Εμιράτα και το Μπαχρέιν, χώρες που προηγούνται στα ποσοστά εμβολιασθέντων. Το εξοργιστικό για τους πολίτες της ηπειρωτικής Ευρώπης είναι έχουν καταδικαστεί σε πολύ πιο αργούς ρυθμούς εμβολιασμού από τους λαούς κρατών με ανάλογο επίπεδο ανάπτυξης. Όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι ΗΠΑ είχαν εμβολιάσει το 11% του πληθυσμού τους, η Βρετανία το 7% και η ΕΕ κάτι λιγότερο από το 2%. Από μόνο του, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει εμβολιάσει περισσότερους ανθρώπους από όσους έχουν κάνει η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία αθροιστικά.
Το πλήγμα για το γεωπολιτικό κύρος της ΕΕ είναι βαρύ. Οι Συντηρητικοί του Τζόνσον, στη Βρετανία, επικαλούνται το ευρωχάλι στον εμβολιασμό ως τρανή δικαίωση του Brexit. Ο θιασώτης της “μη φιλελεύθερης δημοκρατίας”, πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν εμφανίζεται δικαιωμένος στην επιλογή του να προμηθευτεί το ρωσικό εμβόλιο Sputnik V, ενώ και η Άγκελα Μέρκελ εμφανίζεται ανοιχτή στη συμπαραγωγή του με τη Ρωσία. Η οργή για την καθυστέρηση των εμβολιασμών ενισχύει τη διάχυτη λαϊκή δυσαρέσκεια για τα παρατεταμένα lockdown με τις πρώτες εκτεταμένες ταραχές να ξεσπάνε στη συνήθως πολιτικά νυσταλέα Ολλανδία. Οι δημοσκοπήσεις στη Γαλλία, όπου η δυσαρέσκεια κατά του Μακρόν διευρύνεται, ευνοούν επικίνδυνα τη Λεπέν, ενώ στην Ιταλία που αντιμετωπίζει τη νιοστή κυβερνητική κρίση της, ο Σαλβίνι τρέφει βάσιμες προσδοκίες εξουσίας.
Τελευταία στον εμβολιασμό, στο πλαίσιο του αναπτυγμένου Βορρά, η ΕΕ κινδυνεύει να υποστεί τις χειρότερες οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία. Οι τελευταίες προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2020 ήθελαν το ΑΕΠ της ΕΕ να συρρικνώνεται κατά 7,4% έναντι 3,6% μείωση για τις ΗΠΑ, ενώ η Κίνα προβλέπεται ότι θα είναι η μόνη μεγάλη οικονομία που θα σημειώσει αύξηση του ΑΕΠ της κατά 2,3%. Όπως πάνε τα πράγματα, και το 2021 θα σημάνει υποχώρηση οικονομικής και γεωπολιτικής ισχύος για την ΕΕ έναντι των βασικών ανταγωνιστών της.
Οι επαπειλούμενες γεωπολιτικές και εσωτερικές, κοινωνικές επιπτώσεις από την οικονομική κρίση λόγω πανδημίας θέτουν υπό σφοδρή αμφισβήτηση το Σύμφωνο Σταθερότητας πάνω στο οποίο στηρίζεται η ΟΝΕ. Την περασμένη Τρίτη, ο διευθυντής της γερμανικής καγκελαρίας Χέλγκε Μπράουν, δεξί χέρι της Άγκελα Μέρκελ, προκάλεσε σοκ στις Βρυξέλλες, αμφισβητώντας τα παραδοσιακά, γερμανικά ταμπού της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Με άρθρο του στην εφημερίδα Handelsblatt, υποστήριξε ότι “το φρένο του χρέους (δηλαδή η συνταγματική ρύθμιση που λέει ότι, βρέξει- χιονίσει, το γερμανικό χρέος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 0,35% του ΑΕΠ) δεν μπορεί να γίνεται σεβαστό στα χρόνια που έρχονται” λόγω των τεράστιων προκλήσεων που θέτει η πανδημία. Ζήτησε μάλιστα να αναθεωρηθεί το γερμανικό σύνταγμα, ώστε να γίνει δυνατή η εφαρμογή πιο ελαστικών πολιτικών.
Τίποτα δεν εγγυάται, βέβαια, ότι η πρόταση του Μπράουν θα υλοποιηθεί- με εξαίρεση τους Πράσινους και την Αριστερά, οι αντιδράσεις του γερμανικού πολιτικού κατεστημένου ήταν από επιφυλακτικές έως επιθετικές. Το βέβαιο είναι ότι η ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων δογμάτων υφίσταται κλονισμό και ότι η ίδια η ΕΕ θα αντιμετωπίσει καινούργιες κρίσεις, ίσως μεγαλύτερες από ό,τι φαντάζονται οι ηγέτες της.