H συζήτηση για την Ένωση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου στο Νομοθετικό Συμβούλιο

H συζήτηση για την Ένωση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων[1] της Κύπρου στο Νομοθετικό Συμβούλιο

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

  1. Εισαγωγή

To ζήτημα της λειτουργίας του Νομοθετικού Συμβουλίου επί Αγγλοκρατίας δεν είχε, μέχρι πρόσφατα, αποτελέσει ιδιαίτερο αντικείμενο έρευνας από τους ιστορικούς και τους κοινωνικούς επιστήμονες. Περιγραφή περιόδων της δράσης του υπήρχαν  στις δουλειές των Ζαννέτου (Ζαννέτος 1997) και Georgallides (Georgalides 1985). Μια πρώτη συνολική οπτική από την πλευρά της πολιτικής και εκλογικής γεωγραφίας παρουσιάζεται στη μελέτη του Πρωτοπαπά (Πρωτοπαπάς 2012. Μόλις πρόσφατα γνώρισαν το φως τη δημοσιότητας δύο μελέτες που ασχολούνται με το σύνολο της δραστηριότητας του Νομοθετικού Συμβουλίου, του Χ. Κυριακίδης και της Μ. Onurkan-Samani[2]. H παρούσα μελέτη επιχειρεί να συμβάλει στην ανάδειξη του ρόλου του Νομοθετικού Συμβουλίου εστιάζοντας στις συζητήσεις για το αίτημα της Ένωσης που διεξήχθηκαν σε διάφορες συνεδριάσεις του οργάνου επιδιώκοντας να συσχετίσει το περιεχόμενο της επιχειρηματολογίας με τις αλλαγές στους διεθνείς συσχετισμούς.               

 

2.Τι είναι το Νομοθετικό Συμβούλιο

Από την εγκατάσταση της αγγλικής κυριαρχίας στην Κύπρο ξεκίνησε μια συζήτηση σχετικά με το ενδεχόμενο θέσπισης ενός αντιπροσωπευτικού πολιτικού σώματος. Η πρώτη απόπειρα έλαβε χώρα το 1879 και αφορούσε ένα σώμα που θα έχει καθαρά συμβουλευτικό χαρακτήρα με τη συμμετοχή επτά μελών, τεσσάρων βρετανών, δύο ελληνοκύπριων και ενός τουρκύπριου τα οποία διόριζε οβρετανός Ύπατος Αρμοστής (Πρωτοπαπάς 2012: 38). Ωστόσο η ελληνοκυπριακή πλευρά αντέδρασε έντονα ζητώντας μεγαλύτερη και αιρετή συμμετοχή της ελληνικής κοινότητας. Γι αυτό στους διορισμένους έλληνες ασκήθηκαν έντονες πιέσεις για να παραιτηθούν από το αξίωμά τους όπως έγινε στην περίπτωση του Θ. Περιστιάνη (Οκτώβριος 1881) ενώ ο άλλος έλληνας βουλευτής Χ. Οικονομίδης είχε αποδημήσει από τον Αύγουστο του ίδιου έτους (Πρωτοπαπάς 2012: 39). Η αδυναμία να βρεθούν έλληνες που να αποδεχτούν διορισμό σε αυτό το δοτό όργανο οδήγησε στον προβληματισμό για τη δημιουργία ενός μεικτού οργάνου με συμμετοχή διορισμένων και εκλεγμένων μελών όπου όμως σταθερά την πλειοψηφία θα την είχαν τα διορισμένα, από τη βρετανική κυβέρνηση μέλη ώστε να αποφευχθεί η λήψη αρνητικών αποφάσεων για τη βρετανική διακυβέρνηση (Κατσιαούνης 1994: 317-318). Ωστόσο σε αυτό το πλαίσιο διατυπώθηκαν σοβαρές επιφυλάξεις από τους τούρκους οι οποίοι επιθυμούσαν να υπάρξει ίση συμμετοχή ελλήνων και Τούρκων στο όργανο. Τελικά με διάταγμα εν συμβουλίω στις 30/11/82 αποφασίστηκε πως δημιουργούνταν μιας νέας μορφής Νομοθετικό Συμβούλιο. Σε αυτό ο Βασιλιάς διατηρούσε την απόλυτη εξουσία στο να επικυρώνει ή να ακυρώνει τους νόμους που θέσπιζε το Νομοθετικό Συμβούλιο ενώ μπορούσε να επιβάλει νομοθεσία με διατάγματα αν έκρινε ότι ήταν αναγκαίο για τη διατήρηση της τάξης και της χρηστής διοίκησης (Πρωτοπαπάς 2012: 40). Επίσης ενώ το όργανο μπορούσε να λαμβάνει αποφάσεις και να παίρνει θέσεις επί πολλών ζητημάτων, στη αρμοδιότητα της βρετανικής διοίκησης έμεναν ζητήματα όπως το δικαίωμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας, το ύψος του φόρου υποτελείας, οι μισθοί της βρετανικής διοίκησης και των απασχολούμενων στη δικαιοσύνη (Ρίχτερ 2007: 96). Το νομοθετικό συμβούλιο αποτελούνταν από 18 μέλη από τα οποία ήταν έξι βρετανοί που διορίζονταν από τη βρετανική κυβέρνηση, εννέα έλληνες εκλεγμένοι από το ελληνικό στοιχείο και τρεις από τον τουρκικό πληθυσμό (Κατσιαούνης 1994: 330). Αυτός ο συσχετισμός διατηρήθηκε μέχρι το 1925 όπου με την ευκαιρία της ανακήρυξης της Κύπρου ως αποικίας του στέμματος ο αριθμός των μελών του οργάνου αυξήθηκε στα 24 με ταυτόχρονη αύξηση κατά τρία μέλη των βρετανών και άλλων τριών ελλήνων (Πρωτοπαπάς 2012: 42). Ο βίος του Νομοθετικού συμβουλίου τερματίζεται λίγες μέρες μετά από την εξέγερση των Οκτωβριανών με σχετική δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Κύπρου στις 13 Νοεμβρίου 1931 (Κυριακίδης 2016: 158).

 

3. Η συζήτηση για την ένωση: Το γενικό και το ειδικό πλαίσιο

Το θέμα της Ένωσης τέθηκε πολλές φορές με άμεσο τρόπο στο πλαίσιο των συζητήσεων του νομοθετικού συμβουλίου[3], παίρνοντας τη μορφή εκδήλωσης σαφούς αιτήματος προς τους Βρετανούς για την πραγματοποίησή της. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αντίδραση των Τούρκων της Κύπρου ήταν πάντα έντονα αρνητική. Υπήρξαν επίσης και ορισμένες περιπτώσεις που επιμέρους αιτήματα όπου έθεταν οι έλληνες βουλευτές (πχ κατάργηση του φόρου υποτελείας[4], συνταγματικές αλλαγές, αυτοκυβέρνηση της Κύπρου), συνάντησαν την αντίδραση των Τούρκων επειδή θεωρήθηκαν ως μεταβατικές προτάσεις που μπορεί να οδηγούσαν στην ένωση[5].

Στην επιχειρηματολογία για την επίτευξη ή μη της Ένωσης υπήρχαν, τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους τούρκους βουλευτές, επιχειρήματα που χρησιμοποιούντανσε όλη την πείοδο 1903- 1931 και επιχειρήματα που σχετίζονταν με την ειδική συγκυρία μέσα στην οποία διεξαγόταν η συγκεκριμένη συζήτηση.

Από τα επαναλαμβανόμενα επιχειρήματα των ελλήνων προέκυπτε η ακόλουθη διήγηση: στην Κύπρο κατοικεί μια πλειοψηφία των 5/6 που είναι Έλληνες και διαμένουν στο νησί χιλιάδες χρόνια πριν. Παρά τις επιμέρους κατακτήσεις από Φράγκους, Ενετούς, Τούρκους και Βρετανούς οι Έλληνες κατάφεραν να επιβιώσουν λόγω της ιδιοσυγκρασίας και του πολιτισμού τους[6]. Σε αυτό το πλαίσιο και δεδομένης της δημογραφικής τους πλειοψηφίας αλλά και του φιλελεύθερου χαρακτήρα του Βρετανικού πολιτεύματος ζητούν, όπως έγινε με τα Ιόνια, να συναινέσει η Βρετανία στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα[7]. Για το δε ζήτημα της τύχης των μουσουλμάνων της Κύπρου, αυτοί εφόσον επιθυμούσαν να μείνουν στην Ελλάδα θα απολάμβαναν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες[8], όσοι δε έφυγαν κατά διάρκεια της εδαφικής επέκτασης της Ελλάδας αυτό δεν οφειλόταν στην πολιτική του ελληνικού κράτους αλλά στην αδυναμία των μουσουλμάνων να δεχτούν να ζουν ως μειονότητα[9].

Σε ό,τι αφορά την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας θα επισημανθεί η οικονομική της άνθηση, παρά την πολύχρονη πολεμική εμπλοκή της, που εκφράζεται με την ανάπτυξη των υποδομών της[10] ενώ θα αναδειχθεί το γεγονός πως η κατά κεφαλήν φορολόγηση είναι πιο χαμηλή στην Ελλάδα σε σύγκριση με τη Γαλλία ή τη Βρετανία[11]. Επίσης θα αναφερθεί η πολύ ισχυρή παρουσία του εφοπλιστικού της στόλου και θα υπογραμμιστεί το γεγονός πως σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κατόρθωσε να στεγάσει και να περιθάλψει 1,5 εκατομμύρια πρόσφυγες[12]. Αντίθετα η οικονομική ανάπτυξη στην Κύπρο επί βρετανικής κυριαρχίας χαρακτηρίζεται από στασιμότητα σε ό,τι αφορά την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών των κατοίκων[13] και ό,τι έχει επιτευχθεί οφείλεται στη δουλειά του κυπριακού λαού[14]. Επίσης η Ένωση θα συμβάλει στην εξάλειψη των τελωνειακών δασμών με την Ελλάδα ενώ ανταγωνιστικά προϊόντα από άλλες χώρες θα έχουν πια να αντιμετωπίσουν τους υψηλούς δασμούς του ελληνικού κράτους[15].

Από την πλευρά τους οι μουσουλμάνοι προβάλλοντας τα αντεπιχειρήματά τους συγκροτούσαν ένα εντελώς διαφορετικό αφήγημα: Η Κύπρος δεν ήταν ποτέ ελληνική[16], η δε εγκαθίδρυση της Οθωμανικής εξουσίας ωφέλησε τους Έλληνες. Η συνθήκη εκχώρησης του νησιού στους Βρετανούς προέβλεπε πως στην περίπτωση που οι βρετανοί αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν την Κύπρο τότε αυτή έπρεπε να επιστραφεί στην Τουρκία[17]. Η δε επίκληση της περίπτωσης των Ιονίων είναι λανθασμένη για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι πως τα Ιόνια ανήκαν στην Αγγλία ενώ η Κύπρος, τουλάχιστον μέχρι το 1925[18], όχι[19]. Ο δεύτερος γιατί η γεωγραφική θέση της Κύπρου ήταν πολύ πιο σημαντική από αυτή των Ιονίων[20]. Από εκεί και πέρα απαντούσαν αρνητικά στο, ρητορικό, ερώτημα για το αν η Ελλάδα μπορεί οικονομικά και στρατιωτικά να προστατέψει τηνΚύπρο[21]. Σε κάθε περίπτωση ήταν αντίθετοι στην προοπτική της Ένωσης γιατί φοβούνταν πως θα ακολουθούσαν πρακτικές εκρίζωσής τους από την Κύπρο, πράγμα που ήδη έγινε μετους Μουσουλμάνους στην Ελλάδα[22].

Ωστόσο κατά τη γνώμη μας το μεγαλύτερο ενδιαφέρον βρίσκεται στα επιχειρήματα που διαμορφώθηκαν ανάλογα με την ιστορική συγκυρία και τα οποία μπορούν να διαχωριστούν στις ακόλουθες τέσσερις φάσεις.

 

4. Πρώτη φάση: Η περίοδος από το 1902 μέχρι το ξέσπασμα του Α’ παγκοσμίου Πολέμου

Στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας οι Έλληνες της Κύπρου αναδείκνυαν το ζήτημα της Ένωσης μέσω διαβημάτων, επιστολών διαμαρτυρίας και συλλαλητηρίων αποφεύγοντας να το θέσουν εντός του Νομοθετικού Συμβουλίου πιθανώς γιατί μπορεί να θεωρούσαν πως το τελευταίο αφορούσε τη διαχειρίση τη καθημερινότητας άρα δεν το κατάλληλο όργανο για να τεθεί κάτι τέτοιο. Αυτό αλλάζει στις αρχές του 20ου αιώναοπότε και αρχίζειτίθεται το αίτημα της ένωσης εντός των διαδικασιών του νομοθετικού συμβουλίου. Ωστόσο από την πλευρά των Βρετανών υποστηρίζεται πως αποτελούν απλούς διαχειριστές του νησιού, κατά συνέπεια δε νομιμοποιούνται να μπουν σε κάποια συζήτηση περί ένωσης. H ελληνική πλευρά προσπαθώντας να ενισχύσει την πίεση προς τους Βρετανούς διατυπώνει το επιχείρημα πως δεν υπάρχει πρόνοια στη σύμβαση για επιστροφή στην Τουρκία σε περίπτωση που αποχωρήσει η Βρετανία, πόσο μάλλον που το Διεθνές δίκαιο, που βασίζεται στην αρχή της θέλησης της πλειοψηφίας του λαού, κυριαρχεί έναντι των διεθνών συνθηκών.[23]  Η τουρκική πλευρά πέραν της άποψης της επιστροφής στην Τουρκία, σε περίπτωση βρετανικής αποχώρησης, αναδεικνύει το γεγονός πως στην Τουρκία κατοικούν περισσότεροι Έλληνες απ’ ότι στην Ελλάδα και όσοι Κύπριοι το επιθυμούν μπορούν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα[24] ή η Ελλάδα να προσαρτηθεί στην Κύπρο[25].

Βέβαια υπάρχουν και οι πιο συμβιβαστικές φωνές όπως του Χατζί Χαφού Εφέντη που θεωρεί πως αποδέχεται την αρχή πως ένας λαός πρέπει να εντάσσεται σε μια χώρα με ίδιο θρήσκευμα και γλώσσα αλλά δεν υπάρχει λόγος για περαιτέρω συζήτηση στο θέμα, δεδομένου πως έτσι διαχέονται αισθήματα έχθρας και ψυχρότητας στις δύο κοινότητες[26]. Αντίστοιχα ο Αρχιεπίσκοπος Κίτιου θα συγχαρεί τον Χαφούζ Εφέντη που δέχεται την αρχή της ενσωμάτωσης ενός λαού στη χώρα με την οποία έχει την ίδια γλώσσα και θρησκεία θεωρώντας πως γι’αυτό το λόγο δεν μπορεί κανείς να καταδικάσει τα εκατομμύρια των Μουσουλμάνων που ζώντας κάτω από την εξουσία ξένων κυβερνήσεων μπορεί να ζητήσουν την ένωσή τους με την Τουρκία[27] .

Σε αντίθεση με αυτό το συναινετικό πλαίσιο, η εγκαθίδρυση του καθεστώτος των Νεότουρκων το 1911 θα οδηγήσει τον Ziai Efendi να προτείνει εισαγωγή παραγράφου, στην αντιφώνηση προς τον Ύπατο Αρμοστή, όπου αναφερόταν πως δεδομένης της πρόσφατης εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος με προοδευτικό χαρακτήρα στην Τουρκία «υποστηρίζουμε με πάθος και ζήλο πως ως αποτέλεσμα μιας προηγούμενης συνεννόησης μεταξύ των δύο Δυνάμεων να ανοίξει η δυνατότητα ώστε η Κύπρος να επιστρέψει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία»[28].

Το συνολικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως το θέμα της Ένωσης τίθεται μεν στο Νομοθετικό Συμβούλιο αλλά σε περιορισμένο βαθμό λόγω του τυπικού ζητήματος της Οθωμανικής κυριαρχίας ενώ οι αντιδράσεις των Τούρκων της Κύπρου είναι ήπιες και δεν αποτελεί αντικείμενο γενικότερων διαξιφισμών   

 

5. Η Δεύτερη φάση: από το 1915 μέχρι την επαύριον του  Α’ Παγκοσμίου πολέμου

Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και η στρατιωτική αντιπαράθεση Μεγάλης Βρετανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε ως αποτέλεσμα τη αναπτέρωση των ελπίδων των Ελλήνων για ‘Ένωση. Στην παράγραφο που πρότεινε, το 1915, ο Π. Κωνσταντινίδης για να εισαχθεί στην αντιφώνηση αναφερόταν: «H σπουδαία αρχή της εθνικότητας για την επικράτηση της οποίας η Αγγλία πολεμάει τώρα σε συνεργασία με τους συμμάχους της, θα εφαρμοστεί στην Κύπρο με τη μορφή της πολιτικής ένωσης της Κύπρου με το ομόφυλο Βασίλειο της Ελλάδας[29]». To ζήτημα θα μπορούσε να λυθεί με δημοψήφισμα όπως έγινε στις περιπτώσεις της Σαβοΐας και της Νίκαιας σχετικά με το αν θα ενταχθούν στην Ιταλία[30] 

Το ενδιαφέρον από την τουρκική πλευρά είναι η διατύπωση ενός νέου επιχειρήματος το οποίο θέτει το Κυπριακό στο διεθνές πλαίσιο με ένα διαφορετικό τρόπο, απ’ ότι τα επιχειρήματα των Ελλήνων. Έτσι εκφράζεται η ελπίδα πως η βρετανική κυβέρνηση στης οποίας την επικράτεια ζουν πάνω από 100 εκατομμύρια Μουσουλμάνοι δε θα συναινέσει σε ένα μέτρο που θα οδηγήσει στην εξαφάνισή των Μουσουλμάνων της Κύπρου[31]. Eπιπρόσθετα ένας λόγος που οι μουσουλμάνοι θεωρούν ότι το αίτημα των Ελλήνων για Ένωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό είναι πως το λάθος του Heligoland δεν μπορεί να ξεχαστεί από τους Βρετανούς[32].

Ένα άλλο επιχείρημα των Τούρκων Βουλευτών ήταν πως η πολεμική κατάσταση μεταξύ Βρετανίας και Τουρκίας δε θα κρατήσει πολύ και οι σχέσεις των δύο κρατών θα αποκατασταθούν[33] ενώ το τέλος του πολέμου θα συνοδευτεί από εκτενείς διαπραγματεύσεις[34].

Η αλήθεια είναι πως τα επιχειρήματα αυτά είχαν ως στόχευση συγκεκριμένο ακροατήριο εντός του βρετανικού κατεστημένου, δηλαδή τα στελέχη του συντηρητικού κόμματος. Όπως ο ίδιος ο Τσόρτσιλ παρατηρεί: «Το Συντηρητικό κόμμα είναι παραδοσιακός φίλος της Τουρκίας. Η πλειοψηφία σας είναι φιλοτουρκική. Η πλειοψηφία της κυβέρνησής σας είναι φιλοτουρκική. Η πλειοψηφία των στρατηγών σας είναι φιλοτουρκική. Είμαστε η πιο ισχυρή μουσουλμανική δύναμη στον κόσμο. Πολύ βαθιές αντιπαραθέσεις θα προκύψουν αν ακολουθήσουμε για μεγάλο διάστημα αντιτουρκική ή φιλελληνική πολιτική» (Churchill 1929: 391).

Τώρα ειδικά για το επιχείρημα περί δυσαρέσκειας των απανταχού μουσουλμάνων η ελληνική απάντηση είναι πως αυτό χρησιμοποιείται για να επηρεάσει τους συντηρητικούς βρετανικούς κύκλους και ότι οι εκατομμύρια κάτοικοι της Ινδίας είναι τόσο ευχαριστημένοι με τοτρόπο που διοικούνται από τη Βρετανία ώστε να επικροτήσουν το σημερινό πόλεμο και πως ακόμα και οι Μουσουλμάνοι της Αιγύπτου έχουν επικροτήσει την προσάρτηση της Αιγύπτου[35].

Ένα χρόνο μετά, το 1916, όταν είχε γίνει πια γνωστό πως το 1915 η Βρετανία είχε αποπειραθεί να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα με αντάλλαγμα τη συμμετοχή της τελευταίας στο πλευρό της Entente (αλλά αυτό δεν έγινε λόγω της άρνησης του Βασιλιά Κωνσταντίνου[36]) οι Έλληνες βουλευτές θα επαναφέρουν το ζήτημα  ζητώντας να προστεθεί στην αντιφώνηση του Ύπατου Αρμοστή σχετική παράγραφος[37]. Από την πλευρά τους οι μουσουλμάνοι θα δηλώσουν τη ριζική τους αντίθεση σε μια τέτοια προοπτική λέγοντας πως τα νέα από την προσφορά αυτή έγιναν δεκτά από τους Μουσουλμάνους και άλλα νομοταγή υποκείμενα  στην Κύπρο με αισθήματα πολύ μεγάλης αναστάτωσης[38].  

Στη συνεδρίαση της 30/4/17 από την ελληνική πλευρά προτάθηκε ξανά η προσθήκη παραγράφου με το ενωτικό αίτημα. Η επιχειρηματολογία βασίστηκε στο ότι είχε πια καταργηθεί η Συνθήκη του 1878 και ότι γινόταν ένας πόλεμος στην οποίο πρωτοστατούσε η Αγγλία υπέρ της αυτοδιάθεσης των λαών, κατά συνέπεια οι Βρετανοί θα έπρεπε να συμβάλουν  στην  αυτοδιάθεση της Κύπρου αποχωρώντας από τη νησί. Οι τούρκοι θα αντιπαρατεθούν λέγοντας πως δεν υπήρξε συναίνεση της Τουρκίας στην κατάργηση της σύμβασης και πρότειναν την αναμονή μέχρι το τέλος του πολέμου (Κυριακίδης 2016: 448). Επειδή τελικά η εισαγωγή της παραγράφου καταψηφίστηκε προτάθηκε νέα προσθήκη η οποία κατάληγε ως εξής: «…το Βρετανικό Έθνος θα πραγματοποιήσει τη δίκαια απόφασή του όπως εκδηλώθηκε το 1915, εξασφαλίζοντας την εθνική αποκατάσταση της Κύπρου»[39]

Η τουρκική απάντηση ήταν πως οι μουσουλμάνοι της Κύπρου πέραν το να αποτελούν σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Κύπρου αποτελούν και ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός της βρετανικής αυτοκρατορίας είναι πολύ μεγάλο μέρος αυτής της αυτοκρατορίας, στην πραγματικότητα είναι περισσότεροι και από τους ευρωπαίους, έτσι ώστε αν αναφέρονται ως μειονότητα είναι οριακά σωστό. Είναι η ελληνική κοινότητα που αποτελεί τη μειονότητα[40].

H ελληνική απάντηση δόθηκε μέσω του ρητορικού ερωτήματος αν οι μουσουλμάνοι βουλευτές θεωρούν πως οι Βρετανοί θα πρέπει να ρυθμίζουν τις αρχές τους για την εθνικότητα ανάλογα με τις απόψεις των μουσουλμάνων υπηκόων τους[41].

Στη συνέχεια της συζήτησης από άλλον τουρκοκύπριο βουλευτή ειπώθηκε πως θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου όπου θα συγκληθεί ένα διεθνές συνέδριο κρατών για να εξετάσει όλα τα εκκρεμή διεθνή ζητήματα βάση των διεθνών συσχετισμών και εκεί θα εκτιμηθεί ο ηθικός και υλικός χαρακτήρας των εθνών και των κρατών το μέλλον των οποίων θα πρέπει να αποφασιστεί. Κατά συνέπεια τέτοια θέματα που τίθενται από την πλευρά των ε/κ βουλευτών δεν μπορούν να συζητηθούν παρά μόνο όταν επέλθει η ειρήνη[42].

Τότε για πρώτη φορά θα ακουστούν από την ελληνική πλευρά κριτικά σχόλια για την στάση της Ελλάδας όταν θα αναφερθεί πως είναι αλήθεια ότι το 1915 το θέμα της ένωσης είχε λάβει επίσημη αναγνώριση και η Κύπρος είχε προσφερθεί στην Ελλάδα, «αλλά για λόγους που ξέφευγαν από τον έλεγχο των ε/κ η προσφορά αυτή δεν μπόρεσε να γίνει δεκτή εκείνη την περίοδο Αυτοί οι λόγοι έχουν αλλάξει ουσιαστικά και ένα τμήμα του ελληνικού κόσμου μάχεται με τη μεριά της Αγγλίας και των συμμάχων της. Κατά συνέπεια συντρέχουν οι λόγοι για να επαναληφθεί η προσφορά[43]». H κριτική είναι έμμεση και προσεκτική εστιάζοντας στο αρνητικό αποτέλεσμα αλλά δεδομένου πως ήταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος που απέρριψε την πρόταση εξ’ αντικείμενου η κριτική αφορά αυτόν αλλά και την τότε κυβέρνηση Α. Ζαίμη.

H τουρκική απάντηση εμπεριείχε ένα στίγμα ειρωνείας σε σχέση με το Μεγάλο διχασμό της Ελλάδας μεταξύ Βενιζελικών και Κωνσταντινικών θέτοντας το ρητορικό ρώτημα της μη κατανόησης από τη μουσουλμανική πλευρά με ποιο τμήμα της Ελλάδας θα ενωνόταν η Κύπρος. Ταυτόχρονα επαναλήφθηκε το επιχείρημα πως το ερώτημα για τη βρετανική στάση σχετίζεται με το αν επιθυμούν να ικανοποιήσουν τα 150 εκατομμύρια μουσουλμάνους που βρίσκονται υπό βρετανική εξουσία[44]. Προχωρώντας η τουρκική επιχειρηματολογία ειπώθηκε πως από οικονομική και εμπορική άποψη εκατομμύρια μουσουλμάνοι είναι δεσμευμένοι στην Αγγλία, αλλά από θρησκευτικής άποψης είναι δεσμευμένοι στην Τουρκία που αποτελεί την κεφαλή του κόσμου του Χαλιφάτου. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει πιστευτό πως μπορεί να παραχωρηθεί η Κύπρος σε κάποια άλλη χώρα εκτός από αυτές τις δύο όσο διαρκεί η τρέχουσα κατάσταση. Οι ελληνοχριστιανοί διεκδικούν σύνδεση με 5-6 εκατομμύρια Έλληνες αλλά οι μουσουλμάνοι της Κύπρου ζητούν σύνδεση με περισσότερους από 400 εκατομμύρια μουσουλμάνους. Για τους τούρκους βουλευτές μπορεί οι Έλληνες να βοηθούν τη Βρετανία σε αυτό τον πόλεμο αλλά το ίδιο συμβαίνει με μουσουλμάνους από την Ινδία, την Αλγερία, την Αίγυπτο, την Τυνησία το Μαρόκο και αλλού. Ο Σερίφης της Μέκα προσευχόταν για την επιτυχία των βρετανικών στρατευμάτων και οι περισσότερες από τις προμήθειες οι οποίες καταναλώνονται από τη Μ. Βρετανίας, όπως είναι  το βαμβάκι, το μαλλί και πολλά άλλα πράγματα, προέρχονται από μουσουλμανικές περιοχές και έχουν καλλιεργηθεί και επεξεργασθεί από μουσουλμάνους. Oι μουσουλμάνοι της Ινδίας, μόνο, πέρα από το να έχουν στείλει χιλιάδες άνδρες, έχουν συνεισφέρει μεγάλα χρηματικά ποσά και προμήθειες στη Μ. Βρετανία[45]. Ένα άλλο επιχείρημα σχετικά με το γιατί το νησί είναι τόσο στενά συνδεδεμένο με το μουσουλμανικό κόσμο είναι το γεγονός πως τα ιερά οστά της Θείας του Προφήτη είναι θαμμένα στην Κύπρο[46]. Για αρκετούς μουσουλμάνους αυτός ο βωμός είναι πιο ιερός απ’ ότι η Μέκκα και η Μεδίνα[47].

Πέρα όμως από τα αισθήματα των βρετανών υπηκόων μουσουλμανικού Θρησκεύματος επιστρατεύτηκε και άλλο ένα επιχείρημα με αποδέκτη τους Βρετανούς. Σύμφωνα με αυτό η Βρετανική κυβέρνηση έχει αποκτήσει αρκετές κτήσεις στην Άπω και στην Εγγύς Ανατολή και σημαντικές πύλες έχουν ανοίξει όπως το κανάλι του Σουέζ και οι σιδηροδρομικές γραμμές της Βαγδάτης και της Αλεξανδρέττα. Η Κύπρος σε σχέση με αυτούς τους δρόμους και τα κανάλια έχει πολύ μεγαλύτερη αξία για την Αγγλία. H παρουσία της Αγγλίας στην Αίγυπτο επίσης αυξάνει σημαντικά τη σημασία της Κύπρου.  Επιπρόσθετα όντας η Κύπρος κοντά στη Μ. Ασία και στη Συρία είναι υποχρεωτικό για την ισορροπία μεταξύ των εθνών και των πολιτικών τους να παραμείνει στα χέρια είτε της Βρετανίας είτε της Τουρκίας. Η σύγκριση της Κύπρου με τα Ιόνια δεν έχει νόημα γιατί δεν υπάρχει Κανάλι του Σουέζ, Αλεξανδρέτα, Μ. Ασία ή Συρία απέναντι από αυτά τα νησιά ενώ τα πολιτικά ρεύματα της εποχής αυτής της εκχώρησης ήταν εντελώς διαφορετικά από τα τρέχοντα. Οι αρνητικές εξελίξεις του παρελθόντος στο αίτημα της ένωσης έχουν ακριβώς να κάνουν με τη νευραλγική γεωγραφική της θέση. Ο λόγος που οι Έλληνες βουλευτές διατυπώνουν αυτό το αίτημα οφείλεται στον πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ Τουρκίας και Αγγλίας αλλά φαίνεται να γνωρίζουν πως οι διαφορές και οι διαφωνίες μεταξύ δύο κυβερνήσεων δεν είναι συνεχείς και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως η σημερινή ασυνήθιστη κατάσταση θα συνεχιστεί και εκφράζεται η πεποίθηση πως οι διαφορές μεταξύ Αγγλίας και Τουρκίας θα διευθετηθούν στο προσεχές μέλλον και θα υπάρξει παγκόσμια συμφωνία[48].

Από την ελληνική πλευρά το αντεπιχείρημα σχετικά με το διχασμό του 1915 ήταν πως αυτό αποτελεί ένα απλό επεισόδιο της μακράς ιστορίας της Ελλάδος, αλλά δε θα αργήσει να έρθει η στιγμή της ένωσης και της ομόνοιας[49].

Για το ζήτημα των εκατομμυρίων μουσουλμάνων που σύμφωνα με τους τούρκους βουλευτές θα δυσαρεστούνταν από την προοπτική της ένωσης, η απάντηση των ελλήνων ήταν ότι το βασικό τουρκικό επιχείρημα έλεγε πως όλοι οι Τούρκοι είναι Μουσουλμάνοι και συγκροτούν μια μεγάλη εθνότητα που μπορεί να περιγραφεί ως μουσουλμανικός κόσμος. Αν όμως γίνει δεκτό αυτό το επιχείρημα τότε μπορεί να γίνει λόγος και για τα αρκετά εκατομμύρια ορθόδοξων που υπάρχουν σε ολόκληρο τον κόσμο. Για παράδειγμα οι Σέρβοι, οι Ρουμάνοι, οι Μαυροβούνιοι και οι Ρώσοι είναι όλοι ελληνορθόδοξοι[50]. Έτσι, αν το δει κανείς τα πράγμα πιο συνολικά στην πλευρά των χριστιανών μπορούν να σταθούν εκατομμύρια χριστιανοί από όλο τον κόσμο[51]. Στην τουρκική παρατήρηση πως αυτοί οι χριστιανοί δεν είναι κάτω από την εξουσία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας η ελληνική απάντηση ήταν ότι δεν υπάρχει κάποια συνέχεια και συγγένεια μεταξύ διαφόρων μουσουλμανικών πληθυσμών και των Τούρκων,  τη στιγμή που κάτοικοι του Μαρόκο, της Αλγερίας, της Τυνησίας και πολλών άλλων περιοχών πολεμούν ενάντια στους τούρκους. Επίσης η Αίγυπτος αποσπάστηκε από την Τουρκική αυτοκρατορία και ανακήρυξε ένα ανεξάρτητο Σουλτανάτο ενώ η Αραβία ανακοίνωσε πως αποτελεί ανεξάρτητο Βασίλειο και απέσπασε το Χαλιφάτο από τους Τούρκους[52]

  1. ην επόμενη χρονιά (1918) o Φ. Ζαννέτος πρότεινε την προσθήκη της ακόλουθης παραγράφου: «Βλέποντας το Συμβούλιο πως πλησιάζει η στιγμή όπου το πολιτικό ζήτημα του νησιού, τελικά, θα τεθεί, δηλώνει πως αυτό και ο κυπριακός λαός έχουν αμοιβαία αγωνία, αναμένοντας και ταυτόχρονα απαιτώντας έντονα, το συντομότερο δυνατό, να οδηγηθεί από την Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας Βασιλιά Γεωργίου Ε’., στα χέρια της μητέρας πατρίδας» (Minutes of Legislative Council 1918: 3).
  2. τουρκική απάντηση ήταν πως η Μεσόγειος αποτελεί το σταυροδρόμι των εμπορικών δρόμων μεταξύ της Ανατολής, της Δύσης, του Βορρά και του Νότου και η Αγγλία, η μεγαλύτερη εμπορική δύναμη στον κόσμο, δεν θα μπορέσει να είναι αδιάφορη στη σημασία της Κύπρου με τη θέση που έχει στην ανατολική γωνία της Μεσογείου. Υπάρχει ένας σημαντικός εμπορικός δρόμος που εκτείνεται από τη Ν. Αφρική στο Πορτ Σαίντ και από εκεί στο Σουέζ και στην Άπω Ανατολή και η Αγγλία δεν μπορεί να εγκαταλείψει το νησί σε οποιαδήποτε κυβέρνηση επιτρέποντας έτσι να μετατραπεί σε απειλή για τους πιο σημαντικούς εμπορικούς δρόμους που εκτείνονται από την Αγγλία στις πιο μακρινές γωνίες της Ανατολής. Υπάρχει επίσης ένας άλλος σημαντικός εμπορικός δρόμος που εκτείνεται από την Αλεξανδρέτα στη Βαγδάτη  και αντίπαλες δυνάμεις προσπαθούν να εγκαταστήσουν μια  ναυτική βάση στο λιμάνι του Yimourtalik. H Κύπρος είναι, σχεδόν σε απευθείας γραμμή με αυτό το σημαντικό δρόμο και για όσο διάστημα η Αγγλία κατέχει το νησί θα είναι σε θέση να ελέγχει αυτό το δρόμο και σε μεγάλο βαθμό να περιορίσει τη σημασία του[53]

 

6. Τρίτη φάση  : Από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το 1930

Το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου και το αποτέλεσμά του δημιούργησε ελπίδες στου Κύπριους για επίτευξη της Ένωσης με την Ελλάδα. Ωστόσο αυτό στις πρώτες μεταπολεμικές διαπραγματεύσεις προσέκρουσε σε δύο εμπόδια: Το ένα ήταν η προτεραιότητα που έδωσε ο Βενιζέλος στην προσάρτηση της Σμύρνης δεδομένου πως θεωρούσε ότι οι Έλληνες της Κύπρου ζούσαν, λόγω της βρετανικής κατοχής, σε καλύτερες συνθήκες απ’ ότι οι Έλληνες της Σμύρνης (Ρίχτερ 2007: 199). Το δεύτερο συνδεόταν αφενός με την άρνηση των, συγκυβερνώντων, Συντηρητικών στη Βρετανία στο να δοθεί η Κύπρος δεδομένης της σταθερής φιλοτουρκικής τους στάσης και αφετέρου με τους σχεδιασμούς των βρετανικών στρατιωτικών επιτελείων που θεωρούσαν ιδιαίτερης σημασίας την στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο (Ρίχτερ 2007: 203-204; Klapsis 2013: 768). Ωστόσο και από την Βρετανική αλλά και από την ελληνική πλευρά δινόταν βάρος στο να καταπραϋνθούν οι κυπριακές αντιδράσεις μέσω της παροχής, αόριστων, υποσχέσεων πως το θέμα της Κύπρου παρέμενε ανοικτό (Georgallides 1979: 143-146). Σε κάθε περίπτωση οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν στη Συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο (18-25 Απριλίου 1920) με τη συμμετοχή της Βρετανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας όπου και δε θα τεθεί το θέμα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Το γεγονός πως η Συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο έγινε ταυτόχρονα με την έναρξη των εργασιών του Νομοθετικού συμβουλίου εξηγεί γιατί ο Δ. Σεβέρης πρότεινε εκείνη τη χρονιά να ενσωματωθεί η ακόλουθη παράγραφος: «Οι Έλληνες αντιπρόσωποι ζητούν πως θα πρέπει να υπογραμμιστεί στην κεντρική κυβέρνηση ότι ο λαός της Κύπρου δεν επιθυμεί άλλες νομοθετικές εργασίες, ούτε θέλει να εμπλακεί σε τέτοιες δουλειές, μέχρι την αλλαγή του πολιτικού status quo, όπως είναι η προσδοκία του λαού, δηλαδή η ένωση με την Ελλάδα». (Minutes of Legislative Council 1920: 6). Οι Έλληνες της Κύπρου θεωρούν πως είναι το κατάλληλο momentum για την ένωση και πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση αγνοώντας πως ήταν τελείως διαφορετικοί οι σχεδιασμοί των νικητών του πολέμου. 

Από την πλευρά τους οι τούρκοι βουλευτές υποστήριξαν πως η Κύπρος είτε από γη είτε από θάλασσα αποτελεί φύλακα αυτών των δρόμων καθώς επίσης είναι φύλακας της σιδηροδρομικής γραμμής Αλεξανδρέττας- Βαγδάτης και τη γραμμής που θα κατασκευαστεί από τη Χάιφα μέσω της Βηρυτού. Οποιοσδήποτε γνωρίζει τα συμφέροντα του βρετανικού έθνους δεν μπορεί να αποφύγει να δει πως Κύπρος είναι πολύ σημαντική γι’ αυτά τα συμφέροντα. Για όσο καιρό η Μ Βρετανία έχει κτήσεις και συμφέροντα στην Ανατολή δεν μπορεί να δεχτεί να παραχωρηθεί η Κύπρος. Σύμφωνα με τους τούρκους βουλευτές δεν είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό πως όποιο άλλο έθνος κατελάμβανε την Κύπρο θα παρενέβαινε στους εμπορικούς δρόμους μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Μια βάση υποβρυχίων που θα δημιουργούνταν στην Κύπρο θα μπορούσε να σταματήσει το θαλάσσιο πέρασμα προς την Ινδία. Αν η Βρετανία παρέδιδε το νησί σε ένα κράτος δεύτερη ή τρίτης τάξης είναι πιθανό να μπορεί να το ελέγχει αλλά δε θα μπορούσε πότε να είναι σίγουρη πως δε θα έπεφτε στα χέρια μιας ανεπιθύμητης δύναμης[54].

Στο παραπάνω είναι εμφανής η τουρκική προσπάθεια δημιουργίας ανησυχίας στους Βρετανούς σχετικά με την αδυναμία μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα, να υποστηρίξει στρατιωτικά την κατοχή της Κύπρου και το ενδεχόμενο αυτή να κατακτηθεί από μια εχθρική προς τη Βρετανία χώρα. Πρόκειται για επιχείρημα που απασχολούσε και τις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις. Συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 1919 ο βρετανός διοικητής των ναυτικών δυνάμεων (admiralty) δήλωνε πως κανείς δεν μπορεί να πει ποια θα είναι η κατάσταση στην Ελλάδα σε είκοσι ή τριάντα χρόνια «και η Κύπρος στα χέρια της Ελλάδας σε συμμαχία με μία ισχυρή δύναμη μπορεί να αποβεί μια σημαντική απειλή για εμάς» (Petsalis- Diomidis 1919: 337 όπως αναφέρεται στο Klapsis 2013: 769.)

Συνεχίζοντας ο τούρκος βουλευτής υποστήριξε πως η Βρετανική κυβέρνηση παρέδωσε τα Ιόνια και το Heligoland αλλά όλοι ξέρουν πόσο μετάνιωσε γι’ αυτό το λάθος. Η Μ. Βρετανία δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη της τα συμφέροντα και την ευημερία των 200 εκατομμυρίων μουσουλμάνων που ζουν υπό την εξουσία της. Αν η Βρετανία οφείλει κάτι στην Ελλάδα για τη μικρή βοήθεια που της έδωσε στη διάρκεια του πολέμου χρωστάει πολύ περισσότερα στους λαούς των αποικιών της που πολέμησαν στο πλευρό της[55].

Η επιμονή του τούρκου βουλευτή στις περιπτώσεις των Ιονίων και του Heligoland δε στερείται βάσης. Για τα Ιόνια αυτό φαίνεται από το γεγονός πως το 1912 οι Βρετανοί είχαν κάνει πρόταση για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα με αντάλλαγμα τη δημιουργία βάσεων αρχικά στην Κέρκυρα και στη συνέχεια στο Αργοστόλι[56]  Για το δε Heligoland ο βρετανός ναυτικός ακόλουθος στην Αθήνα N. W. Diggle δήλωνε το Δεκέμβριο του 1921 “Η Κύπρος μπορεί να θεωρηθεί ως το Heligoland της Ανατολικής Μεσογείου. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου υποφέραμε σοβαρά από το λάθος του ότι είχαμε επιστρέψει το Heligoland να πέσει σε εχθρικά χέρια και θεωρώ ότι η παραχώρηση της Κύπρου σε ξένα χέρια μπορεί να επιφέρει, στο κοντινό μέλλον, αντίστοιχες δυσκολίες” (αναφέρεται στο Klapsis 2013: 770).

Φεύγοντας από τις συζητήσεις του Νομοθετικού Συμβουλίου, το τέλος των ελπίδων των ελλήνων για ένωση θα δοθεί με την αρνητική απάντηση που θα δώσει στην Κυπριακή αντιπροσωπεία ο υφυπουργός Αποικιών LS Amery τον Οκτώβριο του 1920 (Georgallides 1979: 159). Αυτό σε επόμενο στάδιο θα επικυρωθεί με τη Συνθήκη της Λωζάννης και οριστικά το 1925 με ανακήρυξη της Κύπρου σε αποικία του Στέμματος

Η εξέλιξη των γεγονότων αυτών θα οδηγήσει σε αναπροσανατολισμό της στάσης των ελλήνων βουλευτών και στις 8 Δεκεμβρίου 1920 άπαντες θα υποβάλουν τις παραιτήσεις τους αλλά θα επανεκλεγούν στις αναπληρωματικές εκλογές του 1921 αφού δε θα υποβληθεί καμία αντίπαλη υποψηφιότητα (Πρωτοπαπάς 2012: 220- 221). Ωστόσο λίγο αργότερα, Φεβρουάριος 1921, η κεντρική Επιτροπή του Εθνικού αγώνα αποφάσισε την άρνηση συνεργασίας με την Κυβέρνηση με αποτέλεσμα την αποχή των Ελλήνων από τις εργασίες του Νομοθετικού. Στις τακτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1921 κανένας Έλληνας δε θα θέσει υποψηφιότητα, ούτε στις αναπληρωματικές του Νοεμβρίου του 1921 με αποτέλεσμα από τις επτά έδρες να καλυφθούν μόνο δύο από Μαρωνίτες υποψήφιους. Έτσι δε θα υπάρξει ελληνική παρουσία στο νομοθετικό συμβούλιο μέχρι τα τέλη του 1922 όπου θα προκηρυχθούν αναπληρωματικές εκλογές. Τότε, και παρά την απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου για συνέχιση της πολιτικής της αποχής υπήρξαν 14 ελληνικές υποψηφιότητες και τελικά θα εκλεγούν επτά Έλληνες βουλευτές. Ωστόσο η νομιμοποίησή της εκλογής τους θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη:  Στο πρώτο εκλογικό διαμέρισμα η συμμετοχή ήταν μόλις 6,8% από 39,9% το 1916 και στο τρίτο διαμέρισμα 8,2% από το 45,8% το 1916[57]. Ωστόσο τα όρια της πολιτικής της αποχής δεν άργησαν να φανούν και τελικά το Μάιο του 1925 αποφασίστηκε από το Εθνικό Συμβούλιο η συμμετοχή στις εκλογές του Φθινοπώρου του 1925 όπου η συμμετοχή θα φτάσει στο 66,1% (Πρωτοπαπάς 2011: 252).

Η περίοδος 1921- 1925 λόγω της απουσίας ελλήνων βουλευτών που να έχουν ως προτεραιότητα την ανάδειξη του αιτήματος της Ένωσης είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη του θέματος από τις συζητήσεις του νομοθετικού συμβουλίου. Όταν το 1925 εκλέχθηκαν γνωστά μέλη της πολιτικής ελίτ το θέμα θα ξανατεθεί αλλά μέσα από υπόμνημα που υποβλήθηκε προς το Υπουργείο Αποικιών το Νοέμβριο του 1925 (Πρωτόπαπας 2011: 267)

Από εκεί και πέρα θα χρειαστεί να έρθει το 1928για να υπάρξει εντός του Νομοθετικού συμβουλίου πρόταση ενσωμάτωσης παραγράφου για την τροποποίηση του Συντάγματος και παραχώρησης περισσότερων διοικητικών εξουσιών στα αιρετά μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου μέχρι τη εθνική ανεξαρτησία του νησιού. Ωστόσο οι Μουσουλμάνοι θα απαντήσουν πως δεν υπάρχει λόγος για αλλαγή του Συντάγματος (Georgallides 1985: 74-75).

Το 1930 θα επαναληφθεί αυτή η πρόταση μόνο που θα δοθεί διαφορετική απάντηση από τους μουσουλμάνους: Ο Εγιούμπ θα επισημάνει πως οι κάτοικοι δεν έχουν φτάσει ακόμα στο απαραίτητο επίπεδο ανάπτυξης και δεν έχουν την ωριμότητα να χρησιμοποιήσουν τις εξουσίες που τους παραχωρήθηκαν ενώεξέφρασε και το φόβο πως αυτό θα οδηγούσε στην καταπίεση της μειοψηφίας από την πλειοψηφία (Κυριακίδης 2016: 534-535).

 

7. Δ’ φάση : το 1931

Το 1931 είναι διαφορετικό από τα προηγούμενα χρόνια. Κι αυτό γιατί είχαν συσσωρευτεί μια σειρά από παράγοντες που καθιστούσαν τη συζήτηση στο νομοθετικό να γίνεται σε πολύ υψηλούς τόνους, έχοντας ως υπόβαθρο για την ελληνική πλευρά την αντίληψη πως όλες αυτές οι παθογένειες θα εξέλιπαν αν η Κύπρος ενωνόταν με την Ελλάδα.Πρόκειταιγια χρόνια ζητήματα όπως, το βάρος που είχε για 50 περίπου χρόνια η πληρωμή του φόρου υποτελείας[58], οι μεγάλες κοινωνικέςανισότητες και η δράση του στρώματος των πιστωτών αλλά και για τρέχοντα θέματα όπως το έλλειμμα του προϋπολογισμού που οδηγούσε στην αύξηση της φορολογίας αλλά και οι γενικότερες επιπτώσεις της εισόδου της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην Κύπρο[59].

Σε αυτό το πλαίσιο στη συνεδρίαση της 20/4/31 ο Μητροπολίτης Μυλωνάς θα προτείνει την εισαγωγή παραγράφου που αναφερόταν στη σταθερή θέληση των ελλήνων της Κύπρου για ένωση με την Ελλάδα τονίζοντας πως υποφέρουν όταν κυβερνώνται από μια ξένη εξουσία, όποια κι αν είναι αυτή (Minutes of Legislative Council 1931: 9- 10). Η ελληνική επιχειρηματολογία συνίσταται στο ότι οι Έλληνες της Κύπρου επιθυμούν να ανακουφιστούν από την αναπόφευκτη θλίψη στην οποία έχουν οδηγηθεί λόγω της ξένης κατοχής. Είναι ιστορική αλήθεια πως μόνο ένα ελεύθερο κράτος μπορεί να αναπτύξει τις τέχνες και τον πολιτισμό και να δημιουργήσει πρόοδο για το λαό του. Σε ό,τι αφορά την οικονομική εξάντληση, δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι κυρίαρχοι αποσπούν ό,τι μπορούν να αντλήσουν από τους κυβερνώμενους (Minutes of Legislative Council 1931: 11). Στο ίδιο μήκος κύματος ο Κ. Ρωσίδης υποστήριξε πως δε θα πρέπει να προκαλείται κατάπληξη όταν ένας λαός προσπαθεί να απαλλαγεί από την κυριαρχία ενός άλλου. Αντίθετα αυτό που είναι εντυπωσιακό και αδικαιολόγητο είναι ότι ένας λαός επιχειρεί να σκλαβώσει έναν άλλο παρά τη θέλησή του σε όλες τις πλευρές της ζωής του. Όλοι οι κατακτητές έχουν προσπαθήσει να δικαιολογήσουν την αυθαίρετη ενέργειά τους στη λογική πως έγινε με σκοπό τον εκπολιτισμό του λαού που κατέκτησαν. Ωστόσο μια τέτοια πρόσκληση θα προϋπέθετε ελεύθερη θέληση από την πλευρά των ανθρώπων που προσκαλούν την αποστολή  αυτού του είδους και η οποία φτάνει σε ένα τέλος  όταν οι προσκαλούντες εκτιμήσουν πως οι υπηρεσίες που έχουν ήδη αποδοθεί ήταν επαρκείς και ικανοποιητικές.  Κατά συνέπεια, κατέληξε ο Ρωσίδης, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό γιατί η εκπολιτιστική αποστολή των βρετανών στην Κύπρο δεν μπορεί να τερματιστεί πια[60].

Το τουρκικό αντεπιχείρημα ήταν πως στο χάρτη αποτυπώνεται ότι η Κύπρος είναι πολύ κοντά στη Μ. Ασία και από τη βόρεια περιφέρεια του νησιού φαίνονται τα βουνά της Μ. Ασίας. Αυτή η εγγύτητα είναι μια απόδειξη πως η Κύπρος αποτελεί τμήμα της Μ. Ασίας[61]. Επιπρόσθετα σε αυτό το επιχείρημα ειπώθηκε πως η Κύπρος είναι ένα νησί για του οποίου την άμυνα απαιτούνται υψηλές δαπάνες και ισχυρό ναυτικό. Από αυτή την άποψη η Τουρκία είναι σε καλύτερη θέση να το υπερασπιστεί δεδομένου ότι βρίσκεται σε κοντινότερη απόσταση[62].  Επίσης υποστηρίχθηκε πως η Ιστορία έχει αποδείξει πως η Ελλάδα έζησε κάτω από την Τουρκική εξουσία για αιώνες ενώ η Κύπρος δεν ήταν ποτέ ελληνική και δεν έζησε ποτέ κάτω από την ελληνική κυριαρχία[63].

Το τελευταίο αυτό επιχείρημα θα πρέπει να σημειωθεί πως αποτελεί παραλλαγή αντίστοιχου βρετανικού επιχειρήματος. Συγκεκριμένα μέσω υπομνήματος τον Ιανουάριο του 1919 ο Υπουργός Αποικιών W. Long υποστήριξε πως πρέπει να πάει κανείς στον 12ο αιώνα όπου η Κύπρος ανήκε στο Βυζάντιο για να βρει μια εποχή στην οποία το νησί ήταν ενωμένο με την Ελλάδα  (Georghallides 1979: 118).      

Από την πλευρά των ελλήνων ο Δ. Σεβέρης θα υποστηρίξει πως κανένας ηθικός νόμος ή δικαιοσύνη θεωρεί ότι μία χώρα πρέπει να υποτάσσεται σε μια άλλη απλώς επειδή είναι γειτονική σε αυτή τη χώρα. (Minutes of Legislative Council 1931: 20). Στη συνέχεια ο Γ. Αραδιππιώτης δήλωσε πως αν αυτές οι θεωρίες ισχύουν τότε η Κερύνεια θα πρέπει να ενσωματωθεί στη Μ. Ασία και η περιφέρειά του, η Λάρνακα, στη Δημοκρατία του Λιβάνου που βρίσκεται πιο κοντά της. (Minutes of Legislative Council 1931: 36- 37).

Ουσιαστικά όλα όσα συζητιούνται γίνονται μέσα σε ένα κλίμα έντασης αφού οι Έλληνες θεωρούν πως έχει εξαντληθεί η υπομονή τους και ζητούν την άμεση πραγματοποίηση της Ένωσης ενώ οι Τούρκοι αισθάνονται πως τους ευνοεί ο διεθνής συσχετισμός κατά συνέπεια μπορούν να είναι πιο επιθετικοί στις αποστροφές τους. Το τελευταίο συμβαίνει γιατί αφενός μετά την μικρασιατική εκστρατεία η Ελλάδα βιώνει μια ατμόσφαιρα ήττας ενώ η Τουρκία αισθάνεται αρκετά ισχυρή για πρώτη φορά μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αφετέρου γιατί η Βρετανία θεωρεί πως το θέμα το Κύπρου έχει λήξει οριστικά.      

Το κακό κλίμα φαίνεται από το περιεχόμενο των αντεγκλήσεων που στην ουσία οι μεν προέτρεπαν τους δε να εγκαταλείψουν το νησί. Έτσι ο Nejati Bey είπε πως η νέα τουρκική κυβέρνηση έδωσε μια ευκαιρία στον ελληνικό πληθυσμό που ζει στη Μ. Ασία να πάει στην Ελλάδα και να ενωθεί εκεί με τους Έλληνες αδελφούς τους  (Minutes of Legislative Council 1931: 18). Ο Μ. Σιακκαλής απάντησε πως η ευκαιρία θα δοθεί σε αυτούς που αποτελούν μειονότητα στην Κύπρο να πάνε στην Τουρκία και ενωθούν με τους Τούρκους αδελφούς τους (Minutes of Legislative Council 1931: 18). Στο ίδιο μήκος κύματος ο Μητροπολίτης Ν. Μυλωνάς δήλωσε πως κανείς δεν αφήνει το σπίτι του για να πάει αλλού. Οι ξένοι μπορούν να αφήσουν το σπίτι μας και να φύγουν εφόσον το επιθυμούν (Minutes of Legislative Council 1931: 18). Ο Nejati Bey ανταπάντησε πως αυτό το νησί είναι τμήμα της Μ. Ασίας και αυτοί που είναι ξένοι μπορούν να γυρίσουν στην  Ελλάδα. (Minutes of Legislative Council 1931: 18- 19).

Ως προς τους Εγγλέζους οι Έλληνες βουλευτές επισήμαναν πως μέχρι το 1914 η απάντηση που δινόταν σε σχέση με το αίτημα για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ήταν πως η Βρετανία αποτελούσε εκπρόσωπο της Τουρκίας στο νησί και πως υπήρχαν συνθήκες μεταξύ των δύο αυτών κρατών. Ωστόσο στην συνέχεια η απάντηση που δόθηκε ήταν πως το ερώτημα της ένωσης έχει οριστικά κλείσει[64]. O Λανίτης μιλώντας πιο αφαιρετικά είπε πως με την τοποθέτηση Nejati δημιουργείται μια θεωρία σύμφωνα με την οποία μια περιοχή ανήκει στο κράτος με το οποίο είναι γεωγραφικά πιο κοντά. Ωστόσο ήταν η Βρετανία που έδωσε ένα καλό μάθημα στα έθνη που επιχείρησαν να αναβιώσουν αυτή την παλιά και ανεπαρκή θεωρία, και ήταν η Βρετανία επίσης που χάραξε στις σημαίες της την αρχή του αυτοπροσδιορισμού των λαών και την απελευθέρωσή τους και είναι υπό αυτές τις σημαίες που μπόρεσε να διενεργηθεί ένας πόλεμος  για πέντε χρόνια, έναν πόλεμο στον οποίο τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος  συμμετείχαν πιστεύοντας πως σε αυτές τις διακηρύξεις που είχαν διατυπωθεί από τη Μ. Βρετανία. Αυτά τα ανθρωπιστικά δίκαια και αρχές είναι που συγκροτούν τη βάση του κόμματος που σήμερα κυβερνά την Aγγλία. Ο Έλληνας βουλευτής επισήμανε πως η Βρετανική αυτοκρατορία αρχίζει να χάνει κύρος στον κόσμο για ένα βράχο, δηλαδή την Κύπρο. Η Κύπρος έχει πολλές φορές αναφερθεί ως ένα βάρος για την Αυτοκρατορία και τόσο στο Βρετανικό Κοινοβούλιο όσο και σε αυτό το Συμβούλιο λέξεις έχουν ακουστεί πως η Κύπρος αποτελεί ένα βάρος για το Βρετανικό θησαυροφυλάκιο και για τους ώμους του βρετανού φορολογούμενου και το μόνο επιχείρημα ενάντια στην ένωση με την Ελλάδα είναι πως η Κύπρος είναι απαραίτητη για σκοπούς της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Λανίτη, δεν πρέπει να υπάρχει λόγος ανησυχίας γιατί οι Έλληνες θέλουν τα βρετανικά συμφέροντα να προστατευτούν. Το ελληνικό κράτος το οποίο αποτελείται από ακτές και νησιά από την Αδριατική μέχρι το Αιγαίο και ανατολικά στον Ελλήσποντο είναι γεμάτο λιμάνια που είναι πάντα ανοιχτά για τα πλοία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας[65]

Το τελευταίο σημείο της τοποθέτησης προέρχεται από τις θέσεις που ανέπτυξε ο Βενιζέλος σε συνάντηση που είχε με τον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο τον Απρίλιο του 1920 στο Παρίσι θεωρώντας πως οι στρατιωτικού χαρακτήρα βρετανικοί δισταγμοί μπορούν να αποδυναμωθούν με τις παραχωρήσεις που θα έκανε η Ελλάδα στην Αγγλία (Georgallides 1979: 146). Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η πρόταση που διατύπωσαν οι ε/κ ενόψει της Συνθήκης της Λοζάννης όπου εμφανίστηκαν να επιθυμούν την «παροχή διευκολύνσεων για ναυτικό σταθμό, στρατιωτική και βάση και αεροπορικό σταθμό» βεβαιώνοντας το Λονδίνο πως «αποτελούσε βασική τους έγνοια η διατήρηση του βρετανικού γοήτρου και της βρετανικής εξουσίας σε ολόκληρη την Α. Μεσόγειο» (Klapsis 2013: 772).  Αλλά και αργότερα ο έλληνας πρέσβης στο Λονδίνο Α. Κακλαμάνος είχε αποστείλει υπόμνημα στο Γραφείο Αποικιών όπου ανέφερε πως οι στενές ελληνοβρετανικές σχέσεις θα δημιουργήσουν μια διασφάλιση για εύκολο διευθέτηση «λεπτομερειών» που θα προκύψουν ύστερα από την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και το υπόμνημα που παρέδωσε η ελληνική αντιπροσωπεία στο Βρετανό γραμματέα τον Αποικιών  Λόρδο Passfield στις 7 Οκτωβρίου 1929.  Τέλος ο ίδιος ο Βενιζέλος μιλώντας με βρετανό βουλευτή του ανέφερε πως στην περίπτωση παραχώρησης της Κύπρου η Βρετανία θα αποκτούσε πλήρη κυριαρχία στο λιμάνι της Αμμοχώστου ήσε οποιοδήποτε άλλο σημείο του νησιού που θα εκτιμούσαν οι Βρετανοί ως αναγκαίο για την παροχή στρατιωτικών διευκολύνσεων (Klapsis 2013: 775)

Ξαναγυρνώντας στα τεκταινόμενα στο Νομοθετικό η πιο επιθετική τοποθέτηση έγινε από τον Κ. Ρωσσίδη που τόνισε πως από τη στιγμή που μια αρχή αναγνωρίζεται και εγκαθιδρύεται[66] θα δημιουργεί προβλήματα και κινδύνους για τους κυβερνώντες γιατί ειρηνικοί και ήσυχοι αγώνες αναγκαστικά θα μετασχηματίζονται σε αγώνες με αίμα και βία. Από τη στιγμή που ούτε η πειθώς, οι εκκλήσεις και οι προσπάθειες θα φέρουν αποτελέσματα τότε αυτός ο λαός θα χρησιμοποιήσει βίαια μέσα για να του αποδοθεί ό,τι του αρνούνται. Είναι γνωστό πως η αναγκαιότητα και η πίεση της δύναμης μπορούν να κάνουν ακόμα και τον αδύναμο ισχυρό με τέτοιο τρόπο που ένας λαός, όσο αδύναμος κι αν είναι, μπορεί να γίνει σημαντικός και υπολογίσιμος όταν διεξάγει έναν ηθικό αγώνα (Minutes of Legislative Council 1931: 45- 46). 

Ο Nejati Bey επιχειρώντας να αναδείξει την αντιφατική στάση του ελληνικού κράτους είπε  πως η Συνθήκη της Λωζάνης, από την οποία απουσίαζε το θέμα της Κύπρου, συντάχθηκε  με την παρουσία των αντιπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης. Το ζήτημα της Κύπρου τέθηκε οριστικά στο Διεθνές Συμβούλιο και εκεί οι αντιπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης δεν άρθρωσαν ούτε μια λέξη υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση στο ενδεχόμενο η Βρετανική κυβέρνηση αποφασίσει να παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα τότε η νικηφόρα τουρκική κυβέρνηση σίγουρα δε θα συναινέσει  (Minutes of Legislative Council 1931: 49- 50, 51).

Με αυτή την φράση προφανώς θύμιζε την ήττα των ελλήνων στην μικρασία και απειλούσε για επανάληψή της απευθυνόμενος τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Βρετανία εκτιμώντας ότι η τελευταία δεν θα ήθελε νέες περιπλοκές στο ζήτημα

Ο Κ. Ρωσσίδης, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα που είχε υπάρξει με το επίσημο ελληνικό κράτος απάντησε πως οποιαδήποτε κι αν ήταν η στάση της επίσημης Ελλάδας η Κύπρος έχει τη στάση παιδιού που δεν μπορεί να εμποδιστεί να εκδηλώσει στοργήκαι αγάπη προς το γονέα ακόμα κι αν ο γονέας είναι αδιάφορος προς αυτό (Minutes of Legislative Council 1931: 52).  

Πρέπει να σημειωθεί πως το επιχείρημα περί μη διεκδίκησης από την Ελλάδα της Ένωσης με την Κύπρο έχει αναμφίβολα βάση. Στη συνδιάσκεψη των Παρισίων, τον Ιανουάριο του 1919, ο Βενιζέλος κατέθεσε μνημόνιο με τα αιτήματα της Ελλάδας στο οποίο δε γινόταν αναφορά στο ενδεχόμενο παραχώρησης της Κύπρου (Ρίχτερ 2007: 203) αλλά ούτε υπήρξε αντίστοιχη αναφορά στη Συνδιάσκεψη της Λοζάνης. Αυτό συνέβη γιατί ο Βενιζέλος δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τους βρετανούς αφού ειδικά μετά την ήττα στη Μ. Ασία θεωρούσε πως είχε μεγάλη ανάγκη τη βρετανική συμμαχία. Η μόνη δυνατότητα που έβλεπε για επίτευξη της Ένωσης ήταν, σε δεύτερο χρόνο, να πειστεί η Αγγλία πως δε θα διακυβεύονταν τα στρατιωτικά της συμφέροντα από την Ένωση. Γι’ αυτό έδωσε τις συγκεκριμένες συμβουλές στους Κύπριους το 1920 αλλά και γι’ αυτό εμφανίστηκε τόσο αντίθετος στην εξέγερση του 1931[67].

 

8. Συμπέρασμα

Το ζήτημα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα απασχόλησε πολλές φορές τις εργασίες του Νομοθετικού Συμβουλίου κατά τον 20ο αιώνα για όσο λειτουργούσε αυτό το όργανο. Αντίθετα τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε σχετική συζήτηση εντός του Νομοθετικού συμβουλίου γιατί οι έλληνες βουλευτές είχαν επιλέξει άλλους τρόπους πίεσης (συλλαλητήρια, υπομνήματα, ψηφίσματα). Η περίοδος μέχρι την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου χαρακτηρίζεται από την περιορισμένη ανάδειξη του ζητήματος. Αυτό πρέπει να οφείλεται στο γεγονός πως αφενός η Ελλάδα είχε αρκετά άλλα μέτωπα ανοικτά (Κρήτη, Μακεδονία, Θράκη) και αφετέρου η Βρετανία επιχειρηματολογούσε πως δεν της ανήκε η Κύπρος οπότε ήταν αναρμόδια για οποιαδήποτε συζήτηση περί Ένωσης.  Σε κάθε περίπτωση οι Τούρκοι της Κύπρου είναι εντελώς αντίθετοι στο ενδεχόμενο της Ένωσης υποστηρίζοντας πως στην περίπτωση βρετανικής αποχώρησης το νησί θα έπρεπε να επιστρέψει στην Τουρκία.

Η κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου αλλάζει το σκηνικό για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι πως η Ελλάδα μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων έχει προσαρτήσει το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, τη Ν. Ήπειρο, τη Δ. Θράκη και την Κρήτη και κατά συνέπεια μπορεί πια να εστιάσει τις βλέψεις της προς τη Μ. Ασία, την Κωνσταντινούπολη, τη Β. Ήπειρο, τα Δωδεκάνησα αλλά και την Κύπρο. Ο δεύτερος έχει να κάνει με την πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ Βρετανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία δίνει τη δυνατότητα στους Βρετανούς να ανακηρύξουν το νησί κτήση του Στέμματος και κατά συνέπεια να έχουν εκείνοι την ευθύνη για την περαιτέρω τύχη του. Σε αυτό το πλαίσιο οι Έλληνες βουλευτές εντός του Νομοθετικού Συμβουλίου πιέζουν τους Βρετανούς για πραγματοποίηση της Ένωσης βασιζόμενοι από τη μία στη επιχείρημα πως πια δεν ανήκει στο Σουλτάνο και από την άλλη ότι η συμμετοχή της Βρετανίας στον πόλεμο αιτιολογείται με τον αγώνα υπέρ της ελευθερίας των λαών. Ειδικά και μετά την προσφορά του 1915 η ελληνική πλευρά αυξάνει τις πιέσεις της θεωρώντας πως είχε έρθει το momentum για την Ένωση. Η επιχειρηματολογία των Τούρκων βουλευτών στηρίζεται σε τρεις άξονες: Ο πρώτος είναι πως από τη στιγμή που δεν είχε συναινέσει η Τουρκία στην ανακήρυξη του νησιού βρετανική αποικία το θέμα του καθεστώτος της Κύπρου παρέμενε άδηλο και θα αποσαφηνιστεί μετά το τέλος του πολέμου. Ο δεύτερος είναι πως το άκουσμα της Ένωσης θα δημιουργούσε πολύ σημαντικές αντιδράσεις από τους Μουσουλμάνους που ζούσαν εντός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το τρίτο αφορά την εκτίμηση ότι τελικά οι Βρετανοί με τους Τούρκους θα έβρισκαν ένα τρόπο επαναπροσέγγισης. 

Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου θα βρει την Κύπρο εκτός των προτεραιοτήτων της Ελληνικής κυβέρνησης, ενώ και η Βρετανική πλευρά θα έχει αποφασίσει να την κρατήσει υπό την κυριαρχία της.Από αυτή την άποψη οι έλληνες βουλευτές βρίσκονται σε μια «αμυντική» θέση (ενώ στη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου θα μπορούσε να ειπωθεί πως ήταν σε «επιθετική» θέση). Οι προσπάθειες για την Ένωση θα είναι φαλκιδευμένες λόγω τουδιεθνούς συσχετισμού δύναμης που γίνεται ακόμα δυσχερέστερος μετά την ελληνική ήττα στη μικρασιατική εκστρατεία. Οι τούρκοι βουλευτές, γνωρίζοντας πως είναι σε πλεονεκτική θέση, στις τοποθετήσεις τους εντός του Νομοθετικού Συμβουλίου εμμένουν να αναδεικνύουν τα οφέλη που έχει για τη Βρετανία η συνέχιση της κατοχής της Κύπρου. Το αποτέλεσμα όλων αυτών για την ελληνική πλευρά θα είναι αρχικά η υιοθέτηση της στάσης της αποχής από τα δρώμενα στο όργανο και στη συνέχεια η ανάδειξη, σε δύο χρονιές (1928 και 1930), του ζητήματος της εθνικής ανεξαρτησίας αλλά όχι της Ένωσης.

Το θέμα της Ένωσης θα τεθεί με πολύ έντονο τρόπο την κομβική χρονιά του 1931. Τότε μια σειρά από τρέχοντα ζητήματα (αύξηση της φορολογίας μέσω του προϋπολογισμού, είσοδος των επιπτώσεων της παγκόσμιας κρίσης στην κυπριακή οικονομία) θα έρθουν να προστεθούν σε προϋπάρχοντες παράγοντες δυσαρέσκειας (πληρωμή για 50 περίπου χρόνια του φόρου υποτελείας, έντονες κοινωνικές ανισότητες, ανεξέλεγκτη δράση του στρώματος των πιστωτών) δημιουργώντας έτσι μια βαθιά δυσαρέσκεια απέναντι στο καθεστώς της Αγγλοκρατίας. Έτσι η πραγματοποίηση της Ένωσης θεωρήθηκε πως θα απελευθέρωνε τους Έλληνες της Κύπρου από αυτά τα δεινά και γι’ αυτό τέθηκε ξανά για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια εντός του νομοθετικού Συμβουλίου. Σε αυτό το πλαίσιο η αντιπαράθεση πήρε οξείς τόνους. Στη ουσία οι Βρετανοί κατηγορήθηκαν από τους Έλληνες για βίαιη αποικιοκρατική πολιτική η οποία έπρεπε να λήξει τάχιστα ενώ μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων υπήρξαν αντεγκλήσεις σχετικά το ποιος είναι ο «ξένος» στο νησί. Τα τουρκικά επιχειρήματα επικεντρώνονταν αφενός στα συμφέροντα που έχουν οι Βρετανοί στην Κύπρο και αφετέρου στη γειτνίαση του νησιού με την Τουρκία γεγονός που, κατά τη γνώμη τους, τής έδινε ένα προβάδισμα σχετικά με το μέλλον του. Η ελληνική πλευρά εστίαζε στην παροχή στρατιωτικών διευκολύνσεων στους Βρετανούς στην περίπτωση της Ένωσης.

Το ζήτημα είναι πως στην πραγματικότητα η συζήτηση γινόταν εντός ενός δεδομένου διεθνούς συσχετισμού που δεν υπήρχαν οι δυνατότητες να ανατραπεί. Οι Τούρκοι ήταν γνώστες αυτής της κατάστασης και γι’ αυτό ανέφεραν το γεγονός πως ούτε το ελληνικό κράτος έθετε πια θέμα Ένωσης. Θα είναι ακριβώς αυτός ο διεθνής αρνητικός συσχετισμός δύναμηςπου δε θα επιτρέψει το κίνημα του 1931 να επιτύχει τους στόχους γνωρίζοντας όχι μόνο τη συντριβή από τους βρετανικούς μηχανισμούς καταστολής αλλά και την καταδίκη από την η κυβέρνηση Βενιζέλου θα το καταδικάσει.


 

Βιβλιογραφία

Ανδριώτης Κ., 2004, «Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι στην Κρήτη 1821- 1924», Μνήμων τ.26, σελ. 63-94

          Γεωργαλλής Κ., 2016, Οι Βρετανοί στην Κύπρο, Αθήνα: Καστανιώτης.

Γκλαβίνας Γ. , 2008, Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα (1912- 1923), Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ.

Churchill W., 1929, The World Crisis. The aftermath, London: Thornton Butterworth.

Georgallides G.S, 1979, A Political and Administrative History of Cyprus 1918-1926, Nicosia: Cyprus Research Center.

Georgallides G.S, 1985, Cyprus and the Governorship of Sir Ronald Storrs: The causes of the 1931 Crisis, Nicosia: Cyprus Research Center.

Ζαννέτος Φ, 1997, Ιστορία της Νήσου Κύπρου τ.γ΄, Αθήνα: εκδόσεις Επιφανίου.

Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, 1979-1980, (επιμ. Π. Παπαδημήτρης), τόμος 2 καιτόμος 4, Λευκωσία.

Κατσιαούνης Ρ., 1994, «Εκλέγειν και Εκλέγεσθαι στις πρώτες βουλευτικές εκλογές της Αγγλοκρατίας το 1883», Επετηρίς του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών ΧΧ, Λευκωσία, σελ. 309- 344.

Klapsis A, 2013, “The strategic Importance of Cyprus and the Prospect of Union with Greece 1919- 1931: The greek perspective”, The Journal of Imperial and Commonwealth History,vol 41 no 5, pp. 765- 782.

Κυριακίδης Χ., 2016, Το Κυπριακό Νομοθετικό Συμβούλιο (1878-1931),Λευκωσία: Βουλή των Αντιπροσώπων.

Nevzat A., 2005, Nationalism Amongst the Turks of Cyprus: The first Wave, Ph’d Thesis, OULU.

Onurkan-Samani M., 2018, “The Legislative Council and its Historical/Political Implications in Cyprus (1882-1931)” in Cypriots Nationalisms in Context. History, Identity and Politics (edited by T. Kyritsi- N. Christofis), London: Palgrave,  pp. 75-92. 

Πρωτοπαπάς Β., 2012, Εκλογική Ιστορία της Κύπρου. Πολιτευτές, κόμματα και εκλογές στην Αγγλοκρατία 1878- 1960, Αθήνα: Θεμέλιο.

Σακελλαρόπουλος Σ., 2017, Ο Κυπριακός Κοινωνικός Σχηματισμός. Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση (1191-2004). Αθήνα: Τόπος.

Σφήκα – Θεοδοσίου Α., 1988, Η προσάρτηση της Θεσσαλίας, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ

 

[1] Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιούνται οι όροι «Έλληνες» και «Τούρκοι» της Κύπρου ως προς πιο δόκιμοι για την εξεταζόμενοι περίοδο. Αντίθετα αν η μελέτη αφορούσα τα μετά την Αγγλοκρατία χρόνια οι πιο δόκιμοι όροι θα ήταν «Ελληνοκύπριοι» και «Τουρκοκύπριοι». 

[2] Η διδακτορική διατριβή για την Ιστορία του Νομοθετικού Συμβουλίου του Χ. Κυριακίδη έχει εκδοθεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων (βλ. Κυριακίδης 2016). Το βασικό πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής της  Μ. Onurkan-Samani (M. Onurkan-Samani, 2007), Kıbrısta Bir Sömürge Kurumu: Kavanin Meclisi (1882-1931). PhD dissertation. Ankara: Hacettepe University) υπάρχει στο M. Onurkan-Samani 2018.

[3] Κυρίως μέσω των αντιφωνήσεων της ελληνικής πλευράς απέναντι στον, ετήσιο, λόγο του Κυβερνήτη όπου διάφορες χρονιές (1903, 1904, 1905, 1906, 1907, 1909, 1911, 1914, 1915, 1916, 1917, 1918, 1920, 1931) ζητήθηκε να προστεθεί μια παράγραφος η οποία αναφερόταν στη θέληση των ελλήνων της Κύπρου για ένωση με την Ελλάδα ενώ το 1928 και το 1930 τέθηκε το ζήτημα παραχώρησης περισσότερων εξουσιών μέχρι της επίτευξης «εθνικής ανεξαρτησίας». Οι αντιφωνήσεις ήταν τμήμα της τελετουργίας που ακολουθείτο μετά την εκφώνηση του ετήσιου λόγου του Ύπατου Αρμοστή, και Κυβερνήτη από το 1025 και ύστερα, στις οποίες, ενίοτε, εκφράοζνταν διάφορα αιτήματα των εκλεγμένων βουλευτών.    

[4] Πρόκειται για ετήσιο φόρο ύψους 92800 λιρών Αγγλίας που υποτίθεται πως πλήρωναν οι Κύπριοι προς το Σουλτάνο, που τυπικά παρέμενε κυρίαρχος του νησιού, αλλά στην πραγματικότητα παρακρατούσαν λόγου ενός παλιότερου χρέους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

[5] To 1926 η αλλαγή στάσης των Τούρκων βουλευτών στο θέμα του φόρου υποτέλειας και η σύμπραξή τους με του έλληνες οφείλεται στο γεγονός πως το νησί είχε ανακηρυχτεί αποικία του στέμματος άρα δεν υπήρχε πια κάποια υποχρέωση προς την Τουρκία (Κυριακίδης 2016: 501).  

[6] Βλ ενδεικτικά την αντιφώνηση του Θ. Θεοδότου το 1911 (Minutes of Legislative Council 1911: 101-102) αλλά και την τοποθέτηση του ίδιου το 1914 (Minutes of Legislative Council 1914: 7).

[7]Μεταξύ άλλων το επιχείρημα του προηγούμενου των Ιονίων αναφέρεται από το Ν. Ρώσσο το 1903 (Minutes of Legislative Council 1903: 41), από τον Θ. Θεοδότου (Minutes of Legislative Council 1915: 25-26) αλλά και από τον Λ. Λοίζου (Minutes of Legislative Council 1917: 27).

[8] Ε. Χατζηιωάννου (Minutes of Legislative Council 1915: 12), Ι. Κυριακίδης (Minutes of Legislative Council 1915: 28), Αραππιδιώτης  (Minutes of Legislative Council 1931: 46), Κ. Ρωσίδης (Minutes of Legislative Council 1931: 16).

[9] Θεοδότου  (Minutes of Legislative Council 1915: 12), Χατζηιωάννου  (Minutes of Legislative Council 1915: 12- 13), Ζαννέτος  (Minutes of Legislative Council 1917: 21- 22)

[10] Λανίτης  (Minutes of Legislative Council 1914: 12)

[11] Θ. Θεοδότου  (Minutes of Legislative Council 1918: 6).

[12] Κ. Ρωσίδης (Minutes of Legislative Council 1931: 45-46).

[13] Μητροπολίτης Ν. Μυλωνάς (Minutes of Legislative Council 1931: 11)

[14] Δ. Σεβέρης (Minutes of Legislative Council 1931: 21).

[15] Κ. Ρωσίδης (Minutes of Legislative Council 1931: 15- 16).

[16] Irfan Bey (Minutes of Legislative Council 1916: 7), Nejati Bey (Minutes of Legislative Council 1931: 22).

[17] Σύμφωνα με το άρθρο 6 του παραρτήματος της σχετικής σύμβασης: «Εάν η Ρωσία επιστρέψει στην Τουρκία το Καρς και άλλα εδάφη που κατέκτησε στην Αρμενία κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου, η Αγγλία θα εκκενώσει τη νήσο της Κύπρου και η σύμβαση της 4ης Ιουνίου 1878 θα τερματιστεί» (αναφέρεται στο Ρίχτερ, 2007:43). Βλ μεταξύ άλλων την τοποθέτηση του Χατζί Χαφούζ Εφέντη (Minutes of Legislative Council 1903: 41), του Ντερβίς Πασά (Minutes of Legislative Council 1903: 343) και Said Efendi (Minutes of Legislative Council 1917: 206).

[18] Η σύμβαση του 1878 προέβλεπε την παραχώρηση της διοίκησης στη Βρετανία. Το 1914 και με την πολεμική αντιπαράθεση που έφερε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος κηρύχθηκε βρετανική κτήση ενώ  το 1925 θα ανακηρυχθεί αποικία του Στέμματος 

[19] Βλ. Ντερβίς Πασά (Minutes of Legislative Council 1903: 345).

[20] Said Efendi (Minutes of Legislative Council 1917: 27; 204)

[21] Irfan Bey  (Minutes of Legislative Council 1915: 11;22) και (Minutes of Legislative Council 1917: 204) και (Minutes of Legislative Council 1918: 5), Hami bey (Minutes of Legislative Council 1916: 6), Harmi Bey (Minutes of Legislative Council 1917: 223), Dr Moussa  (Minutes of Legislative Council 1931: 25).

[22] Τοποθετήσεις του Irfan Bey (Minutes of Legislative Council 1915: 8-9) και (Minutes of Legislative Council 1917: 20-21) Nejati Bey (Minutes of Legislative Council 1931: 43). Η αναφορά αφορά τις περιπτώσεις της Κρήτης και της Θεσσαλίας. Στην Κρήτη σημειώθηκε ραγδαία μείωση των Τουρκοκρητικών από 26,% του συνολικού πληθυσμού το 1881 σε  11% το 1900 και σε 8,3% το 1911 (Ανδριώτης 2004: 93). Ο λόγος σχετίζεται με το πολύ κακό κλίμα που υπήρχε μεταξύ των δύο κοινοτήτων που οδήγησε σε δύο μεγάλες σφαγές στη Σητεία κατά των Μουσουλμάνων το 1896 και στο Ηράκλειο το 1898 κατά των Χριστιανών (Ανδριώτης 2004: 71- 72) Στο πλαίσιο αυτό η ανάδειξη της Κρήτης σε Κρητική πολιτεία το 1897 με Χριστιανό Ύπατο Αρμοστή  σε συνδυασμό με τον αφοπλισμό των μουσουλμάνων- ενώ οι Χριστιανοί διατηρούσαν τον οπλισμό τους- οδήγησε μεγάλο αριθμό Τουρκοκρητικών στην αποχώρηση από το νησί (Ανδριώτης 2004: 76-77). Στη Θεσσαλία από 40000 Μουσουλμάνοι που ήταν το 1878 μειώθηκαν σε λιγότεροι από 3000 το 1911 (Γκλαβίνας 2008: 43). Ωστόσο αυτό δε φαίνεται να οφείλεται σε κάποια μορφή κακομεταχείρισης των μουσουλμάνων (Η Λάρισα, τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την ελληνική προσάρτηση, εξέλεξε δύο μουσουλμάνους βουλευτές τους Σερίφ Βέη και Χαλίλ Δερβίς Βέη και δήμαρχο τον Καντήρ Αγά) αλλά στην προτίμηση της εγκατάστασης τους στην τουρκική επικράτεια (Α. Σφήκα – Θεοδοσίου 1988: 172- 174).      

[23] Βλ. Θ. Θεοδότου (Minutes of Legislative Council 1903: 461).

[24] Τοποθέτηση του Ντερβίς Πασά (Minutes of Legislative Council 1904: 35).

[25] Τοποθέτηση του Ντερβίς Πασά (Minutes of Legislative Council 1903: 343-344 και 470-471)

[26] Τοποθέτηση του  Χατζί Χαφούζ Εφέντη (Minutes of Legislative Council 1903: 464-465; 467).

[27] Minutes of Legislative Council 1903: 468.

[28] (Minutes of Legislative Council 1911: 101)

[29] (Minutes of Legislative Council 1915: 6). Βλ  επίσης την τοποθέτηση του Π.Κωνσταντινίδη (Minutes of Legislative Council 1915: 22) και του Ε. Χατζηιωάννου (Minutes of Legislative Council 1915: 26).

[30] Τοποθέτηση Θ. Θεοδότου (Minutes of Legislative Council 1915: 25-26).

[31] Τοποθέτηση του Irfan Bey (Minutes of Legislative Council 1915: 8-9 και 22)

[32] To Heligoland αποτελεί ένα μικρό νησί στη Βόρεια θάλασσα που στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ήταν στην κατοχή των Γερμανών και είχε νευραλγικό ρόλο στα στρατηγικά τους σχέδια. Η σύγκριση με την Κύπρο οφείλεται στο γεγονός πως  ενώ από το 1814 ήταν στη βρετανική κυριαρχία το 1890 οι βρετανοί συμφώνησαν να το παραχωρήσουν στους γερμανούς.  

[33] Τοποθέτηση του Irfan Bey (Minutes of Legislative Council 1915: 23)

[34] Τοποθέτηση του Dr Nejm –ed-Din (Minutes of Legislative Council 1915: 23)

[35] Τοποθέτηση Ε. Χατζηιωάννου (Minutes of Legislative Council 1915: 12- 13)

[36] Για την βρετανική προσφορά παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα το 1915 με αντάλλαγμα την είσοδο στον πόλεμο στο πλευρά των δυνάμεων της Entente και την άρνηση του Κωνσταντίνου βλ. Σακελλαρόπουλος 2017: 141- 146.

[37] Πρόταση του Π. Κωνσταντινίδη «Το Συμβούλιο θεωρεί ως υποχρεωτικό του καθήκον να γίνει ο ερμηνευτής των ευγνωμόνων συναισθημάτων της χώρας για την αναγνώριση, που έγινε κατά τη διάρκεια αυτής της χρονιάς από τη Μ. Βρετανία, των εθνικών δικαιωμάτων του Λαού της Κύπρου» (Minutes of Legislative Council 1916: 5).

[38] Τοποθέτηση του του Irfan Bey (Minutes of Legislative Council 1916: 5) και του Hami Bey (Minutes of Legislative Council 1916: 6).

[39] Τοποθέτηση του Ν. Λανίτη (Minutes of Legislative Council 1917: 17)

[40] Τοποθέτηση του Irfan Bey (Minutes of Legislative Council 1917: 19-20).

[41] Τοποθέτηση του Θ. Θεοδότου (Minutes of Legislative Council 1917: 20).

[42] Τοποθέτηση του Said Efendi (Minutes of Legislative Council 1917: 26).

[43] Τοποθέτηση του Ν. Νικολαίδη (Minutes of Legislative Council 1917: 202).

[44] Τοποθέτηση του Irfan Bey (Minutes of Legislative Council 1917: 204).

[45] Τοποθέτηση του Said effendi (Minutes of Legislative Council 1917: 204-205).

[46] Πρόκειται για το τέμενος της Ουμ Χαράμ που βρίσκεται στη δυτική όχθη της Αλυκής της Λάρνακας.

[47] Τοποθέτηση του Said Efendi (Minutes of Legislative Council 1917: 205).

[48] Τοποθέτηση του Said Efendi (Minutes of Legislative Council 1917: 205).

[49] Τοποθέτηση  του Λ. Λοίζου (Minutes of Legislative Council 1917: 218). Η αλήθεια είναι πως σε αυτό το θέμα φάνηκαν οι σημαντικές διαφορές που υπήρχαν μεταξύ των ελλήνων Βουλευτών. Ο Ζαννέτος τελειώνοντας την αγόρευσή του είπε πως ποτέ δε θα συμβούλευε τον κυπριακό λαό να προσχωρήσει σε στασιαστικό κίνημα. Στην περίπτωση που η Κύπρος τύχει της προσοχής της Βρετανίας έχει τον  χρόνο να σκεφτεί για τα περαιτέρω. Στη συγκεκριμένη φάση όπως έχουν τα πράγματα το συμφέρον του νησιού απαιτεί  όπως περιοριστεί να ζητά μόνο την ελευθερία ανεξάρτητα από την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα (Minutes of Legislative Council 1917: 222). Ο Λανίτης παρατήρησε πως ο Ζαννέτος κλείνοντας την μακρά του αγόρευση έκρινε πως έπρεπε να χαρακτηρίσει το κίνημα της Θεσσαλονίκης ως στασιαστικό. Από την πλευρά του ο Λανίτης δήλωσε πως σέβεται την προσωπική αυτή αντίληψη αλλά δεν πρέπει να λέγονται στασιαστές εκείνοι που αγωνίζονται για να εκδιώξουν από τα πάτρια εδάφη τον επιδρομέα (Ιστορική τ. 4: 388)        

[50] Τοποθέτηση Φ. Ζαννέτου (Minutes of Legislative Council 1917: 219)

[51] Τοποθέτηση Θ. Θεοδότου (Minutes of Legislative Council 1917: 226)

[52] Σχόλιο Said Efendi και απάντηση Θ. Θεοδότου (Minutes of Legislative Council 1917: 226)

[53] Τοποθέτηση του Said effendi (Minutes of Legislative Council 1918: 7-8)

[54] Τοποθέτηση Said Efendi (Minutes of Legislative Council 1920: 9).

[55] Τοποθέτηση Said Efendi (Minutes of Legislative Council 1920: 9).

[56] Η πρόταση τελικά δεν προχώρησε γιατί το 1913 οι βρετανοί αφενός αισθάνθηκαν πιο ισχυροί ως ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο και δεν είχαν ανάγκη το Αργοστόλι και αφετέρου προτιμούσαν μια πιο συνολική διευθέτηση στην περιοχή (Σακελλαρόπουλος 2017: 140).

[57] Στο δεύτερο διαμέρισμα δεν πραγματοποιήθηκαν εκλογές αφού ο αριθμός των υποψηφίων ήταν ίδιος με τον αριθμό των εδρών.

[58] Ο οποίος καταργήθηκε μόλις το 1926  αφού πια η Κύπρος είχε ενταχθεί και τυπικά στην Βρετανική Αυτοκρατορία.

[59] Για μια αναλυτική παρουσίαση αυτών των ζητημάτων βλ. Σακελλαρόπουλος 2017: 152-168.

[60] Τοποθέτηση του Κ. Ρωσσίδη (Minutes of Legislative Council 1931: 14)

[61] Τοποθέτηση του Nejati Bey (Minutes of Legislative Council 1931: 16).

[62] Τοποθέτηση του Dr. Moussa (Minutes of Legislative Council 1931: 24- 25)

[63] Τοποθέτηση του Nejati Bey (Minutes of Legislative Council 1931: 17).

[64] Τοποθέτηση του Σ. Σταυρινάκη (Minutes of Legislative Council 1931: 28).

[65] Τοποθέτηση του Ν. Λανίτη (Minutes of Legislative Council 1931: 29-33)

[66] Eννοεί την αρχή της αυτοδιάθεσης των Λαών.

[67] Για τη στάση του Βενιζέλου απέναντι στην εξέγερση του 1931 βλ. Σακελλαρόπουλος 2017:  192- 195.