Με τόλμη και αποφασιστικότητα να αλλάξουμε πορεία

Με τόλμη και αποφασιστικότητα να αλλάξουμε πορεία

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου[1]

 

Ποια είναι η κατάσταση σήμερα

Θα μπω κατευθείαν στο θέμα. Η σημερινή πολιτική παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέχει μίλια από τις απαιτήσεις των καιρών. Ο λαός μας περνά τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση σε περίοδο ειρήνης  και όλες οι ενδείξεις φανερώνουν πως το επόμενο διάστημα τα πράγματα συνεχώς θα χειροτερεύουν. Από την άλλη τα αποτελέσματα των κοινωνικών αγώνων στην περίοδο των μνημονίων μόνο αμελητέα δεν είναι: Στο κινηματικό επίπεδο πραγματοποιήθηκαν δεκάδες πανελλαδικές απεργίες, έγιναν κινητοποιήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, καταλήφθηκαν δημόσια κτήρια για αρκετές εβδομάδες, αποδοκιμάστηκε η πολιτική ηγεσία μέσα από το κίνημα των παρελάσεων, είχαμε το πρωτοφανές κίνημα των πλατειών. Στο πολιτικό επίπεδο σημειώθηκε συντριβή του δικομματισμού, εναλλαγή σειράς αστικών κυβερνήσεων μέχρι να επιτευχθεί μια, παροδική εκτιμώ, ισορροπία, πρωτοφανής ιστορικά άνοδος της αριστεράς. Στο ιδεολογικό επίπεδο είναι εμφανής η αδυναμία των αστικών επιτελείων να χαράξουν μια στρατηγική αφήγηση θετικών προταγμάτων, μια αφήγηση που να εμπεριέχει τον τόνο πως τα πράγματα θα βελτιωθούν από ένα  σημείο και μετά.

Αν δεχτούμε πως τα παραπάνω είναι αληθινά τότε το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η Ανταρσύα δε βρίσκεται σε μια πορεία πολιτικής και οργανωτικής ανάπτυξης; Δυστυχώς όχι μόνο δε συμβαίνει κάτι τέτοιο αλλά η σημερινή πραγματικότητα της Ανταρσύα κυρίως αρνητικά στοιχεία έχει να επιδείξει, γεγονός που αντανακλάται και στο περιεχόμενο των θέσεων της ΚΣΕ για τη 2η Συνδιάσκεψη. Εκεί τα σημεία αυτοκριτικής περιορίζονται σε μία μόνο θέση και σε λιγότερο από μία σελίδα Α4 δίνοντας την εντύπωση στον αναγνώστη πως η Ανταρσύα έχει σημειώσει αλλεπάλληλες πολιτικές επιτυχίες. Όμως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Είναι σαφές πως ένας κόσμος που είχε δει με συμπάθεια το εγχείρημα έχει μετατοπιστεί προς τον Σύριζα, οι τοπικές επιτροπές λειτουργούν μόνο για να κανονίσουν κάποια εκδήλωση ή κάποιο μοίρασμα προκήρυξης, αλλά το σημαντικότερο όλων είναι πως φαίνεται να υπάρχει μια κεντρική κατεύθυνση πέραν από τη συμμετοχή σε κινηματικές πρακτικές και της έκδοσης ανακοινώσεων. Θετικά, βεβαίως, είναι και αυτά, αλλά πολύ κατώτερα των περιστάσεων. Μοιάζει σα να περιμένουμε περίπου αυτόματα να ξεσπάσει αυτόματα μια γιγαντιαία λαϊκή κινητοποίηση, να πέσει η τρικομματική κυβέρνηση, να ανέβει μια αριστερή διαχειριστική κυβέρνηση, να πέσει και αυτή μέσα από τις αντιφάσεις της και στη συνέχεια να γίνει επανάσταση και να πάρουμε εμείς την εξουσία. Για σενάριο καλό είναι αλλά έχει δύο αδύνατα σημεία: Το πρώτο είναι πως στο λαό μας έχει γίνει σαφές πως χρειάζεται κάτι περισσότερο από μαζικές κινητοποιήσεις για να επέλθει καθοριστική ανατροπή του συσχετισμού δύναμης. Η απάντηση σε αυτό δεν μπορεί να είναι ο γενικόλογος αντικαπιταλισμός αλλά χρειάζεται σχηματισμός αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου στη βάση μεταβατικού προγράμματος και δημιουργία διαδικασιών δυαδικής εξουσίας με σοβαρό ενδεχόμενο το σχηματισμό μιας αριστερής κυβέρνησης. Η κυβέρνηση αυτή δε θα έχει ως έργο της τον εξωραϊσμό του καπιταλιστικού κράτους αλλά θα συντονίσει το βάθεμα των λαϊκών κατακτήσεων με τη δημιουργία θεσμών λαϊκής εξουσίας και θα προετοιμάσει το λαό, μέσω της δημιουργίας δομών λαϊκής άμυνας, για την αντίδραση της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού.  Αν δεν κινηθούμε σε αυτήν κατεύθυνση τότε θα κάνει εμφανή την παρουσία του το δεύτερο αδύνατο σημείο: μια αριστερή διαχείριση, τύπου Σύριζα, που μέσα από τις αντιφάσεις της  θα οδηγήσει τη χώρα σε χρεοκοπία δε θα έχει ως αποτέλεσμα τα πράγματα να πάνε προς τα αριστερά αλλά θα χρεωθεί η σύνολη αριστερά αυτή την εξέλιξη με συνέπεια τη μεταστροφή του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά. Και τότε ας μην απορήσουμε αν δούμε μια κυβέρνηση Βορίδη με τη συμμετοχή πρώην μελών της Χρυσής Αυγής που θα έχουν ενσωματωθεί σε ένα νέο υπερσυντηρητικό, ακροδεξιό αλλά ταυτόχρονα μαζικό πολιτικό μόρφωμα.

Σε κάθε περίπτωση και όποιες κι αν θα είναι οι εξελίξεις, η ανταρσύα δεν παύει να είναι σε μια κατάσταση βαθιάς αμηχανίας από την οποία δεν μπορεί να βγει μόνο μέσα από την κινηματική παρουσία και την αγωνιστική αυταπάρνηση των μελών της. Φυσικά η σημερινή πραγματικότητα δεν αποτελεί τυχαίο αποτέλεσμα.  Είναι απότοκο μιας αλληλουχίας λαθών.

Τι θα έπρεπε να είχε γίνει

Η Ανταρσύα συγκροτήθηκε ως πολιτικό μέτωπο τον Μάρτιο 2009 μέσα σε ένα κλίμα ενθουσιασμού πως επιτέλους η προσδοκία χιλιάδων αγωνιστών της επαναστατικής αριστεράς γινόταν πραγματικότητα, ακόμα κι αν δεν είχε προσχωρήσει στο εγχείρημα το σύνολο του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Κατά την προσωπική μου γνώμη ίσως ήταν κάπως εσπευσμένη η εκλογική κάθοδος στις ευρωεκλογές και στις εθνικές του 2009. Δεν ήμαστε τότε ούτε πολιτικά ούτε οργανωτικά έτοιμοι και τα αποτελέσματα, ας μην κρυβόμαστε, δεν ήταν τα αναμενόμενα. Πιστεύω πως θα έπρεπε πρώτα να είχε προηγηθεί ένα διάστημα προετοιμασίας μέσα στο οποίο θα είχαν πραγματοποιηθεί  βήματα βαθύτερης πολιτικής σύγκλισης και οργανωτικής συγκρότησης που θα μας έφεραν σε επαφή με το λαό της αριστεράς και όχι μόνο με τον κόσμο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς  και στη συνέχεια να είχαμε κατεβεί στις εκλογές.   

Στο διάστημα που μεσολάβησε από τον Οκτώβριο του 2009 μέχρι το Νοέμβριο του 2010 η Ανταρσύα πέτυχε τέσσερα σημαντικά πράγματα: α) καλύτερη πολιτική και οργανωτική ενιαιοποίηση β) έντονη και σε πολλές περιπτώσεις πρωτοπόρα συμμετοχή στην αντίσταση που δημιουργήθηκε ενάντια στη λαίλαπα του πρώτου μνημονίου  γ) αποδοχή του πλαισίου των πέντε σημείων που ήταν και οι κεντρικοί μας άξονες στη μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών του 2010 δ) μια δειλή αλλά υπαρκτή πολιτική συμμαχιών (δημιουργία συντονισμού πρωτοβάθμιων, συμμετοχή τμήματος της Ανταρσύα στο Αριστερό Βήμα) . Ο συνδυασμός των τεσσάρων αυτών στοιχείων είναι που  έδωσε τη δυνατότητα για το πολύ ελπιδοφόρ αποτέλεσμα στις εκλογές αυτές.

Ήταν όλα καλά; Όχι. Και σε εκείνη την περίοδο υπήρξαν αγκυλώσεις και καθυστερήσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρω τη δυσπιστία αν όχι εχθρικότητα που εκφράστηκε από αρκετές δυνάμεις απέναντι στην πρωτοβουλία δημιουργίας του Αριστερού Βήματος, τις ταλαντεύσεις σχετικά με την ίδρυση του συντονισμού των πρωτοβάθμιων σωματείων, την εξαρχής καχυποψία απέναντι σε αυτοδιοικητικά κατεβάσματα που υπήρχε συμμαχία με δυνάμεις του Συριζα (χωρίς να εξετάζεται το πολιτικό τους πλαίσιο), την αδυναμία προσπάθειας διεμβολισμού του τμήματος εκείνου του Σύριζα που εμφάνιζε αντιευρωπαϊκά χαρακτηριστικά (Αριστερό Ρεύμα) .

Σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα δημιουργούσε μια σημαντική δυναμική και άνοιγε αξιόλογες δυνατότητες. Ας θυμηθούμε σε ποια κατάσταση ήταν οι άλλες δυνάμεις της αριστεράς: α) Ο Σύριζα είχε ήδη γνωρίσει μια διάσπαση από τα «δεξιά» με την αποχώρηση της μετέπειτα ΔΗΜΑΡ και μετά τα κακά εκλογικά αποτελέσματα στις αυτοδιοικητικές βρισκόταν σε μια κατάσταση διάλυσης. Ουσιαστικά όλες οι συνιστώσες πλην ΑΚΟΑ και Ρόζας, βρίσκονταν εκτός Σύριζα, το Αριστερό Ρεύμα δημοσιοποιούσε περισσότερο τη διαφωνία του με τη δημιουργία της Ισκρα και ήταν εμφανής η ταλάντευσή του ενώ το ΚΚΕ προσπαθούσε να καταλάβει πώς μέσα σε τόσο ευνοϊκές συνθήκες  είχε σημαντικές απώλειες στα μεγάλα αστικά κέντρα. 

Τι έκανε η Ανταρσύα απέναντι σε αυτό το ιδιαίτερα ευνοϊκό τοπίο; Συνέχισε σα να μη συμβαίνει τίποτε ευελπιστώντας πως το αποτέλεσμα του Νοεμβρίου θα επαναλαμβανόταν χωρίς να χρειαστεί κάτι να αλλάξει. Τι θα έπρεπε να γίνει; Σε αυτή τη συγκυρία θα έπρεπε να έπαιρνε την πρωτοβουλία για σχηματισμό ενός αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου στη βάση των πέντε σημείων, που θα λειτουργούσε με δημοκρατικό τρόπο και μέσα σε αυτό η Ανταρσύα θα είχε το δικό της αυτοτελή ρόλο. Δε πιστεύω πως θα μπορούσε να μπει σε κάτι τέτοιο το σύνολο των δυνάμεων που προανέφερα αλλά μια τέτοια κίνηση θα πίεζε και θα λειτουργούσε ως υποδοχέας δυνάμεων και οργανωμένων αλλά και ανέντακτων.

Στη συνέχεια είχαμε το κίνημα των πλατειών. Ήδη ο Σύριζα είχε ως ένα βαθμό ανασυγκροτηθεί, αλλά συνέχιζαν να υπάρχουν ταλαντεύσεις στο εσωτερικό του, το ΚΚΕ είχε αναθαρρήσει με τις δημοσκοπήσεις που του έδιναν σαφή άνοδο, αλλά οι δυνατότητες για την Ανταρσύα συνέχιζαν να είναι μεγάλες ακριβώς επειδή λόγω του πρωτοφανούς αυτού κινήματος μεγάλωνε και το ακροατήριο στο οποίο δυνάμει μπορούσε να απευθυνθεί. Το πρόβλημα είναι πως και στις πλατείες υπήρξε αμηχανία για τον τρόπο παρέμβασης σε αυτή την καινούρια μορφή κινητοποίησης, η Ανταρσύα ως συλλογικότητα με ενιαία ταυτότητα δεν εμφανίστηκε πουθενά, και, το κυριότερο, δεν πήρε την πρωτοβουλία να μιλήσει, σε αυτό τον κόσμο που είχε ανοικτά τα αυτιά του, με σαφήνεια πως μπορεί να υπάρξει  άλλος δρόμος. Αλλά κάτι τέτοιο θα σήμανε, πέρα από την κινητοποίηση του κόσμου, που τότε ήταν υπαρκτή και δυναμική, και συζήτηση για το φορέα που θα αναλάμβανε την υλοποίηση του άλλου δρόμου, και πρόγραμμα που θα έχει αυτός ο φορέας και ανάδειξη του  ενδεχομένου αυτός ο φορέας να βρισκόταν στην κυβερνητική εξουσία.            

Η Πρώτη Συνδιάσκεψη επίσης χαρακτηρίστηκε από μια ατολμία να υπάρξουν πολιτικές πρωτοβουλίες. Η κεντρική απόφαση χαρακτηριζόταν από εσκεμμένη ασάφεια για το ζήτημα του πολιτικού μετώπου και είναι χαρακτηριστικό πως δεν κλήθηκε καμία  αριστερή δύναμη να χαιρετίσει και να παρακολουθήσει τις διαδικασίες μας.

Στη συνέχεια στο προηγούμενο από τις εκλογές της 6ης Μάη διάστημα επίσης αναδύθηκαν σημαντικές αδυναμίες: Αφενός δεν έμπαινε στην προβληματική της Ανταρσύα το ζήτημα της εξουσίας, το ότι για να αλλάξουν τα πράγματα θα πρέπει να τεθεί το θέμα του ποιος και με ποιο τρόπο θα τ’ αλλάξει κα γι’ αυτό δεν επαρκούσε η γενικόλογη αναφορά σε ένα αντικαπιταλιστικό κίνημα. Αφετέρου αναδύθηκε μια πολύ προβληματική αντίληψη περί συμμαχιών. Μας έγινε μια συγκεκριμένη πρόταση από το ΜΑΑ, το οποίο συμφωνούσε στην κοινή εκλογική παρέμβαση αλλά και στη γενικότερη πολιτική συμπόρευση μέσα σε ένα αντιευρωπαϊκό πλαίσιο και εμείς πετάξαμε την μπάλα στην κερκίδα. Αντί να χαιρόμαστε που υπήρχε μια μετατόπιση ενός δυναμικού σε αριστερή ριζοσπαστική κατεύθυνση εμείς επιδείξαμε φοβικότητα.

Το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου δεν ήταν αυτό που περιμέναμε κι αυτό οφείλεται κατά τη γνώμη μου στην αδυναμία μας να κατανοήσουμε την ανάγκη που είχε ο κόσμος να πιστέψει σε μια συνεκτική αφήγηση για το πώς θα βγει από την αθλιότητα μέσα στην οποία ζούσε. Την ανάγκη δηλαδή να τεθεί από την Αριστερά το θέμα της εξουσίας. Ο Σύριζα που το έθεσε, με το γνωστό αντιφατικό, προβληματικό, διαχειριστικό τρόπο, κέρδισε.

Μετά από αυτά τα αποτελέσματα, που όλοι μας δεν είχαμε προβλέψει, η Ανταρσύα βρέθηκε σε δύσκολη θέση στο ενδιάμεσο των δύο εκλογών. Τότε θα έπρεπε να κάνει πολιτική και όχι να οχυρωθεί στη (δύσκολη) θέση της. Και θα έπρεπε να κάνει πολιτική φεύγοντας από τη στάση της αριστεράς της διαμαρτυρίας μεταβαίνοντας στη στάση της Αριστεράς που διεκδικεί την εξουσία (πράγμα που με αντιφατικό, διαχειριστικό και ελλειμματικό τρόπο έκανε ο Σύριζα). Έτσι τα πέντε σημεία θα έπρεπε να παρουσιαστούν ως απαραίτητοι και απαράβατοι όροι για εκλογική συνεργασία της Αριστεράς. Κι αυτό γιατί ακριβώς αυτά τα πέντε σημεία είναι που αποτελούν τους αδύναμους κρίκους της πολιτικής του συστήματος, και πάνω σε αυτά θα έπρεπε μια μαχόμενη κομμουνιστική αριστερά να οικοδομήσει την πολιτική της. Μια τέτοια πρόταση ακόμα κι αν δε γινόταν αποδεκτή, για διαφορετικούς λόγους, από το ΚΚΕ και το Σύριζα, θα πίεζε δυνάμεις στο εσωτερικό τους, θα αναδείκνυε ερωτήματα και αντιφάσεις και σε κάθε περίπτωση θα έθετε την Ανταρσύα σε καλύτερη θέση μόλις ξεκινούσε η δεξιά μετατόπιση του Σύριζα (η οποία ξεκίνησε από την επόμενη μέρα των εκλογών της 6ης Μαΐου). Ταυτόχρονα αν είχε πραγματοποιηθεί το Μάιο η κοινή κάθοδος με το ΜΑΑ τότε η Ανταρσύα θα ξεκινούσε μετά την 6η Μάη τόσο από διαφορετικό επίπεδο εκλογικής επιρροής όσο και από διαφορετικό επίπεδο διάταξης δυνάμεων.

Τ’ ότι η Ανταρσύα δεν αποφάσισε να παρέμβει στην κεντρική πολιτική διατυπώνοντας τη δική της πρόταση, τ’ ότι πολύ καθυστερημένα και διστακτικά αναφέρθηκε στο ζήτημα του μεταβατικού προγράμματος και τ’ ότι και στην προεκλογική περίοδο δεν επικεντρώθηκε στο ζήτημα της εξουσίας περιοριζόμενη στο θέμα των κοινωνικών αντιστάσεων, όλα αυτά συνέβαλαν στο απογοητευτικό αποτέλεσμα των δεύτερων εκλογών.        

Από εκεί και πέρα όλη η περίοδος που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από τη διάχυση μιας αμηχανίας. Η Ανταρσύα δεν πήρε καμία πρωτοβουλία περιοριζόμενη να κάνει εκδηλώσεις για τη συγκυρία, να βγάζει προκηρύξεις και να συμμετέχει άλλοτε συντονισμένα και άλλοτε όχι, στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις. Είναι σαν και εκείνη από την πλευρά της να περιμένει να πέσει σαν σάπιο φρούτο η επιρροή πρωτεύοντος του Σύριζα και δευτερευόντως του ΚΚΕ και στη συνέχεια ο λαός της Αριστεράς να πάει προς το μέρος της.  Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει, κι αν γίνει δε θα γίνει με αυτό τον τρόπο.

Τι πρέπει λοιπόν να γίνει;

Η Ανταρσύα θα πρέπει να πάψει να είναι άβουλη περιμένοντας να ξεσπάσει ένας νέος κινηματικός κύκλος ευελπιστώντας πως αυτή τη φορά μπορεί να προκύψουν ανατρεπτικές καταστάσεις. Τα λαϊκά στρώματα, που φυσικά έχουν πλήρη συνείδηση της αθλιότητας την οποία βιώνουν, χρειάζονται μια συνεκτική αφήγηση για το πώς θα αλλάξουν τα πράγματα σε μια αριστερή ριζοσπαστική κατεύθυνση. Κι αυτό σημαίνει, πέρα από το σχεδιασμό για μια κινηματική ανάταση, και τη σαφή επικέντρωση στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας μέσω του σχηματισμού πολιτικού μετώπου, εκπόνησης από αυτού μεταβατικού προγράμματος και καθοδήγησης της επαναστατικής διαδικασίας, μιας διαδικασίας που θα διαβεί πολλούς κόμβους χρησιμοποιώντας όλα τα πρόσφορα μέσα από το ενδεχόμενο σχηματισμού μιας αριστερής ριζοσπαστικής κυβέρνησης που θα αναλάβει την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος μέχρι τη δημιουργία δομών λαϊκής αυτοάμυνας.  

Βασικοί κόμβοι στην πορεία προς την 2η Συνδιάσκεψη της Ανταρσύα    

Τούτων δοθέντων η πορεία προς τη 2η Συνδιάσκεψη της Ανταρσύα αλλά και η ίδια η Συνδιάσκεψη για να μπορέσει να αποτελέσει τομή λειτουργώντας ως καταλύτης για τη σύνολη κομμουνιστική αριστερά θα πρέπει να

  • Στοχεύσει στην επανασυσπείρωση αγωνιστών στη βάση των κατευθύνσεων που προαναφέρθηκαν ενώ θα πρέπει να προσπαθήσουμε να ανοίξουμε το διάλογο και εκτός Ανταρσύα
  • Υπάρξει ανοικτός και ειλικρινής διάλογος, που να ανοίγει ερωτήματα και να απαντά σε θέματα που ο κόσμος μάς βάζει, ενώ δεν πρέπει να αποφύγουμε να κάνουμε βαθιά και ουσιαστική αυτοκριτική αποφεύγοντας το αβασάνιστο ξεπέρασμα των αδυναμιών μας.
  • Πάρει κατευθυντήριες αποφάσεις που θα αφορούν και το βάθεμα του μεταβατικού προγράμματος αλλά και την ανάπτυξη της αναγκαίας σήμερα επαναστατικής στρατηγικής με ότι αυτό περιλαμβάνει (ανασυγκρότηση της κινηματικής παρέμβασης, κυβερνητική εξουσία, μορφές δυαδικής εξουσίας, επαναστατική τομή, διεθνείς συμμαχίες).

 

Συντρόφισσες και Σύντροφοι,

Καμιά φορά μπορεί να μην είναι στραβός ο γιαλός, μπορεί και εμείς στραβά να αρμενίζουμε…  

 

 

  

 


[1] Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος είναι μέλος της ΤΕ Χαλανδρίου- Βριλησσίων- Ψυχικού και της ΠΣΕ της Ανταρσύα.