Γκουλάγκ ή γκιλοτίνα
Κάθε χρόνο, με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, ξεσπά και ένα κύμα καταλήψεων σε σχολεία της χώρας, με το συγκεκριμένο μέσο να έχει αποκτήσει, η αλήθεια είναι, έναν τελετουργικό χαρακτήρα. Προβλήματά φυσικά στα σχολεία υπάρχουν και είναι πολλά – ελλείψεις σε καθηγητές, υποβαθμισμένα έως ακατάλληλα κτήρια κ.ο.κ., αλλά συναντούν την αδιαφορία του υπουργείου, παρά τις διαμαρτυρίες των μαθητών. Οι καταλήψεις λοιπόν, κάνουν τον κύκλο τους και σε λίγες μέρες κλείνουν αθόρυβα.
Φέτος ωστόσο τα πράγματα δείχνουν να μην ακολουθούν αυτή την πεπατημένη. Οι λίγες καταλήψεις μπήκαν από την αρχή στο στόχαστρο της κυβέρνησης και των μέσων της Λίστας Πέτσα. Στην αρχή συκοφαντήθηκαν ότι δήθεν στρέφονται κατά της μάσκας και των άλλων μέτρων για την ανάσχεση της πανδημίας.
Η αλήθεια βέβαια ήταν ακριβώς η αντίθετη, τα παιδιά ζητούν λιγότερους μαθητές ανά τάξη και καλύτερες συνθήκες υγιεινής, ό,τι δηλαδή απέτυχε να κάνει η το υπουργείο στους έξι μήνες που είχε στη διάθεσή της για να προετοιμάσει το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων. Αυτό το οποίο ζήτησε και η Επιστημονική Επιτροπή αλλά η κυβέρνηση το απέρριψε.
Και όχι μόνο το απέρριψε αλλά είδαμε ένα μέλος της Επιτροπής και αντικαταστάτη του Τσιόδρα στην ενημέρωση για την εξέλιξη της επιδημίας, να προσπαθεί να πείσει, κόντρα σε οποιαδήποτε λογική, κοινή η επιστημονική, πως μια σχολική τάξη των 25 μαθητών δεν αποτελεί μεγαλύτερο κίνδυνο για τη διασπορά του ιού, τουναντίον, θέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο τους εκπαιδευτικούς, ενώ δεν έχει αποδειχθεί η παιδαγωγική αξία των ολιγομελών τμημάτων! Όλα αυτά τη στιγμή που μόλις δέκα μέρες μετά το άνοιγμα των σχολείων, 104 σχολικές μονάδες έχουν ήδη βάλει μερικό η ολικό λουκέτο λόγω covid-19 και τα κρούσματα συνεχώς αυξάνονται.
Επιπλέον, επιστρατεύτηκε όλο το συντηρητικό αφήγημα περί λίγων «ταραξιών» που κλείνουν παράνομα και με το έτσι θέλω τα σχολεία και εμποδίζουν την πλειοψηφία των παιδιών να κάνουν μάθημα. Σε ορισμένα μάλιστα σχολεία, έστειλαν την αστυνομία να εκφοβίσει τα παιδιά, ενώ στον Άλιμο, γονείς επιχείρησαν να σπάσουν με τη βία την κατάληψη, τραυματίζοντας μαθητές και επαναφέροντας στη μνήμη τις σκοτεινές εποχές του Καλαμπόκα. Αν μη τι άλλο, ο τραμπουκισμός παραμένει διαχρονική σταθερά της ελληνικής Δεξιάς, όσα φιλελεύθερα λίφτινγκ και αν κάνει.
Την ίδια στιγμή, επανεμφανίστηκε και η «άριστη» υπουργός της φωτοτυπίας, Άννα Διαμαντοπούλου, για να μας πει ότι καταλήψεις σχολείων σαν αυτές της Ελλάδας δεν γίνονται σε καμία δυτική δημοκρατία. Ισχυρισμός φυσικά, καταφανώς ψευδής, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς με μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο, στην οποία θα βρει καταλήψεις στη Γαλλία, τη Βρετανία και άλλες δυτικές χώρες, υπεράνω κάθε «τριτοκοσμικής» υποψίας.
Τον ηθικό πανικό της Δεξιάς απέναντι στις καταλήψεις απογείωσε το εγχώριο κακέκτυπο της alt-right ατζέντας, ο γνωστός και μη εξαιρετέος Κ. Μπογδάνος, με ένα τουίτ, μνημείο φιλελεύθερου και μετριοπαθούς: «Από τους καταληψίες της γενιάς μου οδηγηθήκαμε σε νέο εθνικό διχασμό, 100 δισεκατομμύρια επιπλέον χρέος, εθνική ήττα στο μακεδονικό, καταναγκαστικό εποικισμό, ασυδοσία των μπάχαλων. Λυπάμαι, αλλά δεν έχουμε καταλάβει τι φίδι ανεχόμαστε στον κόρφο των σχολείων μας.». Για μια ακόμη φορά, η φαλακρή Ραχήλ Μακρή της Νέας Δημοκρατίας δεν μας απογοήτευσε.
Όταν έγιναν γνωστά τα αιτήματα των καταλήψεων και είδαμε χιλιάδες παιδιά να διαδηλώνουν με μάσκες σε μια σειρά πόλεις της χώρας, η προπαγάνδα περί καταλήψεων κατά της μάσκας δεν μπορούσε πλέον να σταθεί. Τότε η κυβέρνηση και τα φιλικά προς αυτή μέσα, άλλαξαν πλεύση. Ορμώμενοι από ορισμένα συνθήματα όπως «λεφτά για την παιδεία και όχι για Ραφάλ», έφτασαν στο σημείο να ισχυριστούν ότι οι μαθητές υπονομεύουν την αμυντική προσπάθεια της χώρας, με αποκορύφωμα το ψυχροπολεμικό πρωτοσέλιδο της ΕΣΤΙΑΣ: “Η αριστερά στρέφει τις καταλήψεις εναντίον της αμύνης της χώρας”.
Όμως, το «λεφτά για την παιδεία και όχι για εξοπλισμούς» δεν είναι εφεύρεση των φετινών καταλήψεων, αλλά διαχρονικό σύνθημα του εκπαιδευτικού κινήματος και πηγάζει από την αναντίρρητη ελληνική πραγματικότητα: οι κυβερνήσεις ξοδεύουν δισεκατομμύρια σε εξοπλισμούς αλλά είναι πάντοτε φειδωλές όταν πρόκειται για την ενίσχυση της παιδείας ή της υγείας. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρήκε αμέσως 10 δισ. ευρώ για πολεμικά αεροπλάνα, πλοία και προσλήψεις ΕΠΟΠ, αλλά δεν μπορεί να βρει για να καλύψει τις επείγουσες κοινωνικές ανάγκες. Διότι λεφτόδεντρο υπάρχει μόνο για Ραφάλ και φρεγάτες, όχι για καθηγητές, γιατρούς και νοσοκόμους. Και ας είμαστε, υποτίθεται, σε πόλεμο με τον κορωνοϊό, όπως μας λένε τόσους μήνες και τα βασικά μας όπλα είναι… οι γιατροί και οι νοσοκόμοι.
Την πιο ευφάνταστη παρέμβαση εδώ την έκανε ο Αρίστος Δοξιάδης, εξέχον μέλος του Μετώπου της Λογικής, της Επιτροπής Πισσαρίδη και αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (άραγε υπάρχει κανένας ιεροκήρυκας της ελεύθερης αγοράς σε αυτή τη χώρα που να μη διαπλέκεται με το κακό «σοβιετικό» κράτος;). Ο άριστος (όνομα και πράγμα, not) κ. Δοξιάδης έθεσε μέσω τουίτερ το εξής ερώτημα στα παιδιά που κάνουν κατάληψη: «Rafale ή 24 μήνες θητεία στα σύνορα;».
Ιδού λοιπόν ποιο είναι το δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι σημερινοί νέοι, σύμφωνα με έναν εκπρόσωπο της ελληνικής αστικής τάξης: είτε θα συναινέσουν στην αγορά πανάκριβων εξοπλισμών, πληρώνοντάς τους με βαρύτερη φορολογία στους μισθούς των 400 ευρώ που τους έχουν καταδικάσει οι όμοιοι του κ. Δοξιάδη, ή θα εξαναγκαστούν να περάσουν δύο χρόνια από τη ζωή τους σε μια τρύπα στη γεωγραφία, κάνοντας γόπινγκ και κουβαλώντας τα ψώνια των καραβανάδων.
Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς, τη χυδαιότητα με την οποία ένας βολεμένος κουνά το δάχτυλο σε 15χρονους, το μέλλον των οποίων είναι ήδη υποθηκευμένο; Τον κραυγαλέο λαϊκισμό από κάποιον που στηλιτεύει υποτίθεται, τον λαϊκισμό όλων των άλλων; Γιατί τι σχέση έχουν τα Ραφάλ με τη θητεία των κληρωτών φαντάρων; Άλλες αμυντικές ανάγκες καλύπτουν τα μεν, άλλες η δε. Όσο και να αυξηθεί η θητεία, δεν πρόκειται να υποκαταστήσει τα πολεμικά αεροσκάφη. Δεν χολιάζουμε βέβαια πόσο απαραίτητα είναι και τα Ραφάλ και η υποχρεωτική θητεία.
Ρητορικά τα ερωτήματα ωστόσο. Η πρόθεση του Δοξιάδη εδώ δεν ήταν να εκθέσει μια δυσάρεστη μεν, υπαρκτή δε κατάσταση – τέτοια άλλωστε, δεν υφίσταται, αλλά να εκβιάσει τους νέους. Και σε αυτόν τον εκβιασμό δεν είναι μόνος, τον ακολουθούν, έστω και λιγότερο προκλητικά, πολλοί άλλοι εκπρόσωποι του ίδιου συστήματος, από τον Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, μέχρι τον Παπαχελά, ο οποίος μας καλούσε από τις σελίδες της Καθημερινής να σοβαρευτούμε και να βάλουμε την άμυνα της χώρας πάνω από τα αναδρομικά των συνταξιούχων.
Το ενδιαφέρον σε αυτά τα εκβιαστικά διλήμματα είναι ότι τα θέτουν πάντα οι από πάνω στους από κάτω, οι οικονομικά ισχυροί στους οικονομικά αδύναμους. Τους αυξημένους εξοπλισμούς πρέπει να τους πληρώνουν οι συνταξιούχοι, αποδεχόμενοι χαμηλότερες συντάξεις και οι εργαζόμενοι, αρκούμενοι σε χειρότερες κοινωνικές υπηρεσίες, όχι πχ. οι εφοπλιστές αποποιούμενοι τις δεκάδες φοροπαλλαγές που απολαμβάνουν ή οι μερισματούχοι, αρνούμενοι τη μείωση του φόρου που τους χάρισε η κυβέρνηση. Γιατί άραγε, δεν είναι πατριώτες αυτοί; Ή μήπως η πατρίδα απαιτεί θυσίες μόνο από τους φτωχούς;
Αλλά τέτοιες εναλλακτικές συνήθως δεν ακούγονται στη δημόσια συζήτηση και τις ελάχιστες φορές που ξεφύγουν από τον αποκλεισμό των συστημικών ΜΜΕ, απορρίπτονται αυτόματα, ως «λαϊκιστικές». Λαϊκισμός εδώ είναι η κωδική ονομασία για οτιδήποτε θίγει τα συμφέροντα και τα προνόμια των πλούσιων και των ισχυρών, σε αντίθεση με τις «σοβαρές και ρεαλιστικές» προτάσεις οι οποίες είναι μόνο αυτές που μεταθέτουν τα βάρη στα λαϊκά στρώματα.
Έτσι, ο Δοξιάδης και οι συν αυτώ μπορούν να εκβιάζουν ξεδιάντροπα τη νεολαία, να λαϊκίζουν προκλητικά, αλλά να παραμένουν «ρεαλιστές» και «μετριοπαθείς», οι «άριστοι» με τις τεχνοκρατικά άρτιες λύσεις για όλα μας τα προβλήματα. Ενώ όσοι τους αμφισβητούν είναι δημαγωγοί και εχθροπαθείς που διχάζουν την κοινωνία.
Το πρόβλημα όμως, για όλες και όλους εμάς είναι ότι αυτά τα διλήμματα δεν είναι ρητορικά πυροτεχνήματα. Μπορούν και τα κάνουν πράξη σε βάρος μας. Γιατί ναι, τα Ραφαλ θα πληρωθούν από την περικοπή των συντάξεων και των δαπανών για την υγεία και την παιδεία, από την αύξηση του δημοσίου χρέους που πάλι στις δικές μας πλάτες θα πέσει. Γιατί έτσι. Γιατί έχουν και το μαχαίρι και το πεπόνι.
Όσο λοιπόν και αν τους καταγγέλλουμε στα social media, όσο και αν αποδομούμε λογικά τα επιχειρήματά τους και αποκαλύπτουμε την ταξική μεροληψία που κρύβεται πίσω από την επίκληση του εθνικού συμφέροντος ή της τεχνοκρατικής αριστείας, θα συναντούμε πάντα έναν αδιαπέραστο τοίχο: την ισχύ τους. Και η ισχύς απαντιέται μόνο με ισχύ.
Οι Δοξιάδηδες και οι Μπογδάνοι θα μαζευτούν μόνο αν νιώσουν την καυτή ανάσα των από κάτω στον καλοταϊσμένο σβέρκο τους. Τότε θα τους κοπεί η αλαζονεία και θα γίνουν πιο διαλλακτικοί, έτοιμοι για υποχωρήσεις που μέχρι πρότινος τους φαίνονταν αδιανόητες. Σαν και αυτές που δήλωνε πρόθυμος να κάνει ο Joseph Kennedy, ο πατριάρχης της γνωστής οικογένειας, όταν το 1932, εν μέσω κραχ, της απειλής του ανερχόμενου εργατικού κινήματος και του σοβιετικού αντίπαλου δέους, δήλωνε έτοιμος να χάσει τη μισή του περιουσία αν έτσι έσωζε την άλλη μισή.
Ιστορικά, σπάνια οι από κάτω απαντούσαν στα εκβιαστικά δίπολα των από πάνω, με τα δικά τους. Τις λίγες φορές όμως που το έκαναν ήταν αμείλικτοι και το δίλημμα που έθεταν στους εκμεταλλευτές τους, τις Μαρίες Αντουανέτες της εποχής τους, ήταν ένα και απλό: γκουλάγκ ή γκιλοτίνα. Να ένα δίλημμα που θα μπορούσε να αντικαταστήσει το δίλημμα Δοξιάδη, δείχνοντας ότι γνωρίζει και η δική μας πλευρά την αρετή της μετριοπάθειας.