1987–1988: H χαμένη μάχη για τη μοναστηριακή περιουσία

Το 1985 η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με υπουργό Παιδείας τον Απόστολο Κακλαμάνη,  λίγους μήνες μετά τη δεύτερη εκλογική νίκη  στις εκλογές της 2ας Ιουνίου, επιχειρεί να δώσει μια λύση στο χρονίζον ζήτημα της μοναστηριακής περιουσίας. Καταθέτει λοιπόν  στη Βουλή  ( 14.10.1985), νομοσχέδιο  για τη «ρύθμιση θεμάτων μοναστηριακής περιουσίας». Η κατάθεση αυτή αποτέλεσε και την απαρχή μιας σύγκρουσης που κορυφώθηκε στη διετία 1987/1988 και κατέληξε σε μια νίκη (ποιάς άλλης) της Εκκλησίας αφού οι ψήφοι και το ποίμνιο υπερτερούσαν των εξαγγελιών του Ανδρέα Παπανδρέου και του κόμματός του ( σάμπως υλοποίησαν και τίποτα από αυτά που επαγγέλονταν μέχρι το 1981;).Πήγανε τάχα μου οι πράσινοι για μια σύγκρουση, αλλά δεν ξέρανε με ποιους θα έμπλεκαν και τελικά υποχώρησαν με μεγάλο θύμα, «Ιφιογένεια» της ιστορίας αυτής, τον μακαρίτη πιά Αντώνη Τρίτση που έκανε το λάθος να πάρει τοις μετρητοίς αυτά που έλεγε ο τότε αρχηγός του, ο Ανδρέας Παπανδρέου .Θα πείτε , ο μόνος ήταν που παραμύθιασε ο Ανδρέας, εδώ παραμύθιασε ολόκληρο λαό, σε ένα μεμονωμένο άτομο θα κόλλαγε; Έλα μου ντε…

Ας γυρίσουμε όμως σ’αυτή τη διδακτική ιστορία. Μόλις οι δεσποτάδες πήραν το κείμενο του νομοσχεδίου το συζήτησαν στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος (18,19,20 Νοεμβρίου), η οποία αποφάσισε να στείλει υπόμνημα στον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέoυ, με το οποίο, διαμαρτυρόταν «δια την ενέργειαν της κυβερνήσεως να προσέλθη εν αγνοία αυτής εις την σύνταξιν και κατάθεσιν του εν λόγω νομοσχεδίου, διότι κάτω από την μονομερή αυτήν πράξιν διαβλέπει τον κίνδυνον προστριβών μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, πράγμα το οποίον απεύχεται , αλλά και αποκρούει». Η Ιεραρχία ανέφερε ακόμη ότι είναι έτοιμη για διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση και πρόσθετε πως «δεν εννοεί , εν τούτοις, περιττόν να δηλώση ενταύθα ότι εις το πλαίσιον μιας ετεροβαρούς συμφωνίας θα εδέχετο η Εκκλησία να μεταβιβάση εις το Κράτος την δασικήν και αγροτικήν μοναστηριακήν περιουσίαν, λαμβάνουσα όμως ανταλλάγματα άλλης μορφής, ικανά να της εξασφαλίσουν ελευθερίαν και αξιοπρεπή ζωήν και δραστηριότητα».

Στις 13 Ιανουαρίου 1986, ο αρχιεπίσκοπος επισκέπτεται τον πρωθυπουργό στο Καστρί. Συζητούν το θέμα και στις 22 Φεβρουαρίου ο Ανδρέας Παπανδρέου παραλαμβάνει υπόμνημα, με το οποίο η Εκκλησία δηλώνει έτοιμη να παραχωρήσει τα 4/5 της δασικής και μοναστηριακής περιουσίας που διαχειριζόταν ο Οργανισμός Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας-ΟΔΕΠ ( η λεγόμενη ρευστοποιητέα), καθώς και τα 4/5 των εκτάσεων των μονών που ανήκαν σε αυτές, με ανταλλάγματα την εξασφάλιση της κυριότητας των εκτάσεων που θα παρέμεναν στην Εκκλησία, την κατάργηση της εισφοράς του 35% των ναών κ.λπ. Ειδικότερα για τις εκτάσεις μεγάλης αξίας της Αττικής  (π.χ. Βουλιαγμένη) προτεινόταν η «ανάπτυξή τους εν συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας».

 

Η πρόταση για σύμφωνο διάρκειας 100 ετών 

Στις θέσεις της Εκκλησίας απαντά εννέα μήνες μετά, τον Αύγουστο του 1986, ο νέος υπουργός Παιδείας Αντώνης Τρίτσης, προτείνοντας δύο εναλλακτικές λύσεις:

-Με την πρώτη προβλεπόταν η υπογραφή συμφώνου 100 ετών για την ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας και η αξιοποίησή της από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που θα παρέδιδαν το 10% από τις εισπράξεις στην Εκκλησία και το 5% στην Πολιτεία, ενώ για τις αστικές εκτάσεις ( τα λεγόμενα και «φιλέτα») πρότεινε τη δημιουργία ειδικού φορέα.

-Με τη δεύτερη λύση η Εκκλησία θα παραχωρούσε στην Πολιτεία τη  μη αστική περιουσία της με ορισμένα ανταλλάγματα.

Ακολούθησαν αλλεπάλληλες επαφές της τετραμελούς επιτροπής μητροπολιτών που είχε ορίσει η Ιεραρχία (ο νυν αρχιεπίσκοπος και τότε μητροπολίτης Θηβών Ιερώνυμος, ο τότε μητρoπολίτης Δημητριάδος και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ο νυν μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος τότε μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως και ο τότε μητροπολίτης Τρίκκης Αλέξιος) με τον υπουργό Παιδείας, οι οποίες, όμως,   κατέληξαν σε αδιέξοδο.

Όλο αυτό το διάστημα ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου και ο αρχιεπίσκοπος φροντίζουν  να κρατηθούν μακριά από τις καθημερινές συγκρούσεις. Και οι δυο «μανούλες» στην ίντριγκα και το μανιπουλάρισμα καταστάσεων. Έτσι αποφεύγουν την «φθορά» και παραμένουν ως ένα είδος « Αρείου Πάγου» που θα μπορούσε να δώσει τη λύση σε περίπτωση εμπλοκής.

Τον Φεβρουάριο του 1987, γίνεται η τελευταία συνάντηση της επιτροπής των μητροπολιτών με τον Αντώνη Τρίτση, ο οποίος δηλώνει πως η Πολιτεία είναι αποφασισμένη να προχωρήσει στη λύση του προβλήματος ακόμη και μονομερώς. Στο μεταξύ πολλές οργανώσεις του κυβερνώντος κόμματος και τα κόμματα της Αριστεράς  ζητούν να λυθεί παράλληλα και το ζήτημα της συμμετοχής του λαικού στοιχείου στη διοίκηση  της Εκκλησίας. Έτσι το νομοσχέδιο που κατατίθεται στη Βουλή στις 12 Μαρτίου, περιλαμβάνει και διατάξεις για τη συμμετοχή λαικών στα μητροπολιτικά και εκκλησιαστικά συμβούλια. Ως περιουσία των μοναστηριών αναγνωρίζονταν μόνο όσα είχαν τίτλους που είχαν μεταγραφεί στα Υποθηκοφυλακεία.

 

Τους «έκαιγε» η λαϊκή συμμετοχή 

Η αντίδραση της Ιεραρχίας είναι έντονη. Το θέμα της περιουσίας περνάει σε δεύτερη μοίρα και τα πυρά των μητροπολιτών δέχονται κυρίως οι διατάξεις για τα μητροπολιτικά και εκκλησιαστικά συμβούλια. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος επιστρέφει το νομοσχέδιο «με την υπόδειξη να επέλθουν ουσιώδεις τροποποιήσεις, επειδή πολλές επίμαχες διατάξεις αντίκεινται στο ισχύον Σύνταγμα και καταλύουν  κατάφωρα τα αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας της Ελλάδος».

 

 Ο Μητσοτάκης θυμήθηκε το Μωάμεθ τον πορθητή 

Οξύτατη είναι και η αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας. Ο τότε πρόεδρος της Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δηλώνει πως «ούτε ο Μωάμεθ ο Πορθητής ή άλλος σουλτάνος στη διάρκεια της μακραίωνης δουλείας του γένους διανοήθηκαν ποτέ να υποδουλώσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία, οικονομικά και διοικητικά , με τον τρόπο που το επιχειρεί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ».

 

Η Ιεραρχία καλεί σε συλλαλητήρια 

Όμως ο Τρίτσης εμφανίζεται αμετακίνητος στις θέσεις του , ενώ ο πρωθυπουργός δεν απαντά στο αίτημα των μητροπολιτών για συνάντηση μαζί του . Αφού τα έλεγε με  τον Σεραφείμ, τι δουλειά είχε να μπλέξει με τους μητροπολίτες και να δεσμευτεί;

Η Ιεραρχία αντιδρά στις 19 Μαρτίου, με εξαγγελία συλλαλητηρίων σε όλη τη χώρα και απευθύνει εκκλήσεις για συμπαράσταση σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, τον ΟΗΕ, το Βατικανό και το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών. Οι μητροπολίτες απέχουν επίσης και από τις δοξολογίες και παρελάσεις για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου.

Παράλληλα οι μητροπολίτες προχωρούν σε μια κίνηση αντιπερισπασμού, διακηρύσσοντας ότι Η Εκκλησία «διανέμει  η ίδια σε αποδεδειγμένως ακτήμονες , απόρους, αγρότες και πολυτέκνους μέρος της μοναστηριακής περιουσίας, εξασφαλιζομένης απλώς της επιβιώσεως των ιερών μονών».

Στις 22 Μαρτίου γίνονται μικροεπεισόδια σε κάποιους ναούς στη διάρκεια της ανάγνωσης της εγκυκλίου της Ιεραρχίας για το θέμα του νομοσχεδίου του Τρίτση. Τρεις μέρες αργότερα, ένας μόνο ιερέας χοροστατεί στην επίσημη δοξολογία στη μητρόπολη των Αθηνών παρουσία του προέδρου της Δημοκρατίας Χρήστου Σαρτζετάκη και του πρωθυπουργού, ενώ ο αρχιεπίσκοπος και τα μέλη της Ιεραρχίας λειτουργούν στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών.

Την 1η Απριλίου γίνεται ένα μεγάλο συλλαλητήριο στο Σύνταγμα με κεντρικό σύνθημα «Κάτω τα χέρια από την Εκκλησία». Εκεί (μετά από μια σύντομη προσφώνηση του αρχιεπισκόπου) κεντρικός ομιλητής είναι ο μητροπολίτης Δημητριάδος Χριστόδουλος που χρησιμοποίησε πολύ σκληρές εκφράσεις για την κυβέρνηση. Ήταν η πρώτη ( σε πανελλαδικό επίπεδο) εμφάνιση του Χριστόδουλου που μετά από 11 χρόνια θα ανέβαινε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών.

Μία μέρα μετά ο «νόμος Τρίτση» (1700/1987) , όπως έμεινε στην Ιστορία, ψηφίζεται στη Βουλή από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του ΚΚΕεσωτ., ενώ οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας αποχώρησαν λίγο πριν αρχίσει η ψηφοφορία.

Στο νόμο περιλήφθηκαν συμβιβαστικές τροπολογίες, τις οποίες κατάθεσε την τελευταία στιγμή ο υπουργός Παιδείας, για τα δικαιώματα των μητροπολιτών στη συγκρότηση των μητροπολιτικών και εκκλησιαστικών συμβουλίων, που χαρακτηρίστηκαν από την Ιεραρχία, «προπέτασμα καπνού» και «εμπαιγμός».

Οι μητροπολίτες , σκληραίνοντας τη στάση τους απείλησαν ακόμη και με άρση του Αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος και υπαγωγή της και πάλι στο Φανάρι. Επίσης δήλωσαν πως δεν πρόκειται να εφαρμόσουν τα διατάγματα που θα έπρεπε να εκδοθούν για την εφαρμογή του νόμου και κάλεσαν την κυβέρνηση σε νέες συνομιλίες από «μηδενική βάση».

 

Η εξ Αμερικής παρέμβαση 

Όμως όσο περνούσε ο καιρός η ένταση άρχισε να υποχωρεί. Ξεκίνησαν μάλιστα και οι πρώτες «διακριτικές» επαφές για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης. Εδώ έπαιξε καθοριστικό ρόλο η «αμερικανική βοήθεια» στο πρόσωπο του αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιακώβου. Ο Ιάκωβος, μετά από συνεννόηση και με το Φανάρι, φτάνει στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου και σε όλες τις συζητήσεις που είχε με τον πρωθυπουργό, τον υπουργό Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια και τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, εξετάζεται και το θέμα της κρίσης στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας. Παρά τις επίσημες διαψεύσεις , όλοι γνωρίζουν πως ο Ιάκωβος είχε αναλάβει και στο θέμα αυτό ρόλο μεσολαβητή.

Οι συζητήσεις προχωρούν παρά τις φραστικές αντιπαραθέσεις και τις προσφυγές μητροπολιτών στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με τις οποίες ζητούσαν να κηρυχτούν αντισυνταγματικός ο νόμος 1700/87 και η απόφαση του υπουργού Παιδείας να διορίσει τα μέλη του νέου Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΔΕΠ. Τα πυρά της Ιεραρχίας αρχίζουν σιγά σιγά να επικεντρώνονται στον υπουργό Παιδείας, αφήνοντας στο απυρόβλητο τον πρωθυπουργό, ο οποίος καλείται να δώσει λύση στο πρόβλημα. Ο Αντώνης Τρίτσης αποτελεί και την αιτία για τη μη πραγματοποίηση μέσα στον Αύγουστο, δύο συναντήσεων του Παπανδρέου με τον Σεραφείμ. Ο αρχιεπίσκοπος αρνείται να συζητήσει παρουσία του αρμόδιου υπουργού Παιδείας.

Τελικά η συνάντηση πραγματοποιείται στις 17 Σεπτεμβρίου. Αρχικά συζητούν μόνοι τους ο αρχιεπίσκοπος και ο πρωθυπουργός και στη συνέχεια φωνάζουν και τον υπουργό Παιδείας. Αποφασίζεται η σύσταση οκταμελούς επιτροπής για τη «ρύθμιση θεμάτων του ευρύτερου φάσματος των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας».

Η πορεία προς την «συνδιαλλαγή» δεν παρεμποδίζεται ούτε και από την απόφαση της Ιεραρχίας να επιβάλει «επιτίμιο», με το οποίο απαγορεύεται η μετάληψη στα εφτά μέλη της Διοίκησης του ΟΔΕΠ που είχαν διοριστεί από τον υπουργό Παιδείας. Το «επιτίμιο» που αφορούσε στον πρόεδρο Γ. Ανωμερίτη, τον αντιπρόεδρο Κ. Σοφούλη και τα μέλη παπα Γιώργη Πυρουνάκη, Κ. Γεωργουσάκο, Ν. Ζαχαρόπουλο, Φ. Παναγιωτόπουλο και Β. Τσάκωνα ήρθη τελικά λίγο πριν από το Πάσχα του 1988.

Οι συζητήσεις καταλήγουν σε μια κατ’ αρχήν συμφωνία και στις 3 Νοεμβρίου ο πρωθυπουργός και ο αρχιεπίσκοπος  υπογράφουν στο Καστρί το προσχέδιο συμφωνίας για τη μοναστική περιουσία, χωρίς την παρουσία του υπουργού Παιδείας. Ο Τρίτσης και άλλα στελέχη του ΠΑΣΟΚ αντιδρούν στο συμβιβασμό. Μάλιστα στις 7 Φεβρουαρίου 1988 δημοσιεύεται στο «Βήμα» η ριζοσπαστική πρόταση στελεχών του υπουργείου Παιδείας  προς την Επιτροπή για τη ρύθμιση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας που αποβλέπει στην «κατάργηση της δεσποτοκρατίας» και την «καθιέρωση δημοκρατικού καθεστώτος στην Εκκλησία.

Την επομένη ο πρωθυπουργός, ύστερα από συνεννόηση με τον αρχιεπίσκοπο δηλώνει ότι «η κυβέρνηση δεν υιοθετεί τις προτάσεις, τις οποίες απέστειλε στη μικτή Επιτροπή Εκκλησίας –Πολιτείας μια Επιτροπή του υπουργείου Παιδείας» και σπεύδει να υπογραμμίσει την αλλαγή του κλίματος, λέγοντας πως «με τον αρχιεπίσκοπο, που τυχαίνει να είναι και προσωπικός μου φίλος, είχαμε μια συζήτηση πάνω στα θέματα που αφορούν τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας , στην οποία διαπιστώσαμε σύμπνοια» (σας θυμίζουν τίποτα αυτές οι εκφράσεις φιλίας σε σχέση με όσα διαδραματίζονται στις μέρες μας για τα θέματα της Πολιτείας και της Εκκλησίας τόσο με τον Τσίπρα όσο ήτανε πρωθυπουργός, όσο και τον Μητσοτάκη).

Η τύχη του Αντώνη Τρίτση έχει πλέον προδιαγραφεί. Στις 13 Φεβρουαρίου, υπέβαλε την πρώτη παραίτηση. Μαζεύει μάλιστα και τα προσωπικά του χαρτιά από το γραφείο του, αλλά την επομένη την ανακαλεί, ύστερα από συνάντησή του με τον πρωθυπουργό.

Πέντε μέρες μετά, στις 18 Φεβρουαρίου γίνεται νέα συνάντηση του Α. Παπανδρέου με τον Σεραφείμ στο Καστρί. Συμμετέχουν οι νομικοί σύμβουλοι του πρωθυπουργού Γ. Κασιμάτης και του αρχιεπισκόπου Γ. Λιλαίος. Απών, για μια ακόμη φορά, ο υπουργός Παιδείας. Και στις 29 Φεβρουαρίου ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Πέτσος , ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης, ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ με τους μητροπολίτες Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμο και Κοζάνης Διονύσιο, ως εκπρόσωποι της Εκκλησίας, υπογράφουν στο Καστρί τη συμβολαιογραφική πράξη για την παραχώρηση της περιουσίας.

Για τον Τρίτση δεν υπάρχουν πια περιθώρια παραμονής στην κυβέρνηση. Εξαναγκάζεται σε παραίτηση στις 9 Μαίου 1988. Ουσιαστικά εκδιώκεται.

Για λίγες μέρες κι έτσι για τα μάτια του κόσμου το υπουργείο ανέλαβε ο Απόστολος Κακλαμάνης (από τις 9 Μαίου έως τις 22 Ιουνίου) για να ακολουθήσει η ανάθεση του υπουργείου στον πρωθυπουργικό υιό,  τον  Γιώργο Παπανδρέου.

 

Οι «νικητές» και οι «ηττημένοι» 

«Δεν υπάρχουν ούτε νικητές ούτε ηττημένοι» δήλωνε ο μητροπολίτης (νυν Θεσσαλονίκης) Άνθιμος μετά τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον αρχιεπίσκοπο στην οποία οριστικοποιήθηκε το προσύμφωνο για τη μοναστηριακή περιουσία. Από μια άποψη ο μητροπολίτης , που ήταν ένας από τους αρχιτέκτονες της λύσης που δόθηκε, είχε δίκιο. Η Εκκλησία διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος αυτών που (προς στιγμήν) κινδύνευσε να χάσει, ενώ η Πολιτεία κράτησε, έστω και αποδυναμωμένο, το νόμο 1700/87.

Όμως η προσεκτική ανάγνωση των δηλώσεων αβροφροσύνης που συνήθως ανταλλάσσονται όταν δύο αντίπαλες πλευρές καταλήγουν σε συμφωνία και κυρίως όσα έγιναν ( ή δεν έγιναν) μετά, αποδεικνύει ότι σε αυτή τη μάχη υπήρξαν και «νικητές» και «ηττημένοι».

Η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να προχωρήσει στην ψήφιση διατάξεων που ουσιαστικά αναιρούσαν τη δυνατότητα λαικής συμμετοχής στα μητροπολιτικά και εκκλησιαστικά συμβούλια. Ακόμη έμειναν έξω από τη συμφωνία τα μεγάλης αξίας αστικά ακίνητα της Εκκλησίας.

Όσο για τη μοναστηριακή περιουσία, η τύχη της εκκρεμεί ακόμη και σήμερα.

 

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου 

Τη σύμβαση υπέγραψαν 149 μοναστήρια. Κανένα όμως από αυτά δεν ήταν μεγάλο. Οκτώ μονές με τεράστια περιουσία (όπως η μονή Πετράκη) προσέφυγαν στην  Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης που παρέπεμψε την υπόθεση στο Ευρωπαικό Δικαστήριο, το οποίο με τη σειρά του έκρινε ότι ο επίμαχος νόμος παραβιάζει το Πρωτόκολλο και το Κοινοτικό Δίκαιο και το ελληνικό κράτος πρέπει να αποζημιώσει τις θιγόμενες μονές. Έτσι ο νόμος κατάντησε ανεφάρομοστος ανεφάρμοστος…

Κλείνοντας αξίζει να θυμηθούμε τι έγραφε πριν από ενεντήντα οχτώ χρόνια ο μεγάλος παιδαγωγός, ο κομμουνιστής δάσκαλος ο Δημήτρης Γληνός στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» στα τέλη του 1932, αρχές του 1933, σε σειρά σημειωμάτων με τίτλο «Πνευματικές μορφές της αντίδρασης»:

«…Η Ελληνική αστική τάξη δεν βρέθηκε στην ανάγκη να κάμει δυνατούς αγώνες αντιθρησκευτικούς και αντικληρικούς, όπως έγινε σε άλλες χώρες τον καιρό, που οι αστοί στην εξόρμησή τους για την κατάχτηση της εξουσίας έβρισκαν αντιμέτωπη την εκκλησία σύμαχο της φεουδαρχίας. Το κράτος το ελληνικό, που δημιουργήθηκε κατά το 1830 την εκκλησία την υπόταξε διοικητικά και την άφησε στον εσωτερικό μαρασμό της, προστατεύοντας την μόνο απέναντι στις ξένες προπαγάντες. Και η Ελληνική εκκλησία στηριγμένη σε μιάν αμετακίνητη 

Παράδοση έπαιζε τον αντιδραστικό  ρόλο της περισσότερο με τη νέκρα της παρά με τη δράση της. Το κράτος το απασχολούσε μόνο σαν επίπεδο ρουσφετολογίας στη μοιρασιά των επισκοπικών εδρών και στη διοίκηση των μοναστηριακών χτημάτων…».

Κουβέντες που αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που ειπώθηκαν παραμένουν επίκαιρες πολύ περισσότερο που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να παραπέμπεται στις καλένδες το αναγκαίο και απόλυτα προοδευτικό ζήτημα του χωρισμού του κράτους που κάθε φορά κατά την  οποία συζητείται η αναθεώρηση του Συντάγματος πετάγεται στα άχρηστα από όλες τις κυβερνήσεις είτε συντηρητικές είναι ( αυτέςτη δουλειά τους κάνουν) είτε «αριστερές» ( τάχαμου)  είτε και «προοδευτικές» ( τρομάρα τους)…