Αξιολόγηση

Αξιολόγηση

 

Το σκεπτικό

Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 εισήλθε στο λεξιλόγιο των ελλήνων πολιτικών ταγών η έννοια της «αξιολόγησης» των Πανεπιστημίων. Σύμφωνα με τη συλλογιστική που αναπτύχθηκε, και αναπαράχθηκε κατά κόρον από τα ΜΜΕ, τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι πολύ χαμηλού επιπέδου και η μόνη λύση σε αυτό το πρόβλημα  είναι η «αξιολόγησή» τους έτσι ώστε να βελτιωθεί η ποιότητά τους. Ωστόσο πάρα τη χρόνια υποχρηματοδότηση για την εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία το ελληνικό πανεπιστήμιο κατόρθωσε να εκπαιδεύσει εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα (αλήθεια θα μπορούσε κάποιος να μας πληροφορήσει το πότε ακριβώς ξεκίνησε η κάθοδος το επιπέδου του;), να συμβάλει στην ανάπτυξη στην επιστημονική έρευνα τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο (πράγμα που αποδεικνύει και σχετική μελέτη του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης) στην ανάδειξη αποφοίτων υψηλού επιπέδου που όχι μόνο γίνονται αμέσως αποδεκτοί από  τα πανεπιστήμια του εξωτερικού αλλά πολλοί από αυτούς μη βρίσκοντας αξιοπρεπή  απασχόληση στη μνημονική Ελλάδα, τα στελεχώνουν κιόλας. 

Στην πραγματικότητα  πίσω από την αξιολόγηση κρύβεται μια προσπάθεια μετάλλαξης του Πανεπιστημίου. Φυσικά εντός του πλαισίου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής το Πανεπιστήμιο πάντα ήταν ένας θεσμός που αναλάμβανε να υλοποιήσει μέρος της αναπαραγωγής του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και να την νομιμοποιήσει ιδεολογικά. Ωστόσο μέχρι πρότινος υπήρχε μια απόσταση, ένα περιθώριο, ανεξάρτητης λειτουργίας  που του επέτρεπε να λειτουργήσει και ως μηχανισμός  αναστοχασμού δημιουργώντας έτσι ένα χώρο μετάδοσης γνώσεων, έρευνας, και πραγματοποίησης επιστημονικών συζητήσεων. Τώρα όμως βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη τομή αφού  επιχειρείται να αυξηθεί ραγδαία ο βαθμός πρόσδεσής του με την τέχνη του επιχειρείν (γι΄αυτό στο νόμο Διαμαντοπούλου υπάρχει πρόνοια για τη δημιουργία Ανώνυμης εταιρείας η οποία θα διαχειρίζεται την περιουσία του πανεπιστημίου). 

Για την επίτευξη τους παραπάνω στόχους έγιναν  διάφορες προσπάθειες δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου αξιολόγησης, εμείς χάριν συντομίας θα σταθούμε μόνο σε αυτές των δύο τελευταίων χρόνων

 

Το θεσμικό πλαίσιο

Με τους πρόσφατους νόμους Διαμαντοπούλου και Αρβανιτόπουλου η Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ) έχει τον κυρίαρχο ρόλο στη διαδικασία της αξιολόγησης μέσω της σύναψης  συμφωνιών τετραετούς  προγραμματικού σχεδιασμού μεταξύ ΑΕΙ και Υπουργείου Παιδείας. Στην περίπτωση όπου η ΑΔΙΠ κρίνει πως παραβιάστηκε (από πλευράς ΑΕΙ φυσικά) αυτή η συμφωνία τότε επιβάλλεται η περικοπή της χρηματοδότησης του ιδρύματος, μια χρηματοδότηση που πραγματοποιείται και μέσω της ανταπόκρισης σε μια σειρά από δείκτες τους οποίους ελέγχει η ΑΔΙΠ (πχ πορεία επαγγελματικής ένταξης των αποφοίτων, προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών, συμμετοχή καθηγητών σε ανταγωνιστικά προγράμματα έρευνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης) κλπ. 

Φυσικά πρόκειται για κριτήρια εντελώς εξωτερικά προς τη λειτουργία των Πανεπιστημίων: το επίπεδο της ανεργίας οφείλεται στη μακροοικονομική κρατική πολιτική και όχι στο περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών εκτός αν πιστέψουμε πως η χαμηλή ανεργία της δεκαετίας του ’70 οφειλόταν στο τότε υψηλό επίπεδο των ελληνικών πανεπιστημίων. Οι αλλοδαποί φοιτητές θα ενδιαφερθούν να έρθουν σε μια χώρα αν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στο εκεί επίπεδο διαβίωσης ενώ η λογική της προσέλκυσης, βάση διδάκτρων θέτει το ζήτημα της ανταπόκρισης στις απαιτήσεις ενός δυνάμει «πελάτη». Τα ανταγωνιστικά προγράμματα της ΕΕ, πέραν των ελλιπών υποδομών που έχει στη διάθεσή του ο έλληνας πανεπιστημιακός για να μπορέσει να συμμετάσχει ισότιμα στη διεκδίκησή τους, αφορούν σε συντριπτικό συγκεκριμένους κλάδους τεχνολογίας αιχμής και  προωθούνται από τα μεγάλα επιχειρηματικά συγκροτήματα ως συμβολή στην ανάπτυξη των δικών τους επιχειρηματικών σχεδίων.  

Σε αυτό το πλαίσιο οι διαδικασίες «αξιολόγησης»  οδηγούν τα πανεπιστήμια σε μια όλο και πιο ιδιωτικοποιημένη λειτουργία και προσπάθεια προσπόρισης εξωτερικών πόρων. Διότι ποια επιτροπή αξιολόγησης θα βάλει ποτέ χαμηλό βαθμό σε ένα Πανεπιστήμιο που παρουσιάζει έσοδα (για να μην γράψουμε κέρδη) που ξεπερνούν κατά πολύ τη δημόσια χρηματοδότηση; Αντίθετα, ένα τέτοιο ΑΕΙ θα αποτελέσει  παράδειγμα προς μίμηση για τα υπόλοιπα ωθώντας τα να λειτουργήσουν  όπως και αυτό.

Με όλα αυτά δε θέλουμε να υποστηρίξουμε πως έχει δημιουργηθεί μια παντοδύναμη ΑΔΙΠ. Αυτό που λέμε είναι πως υπάρχει μια πολιτική κατεύθυνση προσανατολισμού των πανεπιστημίων προς την τέχνη του επιχειρείν. Σε αυτό συμβάλει η λειτουργία της ΑΔΙΠ αλλά το κεντρικό/ καθοριστικό ρόλο τον έχει η εκάστοτε κυβέρνηση. Άλλωστε η  μέχρι στιγμής εμπειρία έχει δείξει πως όσα τμήματα και πανεπιστήμια έκλεισαν αυτό έγινε με αποφάσεις του υπουργείου Παιδείας.   Αυτό σημαίνει πως για να μπορεί ένα ΑΕΙ να λειτουργεί απρόσκοπτα θα πρέπει όχι μόνο να υπακούει στην καθοδήγηση της ΑΔΙΠ (αλήθεια που είναι η αυτοτέλεια των Πανεπιστημίων;) αλλά και να προνοεί να έχει επάρκεια δικών του πόρων ως αντιστάθμισμα στις πολιτικές περιορισμού της δημόσιας παιδείας.

 

Μπορεί να υπάρξει καλή αξιολόγηση;     

Κάτω από αυτό πρίσμα απόψεις που θεωρούν πως η «αξιολόγηση» αποτελεί μια ουδέτερη και αναγκαία διαδικασία η οποία θα πρέπει να πραγματοποιείται διατηρώντας τις αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αυτοδιοίκησης, μπορεί να εμφορούνται από αγαθές προθέσεις αλλά παρουσιάζουν αντιφάσεις ακριβώς γιατί αφενός δεν αντιλαμβάνονται το περιεχόμενο της ιδιωτικοποίησης και αφετέρου διότι παραγνωρίζουν τις θεμελιώδεις αλλαγές που επιφέρει η διαδικασία της «αξιολόγησης».

                 Η ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ δεν σημαίνει, όπως συχνά πιστεύεται, μια διαδικασία όπου είτε τα υπάρχοντα ΑΕΙ θα πωληθούν σε ιδιώτες είτε θα επιτραπεί η λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ. Η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων πανεπιστημίων συνιστά μια μακρόχρονη διαδικασία η οποία χαρακτηρίζεται  από την επίταση της παρουσίας της κουλτούρας της αγοράς και της αποτελεσματικότητας/ ανταποδοτικότητας  Ο στόχος είναι η προσαρμογή/ ευθυγράμμιση των προγραμμάτων σπουδών στις ανάγκες της αγοράς, η δημιουργία μιας κουλτούρας διαπλοκής με την τέχνη του επιχειρείν μέσω της όλο και μεγαλύτερης αύξησης του κύκλου εργασιών που θα αποφέρει η ανάληψη ευρωπαϊκών προγραμμάτων αλλά και η πραγματοποίηση μελετών και ερευνών για επιχειρήσεις με τη μορφή της εργολαβίας. Κατά συνέπεια δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες σχετικά με το ποιο είδος κριτηρίων θα επικρατήσει τελικά να χρησιμοποιείται. Από τη στιγμή που δεχόμαστε τη λογική της «αξιολόγησης», ως μορφή όχι ως περιεχόμενο, θα είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε τις όποιες κυβερνητικές αποφάσεις δεδομένου ότι θα έχουμε συμφωνήσει στο αρχικό και θεμελιώδες σημείο.

Ωστόσο κατανοούμε ένα καλοπροαίρετο ερώτημα. Και τα ΑΕΙ θα πρέπει να λειτουργούν ανεξέλεγκτα και να μη δίνουν σε κανένα λογαριασμό; Η θέση μας είναι πως τα ΑΕΙ μπορούν να καθιερώσουν διαδικασίες αυτοαποτίμησης της δράσης τους. Στην αρχή κάθε χρονιάς να εγκρίνεται ο προγραμματισμός δράσης τόσο κάθε ΑΕΙ όσο και κάθε Τμήματος ξεχωριστά και στο τέλος της χρονιάς να υπάρχει δημόσια αποτίμηση σχετικά με το τι έγινε και το δεν έγινε  και γιατί δεν πραγματοποιήθηκαν αυτά που είχαν προγραμματισθεί.