Τι σημαίνουν οι πρόσφατες ανατροπές στη Λιβύη
Υποχώρηση των δυνάμεων του στρατάρχη Χάφταρ στη δυτική Λιβύη, με εγκατάλειψη (που εκ των υστέρων εμφανίζεται ως τακτική κίνηση) του κύριου αεροδρομίου που έλεγχε στην περιοχή. Ενισχυμένη αυτοπεποίθηση της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης Σαράτζ στην Τρίπολη. Επικοινωνία Τραμπ-Μακρόν με αντικείμενο και την λιβυκή κρίση. Κοινή πρωτοβουλία των υπουργών Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ και της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου για κατάπαυση του πυρός στη Λιβύη. Καταγγελίες για μεταφορά από την Τουρκία χιλιάδων ανταρτών της Συρίας στο λιβυκό έδαφος, αλλά και για αεροσκάφη σοβιετικής κατασκευής που έχουν τεθεί στην διάθεση του Χάφταρ, προφανώς από τη Μόσχα. Τηλεδιάσκεψη του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια με τον Αμερικανό πρεσβευτή στην Τρίπολη. Συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν. Απειλές του Χάφταρ ότι θα στοχοθετήσει ευθέως με την αεροπορία του τις τουρκικές δυνάμεις που στηρίζουν την κυβέρνηση Σαράτζ.
Αυτές είναι μερικές από τις εξελίξεις των τελευταίων 24ώρων που καταδεικνύουν την ενισχυμένη ένταση με την οποία προβάλλει το ζήτημα της Λιβύης στο προσκήνιο – κατά τρόπο μάλιστα που διόλου δεν δείχνει να ευνοεί τα ελληνικά συμφέροντα, ταυτισμένα μετά την συνυπογραφή των τουρκο-λιβυκών μνημονίων με την προοπτική μιας ταχείας επέλασης του Εθνικού Λιβυκού Στρατού του Χάφταρ.
Η κατανόηση των εξελίξεων αυτών, πόσο μάλλον η χάραξη πολιτικής για το λιβυκό ζήτημα, προϋποθέτει τον συνυπολογισμό κρίσιμων συμφραζομένων.
Σε μία χώρα, όπως η Λιβύη, όπου βαραίνει ακόμη η οργάνωση της κοινωνίας σε φυλές και όπου ο κρατικός μηχανισμός ήταν ανέκαθεν ισχνός, η αντιπαράθεση είναι πολύ πιο περίπλοκη απ’ ό,τι μια σύγκρουση μεταξύ συγκροτημένων στρατών. Τα “στρατόπεδα” και τα “μέτωπα” αναδιατάσσονται με σχετική ευκολία, καθώς φυλές που συμπολεμούν με τη μία πλευρά εγκαταλείπουν τους συμμάχους τους, αν δελεαστούν κατάλληλα από την άλλη πλευρά ή απλώς δουν τις προσδοκίες τους για άμεσα αποτελέσματα να μην υλοποιούνται και την σύγκρουση να τραβά σε μάκρος. Τέτοια δείχνει να είναι και η αιτία της απώλειας των προγεφυρωμάτων του Χάφταρ στα δυτικά.
Μεταξύ των διεθνών παικτών που διεξάγουν στη Λιβύη τον δικό τους πόλεμο δι’ αντιπροσώπων προκύπτουν νέες προτεραιότητες στη συγκυρία της πανδημίας του κορονοϊού. λ.χ. η σθεναρά αντιτιθέμενη στους ισλαμιστές περί τον Χάφταρ Αίγυπτος βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τεράστια οικονομική κρίση (όπως άλλωστε και έξωθεν χρηματοδότες της, όπως η Σαουδική Αραβία), με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι διαθέσεις και οι επιχειρησιακές ικανότητές της για εκτεταμένη εμπλοκή εκτός συνόρων. Αλλά και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, καίτοι δεν έχουν χάσει ούτε την ισχύ ούτε τη διάθεσή τους για αντιπαράθεση με το μέτωπο Τουρκίας-Κατάρ-Μουσουλμανικής Αδελφότητας, δείχνουν να προσανατολίζονται σε επιλογές περιορισμού της “υπερέκθεσής” τους, όπως προκύπτει και από την απεμπλοκή τους από τον πόλεμο της Υεμένης.
Η πλευρά που αντιμάχεται την κυβέρνηση Σαράτζ βρίσκεται έτσι περισσότερο εξαρτημένη από τη στήριξη της Ρωσίας – αν και αυτό δεν μεταφράζεται σε αποκλειστική πρόσδεση της Μόσχας στην “λύση Χάφταρ”. Αντιθέτως, η ρωσική πλευρά φέρεται να χάνει την υπομονή της με τον στρατάρχη και να καλλιεργεί εναλλακτικές επαφές στην ανατολική Λιβύη. Οπωσδήποτε, η ενίσχυση του αποτυπώματός της στη βόρεια Αφρική είναι ένα καλοδεχούμενο διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στην Άγκυρα, προκειμένου να εξασφαλισθεί η τήρηση των συμπεφωνημένων για τη Συρία.
Σε κάθε περίπτωση, οι κρίσεις σε Συρία και Λιβύη θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως συγκοινωνούντα δοχεία, όπως δείχνει η ευκολία με την οποία η Άγκυρα μετέφερε τους προστατευόμενούς της αντάρτες από το ένα μέτωπο στο άλλο, αλλά και η προθυμία της κυβέρνησης Άσαντ στη Δαμασκό να καλλιεργήσει τις σχέσεις της με τον Χάφταρ.
Η Αθήνα, που έχει κάθε λόγο να ανησυχεί για την προβολή της τουρκικής ισχύος στη Μεσόγειο, βρίσκεται ωστόσο περισσότερο ή λιγότερο αποκομμένη από τις δυνάμεις εκείνες (Μόσχα, Δαμασκό) που επιθυμούν και δύνανται να χαλιναγωγήσουν, δια του μαστιγίου και του καρότου, την Άγκυρα.
Αντιθέτως, οι Δυτικοί εταίροι και σύμμαχοι προσδιορίζουν τη στάση τους πρωτίστως με βάση νεοψυχροπολεμικά κριτήρια. Με άλλα λόγια, η ανάσχεση της Ρωσίας είναι μεγαλύτερη προτεραιότητα από την οριοθέτηση των ορέξεων της Άγκυρας, που άλλωστε αποτελεί χώρα του ΝΑΤΟ και είναι επιδεκτική “χειρισμών” και “συνεννοήσεων”, με τα αντίστοιχα ανταλλάγματα.