Κοινωνικές επιστήμες και εκπαίδευση

Παναγιώτης Σωτήρης

Η διαμάχη που έχει ξεσπάσει σε σχέση με την προτεινόμενη επαναφορά των λατινικών στη θέση της κοινωνιολογίας ως πανελλαδικά εξεταζόμενου μαθήματος σε ένα από τα επιστημονικά πεδία επανέφερε το ερώτημα για τη θέση των κοινωνικών επιστημών στην εκπαίδευση και κατ’ επέκταση σε αυτό που θα ορίζαμε ως τον πυρήνα γνώσεων που πρέπει να προσφέρει το εκπαιδευτικό σύστημα.

Προφανώς και το θέμα δεν έχει ή δεν θα έπρεπε να έχει σχέση κυρίως με τις εξεταστικές δοκιμασίες, ιδίως από τη στιγμή που παρά τις αλλεπάλληλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις παραμένει οδυνηρός κοινός τόπος ότι η πίεση των εξετάσεων και η ανταγωνιστική προσπάθεια για πρόσβαση σε «καλά τμήματα» μάλλον σημαίνουν ότι οι μαθήτριες και οι μαθητές ούτε την κοινωνιολογία θα αγαπήσουν ιδιαίτερα ούτε τη λατινική γλώσσα και κατ’ επέκταση γραμματεία. Η αποσύνδεση ουσιαστικής γνώσης και αποτελεσματικής ανταπόκρισης σε εξεταστικές δοκιμασίες παραμένει, αρκετές δεκαετίες τώρα, μια ανοιχτή πληγή της διαδικασίας πρόσβασης στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση

Ωστόσο, το ζήτημα παραμένει. Θεωρούμε ότι οι κοινωνικές επιστήμες έχουν θέση στην εκπαίδευση ως τμήμα του αναγκαίου εύρους γνώσεων που πρέπει να λαμβάνουν οι μαθητές στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, τμήμα ισότιμο με τη γλωσσική διδασκαλία, τα μαθηματικά, τις επιστήμες της φύσης, την πληροφορική, τις ξένες γλώσσες, την αθλητική και καλλιτεχνική εκπαίδευση; Ή μας φοβίζει το γεγονός ότι η κοινωνιολογία και ευρύτερα οι κοινωνικές επιστήμες στη διαδρομή τους κατεξοχήν υιοθέτησαν μια κριτική θέση απέναντι στις κοινωνικές ανισότητες, τις εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις, τις μορφές κρατικού εξαναγκασμού και ιδεολογικής χειραγώγησης, τον ρατσισμό, την αποικιοκρατία και τις εκδοχές αλλοτρίωσης που συνόδευσαν και συνοδεύουν την εποχή της νεωτερικότητας και του καπιταλισμού;

Η περίφημη φράση της Μάργκαρετ Θάτσερ ότι «δεν υπάρχει κοινωνία» μπορεί να υποδήλωνε τον ακραία κοντόθωρο μεθοδολογικό και αξιακό ατομικισμό μιας εκδοχής νεοφιλελευθερισμού, όμως μάλλον δεν μπορεί να αποτελέσει τη βασική κατευθυντήρια γραμμή για τον σχεδιασμό των αναλυτικών προγραμμάτων και της εκπαιδευτικής πολιτικής.