Γιατί αποτυγχάνουν τα οικονομικά μέτρα αντιμετώπισης του κορονοϊού
Τα διεθνή χρηματιστήρια έχουν κατακρημνισθεί με αφορμή τον κορονοϊό, ενώ τα όποια οικονομικά μέτρα έχουν ληφθεί από τις κυβερνήσεις αδυνατούν να ανατρέψουν αυτήν την τάση. Φυσικά, τα χρηματιστήρια δεν απεικονίζουν άμεσα την πραγματική οικονομική κατάσταση, ωστόσο η πτώση άνω του 30% από τις αρχές του έτους (για την Ελλάδα ξεπερνά το 50%) είναι σαφής ένδειξη για το μέγεθος του προβλήματος. Όσο και να προσπαθούν οι επικεφαλής των κυβερνήσεων και των οικονομικών επιτελείων να μεταφέρουν την εικόνα μιας παροδικής βραχυχρόνιας κάμψης, οι αγορές φαίνεται να μην πείθονται.
Το βασικό επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι αντιμετωπίζουμε μια κρίση που έχει σχήμα V, δηλαδή ύφεση περίπου ενός τριμήνου και μετά αντιστροφή τάσης με μιαν εξίσου σημαντική άνοδο. Χαρακτηριστικά, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Στίβεν Μνούτσιν συνέκρινε την σημερινή κρίση με την πτώση των μετοχών του 1987, που δεν είχε μεγάλη επίπτωση τελικά στην οικονομία. Στο ίδιο μήκος κύματος, στις 15 Μαρτίου η Goldman Sachs εκτίμησε ότι δεν διανύουμε μια συστημική κρίση, αλλά μια συγκυρία ανάλογη των Δίδυμων Πύργων, που δεν θα καταλήξει σε ύφεση, αλλά σε χαμηλή αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ στο +2% για το 2020.
Στα εγχώρια πράγματα, η Alpha Bank προσδιόρισε τη μείωση του ΑΕΠ λόγω του κορονοϊού κατά 0,4% στο αισιόδοξο σενάριο και κατά 0,9% στο απαισιόδοξο(!), προφανώς εναρμονιζόμενη ‘επιστημονικά’ με τις εκτιμήσεις του υπουργού Οικονομίας Χρήστου Σταϊκούρα.
Τα μέτρα όμως που λήφθηκαν τις τελευταίες μέρες από τις κυβερνήσεις για ενίσχυση της οικονομίας δείχνουν πολύ βαθύτερο πρόβλημα. Νέες μειώσεις του επιτοκίου των κεντρικών τραπεζών, που πλέον κυμαίνονται σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα, παροχή ρευστότητας στην αγορά ύψους 4,5 τρισ. δολαρίων από την FED και έως 10% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ από ΕΚΤ, μέτρα δημοσιονομικής ενίσχυσης έως 1% του ΑΕΠ στην Ε.Ε, παροχή πιστώσεων 850 δισ. δολαρίων και 500 δισ. ευρώ απευθείας στις επιχειρήσεις από τις ΗΠΑ και την Γερμανία αντίστοιχα, κ.τ.λ. Πρόκειται για πρωτοφανή μέτρα ενίσχυσης, αλλά οι αγορές δεν φαίνεται να ανακάμπτουν ουσιαστικά.
Υπάρχουν τρεις κύριοι λόγοι για αυτό. Ο πρώτος είναι ότι ο κορονοϊός αποτελεί την αφορμή και όχι την αιτία της οικονομικής υποχώρησης. Η διεθνής οικονομία καθ’ όλη τη διάρκεια του 2019 έδειχνε σημάδια επιβράδυνσης, παρά τα γενναιόδωρα χρηματοδοτικά πακέτα από τις κεντρικές τράπεζες. Το διεθνές εμπόριο και η παραγωγή ακολουθούσαν μικρότερους ρυθμούς ανόδου σε σχέση με το 2018, ενώ η λεγόμενη ‘ανάπτυξη’ μεταφραζόταν είτε σε χαμηλούς δείκτες αύξησης του ΑΕΠ είτε σε στασιμότητα όπως στην Ε.Ε. Τα χρηματιστήρια συνέχιζαν να κρατάνε την άνοδο των τελευταίων 10 ετών, κυρίως λόγω της τοποθέτησης των τεραστίων ποσοτήτων χρήματος που διοχέτευαν με έμμεσο και άμεσο τρόπο οι κεντρικές τράπεζες σε μετοχές και σε άλλα περιουσιακά στοιχεία.
Στοιχεία της επερχόμενης κρίσης είχαν εμφανιστεί και το προηγούμενο διάστημα αλλά είχαν καλυφθεί κάτω από τα χαλί μέσω κρατικών παρεμβάσεων. Συνεχής υπήρξε η παράταση των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης που όλο προαναγγελλόταν το τέλος τους, καθώς το χρέος ανέβαινε, και όλο κατέληγαν να συνεχίζονται, γιατί εμφανίζονταν σημάδια ύφεσης με την διακοπή τους. Χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ το τελευταίο τρίμηνο του 2019 είχε διαθέσει στην διατραπεζική αγορά άνω του 1,5 τρισ. δολάρια, σε μια προσπάθεια να μην καταρρεύσει η διατραπεζική αγορά των repos, δηλαδή η εμπιστοσύνη μεταξύ των εμπορικών τραπεζών.
Οι επίσημοι εκπρόσωποι των οικονομικών οργανισμών και των κυβερνήσεων γνωρίζουν το ασταθές περιβάλλον. Σε αντίθεση με τις καθησυχαστικές δηλώσεις τους, υπήρχαν απόψεις που έκρουαν τον κώδωνα για σοβαρές παρενέργειες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο καθηγητής Οικονομικών του Μπέρκλεϊ, Pierre-Olivier Gourinchas σε ένα άκρως ενδιαφέρον μοντέλο προέβλεψε ότι η ‘πολιτική καραντίνας’ επί δίμηνο θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του αμερικανικού ΑΕΠ κατά 6,5% – εάν μάλιστα συνεχιστεί και για τρίτο μήνα, θα φτάσει το 10%. Πρόκειται για πολύ σημαντική συρρίκνωση, διπλάσια εκείνης της κρίσης του 2008.
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι αυτό το ποσοστό μείωσης προκύπτει χωρίς λήψη μέτρων παρέμβασης, που είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα περιόριζαν την πτώση του ΑΕΠ.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο κορονοϊός είναι μεν ένα σημαντικό έκτακτο γεγονός, αλλά με βραχυχρόνια διάρκεια. Δεν θα επηρεάσει την οικονομία μεσοπρόθεσμα εκτός και αν υπάρχουν άλλες βαθύτερες αιτίες. Και αυτές έχουν να κάνουν με το ότι πάνω στους ασθενείς οικονομικούς δείκτες ανάπτυξης και κερδοφορίας, επικάθεται ένα συνολικό κρατικό και εταιρικό χρέος ύψους 257 τρισ. δολαρίων, χωρίς να υπολογίζουμε τα παράγωγα. Το ποσό αυτό είναι διπλάσιο από το αντίστοιχο προ της κρίσης του 2008 και πολύ μεγαλύτερο από το παγκόσμιο ετήσιο ΑΕΠ το οποίο ανέρχεται σε 134 τρισ. δολάρια.
Αυτό το υπερβολικό χρέος εξυπηρετείται προσωρινά λόγω των χαμηλών επιτοκίων από την συνεχή παροχή χρήματος. Αν σημειωθεί ύφεση τότε δεν θα είναι δυνατή η εξυπηρέτηση του και θα έχουμε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο καθοδικό σπιράλ, ύφεσης-χρεοκοπίας. Γι’ αυτό ακούγονται όλο και περισσότερο φωνές για λήψη μέτρων χωρίς όριο, όπως αποτυπώνεται με την γνωστή φράση ‘whatever it takes’. Το θέμα, βέβαια, είναι τι σημαίνει σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής η συγκεκριμένη φράση.
Το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο που εφαρμόζεται στην πλειοψηφία των καπιταλιστικών χωρών τα τελευταία χρόνια είναι ένα υβρίδιο νεοκλασικής σχολής (πολιτικά: οι λεγόμενοι νεοσυντηρητικοί) και νεοκεϊνσιανισμού (πολιτικά: η νέα σοσιαλδημοκρατία), που πλέον οι διαχωριστικές τους γραμμές έχουν αμβλυνθεί. Σε επίπεδο εφαρμοζόμενης πολιτικής υπάρχει μια γενικότερη αποδοχή της νεοκλασικής λογικής για λιγότερο κράτος και πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Συγχρόνως υπάρχει μια σύγκλιση στην αποδοχή της νομισματικής επεκτατικής πολιτικής σαν ‘προσωρινό’ μέτρο για την αύξηση του συνολικού εισοδήματος, όπως προβλέπει το νεοκεϊνσιανό μοντέλο (σε αντίθεση με τους μονεταριστές που θεωρούν ότι το χρήμα δεν επηρεάζει την πραγματική οικονομία). Υπάρχει σύγκλιση και στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής, διότι η μέθοδος που επικρατούσε ήταν η τόνωση της ζήτησης μέσω περικοπής φόρων και όχι μέσω της αύξησης των δημοσίων δαπανών.
Στη σημερινή συγκυρία είναι όμως αμφίβολο αν αυτό το μοντέλο μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Η νομισματική πολιτική δείχνει να έχει εξαντλήσει την αποτελεσματικότητα της. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία η αποτελεσματικότητα της αυξάνεται όσο αυξάνεται η ευαισθησία των επενδύσεων στις μεταβολές του επιτοκίου. Με τα σημερινά όμως -σχεδόν μηδενικά- επίπεδα επιτοκίων, είναι αμφίβολο αν η μείωση τους θα επιφέρει αύξηση των επενδύσεων. Πρακτικά, δηλαδή, ο ιδιωτικός τομέας μέσα από την νομισματική πολιτική δεν μπορεί εύκολα να αντιστρέψει τη τάση. Τα τεράστια πακέτα που εγκρίνουν για πιστωτικές γραμμές οι κυβερνήσεις βασικό στόχο έχουν να αποφύγουν την άμεση χρεοκοπία ορισμένων εταιρειών και να μεταθέσουν το πρόβλημα στο μέλλον.
Όσον δε αφορά την δημοσιονομική πολιτική, υπάρχουν δύο θέματα. Το πρώτο είναι ότι η αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής υπονομεύεται από την ύπαρξη ενός μεγάλου κρατικού χρέους που θα επιδεινωθεί με τα νέα μέτρα. Το δεύτερο θέμα αφορά την αύξηση των κρατικών δαπανών και επενδύσεων, που σύμφωνα με την οικονομική θεωρία έχουν σημαντικότερη επίπτωση στην αύξηση του εισοδήματος, λόγω της λειτουργίας του πολλαπλασιαστή. Το σημερινό επίσημο δόγμα δεν αποδέχεται την συρρίκνωση του ιδιωτικού τομέα που είναι το μακροχρόνιο αποτέλεσμα επενδύσεων και δαπανών από το κράτος. Παρόλα αυτά θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε δημοσιονομικά μέτρα ενίσχυσης προκειμένου να μετριάσει τις απώλειες.
Από τα πρώτα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις παρατηρούμε να επαναλαμβάνεται η διαδικασία ενός ‘δεξιού κεϊνσιανισμού’ που είχε παρατηρηθεί και στην κρίση του 2008, αλλά τώρα σε πολλαπλάσιο βαθμό. Το κράτος ουσιαστικά επιδοτεί με δημόσιο χρέος την μειωμένη κερδοφορία των ιδιωτικών εταιρειών με πιο ξεκάθαρο τρόπο από ό,τι προ δεκαετίας. Η πλειοψηφία των δημοσιονομικών μέτρων που έχουν ανακοινωθεί από τις κυβερνήσεις τις Ε.Ε και ΗΠΑ αφορούν είτε άμεσες ενισχύσεις εταιρειών είτε αγορές μετοχών τους για να τις στηρίξουν και όχι για να τις κρατικοποιήσουν, είτε μερική επιδότηση μισθολογικού κόστους, είτε αναστολή φόρων. Παρατηρούμε για μια ακόμα φορά την τάση κρατικοποίησης των ζημιών και ιδιωτικοποίησης των κερδών.
Το αν οι παραπάνω ενέργειες θα αποτελέσουν ένα συνολικό σχέδιο ανάκαμψης της κερδοφορίας και της ανάκαμψης μένει να αποδειχθεί. Το κόστος όμως είναι σίγουρο ποιος θα το επωμιστεί για μια ακόμα φορά. Σχηματικά μιλώντας, σήμερα ο καπιταλισμός της εποχής μας μοιάζει με έναν γερασμένο αθλητή, ο οποίος για να συνεχίσει να επιτυγχάνει τις επιδόσεις του παρελθόντος έχει καταφύγει σε συστηματικό ντοπάρισμα από ένα κοκτέιλ αναβολικών και ουσιών ‘μάσκας’ για να τα κρύβει. Λόγω ξαφνικής ασθένειας αναγκάζεται να κρεβατωθεί για δύο μήνες, αλλά πρέπει σύντομα να ξανακατέβει σε αγώνες. Τώρα χρειάζεται αυξημένη δόση αναβολικών, την οποία είναι δύσκολο να την πάρει χωρίς να κλατάρει σωματικά ή να αποκαλυφθεί. Σαν διέξοδο βλέπει την μετάγγιση αίματος που θα τον ‘καθαρίσει’ από τον κίνδυνο παρενεργειών, ενώ συγχρόνως επιλέγει να προσθέσει νέες ισχυρότερες ουσίες στο κοκτέιλ αναβολικών.
Το αν θα καταφέρει ο αθλητής να ανακάμψει σε επιδόσεις είναι ένα ζητούμενο. Το ποιος θα πληρώσει τη μετάγγιση φρέσκου αίματος και το κόστος των νέων ουσιών ντοπαρίσματος είναι δεδομένο, ειδικά αν αφήσουμε τα πράγματα να κυλούν όπως τώρα…