Το πρώτο ξεκίνημα του γυναικείου προλεταριάτου στην Ελλάδα
«Του Μπολονάκη η φάμπρικα σφυρίζει, ξημερώνει. Βόηθα, Χριστέ, την ορφανή, στον αργαλειό που λιώνει»
Οι στίχοι του λαϊκού τραγουδιού που ακουγόταν στις εργατογειτονιές, τα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες του Πειραιά στα τέλη του 19ου αιώνα, είναι χαρακτηριστικοί της κατάστασης την οποία βίωναν οι εργάτριες της εποχής κατά την οποία έκανε την εμφάνισή του ένα σχετικά ολιγάριθμο γυναικείο προλεταριάτο. Οι γυναίκες που συμμετείχαν στην πρώτη συγκρότηση της ελληνικής εργατικής τάξης.
Ας πάρουμε υπόψη ότι η εργασία εκείνους τους καιρούς ήταν συνήθως 12ωρη και συχνά οι εργάτες και εργάτριες εργάζονταν και τις Κυριακές. Φυσικά, απουσίαζαν τα όποια μέτρα υγιεινής και ασφάλειας, ενώ ανύπαρκτο ήταν και το όποιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και ούτε λόγος για συντάξεις.
Σε μια χώρα εκτεταμένης μικροϊδιοκτησίας, όπως η Ελλάδα εκείνων των χρόνων, και παρά το ότι η ελληνική αστική τάξη αποτελούσε σημαντική δύναμη σε μια ευρύτατη περιοχή, από την Αίγυπτο μέχρι τη Ρωσία, η καπιταλιστική ανάπτυξη της χώρας καθυστερούσε, ως συνέπεια, κυρίως, της αντίστασης της «θάλασσας» των μικροπαραγωγών και επαγγελματιών, στον κίνδυνο απώλειας της εργασιακής τους ανεξαρτησίας (1). Η ενδεχόμενη προλεταριοποίησή τους θα εξασφάλιζε στο κεφάλαιο τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της αναγκαίας φτηνής και μαζικής εργατικής δύναμης.
Η αντίσταση στην προλεταριοποίηση είχε ως συνέπεια τόσο την εξασφάλιση υψηλών ημερομισθίων, μέχρι και τη δεκαετία του 1880, από τους τεχνίτες που αναγκάζονταν να προσφύγουν στη μισθωτή εργασία (2) όσο και την προσφυγή του κεφαλαίου και του κράτους στην εξαναγκαστική ένταξη στο εργατικό δυναμικό απροστάτευτων ανηλίκων και προσφύγων, μετά από αναταραχές και διώξεις σε μέρη που βρίσκονταν υπό οθωμανική κυριαρχία και κυρίως στην Κρήτη.
Τα ανήλικα κορίτσια και οι γυναίκες-πρόσφυγες αποτέλεσαν και τον πρώτο πυρήνα του ελληνικού γυναικείου βιοτεχνικού και βιομηχανικού προλεταριάτου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Μέχρι τότε, όπως και για δεκαετίες αργότερα, κύρια μορφή εξωοικιακής εργασίας των γυναικών ήταν οι -συνήθως οικογενειακές- αγροτικές εργασίες και οι υπηρετικές εργασίες σε σπίτια των μεσαίων και ανώτερων τάξεων.
Κυρίως ανήλικα ορφανά και άπορα κορίτσια ήταν οι πρώτες εργάτριες στο εργοστάσιο του Λουκά Ράλλη (που έδωσε και την ονομασία «Μεταξουργείο» στην περιοχή της Αθήνας όπου λειτουργούσε), το 1847. Όπως αναφέρεται, τα κορίτσια αυτά αμείβονταν με μία δραχμή την ημέρα, όσο στοίχιζε και ένα ζευγάρι αγγλικές κάλτσες του «φιλάνθρωπου» βιομήχανου (3).
Σχετικά μαζική ένταξη και πάλι ανήλικων κοριτσιών στη νεοσύστατη ελληνική βιομηχανία, έγινε και από τα τέλη της δεκαετίας του 1850. Αυτή τη φορά επρόκειτο, κυρίως, για τα ορφανά, μετά την επιδημία χολέρας με τα χιλιάδες θύματα, κατά τον αγγλογαλλικό αποκλεισμό του Πειραιά, στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1854-1857).
Καθώς η απώλεια της εργασιακής ανεξαρτησίας θεωρούνταν, ούτως ή άλλως, υπαγωγή σε καθεστώς προσωπικής δουλείας (και δεν είναι τυχαίες οι λέξεις «δουλειά», «δουλευτής» ή και «δουλικό» για τα κορίτσια) (4), η εξωοικιακή εξαρτημένη μισθωτή εργασία των γυναικών προσέκρουε και στα ήθη της εποχής.
Εντούτοις, έστω και αργά και πάντα σε κλίμακα περιορισμένη, όλο και περισσότερες γυναίκες εντάσσονται στη νεαρή εργατική τάξη της χώρας, με τη μεγάλη πλειονότητά τους να απασχολείται στην κλωστοϋφαντουργία και τον ιματισμό. Πολλές απ’ αυτές αναδεικνύονται και σε εξειδικευμένες τεχνίτριες.
Όσο κι αν, σχεδόν στο σύνολό τους, εισερχόμενες στην εργασία σε μικρές ηλικίες –ακόμη και κάτω των 10 ετών- ελπίζουν στην απομάκρυνση απ’ αυτήν με τον γάμο, όλο και περισσότερες είναι αυτές που θα συνεχίζουν να εργάζονται και μετά τη δημιουργία οικογένειας. Ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1890, με τη μεγάλη οικονομική κρίση, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εργοδότες προτιμούσαν να απασχολούν γυναικείο εργατικό δυναμικό, καθώς τα γυναικεία μεροκάματα ήταν ακόμη και κατά 80% μικρότερα από τα αντρικά. Ήδη το 1891, ενώ το αντρικό μεροκάματο στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία κυμαινόταν μεταξύ 1 και 4 δραχμών, οι εργάτριες έπαιρναν από 0,5 έως 1,5 δραχμή (5).
Αυτή η τεράστια διαφορά μεταξύ αντρικού και γυναικείου μεροκάματου στηριζόταν ιδεολογικά στην αντίληψη ότι πηγή του οικογενειακού εισοδήματος ήταν η εργασία του άντρα, ενώ η ενδεχόμενη γυναικεία εργασία ήταν συμπληρωματική. Έτσι, αυτή η διαφορά επικαθόριζε και αναπαρήγαγε την αντίληψη αυτή, καθώς πράγματι η αντρική εργασία, ως καλύτερα αμειβόμενη, είχε μεγαλύτερη αξία για τα οικονομικά του σπιτιού.
Με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα να ‘χει κάνει ήδη τα πρώτα του βήματα από τα τέλη της δεκαετίας του 1870, ενώ κατά τη δεκαετία του 1890 ήταν δεκάδες τα εργατικά σωματεία σε όλη τη χώρα (που περιλάμβανε Πελοπόννησο, Στερεά, Θεσσαλία, Άρτα, νησιά του Ιονίου και Κυκλάδες), δεν έχουμε ικανοποιητικά στοιχεία για συμμετοχή γυναικών σ’ αυτά. Αν και μία από τις πρώτες απεργίες που έγιναν στην Αθήνα, το 1883, ήταν αυτή των ραπτεργατών και ραπτεργατριών.
Κατά συνέπεια, δεν θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι οι εργάτριες της εποχής παρέμεναν αδιάφορες απέναντι στα διεκδικητικά ζητήματα που έθετε το νεαρό συνδικαλιστικό κίνημα, ενώ στις 13 Απριλίου 1892 πραγματοποιείται και η πρώτη απεργία αποκλειστικά από γυναίκες (6).
Επρόκειτο για την απεργία των εργατριών της κλωστοϋφαντουργίας των αδελφών Ρετσίνα στον Πειραιά, που απασχολούσε περίπου 2.000 εργάτες και εργάτριες.
Χαρακτηριστικό της πολιτικής της επιχείρησης Ρετσίνα ήταν η απασχόληση μελών της ίδιας οικογένειας, ώστε τα οικογενειακά εισοδήματά των εργατών και εργατριών της να εξαρτώνται στο σύνολό τους απ’ αυτήν.
Οι εργάτριες αμείβονταν με το κομμάτι, παίρνοντας 80 λεπτά ανά «τόπι» υφάσματος, και η απόφαση της εργοδοσίας να μειώσει την αμοιβή τους στα 65 λεπτά, στάθηκε η αφορμή για την απεργία σε ένα από τα πέντε εργοστάσια της επιχείρησης.
Την κινητοποίηση των εργατριών πρόβαλε η «Εφημερίς των Κυριών», η πρώτη εφημερίδα του ελληνικού γυναικείου κινήματος, που εκδιδόταν από την Καλλιρρόη Παρέν.
«ΑΠΕΡΓΙΑ ΕΡΓΑΤΡΙΩΝ ΕΝ ΠΕΙΡΑΙΕΙ
Περί τας 60 εκ των εργαζομένων γυναικών εις το εν Πειραιεί Νηματουργείον των αδελφών Ρετσίνα, ενήργησαν απεργίαν ως εγένετο αυταίς γνωστόν, ότι ηλαττώθη το ημερομίσθιόν των.
Αι απεργήσασαι ανηνέχθησαν εις τη διεύθυνσιν του καταστήματος, ζητούσαι την διόρθωσιν του αδίκου τούτου μέτρου.
Εν εποχή, καθ’ ην πάντα τα τρόφιμα και λοιπά είδη της απολύτου ανάγκης έχουσιν υπερτιμηθή, φρονούμεν , ότι έδει να αυξηθή το ημερομίσθιον των πτωχών εργατίδων, αίτινες δι’ όλης της ημέρας εργαζόμεναι, μόλις πορίζονται τον επιούσιον άρτον, πλουτίζοντες ολονέν δια του ιδρώτος αυτών τα βαλάντια των εργοστασιαρχών».
Το αποτέλεσμα της πρώτης αυτής γυναικείας εργατικής κινητοποίησης δεν μας είναι γνωστό. Εντούτοις, η πραγματοποίησή της μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζουμε ότι κι από εκείνα ακόμη τα χρόνια, το γυναικείο προλεταριάτο άρχιζε να παίρνει τη θέση του στο διεκδικητικό κίνημα της εργατικής τάξης.
Σημειώσεις:
1. Γιώργος Αλεξάτος, Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου – β΄ έκδ. Κουκκίδα 2015, σ. 42 κ.έ.
2. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η εξέλιξη των ημερομισθίων στην Ελλάδα του 19ου αιώνα – περιοδικό «Ο Πολίτης», τ. 31, 1979.
3. Βάσιας Τσοκόπουλος, σ. 135, 190 και 193. Πειραιάς 1835-1870. Εισαγωγή στην ιστορία του ελληνικού Μάντσεστερ – Καστανιώτης 1984, σ. 135, 190 και 193.
4. Γιώργος Κοντογιώργης, Η ελλαδική λαϊκή ιδεολογία. Πολιτικοκοινωνική μελέτη του δημοτικού τραγουδιού – Νέα Σύνορα Λιβάνης 1979, σ. 17.
5. Βασίλης Λάζαρης, Οι ρίζες του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος – Σύγχρονη Εποχή 1996, σ. 191.
6. Ίρις Αυδή-Καλκάνη, Εκείνο το πρωί. Πειραιάς 1892. Η πρώτη απεργία εργατριών στην Ελλάδα – Νέοι Καιροί 1992.