Γιατί ο Τσίπρας συμφώνησε με τα «κλειστά σύνορα» και υιοθέτησε την εθνική γραμμή για το Προσφυγικό

Υπό κανονικές δεν θα περίμενε κανείς κάποιος σαν τον Αλέξη Τσίπρα, δηλαδή ένας ηγέτης ενός κόμματος που θεωρεί ακόμη ως πυρήνα της ταυτότητας (και το ονόματός του) τη «ριζοσπαστική αριστερά», θα έσπευδε όχι μόνο να συμφωνήσει με την επιλογή της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη να κλείσει τα σύνορα στον Έβρο, αλλά και υποστηρίξει ότι ούτως ή άλλως το ίδιο είχε κάνει και η δική του κυβέρνηση το 2015.

Και όλα αυτά την ώρα που η ίδια η νεολαία του κόμματός του έβγαζε αφίσες για να υποστηρίξεις ότι οι πρόσφυγες είναι καλοδεχούμενοι. Μάλιστα, η δήλωση, το πνεύμα της οποίας επανέλαβαν και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ όπως ο πρώην αρμόδιος για ζητήματα μετανάστευσης υπουργός κ. Γιάννης Μουζάλας, ήρθε την ώρα που όλοι περίμεναν ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που έχει κατηγορήσει κατ’ επανάληψη την κυβέρνηση για απουσία σχεδίου για το μεταναστευτικό, θα προχωρούσε σε μια ευθεία αμφισβήτηση της επιλογής της κυβέρνησης να κλείσει τα σύνορα.

Όμως, φαίνεται πως στην ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπήρξαν διαφορετικές εκτιμήσεις.

 

Γιατί ο Τσίπρας συμφώνησε με τα κλειστά σύνορα

Είναι σαφές ότι στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πήραν μια επιλογή στη βάση του κλίματος που έχει διαμορφωθεί. Αυτή τη στιγμή ο τρόπος με τον οποίο παρουσίασε η κυβέρνηση την κατάσταση στον  Έβρο, δηλαδή ότι πρόκειται για ένα ζήτημα εθνικής ασφάλειας που πρέπει να αντιμετωπιστεί με έκτακτα μέτρα, δείχνει να έχει απήχηση στην κοινωνία.

Ούτως ή άλλως, σε αντίθεση με το 2015 η τελευταία προσφυγική κρίση, όπως εξελίσσεται τους τελευταίους μήνες, έχει γενικά αντιμετωπιστεί με περισσότερο φοβικό και σε κάποιες περιπτώσεις ρατσιστικό τρόπο από τμήματα της κοινωνίας. Αυτή η πιο ξενοφοβική στάση φάνηκε και στις αντιδράσεις που υπήρξαν για τη μετεγκατάσταση των αιτούντων άσυλο στην ενδοχώρα και στις αντιδράσεις για τα νέα κλειστά κέντρα στα νησιά. Ειδικά για τα νησιά, μπορεί να ήταν πάνδημη η άρνηση των νέων κέντρων και των επιτάσεων, όμως μέσα σε αυτή την αντίδραση υπήρξε και ένα κομμάτι που κυρίως καθοδηγήθηκε από ξενοφοβικές αντιλήψεις.

Την αλλαγή κλίματος αυτή γνωρίζει και η κυβέρνηση που θεωρεί ότι με τη σκληρή γραμμή στα σύνορα, την επιθετική ρητορική και το άνοιγμα της συζήτηση ακόμη και για λύσης που ήταν εκτός πλαισίου σε προηγούμενες φάσεις (ξερονήσια κ.λπ.) θα μπορέσει να το χειριστεί και να μην αποτελέσει η προσφυγική κρίση την ευκαιρία για να εμφανιστεί ξανά ισχυρή ακροδεξιά στη χώρα.

Από τη μεριά του ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δύο επιλογές. Η μία ήταν να πάει με αυτό που θα λέγαμε «πολιτική αρχών»  μιας αριστερής δύναμης. Η άλλη να κινηθεί με όρους «πραγματισμού». Στην πρώτη περίπτωση, θα έπρεπε να συγκρουστεί με την κυβερνητική πολιτική, να θέσει θέμα υποδοχής των προσφύγων που έρχονται και αναθεώρησης του πλαισίου της Κοινής Δήλωσης ΕΕ και Τουρκίας ώστε οι πρόσφυγες που έρχονται να μην εγκλωβίζονται στην Ελλάδα.

Μόνο που σε αυτή την περίπτωση στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι εκτίμησαν ότι θα είχαν μεγάλο κόστος καθώς θα έρχονται σε αντίθεση με ένα «κλίμα» που διαμορφώνεται σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Προτίμησαν έτσι να «πάνε με το ρεύμα», θεωρώντας ότι έτσι θα έχουν τις μικρότερες πολιτικές απώλειες.

Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα μπορούσε πραγματικά να αμφισβητήσει την κυβερνητική πολιτική. Και ο λόγος είναι το πλαίσιο που υποχρεώνει την κυβέρνηση να κλείσει τα σύνορα, δηλαδή το πλαίσιο της Κοινής Δήλωσης ΕΕ και Τουρκίας και ο τρόπος που οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έχουν κλείσει τα δικά τους σύνορα, είναι ένα πλαίσιο το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αποδεχτεί, εντός του οποίου κινήθηκε ως κυβέρνηση και το οποίο προφανώς δεν επιθυμεί να αμφισβητήσει.

Σε αυτό το πλαίσιο, ανάμεσα στην «πολιτική αρχών» και τον «πραγματισμό» είναι σαφές ότι η ηγετική ομάδα επέλεξε να μην αποκοπεί από τα «εθνικά ακροατήρια».

 

Η διαχείριση της κομματικής βάσης

Τι γίνεται, όμως, με την κομματική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, που παραδοσιακά έχει μια τοποθέτηση υπέρ των δικαιωμάτων και όπου αυτή τη στιγμή δείχνει να εξεγείρεται για τις εικόνες που βλέπουμε στα σύνορα και να καταγγέλλει την κυβέρνηση;

Εδώ η επιλογή παραπέμπει σε έναν κλασικό χειρισμό με όρους «διγλωσσίας». Η κομματική βάση θα καταγγέλλει και θα διαμαρτύρεται και ως ένα βαθμό θα ενθαρρύνεται για να μπορεί να διατηρεί ο ΣΥΡΙΖΑ μια ηγεμονική θέση σε ένα κλασικό αριστερό ακροατήριο.

Όμως, την ίδια στιγμή η ηγεσία θα επικεντρώνει σε εθνικά ακροατήρια, θα υιοθετεί ανάλογες «εθνικές θέσεις» και θα κάνει επιμέρους κριτικές για την αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων, αποφεύγοντας να συγκρουστεί με το «κλίμα» στην κοινωνία.

Η εμφανής ανακολουθία ανάμεσα π.χ. στο τι θα λέει η Νεολαία και τι θα λέει ο πρόεδρος, θα δικαιολογείται από την ανάγκη το κόμμα να διατηρήσει την απήχησή του, συνδυασμένη με την πάγια επωδό του τελευταίου διαστήματος ότι άλλο ο «κομματικός» ΣΥΡΙΖΑ άλλο η πλατύτερη «εκλογική βάση».

 

Κερδισμένη η ΝΔ από τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ

Μπορεί με αυτόν τον τρόπο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να θεωρεί ότι κατορθώνει να έχει μικρό πολιτικό κόστος σε αυτή τη δύσκολη φάση, όμως η πραγματικότητα είναι ότι με αυτή τη στάση ο ΣΥΡΙΖΑ διευκολύνει τη ΝΔ.

Αρκεί να αναλογιστούμε ότι μέχρι τώρα το προσφυγικό ήταν μια ανοιχτή πληγή για την κυβέρνηση και παράγοντας πολιτικού κόστους. Έδινε την εικόνα ότι παλινωδούσε, ότι άλλαζε διαρκώς σχήματα και αρμοδιότητες και ότι δεν μπορούσε να πείσει ούτε τους προερχόμενους από τη ΝΔ αυτοδιοικητικούς άρχοντες. Αποκορύφωμα αυτής της κατάστασης τα όσα έγιναν στα νησιά του Βορείου Αιγαίου πριν από λίγες μέρες.

Αντίθετα, τώρα η ΝΔ δείχνει να ασκεί μια πολιτική που έχει τη συναίνεση του μεγαλύτερου μέρους της αντιπολίτευσης. Αυτό φαίνεται και στον τρόπο που τώρα η κυβέρνηση δοκιμάζει να περάσει όλο το πλέγμα της «σκληρής γραμμής» στο προσφυγικό και το μεταναστευτικό που περιλαμβανόταν στο πρόγραμμά της. Αυτό φαίνεται στο πώς πέρασε η προσωρινή αναστολή του ασύλου, οι καταδίκες όσων εισέρχονται παράτυπα αλλά και το πώς προλειαίνεται το έδαφος ακόμη και για λύσεις όπως η εγκατάσταση αιτούντων άσυλο σε ξερονήσια.

 

Ο κίνδυνος εμπέδωσης ακροδεξιών απόψεων

Όμως, υπάρχει και ένας κίνδυνος ακόμη από την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να συμπορευτεί για λόγους πολιτικού «πραγματισμού» με την κυβέρνηση ως προς τα κλειστά σύνορα. Από τη στιγμή που το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αδυνατεί ή αποφεύγει να αρθρώσει μια εναλλακτική πολιτική απέναντι στα κλειστά σύνορα και τα κλειστά κέντρα, είναι προφανές ότι αυτό αντικειμενικά μετατοπίζει τη συζήτηση πάνω σε αυτά τα θέματα προς τα δεξιά και να ενισχύει τον κίνδυνο οι τελευταίες εξελίξεις να διαμορφώσουν μια νέα διεύρυνση της απήχησης ακροδεξιών αντιλήψεων στην κοινωνία.