Το Κυπριακό πρόβλημα είναι πάντα υπαρκτό

Το Κυπριακό πρόβλημα είναι πάντα υπαρκτό


του ΣΠΥΡΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

(05/05/2008)

 

1. Εισαγωγή

Στις 17 και 24 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας στην Κύπρο και νικητής αναδείχθηκε ο Δημήτρης Χριστόφιας γ.γ. του ΑΚΕΛ, όπως είναι η ονομασία του κομμουνιστικού κόμματος της Κύπρου. Το ερώτημα που τίθεται είναι για ποιο λόγο θα πρέπει να μας ενδιαφέρουν οι πολιτικές εξελίξεις σε ένα τόσο μικρό Κράτος τη στιγμή που υπάρχουν πολύ σημαντικά γεγονότα σε ολόκληρο τον κόσμο στα οποία δεν εστιάζεται εύκολα το φως της δημοσιότητας. Η απάντηση που δίνουμε έχει διπλό χαρακτήρα: Από τη μία η ιστορική διαδρομή του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού είναι σε σημαντικό βαθμό συνδεδεμένη με την πορεία του Κυπριακού ζητήματος και οι όποιες αλλαγές έχουν σημαντικές επιδράσεις και στο εσωτερικό της Ελλαδικής κοινωνίας. Από την άλλη το κυπριακό ζήτημα έρχεται τον τελευταίο καιρό να διαπλεχθεί με μια από τις αιχμές των ιμπεριαλιστικών στρατηγικών που είναι η δημιουργία προτεκτοράτων όπου αυτό είναι εφικτό (Σακελλαρόπουλος, 2007). Το σχέδιο Ανάν αποτελούσε την εφαρμογή αυτής της πολιτικής στον κυπριακό χώρο και η απόρριψή του τον Απρίλιο του 2004 συνιστούσε ανάσχεση των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Το κατά πόσο είναι εφικτή μια επάνοδός του σε συσχέτιση με το αποτέλεσμα των πρόσφατων προεδρικών εκλογών αποτελεί το αντικείμενο αυτού του άρθρου.


2. Η πορεία προς τις προεδρικές εκλογές του 2008

Το πολιτικό σύστημα της Κύπρου είναι Προεδρική Δημοκρατία, δηλαδή την ευθύνη για τον σχηματισμό της Κυβέρνησης την έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και γι’ αυτό ο τελευταίος εκλέγεται από το λαό. Αν κανείς υποψήφιος δεν λάβει την απόλυτη πλειοψηφία στον πρώτο γύρο τότε διεξάγεται και δεύτερος γύρος μεταξύ των δύο επικρατέστερων.

Στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση τρεις ήταν οι βασικοί υποψήφιοι: 
α) ο ήδη Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος που προερχόταν από τη ΔΗΚΟ και είχε την υποστήριξη της ΕΔΕΚ, των Οικολόγων του και του συντηρητικού δεξιού κόμματος των Νέων Οριζόντων. 
β) Ο γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ Δημήτρης Χριστόφιας 
γ) ο προερχόμενος από το ΔΗΣΥ Γιαννάκης Κασσουλίδης. 

Το ενδιαφέρον είναι πως στις εκλογές του 2003 το ΑΚΕΛ είχε υποστηρίξει τον Παπαδόπουλο ενάντια στον τότε Πρόεδρο, και προερχόμενο από τον ΔΗΣΥ, Γλαύκο Κληρίδη. Η επικράτηση του Παπαδόπουλου έδωσε τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας όπου εκτός από το ΔΗΚΟ και την ΕΔΕΚ συμμετείχε και το ΑΚΕΛ. Ωστόσο όταν το 2007 το ΑΚΕΛ αποφάσισε να κατεβάσει δική του υποψηφιότητα για την Προεδρία τότε αποχώρησε και από την Κυβέρνηση.

Τα αποτέλεσμα του πρώτου γύρου είχαν ως ακολούθως: πρώτος ήρθε ο Κασσουλίδης με 33,51%, δεύτερος ο Χριστόφιας με 33,29% και τρίτος ο Παπαδόπουλος με 31,79%, ενώ από τους υπόλοιπους έξι υποψηφίους κανείς δεν κατόρθωσε να φτάσει το 1%. Η εξέλιξη αυτή θεωρήθηκε ως έκπληξη δεδομένου πως σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πως ο Παπαδόπουλος θα ερχόταν πρώτος και ο Χριστόφιας δεύτερος με πιο πιθανό ενδεχόμενο ο Παπαδόπουλος να κέρδιζε στο δεύτερο γύρο. Πέραν όμως της έκπληξης, το πιο ενδιαφέρον είναι πως σχεδόν σύσσωμος ο εκτός Κύπρου Τύπος θεώρησε θετική αυτή την εξέλιξη, η οποία ερμηνεύτηκε ως προσπάθεια των ε/κ να υπερβούν την απορριπτική πολιτική που είχε υιοθετήσει ο Παπαδόπουλος επιλέγοντας τους δύο πιο διαλλακτικούς υποψήφιους.

Από τη δική μας πλευρά αυτό που θα προσπαθήσουμε να δείξουμε είναι πως η αποτυχία εκλογής του Παπαδόπουλου δεν πρέπει να συσχετίζεται με κάποια υποτιθέμενη αλλαγή στάσης των ε/κ απέναντι στο ζήτημα της τουρκικής κατοχής του βορείου τμήματος της Κύπρου, 

Για να γίνουν, όμως, αυτά κατανοητά θα πρέπει να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Στις αντίστοιχες προεδρικές εκλογές του 2003 ο Παπαδόπουλος είχε αναδειχθεί νικητής με 51,5% - ποσοστό που υπολειπόταν κατά 7,3% από το άθροισμα που είχαν τα κόμματα που τον στήριξαν στις βουλευτικές εκλογές του 2001 (ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, Πράσινοι) σε αντίθεση με τον Κληρίδη ο οποίος συγκέντρωσε ακριβώς το σύνολο της επιρροής των κομμάτων που τον στήριζαν (38,8%, υποστηρίχθηκε κύρια από το ΑΚΕΛ και από δύο άλλα μικρά κόμματα της κεντροαριστεράς). Το πρόβλημα που αναδείχθηκε είναι η υποαντιπροσώπευση που γνώρισε η υποψηφιότητα Παπαδόπουλου στις νέες ηλικίες (44%), και στα αστικά κέντρα (Christophorou, 2003: 107- 109) και το γεγονός πως το συνολικό προφίλ του ήταν αρκετά συντηρητικό για τους ψηφοφόρους του κομμουνιστικού κόμματος (υπήρξε δραστήριος αντικομμουνιστής στη νεανική του ηλικία, από τους μεγαλύτερους δικηγόρους της Κύπρου σήμερα, διαχειρίζεται την περιουσία της συζύγου του Φωτεινής, που ανήκει στην οικογένεια Λεβέντη, ίσως της πιο πλούσιας οικογένειας του νησιού) γεγονός που είναι ικανό να δικαιολογήσει το έλλειμμα στις ψήφους που παρουσιάστηκε στις εκλογές του 2003..

Βεβαίως μεταξύ του 2003 και του 2008 μεσολάβησαν δύο σημαντικές εξελίξεις. Η πρώτη έχει να κάνει με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το σχέδιο Ανάν στην απόρριψη του οποίου ενεργό ρόλο είχε και ο Παπαδόπουλος. Μετά την ολοκλήρωση του Δημοψηφίσματος θεωρήθηκε από ορισμένες πλευρές πως η ήττα που γνώρισε ο ΔΗΣΥ, ο οποίος υποστήριξε το σχέδιο, αλλά και η επαμφοτερίζουσα στάση του ΑΚΕΛ[1]θα έχουν ως απότοκο το ριζικό μετασχηματισμό του κυπριακού πολιτικού συστήματος με γεωμετρική αναβάθμιση της επιρροής του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ που από την αρχή είχαν σταθερά απορριπτική θέση απέναντι στο σχέδιο Ανάν. Ωστόσο οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο που διεξήχθησαν μερικές εβδομάδες αργότερα διέψευσαν όλες αυτές τις προβλέψεις. Το ΔΗΣΥ αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 28,2% (πτώση 5,8% σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2001), δεύτερο ήρθε το ΑΚΕΛ με 27,9% (πτώση 7,8%), τρίτο το ΔΗΚΟ με 17,1% (άνοδος 2,3%), μετά το κόμμα Για την Ευρώπη[2], με 10,8% και ακολούθησε η ΕΔΕΚ επίσης με 10,8% (άνοδος 4,3%). Διαπιστώνουμε πως πράγματι υπάρχει μια μετατόπιση προς το ΔΗΚΟ και την ΕΔΕΚ, συνολικά της τάξης του 6,6%, ωστόσο απέχουμε πολύ από το να μιλήσουμε για διαρθρωτικές αλλαγές στο κυπριακό πολιτικό σύστημα - πόσο μάλλον που η πολύ πρόσφατη ατμόσφαιρα του δημοψηφίσματος επηρέασε την ψήφο των Κυπρίων. Κατά συνέπεια το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως στις ευρωεκλογές του 2004 οι Κύπριοι ψήφισαν με πολύ πιο σύνθετα κριτήρια από ότι στο δημοψήφισμα.

Τα αποτελέσματα των Βουλευτικών εκλογών του Μαΐου του 2006 επιβεβαίωσαν αυτή την τάση, το ΑΚΕΛ και ο ΔΗΣΥ βγήκαν ακόμα πιο ενισχυμένα. Συγκεκριμένα το ΑΚΕλ έλαβε 31,1% (άνοδος 3,2% σε σχέση με τις ευρωεκλογές), ο ΔΗΣΥ 30,3% (άνοδος 2,1%), το ΔΗΚΟ 17,9% (άνοδος 0,8%), η ΕΔΕΚ 8,9% (πτώση 1,9%) και το Ευρωπαϊκό Κόμμα 5,8% (πτώση 5%). Αυτό που διαπιστώνουμε είναι πως τα δύο μεγάλα παραδοσιακά κόμματα συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, αποτελώντας ακόμα περισσότερο τους βασικούς εκφραστές του εκλογικού σώματος. 

Από εκεί και πέρα η δεύτερη σημαντική εξέλιξη συνδέεται με την απόφαση του ΑΚΕΛ να κατεβάσει το γραμματέα του ως υποψήφιο στις Προεδρικές εκλογές. Το γεγονός αυτό έχει δύο διαστάσεις, δεδομένου πως για πρώτη φορά, από το 1960 που δημιουργήθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, διεκδικεί το Κομμουνιστικό Κόμμα την Προεδρία με δικό του υποψήφιο. Ουσιαστικά πρόκειται για απόφαση που δείχνει αφενός ότι το ΑΚΕΛ γνωρίζει πως τμήματα του κοινωνικού κατεστημένου, εντός και εκτός Κύπρου, δεν θα ήταν αρνητικά σε μια τέτοια εξέλιξη και αφετέρου πως το ίδιο έχει αποφασίσει να παίξει ένα επιτελικό ρόλο στη διαχείριση του αστικού Κράτους[3]

Σε κάθε περίπτωση το γεγονός πως από τον Ιούλιο του 2007 το ΑΚΕΛ είχε προχωρήσει στην ανακήρυξη της υποψηφιότητας Χριστόφια και στην αποχώρηση από την Κυβέρνηση συνεργασίας είχε ως αποτέλεσμα να κατορθώσει να καρπωθεί και τμήμα της λαϊκής δυσαρέσκειας σχετικά με τα εσωτερικά προβλήματα. Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που είχαν προηγηθεί των πρόσφατων Προεδρικών Εκλογών ο Χριστόφιας παρουσίαζε ένα σαφές ποιοτικό προβάδισμα ενώ η διαφορά στην πρόθεση ψήφου κυμαινόταν στα όρια του στατιστικού λάθους. Συγκεκριμένα, το 46% του κυπριακού εκλογικού σώματος πίστευε πως «είναι πιο κοντά στο λαό» ενώ μόνο το 23% πίστευε το ίδιο για τον Παπαδόπουλο, το 34% τον θεωρούσε καταλληλότερο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα εσωτερικής διακυβέρνησης ενώ μόνο το 30% τον Παπαδόπουλο, το 35% εκτιμούσε πως μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τα κοινωνικά προβλήματα ενώ μόνο το 27% θεωρούσε ικανότερο τον Παπαδόπουλο, το 33% εκτιμούσε πως ο Χριστόφιας καταλαβαίνει καλύτερα τα προβλήματα νέων ανθρώπων ενώ μόνο το 23% πίστευε πως το καταφέρνει καλύτερα ο Παπαδόπουλος. Αντίθετα ο Παπαδόπουλος θεωρούνταν καταλληλότερος για να χειριστεί το Κυπριακό με ποσοστό 32% έναντι 28% του Χριστόφια και ικανότερος να προωθήσει το Κυπριακό σε διεθνές επίπεδο σε ποσοστό 31% έναντι 27% του Χριστόφια. Δηλαδή στα εσωτερικά ζητήματα υπερείχε ο Χριστόφιας με πολύ μεγαλύτερη διαφορά απ’ ότι ο Παπαδόπουλος στα αντίστοιχα εξωτερικά. Το θέμα είναι, όμως, πως στο ερώτημα με ποιο κριτήριο θα ψηφίσουν η μεγάλη πλειοψηφία (53%) απαντούσε πως θα λάμβανε υπόψη της τόσο το Κυπριακό τόσο και τα προβλήματα εσωτερικής διακυβέρνησης[4].

 

Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Πως στη διαπάλη για την προσέλκυση του 58% που είχε η κοινή υποψηφιότητα Παπαδόπουλου στις Προεδρικές εκλογές του 2003 ο τελευταίος ξεκινούσε με δύο σημαντικά μειονεκτήματα. Το ΑΚΕΛ πια δεν τον στήριζε και το ΕΥΡΩ.ΚΟ, που είχε προστεθεί στο μεταξύ, ήταν σε πορεία ελεύθερης πτώσης αφού μέσα σε δύο μόνο χρόνια είχε μειωθεί η επιρροή του στο μισό σε αντίθεση με την πολιτική του μήτρα τον ΔΗΣΥ βρισκόταν σε τροχιά διαρκούς ανόδου. Από την άλλη σε μια σειρά ποιοτικών παραμέτρων ήταν σαφής η επικράτηση του Χριστόφια Με όλα αυτά θέλουμε να πούμε πως κακώς είχε δημιουργηθεί προεκλογικά η εντύπωση πως ο Παπαδόπουλος ήταν το φαβορί δεδομένης και της υπεροχής του στη διαχείριση του Κυπριακού ζητήματος. Η πραγματικότητα ήταν πως ο Παπαδόπουλος συγκέντρωνε την εύνοια σημαντικού τμήματος του εκλογικού σώματος λόγο της σιγουριάς που απέπνεε πως δεν θα συναινούσε στο να μεταβληθεί η Κύπρος σε προτεκτοράτο αλλά δεν έφτανε αυτό για να κερδίσει. Αντίθετα το πιο ολοκληρωμένο προφίλ που παρουσίαζε η υποψηφιότητα Χριστόφια της έδινε την πρώτη τύχη.


3. Το αποτέλεσμα του α’ γύρου

Η εκτίμηση πως οι ψηφοφόροι θα ψήφιζαν με πιο σύνθετα κριτήρια τα οποία ξεπερνούσαν κατά πολύ την επιβεβαίωση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος γύρω από το σχέδιο Ανάν, όπως άλλωστε συνέβη και στις Ευρωεκλογές του 2004 αλλά και στις Βουλευτικές εκλογές του 2006, επαληθεύτηκε και από τα ίδια τα στοιχεία των exit polls. Έτσι το 40% εκείνων που είχαν ψηφίσει «όχι» ψήφισαν Παπαδόπουλο, το 35% ψήφισε Χριστόφια και υπήρξε και ένα 24% που ψήφισε Κασσουλίδη οποίος είχε ταχθεί αναφανδόν υπέρ του «ναι». Και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικό το αποτέλεσμα από τη στιγμή που οι συσπειρώσεις των ψηφοφόρων των δύο μεγάλων κομμάτων κινήθηκαν σε πολύ υψηλά επίπεδα: ΑΚΕΛ 90% υπέρ Χριστόφια, ΔΗΣΥ 87% υπέρ Κασουλίδη, ΔΗΚΟ 84% υπέρ Παπαδόπουλου, ΕΔΕΚ 70% υπέρ Παπαδόπουλου, ΕΥΡΩΚΟ 68% υπέρ Παπαδόπουλου. Ωστόσο, παρατηρούμε πως στα τρία βασικά κόμματα που στήριξαν Παπαδόπουλο οι συσπειρώσεις είναι μικρότερες απ’ ότι οι αντίστοιχες των δύο μεγάλων κομμάτων, γεγονός που εκτιμούμε πως οφείλεται στην σημασία που έδωσε το εκλογικό σώμα στα ζητήματα εσωτερικής διακυβέρνησης. Είναι χαρακτηριστικό πως το 20% των ψηφοφόρων της ΕΔΕΚ αλλά και το 8% του ΔΗΚΟ ψήφισε Χριστόφια. Το λάθος του επιτελείου του Παπαδόπουλου ήταν πως επικέντρωσε την εκστρατεία του στο σχέδιο Ανάν ενώ άλλα ήταν τα επίδικα της συγκυρίας. Ταυτόχρονα η δυναμική που εμφάνισαν οι Χριστόφιας και Κασουλίδης, οι οποίοι δεν επικέντρωσαν στο Κυπριακό, ώθησε και αναποφάσιστους αλλά και τμήμα αυτών που προσανατολίζονταν να ψηφίσουν κάποιον από τους υπόλοιπους, μικρότερης επιρροής, υποψηφίους να στηρίξουν τελικά αυτούς που πέρασαν στο δεύτερο γύρο. Επιπρόσθετα, και αν λάβουμε υπόψη μας πως οι διαφορές μεταξύ των τριών επικρατέστερων ήταν λίγες χιλιάδες ψήφοι, ρόλο στην όλη εξέλιξη πρέπει να έπαιξε και το γεγονός της ψήφου των φοιτητών, οι οποίοι αποτελούν σχεδόν το 5% του εκλογικού σώματος, που ήρθαν τις τελευταίες μέρες στο νησί- δεδομένου του γεγονότος πως ο Παπαδόπουλος παρουσίασε, όπως και το 2003, σημαντική υστέρηση στις νεότερες ηλικίες. 


4. Το αποτέλεσμα του β’ γύρου και οι προοπτικές του Κυπριακού ζητήματος

Θεωρούμε, λοιπόν, πως ο Τάσσος Παπαδόπουλος βρέθηκε εκτός β’ γύρου όχι διότι οι Κύπριοι αποφάσισαν ότι χρειάζονται μια πιο «ευέλικτη» πολιτική αλλά αφενός διότι οι σχηματισμοί που τον στήριξαν ξεκίναγαν από χαμηλότερη εκλογική αφετηρία και αφετέρου γιατί το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε σε ζητήματα εσωτερικής διακυβέρνησης. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται και από την ίδια την τελική επικράτηση του Δημήτρη Χριστόφια.

Ο Χριστόφιας θα επικρατήσει σχετικά άνετα με 53,7% έναντι 43,6% του Κασουλίδη, γεγονός που δεν θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση δεδομένων και των κομματικών συσπειρώσεων που επετεύχθησαν: Ο Χριστόφιας έλαβε το 97% των ψηφοφόρων του ΑΚΕΛ, το 75% της ΕΔΕΚ και το 65% του ΔΗΚΟ, ενώ ο Κασουλίδης το 97% του ΔΗΣΥ και το 85% του ΕΥΡΩΚΟ. Εκτιμούμε πως η πολύ μεγάλη υποστήριξη του ΕΥΡΩΚΟ προς τον Κασουλίδη επιβεβαιώνει τη θέση μας πως οι ψηφοφόροι ψήφισαν, σε σημαντικό βαθμό, με διαφορετικά κριτήρια από τη στάση του κάθε υποψηφίου απέναντι στο σχέδιο Ανάν. 

Ωστόσο, το μεγάλο ζητούμενο που έχει προκύψει ύστερα από τη νίκη του Δ. Χριστόφια είναι το κατά πόσο είναι εφικτή μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού ζητήματος στο επόμενο χρονικό διάστημα. Από πολλές πλευρές θεωρείται πως η ήττα Παπαδόπουλου σηματοδοτεί την απομάκρυνση ενός βασικού ανασταλτικού παράγοντα. Για το λόγο αυτό την επαύριον της 17/2 όχι μόνο οι περισσότερες από τις ελληνικές αστικές εφημερίδες αλλά το σύνολο σχεδόν του τουρκοκυπριακού τύπου καθώς και ο βρετανικός και αμερικανικός τύπος αναφέρονταν σε θετική εξέλιξη που θα ξεμπλοκάρει τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού. Συγκεκριμένα οι Τάιμς του Λονδίνου οι οποίοι ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν το επίθετο «σκληροπυρηνικός» για τον Παπαδόπουλο, έγραψαν ότι υπάρχουν πλέον ενισχυμένες ελπίδες για την επανένωση του νησιού ενώ ο Independentανέφερε πως η ελληνοκυπριακή κοινότητα επέλεξε τη μετριοπάθεια. Η τουρκική Ζαμάν σχολίασε ότι η ήττα του Παπαδόπουλου άνοιξε ένα καινούριο παράθυρο ενώ η Τζουμχουριέτ επεσήμανε πως ο απερχόμενος Πρόεδρος συγκέντρωσε τα πυρά της διεθνούς κοινότητας. Ταυτόχρονα ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Ντέιβιντ Μιλιμπάντ δήλωσε ότι τα αποτελέσματα των εκλογών στην Κύπρο δημιούργησαν μια ανανεωμένη αίσθηση ελπίδας ανάμεσα στις δύο κοινότητες. 

Από τη δική μας πλευρά θεωρούμε πως όντως η μη εκλογή Παπαδόπουλου είχε μια συμβολική σημασία δεδομένου ότι μολονότι καθαρόαιμα αστός πολιτικός ανέλαβε το κόστος να αντιταχθεί στα σχέδια των ιμπεριαλιστών για τη δημιουργία ενός ακόμα προτεκτοράτου. Ωστόσο αν θέλουμε να μπούμε στην ουσία του Κυπριακού προβλήματος καλό είναι ξεφύγουμε από απλουστευτικές περιγραφές του τύπου «διαλλακτικός» ή «αδιάλλακτος». Διαλλακτικός θεωρείται και ο πρώην πρόεδρος Βασιλείου ή ο επίσης πρώην πρόεδρος Κληρίδης ,ωστόσο ουδέποτε λύθηκε το κυπριακό πρόβλημα στις μέρες τους. Κι αυτό γιατί πρόκειται για ζήτημα που ξεκινά αρκετές δεκαετίες πριν και αφορά πολύ σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών, ώστε να μην είναι απλά θέμα «καλής διάθεσης». Η όξυνση της σύγκρουσης των δύο κοινοτήτων ουσιαστικά ξεκινά τουλάχιστον εδώ και 200 χρόνια όταν το ελληνικό στοιχείο εμφανίζεται να υπερέχει οικονομικά του αντίστοιχου τουρκικού αλλά να κυριαρχείται πολιτικά. Στη συνέχεια η πολιτική του διαίρει και βασίλευε των Βρετανών θα οξύνει τις αντιθέσεις, οι οποίες θα ενταθούν ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που η κάθε πλευρά θα έχει μητροπολιτικό κράτος στο οποίο μπορεί να απευθύνεται. Η προβληματική συγκρότηση της ανεξάρτητης κυπριακής δημοκρατίας θα οδηγήσει σε νέες αντιφάσεις οι οποίες θα φτάσουν στο αποκορύφωμά τους με την τουρκική εισβολή και κατοχή του βορείου τμήματος. 

Τα ζητήματα που θέτει η κάθε πλευρά δεν είναι καθόλου απλό να υπερπηδηθούν. Είναι αλήθεια πως η ε/κ αστική τάξη με την ασύγκριτη υπεροχή παραγωγικότητας που χαρακτηρίζει τις δραστηριότητες της θα επιθυμούσε μια άμεση λύση, ωστόσο ακριβώς αυτό αποτελεί φόβο της τ/κ άρχουσας τάξης και γι’ αυτό εντός του σχεδίου Ανάν περιλαμβάνονταν περιορισμοί στην ελεύθερη διακίνηση των συντελεστών παραγωγής. Επίσης το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης του βόρειου τμήμα από τους 40000 στρατιώτες του στρατού κατοχής που προβάλλεται έντονα από την ελληνική πλευρά ποτέ δεν έγινε ασμένως αποδεκτό από την τουρκική και τ/κ πλευρά και γι’ αυτό προβλέπονταν σχετικά χρονοδιαγράμματα στο σχέδιο Ανάν. Ωστόσο η μετάβαση σε ένα νέο κρατικό μόρφωμα με παράλληλη παρουσία τουρκική στρατού είναι κάτι που αποτελεί σοβαρό ανασχετικό παράγοντα. 

Άλλο ζήτημα είναι αυτό που σχετίζεται με τον τρόπο λήψης των αποφάσεων δεδομένης της παρουσίας της πλειοψηφίας του 80% των ε/κ. Η ύπαρξη εντελώς διαφορετικών οπτικών σε αυτό το θέμα αποτέλεσαν και τη θρυαλλίδα της απαρχής του διχασμού στο παρελθόν. 

Επίσης ακανθώδες είναι το ζήτημα της επιστροφής των προσφύγων (ε/κ και τ/κ) στις εστίες τους, πράγμα το οποίο έχει να αντιμετωπίσει πληθώρα κοινωνικών, διοικητικών, νομικών και οικονομικών προβλημάτων. Υπάρχει ακόμα το θέμα των Τούρκων υπηκόων, οι αποκαλούμενοι έποικοι, οι οποίοι κατοικούν στη Β. Κύπρο πάνω από 30 χρόνια. Η εξαναγκαστική αποχώρησή τους θα δημιουργήσει ένα πολύ σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Από την άλλη η παραμονή τους θα οδηγήσει σε τετελεσμένα τα οποία σε δεύτερο χρόνο θα μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν και σε άλλες περιπτώσεις π.χ. κατεχόμενα στην Παλαιστίνη.

Κοντολογίς, το γεγονός πως στο μεσοδιάστημα μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου υπήρξαν ρητές, και γραπτές, διαβεβαιώσεις τόσο από τον Χριστόφια όπως και από τον Κασουλίδη πως δεν υπάρχει περίπτωση το σχέδιο Ανάν να αποτελέσει βάση νέων διαπραγματεύσεων, φανερώνει πως η επιρροή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος συνεχίζει να καθορίζει τις εξελίξεις στο κυπριακό πολιτικό σκηνικό. Με αυτή την έννοια οι όποιες πρωτοβουλίες παρθούν για να τελεσφορήσουν θα πρέπει, όποιοι κι αν είναι οι φορείς τους, να κατορθώνουν να υπερπηδούν τα εμπόδια που μόλις περιγράψαμε. Κι αυτό σημαίνει δραστική αλλαγή των συσχετισμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, πράγμα που δεν μοιάζει πιθανό στο ορατό μέλλον.

Το μέλλον διαρκεί πολύ και στο Κυπριακό…


Βιβλιογραφία 
 

Κωνσταντακόπουλος Δημήτρης, 2008, Η Κύπρος σε Παγίδα, Αθήνα: Λιβάνης.

Σακελλαρόπουλος Σπύρος, 2007, «Σχετικά με τα Νέα Κράτη- Προτεκτοράτα», Monthly Review τ. 26 (91), Φεβρουάριος 2007: 70- 79.

 

[1] Το οποίο μόνο ύστερα από την έντονη αντίδραση της κομματικής του βάσης υποχρεώθηκε να αλλάξει θέση και να απορρίψει το σχέδιο, πράγμα σχεδόν πρωτοφανές για παραδοσιακό κομμουνιστικό κόμμα (Κωνσταντακόπουλος 2008)
 

[2] Πρόκειται για στελέχη του ΔΗΣΥ τα οποία διαφώνησαν με τη θέση του κόμματος για το σχέδιο Ανάν και συγκρότησαν νέο πολιτικό φορέα ο οποίος στις βουλευτικές εκλογές του 2006 θα κατεβεί με το όνομα Ευρωπαϊκό κόμμα (ΕΥΡΩ.ΚΟ).

[3] Πρόκειται για μια πορεία σοσιαλδημοκρατικοποίησης που έχει ξεκινήσει από πολύ παλιά αλλά που κορυφώνεται αφενός με την αλλαγή της γραμμής, στη δεκαετία του ‘90 για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου δίνεται η συγκατάθεση του κόμματος για την ένταξη της Κύπρου, και αφετέρου με τις πρόσφατες προεκλογικές δηλώσεις Χριστόφια περί υιοθέτησης συστήματος μικτής οικονομίας.

[4] Βλ. τα αναλυτικά στοιχεία της δημοσκόπησης του Φεβρουαρίου του 2008 που διενήργησε η Public Issue με την Cumar για λογαριασμό του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (www.publicissue.gr)