Εάν πλαγιάσεις με τον διάβολο, ξυπνάς στην κόλαση

«If you lie down with the Devil, you will wake up in hell» δηλαδή «εάν πλαγιάσεις με τον διάβολο θα ξυπνήσεις στην κόλαση».

Και ποιος θα διαφωνήσει πως τα τελευταία 24ωρα οι σκηνές που εκτυλίσσονται με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που συνωστίζονται στα σύνορα του Έβρου και στα τουρκικά παράλια και όσων κυριολεκτικά ξεβράζονται φοβισμένοι, παγωμένοι και αποκαμωμένοι στις ακτές της Λέσβου με μωρά ακόμη και ολίγων μηνών ή και ημερών στα χέρια, δεν θυμίζει μια κόλαση επί γης.

Και ποιος θα διαφωνήσει πως τα τελευταία 24ωρα, για την κυβέρνηση η κατάσταση που καλείται να διαχειριστεί η κυβέρνηση δεν είναι επίσης μια κόλαση; Μια κόλαση μάλιστα που έκανε τους Έλληνες, που έπεφταν στη θάλασσα στις ακτές της Συκαμίας για να σώσουν πρόσφυγες, να βλέπουν τώρα να συμπεριφερόμαστε όπως οι Βορειομακεδόνες γείτονές μας τον χειμώνα του 2015, όταν έκλειναν τα σύνορα στους συνωστισμένους πρόσφυγες στην Ειδομένη και τους έπνιγαν στα χημικά. Τότε που φωνάζαμε και κατακρίναμε τους γείτονες μας και άλλες χώρες όπως η Ουγγαρία για σκληρότητα και έλλειψη ανθρωπισμού.

Και αν δεν είναι κόλαση να φτάσεις στο σημείο να φοβάσαι διαρκώς ένα τάγμα ξεριζωμένων και τον διπλανό σου, τότε τι είναι;

Για να φτάσουμε όμως να ξυπνήσουμε σε αυτή την κόλαση, αναγκαστήκαμε  να πλαγιάσουμε με τον διάβολο ή μάλλον μας ανάγκασαν.

Και το όνομα αυτού είναι Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ενώ στο κρεββάτι του οδηγηθήκαμε μαζί με την ΕΕ και την προτροπή αυτής, όταν οι Βρυξέλλες αποφάσισαν να κάνουν συμφωνία με την Άγκυρα για την «συγκράτηση» των προσφυγικών ροών έναντι χρημάτων και την δυνατότητα επιστροφής προσφύγων (μεταξύ άλλων), αντί να βασιστούν οι χώρες σε έναν δικός τους σχεδιασμό και στις δικές τους δυνάμεις για να διαχειριστούν το πρόβλημα. 

Από τότε πολλοί ήταν εκείνοι που αντιδρούσαν στη συμφωνία (μεταξύ αυτών και εγώ) τόσο για λόγους ανθρωπιστικούς (η Τουρκία θυμίζω αναγκαστικά βαπτίστηκε με νονό τις Βρυξελλες ως «ασφαλής χώρα» τη στιγμή που δεν είναι τέτοια ούτε για τους πολίτες της) αλλά και γιατί αδυνατούσαν να πιστέψουν πως ο Ερντογάν με το βαρύ ιστορικό του θα τηρούσε τη συμφωνία. Εξάλλου ήδη, πέραν του αντικειμενικού προβλήματος που υπάρχει στην Τουρκία με τους εκατομμύρια πρόσφυγες που φιλοξενεί -και ουδείς επιτρέπεται να αμφισβητήσει ότι είναι πρόβλημα- είχε δείξει εξ αρχής πως δεν διστάζει να προχωρήσει στην εργαλειοποίηση της προσφυγικής κρίσης και να την κάνει να λειτουργήσει προς όφελός του. 

Η ΕΕ όμως επέλεξε να τον κάνει «σύμμαχο» στην διαχείριση του προσφυγικού. Αιφνιδιασμένη, κουρασμένη και μοιάζοντας να έχει φτάσει στα όρια των αντοχών της με τις διαρκείς εσωτερικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των «σκληρών» (βλπ. χώρες του Βίζεγκραντ), των απελπισμένων που δέχονται τις εκατοντάδες χιλιάδες των προσφύγων (βλπ. Ελλάδα και Ιταλία) και των ”θεωρητικών”, είδε τους κρυμμένους δαίμονές της (που είχαν αρχίσει να ξυπνούν και με την οικονομική κρίση) να ζωντανεύουν και στον διάβολο είδε τη σανίδα σωτηρίας της.

Η συμφωνία βέβαια τηρήθηκε μόνο μερικώς από τον Ερντογάν όπως μερικώς όμως τηρήθηκε και από αρκετές χώρες της ΕΕ που αρνήθηκαν να εφαρμόσουν τις αποφάσεις περί  αναλογικού καταμερισμού των προσφύγων. Η αλληλεγγύη, θεμελιώδης αρχή της του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, ήρθε από λίγους και μετρημένη (χωρίς αυτή η παρατήρηση να σημαίνει πως παραβλέπω και τους λανθασμένους πέρα για πέρα χειρισμούς και τις τραγικές καθυστερήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων για την διαχείριση του προβλήματος στο εσωτερικό της χώρας). 

Και στο μεταξύ η ΕΕ άφησε τον πόλεμο στη Συρία να συνεχίζεται παρακολουθώντας αδύναμη τις εξελίξεις και έλαμψε δια της απουσίας της κατά την τουρκική εισβολή στη Συρία. 

Και ο καιρός πέρασε. Και η Ιταλία βρέθηκε ξανά μπροστά σε καραβιές προσφύγων και η προσφυγική κρίση μαζί με την προηγούμενη οικονομική οδήγησε στην ανάδειξη ακροδεξιών πολιτικών όπως η Σαλβίνι. Και η  Ελλάδα κουράστηκε και οι νησιώτες και αστυνομικοί έπαιζαν ξύλο πριν λίγες μέρες σε αγρούς και πόλεις εξαιτίας της ανέγερσης κλειστών δομών φιλοξενίας.

Και εκεί που νομίζαμε πως τα χειρότερα είχαν έρθει, υπήρχε κι άλλο. 

Η σκληρή αντεπίθεση του Άσαντ (με τη βοήθεια της Μόσχας) στην τουρκική εισβολή στη Συρία (και ας μην ξεχνάμε και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία στη Λιβύη) έφεραν ξανά το πρόβλημα στα σύνορά μας με ταχύτητα φωτός, αιφνιδιαστικά και άγρια. Και βρεθήκαμε μπροστά σε μια κατάσταση τραγική. Από όλες τις απόψεις.

Φτάσαμε να ρίχνουμε χημικά και να παλεύουμε με ξεριζωμένους πρόσφυγες πόλεμου και εξαθλιωμένους μετανάστες οι οποίοι εξαπατήθηκαν από τον Ερντογάν που -αποδεικνύοντας περίτρανα την διασύνδεση κράτους και κυκλωμάτων διακίνησης προσφύγων/μεταναστών- τους έφερε μέχρι τα σύνορα. Φτάσανε κάποιοι , στη Λέσβο, ακόμη και να υβρίζουν χυδαία γυναίκες πρόσφυγες με μωρά στα χέρια. Φτάσαμε, φτάσαμε, φτάσαμε 

Θύματα αυτοί, θύματα και εμείς ενώ στο ΝΑΤΟ νομιμοποιείται η τουρκική εισβολή στη Συρία (με την ελπίδα να απομακρυνθεί η Τουρκία από την ρωσική αγκαλιά προφανώς;) και το ελληνικό πρόβλημα, που είναι κατ′ ουσίαν Ευρωπαϊκό, αγνοείται και από ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους που είναι και εταίροι μας στην ΕΕ.

Και η διαιώνιση των εχθροπραξιών που γεννά νέους πρόσφυγες, δυστυχία και θάνατο ευλογείται. Και όλα αυτά είναι φυσιολογικά και business as usual.  

Και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται. Οι Ευρωπαίοι δεν φαίνονται έτοιμοι να βοηθήσουν στην πράξη, ο Ερντογάν εκβιάζει και έχει ήδη απτά αποτελέσματα, οι μεγάλοι παίζουν το παιχνίδια τους στην γεωπολιτική σκακιέρα.

Και εμείς; Εμείς όσο και οι πρόσφυγες (που σίγουρα ποτέ δεν πλάγιασαν με τον διάβολο αλλά πληρώνουν τα σπασμένα) μένουμε εγκλωβισμένοι στην ίδια κατάσταση. 

Και αντί να απαιτούμε λύσεις από τους εταίρους μας και ανάληψη των ευθυνών τους γινόμαστε «εχθροί» με τον πρόσφυγα. Γιατί ο πρώτος δρόμος είναι δύσκολος και ο δεύτερος είναι αυτός που μας έχουν μάθει αιώνες τώρα. Να πατάμε τον αδύναμο.