Η βραδυφλεγής βόμβα της Μέσης Ανατολής και ο κίνδυνος από μια Αμερική χωρίς σχέδιο

Η απόφαση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να εξουσιοδοτήσει την επιχείρηση κατά του Κασέμ Σουλειμανί, του πιο σημαντικού ίσως στελέχους των ιρανικών ένοπλων δυνάμεων και υπηρεσιών ασφαλείας, ήρθε σε μια στιγμή μεταβατική για τη Μέση Ανατολή, όπου ταυτόχρονα διαμορφωνόταν ένα νέο τοπίο και νέοι συσχετισμοί αλλά και παροξύνονταν ανταγωνισμοί, τοπικοί αλλά και ευρύτεροι.

Ήρθε στο πλαίσιο μιας κλιμακούμενης αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ιράν, χωρίς όμως να μπορεί ακόμη να φανεί το περίγραμμα ενός αμερικανικού στρατηγικού σχεδίου για την περιοχή.

 

Η συγκυρία στη Μέση Ανατολή

Η συγκυρία της επίθεσης είναι σημαντική. Από τη μια, στη Συρία ένας ιδιαίτερα αιματηρός πόλεμος, ταυτόχρονα εμφύλιος αλλά και ανάμεσα σε ανταγωνιστικά γεωπολιτικά σχέδια, είναι κοντά στο τέλος του, με τη κυβέρνηση Άσαντ να μην έχει ανατραπεί, τη Ρωσία να έχει αναδειχθεί στη βασική εγγυήτρια δύναμη της όλης διαδικασίας και το Ιράν να έχει καθοριστική συμβολή (σε μεγάλο βαθμό στη βάση των δυνάμεων που καθοδηγούσε ο Σουλεϊμανί).

Από την άλλη, η αμερικανική παρουσία στο Ιράκ όδευε προς μια διαδικασία απεμπλοκής, 17 χρόνια μετά από έναν πόλεμο που ξεκίνησε για να πετύχει μια «αλλαγή καθεστώτος» και να κατοχυρώσει την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, οδήγησε σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, αποτέλεσε την αφορμή για την ανάδυση πλήθους κινδύνων, ανάμεσά τους και το Ισλαμικό Κράτος, και διαμόρφωσε τη συνθήκη ώστε το Ιράν να γίνει τελικά η δύναμη με τη μεγαλύτερη επιρροή στο Ιράκ και χάρη σε αυτή την επιρροή, παράλληλα με την παρουσία στο Λίβανο και τη Συρία, η Τεχεράνη να μπορεί να υποστηρίζει ότι διαμορφωνόταν ένας άξονας αντίστασης.

Την ίδια ώρα παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ όπως η Σαουδική Αραβία διαπίστωναν ότι μπορούσαν να έχουν σημαντικό κόστος από τις επιλογές, όπως έδειχνε η εμπλοκή στον πόλεμο στην Υεμένη, όπου η Τεχεράνη στήριζε τους αντάρτες Χούθι, με αποτέλεσμα το τελευταίο διάστημα η κατάσταση να βαίνει μάλλον προς συμβιβασμό.

Παράλληλα, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μια ιδιότυπη σχέση με την Τουρκία, κάποτε τον πυλώνα της παρουσίας του ΝΑΤΟ, στην ευρύτερη περιοχή, ενώ παρά τη στενή φιλία Τραμπ και Νετανιάχου, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να μην μπορούν να διατυπώσουν ένα σχέδιο για την επίλυση του Παλαιστινιακού, που με έναν τρόπο παραμένει το κλειδί για μια διαδικασία ειρήνευσης, εκτός όλων των άλλων και γιατί η κυβέρνηση Νετανιάχου επένδυσε περισσότερο στο να κάνει μη αντιστρέψιμη την κατοχή παρά στην διαμόρφωση όρων για λύση.

Ουσιαστικά, ένα ολόκληρο «αυτοκρατορικό» σχέδιο, που διατυπώθηκε αρχικά από νεοσυντηρητικούς κύκλους στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, όπου οι ΗΠΑ θα ξεμπέρδευαν με όσες τοπικές δυνάμεις τους αμφισβητούσαν μέσα από ένα κύμα «αλλαγής καθεστώτων» και ένοπλης εξαγωγής «δημοκρατίας και οικονομίας της αγοράς» (ο προσφιλής κάποτε στόχος του nation–building), είχε δείξει από καιρό τα όριά του.

 

Η επικέντρωση στο Ιράν

Η επικέντρωση στο Ιράν από τη μεριά των ΗΠΑ δεν είναι τωρινή. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ισλαμική Επανάσταση στέρησε τις ΗΠΑ από έναν κρίσιμο σύμμαχο στην περιοχή και διαμόρφωσε ένα νέο συσχετισμό. Η κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας το 1979 και η παρατεταμένη ομηρία των αμερικανών διπλωμάτων ήταν πάντα μια τραυματική ανάμνηση.

Αυτή τη στιγμή, το Ιράν παραμένει η ισχυρότερη δύναμη στην περιοχή που αμφισβητεί τόσο το σχεδιασμό των ΗΠΑ όσο και τις πολιτικές βασικών συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή, όπως της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ. Ας μην ξεχνάμε ότι στο κενό που άφησε η πολιτική και ιδεολογική κρίση του «αραβικού εθνικισμού» ή των παραλλαγών της μαρξιστικής αριστεράς στον ευρύτερο μουσουλμανικό χώρο, η εκδοχή ριζοσπαστικού πολιτικού Ισλάμ που εκπροσωπούσε το παράδειγμα της Ιρανικής Επανάστασης μπορούσε να έχει απήχηση, εξ ου και ο ανταγωνισμός με την συντηρητικό σαλαφισμό που κατεξοχήν προσπαθούσε να «εξάγει» η Σαουδική Αραβία.

Το ίδιο το Ιράν εδώ και χρόνια έχει επιλέξει να αποφύγει τις ευθείες στρατιωτικές εμπλοκές. Αυτό άλλωστε ήταν και το αιματηρό δίδαγμα του πολέμου με το Ιράκ. Όμως, την ίδια στιγμή αποδείχτηκε ιδιαίτερα ικανό να έχει επιρροή στην περιοχή και να στηρίζει κινήματα ή κυβερνήσεις που θεωρούσε σημαντικά, εκμεταλλευόμενο την απήχηση στις σιιτικές κοινότητες, αλλά χωρίς να περιορίζεται σε αυτές. Αυτό φάνηκε στο Λίβανο, στο Ιράκ, στη Συρία και την Υεμένη.

Όλα αυτά έκαναν το Ιράν να είναι ένας πάγιος στόχος των ΗΠΑ. Ωστόσο, την ίδια στιγμή και παρά το κόστος από τις παρατεταμένες κυρώσεις το καθεστώς έδειξε να έχει μια ορισμένη αντοχή. Είναι αλήθεια ότι έχουν υπάρξει διάφορα κύματα δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας στο Ιράν, αλλά μέχρι τώρα ουδέποτε διαμορφώθηκαν συνθήκες που θα επέτρεπαν την «αλλαγή καθεστώτος». Αυτό οφείλεται και στο ότι το Ιράν, σε αντίθεση με μια καρικατούρα που κανείς συναντά στα διεθνή ΜΜΕ, δεν είναι μια μονολιθική δικτατορία, υπάρχουν εκλογές, πολιτικές αντιπαραθέσεις (έστω και εντός ορίων), μια ορισμένη ανοχή στο «παράλληλο σύμπαν» της «ιδιωτικής» ιρανικής κοινωνίας, αλλά και ένας ισχυρός πατριωτισμός.

Επιπλέον, το Ιράν διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και έχει εξελίξει οπλικά συστήματα που μπορεί να μην συναγωνίζονται τα αμερικανικά εντούτοις μπορούν να καταφέρουν πλήγματα στην περιοχή (κάτι που φάνηκε και από τις πρόσφατες επιθέσεις των Χούθι σε σαουδικούς πετρελαϊκούς στόχους με χρήση ιρανικής τεχνολογίας μη επανδρωμένων αεροσκαφών και πυραύλων), την ώρα που έχει τη δυνατότητα να διαταράξει την ναυσιπλοΐα στα στενά του Ορμούζ, όπως έδειξε και η πρόσφατη κρίση με τα βρετανικά πετρελαιοφόρα.

 

Η ταλάντευση των ΗΠΑ και το ερώτημα Τραμπ

Οι ΗΠΑ όλα αυτά τα χρόνια ταλαντεύτηκαν ως προς το εάν θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε ολομέτωπη επίθεση προς το Ιράν κατά τρόπο ανάλογο προς το Ιράκ. Ταλαντεύτηκαν ακόμη και ως προς την επιλογή «χειρουργικών χτυπημάτων», συμπεριλαμβανομένης και της δολοφονίας του Σουλεϊμανί.

Ο λόγος ήταν πάντοτε ο φόβος για ενδεχόμενη πολεμική κλιμάκωση και ακόμη μεγαλύτερη πολεμική εμπλοκή. Άλλωστε, η τραυματική εμπειρία του Ιράκ λειτουργούσε πάντα αποτρεπτικά.

Αυτό οδήγησε τελικά επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα στην επιλογή να συμμετέχουν οι ΗΠΑ στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Η συμφωνία αυτή ούτως ή άλλως είχε τη στήριξη και των ευρωπαϊκών χωρών αλλά και της Ρωσίας και της Κίνας, ιδίως από τη στιγμή που η άρση των κυρώσεων θα σήμαιναν και την είσοδο των ιρανικών αποθεμάτων στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά, ενώ φαινόταν να απομακρύνει το ενδεχόμενο ευρύτερης ανάφλεξης.

Ωστόσο, υπήρχαν πάντα πιο επιθετικοί κύκλοι μέσα στις ΗΠΑ που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη συμφωνία και επιθυμούσαν μια πιο επιθετική στάση. Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν αυτός που επέλεξε να αλλάξει την πολιτική αυτή μέσα από τη μονομερή αμερικανική αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία και την εκ νέου ενεργοποίηση κυρώσεων κατά του Ιράν που στόχο είχαν και όσες εταιρείες συναλλάσσονταν μαζί της. Αυτή ήταν η στρατηγική της «μέγιστης πίεσης» κατά της Τεχεράνης, που όμως μάλλον δεν απέδωσε τα αναμενόμενα καθώς το Ιράν δεν αναδιπλώθηκε από τα βασικά μέτωπα στα οποία παρεμβαίνει, την ώρα που έδειξε να αντέχει και το τελευταίο κύμα κοινωνικής δυσαρέσκειας (που ήταν και αποτέλεσμα των επιπτώσεων των κυρώσεων).

 

Οι εξελίξεις στο Ιράκ

Αυτό που φάνηκε να επιταχύνει τις αποφάσεις Τραμπ ήταν οι εξελίξεις στο Ιράκ. Οι ΗΠΑ, που επιδιώκουν να απεμπλακούν από το Ιράκ αλλά δεν θα ήθελαν και να χάσουν την όποια επιρροή τους εκεί (συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης στρατιωτικής παρουσίας), πάντα ανησυχούσαν για την ιρανική επιρροή. Αυτό δεν επικεντρωνόταν μόνο στην πολιτική επιρροή σε μια χώρα με ισχυρή σιιτική παρουσία, αλλά και στο γεγονός ότι οι θεωρούμενες ως φιλοϊρανικές «Μονάδες Λαϊκής Κινητοποίησης» (ο υπαρχηγός των οποίων Αμπού Μαχντί αλ-Μουχαντές σκοτώθηκε στην ίδια επίθεση με τον Σουλεϊμανί), που είχαν ενταχθεί στο πλαίσιο των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων, είχαν αποκτήσει ιδιαίτερη ισχύ και είχαν δείξει την αποτελεσματικότητά τους στο πεδίο των μαχών ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος.

Μάλιστα από το καλοκαίρι του 2019 είχαν σημειωθεί διάφορες επιθέσεις σε βάσεις των «Μονάδων Λαϊκής Κινητοποίησης», ορισμένες εκ των οποίων είχαν αποδοθεί σε εκρήξεις πυρομαχικών από την υπερβολική ζέστη, ενώ είχαν υπάρξει και πληροφορίες ότι μπορεί να ήταν και αποτέλεσμα ισραηλινών ή αμερικανικών επιθέσεων. Σε απάντηση είχαν αρχίσει να υπάρχουν διάφορες μικρής κλίμακας επιθέσεις σε αμερικανικούς στόχους.

Στο μεταξύ τους τελευταίους μήνες οι ΗΠΑ άρχισαν να ανεβάζουν τους τόνους σχετικά με τις «Μονάδες Λαϊκής Κινητοποίησης» υποστηρίζοντας ότι έχουν την υποστήριξη της Τεχεράνης και κατηγορώντας το Ιράν ότι τις προμηθεύει με πυραύλους μικρού βεληνεκούς για να επιτεθούν σε αμερικανικούς στόχους.

Στις 27 Δεκεμβρίου έγινε μια επίθεση με ρουκέτες σε βάση αμερικανών και ιρακινών στρατιωτών στο Κιρκούρκ. Θύμα ένας αμερικανός μισθοφόρος και τραυματίες δύο ιρακινοί και τέσσερις αμερικανοί στρατιώτες. Παρότι δεν έγινε σαφές ποιος είχε την ευθύνη την επίθεσης, οι ΗΠΑ υποστήριξαν ότι υπεύθυνο ήταν ένα τμήμα των «Μονάδων Λαϊκής Κινητοποίησης» και βομβάρδισαν πέντε στρατόπεδά τους στα σύνορα Ιράκ και Συρίας όπου επιχειρούσαν κατά του Ισλαμικού Κράτους. Τα θύματα ήταν μέλη των «Μονάδων Λαϊκής Κινητοποίησης» αλλά και απλοί ιρακινοί συνοριοφύλακες και στρατιώτες.

Η επίθεση των ΗΠΑ σε μονάδες που ανήκουν στις ιρακινές ένοπλες δυνάμεις προκάλεσε ένα κύμα διαμαρτυριών στο Ιράκ με αποκορύφωμα την περικύκλωση της αμερικανής πρεσβείας στη Βαγδάτη από οργισμένους διαδηλωτές που μάλιστα μπήκαν στον περίπολο της Πρεσβείας και αποχώρησαν μόνο ύστερα από συμφωνία με τον ιρακινό πρωθυπουργό Αντέλ Αμπντούλ Μαχντί ότι θα υπάρξει ψήφισμα του κοινοβουλίου που θα ζητά την αποχώρηση από των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ.

 

Η απόφαση για την επίθεση και το ερώτημα εάν υπάρχει σχέδιο

Σε αυτό το φόντο οι ΗΠΑ αποφάσισαν να προχωρήσουν στην επιχείρηση κατά του Σουλεϊμανί, σε μια απόφαση που δείχνει να έχει το προσωπικό στίγμα του Ντόναλντ Τραμπ, συμπεριλαμβομένης και της ασάφειας ως προς το εάν υπάρχει κάποιο σχέδιο πίσω από αυτή την επιλογή.

Το ίδιο το Ιράν έχει δείξει σε αρκετές περιπτώσεις ότι δεν απαντάει «εν θερμώ» αλλά σταθμίζει την ώρα και τη στιγμή της όποιας απάντησης. Ωστόσο, μια τέτοια επίθεση εναντίον τόσο υψηλόβαθμου και δημοφιλούς στρατιωτικού ηγέτη δύσκολα μπορεί να μείνει αναπάντητη, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Ωστόσο, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή κάποιο σαφές περίγραμμα για το εάν οι ΗΠΑ έχουν όντως ένα σχεδιασμό για τα επόμενα βήματα, στρατιωτικά και πολιτικά, με δεδομένου ότι μέχρι τώρα έχουν αποφύγει οποιαδήποτε ανοιχτή πολεμική σύγκρουση με το Ιράν. Επιπλέον, εάν θελήσουν να κλιμακώσουν την πολιτική της έντασης και της σύγκρουσης δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα έχουν τα ίδια αποτελέσματα με προηγούμενες ανάλογες επιλογές τους.

Προς το παρόν πάντως τα αποτελέσματα δείχνουν να είναι τα ακριβώς αντίθετα. Το σύνολο σχεδόν του ιρακινού πολιτικού φάσματος, συμπεριλαμβανομένων σουνιτών πολιτικών, προσυπογράφει το αίτημα για αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, ενώ ο πάντα επίφοβος (όπως και καιροσκόπος) Μοκτάντα αλ-Σαντρ υποστήριξε ότι ανασυγκροτεί το ένοπλο τμήμα της οργάνωσής του. Αντίστοιχα, οι περισσότερες διεθνείς αντιδράσεις παραπέμπουν σε ανησυχία παρά σε υποστήριξη των αμερικανικών κινήσεων. Ακόμη και στο εσωτερικό των ΗΠΑ εν μέσω προεκλογικής περιόδου ο Τραμπ δεν δείχνει να έχει τη διακομματική υποστήριξη που θα είχε σε άλλες περιπτώσεις.

Υπάρχει βέβαια το ενδεχόμενο όλα αυτά να εντάσσονται στον ιδιοσυγκρασιακό (και ενίοτε αυτοσχεδιαστικό) τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη διαπραγμάτευση ο Τραμπ και την εναλλαγή ανάμεσα σε χτυπήματα και πρωτοβουλίες διαπραγμάτευσης από υποτίθεται θέσεις ισχύος.

Ωστόσο, αυτό δεν είναι βέβαιο ότι θα λειτουργήσει και αυτή τη φορά. Όχι μόνο γιατί η όποια αντίδραση μπορεί να πάρει τη μορφή του ανοίγματος ενός φάσματος μετώπων και με διαφορετικούς χρόνους, εάν σκεφτούμε το συνολικότερο ρόλο και την επιρροή του Ιράν, αλλά και γιατί, περισσότερο παρά ποτέ, οι ΗΠΑ δείχνουν ότι παρά τη στρατιωτική υπεροπλία τους δεν έχουν ούτε συνολικό σχέδιο ούτε την πραγματική πολιτική ισχύ για το επιβάλουν και να το εγγυηθούν.