Τελικά τι είδους επενδύσεις θέλουμε; – Και με ποιους όρους για τους εργαζόμενους και την κοινωνία;

Λίγα πράγματα θεωρούνται λιγότερο αυτονόητα από την προσέλκυση επενδύσεων στη δημόσια συζήτησή μας. Από μία άποψη δεν είναι παράλογο. Η χώρα βγαίνει από μια πολύ βαθιά οικονομική κρίση, με τα τραύματα οικονομικά αλλά και κοινωνικά ακόμη ανεπούλωτα και μέσα σε ένα καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας, χρειάζεται σημαντικές επενδυτικές ενέσεις για να μπορέσει να ξεκινήσει ξανά η οικονομία και να υπάρξουν νέες θέσεις εργασίας και οικονομική ανάπτυξη.

Όμως, την ίδια στιγμή μικρή συζήτηση γίνεται για το είδος των επενδύσεων που θέλουμε και τους όρους με τους οποίους μπορούν να πραγματοποιηθούν.

 

Είναι το Ελληνικό και οι «Σκουριές» τα πρότυπα;

Στην προεκλογική εκστρατεία ως εμβληματική επένδυση που δεν πρέπει να καθυστερήσει παρουσιάστηκε αυτή του Ελληνικού, ενώ δεν έλειψαν και οι υπενθυμίσεις για την καθυστέρηση και τις εμπλοκές στην ολοκλήρωση της επένδυσης της Eldorado Gold στη Χαλκιδική.

Όμως, πρέπει να πούμε ότι έχουμε να κάνουμε με επενδύσεις που έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και όρια παρά τα εντυπωσιακά μεγέθη τους.

Το Ελληνικό είναι κατά βάση μια επένδυση Real Estate. Ως τέτοια προφανώς εμπεριέχει ένα πολύ μεγάλο κατασκευαστικό πρόγραμμα, που θα δημιουργήσει κατά την φάση εκτέλεσης σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας και θα αξιοποιήσει το κατασκευαστικό δυναμικό της χώρας, ενώ στη συνέχεια οι εμπορικές και ξενοδοχειακές δραστηριότητες μαζί με το Καζίνο, θα διατηρήσουν θέσεις εργασίας.

Όμως, ταυτόχρονα είναι ένα είδος επένδυσης με σχετικά χαμηλή προστιθέμενη αξία και τα όρια που έχει τόσο η τουριστική όσο και η οικιστική ανάπτυξη της χώρας. Ακόμη και τα σχέδια που υπάρχουν για περιοχές ολοκληρωμένης τουριστικής ανάπτυξης αφορούν συγκεκριμένες περιοχές, διότι από εάν σημείο και μετά θα φτάσουμε στο όριο αντοχών του ελληνικού τοπίου. Ούτως ή άλλως, ήδη η ελληνική τουριστική βιομηχανία προσπαθεί να μετατοπιστεί από το στόχο της αύξησης των αφίξεων σε αυτόν της αύξησης της κατά κεφαλή δαπάνης του τουριστών.

Αντίστοιχα, γύρω από την επένδυση στης «Σκουριές» όπου η νέα κυβέρνηση φαίνεται να θέλει να υπερβεί τα προβλήματα που υπάρχουν ως προς τις περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις για να ξεκινήσει η πλήρης λειτουργία (άρα και η μεταλλουργία όπου και έσοδα για το δημόσιο), δεν πρέπει να παραβλέψουμε τον υπαρκτό διχασμό της τοπικής κοινωνίας ως προς τις επιπτώσεις, ή την εύλογη ανησυχία για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις με βάση και τη διεθνή εμπειρία. Ούτε μπορεί εύκολα να αναπαραχθεί ως μοντέλο και σε άλλες περιοχές της χώρας, ιδίως σε μια εποχή όπου η προσπάθεια είναι να επουλωθούν οι πληγές από προηγούμενες εξορύξεις.

Ας σημειώσουμε εδώ ότι ούτως ή άλλως η περιβαλλοντική πτυχή έχει μεγάλη σημασία ευρύτερα. Σήμερα το να είναι μια χώρα «πράσινη» αναδεικνύεται όλο και περισσότερο σε «συγκριτικό πλεονέκτημα».

Σε αυτά ας προσθέσουμε και ένα σημείο ακόμη. Τα «μεγάλα έργα» έχουν επίσης όρια ως προς το πώς μπορούν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη. Στη φάση της κατασκευής αυτό σίγουρα γίνεται, όμως αυτή κάποια στιγμή φτάνει στο τέλος. Για παράδειγμα στην Ελλάδα υπήρξε πολύ μεγάλη ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα στην περίοδο πριν την Ολυμπιάδα, όμως κάποια στιγμή τα «Ολυμπιακά Έργα» έφτασαν στο τέλος τους.

 

Η αλλαγή ιδιοκτησίας δεν σημαίνει απαραίτητα επένδυση

Σε τυπικούς οικονομικούς όρους η διαδικασία ιδιωτικοποίησης εντάσσεται στις άμεσες ξένες επενδύσεις. Όμως, εάν θεωρήσουμε ότι επένδυση σημαίνει δημιουργία ή επέκταση παραγωγικών δραστηριοτήτων είναι σαφές ότι η απλή εξαγορά δεν αλλάζει πολύ την εικόνα της οικονομίας.

Το ερώτημα είναι εάν οι αγοραστές δεσμεύονται και για την ανάπτυξη της επιχείρησης, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη συνέργεια με άλλους παραγωγικούς κλάδους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα λιμάνια, που αποτελούν στην πραγματικότητα μέρος της συνολικής παραγωγικής και διαμετακομιστικής αλυσίδας, ενώ συνδέονται με άλλες δραστηριότητες, μεταφορικές, μεταποιητικές, τουριστικές, εμπορικές. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα το λιμάνι του Πειραιά έχει σημασία το πώς συνδέεται με την πόλη του Πειραιά, την ανάπτυξή της, τη σχέση με εμπορική ναυτιλία και τη ναυπηγοεπισκευή.

 Αντίστοιχα, αν και με διαφορετικό χαρακτήρα, μπορεί κανείς να δει και τα αεροδρόμια.

Σε τέτοιες διαδικασίες το κλειδί είναι ακριβώς το «επενδυτικό σχέδιο», δηλαδή η  σαφής περιγραφή και δέσμευση ως προς ένα συγκεκριμένο βηματισμό ανάπτυξης μιας επιχείρησης. Και δεν τυχαίο ότι συχνά οι αντιρρήσεις αυτό ακριβώς το στάδιο αφορούν . Και όλα αυτά χρειάζονται και πάντα και τη διάθεση των επενδυτών να συνεισφέρουν επιπλέον της απλής εξαγοράς κάποιων περιουσιακών στοιχείων.

 

Ποια είναι τα πραγματικά εμπόδια στις επενδύσεις;

Συχνά στη δημόσια συζήτηση παρουσιάζονται ως μεγαλύτερα εμπόδια στις επενδύσεις η αρχαιολογική νομοθεσία και η νομοθεσία για τη χωροταξία και την προστασία του περιβάλλοντος.

Το παράδοξο είναι ότι τα συγκεκριμένα νομοθετικά πλαίσια αφορούν μικρό μέρος των δυνητικών επενδύσεων, δηλαδή κυρίως αυτά που αφορούν οικοδόμηση ακινήτων σε περιοχές αρχαιολογικού ενδιαφέροντος ή με ανάγκη περιβαλλοντικής προστασίας.

Ακόμη και εκεί στην πραγματικότητα απλώς ορίζουν περιορισμούς, δεν αναιρούν την επένδυση πλήρως. Μερικά από τα σημαντικότερα έργα στην Αθήνα, συμπεριλαμβανομένου του εμβληματικού έργου του Μετρό, έγιναν εντός κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων.

Την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι ξένοι όμιλοι έχουν εμπειρία εργασίας σε χώρες με αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο και επομένως θα ήταν λάθος να πούμε ότι τους αποθαρρύνει η αρχαιολογική ή περιβαλλοντική νομοθεσία.

Τα πραγματικά εμπόδια στις επενδύσεις βρίσκονται αλλού: Στην απουσία σταθερών και πάγιων διαδικασιών έτσι ώστε ανάμεσα στην εξαγγελία και την υλοποίηση να μην υπάρχουν αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο. Στην καθυστέρηση των διαδικασιών έγκρισης με όρους γραφειοκρατίας ή / και έλλειψης προσωπικού στο δημόσιο. Στην απουσία συστηματικής προσπάθειας ώστε να καθοδηγούνται με τρόπο υπεύθυνο στο πώς να κινηθούν (και όχι με την μεσολάβηση διαφόρων «μεσαζόντων»). Στα προβλήματα του τραπεζικού συστήματος και την αδυναμία να εξασφαλίζονται σταθερές χρηματοδοτικές ροές. Στα ζητήματα υποδομών ώστε να υποστηρίζονται οι επενδύσεις.

 

Δεν είναι το φθηνό εργατικό δυναμικό το βασικό κριτήριο

Στην πρώτη περίοδο των μνημονίων, με ευθύνη και της Τρόικας, ιδίως του ΔΝΤ που είχε και το σχήμα της «εσωτερικής υποτίμησης», προβλήθηκε πολύ η αντίληψη ότι η ανταγωνιστικότητα και η προσέλκυση επενδύσεων περνάει μέσα από την μείωση του εργατικού κόστους.

Μόνο που αυτό αποτελεί προοπτική εγγενώς ατελέσφορη. Στην περιοχή μας υπάρχουν οι χώρες των Βαλκανίων που πάντα θα έχουν μικρότερο εργατικό κόστος και ως προς αυτό δεν θα μπορούμε να τις ανταγωνιστούμε.

Σε τελική ανάλυση, μεγάλος όγκος των επενδύσεων εξακολουθεί να πηγαίνει στις πιο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν μεγαλύτερο κόστος εργασίας οπό τη δική μας. Γι’ αυτό το λόγο και ζητήματα που μπορεί να αφορούν την εγχώρια επιχειρηματικότητα, ιδίως τη μικρή και μεσαία, όπως το κόστος της κοινωνικής ασφάλισης, στην πραγματικότητα δεν είναι καθοριστικός παράγοντας για τις επιλογές των μεγάλων επενδυτών. Προφανώς θέλουν μειωμένο κόστος παραγωγής, ως προς όλες τις παραμέτρους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κυρίως με αυτό τον γνώμονα κινούνται.

Επιπλέον, πολύ περισσότερο μετρούν παράμετροι όπως το μορφωτικό επίπεδο και οι δεξιότητες του εργατικού δυναμικού παρά το κόστος εργασίας, μια που σε αυτές στηρίζεται η αύξηση της παραγωγικότητας και άρα η πραγματική ανταγωνιστικότητα.

 

Η ανάπτυξη πρέπει να είναι και ενδογενής

Η οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να στηριχτεί απλώς στην προσέλκυση επενδύσεων. Η χώρα δεν είναι μια «Ειδική Οικονομική Ζώνη». Ο κύριος όγκος του παραγωγικού δυναμικού της χώρας είναι εγχώριος και εκεί θα κριθεί τελικά το στοίχημα της ανάπτυξης.

Ακόμη περισσότερο, μια χώρα που έχει «ενδογενή» αναπτυξιακή δυναμική και μάλιστα με όρους κλάδων και όχι μεμονωμένων «πρωταθλητών», είναι μια χώρα που προσφέρει ένα πραγματικά φιλικό προς τις επενδύσεις περιβάλλον και δυνατότητες ένταξης της όποιας επένδυσης σε μια συνολικότερη αναπτυξιακή δυναμική.

Ας μην ξεχνάμε ότι πέραν της προσέλκυσης νέων επιχειρήσεων το βασικό είναι να κάνουν επενδύσεις και να αναπτύσσονται και οι ίδιες οι εγχώριες επιχειρήσεις, να ανανεώνουν τον παραγωγικό εξοπλισμό τους, να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.

Αυτό με τη σειρά του συνδέεται με ζητήματα όπως η δυνατότητα πρόσβασης σε χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα, άρα και η επίλυση του θέματος με τα «κόκκινα δάνεια», η διαμόρφωση ευνοϊκού πλαισίου για τια νεοφυείς επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητας να έχουν πρόσβαση σε υποδομές και σε ειδικές χρηματοδοτήσεις (venture capital) και προφανώς την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.

 

Η ανάγκη αναπτυξιακού υποδείγματος

Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με το εάν υπάρχει προσπάθεια να διαμορφωθεί πραγματικά ένα «αναπτυξιακό σχέδιο» συνολικά για την ελληνική οικονομία, όχι μόνο με όρους ρυθμού ανάπτυξης και μακροοικονομικών στόχων αλλά και συγκεκριμένων παραγωγικών κατευθύνσεων.

Αυτό περνάει μέσα από τη μελέτη του υπαρκτού παραγωγικού ιστού, τον εντοπισμό τομέων με δυνατότητες ανάπτυξης, την αξιοποίηση του ερευνητικού, πανεπιστημιακού και τεχνικού δυναμικού που έχουμε, την αξιοποίηση της ενεργής βιομηχανικής εμπειρίας που υπάρχει ακόμη.

Από την ενέργεια και τη ναυτιλία μέχρι την ενέργεια και από την μεγάλη ανάπτυξη του κλάδου της πληροφορικής μέχρι τις τεράστιες δυνατότητες για νέες μορφές αγροτοβιομηχανικής σύμπραξης, χωρίς να προσπερνάει κανείς τον τουρισμό η χώρους με μεγάλη τεχνογνωσία όπως η αμυντική βιομηχανία, και πάντα με αξιοποίηση των μεγάλων ερευνητικών δυνατοτήτων που υπάρχουν, τα περιθώρια ενός τέτοιου αναπτυξιακού σχεδία είναι μεγάλα.

Αυτή είναι και μία από τις μεγάλες προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει όχι απλώς η κυβέρνηση αλλά συνολικά το πολιτικό σύστημα στα επόμενα χρόνια.