Θάνος Μικρούτσικος in memoriam: «Και μια πικρία μας ματώνει ανείπωτη…»
Όλοι έχουν να πουν κάτι για τον Θάνο Μικρούτσικο που έφυγε από τη ζωή χθες το απόγευμα αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό. Έχουν κάτι να πουν για το πώς τους χάραξε, τους άγγιξε, τους συγκίνησε, τους άλλαξε.
Και αυτό είναι κάτι πολύ παραπάνω από το να έχει γράψει κάποιος «αγαπημένα τραγούδια» -κι ας έγραψε τραγούδια από τα πιο αγαπημένα.
Σημαίνει ότι ο Μικρούτσικος δεν έγραψε απλώς τραγούδια. Δεν διαμόρφωσε μόνο ένα τμήμα της συλλογικής ηχητικής μας μνήμης και του ίδιου του ηχητικού τοπίου των τελευταίων δεκαετιών. Έκανε κάτι πιο βαθύ: διαμόρφωσε τη συλλογική μας αισθητική και σκέψη.
Άνθρωπος με τεράστια παιδεία μουσική αλλά και πολιτική, έδειξε έναν δρόμο για το ελληνικό τραγούδι που ακόμη ψάχνουμε να βρούμε το νήμα του και να το ξαναπιάσουμε. Και το έκανε διαθέτοντας μια μοναδική ικανότητα να γράφει τραγούδια ικανά να τα αγαπήσεις, να τα θυμάσαι, να τα τραγουδάς ξανά και ξανά, που ταυτόχρονα από πίσω να έχουν παρτιτούρα συνθέτη σύγχρονης «σοβαρής» μουσικής (γιατί αυτό ήταν το πραγματικό εύρος της συνθετικής του ικανότητας). Διαλέγοντας στίχους ξεχωριστούς και από την ελληνική και ξένη ποίηση αλλά και έχοντας μερικές από τις πιο εκπληκτικές συναντήσεις με τους μεγάλους έλληνες στιχουργούς, όπως ο Μάνος Ελευθερίου ή ο Άλκης Αλκαίος. Αποσπώντας ανεπανάληπτες ερμηνείες από τους τραγουδιστές με τους οποίους συνεργάστηκε.
Ποιος εκτός από τον Μικρούτσικο θα μπορούσε στο ίδιο τραγούδι να μπορέσει να αφήσει να μιλήσει με απόλυτη σαφήνεια ο στίχος του Ελευθερίου, να κυριαρχήσει η φωνή του Μεράντζα, να ελευθερωθεί η πολυρυθμία του Τουλιάτου και να μπει με απόλυτη ακρίβεια το μπουζούκι του Πολυκανδριώτη και όλα αυτά πάνω στο ίδιο απλό τσάμικο, όπως κάνει στη «Δίκοπη Ζωή»;
Ποιος άλλος θα μπορούσε να δώσει στη φωνή της Δημητριάδη το περιθώριο να γράψει ιστορία (κοιτώντας στα ίσια τις μεγάλες γερμανίδες ερμηνεύτριες του μπρεχτικού κανόνα);
Ποιος άλλος θα μπορούσε να κάνει «κτήμα ες αεί» τους εκπληκτικούς στίχους του Ρίτσου για τον «σκύλο μας τον Ντικ»;
Ποιος άλλος θα μπορούσε να υψώσει το ανάστημα του απέναντι στο «τέλος της ιστορίας» με τον τρόπο που το έκανε στο «Ανεμολόγιο» μαζί τον Κώστα Τριπολίτη;
Ποιος άλλος θα μπορούσε να πάρει στίχους όπως τη «Ρόζα» του Άλκη Αλκαίου (από τους πιο πυκνούς, οδυνηρούς και πολιτικούς που γράφτηκαν ποτέ στο ελληνικό τραγούδι) και με τη βοήθεια του Μητροπάνου να τους βάλει στα χείλη μιας ολόκληρης χώρας;
Ο Καββαδίας
Και ποιος μπορούσε, ναι, να μελοποιήσει έτσι τον Καββαδία, παίρνοντας π.χ. στίχους όπως το «7 νάνοι στο S/S Cyrenia» (καθόλου τυχαία ένα τραγούδι που το τραγούδαγε συνήθως ο ίδιος) και κάνοντας τους κάτι πολύ μεγαλύτερο και πανανθρώπινο από απλώς ένα ακόμη τραγούδι για την εμπειρία των ναυτικών, δημιουργώντας μία από τις ευτυχέστερες συναντήσεις ποίησης και μουσικής στην ιστορία της ελληνικής μουσικής;
Και όλα αυτά όντας ένας άνθρωπος με μια ξεχωριστή και πάντα ανήσυχη διαδρομή πολιτική: από την επαναστατική αριστερά, μετά στο ΚΚΕ, μετά με κριτική σε αυτό από τα αριστερά, μετά –κι ας πέρασε και από το ΠΑΣΟΚ– σταθερός στην αναζήτηση μιας αριστεράς ακόμη ανεύρετης.
Ο Μικρούτσικος πρόλαβε και έγραψε ιστορία, πρόλαβε και αγαπήθηκε από επάλληλες γενιές, πρόλαβε και έδωσε, ακόμη και με τον τρόπο που αντιμετώπισε την αρρώστια, ένα παράδειγμα μοναδικό δημιουργίας, στράτευσης και πολιτισμού.
Πρόλαβε, όμως, να μας δείξει και το κενό που αφήνει.
Σε μια εποχή που θυμόμαστε τον πολιτισμό μόνο ως έκθεμα εντός της «βαριάς βιομηχανίας» του τουρισμού (όταν δεν αποφασίζουμε να τον ξεπατώσουμε για να προελάσει η «ανάπτυξη»), που κυριαρχεί η χαμέρπεια σε όλες τις παραλλαγές (είτε αυτές που αυτάρεσκα αυτοπροσδιορίζονται ως «πνευματικές ηγεσίες» είτε αυτές που κυνικά απλώς ανάγουν την εμπορικότητα σε κανόνα), όπου οι ελίτ της χώρας σχεδόν θεωρούν προτέρημα την έλλειψη ουσιώδους παιδείας (και ας επικαλούνται κακόφωνα την «αριστεία»), όπου αγορά και εξουσία μάλλον αντιπαθούν την πραγματική τέχνη, ο θάνατος του Θάνου Μικρούτσικου μας κάνει όντως οδυνηρά φτωχότερους.