Σχετικά με τα αίτια και τη σημασία της κοινωνικής έκρηξης του Δεκεμβρίου 2008 στην Ελλάδα.

Σχετικά με τα αίτια και τη σημασία της κοινωνικής έκρηξης του Δεκεμβρίου 2008 στην Ελλάδα.

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

  1. Η πρωτοτυπία του κινήματος τόσο για την Ελλάδα όσο και για την καπιταλιστική Δύση

                 Η δολοφονία του δεκαπεντάχρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από ένα ένοπλο ειδικό φρουρό[1] στην περιοχή των Εξαρχείων της Αθήνας προκάλεσε μια σειρά από τέτοιας έκτασης γεγονότα που τουλάχιστον για το χώρο της καπιταλιστικής Δύσης είχαν να συμβούν από την περίοδο της παγκόσμιας έκρηξης του ’68. Συγκεκριμένα  αμέσως μετά δολοφονία και για ένα διάστημα περίπου δύο εβδομάδων πραγματοποιούνταν συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία σχεδόν σε καθημερινή βάση, αστυνομικά τμήματα πολιορκούνταν από μαθητές για περίπου μια εβδομάδα, καταλαμβάνονταν κτήρια της δημόσιας διοίκησης και κτήρια θεσμικών φορέων (Περιφέρειες, Επιμελητήρια, Δημαρχεία, γραφεία τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών ενώσεων) σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, ενώ αρκετές από τις συγκρούσεις κατέληγαν σε εμπρησμούς και λεηλασίες καταστημάτων, κυρίως μονοπωλιακών αλυσίδων. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί πως πέρα από όλα τα προηγούμενα σημειώνονταν και εκδηλώσεις πολιτιστικής παρέμβασης με δρώμενα στους δρόμους, παρεμβάσεις σε καλλιτεχνικές παραστάσεις και εμπορικά κέντρα κλπ.

                Το πρώτο σημείο στο οποίο πρέπει να αναφερθούμε είναι πως δεν υπάρχει σύγκριση σε σχέση με το τι ακολούθησε σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν. Οι δολοφονίες του Ιάκωβου Κουμή και της Σταματίνας Κανελλοπούλου το 1980[2]  δεν μπόρεσαν να πάρουν τη μορφή κοινωνικής έκρηξης. Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ) είχε ήδη ολοκληρώσει τη μεταστροφή του προς πιο συντηρητικές θέσεις προσβλέποντας στην κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας στις επερχόμενες εκλογές και δε επιθυμούσε να εμπλακεί σε κάτι που θα απομάκρυνε από την επιρροή του ταλαντευόμενα μικροαστικά στρώματα  ενώ ήθελε να δώσει και εχέγγυα φερεγγυότητα προς το συνασπισμό εξουσίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) ύστερα από την συντριβή που γνώρισε στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο εμφανιζόταν ιδιαίτερα φοβικό απέναντι  σε ο,τιδήποτε θα μπορούσε να κινηθεί πέραν από τα όρια που έθετε η αστική νομιμότητα. Τέλος, η σχετικά, τότε, ισχυρή εξωκοινοβουλευτική αριστερά φοβήθηκε πως θα ξαναγινόταν δικτατορία και ετοιμαζόταν για πολιτική δράση σε καθεστώς παρανομίας!        

                Η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά[3] δεν μπόρεσε να κινητοποιήσει πάρα μονάχα το δεδομένο δυναμικό των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και του χώρου των αναρχικών. Ήταν η περίοδος που ένα μεγάλο κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων διατηρούσε βαθιές σχέσεις εκπροσώπησης με το ΠΑΣΟΚ που ήταν στη Κυβέρνηση ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα, πέραν της παραδοσιακής του φοβίας απέναντι στο αυθόρμητο, ευελπιστούσε να αποσπάσει ένα τμήμα της δυσαρεστημένης εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ.

                Ακόμα και η δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα[4] παρότι συνέβη κατά τη διάρκεια ενός ρωμαλέου  εκπαιδευτικού κινήματος που αντιτασσόταν στις μεταρρυθμίσεις της τότε δεξιάς κυβέρνησης, δεν μπόρεσε να πάρει αυτή τη συνολική πανεολαιίστικη διάσταση, ούτε έλαβε τα χαρακτηριστικά μιας τόσο βίαιης αντίδρασης απέναντι τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και στις δομές και τα σύμβολα της κατανάλωσης (Μελισσαρόπουλος 2009: 3-4).

                Σε σχέση με όλα αυτά το κίνημα του Δεκέμβρη παρουσιάζει μια σειρά από πρωτότυπα χαρακτηριστικά.

Καταρχήν αφορά ευρύτερα τμήματα της νεολαίας και όχι μόνο όσα είναι ενταγμένα στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς. Είναι σημαντικό πως σε γεγονότα και πρακτικές αυτής της κοινωνικής έκρηξης συμμετέχουν πέραν της σπουδάζουσας νεολαίας και πληβειακά στρώματα νέων εργαζομένων καθώς και μερίδες αλλοδαπών εργαζομένων που έχουν ενταxθεί στην εργασιακή διαδικασία με πολύ δυσμενείς όρους.

Έπειτα το συγκεκριμένο κίνημα είχε πιο σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά. Δεν αφορούσε απλώς ένα συγκεκριμένο αίτημα (πχ την απόσυρση ενός νόμου) αλλά εξέφραζε μια συνολική αμφισβήτηση της υπάρχουσας κατάστασης. Πολλές από τις πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν, με κυριότερη την πολιορκία των αστυνομικών τμημάτων από τους μαθητές, αν και σαφώς αντισυστημικού χαρακτήρα δεν είχαν περιθωριακή αποδοχή αλλά συνάντησαν τη συναίνεση ενός σημαντικού τμήματος του ελληνικού πληθυσμού- απότοκο της μαζικότητας που χαρακτήριζε το συγκεκριμένο κίνημα.

Σε σύνδεση με το προηγούμενο έρχεται το επόμενο χαρακτηριστικό που είναι η γενικευμένη, πρωτόγνωρη, χρήση συγκρουσιακών πρακτικών: επιθέσεις σε δημόσια κτήρια, πολιορκίες των αστυνομικών τμημάτων, διαρκείς συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, μαζικές καταστροφές τραπεζών αλλά και εμπορικών καταστημάτων. Συνολικά βρέθηκαν περισσότερα από 1200 σχολεία σε κινητοποίηση, περίπου επτακόσια από αυτά καταλήφθηκαν για περίπου δύο εβδομάδες, δεκάδες αστυνομικά τμήματα πολιορκήθηκαν και πετροβολήθηκαν από μαθητές, καθημερινά πραγματοποιούνταν για δύο εβδομάδες διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές που δεν είχαν ιστορική εμπειρία τέτοιου είδους κινητοποιήσεων. Οι περισσότερες πανεπιστημιακές σχολές τελούσαν υπό κατάληψη μέχρι τις διακοπές των Χριστουγέννων, δεκάδες τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί καταλήφθηκαν για λίγη ώρα με σκοπό την μετάδοση μηνυμάτων αλληλεγγύης προς τους διαδηλωτές ενώ το ίδιο συνέβη και με τα στούντιο της Κρατικής Τηλεόρασης. Δημαρχεία και δημοτικές υπηρεσίες καταλήφθηκαν για μέρες στεγάζοντας συνελεύσεις νεολαίων. Θεατρικές παραστάσεις, περιλαμβανομένης και μιας πρεμιέρας στο Εθνικό Θέατρο, διακόπηκαν από διαμαρτυρόμενους σπουδαστές θεατρικών σχολών. Τέλος καταστράφηκαν περισσότερα από 180 υποκαταστήματα τραπεζών καθώς και εκατοντάδες εμπορικά καταστήματα, ATM και φανάρια διάβασης[5].     

Το ενδιαφέρον, πέραν από το γεγονός της μαζικής συμμετοχής σε όλα αυτά, ήταν πως το κίνημα πραγματοποιούνταν εντός ενός πλαισίου ευρείας απονομιμοποίησης των κατασταλτικών μηχανισμών, η δε δυναμική του είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει σημαντικό αντίκτυπο και στον εξωτερικό. Αναφερόμαστε στις δεκάδες διαδηλώσεις που έγιναν σε όλο τον κόσμο αλλά και στην ανησυχία που δημιουργήθηκε στις διεθνείς ελίτ με αποκορύφωμα την αναστολή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στη Γαλλία από το εκφρασμένο δημόσια φόβο του Προέδρου Σαρκοζύ  μη συμβούν ίδιας έκτασης γεγονότα και στη Γαλλία. 

Τελευταίο, αλλά καθόλου έσχατο, το συγκεκριμένο κίνημα εξέφρασε μια πρωτόγνωρη συνάντηση μεταξύ μαθητών ελληνικής και ξένης καταγωγής, άνεργων και μερικών απασχολούμενων νεολαίων (είτε ελλήνων είτε μεταναστών) με τμήματα του φοιτητικού και σπουδαστικού πληθυσμού της αριστερής και ριζοσπαστικής πολιτικοποίησης. Βεβαίως η σπουδάζουσα νεολαία ήταν εκείνη που επικαθόρισε τα χαρακτηριστικά αυτού του κινήματος, ωστόσο μέσα από αυτό έγινε κατορθωτό να εκφραστούν και νέοι εργαζόμενοι που δεν μπορούν να αντιπροσωπευτούν συνδικαλιστικά είτε λόγω της χαμηλής συνδικαλιστικής οργάνωσης στους εργασιακούς τους χώρους εξαιτίας της κυριαρχίας των νέων εργασιακών σχέσεων, είτε λόγω της αδυναμίας επίδρασης στις πρακτικές της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (Μελισσαρόπουλος 2009: 6). Αλλιώς ειπωμένο, η κοινωνική αυτή έκρηξη ήρθε να ενώσει διαφορετικές μερίδες της νεολαίας. Ακόμα και στο επίπεδο των μαθητών υπήρχε η συνάντηση εκείνων που ήταν στο κατώφλι της εισόδου στο πανεπιστήμιο με εκείνους που βίωναν τον κοινωνικό αποκλεισμό. Κατά προέκταση είναι σημαντικό το γεγονός πως το κίνημα συγκέντρωσε την υποστήριξη όχι μόνο του κόσμου της Αριστεράς αλλά και εργαζομένων, κυρίως αυτών που απασχολούνται με συμβάσεις προσωρινού χρόνου σε θέσεις διανοητικής εργασίας, οι οποίοι βρήκαν ένα τρόπο να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους για την εκμετάλλευση την οποία υφίστανται. Με αυτό τον τρόπο ξεπερνιούνταν τα όρια μιας απλής κοινωνικής διαμαρτυρίας και έβγαινε στην  επιφάνεια μιας υποβόσκουσας κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης και αδυναμίας ηγεμονίας του συνασπισμού εξουσίας.

Βάση όλων των παραπάνω μπορούμε να διακρίνουμε τη διαφορά με άλλες εξεγέρσεις νεολαίας που έχουν πρόσφατα λάβει χώρα στην καπιταλιστική Δύση. Ο Ελληνικός Δεκέμβρης ήταν κάτι περισσότερο απ’ ότι τα γεγονότα στα γαλλικά προάστια ή οι κινητοποιήσεις ενάντια στο Σύμφωνο Πρώτης Απασχόλησης (Contrat Premier Emploi- CPE) και γι’ αυτό η κυβέρνηση βρέθηκε σε αδυναμία στο να το απομονώσει (Sotiris 2009). Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με τα γεγονότα της Γαλλίας, το κίνημα του Δεκέμβρη δεν αφορούσε κάποια κομμάτια της νεολαίας, ούτε μόνο τους κοινωνικά αποκλεισμένους αλλά το σύνολο, σχεδόν των νέων ανθρώπων. Κάνοντας μια θεωρητική αφαίρεση θα μπορούσαμε να πούμε πως μοιάζει με ένα ταυτόχρονο ξέσπασμα του κινήματος ενάντια στο CPE μαζί με τις ταραχές στα προάστια. Η σφαιρικότητα δηλαδή που πήρε όλο αυτό το κίνημα δημιούργησε αντικειμενικά προσκόμματα στο να δημιουργηθεί μια «υγειονομική ζώνη» συντηρητικών αντανακλαστικών από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα[6]  Πρόκειται για μια σύγκρουση που εισβάλει σε κάθε σπίτι, σε κάθε οικογένεια, σε κάθε περιοχή, σε κάθε γειτονιά. Αυτό που κυριαρχεί είναι η ενότητα της νεολαίας, σε αντιδιαστολή με την περίπτωση της Γαλλίας όπου προϋπήρχε ένα βαθύ ρήγμα μεταξύ της μεταναστευτικής και της «αυτόχθονης» νεολαίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Ελληνική Κυβέρνηση δεν μπόρεσε να υιοθετήσει ένα προφίλ διαχείρισης της κρίσης που να παραπέμπει στον Σαρκοζύ ο οποίος στοχοποίησε τα «αποβράσματα» που χαλούσαν την ηρεμία του γαλλικού λαού. Ήταν τέτοιο το κοινωνικό βάθος και η γεωγραφική έκταση της κοινωνικής εξέγερσης που ήταν αδύνατη η «από τα πάνω» απομόνωση των εξεγερμένων.   

                Αναμφίβολα σε όλη αυτή την έκρηξη δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο κοινωνικό ή/ και πολιτικό υποκείμενο που να την καθοδηγούσε (παρά τη συγκροτημένη συμμετοχή δυνάμεων της αριστεράς και του αναρχικού χώρου στο κίνημα) ή να αντιπροσωπευόταν από αυτή. Στην πραγματικότητα ο Δεκέμβρης αποτελούσε την αυθόρμητη αντίδραση στο καθεστώς αυταρχισμού ή/ και εκμετάλλευσης που η νεολαία στην Ελλάδα βιώνει τα τελευταία χρόνια συμπυκνώνοντας μια απονομιμοποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος και των εκπροσώπων του. Ταυτόχρονα, όμως, η απουσία συγκροτημένης πολιτικής έκφρασης αντανακλούσε όχι μόνο τον αυθόρμητο χαρακτήρα του κινήματος και το γεγονός πως μεγάλο τμήμα των νεολαίων δεν είχε στο παρελθόν εμπλακεί στην οργανωμένη πολιτική πάλη αλλά και μια σειρά από άλλα στοιχεία- δείγματα του δυσμενούς ταξικού συσχετισμού δύναμης. Έτσι η γραφειοκρατικοποίηση του εργατικού κινήματος λειτουργούσε ανασταλτικά στην ανάπτυξη ταυτόχρονων κινηματικών πρακτικών και εντός της παραγωγικής διαδικασίας.  Παράλληλα ήταν εμφανής η ανυπαρξία ενός αριστερού- ριζοσπαστικού φορέα που δεν θα υποστήριζε απλώς την έκρηξη της νεολαίας αλλά θα κατόρθωνε να εκπροσωπήσει σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο μεταλλάσσοντας  τη δυναμική του σε μορφή αιτημάτων και πρακτικών που θα γνώριζαν υποστήριξη και ενεργό συμμετοχή από την πλειοψηφία των λαϊκών και εργατικών στρωμάτων μεταφέροντας την ταξική δυναμική εντός της καπιταλιστικής παραγωγής (με υιοθέτηση πρακτικών όπως απεργίες, στάσεις εργασίας, σαμποτάζ). 

                               

2. Η στάση των πολιτικών δυνάμεων      

Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δέχτηκε πολλές πιέσεις κατά τη διάρκεια της κοινωνικής έκρηξης. Η εξέλιξη των γεγονότων γινόταν αφενός στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και αφετέρου στην κορύφωση της δυσαρέσκειας γύρω από την πολιτική της. Έτσι βρέθηκε σε μια κάπως αμήχανη κατάσταση. Καταλάβαινε πως αν υιοθετούσε μια πολιτική όξυνσης της καταστολής, (πχ άρση του ασύλου, απαγόρευση των κινητοποιήσεων, σκλήρυνση των αντιδράσεων των δυνάμεων καταστολής απέναντι στους διαδηλωτές), είναι πολύ πιθανό να οδηγούσε τα πράγματα σε πιο αποσταθεροποιητικές καταστάσεις. Από την άλλη η εξέλιξη της έκρηξης την έκανε ευάλωτη σε κριτικές περί απραξίας και υποχώρησης στο «λαό του πεζοδρομίου». Εάν, πάλι, δοκίμαζε να κατεβάσει στο δρόμο, όπως ο Ντε Γκωλ στο Μάη του ’68, το λαό της «σιωπηρής πλειοψηφίας» τότε κινδύνευε με ακόμα πιο ανεξέλεγκτες κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Μέσα σε αυτή την πληθώρα αντιφάσεων αυτό που προσπάθησε να κάνει ήταν να διασφαλίσει όρους υπερκομματικής συναίνεσης γύρω από μια στάση χρήσης καταστολής μεγαλύτερης κλίμακας. Από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν έγινε δυνατό, δεδομένου πως ούτε μπορούσε το κίνημα να ανακοπεί από τα «πάνω», αλλά ούτε και το ΠΑΣΟΚ ήταν διατεθειμένο να απεμπολήσει τον αντιπολιτευτικό του ρόλο, η κυβέρνηση έμεινε μόνη της να προσπαθεί, μάταια, να υπερβεί τις αντιφάσεις της εισπράττοντας την κυβερνητική φθορά που επέφερε αφενός η συνέχιση των διαδηλώσεων και αφετέρου οι «από τα δεξιά» κατηγορίες για εσφαλμένους χειρισμούς στη διαχείριση της κρίσης.    

                Σε ότι, αφορά τη στάση του ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να σημειωθεί πως αυτή είχε μια διπλή διάσταση: Από τη μια απέφυγε να στηρίξει την κυβέρνηση θεωρώντας πως δική της ήταν η ευθύνη για ό,τι συνέβαινε. Από την άλλη ποτέ δεν ενεπλάκει ενεργά στο κίνημα δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο στα αστικά κέντρα εξουσίας πως στην περίπτωση που έρθει στην Κυβέρνηση δεν πρόκειται να εφαρμόσει ουσιαστικά διαφορετική πολιτική από αυτή της Νέας Δημοκρατίας. Διαμόρφωσε ένα επικοινωνιακό προφίλ «συναισθηματικού» χαρακτήρα απέναντι στους νέους που αγωνίζονται, αλλά, ταυτόχρονα, απέφυγε επιμελώς να δεσμευτεί για την κατάργηση των νόμων που ψήφισε η κυβέρνηση Καραμανλή ούτε για την ανατροπή των βασικών πλευρών της πολιτικής της.

                Το ΚΚΕ στη συγκεκριμένη συγκυρία ανέδειξε τα φοβικά και συντηρητικά χαρακτηριστικά που το διακρίνουν ως κόμμα, ως πολιτικό φορέα που δεν μπορεί να ανεχτεί την ανάδειξη αυθόρμητων διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων. Η θέση μας είναι πως οι αποφάσεις του τελευταίου του Συνεδρίου περί υποστήριξης της σταλινικής περιόδου και η όψιμη αντικαπιταλιστική ρητορεία που δεν έχει υιοθετήσει δεν λειτουργούν παρά ως προκάλυμμα μιας βαθύτατης μετάλλαξης που έχει σταδιακά ολοκληρωθεί τα τελευταία χρόνια. Το ΚΚΕ έχει μεν τοποθετηθεί στην πιο αριστερή πτέρυγα του κοινοβουλευτικού πολιτικού φάσματος, ωστόσο η πολιτική της μη εμπλοκής σε κοινωνικές κινητοποιήσεις που συμμετέχουν και άλλες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις έχει συντελέσει στο να αποτελεί μια ακίνδυνη δύναμη για το ελληνικό αστικό σύστημα, η οποία θεωρεί πως στη συγκεκριμένη φάση οι αγώνες δεν μπορούν να φέρουν  αποτελέσματα και η μόνη διέξοδος είναι η εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ. Όλα αυτά φάνηκαν στις κινητοποιήσεις του Δεκέμβρη όπου οι συγκρούσεις καταγγέλθηκαν ως έργο προβοκατόρων, κυριάρχησε η απουσία από τις κινητοποιήσεις μέσω της επιλογής για κομματικές πορείες με κατευθύνσεις εντελώς διαφορετικές από τις υπόλοιπες διαδηλώσεις σε απόσταση από τα κυβερνητικά κτήρια, ενώ επονείδιστη ήταν και η καταγγελία πως ο ΣΥΡΙΖΑ (Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς), το άλλο μεγάλο κόμμα της κοινοβουλευτικής αριστεράς, ήταν εκείνος που συναινούσε στις λεηλασίες και στους εμπρησμούς. Δεν είναι τυχαία τα συγχαρητήρια που έλαβε το ΚΚΕ από βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και του ακροδεξιού ΛΑΟΣ (Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός)  για την «υπεύθυνη» στάση κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων.

                Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του αναμφίβολα είχε διαφορετική στάση από αυτή του ΚΚΕ. Αποτέλεσε τη μόνη κοινοβουλευτική δύναμη που επέλεξε να δραστηριοποιηθεί βάση της αντίληψης πως τα γεγονότα αποτελούν μορφές μιας νεολαιίστικης κοινωνικής έκρηξης και γι’ αυτό στάθηκε στο πλευρό των κινητοποιήσεων. Η έντονη επίθεση που δέχτηκε από τα ΜΜΕ και το αστικό πολιτικό προσωπικό αναδεικνύουν το φόβο που υπήρχε από το συνασπισμό εξουσίας για επέκταση των επεισοδίων σε σημείο επικίνδυνο για την ομαλή λειτουργία του συστήματος. Κάτι τέτοιο, όμως, θα απαιτούσε και την εμπλοκή ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων στις κινητοποιήσεις και την προκήρυξη απεργιών. Και σε αυτό το σημείο είναι που αναδείχθηκε η αντιφατικότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπόρεσε να διαχωριστεί από τις εκφυλιστικές πρακτικές της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και δεν υιοθέτησε μια στάση υποστήριξης για έναρξη εργατικών κινητοποιήσεων. Ακόμα και στην προγραμματισμένη από καιρό, και άσχετη με τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, πανελλαδική απεργία της 10ης Δεκεμβρίου, οι συνδικαλιστές του Συνασπισμού προτίμησαν να συνταχθούν με τους συνδικαλιστές της Δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ ακυρώνοντας στην ουσία την πραγματοποίηση[7] της πορείας επικαλούμενοι και εκείνοι τον φόβο πιθανών επεισοδίων. Αλλά πέρα από τα επιμέρους παραδείγματα στην ουσία αυτό που φάνηκε στον Σύριζα είναι η αντίφαση μεταξύ της προσπάθειας απόκτησης ενός ριζοσπαστικού κινηματικού χαρακτήρα και της αντίληψης περί συμμετοχής στην κυβερνητική διαχείριση είτε μέσω μιας μελλοντικής συμμαχίας με το ΠΑΣΟΚ είτε μέσω της δημιουργίας μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Σε κάθε περίπτωση το δεύτερο ενδεχόμενο απαιτούσε μια πιο μετριοπαθή και «υπεύθυνη» πολιτική μακριά από τις «ακρότητες» του Δεκέμβρη.

Ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός επιχείρησε να παίξει το ρόλο του κόμματος του «Νόμου και της Τάξης», ασκώντας από τα δεξιά κριτική στην Κυβέρνηση Καραμανλή ότι αδυνατεί να καταστείλει τους ταραξίες, ευελπιστώντας πως με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να εγκολπωθεί τη δυσαρέσκεια των δεξιών ψηφοφόρων. Αναμφίβολα είχε οφέλη από αυτή την πολιτική, ωστόσο αυτά δεν ήταν επαρκή για  να μπορέσει να αποτελέσει τον αντίπαλο δεξιό πόλο στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Συνετέλεσε, όμως, σε  μια φάση που ετίθετο σε αμφισβήτηση μεγάλο εύρος των κρατικών λειτουργιών να μετατοπιστεί η συζήτηση προς την άλλη πλευρά, κινούμενη στο χώρο του επιφαινομένου: επικέντρωση στις ζημιές και στις καταστροφές και όχι στα αίτια που οδηγούν χιλιάδες νέους ανθρώπους να υιοθετούν τέτοιου είδους πρακτικές.

                Ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, παρά τον κατακερματισμό και τις εμφύλιες διαμάχες του, συμμετείχε ενεργά στο κίνημα του Δεκέμβρη, ειδικά εκεί που παραδοσιακά έχει αυξημένη επιρροή (φοιτητικοί σύλλογοι). Δεν κατάφερε, όμως, να πολιτικοποιήσει αυτό το κίνημα και να το συνδέσει με συνδικαλιστικούς χώρους συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός κοινού αντικυβερνητικού μετώπου.

                Ο αναρχικός χώρος, ενισχύθηκε με νέο κόσμο, κυρίως λόγω της υφέρπουσας δυσπιστίας απέναντι σε κάθε μορφή πολιτικής οργάνωσης. Ωστόσο έμεινε στα στενά πλαίσια των πρακτικών της σύγκρουσης με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και της καταστροφής συμβόλων της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (πχ πυρπολήσεις υποκαταστημάτων τραπεζών), αδυνατώντας να πετύχει ένα πολιτικό άνοιγμα σε ευρύτερα λαικά στρώματα.              

 

3. Το βασικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η κοινωνική έκρηξη

Τι όμως ήταν εκείνο που συνένωσε ανθρώπους με τόσο διαφορετικές προελεύσεις και τους οδήγησε είτε στην ενεργό συμμετοχή τους στην κοινωνική έκρηξη είτε στην υποστήριξη των όσων συνέβαιναν; Αναμφίβολα υπάρχει μια πληθώρα πολιτικο- κοινωνικών αιτίων στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Αυτό, όμως, που πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να σημειωθεί είναι πως η πολιτική ατμόσφαιρα το τελευταίο διάστημα πριν από το κίνημα του Δεκέμβρη χαρακτηριζόταν από μια τάση γενικευμένη δυσαρέσκειας απέναντι στην Κυβέρνηση και στο πολιτικό σύστημα γενικότερα. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το καλοκαίρι του 2008 όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας να προηγείται, αλλά στη συνέχεια δύο γεγονότα λειτούργησαν καταλυτικά για να περάσει μπροστά το ΠΑΣΟΚ. Το πρώτο είχε να κάνει με την ανάδυση στην επιφάνεια του σκανδάλου του Βατοπεδίου (βλ. παρακάτω) και το άλλο με την ομιλία του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης όπου δεν εξήγγειλε κανένα μέτρο βελτίωσης των εισοδημάτων λαϊκών τάξεων, δημιουργώντας μια διάχυτη δυσαρέσκεια στα λαϊκά στρώματα.

Η αλλαγή αυτή του κλίματος αποτυπώθηκε και στην έρευνα του Ευρωβαρόμετρου που πραγματοποιήθηκε  το Φθινόπωρο του 2008.. Έτσι ποσοστό 77% των ελλήνων πολιτών τείνει να μην εμπιστεύεται την ελληνική κυβέρνηση. Ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος τοποθετείται στο 61%. Συγκριτικά με την προηγούμενη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (άνοιξη 2008), καταγράφεται αύξηση του ποσοστού δυσπιστίας από 66% σε 77% και αντίστοιχα μείωση του ποσοστού εμπιστοσύνης από 34% σε 23% (Ευρωβαρόμετρο 2008: 19).

Ταυτόχρονα και σε μια σειρά από θέματα που αφορούσαν την πολιτική ζωή φάνηκε η απαξίωση του πολιτικού προσωπικού και η ανάδυση στοιχείων κρίσης εκπροσώπησης. Το 68% των ερωτηθέντων τείνουν να μην εμπιστεύονται την Βουλή της χώρας τους (ΕU27: 58%), ενώ εμπιστοσύνη εκφράζεται από ποσοστό 32% του ελληνικού και 34% του ευρωπαϊκού δείγματος. Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα με αυτά προηγούμενων ερευνών του Ευρωβαρόμετρου, διαπιστώνεται μια συνεχής αύξηση του ποσοστού δυσπιστίας.

 

 





 

 

 

 

Ταυτόχρονα υψηλό είναι το ποσοστό των ελλήνων πολιτών που φαίνεται να μην εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα της χώρας (86%) ενώ δυσπιστία εκφράζεται και  απέναντι στο θεσμό των περιφερειακών ή τοπικών δημόσιων αρχών της Ελλάδας. Το ελληνικό ποσοστό δυσπιστίας είναι το δεύτερο υψηλότερο της έρευνας (66%). Επιπρόσθετα το 56% των ελλήνων πολιτών τείνει να μην εμπιστεύεται το νομικό σύστημα της χώρας (EU27: 47%).

  Από εκεί και πέρα έχει ενδιαφέρον να δούμε τις επιμέρους αντιλήψεις των Ελλήνων για μια σειρά από ζητήματα της καθημερινότητας. Πιο συγκεκριμένα το Φθινόπωρο του 2008 μόλις το 53% των Ελλήνων δήλωναν ικανοποιημένοι από την καθημερινή τους ζωή  έναντι 65% που ήταν ικανοποιημένοι την Άνοιξη του ίδιου έτους. Ο μέσος όρος των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν 76% το Φθινόπωρο και 77% την Άνοιξη. Βλέπουμε δηλαδή πως υπάρχει αφενός σημαντική μεταβολή μέσα σε έξι μήνες και αφετέρου ότι υπάρχει μεγάλη απόκλιση σε σχέση με το πώς βλέπουν τη ζωή τους οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι (Ευρωβαρόμετρο 2008: 5). Είναι ενδιαφέρον πως και σε μία σειρά άλλους δείκτες εμφανίζεται η ίδια τάση. Στο ερώτημα για την οικονομική κατάσταση της οικογένειας του ερωτώμενου μόνο το 46% θεωρεί πως είναι καλή ενώ ο ευρωπαϊκός μέρος όρος φτάνει το 64%. Η ίδια απόσταση παρουσιάζεται και στο ερώτημα για την προσωπική επαγγελματική κατάσταση: το 37% θεωρεί ότι είναι καλή έναντι 56% του ευρωπαϊκού μ.ο, αλλά και στο ερώτημα για την κατάσταση της απασχόλησης στη χώρα όπου μόλις το 8% πιστεύει πως είναι καλή έναντι 28% του ευρωπαϊκού μ.ο. Τέλος στο ερώτημα για την κατάσταση της οικονομίας στη χώρα μόλις το 10% τη χαρακτηρίζει ως καλή έναντι 29% του ευρωπαϊκού μο. (Ευρωβαρόμετρο 2008: 6).

Σε ό,τι αφορά το άμεσο μέλλον οι περισσότεροι έλληνες προβλέπουν ότι τόσο η οικονομική κατάσταση όσο και η εργασιακή κατάσταση στην Ελλάδα θα χειροτερέψουν τους επόμενους 12 μήνες (66% & 64% αντίστοιχα).    Αναφορικά με την αγοραστική δύναμη των ερωτηθέντων, οι έλληνες πολίτες, στην πλειονότητά τους (64%), βρίσκουν ότι η τωρινή τους κατάσταση έχει χειροτερέψει συγκριτικά με αυτή προ πέντε ετών. Την ίδια διαπίστωση κάνουν και οι ευρωπαίοι πολίτες αλλά σε πιο περιορισμένη έκταση (51%). Ταυτόχρονα υψηλό ποσοστό του ελληνικού δείγματος (63%) ομολογεί ότι δυσκολεύεται να πληρώσει όλους τους λογαριασμούς που επιβαρύνουν σε μηνιαία βάση το νοικοκυριό τους (EU27: 46%).

Η γενικότερη δυσαρέσκεια από την οικονομική κατάσταση αιτιολογεί και την έντονη απαισιοδοξία που εκφράζουν 8 στους 10 έλληνες ερωτηθέντες (83%) για την επόμενη γενιά, καθώς πιστεύουν ότι η ζωή αυτών που είναι στην παιδική ηλικία σήμερα θα είναι δυσκολότερη από αυτή που βιώνουν οι ίδιοι.  Αξίζει να σημειωθεί ότι το ελληνικό αρνητικό ποσοστό είναι το υψηλότερο του συνολικού δείγματος της παρούσας έρευνας.

Η ελληνική κοινή γνώμη προβάλλει μια ιδιαιτέρως αρνητική εικόνα για τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα. Συγκεκριμένα, οι έλληνες πολίτες στην πλειονότητά τους εκφράζουν την έντονη δυσαρέσκεια τους για τα ακόλουθα: Το κόστος διαβίωσης (EL: 93% - EU27: 78%). Την παροχή συντάξεων (EL: 91% - EU27: 58%). Τον τρόπο που οι ανισότητες και η φτώχεια αντιμετωπίζονται στην Ελλάδα (EL: 89% - EU27: 67%). Τα επιδόματα ανεργίας (EL: 89% - EU27: 51%). Τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης (EL: 89% - EU27: 55%). Το κόστος της κατοικίας (EL: 88% - EU27: 73%). Την παροχή υγειονομικής περίθαλψης (EL: 78% - EU27: 43%).

Σε ένα γενικότερο ερώτημα για το πώς κινούνται -αυτή τη στιγμή- τα πράγματα στη χώρα τους οι έλληνες ερωτηθέντες, με ποσοστό 69% εκφράζουν ανησυχία καθώς κρίνουν ότι η Ελλάδα οδεύει προς τη λάθος κατεύθυνση, ενώ ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος περιορίζεται στο 49%. Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως συγκριτικά με την προηγούμενη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (Άνοιξη 2008 - ΕΒ69.2 / EL: 56% - EU27: 45%), διαπιστώνεται (αρνητική) αύξηση του ελληνικού ποσοστού κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες (Ευρωβαρόμετρο 2008: 11- 15).

Κατά συνέπεια λίγο πριν την δολοφονία του Αλέξανδρου υπήρχε ένα έντονα φορτισμένο κλίμα που έμελε μια τραγική αφορμή να το πυροδοτήσει. Το θέμα ωστόσο παραμένει: Γιατί υπήρχε αυτή η κοινωνική δυσφορία που θα οδηγήσει σε μιας τέτοιας έκτασης κοινωνικό κίνημα το οποίο θα συναντήσει την υποστήριξη σημαντικού τμήματος των λαικών στρωμάτων; Με μια πρώτη ανάγνωση μπορούμε να σταθούμε στην  ύπαρξη ενός κοινού παρανομαστή πάνω στον οποίο συναντιούνται όλοι οι αριθμητές των γενεσιουργών κοινωνικών παραγόντων: πρόκειται για την χειροτέρευση των εργασιακών προοπτικών (Sotiris 2010)- γεγονός που ακύρωνε τα όνειρα που έκανε η νεολαία, και μαζί με αυτήν και οι γονείς της, για τη βελτίωση του επιπέδου ζωής της νέας γενιάς, για την ματαίωση της ελπίδας πως οι σημερινοί νέοι θα ζήσουν καλύτερα από τους γονείς και τους παππούδες τους.

 

4) Η «συνάντηση» των παραγόντων που θα οδηγήσουν στην έκρηξη

                Αρκεί όμως να σταθούμε μόνο στα παραπάνω, που στην  ουσία δεν είναι τίποτε άλλο παρά καταγραφή μιας διευρυμένης δυσαρέσκειας, με παρόμοια χαρακτηριστικά (ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, υψηλή ανεργία) με τα οποία εμφανίζεται και στις υπόλοιπες χώρες της Δύσης που βιώνουν την επέλαση του Νεοφιλελευθερισμού; Για ποιο λόγο στην Ελλάδα και όχι αλλού βιώσαμε αυτής της έκτασης της κοινωνική έκρηξη;

                Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα είναι καταρχήν αναγκαίο χρησιμοποιήσουμε ως θεωρητικό εργαλείο την έννοια της συνάντησης που πρωτοδιατυπώσει ο Λουίς Αλτουσέρ.  Με τη «συνάντηση» ο Αλτουσέρ επιχειρεί να συγκροτήσει μια έννοια της ιστορίας η οποία να είναι σε θέση να συνδυάζει το τετελεσμένο γεγονός με τον ανοιχτό ορίζοντα της αστάθμητης παρέμβασης της πάλης των τάξεων. Με άλλα λόγια σε κάθε ιστορικό γεγονός υπάρχει μια σειρά πρωτογενών και δευτερογενών παραγόντων που συνδυάζονται με έναν ιστορικά πρωτότυπο τρόπο. Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες μπορεί να υπάρχουν και σε άλλο εθνικό σχηματισμό, και κάποιοι άλλοι όχι. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται ο ειδικός συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων για να παραχθεί ένα ιστορικό γεγονός (Αλτουσέρ 2004).

                Βάση αυτού του πλαισίου θα επιχειρήσουμε να δείξουμε γιατί ειδικά στην Ελλάδα, και όχι σε άλλες δυτικές χώρες με σχετικά παρεμφερή χαρακτηριστικά αναδύθηκε στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ένα κίνημα τέτοιας κοινωνικής δυναμικής. Τα στοιχεία που θεωρούμε ότι «συναντήθηκαν» είναι τα εξής:

 

α) Το πιο «αριστερό» πολιτικό σκηνικό

                Το πρώτο στοιχείο της συνάντησης είναι το γεγονός πως το πολιτικό σκηνικό στη  Ελλάδα από την περίοδο της πτώσης της Δικτατορίας (1974) μέχρι και σήμερα είναι το πιο αριστερά μετατοπισμένο σκηνικό σε ολόκληρη την καπιταλιστική Δύση. Οι πολιτικές παρακαταθήκες της ισχυρής παρουσίας του κομμουνιστικού κινήματος κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941- 1944) και του εμφυλίου (1946-1949) ήρθαν να διαπλεχθούν με την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος. Οι θεσμικές αλλαγές που ακολούθησαν (Κατάργηση της Βασιλείας, Νομιμοποίηση των πολιτικών φορέων της κομμουνιστικής Αριστεράς, υποβάθμιση του ρόλου του Στρατού, αυξήσεις στους μισθούς, οι κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων) έδειξαν πως η μετάβαση στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία είχε έντονη τη σφραγίδα και των λαϊκών  αγώνων. Στη συνέχεια στη δεκαετία του ’80 οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ αποτελούσαν σαφώς τις πιο αριστερά μετατοπισμένες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Ευρώπης. Βεβαίως στις επόμενες δύο δεκαετίες και στην Ελλάδα όπως και στην υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο κυριάρχησαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές και αντιλήψεις. Ωστόσο, η υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας συνάντησε σοβαρές αντιστάσεις, γεγονός που οδήγησε σε μια καθυστέρηση της εφαρμογής της. Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις της Αριστεράς (το φιλοσοβιετικό ΚΚΕ, η ριζοσπαστική Αριστερα (ΣΥΡΙΖΑ) και οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς) έχουν επιτύχει ορισμένες ρωγμές στην ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου προτάγματος εκφράζοντας έναν πιο ριζοσπαστικό λόγο σε σχέση με τα αντίστοιχα κόμματα της καπιταλιστικής Δύσης.       

 

β) Η άρση του ιστορικά διαμορφωμένου τρόπου σχηματισμού της κοινωνικής συναίνεσης και η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων

ι) Ο τρόπος συγκρότησης της κοινωνικής συναίνεσης

                Το δεύτερο στοιχείο έχει να κάνει με την εξέλιξη του τρόπου που διαμορφώθηκε ιστορικά η κοινωνική συναίνεση στην Ελλάδα μεταπολεμικά. Η ήττα της Αριστεράς στον εμφύλιο πόλεμο συνοδεύτηκε με μια ένταση της καταστολής απέναντι στο κομμουνιστικό κόμμα, τα μέλη του και τους οπαδούς του (απαγόρευση της νόμιμης λειτουργίας του Κόμματος, εκτελέσεις και εξορίσεις κομμουνιστών, υιοθέτηση ενός θεσμικού πλαισίου περιστολής των δικαιωμάτων των αριστερών πολιτών). Ωστόσο η καταστολή δεν αρκεί, μακροχρόνια, για να ηγεμονεύσουν οι ιδέες της αστικής τάξης. Χρειάζονται με σειρά από υλικές παραχωρήσεις που θα σφυρηλατήσουν αυτή την ηγεμονία. Έτσι στο πλαίσιο και των πολύ υψηλών ρυθμών ανάπτυξης που γνώρισε η ελληνική οικονομία μετά τον εμφύλιο, έγινε εφικτό και το οικογενειακό εισόδημα των ελλήνων να βελτιωθεί, μαζί με την αλλαγή του καταναλωτικού προτύπου, αλλά και να αρχίσουν να λειτουργούν διαδικασίες ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Σε γενικές γραμμές άρχισε να γίνεται ορατό πως οι νέες γενιές θα ζούσαν πιο άνετα και με υψηλότερο βιοτικό επίπεδο σε σχέση με τις προηγούμενες. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και ο θεσμός της δωρεάν πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, όπου οι αξιοκρατικές εξετάσεις επέτρεπαν στα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων να σπουδάζουν και να διεκδικούν μια καλύτερη θέση στον καταμερισμό της εργασίας σε σχέση με τους γονείς τους.

                Αυτό το μοντέλο συγκρότησης της κοινωνικής συναίνεσης άρχισε να εμφανίζει δυσλειτουργίες από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και την άνοδο των νεοφιλελεύθερων προταγμάτων. Η ελληνική αστική τάξη στο πλαίσιο της εντονότερης διεθνοποίησης της οικονομίας και της όξυνσης των ενδοκαπιταλιστιών ανταγωνισμών υιοθέτησε μια στρατηγική που έδινε το βάρος της στην ένταση της  εκμετάλλευσης των εργαζόμενων στρωμάτων και όχι σε μια κατεύθυνση που θα έδινε βάρος στη τεχνολογική αναδιοργάνωση της ελληνικής οικονομίας. Το αποτέλεσμα αυτού του προσανατολισμού ήταν η υιοθέτηση όλων εκείνων των στοιχείων που θα συντελούσαν στη μείωση των  λαϊκών εισοδημάτων και στην αύξηση των ποσοστών κερδοφορίας των καπιταλιστών με αποτέλεσμα την ταχεία επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης πλειοψηφίας των ελλήνων. Μια πολύ μεγάλη μεταφορά πλούτου πραγματοποιήθηκε από τους εργαζόμενους προς την αστική τάξη.

ιι) Η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων

                Η επιδείνωση των όρων διαβίωσης των Ελλήνων φαίνεται  από το γεγονός πως το ποσοστό της αποταμίευσης των νοικοκυριών ως ποσοστό του εισοδήματος μειώνεται από 14,1% το 1996 σε 8,9% το 2004. Το ποσοστό του πληθυσμού που βρισκόταν κάτω από το όριο της φτώχειας το 2006 έφτανε το 21%. Ειδικότερα ένας συνταξιούχος στους τέσσερις και ένας άνεργος στους τρεις έχει εισόδημα χαμηλότερο από το όριο της φτώχειας. Τα μεγαλύτερα ποσοστά φτωχών παρουσιάζονται στις ηλικίες16- 24 ετών (25%) και πάνω των 65 ετών (26%), ενώ το 23% των παιδιών ως 17 ετών ζουν σε φτωχά νοικοκυριά (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2008: 220)  Επίσης το ποσοστό των εργαζόμενων που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας ανέρχεται σε 14%, ποσοστό υψηλότερο από όλες τις χώρες της ΕΕ και διπλάσιο από τον μο της ΕΕ27. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως οι μισοί φτωχοί έχουν εισόδημα μικρότερο από το 44,4% του διαμέσου εισοδήματος και άρα απέχουν σημαντικά από το να εξέλθουν από τη φτώχεια. Και εδώ η Ελλάδα παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από τις άλλες χώρες της ΕΕ, αφού μόνο η Λετονία εμφανίζει μεγαλύτερο βάθος φτώχειας (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2008: 210- 211).      

Οι σημαντικές διαφορές μεταξύ της κατάστασης στην Ελλάδας και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ φαίνεται και αλλού. Στην περίπτωση της προσωρινής απασχόλησης το ποσοστό της φτώχειας ανέρχεται σε 19% (έναντι 2% στην ΕΕ15), σε 13% στην περίπτωση της απασχόλησης με πλήρες ωράριο (έναντι 6% στην ΕΕ15) και σε 26% στην περίπτωση της μερικής απασχόλησης (έναντι 10% στην ΕΕ15) (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2008: 25)  

Σε ό,τι αφορά τα εισοδήματα την περίοδο 2000- 2007 στην Ελλάδα υπήρξε σωρευτική μείωση του πραγματικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προιόντος κατά 1,2%. Παράλληλα, η αύξηση της μέσης πραγματικής αμοιβής στον ιδιωτικό τομέα σε επίπεδο βραδύτερο από την μέση παραγωγικότητα της εργασίας είχε ως αποτέλεσμα, στο τέλος της περιόδου, η μεν πραγματική αμοιβή στον ιδιωτικό τομέα να έχει αυξηθεί κατά 27% ενώ η παραγωγικότητα κατά 36,5%. Υπήρξε επομένως για τις επιχειρήσεις σε πραγματικούς όρους ένα όφελος περίπου 7% στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προιόντος. Η αγοραστική δύναμη του μέσου ακαθάριστου μισθού στην Ελλάδα το 2007 ανερχόταν στο 83% του μ.ο της ΕΕ15.  Η προέκταση αυτού ήταν ότι το 2004 οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι κατέβαλαν το 44% των φόρων εισοδήματος ενώ το 2006 το 50,1%. Αντίθετα οι επιχειρήσεις ενώ το 2004 είχαν καταβάλει το 43% των φόρων εισοδήματος, το 2006 κατέβαλαν το 36,3% των φόρων εισοδήματος (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ 2008: 22- 23).  

Το παραπάνω μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο ως το αποτέλεσμα μιας συνειδητής ταξικής κρατικής πολιτικής σε σχέση και με τη φορολογία. Και δεν μπορύσαν να είναι τα πράγματα διαφορετικά από της στιγμή που ενώ το 2000 η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα ήταν 19,9% μειώθηκε σε 15,9% το 2006. Ειδικότερα για τις μεγάλες επιχειρήσεις η συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση από 29,9% το 2000 μειώθηκε σε 18,6% το 2006. Το ίδιο έτος ο αντίστοιχος συντελεστής φορο­λογικής επιβάρυνσης ήταν στην Ισπανία 53,3%, στην Γαλλία 31,4%, στην Ιταλία 27,1%, στην Κύπρο 26,8%, στο Βέλγιο 21,6%, στην Δανία 32,3%, στην Πορτογαλία 22,6%, στην Αγγλία 27,7% και στην Ε.Ε-25 ήταν 28,7%. Αντίθετα, η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας το 2000 ανερχόταν σε 34,5% και το 2006 αυξήθηκε σε 35,1%.  Κατά το ίδιο έτος ο αντίστοιχος συντελε­στής φορολογικής επιβάρυνσης ήταν στην Ισπανία 30,8%, στην Γαλλία 41,9%, στην Ιταλία 42,5%, στην Κύπρο 24,18%, στο Βέλγιο 42,7%, στην Δανία 37,1%, στην Πορ­τογαλία 28,6%, στην Αγγλία 25,8% και στην Ε.Ε-25 ήταν 36,4%. Διαπιστώνεται δηλαδή ότι η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο μέσο όρο της Ε.Ε-25, ενώ η πραγματική φορολογική επιβάρυνση για τα κέρδη ανέρχεται σχεδόν στο ήμισυ του μέσου όρου της Ε.Ε -25 (15,9% στην Ελλάδα, έναντι 33% στην Ε.Ε-25. (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009: 93).

Σε πολλές περιπτώσεις για να μπορέσουν τα ελληνικά νοικοκυριά να ανταπεξέλθουν στα βάρη της φορολογίας και στις ανάγκες της κάλυψης βασικών αναγκών ωθούνται στο να πάρουν κάποιου είδους τραπεζικό δάνειο. Τότε δημιουργείται ένα φαύλος κύκλος αφού για να πληρωθούν οι δόσεις, τα νοικοκυριά ή θα πρέπει να συμπιέσουν ακόμα περισσότερο τις ανάγκες τους ή να προσφύγουν σε νέο δανεισμό. Σύμφωνα με σχετική έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος που διενεργήθηκε το 2007   τα ελληνικά νοικοκυριά μέσα σε έξι χρόνια διπλασίασαν  το μέσο υπόλοιπο του χρέους τους προς τις τράπεζες. Ταυτόχρονα σχεδόν έξι στους δέκα έλληνες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αποπληρωμή της δόσης του στεγαστικού τους δανείου, ενώ έξι στους δέκα βρίσκονται σε δυσχερή θέση να πληρώσουν ακόμη και το ενοίκιό τους. Ποσοστό 57,9% δυσκολεύεται να πληρώσει τους λογαριασμούς του, το 49,3% τις δόσεις των πιστωτικών του καρτών και το 68,4% δόσεις άλλων τραπεζιών δανείων. Η προσφυγή, δε, σε δανεισμό γίνεται ολοένα και συχνή με αποτέλεσμα το 2007 το 51,6% των νοικοκυριών να έχει συνάψει κάποιο δάνειο σε σχέση με το 46,9% το 2005 (Κυριακίδου 2009). 

Το συνολικό αποτέλεσμα όλων όσων αναφέρθηκαν είναι η Ελλάδα να διακρίνεται για τις οικονομικές της ανισότητες από τη στιγμή που το εισόδημα του 20% των περισσότερο εύπορων ελλήνων που κατέχουν το 40,4% του συνολικού εθνικού εισοδήματος, είναι συστηματικά περίπου εξαπλάσιο από το εισόδημα του 20% των λιγότερο εύπορων ελλήνων που κατέχουν το 7% του εισοδήματος. Αντίθετα στις χώρες της ΕΕ15 η διαφορά δεν υπερβαίνει την τελευταία δεκαετία τις 4,8 φορές (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2008: 213).  

Στο ίδιο πλαίσιο έντασης της εκμετάλλευσης μπορούμε να συμπεριλάβουμε και μια σειρά από άλλα στοιχεία. Έτσι οι έλληνες εργάζονται κατά μέσο όρο δύο ώρες την εβδομάδα ή οκτώ ώρες τον μήνα περισσότερο από τον μέσο Ευρωπαίο και συνολικά εργάζονται περισσότερο από όλους τους εργαζόμενους στις χώρες της Ευρωπαικής Ένωσης.   

Σε ό,τι αφορά τέλος το επίπεδο ικανοποίησης των εργαζόμενων από τη δουλειά τους μια, σχετικά, παλαιότερη έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι συνθήκες εργασίας τόσο για τους μόνιμους όσο και τους προσωρινά απασχολούμενους την Ελλάδα είναι κατά πολύ χειρότερες απ΄ ότι στην ΕΕ15, πράγμα που αποτυπώνεται και στον πίνακα που ακολουθεί:

 

 

 

 

β) Η κατάρρευση του ιδεολογήματος της κοινωνικής ανόδου   

Το ερώτημα που προκύπτει ύστερα από την  παρουσίαση των έντονων κοινωνικών ανισοτήτων που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία, αλλά και των διαφορών που υπάρχουν σε σχέση με τις άλλες αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες,  έχει να κάνει με το πώς έγινε εφικτό να γίνουν αποδεκτή αυτή η τεράστια μεταφορά πλούτου από τα λαϊκά στρώματα προς την άρχουσα τάξη. Η απάντηση σχετίζεται με την ικανότητα που είχε η ελληνική αστική τάξη να συγκροτήσει ενός συνεκτικό ιδεολογικό σχήμα που να δικαιολογεί αυτές τις πολιτικές. Συγκεκριμένα υιοθετήθηκε το ιδεολόγημα πως η Ελλάδα είναι μια καθυστερημένη οικονομικά χώρα, γι’αυτό θα πρέπει για να μπορέσει να ανταποκριθεί στην όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού και στις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να υποστούν, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, μια σειρά από θυσίες οι έλληνες εργαζόμενοι έτσι ώστε να γίνει εφικτή η είσοδος της χώρας στην ζώνη του Ευρώ. Ύστερα από αυτό το επίτευγμα τα πράγματα θα όδευαν προς μια ουσιαστική βελτίωση. Το γεγονός πως η ζωή των μισθωτών στην Ελλάδα καθόλου δε βελτιώθηκε από το 2002 που το ευρώ αντικατέστησε τη δραχμή ως εθνικό νόμισμα καλύφθηκε από τη προσμονή για τα μεγάλα οφέλη που θα είχε η χώρα από την πραγματοποίηση των Ολυμπιακών αγώνων το 2004. Οι αγώνες έγιναν, επισήμως κανείς δε γνωρίζει πόσο κόστισαν αλλά  βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων δεν ήλθε ποτέ.  Τότε πια άρχισε να γίνεται συνειδητό πως για πρώτη φορά μετά το τέλος του β’ παγκοσμίου πολέμου η νέα γενικά γενιά, ανεξαρτήτως εκπαιδευτικού επιπέδου και ένταξης στον καταμερισμό εργασίας, θα ζούσε πολύ χειρότερα από την προηγούμενη. Το κλίμα αυτό επιτάθηκε όταν οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης άρχισαν να γίνονται αισθητές και στην Ελλάδα.

               

γ) Οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα

            Οι αρνητικές εξελίξεις που θα εμφανίσει πρόσφατα η ελληνική οικονομία θα είναι αποτέλεσμα αφενός της εισόδους της παγκόσμιας ύφεσης και στον ελλαδικό χώρο και αφετέρου χρόνιων ανεπαρκειών της (χαμηλή χρήση υψηλής τεχνολογίας, επικέντρωση στην κερδοφορία μέσω χαμηλού εργατικού κόστους, περιορισμός των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων γύρω από την οικοδομή και τον τουρισμό κλπ). Ας δούμε λοιπόν όλα αυτά πιο αναλυτικά

Σε ό,τι αφορά τα βασικά µεγέθη της ελληνικής οικονοµίας, η εξέλιξη του ακαθάριστου εγχώ­ριου προϊόντος σε σταθερές τιμές, υπήρξε ανο­δική κατά την περίοδο 1996-2004, παρουσίασε κάμψη από το 2005 και κατέστη στην συνέχεια έντονα πτωτική. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, το ΑΕΠ θα μειωθεί, σε σταθερές τιμές, κατά περίπου 1% το 2009 και θα παραμείνει στάσιμο κατά το 2010. Ο ετήσιος ρυθµός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε από 4,0% το 2007 στο 2,9%% το 2008, με σημαντικότερη εξέλιξη  τον περιορισμό στο 2,4% το δ’ τρίµηνο του έτους κυρίως λόγω της µεγάλης µείωσης των επενδύσεων. Πρέπει, δε, να σημειωθεί πως το 2008,  υπήρξε, για πρώτη φορά μετά από το 1992-1994, κάμψη του όγκου των ακαθάριστων επενδύσεων κεφαλαίου. Η κάμψη του 2008 και η προβλεπόμενη για το 2009-2010 είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτήν του 1992-1994. Συνολικά από ρυθμούς ανάπτυξης 9,2% το 2006 οδηγηθήκαμε σε πτώση της τάξης του 11,5% το 2008. Ειδικά οι επενδύσεις σε κατοικίες συρρικνώθηκαν σημαντικά (πτώση κατά 29,1%) και οι επενδύσεις σε εξοπλισµό µειώθηκαν κατά 9,6%. Οι ιδιωτικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν, για πρώτη φορά από το 1990, ακόμη και σε τρέχουσες τιμές (κατά 10%). Αυτό το γεγονός σηματοδο­τεί την αναβολή της υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων του ιδιωτικού τομέα ενόψει της μείωσης της ζήτησης που χαρακτηρίζει την οικονομική κρίση. Οι δημόσιες επενδύσεις αυξήθηκαν ελάχιστα το 2008 ενώ κατά το 2007 είχαν αυξηθεί κατά 2% περίπου. Η μείωση των δαπανών του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων κατά 11% το 2009 αναμένεται να έχει υφεσιακά αποτελέσματα

Ο ρυθµός ανόδου της ιδιωτικής κατανάλωσης σηµείωσε σταδιακή επιβράδυνση κατά τη διάρκεια του 2008 και για ολόκληρο το έτος υποχώρησε στο 2,2% από 4,8% το 2006. Ωστόσο, εξακολούθησε να αποτελεί τη σηµαντικότερη συνιστώσα του ρυθµού ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας. Η αρνητική αυτή τάση χαρακτήρισε και τη δημόσια κατανάλωση που από 7,7% το 2007 μειώθηκε στο 3,2% το 2008. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών από άνοδο 20,1% το 2006 οδηγήθηκαν σε πτώση 1,1% το 2008. Η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 4,0% το 2008  ενώ το 2007 είχε παρουσιάσει άνοδο 2,7%

Για το 2009 οι εκτιμήσεις που υπήρχαν ήταν πως λόγω της αναµενόµενης περαιτέρω επιβράδυνσης της πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και της αυξηµένης αβεβαιότητας, θα συνέχιζε να υποχωρεί ο ρυθµός ανόδου της ιδιωτικής κατανάλωσης, ενώ θα µειώνονται οι ιδιωτικές επενδύσεις σε κατοικίες, άλλες κατασκευές και εξοπλισµό. Επιπλέον, η πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης θα επηρεάζου επίσης αρνητικά τη µείωση της απασχόλησης και τη στασιμότητα των εισοδηµάτων. Οι επιχειρηµατικές επενδύσεις θα επηρεαστούν δυσµενώς από την εξασθένηση της εγχώριας και την υποχώρηση της εξωτερικής ζήτησης, καθώς και από τη µείωση της κερδοφορίας που καταγράφηκε το 2008 και αναµένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια.

Εξαιτίας της προβλεπόµενης σηµαντικής µείωσης της παγκόσµιας οικονοµικής δραστηριότητας και του όγκου του παγκόσµιου εµπορίου, εκτιμάται ότι θα µειωθούν οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών, που κυρίως κατευθύνονται προς τις χώρες της ΕΕ και τις εκτός ΕΕ χώρες των Βαλκανίων. Επίσης, θα µειωθούν αισθητά οι ταξιδιωτικές εισπράξεις από επισκέπτες που προέρχονται από τη ∆υτική Ευρώπη, τις ΗΠΑ αλλά και τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και τη Ρωσία. Ακόµη, αναµένεται ότι θα µειωθούν οι εισπράξεις από ναυτιλιακές υπηρεσίες µεταφορών, λόγω της πτώσης των ναύλων και της µείωσης του όγκου του παγκόσµιου εµπορίου.

Κατά τους τελευταίους μήνες του 2008, η διαχείριση των επιπτώσεων της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ελλάδα επηρέασε αρνητικά το δημόσιο έλλειμμα που υπερέβη για δεύτερο συναπτό έτος το συμβατικό όριο της Συνθήκης του Μάα­στριχτ (3% του ΑΕΠ). Το δημόσιο έλλειμμα κατά το 2007 και το 2008 ανήλθε σε -5,0% και -5,3% του ΑΕΠ αντίστοιχα, με πρόβλεψη αύξησής του στο -7,2% του ΑΕΠ το 2009 και -8,7% του ΑΕΠ το 2010. Παράλληλα η διεύρυνση του ελλείµµατος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε υψηλά επίπεδα την οκταετία 2001-2008 έχει οδηγήσει σε σηµαντική επιδείνωση της αρνητικής διεθνούς επενδυτικής θέσης της Ελλάδος (δηλαδή των καθαρών χρηµατοοικονοµικών υποχρεώσεων του ιδιωτικού και δηµόσιου τοµέα έναντι µη κατοίκων). Ακόμα το 2008, το ενοποιηµένο χρέος της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε και διαµορφώθηκε σε 95,4% του ΑΕΠ έναντι 94,8% το 2007. Η παραγωγή του συνόλου της βιοµηχανίας µειώθηκε το 2008 κατά 4,0% (2007:+2,6%) και η µεταποιητική παραγωγή κατά 4,6% (2007:+2,6%), λόγω της µεγάλης κάµψης της παραγωγής όλων των βασικών οµάδων αγαθών, κυρίως των ενδιάµεσων αγαθών (-7,2%), η συµµετοχή των οποίων στην πτώση της παραγωγής του συνόλου της βιοµηχανίας ήταν καθοριστική. Ειδικότερα στον τοµέα της µεταποίησης, το προϊόν των περισσότερων κλάδων µειώθηκε σηµαντικά.

                Συνολικά ιδωμένο το όλο πλαίσιο μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας διαπλάχθηκαν με τις συνέπειες της παγκόσμιας κρίσης με αποτέλεσμα να γίνει ακόμα πιο εμφανές το μάταιο των προσδοκιών των λαικών στρωμάτων για βελτίωση της ζωής τους

               

ε) Η ανεργία της νεολαίας

Μια πρώτη ανάγνωση σχετικά με τα αίτια που οδήγησαν τη νεολαία σε αυτή την έκρηξη θα μπορούσε να επικεντρωθεί στο γενικό πλαίσιο της κοινωνικής πραγματικότητας που βιώνει ο νεολαίος που ζει στην Ελλάδα αυτή την εποχή: υψηλά επίπεδα ανεργίας, χαμηλοί μισθοί, αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, ένταση της δράσης των κατασταλτικών μηχανισμών. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε πως η νεολαία σήμερα βρίσκεται στο στόχαστρο της επίθεσης του κεφαλαίου. Αυτό που έχει ονομαστεί γενιά των «700 ευρώ» (1000 ευρώ για τις υπόλοιπες χώρες της καπιταλιστικής Δύσης) είναι μια νεολαία που συνδυάζει περισσότερα προσόντα, για το κεφάλαιο, σε σχέση με τις παλαιότερες γενιές: καλύτερο μορφωτικό επίπεδο, δυσμενείς συνθήκες εργασίας, αμφίβολες προοπτικές εργασιακής εξέλιξης. Κι αν αυτό ισχύει για τους αποφοίτους της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα για όσους ακολουθούν τεχνική εκπαίδευση ή απλώς ολοκληρώνουν τη γενική, δευτεροβάθμια, εκπαίδευση. Αυτά τα τμήματα της νεολαίας βρίσκονται αντιμέτωπα με ακόμα πιο χειρότερες συνθήκες εργασίας, εργοδοτικού δεσποτισμού, μακροχρόνιας ανεργίας και μισθολογικής εξαθλίωσης. Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει και ο παράγοντας των μεταναστών της δεύτερης γενιάς, των παιδιών δηλαδή που μεγάλωσαν και πήγαν σχολείο στην Ελλάδα, αλλά όλο και πιο έντονα συνειδητοποιούν πως παραμένουν στο στόχαστρο των διακρίσεων.  Ταυτόχρονα στο εσωτερικό της κάθε λαϊκής οικογένειας μεταφέρεται η καθημερινή αγωνία που έχουν οι γονείς για το πώς θα ανταπεξέλθουν στη δύσκολη οικονομική συγκυρία και στο μεγάλο ύψος των δανείων που έχουν ήδη πάρει από τις τράπεζες για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους μέσα σε ένα κλίμα εργασιακής ανασφάλειας και εργοδοτικού δεσποτισμού.

Από εκεί και πέρα ειδικά το φαινόμενο της ανεργίας παρουσιάζεται ιδιαίτερα έντονο για τους νέους στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την Eurostat στα τέλη του 2008 το ποσοστό της ανεργίας των ατόμων από 15 μέχρι 24 ετών φτάνει το 22,4% ενώ ο μέσος όρος για τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 17,0% (Eurostat 2009). Η Καραμεσίνη από την πλευρά της υπολογίζει πως το 2005 η ανεργία στις ηλικίες 15 μέχρι 29 ετών ήταν 18,8%, ενώ για τις ηλικίες από 15 μέχρι 19 ετών εκτοξευόταν στο 31,8%. Η κατάσταση γίνεται ακόμα δυσχερέστερη δεδομένου πως πολλοί από τους νέους άνεργους είναι υποχρεωμένοι να περιμένουν αρκετά χρόνια για να βρουν μια σταθερή απασχόληση: έξι χρόνια μετά την αποφοίτησή ένας στους τρεις αποφοίτους πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, δύο στους τρεις αποφοίτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και ένας στους τρεις αποφοίτους πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν έχουν βρει κάποια μορφή σταθερής απασχόλησης (Καραμεσίνη χχ: 5). Αυτό εξηγεί τα αποτελέσματα μιας άλλης έρευνας, που οργανώθηκε από το Παγκόσμιο Γραφείο Εργασίας, σύμφωνα με την οποία η μη- ηθελημένη μερική απασχόληση ως ποσοστό της συνολικής μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα φτάνει το 44,2% όντας κατά πολύ η πιο υψηλή μεταξύ των χωρών της ΕΕ15 όπου ο μέσος όρος αγγίζει μόνο το 14,1% (Καρακιουλάφη 2005: 202). Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί, και ίσως ως ένα βαθμό εξηγεί και τη συμμετοχή των αλλοδαπών στα γεγονότα του Δεκέμβρη, πως τα τελευταία χρόνια η ανεργία των μεταναστών τείνει να προσεγγίσει αυτή των ελλήνων πολιτών (8,0% το 2007) 

 Και βέβαια, η ανεργία και η μερική απασχόληση εμποδίζουν τους νέους να ανεξαρτητοποιηθούν από την οικογένειά τους. Οι μισές γυναίκες ηλικίας 27 ετών και οι μισοί άνδρες ηλικίας 30 ετών ζουν ακόμα με τους γονείς τους, κατά η συνέπεια η «νεότητα» στην Ελλάδα διαρκεί όχι μόνο πέραν του στατιστικού ορίου των 24 ετών αλλά για πάρα πολλούς- ιδίως άνδρες- ακόμα και μετά τα 30. Η Ελλάδα μαζί με την Ιταλία, την Ισπανία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία, τη Λετονία και τη Λιθουανία αποτελούν την ομάδα χωρών της ΕΕ27 με τη μεγαλύτερη καθυστέρηση ανεξαρτητοποίησης των νέων από τους γονείς τους (Καραμεσίνη 2009) 

Πέραν του φαινομένου της ανεργίας ή της μερικής απασχόλησης υπάρχει και αυτό της ετεροαπασχόλησης. Μια πρόσφατη έρευνα σχετικά με τις επαγγελματικές προοπτικές των αποφοίτων των ελληνικών πανεπιστημίων έδειξε ότι πολλοί από αυτούς βρίσκονται αντιμέτωποι με ευέλικτες μορφές απασχόλησης και/ ή είναι υποχρεωμένοι να δεχτούν θέσεις διαφορετικές από τα τυπικά προσόντα τους (Καραμεσίνη 2008).

Με άλλα λόγια η ετεροαπασχόληση αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της καθημερινότητας των νέων. Σε ό,τι αφορά τους αποφοίτους καθηγητικών σχολών (φιλόλογοι, μαθηματικοί, φυσικοί, χημικοί κλπ) σύμφωνα με έρευνα του Χρήστου Κάτσικα ο ένας στους τέσσερις ήταν άνεργος πάνω από 18 μήνες, οι μισοί απασχολούνταν σε εργασίες τελείως άσχετες με την επιστήμη τους (υπάλληλοι και ταμίες σε σούπερ μάρκετ, αποθηκάριοι, υπάλληλοι καταστημάτων ένδυσης και υπόδησης, οδηγοί ταξί, γκαρσόνια και λοιπά τουριστικής φύσεως επαγγέλματα) και ο ένας στους τέσσερις υποαπασχολούνταν (part time) σε δουλειές «σχετικές» (φροντιστήρια, ιδιαίτερα μαθήματα).

Στα στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης η κατάσταση δεν εμφανίζεται πιο αισιόδοξη. Εκατοντάδες γιατροί εργάζονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και αμοιβή 600 ευρώ τον μήνα σε ιδιωτικές εταιρείες προσφοράς υπηρεσιών, ιδιωτικές κλινικές, ακόμα και σε κέντρα αισθητικής. Ταυτόχρονα σύμφωνα με στοιχεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας επί συνόλου 20.210 εγγεγραμμένων, 4950 δικηγόροι δεν είχαν ούτε μία παράσταση στα δικαστήρια και 4818 δικηγόροι είχαν από μία ως πέντε παραστάσεις. Τέλος σε 20000 υπολογίζονται οι μηχανικοί που ετεροαπασχολούνται ενώ 30000 είναι εκείνοι που έχουν σταθερή εργασία αλλά πληρώνονται μέχρι 1000 ευρώ το μήνα με δελτίο παροχής υπηρεσιών, χωρίς συγκεκριμένο ωράριο (Κάτσικας 2008: 15)   

Βεβαίως όσα αναφέρθηκαν αποτελούν απότοκο συνειδητής κρατικής πολιτικής στο χώρο της εκπαίδευσης. Ουσιαστικά όλες οι αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 αποσκοπούσαν από τη μια στην αυξανόμενη είσοδο στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αλλά από την άλλη διασφάλιζαν πως οι πτυχιούχοι δεν θα είχαν εξασφαλισμένα εργασιακά δικαιώματα (Κάτσικας- Σωτήρης 2003). Η τάση αυτή επιδεινώθηκε από τη στιγμή που οι επιχειρούμενες αλλαγές συνδέθηκαν με τη λεγόμενη διαδικασία της Μπολώνια[8]. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πρόσφατο, κατά την περίοδο 2006-2007, πακέτο μέτρων τα οποία αποσκοπούσαν στην πλήρη αποσύνδεση των πτυχίων από τα εργασιακά δικαιώματα, στη εντατικοποίηση των σπουδών και στην νομιμοποίηση της λειτουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων (Sotiris 2010). Η τάση αυτή ανακόπηκε από το νικηφόρο φοιτητικό κίνημα που αναπτύχθηκε την  περίοδο 2006- 2007, που αποτέλεσε και τον προάγγελο για την έκρηξη του Δεκεμβρίου του 2008.  

 

στ) Η Παραοικονομία

                Η παραοικονομία αποτελεί ένα φαινόμενο που συνδέεται και με τις έκνομες δραστηριότητες (εγκληματικότητα, πορνεία, λαθρεμπόριο, χρηματισμός κρατικών αξιωματούχων) αλλά και με την εκτεταμένη φοροδιαφυγή (απόκρυψη εισοδημάτων, εκτεταμένη χρήση της ανασφάλιστης εργασίας). Δεδομένου πως οι μισθωτοί δεν μπορούν να αποκρύψουν τα εισοδήματά τους, η φοροδιαφυγή συνδέεται με τα εισοδήματα των ανώτερων τάξεων. Πρόκειται για μια ακόμα διαδικασία έντασης των κοινωνικών αντιθέσεων αφού η ευρεία προσφυγή σε αυτή μετακυλίει το βάρος των δημόσιων δαπανών από τους επιχειρηματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες στα μισθωτά στρώματα αποτελώντας σημαντικό μηχανισμό μεταφοράς κοινωνικού πλούτου.  Για την Ελλάδα, ειδικά, μπορούμε να πούμε πως το υψηλό μέγεθός της συνιστά ένα από τα στοιχεία της συνάντησης. 

                Συγκεκριμένα, η Ελλάδα υπολογιζόταν πως το 2001-2002 παρουσίαζε παραοικονομία της τάξης του 28,5% του ΑΕΠ, ενώ την ίδια χρονιά η παραοικονομία στις ΗΠΑ ήταν στο 12,6% του ΑΕΠ, στην Ελβετία στο 19,0%, στη Γαλλία στο 15,0%, στη Γερμανία στο 16,3% στην Ιταλία στο 27,0%, στη Σουηδία στο 19,1% κλπ. Συνολικά ιδωμένο η Ελλάδα παρουσίαζε τον πιο υψηλό δείκτη παραοικονομικών δραστηριοτήτων από όλες τις χώρες της καπιταλιστικής Δύσης (Βαβούρας- Μανωλάς 2004α: 154). Δεδομένου πως οι σχετικές μελέτες έχουν δείξει πως η παραοικονομία συνδέεται στενά με τη διαφθορά δεν θα πρέπει να κάνει εντύπωση το γεγονός πως η Ελλάδα εμφανίζει και τον υψηλότερο δείκτη διαφθοράς μεταξύ των δυτικών χωρών: Ελλάδα 4,2, Ιταλία 5,2, Γαλλία 6,3, Γερμανία 7,3, ΗΠΑ 7,7, Ην. Βασίλειο 8,7, Ν. Ζηλανδία 9,5, Δανία 9,5, Φινλανδία 9,7,[9] (Βαβούρας- Μανώλας 2004β: 126 ).   

 

ζ) Τα Σκάνδαλα

                Η παραοικονομία και η διαφθορά που μόλις αναφέρθηκαν έρχονται να συνδεθούν με μια πληθώρα κυβερνητικών σκανδάλων που έπληξαν σημαντικά την εικόνα της Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή αποτελώντας ένα ακόμα στοιχείο της συνάντησης. Στο σημείο αυτό ας μας επιτραπεί μια παρατήρηση: Ένας από τους λόγους που η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές του 2004 και του 2007 ήταν πως θεωρήθηκε πως όποια πολιτική κι αν ακολουθούσε σε καμία περίπτωση δεν θα  επαναλαμβανόταν ό,τι συνέβη στην τελευταία τετραετία διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ (2000- 2004) όπου ένα από τα βασικά ζητήματα που προέκυψαν ήταν μια σειρά από σκάνδαλα με εμπλοκή τότε κυβερνητικών στελεχών. Ήταν, δε, τέτοια η έκταση των καταγγελιών  που οδήγησε τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Γιώργο Παπανδρέου στο να αποκλείσει ορισμένα από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα από τα ψηφοδέλτια του κόμματος  

                Ωστόσο, η άνοδος της Νέας Δημοκρατίας στην Κυβέρνησης όχι μόνο δεν περιόρισε την εμφάνιση σκανδάλων, αλλά οδήγησε στον πολλαπλασιασμό τους. Πολύ συνοπτικά αναφέρουμε τα ακόλουθα:

i) Απαγωγές μεταναστών πακιστανικής υπηκοότητας: Το καλοκαίρι του 2005 πακιστανοί μετανάστες θα καταγγείλουν σε δημόσιες συνεντεύξεις τους πως απήχθηκαν για μια εβδομάδα στα Γιάννινα από ελληνικές και ξένες μυστικές υπηρεσίες και ανακρίθηκαν σχετικά με ενδεχόμενη συμμετοχή τους σε βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο. Η Κυβέρνηση με δημόσια τοποθέτηση του αρμόδιου υπουργού Δημόσιας Τάξης υποστήριξε πως ήταν ενδοπακιστανική υπόθεση γιατί οι Παιστανοί συνηθίζουν για λόγους τιμής τις απαγωγές ομοεθνών τους! Το βούλευμα της Δικαιοσύνης, Μάιος 2006, επιβεβαίωσε τις καταγγελίες.

ii) Καρτέλ γάλακτος.  Στο κέντρο του σκανδάλου βρέθηκε ο Γενικός Διευθυντής της επιτροπής ανταγωνισμού, (στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος), ο οποίος καταγγέλθηκε ότι ζήτησε από μεγάλη γαλατοβιομηχανία 2,5 εκατ ευρώ για να διαγράψει πρόστιμο που της επιβλήθηκε για εναρμονισμένες πρακτικές. Στην υπόθεση ενεπλάκησαν δύο επιχειρηματίες, επίσης στελέχη της ΝΔ στη Β. Ελλάδα, οι οποίοι μεσολάβησαν προς την εταιρεία, ένας εκ των οποίων ήταν κουμπάρος με τον τότε Υπουργό Απασχόλησης Τσιτουρίδη (Σεπτέμβριος 2006). Την άνοιξη του 2009 καταδικάστηκαν οι τρεις εμπλεκόμενοι σε 5,5 χρόνια φυλάκιση με αναστολή.

iii) Υπουργός Απασχόλησης: Ο Β. Μαγγίνας, Υπουργός Απασχόλησης τον Δεκέμβριο 2007, παραιτείται μετά την αποκάλυψη του γεγονότος πως στην εξοχική του κατοικία απασχολούσε ανασφάλιστους Ινδούς μετανάστες. Η κατοικία, δε, αυτή είχε κτιστεί με οικοδομική άδεια για αναψυκτήριο! Αξίζει να σημειωθεί πως η πρώτη του Υπουργού ήταν να δηλώσει πως δεν απασχολεί τους Ινδούς αλλά τους φιλοξενεί!

Iv ιιι) Ομόλογα: Οι κρατικά διορισμένες διοικήσεις μιας σειράς ασφαλιστικών ταμείων (καλοκαίρι 2007) αποφασίζουν, περίπου ταυτόχρονα, να τοποθετήσουν κεφάλαια των ταμείων σε επισφαλείς επενδύσεις δομημένων ομολόγων. Τα ομόλογα αυτά που εκδόθηκαν στο εξωτερικό μετά από μια περίπλοκη διαδρομή αγοροπωλησιών που άφησε σε όλους τους εμπλεκόμενους προμήθεια, προωθήθηκαν στα ταμεία από συγκεκριμένη χρηματιστηριακή εταιρεία η οποία διατηρούσε πολιτικές σχέσεις με τη ΝΔ, πράγμα που δημιούργησε υποψίες για διακίνηση πολιτικού χρήματος. Το αποτέλεσμα ήταν να ασκηθούν διώξεις και να επιστραφούν τα λεφτά στα ταμεία ύστερα από κυβερνητική απόφαση.

ν ιιι) Βατοπέδι: Η στελεχώμενη από Κύπριους μοναχούς μονή του Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος, η οποία διακρίνεται από ένα σημείο και μετά για τις πολιτικές της διασυνδέσεις και το βαθμό επιρροής της στα δύο αστικά κόμματα, αρχίζει μια ξέφρενη επιχειρηματική δραστηριότητα με αιχμή το real estate. Ανατρέποντας προηγούμενες γνωμοδοτήσεις κρατικών υπηρεσιών μια σειρά υπουργοί υπό την καθοδήγηση, όπως καταγγέλλεται και φημολογείται ευρέως, του Υπουργού Επικρατείας, ο οποίος είχε την ηγούμενο της Μονή για πνευματικό, το κράτος αναγνωρίζει στη Μονή την κυριότητα μιας έκτασης φυσικού κάλους στη Θράκη και την ανταλλάσει με ακίνητα ανά την χώρα, τα οποία αξιοποιούνται από τη Mονή. Συμβολαιογράφος της Μονής ήταν η σύζυγος του Υπουργού Πολιτισμού, ο οποίος στην αποκάλυψη ότι έχει τοποθετήσει την αξιοσημείωτη περιουσία του σε off shor εταιρίες  για να αποφύγει τη φορολόγηση έδωσε την απάντηση πως αυτή η κίνηση είναι νόμιμη και ότι είναι νόμιμο είναι και ηθικό.

vi) Περίπτωση Ζαχόπουλου: Τον Δεκέμβριο του 2007 ο γγ και ισχυρός άνδρας του Υπουργείου Πολιτισμού ο οποίος συνδέεται με το πρωθυπουργικό ζεύγος ήδη από τη Θεσσαλονίκη όπου είχε συστήσει think tank για την προώθηση του Καραμανλή στην αρχηγία, κάνει απόπειρα αυτοκτονίας διότι όπως αποκαλύπτεται συνεργάτιδα του, με την οποία διατηρούσε ερωτική σχέση, είχε παραδώσει βίντεο με τις ιδιωτικές τους στιγμές σε τηλεοπτικό σταθμό. Η ίδια και ο δικηγόρος της προφυλακίστηκαν με την κατηγορία του εκβιασμού ενώ το πρωθυπουργικό γραφείο βρέθηκε έκθετο στην κατηγορία ότι συναλλάχθηκε με αμφιλεγομένους δημοσιογράφους  προκειμένου να αποκτήσει το επίμαχο βίντεο. Ο διευθυντής του γραφείου τύπου του πρωθυπουργού προμηθεύτηκε το βίντεο από δημοσιογράφο ο οποίος βρέθηκε κάποια στιγμή να κατηγορείται για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Αυτό που θεωρήθηκε πως είχε συμφωνηθεί ήταν η άρση των κατηγοριών για το ξέπλυμα με αντάλλαγμα την περικοπή από το βίντεο επιβλαβών αναφορών του Ζαχόπουλου για τον Πρωθυπουργό.

Vii ιν) Ζήμενς: Στο πλαίσιο των ερευνών που ξεκίνησε η αμερικάνικη επιτροπή κεφαλαιαγοράς (SEC) στην μητρική Ζήμενς στη Γερμανία (Μόναχο), η οποία πυροδότησε δικαστική έρευνα στη Γερμανία, αποκαλύφθηκε πως για περισσότερο από μια δεκαετία  η Ζημενς Ελλάς- βασικός εκ των κυριότερων συν- αναδόχων των μεγάλων έργων που έχουν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα- χρηματοδοτούσε με πολλά εκατομμύρια από τα μαύρα ταμεία της τα δύο αστικά κόμματα αλλά και δώριζε σε πολιτικά πρόσωπα οικοσκευές. Σημειώνεται ότι δύο από τα βασικότερα στελέχη της Ζήμενς Ελλάς κατόρθωσαν να διαφύγουν στο εξωτερικό λόγω καταγγελλόμενων αβλεψιών της ελληνικής δικαιοσύνης και διπλωματίας στο χειρισμό της υπόθεσης.

Αυτή η πληθώρα σκανδάλων αναμφίβολα έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας αντίληψης, ειδικά με την περίπτωση της Ζήμενς, πως και τα δύο μεγάλα κόμματα χρηματίζονται και σίγουρα η Νέα Δημοκρατία δεν αποτελεί πολιτικό φορέα ανεξάρτητο από επιχειρηματικό συμφέροντα παρά το προφίλ που προσπάθησε να οικοδομήσει στην αρχή της διακυβέρνησής της. Ταυτόχρονα η εμπλοκή τόσο μεγάλου αριθμού στελεχών του κυβερνώντος κόμματος σε τόσες πολλές έκνομες υποθέσεις ενίσχυσε την πεποίθηση πως το πολιτικό προσωπικό ασχολείται με την πολιτική για να βγει πλουσιότερο μέσω αυτής. Σε κάθε περίπτωση αυτό που έγινε βεβαιότητα στα λαικά στρώματα, πέραν της αδιαφάνειας, και ενίοτε της παραβατικότητας (η περίπτωση των Πακιστανών είναι χαρακτηριστική) που χαρακτηρίζει την κρατική πολιτική, είναι πως υπάρχει μια μεγάλη απόσταση μεταξύ της πραγματικότητας που βιώνουν οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις και αυτής της κυρίαρχης ελίτ. Όλο αυτό επαύξησε το κλίμα απογοήτευσης και αποστροφής που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται.

 

Η στ) Καταστολή

Στη δεκαετία που προηγήθηκε του θανάτου του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου υπολογίζεται πως περισσότεροι από 15 άοπλοι άνθρωποι, στην πλειονότητά τους μετανάστες, έχασαν τη ζωή τους είτε από πυρά αστυνομικών είτε από βία εντός των κρατητηρίων. Το θέμα, δυστυχώς, δεν περιορίζεται μόνο στις ανθρώπινες απώλειες. Το ζήτημα είναι πως η αστυνομική βία και εγκληματικότητα διεξάγεται μέσα σε ένα καθεστώς ανοχής και ατιμωρησίας. Έκθεση του ΟΗΕ για την περίοδο 2003- 2007 επισημαίνει πως μόνο ένας από τους 238 αστυνομικούς που καταγγέλθηκαν για κακομεταχείριση αποτάχθηκε από το Σώμα ενώ κανείς δεν καταδικάστηκε αμετάκλητα. Ταυτόχρονα από τους 99 αστυνομικούς που χρησιμοποίησαν όπλο και παραπέμφθηκαν για το θάνατο συνολικά 12 ατόμων και τον τραυματισμό άλλων 27, μόνο ένας αποτάχθηκε και καταδικάστηκε από το Εφετείο!

Ο Συνήγορος του Πολίτη[10] έχει κι αυτός με τη σειρά του επανηλειμμένα θίξει το ζήτημα του πειθαρχικού ελέγχου των αστυνομικών. Στις εκθέσεις του προς το Υπουργείο Εσωτερικών χαρακτηρίζει τις έρευνες που πραγματοποιούνται εντός του αστυνομικού σώματος  ως μηχανισμούς συγκάλυψης των ευθυνών των αστυνομικών, πράγμα που οδηγεί σε πλήρη ατιμωρησία των παραβατών. Είναι χαρακτηριστικό πως κατά τη διάρκεια της επταετίας 1999- 2006 τιμωρήθηκαν συνολικά μόλις 32 αστυνομικοί είτε με απλή επίπληξη (!) είτε με πρόστιμο που κυμαινόταν από 15 μέχρι 60 ευρώ! Για περιστατικά παράνομης βίας κατά πολιτών τη διετία 2004- 2006 διενεργήθηκαν 63 έρευνες και επιβλήθηκαν πειθαρχικές ποινές σε 11 αστυνομικούς, έξι εκ των οποίων τιμωρήθηκαν μόνο με πρόστιμο (Ζέρβας 2009)

 

θ) Το μεταναστευτικό ζήτημα

Σήμερα στην Ελλάδα ζουν περισσότεροι από 1.500.000 μετανάστες, ίσως, γιατί κανείς δε γνωρίζει το εύρος της «παράνομης» μετανάστευσης. Ενδέχεται αυτό το μέγεθος να είναι μετριοπαθές και να φτάνει μέχρι τα 2.000.000, αριθμός που αγγίζει το 20% του ελληνικού πληθυσμού. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έκανε εξαγωγές εργατικού δυναμικού, γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούσαν εύκολα να βρουν δουλειά είτε λόγω πολιτικών φρονημάτων είτε λόγω των  χαμηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. Η βελτίωση της ελληνικής οικονομίας που θα αρχίσει τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 θα έχει ως συνέπεια να σταματήσει η μετανάστευση Ελλήνων και από τα μέση της δεκαετίας του ’70 να αρχίσει μια μικρή αλλά υπαρκτή εισροή μεταναστευτικού δυναμικού κυρίως από τις αραβικές χώρες. Αυτό θα κρατήσει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 όπου η πτώση των ανατολικών καθεστώτων και οι ανάγκες της ελληνικής οικονομίας θα οδηγήσουν σε μια ραγδαία είσοδο μεταναστών στον ελληνικό χώρο. Η αλήθεια είναι πως το ελληνικό κράτος δεν ήταν προετοιμασμένο για μια τόσο μεγάλη είσοδο αλλοδαπών πολιτών. Ωστόσο μετά από 20 περίπου χρόνια αυτό δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία. Σε όλο αυτό το διάστημα για την ελληνική πολιτεία οι μετανάστες ήταν ευπρόσδεκτοι σε ό,τι αφορά την  παροχή φτηνής εργασίας, δηλαδή ως σημαντικός παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης, αλλά ταυτόχρονα ανεπιθύμητοι ως υποκείμενα δικαιωμάτων ή ως διεκδικητές μιας θέσης εργασίας.

Η ελληνική άρχουσα τάξη χρησιμοποίησε τους μετανάστες ως μοχλό μείωσης του εργατικού κόστους, γεγονός που κατέστησε πιο ανταγωνιστικά τα ελληνικά προϊόντα και  αύξησε την κερδοφορία. Ωστόσο, «λησμόνησε» να ασχοληθεί με ανεύρεση λύσεων για την ομαλή κοινωνικοποίηση των μεταναστών στην ελληνική επικράτεια. Οι μετανάστες με άδεια παραμονής αντιμετωπίζονται ως πολίτες β’ κατηγορίας. Απουσιάζει ο αποτελεσματικός έλεγχος για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στο σύνολό της, η διασφάλιση της μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στη χώρα υποδοχής, η συγκρότηση δομών εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, η σχεδιασμένη πολιτική δημιουργίας πολυπολιτισμικών σχολείων, ενώ μια σειρά από άλλα ζητήματα όπως πχ το θέμα της απόδοσης της υπηκοότητας στα παιδιά των μεταναστών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα παραπέμπονται στις καλένδες. Για τους δε, «παράνομους» μετανάστες η συνήθης κατάσταση είναι μια ζωή γεμάτη με τον φόβο της απέλασης, και κατά συνέπεια η αδυναμία διεκδίκησης στοιχειωδών ατομικών δικαιωμάτων.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι οι μετανάστες, τουλάχιστον στη μεγάλη τους πλειοψηφία, να διακατέχονται από αισθήματα οργής και απογοήτευσης για την κατάσταση που βιώνουν. Αν σε αυτό προσθέσουμε και το γεγονός της εμφάνισης της ανεργίας, με υψηλά ποσοστό, και στους αλλοδαπούς εργαζόμενους, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ένα τμήμα νέων ηλικιακά μεταναστών συμμετείχε στο κίνημα του Δεκέμβρη, και σε αρκετές περιπτώσεις πήρε μέρος στις καταστροφές καταστημάτων και τραπεζών.            

 

5) Η δυναμική του Δεκέμβρη σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο

                ¨Όλοι οι παράγοντες που αναφέραμε μέχρι εδώ συναντήθηκαν με ένα πρωτότυπο τρόπο δημιουργώντας το κίνημα του Δεκέμβρη. Πέρα, όμως, από την ανάδειξη των παραγόντων και τη χρήση της έννοιας της συνάντησης υπάρχει και ένα ακόμα μεθοδολογικό εργαλείο που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε. Πρόκειται για την έννοια της ανομίας

                Η έννοια της ανομίας χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ντυρκάιμ και στη συνέχεια τροποποιήθηκε από τον Μέρτον. Για τον Ντυρκάιμ η ανομία είναι η έλλειψη ρυθμιστικών κανόνων η οποία οδηγεί στην χαλάρωση του κοινωνικού ιστού. Δημιουργείται από την απότομη μεταβολή των συνθηκών και από την έλλειψη σαφούς κανονιστικού πλαισίου στη μεταβατική φάση, και από την αδυναμία της κοινωνίας να προσανατολίσει τη συμπεριφορά των μελών της (Durkheim 1964). O Μέρτον προχωρά περισσότερη τη σκέψη του Ντυρκαίμ διευρύνοντας τη χρήση της έννοιας όχι μόνο σε μεταβατικές περιόδους αλλά και στην «κανονική» λειτουργία της κοινωνίας. Για τον Μέρτον όταν ένα σύστημα πολιτιστικών αξιών προβάλει ορισμένους σκοπούς επιτυχίας ως κοινούς για ολόκληρη την κοινωνία, ενώ οι κοινωνικές δομές περιορίζουν ή αποκλείουν για ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας την πρόσβαση στους αποδεκτούς τρόπους εκπλήρωσης των σκοπών αυτών, τότε επακολουθεί μεγάλης έκτασης έκνομη συμπεριφορά (Merton 1968: 200). Οι μορφές αυτές της έκνομης συμπεριφοράς είναι πέντε, κατά τον Μέρτον, κι αυτή που μας ενδιαφέρει στο πλαίσιο αυτού του άρθρου είναι η επανάσταση όπου η από- ένταξη των ατόμων συνοδεύεται από μια τάση ανα- ένταξης μέσω της διαδικασίας του αναπροσδιορισμού των επιδιώξεων και των μέσων. 

                Έτσι και στην Ελλάδα η κοινωνική έκρηξη σχετίζεται άρρηκτα με τη ματαίωση των προσδοκιών των λαϊκών στρωμάτων για βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου και για κοινωνική άνοδο των παιδιών τους. Η ματαίωση αυτή έχει να κάνει με την αλλαγή των κοινωνικών συσχετισμών δύναμης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η αδυναμία της διατύπωσης μιας εναλλακτικής προς τον καπιταλισμό λύσης σε συνδυασμό με τις συνέπειες των πετρελαϊκών κρίσεων του 1973 και του 1979 θα  οδηγήσουν στην εμφάνιση του νεοφιλελευθερισμού και στην σκλήρυνση, για τα λαϊκά στρώματα, των όρων με τους οποίους γίνεται η συσσώρευση του κεφαλαίου. Η πτώση των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» θα επιδεινώσει αυτή την κατάσταση ακυρώνοντας την- έστω και διακηρυκτική -εναλλακτική προοπτική που υπόσχονταν αυτές οι χώρες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι δυνάμεις του κεφαλαίου θα επιχειρήσουν να επανοικιοποιηθούν παραχωρήσεις που έκαναν στους εργαζομένους κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Οι κοινωνικές ανισότητες θα αυξηθούν, το ίδιο και η ανεργία, θα μειωθούν τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, θα αποσυνδεθεί η εκπαίδευση από την προοπτική της διασφάλισης μιας θέσης στην αγορά εργασίας, θα πολλαπλασιαστούν οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Τα λεγόμενα «30 ένδοξα χρόνια» (1945- 1975), της καπιταλιστικής ανάπτυξης θα περάσουν στο παρελθόν και μαζί με αυτά οι ελπίδες των ανθρώπων για βελτίωση της ζωής τους.

Μια αντίστοιχη κατάσταση, έστω και με διαθλασμένο τρόπο και δεδομένων των ιστορικών ιδιαιτεροτήτων επιβλήθηκε και στην Ελλάδα. Το ζήτημα, όμως με την Ελλάδα ήταν πως τελικά λειτούργησε ως «αδύνατος κρίκος» στην επιβολή του νεοφιλελευθερισμού για όλους αυτούς τους λόγους που παρουσιάσαμε. Η αδυναμία της αριστεράς να εμφανίσει ένα συνεκτικό σχέδιο ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων που να  σχετίζονται με την καθημερινότητα των κυριαρχούμενων τάξεων, και κατά συνέπεια να αγκαλιαστούν από αυτές, καθώς και η αφερεγγυότητα της παραδοσιακής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας θα οδηγήσουν στη ανάδυση νέων μορφών κοινωνικής διαμαρτυρίας.

Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το σημείο. Το κίνημα του Δεκέμβρη παρουσιάζει μια πρωτοτυπία, η οποία θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της  ιδιαιτερότητας μιας χώρας. Όλοι παράγοντες που αναφέραμε εξηγούν γιατί έγινε στην Ελλάδα και όχι σε κάποια άλλη δυτική χώρα που εμφανίζει παρόμοια χαρακτηριστικά η επίθεση του κεφαλαίου, αλλά το νέο κοινωνικό υποκείμενο που αναδύθηκε, αυτό της εξεγερμένης νεολαίας σχεδόν στο σύνολό της, δεν εξυπακούεται πως θα περιοριστεί στα όρια του ελλαδικού χώρου. Διαφορετικά ειπωμένο θεωρούμε ως πολύ πιθανό τα επόμενα χρόνια να γίνουμε μάρτυρες παρόμοιων, αλλά όχι ίδιων, εξεγέρσεων και σε άλλες χώρες τη Δύσης (ήδη όπως αναφέραμε τα γεγονότα της Γαλλίας, προάστια και CPE, έχουν μια μερική συσχέτιση με αυτά της Αθήνας). Η απουσία ενός μαζικού αριστερού ριζοσπαστικού φορέα σε κάθε χώρα της Δύσης που να μπορεί να συνενώσει τις επιμέρους αντιδράσεις απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό δημιουργώντας μια συντεταγμένη πολιτική και κοινωνική αντιπαράθεση απέναντι στην υπάρχουσα κατάσταση θα αφήνει περιθώρια για επανάληψη τέτοιας μορφής κινημάτων. Κι εδώ είναι που θα αναδειχθούν, όπως αναδείχθηκαν και στην  Ελλάδα, τα ενδογενή όρια τέτοιων κινητοποιήσεων. Στην Ελλάδα η έλευση των διακοπών των Χριστουγέννων σηματοδότησαν και την εξάντληση του κινήματος. Φυσικά το αίτιο δεν ήταν τα Χριστούγεννα. Μετά από δύο εβδομάδες πορειών και συγκρούσεων είναι φυσικό να επέλθει κόπωση στους συμμετέχοντες. Ωστόσο, ούτε αυτό ήταν το βασικό αίτιο της εξάντλησης. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν πως ο αυθορμητισμός του κινήματος δεν επέτρεψε την ανάδυση συγκεκριμένων αιτημάτων πάνω στα οποία να αναγκαστεί να τοποθετηθεί η κυβερνητική εξουσία, αλλά και να κριθεί το ίδιο το κίνημα (τι πέτυχε, τι δεν πέτυχε κλπ). Η γενική καταγγελία των συνθηκών που βιώνουν οι νέοι σήμερα, μπορεί να από τη μια επιτρέπει στο Κράτος να την ενσωματώσει ενσωματώνει τη γενική δυσαρέσκεια μέσω ορισμένων παροχών ήσσονος σημασίας, αλλά, ενώ ταυτόχρονα, δεν αναδεικνύει και συγκεκριμένους στόχους πάλης

  Κοντολογίς,  μπορεί όντως η σημερινή νεολαία να ζήσει χειρότερα από τις προηγούμενες γενιές αλλά και η κατάσταση αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει χωρίς την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης πολιτικής κατεύθυνσης. 

Αυτό σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο έγινε ιδιαίτερα αισθητό στην περίπτωση της Ελλάδας. Η αδυναμία σύζευξης της δυναμικής του κινήματος με συνδικαλιστικές πρακτικές εντός των χώρων δουλειάς, η μετάθεση της εργασιακής αγωνίας των μεγαλύτερων στους αγώνες της νεολαίας επειδή οι πρώτοι δυσκολεύονται να αναλάβουν το κόστος μιας απεργίας, συνετέλεσαν συνετέλεσε στο να εκφραστεί η διευρυμένη κοινωνική δυσαρέσκεια προς την  κατεύθυνση της ενίσχυσης μιας νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας που μόνο στο όνομα συνδέεται με τη σοσιαλδημοκρατία του παρελθόντος. Κι αυτό συμβαίνει όταν αιτήματα ολόκληρων τμημάτων του πληθυσμού που βρίσκονται σε διαδικασία αποπτώχευσης δε γίνεται εφικτό να βρουν διόδους αντιπροσώπευσης μέσα από τις δομές και τους πολιτικούς σχηματισμούς της αριστεράς. Τότε είναι σχετικά εύκολο για το εκάστοτε αστικό κόμμα που βρίσκεται στην αντιπολίτευση να εγκολπώνεται αυτή την κοινωνική δυσαρέσκεια. Κάτω από αυτό το πρίσμα είναι χαρακτηριστικό πως στην Ελλάδα που συγκλονίστηκε από το συγκεκριμένο κίνημα από τον Γενάρη του 2009 και ύστερα δεν υπήρξε κάποια αξιόλογη εργατική ή σπουδαστική κινητοποίηση ενώ στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις που έλαβαν χώρα (εκλογές για το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και εκλογές για την Ελληνική Βουλή) η αριστερά γνώρισε υποχώρηση των δυνάμεων της και τη μεγάλη φθορά του συντηρητικού κυβερνητικού κόμματος την καρπώθηκε το ΠΑΣΟΚ που από τις αρχές του Οκτώβρη του 2009 βρίσκεται πια στην κυβερνητική εξουσία.    

 Διαφορετικά ειπωμένο, εκτιμούμε πως και στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό θα υπάρξουν ανάλογα ξεσπάσματα τα επόμενα χρόνια που θα αναδείξουν ξανά τις επιπτώσεις που έχει ο νεοφιλελευθερισμός στα πιο αδύναμα στρώματα του πληθυσμού. Το θέμα τότε θα είναι αφενός να βρεθούν οι τρόποι οι μερικώς απασχολούμενοι να ενταχθούν εντός των δομών ενός ριζοσπαστικού συνδικαλιστικού κινήματος και αφετέρου οι πολιτικοί φορείς της αριστεράς να μπορούν να αντιπροσωπεύουν τέτοιου είδους κινήματα και όχι, στην καλύτερη περίπτωση, να είναι απλοί υποστηρικτές τους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα επόμενα χρόνια οι προκλήσεις για τα κοινωνικά κινήματα και την ριζοσπαστική αριστερά θα είναι μεγάλες.   

 

Βιβλιογραφία

Αλτουσέρ Λουί, 2004, «Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης», http://www.theseis.com/76-/theseis/t88/t88f/althusser.htm

Βαβούρας Ιωάννης- Μανώλας Γιώργος, 2004α, «Παραοικονομία: Η Παρατηρούμενη αλλά μη καταγραφόμενη Οικονομική Δραστηριότητα και οι Σχέσεις της με τη Διαφθορά» στο Θόδωρος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Οικονομία και Πολιτική Στη Σύγχρονη Ελλάδα τ. Β’, Αθήνα: Διόνικος, σελ. 147- 163.

Βαβούρας Ιωάννης- Μανώλας Γιώργος, 2004β, Η Παραοικονομία στην Ελλάδα και τον κόσμο. Προσέγγιση βασικών πτυχών του προβλήματος,. Αθήνα: Παπαζήσης. 

Βασιλείου Στέργιος, 2009, «Η εξέγερση και η Εργοδοσία», Στίγμα τ. 9: 55- 59.

Durkheim Emile, 1964, The Division of Labour in Society, Glencoe: Free Press.

Eurostat, 2008, Europe in figures. Eurostat Yearbook 2008.

Eurostat (2009), Harmonised unemployment rate by gender - age class 15-24 - % (SA), http://epp.eurostat.ec.europa.eu/tgm/table.do?tab=table&init=1&plugin=1&language=en&pcode=teilm021 retrieved 15 September 2009.

Ευρωβαρόμετρο, 2008, Φθινόπωρο, τ. 70.

Ζέρβας Χρήστος 2009, «Καθεστώς η ατιμωρησία αστυνομικών» Ελευθεροτυπία 6/4/2009.

Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ, 2008, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση. Ετήσια Έκθεση 2008, Αθήνα.

Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ, 2009, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση. Ετήσια Έκθεση 2009, Αθήνα.

Καρακιουλάφη Χριστίνα, 2005, «Ευελιξία της Εργασίας Versus Ασφάλεια και Ποιότητα της Εργασίας; Σε αναζήτηση Ασφάλειας και Ποιότητας των Ευέλικτων Μορφών Απασχόλησης», στο Γιώργος Αργείτης (επιμ) Οικονομικές Αλλαγές & Κοινωνικές Αντιθέσεις στην Ελλάδα. Οι προκλήσεις στις αρχές του 21ου αιώνα, Αθήνα: Τυποθήτω, σελ. 181- 212.

Καραμεσίνη Μαρία, χχ, Η Ανεργία των Νέων, Αθήνα: Ίδρυμα Νίκος Πουλαντζάς.

Καραμεσίνη Μαρία, 2008, Η Απορρόφηση των πτυχιούχων πανεπιστημίου στην αγορά εργασίας, Αθήνα: Διόνικος.

Καραμεσίνη Μαρία, 2009, «Οι δυσκολίες επαγγελματικής αποκατάστασης των νέων στην Ελλάδα», Εποχή 18/1/2009.

Κάτσικας Χρήστος, 2008, «Πάνω από 10000 οι άνεργοι πτυχιούχοι», Αυγή 28/12/2008

Κάτσικας Χρήστος- Παναγιώτης Σωτήρης, 2003, Η αναδιάρθρωση του Ελληνικού Πανεπιστημίου, Αθήνα: Σαββάλας.

Κυριακίδου Μπέττυ, 2009, «Δάνεια. Θηλιά στο λαιμό των νοικοκυριών», Μακεδονία 23/9/2009.

Μελισσαρόπουλος Γιώργος, 2009, «Η εξέγερση είναι δίκαιη», Αριστερή Συσπείρωση τ. 19: 3- 22. 

Merton Robert, 1968, Social Theory and Social Structure, New York:  Free Press.

Sotiris Panagiotis, 2009, “The rebellion of the Greek youth”, Radical Philosophy 154: 65- 67.

Sotiris Panagiotis, 2010, “Rebels with a cause. The December 2008 Greek youth movement” as the condensation of deeper social and political contradictions”, International Journal of Urban and Regional Research  34, 1: 203-209.

 

 

 

 

 

 


[1]Εδώ θα πρέπει να γίνει μια διευκρίνηση. Οι ειδικοί φρουροί δεν είναι αστυνομικοί με την ακριβή έννοια του όρου. Πρόκειται για άτομα που προσλαμβάνονται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και ύστερα από μία ταχύρυθμη εκπαίδευση, που διαρκεί από τρεις μέχρι τέσσερις μήνες, εντάσσονται στο σχετικό σώμα και πραγματοποιούν ένοπλες περιπολίες. Αυτό σε αντίθεση με τους αστυνομικούς που παρακολουθούν τετραετή σχολή πανεπιστημιακού χαρακτήρα και τους αστυφύλακες που παρακολουθούν διετή σχολή. Η ύπαρξη αυτού του σώματος καταστολής σε συνδυασμό με το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα στο χώρο του δημόσιο τομέα μόνο στους κατασταλτικούς μηχανισμούς γίνονται αθρόες προσλήψεις φανερώνει την κατασταλτική σκλήρυνση που έχει σημειωθεί και εντός του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους.   

[2] Οι δύο αυτοί νέοι δολοφονήθηκαν στις 17 Νοεμβρίου 1980 από τις αστυνομικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της πορείας που διοργανώνεται κάθε χρόνο στην Αθήνα σε μνήμη των θυμάτων που σκότωσε η δικτατορία στην εξέγερσης της Πολυτεχνικής Σχολής στην Αθήνα (17/11/1973).  

[3]Ο δεκαπεντάχρονος Μιχάλης Καλτεζάς δολοφονήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1985, ύστερα από άλλη μια πορεία για την εξέγερση του Πολυτεχνείου όταν ομάδα νεαρών έριξε βόμβα μολότοφ σε κλούβα των ΜΑΤ και στη συνέχεια αστυνομικός πυροβολώντας τους νεαρούς που έτρεχαν να απομακρυνθούν σκότωσε τον Καλτεζά.     

[4] Ο Νίκος Τεμπονέρας, καθηγητής μαθηματικών σε Λύκειο της Πάτρας, δολοφονήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1991 κατά τη διάρκεια σύρραξης με μέλη της Νεολαίας της Νέας Δημοκρατίας (που τότε βρισκόταν στην κυβέρνηση) καθώς προσπαθούσε να προφυλάξει μαθητική κατάληψη από επιθέσεις δεξιών παρακρατικών ομάδων.

[5]Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία μια αποσαφήνιση, επειδή προβλήθηκε από κατά κόρον από τα ελληνικά και τα ξένα ΜΜΕ ένα μήνυμα του τύπου πως «κάηκαν όλα τα μαγαζιά». Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Το γεγονός πως για πρώτη φορά έγιναν τέτοιας έκτασης καταστροφές δε σημαίνει πως διαλύθηκε και ο εμπορικός ιστός της χώρας. Υπολογίζεται πως τα μαγαζιά που υπέστησαν ζημιές σε όλη την Ελλάδα ήταν περίπου 600 σε σύνολο 800000 επιχειρήσεων, δηλαδή ποσοστό 0,075%! Από αυτές οι 50 είχαν σημαντικές καταστροφές, κάποιες εκ των οποίων κάηκαν, ενώ στις 600 προσμετρήθηκαν ακόμα και εκείνες που είχαν απλώς ένα τζάμι σπασμένο. Στην Αθήνα καταγράφηκαν 435 επιχειρήσεις με ζημιά το ύψος των οποίων σύμφωνα με ανακοίνωση του Εμπορικού Επιμελητηρίου δεν ξεπέρασε τα 50 εκατομμύρια ευρώ, ενώ οι ζημιές στις άλλες πόλεις ήταν πολύ μικρότερες και σε κάθε περίπτωση το συνολικό ύψος των ζημιών, σύμφωνα με την ίδια την κυβέρνηση δεν ξεπέρασε τα 100 εκατομμύρια ευρώ. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της υποκρισίας περί  ζημιών και «καταστροφής της εμπορικής ζωής της χώρας ειδικά μέσα στις διακοπές των Χριστουγέννων»  αρκεί να αναφέρουμε πως ελάχιστες μέρες μετά την κοινωνική έκρηξη, το σύνολο των επιχειρήσεων που επλήγησαν, με εξαίρεση αυτές που κάηκαν, λειτούργησαν κανονικά χωρίς καν να έχουν την ανάγκη να πάρουν πρώτα τις αποζημιώσεις που ψήφισε η κυβέρνηση. Άλλωστε δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις που είχαν ζημιές βρίσκονται σε μερικούς από τους δρόμους με τα υψηλότερα ενοίκια στον κόσμο! (Βασιλείου 2009: 58).   

[6]Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με δημοσκόπηση της Public Issue που παρουσιάζεται στην εφημερίδα Καθημερινή της 14/12/2008 αναφέρεται πως το 60% των ερωτηθέντων χαρακτηρίζει τα γεγονότα ως κοινωνική εξέγερση ενώ το 60% θεωρεί τις διαδηλώσεις μαζικό φαινόμενο και όχι έργο μιας μειοψηφίας. Σε αντίστοιχη δημοσκόπηση που παρουσιάζεται στο Βήμα της 21/12/2008 διαβάζουμε πως για το 34,8% το συναίσθημα που δίνουν οι κινητοποιήσεις είναι η ελπίδα ενώ για το 15,1% είναι η αισιοδοξία. Τέλος το 43% θα παρότρυνε τα παιδιά του να πάρουν μέρος στις κινητοποιήσεις.

[7] Στην πραγματικότητα την περιόρισαν σε μια απόσταση περίπου 300 μέτρων.

[8] Πρόκειται για διαδικασία στην οποία συμμετέχουν σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες και έχει ως στόχο την προσαρμογή με ενιαίο τρόπο των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων στις ανάγκες της αγοράς.

[9]Η κλίμακα κατάταξης είναι από το 0 έως το 10, όπου ο βαθμός υποδηλώνει τη μέγιστη διαφθορά.

[10]Πρόκειται για ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή που ασχολείται με προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πολίτης από τις κρατικές αρχές