ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΜΕΝΟ ΚΡΑΤΟΣ; ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΜΙΑΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ

ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΜΕΝΟ ΚΡΑΤΟΣ; ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΜΙΑΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ.

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

1. Εισαγωγή

 

            Τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα από τότε που έχει ξεκινήσει η όλη συζήτηση γύρω από την παγκοσμιοποίηση, το ζήτημα του περιεχομένου και των ορίων της κρατικής εξουσίας έχει τεθεί ξανά στο προσκήνιο. Ύστερα από τις έντονες αντιπαραθέσεις της δεκαετίας του ’70 γύρω από το ρόλο και τη φύση του Κράτους ακολούθησε μια μακρά περίοδος συγγραφικής σιγής για να βρεθούμε στη σημερινή φάση όπου από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 παρατηρείται ένα ξαναζωντάνεμα της συζήτησης. Το άρθρο αυτό επιχειρεί να προσεγγίσει κριτικά τις απόψεις που θεωρούν πως το κράτος σήμερα αποδυναμώνεται υποστηρίζοντας πως αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι μια αναπροσαρμογή των επιμέρους λειτουργιών του αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση του θεμελιώδη ρόλου του που είναι η μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων.

Για να γίνουν, όμως, όλα αυτά κατανοητά θα πρέπει να υπάρξει μια εκτεταμένη αναφορά στις βασικές απόψεις που θεωρούν ότι λόγω της παγκοσμιοποίησης μειώνεται ο ρόλος του Κράτους, στη συνέχεια να ανατρέξουμε στα πιο ουσιαστικά σημεία των συζητήσεων της δεκαετίας του ’70, έπειτα να διατυπώσουμε τη δική μας προβληματική σχετικά με τις συνολικές αλλαγές στο ρόλο του Κράτους με έμφαση στην οικονομική πολιτική, και τέλος να εξετάσουμε τη σχέση του Κράτους τόσο με τους υπερεθνικούς οργανισμούς όσο και με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις.

 

 

2. Η θεωρία του αποδυναμωμένου Κράτους.

 

            Αναμφίβολα οι απόψεις περί αποδυνάμωσης του Κράτους προέρχονται από πολλές και διαφορετικές αφετηρίες και συχνά εμφανίζονται με σημαντικές αποκλίσεις ως προς το περιεχόμενο και την επιχειρηματολογία τους. Για παράδειγμα ο K. Ohmae υιοθετώντας μια ιδιαίτερα ακραία οπτική υποστηρίζει πως μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου έχει αλλάξει ριζικά ο τρόπος σύναψης συμμαχιών και δημιουργίας αντιπαλοτήτων μεταξύ των βιομηχανικών χωρών, έτσι ώστε να έχει ξεκινήσει η κατάρρευση του σύγχρονου Έθνους- Κράτους (Ohmae 1995: 7). Γίνεται όλο και πιο φανερό πως το έθνος- Κράτος- αυτό το κατασκεύασμα του 18ου και του 19ου αιώνα έχει αρχίσει να τσαλακώνεται, λαβωμένο από το φαύλο κύκλο πολιτικής απαξίωσης, εθνοτικής προκατάληψης, φυλετικού μίσους και θρησκευτικής μισαλλοδοξίας (Ohmae 1995a: 129). Αναμφίβολα, συνεχίζει ο Ohmae στον πολιτικό χάρτη τα σύνορα είναι τόσο ευκρινή όσο και στο παρελθόν. Αλλά στον χάρτη του οικονομικού ανταγωνισμού, στον χάρτη όπου φαίνονται οι πραγματικές ροές της χρηματιστικής και της βιομηχανικής δραστηριότητας εκεί τα σύνορα αυτά έχουν εξαφανιστεί (Ohmae 1990: 18). Στην πραγματικότητα τα παλαιά σύνορα δεν αποτελούν παρά μια ψευδαίσθηση (Ohmae 1995: 19- 20). Συμπερασματικά λόγω κληρονομικότητας αλλά και λόγω εμπειρίας τα εθνικά κράτη λειτουργούν με άνεση απέναντι στην αόρατη χείρα μόνο όταν μπορούν να την ελέγξουν. Τα προβλήματα ξεκινούν από τη στιγμή που μετατρέπονται σε δυσλειτουργικούς παράγοντες της παγκόσμιας οικονομίας λόγω της αδυναμίας τους να θέσουν ως πρωταρχικό στοιχείο των αποφάσεών τους την παγκοσμιοποιημένη λογική (Ohmae 1995a: 131).

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και άλλοι συγγραφείς όπως N. Negroponte φτάνοντας στο σημείο να θεωρούν πως το εθνικό κράτος θα εξαερωθεί (Negroponte 1995) ενώ οι Bryan/ Farell προσεγγίζοντας τα πράγματα από οικονομική σκοπιά υποστηρίζουν πως οι επενδυτές σε ολόκληρο τον κόσμο καθορίζουν τα επιτόκια, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και την κατανομή του κεφαλαίου ανάλογα με τα προσωπικά τους συμφέροντα ανεξάρτητα από τις προτεραιότητες και τις πολιτικές των εθνικών κρατών (Bryan/ Farell 1996: 1). Τέλος, ο  Castells θα υποστηρίξει πως πέρα από την αποσύνδεση Κράτους και χωροχρόνου, παρατηρείται η αντικατάσταση της εθνικής ταυτότητας από μία πληθώρα άλλων συλλογικών αναγνωρίσεων. Η προσπάθεια του Κράτους να ανακάμψει στο εσωτερικό της παγκόσμιας αρένας θα το οδηγήσει στη δημιουργία των υπερεθνικών θεσμών- πράγμα που θα υποθηκεύσει ακόμα περισσότερο τα περιθώρια εθνικής κυριαρχίας. Η δε απόπειρα επανάκτησης της νομιμοποίησης μέσω της αποκέντρωσης της διοικητικής εξουσίας σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο θα ενδυναμώσει τις κεντρόφυγες τάσεις (Castells 1997: 243).

            Το βασικό στοιχείο που συνέχει αυτές τις απόψεις είναι η αποδοχή πως η είσοδος στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας επιφέρει μια θεμελιώδους χαρακτήρα αποσύνδεση μεταξύ της δυνατότητας των κρατικών θεσμών να επιδρούν στις οικονομικές εξελίξεις και να ελέγχουν τις διεθνείς οικονομικές δυνάμεις. Σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη κατάσταση όπου οι εθνικές πολιτικές καθοδηγούσαν τις οικονομικές δυνάμεις, τώρα είμαστε μάρτυρες μιας κατάστασης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας όπου οι υπερεθνικές οικονομικές δυνάμεις επιβάλουν τις οικονομικές πολιτικές. Μέσω αυτής της διαδικασίας οι εθνικές κυβερνήσεις χάνουν σημαντικό μέρος από τα παραδοσιακά μέσα οικονομικού ελέγχου (Thurow 1996: 127, Bryan/ Farell 1996: 8). Ως πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο επιστρατεύεται και η διαφοροποίηση μεταξύ των χωρών της Δύσης και των χωρών του Τρίτου Κόσμου όπου στις μεν πρώτες έχει επιτευχθεί η «απελευθέρωση από τη γη» δεδομένου ότι η παραγωγή είναι κυρίως άυλη ενώ στις υπόλοιπες παραμένει ριζωμένη στο έδαφος (Rosecrance 1996: 46).

            Βέβαια για όσους συγγραφείς θέλουν να αποκαλούνται προοδευτικοί μια τέτοια θεώρηση δημιουργεί ορισμένα προβλήματα πολιτικού χαρακτήρα. Έτσι ο Thurow θα αναγκαστεί να παραδεχτεί πως το γεγονός της σύνδεσης της ομαλής λειτουργίας της παγκoσμιοποιημένης οικονομίας με την παραχώρηση σημαντικού βαθμού εθνικής κυριαρχίας αποτελεί μια αντιδημοκρατική εξέλιξη η οποία ενισχύει τη δύναμη των ξένων παραγόντων και ακόμα χειρότερα της διεθνούς γραφειοκρατίας. Η μόνη δημοκρατική λύση θα μπορούσε να είναι η εκλογή παγκόσμιας κυβέρνησης (Thurow 1996: 138). Ίσως η θέση αυτή να εμφανίζεται κάπως υπερβολική, ωστόσο δεν παύει να αντανακλά το βασικό πυρήνα των θιασωτών της παγκοσμιοποίησης σύμφωνα με τον οποίο από τη στιγμή που η σχέση εδάφους και πολιτικής εξουσίας έχει διαρραγεί λόγω της ανάδυσης της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, νέες μορφές (τυπικές και άτυπες) διεθνούς και υπερεθνικής εξουσίας έχουν εμφανιστεί. Οι θεσμοί αυτοί έχουν αποκτήσει τέτοια ισχύ έτσι ώστε να μπορούν να μετασχηματίζουν το περιεχόμενο της κρατικής κυριαρχίας μέσω της κατανομής και της διάχυσης της εξουσίας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως ενώ το 1909 υπήρχαν μόνο 37 διακυβερνητικοί οργανισμοί και 176 Διεθνείς μη Κυβερνητικοί Οργανισμοί στα μέσα της δεκαετίας του '90 έχουν αυξηθεί σε 260 οι διακυβερνητικοί οργανισμοί και περίπου σε 5.500 οι Διεθνείς μη Κυβερνητικοί Οργανισμοί (Held/ McGrew 2000: 11).

            Ακόμα και συγγραφείς με μαρξιστικές καταβολές όπως οι Carnoy/ Castells θα κάνουν λόγο για τη νέα μορφή του Κράτους η οποία αποτελείται από την ύπαρξη πολλών μεμονωμένων θεσμών τα οποία λειτουργούν με τη μορφή δικτύου στο εσωτερικό του οποίο υπάρχει μια συνεχής  και αλληλεξαρτώμενη διαπραγμάτευση: εθνικές κυβερνήσεις, υπερεθνικά σώματα, διεθνείς θεσμοί, τοπικές κυβερνήσεις, περιφερειακές διοικήσεις, ΜΚΟ. Όλοι αυτοί οι φορείς διαπλέκονται και οι αποφάσεις καθώς και οι σχέσεις εκπροσώπησης λαμβάνουν χώρα σε όλο το μήκος του δικτύου- όχι απαραίτητα βάση του παλαιότερα ιεραρχημένου τρόπου οργάνωσης. Το κράτος της εποχής της Πληροφορικής είναι το Κράτος- δίκτυο όπου όλοι οι κόμβοι βρίσκονται να αλληλοεπιδρούν ο ένας με τον άλλο και είναι το ίδιο απαραίτητοι για τη διαμόρφωση των κρατικών λειτουργιών (Carnoy- Castells 1999: 18).

            Συνολικά ιδωμένο, και πέρα από όποιες διαφορές υπάρχουν μεταξύ των θιασωτών της παγκοσμιοποίησης, το κρατικό μοντέλο οργάνωσης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης παρουσιάζεται από ξεπερασμένο ως αποδυναμωμένο και απαιτείται η καλή γνώση της νέας πραγματικότητας για να μπορέσουν να ερμηνευτούν οι τρόποι μείωσης του εύρους της εθνικής κυριαρχίας και η μεταβίβαση εξουσιών σε εξωεθνικούς μηχανισμούς.

Σε ό,τι αφορά το οικονομικό επίπεδο εγκλωβισμένα τα εθνικά κράτη μεταξύ των πιέσεων των παγκόσμιων χρηματιστικών αγορών και της συνεχούς κινητικότητας του παραγωγικού κεφαλαίου είναι υποχρεωμένα να υιοθετούν μια ολοένα και πιο όμοια οικονομική πολιτική. Μια πολιτική που βασίζεται στην εφαρμογή της χρηματιστηριακής πειθαρχίας και τον περιορισμό της ανάμιξης του Κράτους στην οικονομία. Ταυτόχρονα η ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και προσέλκυσης των ξένων επενδύσεων υποχρεώνει τις κυβερνήσεις να περιορίζουν τη λειτουργία του Κράτους- Πρόνοιας καθώς και τα προγράμματα κοινωνικής προστασίας (Held/ McGrew 2000: 27).

Στο πολιτικό επίπεδο διαπιστώνεται αποδυνάμωση της εθνικής κυριαρχίας λόγω της αναβάθμισης των περιφερειακών και παγκόσμιων συστημάτων εξουσίας. Μια κατάσταση αποδυνάμωσης που συντελεί και στη μείωση της νομιμοποίησης που απολαμβάνουν τα Κράτη από τους πολίτες τους. Κι αυτό γιατί τώρα πια οι παροχές αγαθών και υπηρεσιών μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο ύστερα από διεθνή συνεργασία- κάτι που είναι συνεχώς σε αμφισβήτηση λόγω του ευμετάβλητου των παγκοσμιοποιημένων αγορών ((Held/ McGrew 2000: 13).

 

 

3. Ορισμός του Κράτους και των βασικών του λειτουργιών.

 

            Αν γίνουν δεχτά τα επιχειρήματα των υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης τότε θα πρέπει να αντιληφθούμε το Σύγχρονο Κράτος ως ένα θεσμό που βρίσκεται σε κρίση ταυτότητας από τη στιγμή που μια σειρά στοιχεία της κυριαρχίας του έχουν περάσει στον έλεγχο διεθνών και υπερεθνικών θεσμών και μηχανισμών. Ωστόσο μια τέτοια θέση εμπεριέχει το λάθος της υποκειμενοποιημένης προσέγγισης του κρατικού μορφώματος: Το Κράτος- Υποκείμενο εμφανίζεται αδύναμο να αντιδράσει απέναντι στη μείωση των εξουσιών του που προκαλεί η διαδικασία παγκοσμιοποίησης. Όμως, στο σημείο αυτό δύο ενστάσεις εγείρονται: αφενός το Κράτος δεν είναι Υποκείμενο, και δεν κατέχει δική του εξουσία (Poulantzas 1979: 80- 81). Αφετέρου πρέπει πρώτα να γνωρίζουμε τη μορφή και το περιεχόμενο των λειτουργιών του για να μπορεί να γίνει σύγκριση με τη σημερινή κατάσταση και να διαπιστώσουμε τι έχει αλλάξει. Γι' αυτό είναι απαραίτητο να αναφερθούμε στη μαρξιστική θεωρία του Κράτους όπως αυτή αναπτύχθηκε στη δεκαετία του '70.

            Πρόκειται για μια έντονη αντιπαράθεση μεταξύ ορισμένων επιφανών δυτικών μαρξιστών που ξεκινούσε, όμως, από μια κοινή αφετηρία: την απόρριψη της εργαλειακής  αντίληψης του Κράτους, της αντίληψης που θεωρούσε το Κράτος ένα απλό εργαλείο της άρχουσας τάξης. Μια θέσης που ασπαζόταν ο λεγόμενος σοβιετικός μαρξισμός αλλά ακόμα και ριζοσπάστες δυτικοί διανοούμενοι όπως ο Ρ. Μίλιμπαντ. Στον αντίποδα των θέσεων αυτών αναπτύχθηκαν απόψεις όπως του Ν. Πουλαντζά σύμφωνα με την οποία πρέπει να θεωρείται «ως σχέση, ακριβέστερα ως υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων» (Poulantzas 1978: 128- 129). Ο μηχανισμός αυτός, το Κράτος, «έχει ως βασικό οργανωτικό ρόλο την οργάνωση και εκπροσώπηση του μακροπρόθεσμου πολιτικού συμφέροντος του συνασπισμού εξουσίας. Αυτή η οργάνωση των αντιτιθεμένων συμφερόντων του συνασπισμού εξουσίας γίνεται κάτω από τη διεύθυνση της ηγεμονικής μερίδας της άρχουσας τάξης» (Poulantzas 1979: 127) και αλλού «το Κράτος συμπυκνώνει όχι μόνο τον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα σε μερίδες του συνασπισμού εξουσίας, αλλά και το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στον τελευταίο και στις δυναστευόμενες τάξεις» (Poulantzas 1978: 140).

            Κριτική στις απόψεις του Πουλαντζά ασκήθηκε από τους γερμανούς μαρξιστές της σχολής της λογικής συναγωγής λογικής συναγωγής-derivation (Altvater, Hirsch, Jϋrgens κ.α.). Οι θεωρητικοί αυτοί εκτιμούν πως οι «νεογκραμσιανοί», και ειδικότερα ο Ν. Πουλαντζάς, παραβλέπουν το καθοριστικό παράγοντα που επηρεάζει τη μορφή του Κράτους που είναι οι σχέσεις μεταξύ Κράτους και κεφαλαιακής συσσώρευσης. Ασκείται, δηλαδή, κριτική στη λεγόμενη «γαλλική» σχολή του μαρξισμού για υπερβολική έμφαση στο πολιτικό και στο ιδεολογικό στοιχείο, ενώ υποβαθμίζεται η καθοριστική σημασία του οικονομικού στοιχείου. Ο Hirsch θα ορίσει πως το αστικό Κράτος «είναι η έκφραση μιας ιστορικά καθορισμένης μορφής της ταξικής πάλης» (Hirsh 1978: 63) και αποτελεί το αποτέλεσμα των ταξικών συγκρούσεων (Hirsh 1975: 35). Ενώ, όμως, οι παρατηρήσεις αυτές οδηγούν τη μελέτη του κρατικού φαινομένου σ' έναν ενδιαφέροντα δρόμο, στη συνέχεια ο Hirsch παρασύρεται σ' ενός είδους «οικονομικό ντετερμινισμό» όπου «η έρευνα των κρατικών λειτουργιών πρέπει να βασίζεται στην ακριβή ανάλυση της διαδικασίας καπιταλιστικής αναπαραγωγής και συσσώρευσης» (Hirsh 1978: 82). Κατά συνέπεια «η θεωρία του Κράτους είναι πριν απ' όλα η οικονομική πολιτική του μηχανισμού του Κράτους» (Hirsh 1975: 31).

            Ο Ε. Altvater, κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος με τον J. Hirsch, χρησιμοποιεί ως μεθοδολογικό θεμέλιο την κίνηση των ατομικών κεφαλαίων μέσω του ανταγωνισμού. Ο ρόλος του Κράτους είναι η υλοποίηση των αναγκαίων προϋποθέσεων για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού-προϋποθέσεων που δεν μπορεί να θεσπίσει από μόνος του ο ανταγωνισμός (Altvater 1978: 42).

            Κοντολογίς, η γερμανική σχολή βασιζόμενη στις θέσεις αυτές επιχειρεί να εξηγήσει την εξέλιξη των κρατικών μορφών βάση της προσπάθειας του κεφαλαίου ν' αντιδράσει στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, που προέρχεται εγγενώς από την ανταγωνιστική καπιταλιστική ανάπτυξη, μέσω, από τη μία, των κρατικών δαπανών για έργα υποδομής και θεσμούς αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (εκπαίδευση, υγεία κλπ), και από την άλλη, της μέριμνας για δημιουργία ενός συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, η μορφή που παίρνει το Κράτος, βρίσκεται σε συνάρτηση με τη λειτουργία του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους και των προσπαθειών που επιχειρεί το Κράτος για τη δημιουργία αντίρροπων τάσεων.      

            Ο  J. Holloway επιχειρώντας να κάνει μία διαφορετική ανάγνωση της σχολής της λογικής συναγωγής (derivation), υποστηρίζει πως το Κράτος πρέπει να το ερμηνεύουμε σαν μία διαφορετική μορφή της σχέσης κεφάλαιο με την κοινωνική σημασία της, ως ταξική σχέση, ως σχέση κυριαρχίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Το κεφάλαιο δε θεωρείται εξωτερικό στην ταξική πάλη αλλά η ιστορική μορφή που παίρνει η ταξική πάλη. Έτσι,  το πολιτικό δεν καθορίζεται από το οικονομικό, αλλά το οικονομικό και το πολιτικό αποτελούν τις ιστορικά διαμορφωμένες μορφές της ταξικής κυριαρχίας (Holloway 1991: 95- 96)

            Η υπεράσπιση των θέσεων της σχολής της λογικής συναγωγής, από τον J. Holloway παρουσιάζει, αναμφίβολα, ενδιαφέρον. Αποτελεί μία προσπάθεια υπέρβασης του «οικονομικού» χαρακτήρα των θέσεων των Γερμανών θεωρητικών, και σχηματισμού «υλιστικής» κι όχι «οικονομικής» θεωρίας για το Κράτος. Εν τούτοις, δεν κατορθώνει να εξηγήσει την εμμονή ανάλυσης του Κράτους με όρους που έχουν ως βασική διάσταση το οικονομικό στοιχείο (συσσώρευση του κεφαλαίου, υπεραξία, πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους κλπ). Γεγονός που δίνει την εντύπωση πως κάθε κοινωνική εξέλιξη είναι συνδεδεμένη με τις ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης (Jessop 1990: 37),  επιταχύνοντας ή καθυστερώντας τις (Bοnefeld 1991: 44). Με τον τρόπο αυτό παραβλέπονται βασικές συνισταμένες του υλικού- κοινωνικού όπως είναι η ιδεολογία, η συνείδηση, η πολιτική εκπροσώπηση κλπ. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, όπως οι πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας μπορούν να λάβουν υλική μορφή μέσα από την κοινωνική σχέση κεφάλαιο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο οι οικονομικές σχέσεις κυριαρχίας μπορούν να λάβουν υλική μορφή μέσα από την κοινωνική σχέση ιδεολογία. Παράλληλα, δεν εξηγείται από τους υποστηρικτές της σχολής της λογικής συναγωγής γιατί η συσσώρευση του κεφαλαίου εξυπηρετείται από τη μορφή του σύγχρονου καπιταλιστικού Κράτους κι όχι από κάποιο άλλο Κράτος (Poulantzas 1978: 52). Πολύ περισσότερο που, παρά την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στις χώρες της Δύσης, η ίδια η μορφή του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους διαφέρει από χώρα σε χώρα ακριβώς λόγω της διαφορετικής ιστορικής διαδρομής κάθε ξεχωριστού κοινωνικού σχηματισμού (Scase 1980: 14).

           

            Συμπερασματικά οι θεωρητικοί της λογικής συναγωγής μπορούν να ελεγχθούν για οικονομισμό και αυτοί του της γαλλικής εκδοχής του γκραμσιανισμού για υπερπολιτικισμό. Πράγματι, ο έντονος τονισμός της συσσώρευσης του κεφαλαίου από τη μία πλευρά, και της σχετικής αυτονομίας του κράτους, από την άλλη, είναι δυνατό να οδηγήσουν σε απλουστεύσεις και λανθασμένες κρίσεις. Η αδυναμία της γαλλικής σχολής  βρίσκεται στο ότι παραγνωρίζεται η βαρύτητα που έχουν οι οικονομικές λειτουργίες του Κράτους, ενώ οι θεωρητικοί της λογικής συναγωγής παραβλέπουν τη μεγάλη σημασία που έχουν οι ιδεολογικοί και οι πολιτικοί μηχανισμοί του Κράτους στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

            Ίσως, οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των δύο σχολών να ήταν πολύ λιγότερες αν τα ερωτήματα που σχετίζονται με το Κράτος είχαν τεθεί με διαφορετικό τρόπο. Συγκεκριμένα, ο Πουλαντζάς ασχολείται με τον ορισμό του Κράτους, ο Altvater με τις λειτουργίες που επιτελεί το αστικό Κράτος κι ο Hirsch με τους σκοπούς που επιτελούν αυτές οι λειτουργίες. Πρόκειται, δηλαδή, για τρία διακριτά επίπεδα ανάλυσης ενός φαινομένου τα οποία καταλήγουν και σε διαφορετικές απαντήσεις. Αν επιχειρηθεί μία σύνθεση των απόψεων των δύο σχολών, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη διατύπωσης καθολικής απάντησης θα γίνει εφικτό να αποφευχθούν κατηγορίες είτε για οικονομισμό, είτε για υπερπολιτικισμό. Το Κράτος δεν αποτελεί απλά μία σχέση, αλλά ένα αποτέλεσμα της ταξικής πάλης στα πλαίσια ενός τρόπου παραγωγής. Ο σκοπός του αστικού Κράτους συνίσταται στη μακροπρόθεσμη εκπροσώπηση των συμφερόντων της αστικής τάξης. Πράγμα που σημαίνει αναπαραγωγή των αστικών σχέσεων παραγωγής, ενσωμάτωση των κυριαρχούμενων τάξεων στην κυρίαρχη ιδεολογία, δημιουργία αντίρροπων τάσεων στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, παραγωγή έργων υποδομής, παρέμβαση  στις εργασιακές συγκρούσεις κλπ. Είναι προφανές ότι η όλη μέριμνα του Κράτους δεν αποκτά στατικά χαρακτηριστικά αλλά λαμβάνει διαρκώς υπόψη της τις τροποποιήσεις στους ενδοαστικούς συσχετισμούς δύναμης, την αναβάθμιση και την υποβάθμιση μερίδων του κεφαλαίου, το σύνολο των εκφάνσεων της ταξικής πάλης. Αυτό που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι πως το γεγονός ότι το Κράτος λειτουργεί σκοπεύοντας στη μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή των κεφαλαιακών σχέσεων δεν σημαίνει και ότι το επιτυγχάνει πάντα. Πράγμα που επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων. Εκείνο που κυρίως επιτελεί το καπιταλιστικό κράτος είναι ότι δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της κρίσης. Ο τρόπος με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί κάθε φορά αυτό και οι κοινωνικές επιπτώσεις που θα επιφέρει εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της ιστορικής συγκυρίας. Για να επιτευχθούν οι στόχοι που ιεραρχούνται ως πρωτεύοντες, το Κράτος επιτελεί 3 βασικές λειτουργίες: Τη συναινετική λειτουργία, την κατασταλτική λειτουργία και την οικονομική λειτουργία.

            Από τις τρεις αυτές λειτουργίες κρίνεται αναγκαίο να σταθούμε λίγο περισσότερο στην οικονομική λειτουργία  έτσι ώστε να μπορέσουν να γίνουν συγκρίσεις με τις απόψεις των θιασωτών της παγκοσμιοποίησης και να δούμε τι και αν έχει αλλάξει από το τέλος της δεκαετίας του '70.

            Συγκεκριμένα, το Κράτος επιτελούσε και επιτελεί τις ακόλουθες οικονομικές λειτουργίες:

1) Ασκούσε και ασκεί έναν έντονα ρυθμιστικό ρόλο σχετικά με ζητήματα που προκύπτουν στο προτσές της εργασίας. Στην περίπτωση αυτή το Κράτος δεν παρεμβαίνει ως οικονομικός φορέας αλλά ως θεσμικός υποστηρικτής της κεφαλαιουχικής αναπαραγωγής. Θεσπίζει, έτσι, όρια στους μισθούς, διατηρώντας το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης σε χαμηλά επίπεδα.  Συμβάλει, με την εφαρμογή μέτρων νομισματικής πολιτικής,  στην επέκταση του εθνικού κεφαλαίου στις διεθνείς αγορές (Altvater 1978: 42). Ρυθμίζει, τέλος θέματα κοινωνικών ασφαλίσεων, ορίων συνταξιοδότησης κλπ.

2) Επιχορηγούσε και επιχορηγεί, με άμεσους και έμμεσους τρόπους τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Άμεσα,  μέσω δανείων και πιστώσεων με όρους ιδιαίτερα ευνοϊκούς (Castells 1980: 43). Έμμεσα, μέσω υιοθέτησης μέτρων φορολογικών απαλλαγών και κινήτρων για το ιδιωτικό κεφάλαιο (Mandel 1962: 210- 211).

3) Λειτουργούσε και λειτουργεί ως εγγυητής της οικονομικής νομιμότητας, προσφεύγοντας, όταν χρειαστεί, στη χρησιμοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών.

4) Δραστηριοποιούνταν και δραστηριοποιείται ως άμεσος οικονομικός φορέας-επενδυτής αγοράζοντας και πουλώντας εμπορεύματα, παρεμβαίνοντας ενεργά στην παραγωγική διαδικασία.

5) Συντελούσε και συντελεί στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, μέσω, πέρα των θεσμικών ρυθμίσεων, μίας σειράς κοινωνικών δαπανών.

6) Παρενέβαινε και παρεμβαίνει στην επιλεκτική αναδιάρθρωση επιμέρους κεφαλαίων μέσω της χρήσης της κρατικής χρηματοδότησης.

 

            Η εκτενής αναφορά που προηγήθηκε στον ορισμό το περιεχόμενο και της λειτουργίας του Κράτους έγινε για να μπορέσουν απαντηθούν τα δύο ερωτήματα που τέθηκαν στην αρχή της παραγράφου σχετικά με την υποκειμενοποίηση και το ρόλο του Κράτους Αυτό που διαπιστώθηκε είναι πως το Κράτος πρέπει να αντιλαμβανόμαστε ως το υλικό αποτέλεσμα της ταξικής πάλης στα πλαίσια ενός τρόπου παραγωγής- ορθότερα μίας συνάρθρωσης τρόπων παραγωγής υπό την ηγεμονία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στο εσωτερικό ενός δεδομένου κοινωνικού σχηματισμού. Με αυτή την έννοια το Κράτος δεν παύει να είναι αστικό κράτος, αλλά δεν αποτελεί και το τον ιδεατό τύπο του Κράτους που η αστική τάξη θα επιθυμούσε. Οι μεταλλαγές που πράγματι συμβαίνουν, και στις οποίες θα αναφερθούμε στην επόμενη παράγραφο, δεν αναιρούν αυτό το θεμελιώδες πλαίσιο λειτουργία του σύγχρονου Κράτους. Η περιβόητη παγκοσμιοποίηση σε μικρό μόνο βαθμό μπορεί να εξηγήσει τις όποιες αλλαγές παρατηρούνται στη δράση των κρατικών μηχανισμών.

Κι αυτό για δύο λόγους:

            α) Παρά τα όσα από πολλές πλευρές υποστηρίζονται βρισκόμαστε πολύ μακριά για να μιλάμε για μια παγκόσμια οικονομία. Οι λεγόμενες υπερεθνικές επιχειρήσεις δεν είναι τίποτε άλλο από εθνικές επιχειρήσεις με διεθνείς δραστηριότητες όποιο χαρακτηριστικό τους κι αν εξετάσει κανείς: γεωγραφική κατεύθυνση του ενεργητικού, εθνικότητα των ανώτατων στελεχών, σχέση με τη χώρα προέλευσης (Hu 1992: 113- 115) αλλά και τον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων (Dichen 1999: 198). Το 90% των μεγαλύτερων εταιρειών παγκοσμίως προέρχεται από το τρίγωνο ΕΕ- ΗΠΑ- Ιαπωνία, τα 3/4 των πωλήσεων των «πολυεθνικών» πραγματοποιούνται στη χώρα προέλευσής τους όπου παραμένει και το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων (Hirst/ Thompson 1998: 97).

Έπειτα η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Το 1914  οι αναπτυγμένες χώρες διέθεταν το 37,2% των αποθεμάτων των άμεσων επενδύσεων (Dunning 1983: 88) ενώ το 1996 θα φτάσουν το  70,2%. Το 1913 οι 7 πιο αναπτυγμένες χώρες αποτελούσαν το 20,8% του παγκόσμιου πληθυσμού και κατείχαν το 41,2% του παγκόσμιου πλούτου ενώ το 1994 αποτελούν μόνο το 15,5% του παγκόσμιου πληθυσμού και κατέχουν  το 73,9% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το 1913 η σχέση του όγκου του παγκόσμιου εμπορίου ως ποσοστό του παγκόσμιου προϊόντος ήταν 33% ενώ το 1993 31,8% (Hoogvelt: 1997: 71). Στο μόνο τομέα που παρατηρείται μια αύξουσα διεθνοποίηση σε σχέση με το 1913 είναι αυτός του συνόλου των εξαγωγών ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση διαπιστώνεται μια πτώση από 15,5% το 1979- 81 σε 14,3% το 1991- 93 (Bairoch 1998: 179).

            Σε ό,τι αφορά τις άμεσες επενδύσεις ξένου κεφαλαίου το 1996 το 91,0% των παγκόσμιων εκροών προερχόταν από τις αναπτυγμένες χώρες ενώ το 70,2% των αντίστοιχων εισροών κατευθυνόταν επίσης προς τις αναπτυγμένες χώρες (UN 1997). Οι αναπτυγμένες χώρες συμμετείχαν κατά 66,2% στη παγκόσμιο εμπόριο το 1997- ενώ το ποσοστό των 7 πιο αναπτυγμένων χωρών έφτανε το 48,8%  (UN 1999).

Τέλος, σχετικά με το χρηματοπιστωτικό τομέα η χρήση του δολαρίου ως διεθνές μέτρου αξιών θα μειωθεί από 83,5% το 1965 σε 60,1% το 1990 (Mc Cinnon 1993: 28). Ταυτόχρονα από τις 100 μεγαλύτερες Τράπεζες παγκοσμίως οι 77 ανήκουν στις χώρες του G-7  (Mc Millan 1999: 118) ενώ οι δέκα μεγαλύτεροι θεσμικοί επενδυτές προέρχονται από 5 χώρες από τις οποίες οι 4 είναι μέλη του G-7 η δε πέμπτη κατάγεται από ένα παραδοσιακό κολοσσό στο χώρο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την Ελβετία (Singh 1999: 25).

            Συνολικά ιδωμένα όλα αυτά στοιχεία μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως  δεν υπάρχει παγκοσμιοποίηση αλλά για μια οριακού χαρακτήρα ανισόμετρη και γεωγραφικά περιορισμένη διεθνοποίηση.

            β) Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι η λειτουργία της Ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στο εσωτερικό της οποίας πραγματοποιείται μεταφορά πιέσεων από το ένα Κράτος στο άλλο. Η άνοδος της παραγωγικότητας και η προσπάθεια ανεύρεσης πεδίων υψηλότερης κερδοφορίας δημιουργεί τους όρους διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Αυτό έχει ως συνέπεια σε ένα πρώτο στάδιο την απελευθέρωση των αγορών και σε ένα δεύτερο στάδιο στον περιορισμό των νομισματικών πολιτικών ως μέσου υποστήριξης των εθνικών κεφαλαίων απέναντι στο ανταγωνισμό των ξένων κεφαλαίων υψηλότερης παραγωγικότητας. Διαφορετικά ειπωμένο τα χαμηλά ποσοστά κερδοφορίας που εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ώθησαν τα πιο δυναμικά κεφάλαια (είτε εμπορικά, είτε επενδυτικά είτε χρηματιστικά) να κατευθυνθούν προς το εξωτερικό επιδιώκοντας να διευρύνουν τα κέρδη τους. Η εξέλιξη αυτή πίεσε τα κεφάλαια των χωρών υποδοχής στο να βελτιώσουν την αποδοτικότητά τους και αυτό είχε ως συνέπεια την υιοθέτηση από τις εθνικές κυβερνήσεις μέτρων που θα οδηγούσαν στην ενίσχυση των εθνικών κεφαλαίων[1]- και γι’ αυτό υποστηρίζουμε πως το κράτος ακόμα και σήμερα αποσκοπεί στην μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή των εθνικών κεφαλαίων.

Αυτό φαίνεται και από το γεγονός πως οι 6 βασικές κρατικές λειτουργίες που αναφέρθηκαν πριν συνεχίζουν να βρίσκονται σε ισχύ:

1) Το κράτος συνεχίζει να ρυθμίζει τα θέματα που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις και το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Σε αυτά τα ζητήματα ακολουθείται μια ποικιλία πολιτικών και προσεγγίσεων από κυβέρνηση σε κυβέρνηση. Η μόνη αξιόλογη διαφορά αφορά τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σχετίζεται με την προοπτική δημιουργίας του ενιαίου νομίσματος- γεγονός, όμως, που δεν ακυρώνει το ρόλο των κεντρικών τραπεζών αφού οι τελευταίες παρεμβαίνουν προκειμένου να διατηρήσουν τα νομίσματά τους  μεταξύ των ορίων που έχουν συμφωνηθεί  λόγω της δημιουργίας του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών. Στην περίπτωση ενός ασθενούς νομίσματος καταφεύγουν σε μια αύξηση των επιτοκίων, σε χειρισμούς στήριξης ή στην υιοθέτηση περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής. Ακριβώς το αντίθετο γίνεται στην περίπτωση ενός ισχυρού νομίσματος (Carchedi 1997: 97)

2) Το Κράτος συνεχίζει είτε άμεσα (με ευνοϊκά δάνεια και πιστώσεις) είτε έμμεσα (με φορολογικές απαλλαγές και κίνητρα) να επιχορηγεί τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.

3) Το Κράτος συνεχίζει να εγγυάται την οικονομική και θεσμική νομιμότητα των σχέσεων ατομικής ιδιοκτησίας (Panitch 1998: 13) και να προσφεύγει στη χρήση των κατασταλτικών μηχανισμών όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο.

4) Το Κράτος συνεχίζει να δραστηριοποιείται ως οικονομικός φορέας. Παρά τα όσα λέγονται περί λιγότερου κράτους, οι κρατικές δαπάνες στις χώρες του ΟΟΣΑ κυμαίνονται στα ίδια περίπου επίπεδα μεταξύ 1983 και 1999: από 38,3% σε 37,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τα ίδια μπορεί κανείς να συμπεράνει αν μελετήσει τον ανάλογο δείκτη για τις χώρες της ΕΕ: από 47,7% το 1983 μειώνεται ελαφρά σε 45,9% το 1999 (OECD 2000).

            Η διαφορά που υπάρχει σε σχέση με το παρελθόν είναι πως τα τελευταία χρόνια έχει πραγματοποιηθεί σε πολλές χώρες ένα ευρύ πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Όμως το καπιταλιστικό κράτος δε σημαίνει αναγκαστικά και κράτος- επιχειρηματία. Το κράτος είχε αναλάβει τη λειτουργία ορισμένων επιχειρήσεων για δύο λόγους: Αφενός διότι μια σειρά από τις δαπάνες υποδομών (τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, ηλεκτροδότηση, ύδρευση κλπ) ήταν ζημιογόνες με αποτέλεσμα να μην εκδηλώνεται επενδυτικό ενδιαφέρον από το ιδιωτικό κεφάλαιο και κατά συνέπεια λόγω της κομβικότητας του θέματος να ωθείται το Κράτος να αναλάβει την επιχειρηματική ευθύνη των τομέων αυτών. Αφετέρου γιατί το γεγονός της λειτουργίας ορισμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων με χαμηλά ποσοστά κερδοφορίας οδήγησε την κρατική εξουσία, και κάτω από την πίεση των λαϊκών κινητοποιήσεων, στην αναγκαστική διαχείρισή τους. Και στις δύο περιπτώσεις η αλλαγή των δεδομένων συντελεί στον περιορισμό του ρόλου του Κράτους. Κι αυτό γιατί από τη μια στις υποδομές η εξέλιξη της τεχνολογίας δημιουργεί νέες πρωτόγνωρες δυνατότητες για το ιδιωτικό κεφάλαιο και από την άλλη στις κρατικοποιημένες επιχειρήσεις η διαδικασία εξυγίανσής τους, παράλληλα με την ύφεση των εργατικών αγώνων, έχει ολοκληρωθεί και κατά συνέπεια  είναι εφικτό να αποδοθούν στους “φυσικούς” διαχειριστές τους[2].

5) Το Κράτος συνεχίζει να συντελεί στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης πραγματοποιώντας μια σειρά από κοινωνικές δαπάνες. Αναμφίβολα η κυριαρχία του «νεοφιλελευθερισμού», αλλά και η υποχώρηση του εργατικού κινήματος, έχει επιβάλει τη μείωση ορισμένων κοινωνικών δαπανών οι οποίες, όμως, συνδέονταν περισσότερο με πολιτικές νίκες της εργατικής τάξης που οδήγησαν στη διεύρυνση των κοινωνικών της δικαιωμάτων. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη δεν ακυρώνει την ύπαρξη κρατικών δαπανών απαραίτητων για την αναπαραγωγή των τεχνικών ικανοτήτων του συλλογικού  εργάτη (πχ δωρεάν παιδεία, ορισμένου είδους κοινωνικές παροχές, επιδόματα ανεργίας, οικογενειακές επιδοτήσεις κλπ). Σε αντίθετη περίπτωση θα ελλόχευε ο κίνδυνος μιας μαζικής πτώσης της παραγωγικότητας της εργασίας και κατά συνέπεια και μια ραγδαία πτώση της κεφαλαιακής κερδοφορίας.

6) Το Κράτος συνεχίζει να ενισχύει τους μηχανισμούς εκκαθάρισης των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων. Στο παρελθόν αυτό γινόταν μέση της επιλογής μεταξύ πληθωριστικής και  μη πληθωριστικής πολιτικής. Σήμερα υπάρχει μια συμφωνία στη μεγαλύτερη δυνατή συμπίεση του ύψους του πληθωρισμού έτσι ώστε να διατηρούνται σταθερές οι νομισματικές ισοτιμίες και να μη χρησιμοποιείται η υποτίμηση ως μοχλός ενίσχυσης των λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων .

            Σε ό,τι αφορά τέλος, τα επιμέρους επιχειρήματα των υποστηρικτών της αποδυνάμωσης του Κράτους πολύ συνοπτικά θα  αναφέρουμε τα εξής: Ο ισχυρισμός του Ohmae  πως περνάμε σε μία νέα περίοδο απελευθέρωσης από το φυλετισμό, τον εθνικισμό και το θρησκευτικό μίσος όπου τα σύνορα δεν θα είναι παρά μια ψευδαίσθηση, διαψεύδεται από την ίδια την πραγματικότητα: το τέλος του ψυχρού πολέμου είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία 20 καινούριων κρατών στο χώρο της πρώην ΕΣΣΔ, 5 στην πρώην ενιαία Γιουγκοσλαβία, 2 στην Τσεχοσλοβακία καθώς και την επανένωση της Γερμανίας. Αλλά και σε άλλες περιοχές συμβαίνουν ανακατατάξεις: Η Σκοτία απέκτησε το πρώτο της Κοινοβούλιο μετά από 300 χρόνια, η Ερυθραία ανεξαρτητοποιήθηκε από την Αιθιοπία,  το Αν. Τιμόρ από την Ινδονησία ενώ δεν είναι πια απίθανη η δημιουργία παλαιστινιακού κράτους.  Όλες αυτές οι εξελίξεις έγιναν στο όνομα της εθνικής ομοιογένειας και αποτελούν αναμφισβήτητα σημάδια ιστορικής αναβίωσης του εθνικισμού αλλά και της σημασίας του Κράτους- Έθνους.        Στις απόψεις του Ohmae περί προτεραιότητας των παγκοσμιοποιητικών διαδικασιών έναντι του Κράτους αναφερθήκαμε αφενός ασκώντας εκτενώς  κριτική στις απόψεις περί υποκειμενοποίησης του Κράτους και αφετέρου όταν εξηγήσαμε πως ο ρόλος του Κράτους είναι η μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή των εθνικών κεφαλαίων και σε καμία περίπτωση η διαπάλη με το ιδιωτικό κεφάλαιο.

            Η θέση των Bryan/ Farell περί καθορισμού των επιτοκίων και των ισοτιμιών από του επενδυτές ανεξάρτητα από τις εθνικές πολιτικές είναι έωλη δεδομένου ότι δεν έχει συμβεί κάποια σημαντική αλλαγή σε σχέση με το παρελθόν με μοναδική εξαίρεση τις χώρες της ΕΕ (βλ. παρακ.). Οι επενδυτές κινούνται ανάλογα με το προσωπικό τους συμφέρον και τα κράτη εφαρμόζουν μια σειρά από πολιτικές αφενός για να ενισχύσουν  τα πιο ανταγωνιστικά εθνικά κεφάλαια και αφετέρου για να προσελκύσουν  τα ξένα (Sholte 1997: 442).

            Το επιχείρημα της άυλης παραγωγής που επιστρατεύει ο  Rosecrance δεν είναι πειστικό δεδομένου ότι μορφές άυλης παραγωγής υπάρχουν από την αρχή του καπιταλισμού και στην πραγματικότητα  το γεγονός της αύξησής τους δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την επέκταση του συστήματος αυτού. Οι χώρες του Τρίτου Κόσμου εμφανίζουν υψηλά ποσοστά απασχόλησης στην υλική παραγωγή δεδομένου του ρόλου που παίζει η γεωργία στις οικονομίες τους και των βραδύτερων ρυθμών καπιταλιστικοποίησής τους. Όλα αυτά, όμως, δεν συνιστούν παγκοσμιοποίηση και ομογενοποιημένη οικονομία αλλά ακριβώς το αντίθετο.

            Το επιχείρημα που επιστρατεύεται από την πλευρά των Held/ McGrew πως έχουν αυξηθεί με ραγδαίους ρυθμούς οι διακυβερνητικοί και οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί είναι έωλο για δύο λόγους- πέρα από όσα θα αναφέρουμε στην επόμενη παράγραφο: α) η αύξουσα πολυπλοκότητα των κρατικών δραστηριοτήτων γέννησε την ανάγκη εξειδίκευσης των υπαρχόντων διακυβερνητικών οργανισμών συντελώντας με αυτόν τρόπο στον πολλαπλασιασμό τους β) οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί αποτελούν στην πραγματικότητα παρακυβερνητικούς επιχειρηματικούς φορείς. Πρόκειται για κερδοσκοπικούς μηχανισμούς οι οποίοι εξαρτώνται από τις επιχορηγήσεις είτε εθνικών κρατών είτε διεθνών οργανισμών για να υλοποιήσουν τις δραστηριότητές τους. Παρεμβαίνουν εκεί όπου είναι δυσλειτουργική η εκάστοτε κρατική ή διακυβερνητική παρέμβαση και γι’ αυτό αναπτύσσουν στενότατες σχέσεις (lobby) με τη γραφειοκρατία και το πολιτικό προσωπικό των χρηματοδοτών τους.

            Η θεωρία των Carnoy/ Castells σύμφωνα με την οποία η πολυπλοκότητα των μηχανισμών εξουσίας (εθνικά κράτη, τοπικές κυβερνήσεις, περιφερειακές διοικήσεις, υπερεθνικοί οργανισμοί κλπ) συντελεί στη δημιουργία ενός δικτύου εξουσιών που βρίσκονται σε διαρκή διαπραγμάτευση  παραπέμπει σε ενός είδους αγνωστικισμό σχετικά με το ρόλο του σύγχρονου κράτους. Αναμφίβολα η ταξική πάλη διαπερνά τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι υπάρχει μια γενική ρευστότητα και οι μηχανισμοί αυτοί δεν έχουν ιεραρχημένες σχέσεις μεταξύ τους. Είναι προφανές πως η κεντρική κυβέρνηση έχει ευρύτερες εξουσίες απ’ ότι οι αντίστοιχες τοπικές καθώς και πως σε ένα διεθνή οργανισμό υπάρχουν χώρες με μεγαλύτερη και μικρότερη ισχύ αλλά καμία χώρα δεν μπορεί να υιοθετήσει συμφωνίες ενάντια στα ειδικά της συμφέροντα. Σε κάθε περίπτωση τα επιμέρους κράτη μεριμνούν για την αναπαραγωγή των εσωτερικών σχέσεων εξουσίας στο εσωτερικό τους και για την αναβάθμιση της θέσης τους στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Η ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης της κρατικής εξουσίας (ομοσπονδία, διαφορετικά είδη περιφερειακής οργάνωσης, διαφοροποιήσεις στο πολίτευμα αλλά και στην οργάνωση της πολιτικής εξουσίας δεν αποτελούν παρά αποτελέσματα της ταξικής πάλης στα γεωγραφικά όρια του συγκεκριμένου κράτους και δεν έχουν καμία σχέση με την υποτιθέμενη παγκοσμιοποίηση.

 

            Βέβαια, όσα αναφέρθηκαν σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνουν το πραγματικό γεγονός πως παρατηρούνται επιμέρους αλλαγές και τροποποιήσεις στο ρόλο και στην πολιτική του σύγχρονου Κράτους, θέμα με το οποίο ασχολούμαστε στην επόμενη παράγραφο.

 

 

4. Ειδικοί μετασχηματισμοί του ρόλου και της πολιτικής του σύγχρονου Κράτους

 

            Όπως ήδη υποστηρίχτηκε το γεγονός της διεθνοποίησης και η συγκρότηση των πολυεθνικών ολοκληρώσεων δεν πρέπει να οδηγεί σε θεωρίες περί τέλους, υποβάθμισης ή μαρασμού του κράτους. Ο Ν. Πουλαντζάς που με αξιοθαύμαστη διορατικότητα είχε αναφερθεί στο πρόβλημα από τα μέσα της δεκαετίας του '70 παρατήρησε πως το πέρασμα σε κάθε νέα στάδιο της διεθνοποίησης προκαλεί την υπερ- εθνικοποίηση των κρατών (Πουλαντζάς 1979: 80). Πράγμα που σημαίνει πως μέσα στη νέα συγκυρία το κράτος αυτό που έχει να κάνει είναι να ανταποκριθεί όσο το δυνατό καλύτερα στα νέα δεδομένα. Δηλαδή να μεριμνά για τη συνοχή του συνασπισμού εξουσίας, την αναπαραγωγή των αστικών κοινωνικών σχέσεων (Jessop 1997: 20), την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης αλλά και την αναβάθμιση της θέσης του κοινωνικού σχηματισμού στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Με αυτήν την έννοια οι θεμελιώδεις λειτουργίες του κράτους δεν τροποποιούνται ακόμα και στην περίπτωση που η δυναμική της διεθνοποίησης και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης επιτάσσουν μία σειρά από ενέργειες που μέχρι πρότινος θα ήταν αδιανόητες (Hirst- Thompson 1992: 371- 372). Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων αλλαγών αποτελούν η πορεία προς το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, οι αρμοδιότητες που αναλαμβάνει η υπό σύσταση Ευρωπαϊκή Τράπεζα αλλά και μία σειρά από λειτουργίες των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, όλη αυτή η διαδικασία αναβάθμισης των λειτουργιών του εθνικού κράτους που αποσκοπούν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εθνικών κεφαλαίων και τη μετακύλιση του κόστους της στα λαϊκά στρώματα επιτείνει τη μετάθεση των εξουσιών προς κέντρα αδιαπέραστα στο λαϊκό έλεγχο (Pooley 1991: 70) εντείνοντας τα χαρακτηριστικά του αυταρχικού κράτους: μετατόπιση της πραγματικής εξουσίας όχι μόνο από το νομοθετικό στο εκτελεστικό και από εκεί στη διοίκηση (Poulantzas 1978: 218- 227), αλλά κυρίως προς την κατεύθυνση των ποικιλώνυμων επιτροπών, οργανισμών και συμβουλίων που λειτουργούν ως οι πιο αυθεντικοί εκπρόσωποι των ισχυρών μονοπωλιακών μερίδων του εγχώριου και του διεθνούς κεφαλαίου- ακριβώς λόγω του ότι δεν αντανακλούν έστω και στρεβλά την παρουσία των λαϊκών στρωμάτων. Πρόκειται για στεγανοποιημένους, απέναντι στις λαϊκές τάξεις, μηχανισμούς που εκπονούν τους σχεδιασμούς της κρατικής πολιτικής καθώς και τα πλαίσια διαπλοκής με τους αντίστοιχους μηχανισμούς των εκάστοτε διεθνών ή υπερεθνικών οργανισμών. Έτσι σε αντίθεση με τις διάφορες θεωρίες περί «τέλους του Κράτους», οι νέες εξελίξεις έρχονται να επιβεβαιώσουν τη συνέχεια του Κράτους, παρά τις όποιες κυβερνητικές μεταβολές, αφού ένα σημαντικό μέρος των τεχνοκρατών αυτών παραμένει στη θέση του, αλλά και να αναδείξουν την ύπαρξη ορίων στους συμβιβασμούς και στην πολιτική που ακολουθεί μία κυβέρνηση στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συμβιβασμούς και πολιτική που αποτελούν τη συμπύκνωση των επιδιώξεων της ηγεμονικής μερίδας του συνασπισμού εξουσίας κάθε χώρας.

Το Κράτος είναι παρόν για να εγγυάται την οργάνωση και την αντιπροσώπευση της «εθνικής οικονομίας» ως της δομής που υπάρχει με σκοπό τον ανταγωνισμό με τις άλλες «εθνικές οικονομίες» με τους καλύτερους δυνατούς όρους για την εγχώρια αστική τάξη. Αν θα θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε χομπσιανούς όρους θα λέγαμε πως τα έθνη βρίσκονται σε πόλεμο για να προστατεύσουν την εθνική τους οικονομία μόνο που ο πραγματικός εχθρός δεν είναι τα άλλα κράτη αλλά οι ίδιοι οι υπήκοοί τους  (Τσουκαλάς 1997: 28). Πραγματικά η υλοποίηση μέτρων όπως η απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας και η αύξηση της παραγωγικότητας δεν μπορούν να λάβουν χώρα παρά μόνο στα  πλαίσια μιας συγκεκριμένης εδαφικής επικράτειας, γεγονός που αποσαφηνίζει και τη σχέση διεθνοποιημένου κεφαλαίου και εθνικού κράτους (Panitch 1998: 17): το πρώτο εξαρτάται ολοκληρωτικά από το δεύτερο για τη δημιουργία των κατάλληλων όρων αναπαραγωγής της κεφαλαιακής συσσώρευσης (Τσουκαλάς 1997: 29).

 

            Μόνο μέσα από αυτό το πρίσμα μπορεί να γίνει κατανοητή η ιδιαιτερότητα της σχέσης εθνικού- υπερεθνικού στις νέες συνθήκες. Έτσι, αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι πως η διαδικασία των συναποφάσεων των εθνικών κρατών στα πλαίσια των υπερεθνικών ολοκληρώσεων περιλαμβάνει μία σειρά από σύνθετες πτυχές που ξεπερνούν κατά πολύ τη μονοδιάστατη σχέση κράτος- υπερεθνική οντότητα. Στην πραγματικότητα είναι παρόντα και όλα τα κράτη- μέλη  (το καθένα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του) γεγονός που οδηγεί στη διαμόρφωση συμμαχιών, εξισορροπητικών τάσεων αλλά και αντιπαλοτήτων και αδιεξόδων. Η βασική στρατηγική των κυρίαρχων τάξεων χαράζεται πρώτα σε εθνικό επίπεδο λαμβανομένου υπόψη και του διεθνή συσχετισμού δύναμης (Κοτζιάς 1995: 57) Εννοείται πως και αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται σε ανώτατα επιτελικά επίπεδα συντελώντας στην περαιτέρω ανακατανομή εξουσίας προς όφελος των κυβερνητικών και των παρακυβερνητικών (ανώτερη γραφειοκρατία, επιτροπές εμπειρογνώμων) δικτύων εξουσίας τα οποία είναι απροσπέλαστα στο λαϊκό έλεγχο. Με τον τρόπο αυτό δεν περιορίζεται ο ρόλος του κράτους αλλά εκείνος του Κοινοβουλίου και των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Το Κράτος ενισχύεται αφού η εξουσία υπερσυγκεντρώνεται στην κατοχή των πυραμίδων της εξουσίας (Moravcsic 1994: 4). Με πρόσχημα τις διαπραγματεύσεις και τις πιέσεις που δέχεται μια εθνική κυβέρνηση από τους εταίρους της στους ποικιλώνυμους διεθνείς οργανισμούς θέματα εσωτερικής πολιτικής μετονομάζονται σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής το περιεχόμενο των οποίων μόνο σε μικρό βαθμό είναι δυνατό να τροποποιηθεί (Moravcsic 1994: 3). Το αποτέλεσμα είναι τα εθνικά κοινοβούλια ασμένως και χωρίς ιδιαίτερη συζήτηση να επικυρώνουν τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε διεθνές επίπεδο δεδομένου του κινδύνου επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης (Moravcsic 1994: 9- 10).

            Κατά συνέπεια η δημιουργία των διεθνών και υπερεθνικών οργανισμών, αποτελεί ένα νέο πεδίο δράσης όπου το εθνικό κράτος μεταβάλλεται στο φορέα διαχείρισης των νέων συμμαχιών (Κοτζιάς 1995: 223) καθώς και του περιεχομένου τους ανάλογα με τη στρατηγική και τους στόχους που έχουν ήδη χαραχθεί σε εθνικό επίπεδο. Για να το πούμε διαφορετικά, δεν υπάρχει κάποια «υπερφυσική» δύναμη που ωθεί τα εθνικά κράτη να ενταχτούν στις υπερεθνικές ολοκληρώσεις αλλά η επίγνωση πως με αυτό τον τρόπο θα ωφεληθούν περισσότερο τα συμφέροντα της ηγετικής μερίδας του εθνικού συνασπισμού εξουσίας. Στο εσωτερικό των ολοκληρώσεων μέσα από δυσχερείς διαπραγματεύσεις λαμβάνονται αποφάσεις που, συμπυκνώνοντας τον υπάρχοντα συσχετισμό δύναμης μεταξύ των διαφορετικών μελών, αποσκοπούν στη καλύτερη δυνατή διαχείριση των ταξικών συμφερόντων που εκφράζουν. Είναι προφανές ότι στην περίπτωση που υπάρχει ριζική διαφωνία ενός μέλους τότε είτε δε συμμετέχει σε αυτά που οι άλλοι αποφασίζουν είτε θέτει βέτο. Παράλληλα, ο σχηματισμός των νέων ολοκληρώσεων δημιουργεί και την ανάγκη συγκρότησης γραφειοκρατικών θεσμών διαχείρισης των πρακτικών ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής των διεθνών αποφάσεων. Κατ' αυτό τον τρόπο η «γραφειοκρατία των Ευρωπαϊκής Ένωσης» πχ. δεν αποτελεί ένα αυτόνομο όργανο ξεκομμένο από τις επιδιώξεις των εθνικών κρατών αλλά περισσότερο ένα υποστηρικτικό θεσμικό σύνολο[3] που, διατηρώντας τις ιδιαιτερότητες της διοικητικής γραφειοκρατίας, συμπυκνώνει και αναπαράγει[4] τους εθνικούς και οικονομικούς ανταγωνισμούς.

            Συμπερασματικά η διαδικασία των «υπερεθνικών» ολοκληρώσεων δεν ακυρώνει την προτεραιότητα των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών και κατά προέκταση τη λειτουργία της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Τα κράτη συνεχίζουν να αποτελούν τους γεωγραφικούς και θεσμικούς τόπους στους οποίους πραγματοποιείται η καπιταλιστική συσσώρευση, συγκροτούνται οι όροι παραγωγικότητας και κερδοφορίας καθώς και οι αναγκαίες πολιτικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Κάτω από αυτό πρίσμα δεν φαίνεται πιθανή στο ορατό μέλλον η δημιουργία νέων κρατικών οντοτήτων που θα προκύψουν από τη συνάθροιση παλαιότερων. Δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός πως η διαχείριση της μεταβίβασης κρατικών αρμοδιοτήτων σε οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση την έχουν εθνικά κράτη (Panitch 1998: 14).

 

Μέχρι το σημείο αυτό ασχοληθήκαμε με το σύγχρονο Κράτος και τις λειτουργίες του σε ένα γενικό επίπεδο. Στην επόμενη παράγραφο, θα επιχειρήσουμε να δούμε πιο διεισδυτικά τις σύγχρονες οικονομικές λειτουργίες του Κράτους, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μία σύμφυση των θεμελιωδών λειτουργιών του αστικού Κράτους και της ανάγκες προσαρμογής στις απαιτήσεις που θέτει η ανάγκη ενίσχυσης των ρυθμών συσσώρευσης και κερδοφορίας.

 

 

4. Οι Οικονομικές λειτουργίες του σύγχρονου κράτους.

 

Σύμφωνα με όσα αναφέραμε προηγουμένως και σε αντίθεση με την τρέχουσα φιλολογία, αυξάνεται ο παρεμβατισμός του κράτους στην οικονομία- όχι με τη μορφή ανάληψης άμεσων επενδύσεων- αλλά μέσα από μία διπλή κίνηση: από τη μία δημιουργούνται οι όροι για την αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων (έμμεση ή άμεση ιδιωτικοποίηση των μηχανισμών αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, ανάπτυξη των υποδομών, πραγματοποίηση κρατικών προμηθειών μεγάλου οικονομικού βεληνεκούς, υιοθέτηση πολιτικών λιτότητας και θεσμοποίηση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων) και από την άλλη, σε πιο κεντρικό επίπεδο, παρατηρείται μια αύξουσα δραστηριότητα σχετικά με τη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού πλαισίου, του ύψους των επιτοκίων, της παραγωγής χρήματος και της κατανομής των εισοδημάτων.

Ειδικότερα αυτό σημαίνει πως το κράτος αναλαμβάνει την εκπόνηση συγκεκριμένων μισθολογικών πολιτικών λιτότητας, περιορισμού  της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα και απόδοσης στους ιδιώτες των πρώην κρατικοποιημένων και κρατικών επιχειρήσεων, την ίδια στιγμή που η εξυπηρέτηση μεγάλου τμήματος των κοινωνικών αναγκών γίνεται μέσω της ανάθεσης των κρατικών προμηθειών στο ιδιωτικό κεφάλαιο και της πραγματοποίησης δημόσιων έργων από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι κρατικές δαπάνες αποτελούν αποφασιστικό παράγοντα επέκτασης της κεφαλαιακής συσσώρευσης και αυτό φαίνεται ακόμα περισσότερο στις προσπάθειες διευκόλυνσης της κερδοφορίας των νέων κλάδων της οικονομίας. Κρατικά Προγράμματα αιχμής τεράστιου κόστους, που συνήθως σχετίζονται με  τους κλάδους των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας, των μεταφορών, της πολεοδομίας διαμοιράζονται στους διάφορους φορείς του μονοπωλιακού κεφαλαίου διασφαλίζοντας υψηλά επίπεδα κερδοφορίας.

Άλλος τομέας οικονομικής παρέμβασης είναι αυτός της νομισματικής και της χρηματοπιστωτικής πολιτικής. Οι κεντρικές τράπεζες είναι εκείνες που διαμορφώνουν τα επιτόκια επηρεάζοντας τις αγορές συναλλάγματος αλλά και την προσφορά χρήματος. Ταυτόχρονα και μέσω άμεσων παρεμβάσεων, αγορά ή πώληση νομισμάτων, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση των τιμών συναλλάγματος (Veseth 1998: 119). Παράλληλα η ακολουθούμενη  δημοσιονομική πολιτική επιδρά στο μέγεθος των δημόσιων ελλειμμάτων και στο ύψος του Δημόσιου Χρέους με διαφορετικό τρόπο από Κράτος σε Κράτος.

Σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης κρατικών οικονομικών πολιτικών είναι και αυτό που αφορά τις υφιστάμενες μορφές οικονομικού προστατευτισμού. Παρά την τρέχουσα φιλολογία περί ανοίγματος των συνόρων, ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων κλπ κλπ συνεχίζει να υφίσταται μια πλειάδα μέτρων κρατικής ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής. Μια τέτοια πολιτική μπορεί να περιλαμβάνει από διαμόρφωση υψηλών δασμών μέχρι ύπαρξη ποσοστώσεων και  απαγορεύσεις εισαγωγών. Για να πραγματοποιηθεί αυτή η πολιτική χρησιμοποιούνται μέσα όπως η θέσπιση τεχνικών προδιαγραφών ποιότητας, οι ρυθμίσεις περιβαλλοντικού περιεχομένου, η τιμολογιακή πολιτική, η πολιτική προμηθειών του Δημόσιου τομέα κλπ- γεγονός που πρώτα και κύρια πλήττει τις αναπτυσσόμενες χώρες (Μηλιός 2000: 16). Έτσι, την τελευταία εικοσαετία το ύψος  των εισαγωγών που υποβάλλονται σε περιορισμούς μη δασμολογικής υφής αυξήθηκε κατά 20% στις ΗΠΑ, κατά 40% στην Ιαπωνία και κατά 60% στην ΕΕ. Ταυτόχρονα το 21% των εισαγωγών που προερχόταν από τον Τρίτο κόσμο και κατευθυνόταν προς τις χώρες του ΟΟΣΑ και το 27% των αντίστοιχων εισαγωγών που κατευθυνόταν προς τα κράτη της ΕΕ υπέπιπταν στην κατηγορία των μη δασμολογικών διακρίσεων (Βεργόπουλος 1999: 100).

Πολλαπλές ακόμα είναι και οι παρεμβάσεις του κράτους στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς όταν διαπιστώνονται ανωμαλίες, στρεβλώσεις, δυστοκίες, στην μακροπρόθεσμη λειτουργία των οικονομικών δραστηριοτήτων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Το Κράτος είναι πάντα παρόν για να αποτρέψει την μονομερή κατοχή σημαντικών εισροών (inputs) και την αποκλειστική διασύνδεση (dealing) περιορισμένου αριθμού εταιρειών με τους πελάτες, να παράσχει κίνητρα σε νέες επιχειρηματικές μονάδες για να εισέλθουν στην αγορά αλλά και να τροποποιήσει τις τεχνικές προδιαγραφές της παραγωγικής διαδικασίας ενθαρρύνοντας τη δημιουργία καινοτομιών. Ειδικά για το τελευταίο δημόσιοι φορείς σχεδιάζουν πολιτικές ενίσχυσης της βασικής έρευνας από τα Πανεπιστήμια σε συνεργασία με τις επιχειρήσεις ενώ θεσπίζονται νόμοι για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων. Συχνά κρατικοί θεσμοί αναλαμβάνουν και τη διάδοση των αποτελεσμάτων τέτοιων ερευνών με σκοπό τη μη μονοπωλιακή κατοχή της επιστημονικής γνώσης (Dunning 1995: 337).

            Ταυτόχρονα το Κράτος δεν επιτρέπει τη δράση των μονοπωλιακών, με την αυστηρή έννοια του όρου, επιχειρήσεων και ελέγχει την υπευθυνότητα (accountability) καθώς και τις τιμές των προϊόντων εταιρειών που διαχειρίζονται φυσικά μονοπώλια (Dunning 1995: 336). Στηρίζει, όμως, επενδύσεις που θεωρούνται υψηλού ρίσκου μειώνοντας τη φορολογία ενώ προνοεί για την καλύτερη δυνατή ενημέρωση των εθνικών επιχειρήσεων που σκοπεύουν να επενδύσουν στο εξωτερικό στοχεύοντας στην αποφυγή των σοκ και των κινδύνων που εμπεριέχει η διεθνής οικονομία. Συνεργάζεται επίσης με τα άλλα κράτη, στα πλαίσια των αντίστοιχων διεθνών οργανισμών, έτσι ώστε να μπορέσουν να θεσπιστούν οι κοινοί κανόνες λειτουργίας των διεθνών αγορών σύμφωνα με τις απαιτήσεις του διεθνοποιημένου κεφαλαίου (Hirst- Thompson 1995: 426) .

Θα κλείσουμε αναφέροντας ένα παράδειγμα που δείχνει πως ακόμα και η θεωρούμενη ως η πιο «παγκοσμιοποιημένη» επιχείρηση έχει εθνική ταυτότητα και ζητά την προστασία της κυβέρνησής της όταν το κρίνει αναγκαίο. Πρόκειται για την παγκοσμίως γνωστή Microsoft η oποία είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της πειρατείας σε προγράμματα software. Αποτυγχάνοντας να διευθετήσει το θέμα σε τεχνολογικό επίπεδο δημιουργώντας software που να μην μπορεί να αντιγραφεί, η Microsoft ζήτησε τη διπλωματική αρωγή των κυβερνήσεων αναπτυσσόμενων χωρών, όπου το φαινόμενο είχε πάρει επιδημικές διαστάσεις, αλλά και αυτή των ΗΠΑ έτσι ώστε να ασκήσουν το μάξιμουμ της επιρροής τους σε θεσμούς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και το Σύμφωνο Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας- Ειρηνικού για τη θέσπιση αυστηρότερων μέτρων για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων σε διεθνές επίπεδο. Μετά από το διάβημα αυτό τα ζητήματα αυτά απασχόλησαν ιδιαίτερα τον τελικό γύρο της GATT στην Ουρουγουάη, είναι αντικείμενο διαρκών διεθνών διαπραγματεύσεων και αποτελούν μείζον ζήτημα προτεραιότητας για τον παγκόσμιο Οργανισμού Εμπορίου. Βλέπουμε, λοιπόν, πως σε αντίθεση με την υπάρχουσα αντίληψη ότι  παγκοσμιοποιημένες επιχειρήσεις όπως η Microsoft περιορίζουν τη κρατική εξουσία, στην πραγματικότητα τέτοιες επιχειρήσεις έχουν την ανάγκη ενός ισχυρού Κράτους. Ενός Κράτους που θα ενισχύει τα πνευματικά δικαιώματα τα οποία αποτελούν βάση για το επικερδές διεθνές εμπόριο, και που θα μπορεί να διαπραγματευτεί τη δημιουργία των διεθνών προδιαγραφών και των συμφωνιών που είναι απαραίτητες για το σχηματισμό του διεθνούς περιβάλλοντος μέσα στο οποίο τέτοιου είδους επιχειρήσεις μπορούν να ευδοκιμήσουν.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Altvater E., 1978, «Some Problems of State Interventionism» in Holloway-Picciotto (επιμ.), State and Capital, σσ. 40- 42.

Bairoch P., 1998, «Globalization Myths and Realities: One Century of external trade and foreign investment» in Boyer R./ Drache D. (eds), States against Markets. The limits of globalization, Routldge, London- New York, σσ. 173- 192.

Βεργόπουλος Κ., 1999, Παγκοσμιοποίηση. Η μεγάλη Χίμαιρα, Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα.

Bonefeld W., «The Reformulation of State Theory» in W. Bonefeld-J. Holloway (επιμ.), Post-Fordism and Social Form, Mackmillan, London, σσ. 35-68.

Bryan L./ Farell D., 1996, Market Unbound: Unleashing Global Capitalism, John Wiley, New York.

Carchedi G., 1997, «The EMU, monetary crisis and the single European Currency», Capital and Class no 63, σσ. 85- 114.

Carnoy M./ Castells M., 1999, «Globalization, the knowledge society, and the state: Poulantzas at the millenium» ανακοίνωση στο διεθνές συνέδριο που οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Universite de Paris VIII για τη μνήμη του Ν. Πουλαντζά με τίτλο Η Πολιτική Σήμερα,  σσ. 1- 24.

Castells M., 1980, The Economic Crisis and American Society, Princeton University Press, Princeton.

Castells M., 1997, The Power of Identity, Blackwell, Oxford.

Dichen P., 1999, The Global Shift, Paul Chapman Publishing, London.

Dunning J., 1983, «Changes in the level and structure of international production: The last one hundred years» in Casson M. (ed.), The Growth of International Bysiness, George Allen & Unwin, London, pp. 84- 138.

Dunning J., 1995, The globalization of business. The challenge of the 1999s, Routledge, London. 

Held A./ McGrew A., 2000, «The Great Globalization Debate: An Introduction» in Held A./ McGrew A. (ed.), The Global Transformations Reader. An Introduction to the Globalization Debate, Polity Press, Cambridge, pp. 1- 45.

Hirsch J., 1975, «Eléments pour une théorie matérialiste de l' Etat» in J. M. Vincent (ed.), L' Etat contemporaine et le marxisme, σσ. 25-94.

Ηirsch J., 1978, «The State Apparatus and Social Reproduction» in Holloway J.-Picciotto S. (ed.), State and Capital, Edward Arnold, London, σσ. 53-107.

Hirst P./ Thompson G., 1992, «The Problem of ‘globalisation’: Εconomic relations, national economic management and the formation of trading blocs», Economy and Society, vol. 21 no 4, σσ. 357- 396.

Hirst P./ Thompson G., 1995, «Globalization and the future of the nations state», Economy and Society, vol. 24 no 3, σσ. 408- 442.

Hirst P./ Thompson G., 1998, Globalization in Question, Polity Press, Cambridge.

Hoogvelt A., 1997, Globalization and the Postcolonial World, Macmillan, London.

Holloway J., 1991, «The Great Bear: Post-Fordism and Class Struggle» in Bonefeld W.- Holloway J. (ed.), Post-Fordism and Social Form, Mackmillan, London,σσ. 92- 102.

Holloway J./ S. Picciotto (επιμ.), 1978,  State and Capital, Edward Arnold, London.

Hu Yao- Su, 1992, «Global or Stateless Corporations Are National Firms with International Operations», California Management Review vol. 34 no 2, σσ. 107- 126.

Jessop B., 1990, Putting the Capitalist State in its Place, Polity Press.

Jessop Β., 1997, «Globalisation and The National State», mimeo, σσ. 1- 31.

Κοτζιάς N., 1995,  Ευρωπαϊκή Ένωση: Ένα σύστημα εν τω γίγνεσθαι, Δελφίνι, Αθήνα.

Mandel E., 1962, Traité d' Economie Marxiste, Tome 3, 10/18, Paris.

McKinnon R., 1993, «The Rules of the Game: International Money in Historical Perspective», Journal of Economic Literature Vol. XXXI, σσ.  1- 44.

Mc Millan C., 1998, «Shifting technological paradigms: from the US to Japan» in Boyer R./ Drache D. (eds), States ...σελ. 117- 135.

Μηλιός Γ., 2000, «Λόγος περί ‘παγκοσμιοποίησης’ και μαρξιστική Αριστερά», Θέσεις τ. 72, σσ. 11- 23.

Moravscik A., 1994, «Why the Eurpean Community Strengthens the State: Domestic Politics and International Cooperation», Ανακοίνωση που παρουσιάστηκε στην ετήσια συνάντηση  της American Political Science Association 1-4/9/1994. Αναφέρεται στο Π. Ιωακειμίδης, 1998, Ευρωπαϊκή  Ένωση και Ελληνικό Κράτος. Επιπτώσεις από τη συμμετοχή στην ενοποιητική διαδικασία, Θεμέλιο, Αθήνα.

Negreponte L., 1995, Being Digital, Hodder & Stoughton, London.

OECD, 2000, Economic Outlook no 67, June.

Ohmae K., 1990, The Borderless World: Power and Strategy in the Interlinked Economy, Harper Perennial, New York.

Ohmae K., 1995, The End of the Nation- State: The Rise of the Regional Economies, Harper Collins, London.

Ohmae K., 1995a, «Putting Global Logic First» in K. Ohmae (ed), The Evolving Global Economy: Making Sense of the New World Order, M.A: Harvard Business Review, Cambridge, σσ. 129- 137.

Panitch L., 1998, « ‘The State in a changing world’:  Social- democratizing global capitalism?», Monthly Review vol. 50 no 5 σσ. 11- 22.

Pooley S., 1991, «The State Rules, OK? The Continying Political Economy of Nation- States», Capital and Class no. 43, σσ. 65- 82

Poulantzas N., 1978, State, Power, Socialism, NLB, London.

Poulantzas N., 1979, Classes in Contemporary Capitalism, New Left Books, London.

Rosecrance R., 1996, «The Rise of the Virtual State», Foreign Affairs vol. 75 no 4 σσ. 45- 61.

Scase R., 1980, «Introduction» in R. Scase (ed), The State in Western Europe, Croom Held, London, σσ. 11-22.

Singh K., 1999, The globalisation of finance: a citizen’ s guide, Zed Books, London.

Scholte J. A., 1997, «Global capitalism and the State», International Affairs vol. 73 No 3, σσ. 427- 452.

Thurrow L., 1996, The Future of Capitalism: How Today's Economic Forces Shape Tomorrow's World, William Morrow, New York.

Tσουκαλάς Κ., 1997, «Σκέψεις πάνω στην επικαιρότητα της συζήτησης Μίλιμπαντ- Πουλαντζά», Ελληνική Επιθεώρηση Ελληνικής Επιστήμης τ. 10, σσ. 5- 39.

United Nations, 1997, World Investment Report.

United Nations, 1999, Monthly Bulletin of Statistics, vol. LIII no 9, September 1.

Veseth M., 1998, Selling Globalization. The Myth of the Global Economy, Lynne Rienner, London.

Vincent J.-M. (επιμ.), 1975,  L' Etat contemporaine et le marxisme, Maspero, Paris.

 

 

 

 

 

 

 

 


[1]Είναι προφανές  πως τα μέτρα αυτά ενίσχυσης του κεφαλαίου δεν θα είχαν υιοθετηθεί με τόση ευκολία αν το εργατικό κίνημα δεν βρισκόταν σε μια μακρόχρονη κατάσταση υποχώρησης.

[2] Βέβαια η μείωση της κρατικής παρέμβασης δεν σημαίνει και εξάλειψή της: το Κράτος συνεχίζει να έχει ένα σημαντικό ρόλο σε ό,τι αφορά τη δημιουργία στοιχειωδών υποδομών αλλά και εκπόνησης ερευνητικών προγραμμάτων

[3]Ο όρος «σύνολο» χρησιμοποιείται για να δηλωθεί πως οι επιμέρους αντιθέσεις που μπορεί να προκύψουν αφορούν τμήματα ενός ενιαίου διοικητικού μηχανισμού και όχι «εθνικού» χαρακτήρα διενέξεις συνδεδεμένες με την εθνική καταγωγή του διοικητικού προσωπικού.

[4]Όπως ορθότατα είχε παρατηρήσει εδώ και πάνω από 20 χρόνια ο Ν. Πουλαντζάς: «Οι θεσμοί ή οι μηχανισμοί δεν κατέχουν δική τους εξουσία παρά μόνο εκφράζουν και αποκρυσταλλώνουν ταξικές εξουσίες». Πουλαντζάς,(1979:  70).