Μετασχηματισμοί στη δομή της ελληνικής κοινωνίας 1981- 2001.

Μετασχηματισμοί στη δομή της ελληνικής κοινωνίας 1981- 2001.

 

του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

1. Εισαγωγή

            Το αντικείμενο του συγκεκριμένου άρθρου αφορά το  ζήτημα των μεταβολών που χαρακτήρισαν τη διάθρωση της ελληνικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας. Ο σκοπός της μελέτης είναι να δείξει ότι σε αντίθεση με διάφορες νεοφιλελεύθερες αλλά και μεταμοντέρνες θεωρίες, η εργατική τάξη αυξάνεται περιλαμβάνοντας στους κόλπους της νέα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο, για να μπορέσει αυτό να στηριχτεί κρίθηκε αναγκαία η αναφορά σε βασικά ζητήματα θεωρίας των κοινωνικών τάξεων, ενώ οι όλες εξελίξεις της εξεταζόμενης περιόδου εξετάζονται υπό το πρίσμα της στρατηγικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και της επέκτασης του κεφαλαίου σε νέους χώρους κερδοφορίας.

 

2. Ζητήματα Ορισμού και Μεθοδολογίας

α. Το γενικό πρόβλημα

            Για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει κατά πόσο έχει τροποποιηθεί η κοινωνική διάρθρωση στη σημερινή Ελλάδα είναι προαπαιτούμενο η αποσαφήνιση ορισμένων μεθοδολογικών προβλημάτων. Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητο τόσο ο ορισμός της έννοιας κοινωνική τάξη όσο και ο ιδιαίτερος προσδιορισμός της κάθε επιμέρους κοινωνικής τάξης.

Τι είναι, λοιπόν, μια κοινωνική τάξη; Σύμφωνα με τον ορισμό του Λένιν "Τάξεις ονομάζουμε μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σ' ένα, ιστορικά καθορισμένο, σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (... ) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και, συνεπώς, από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Οι τάξεις είναι τέτοιες ομάδες ανθρώπων, που η μία μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ' ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας" (Λένιν χχ : 15).  Παρατηρούμε πως στον ορισμό του Λένιν υπάρχει μια συνάρθρωση τριών κριτηρίων: α) της θέσης απέναντι στα μέσα παραγωγής β) της θέσης μέσα στον κοινωνικό καταμερισμός της εργασίας γ) των τρόπων απόκτησης και το ύψος του εισοδήματος (Bensaid 1995: 203).

Η κοινή συνισταμένη, που διαπερνά τα τρία αυτά κριτήρια του ορισμού του Λένιν, είναι το φαινόμενο της εκμετάλλευσης. Ο κάτοχος των μέσων παραγωγής εκμεταλλεύεται αυτόν που κατέχει μόνο την εργατική του δύναμη, γιατί τον πληρώνει λιγότερο απ' όσο εργάζεται. Για να μπορέσει, όμως, να αναπαράγεται αυτή η κοινωνική σχέση που προέρχεται από την κατοχή του κεφαλαίου είναι αναγκαία η διαμόρφωση ορισμένων δομικών χαρακτηριστικών στην παραγωγική διαδικασία που να διευκολύνουν την κύκληση του κεφαλαίου και που να δημιουργούν τις απαραίτητες ιεραρχικές διαρθρώσεις ώστε να γίνεται εφικτή η εργασιακή πειθαρχία. Με αυτή την έννοια η εκμετάλλευση, και σε ένα δεύτερο επίπεδο οι σχέσεις κυριαρχίας, και ειδικότερα ο τρόπος με τον οποίο αρθρώνονται σε μία κοινωνική δομή (Croix 1984: 94), είναι ο παραγωγοί του σχηματισμού και της αναπαραγωγής των κοινωνικών τάξεων.

Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να συμπεράνουμε πως από τη μια πλευρά τα θεμέλια του κοινωνικού καταμερισμού βρίσκονται στην ύπαρξη των σχέσεων εκμετάλλευσης και των σχέσεων κυριαρχίας και από την άλλη πλευρά η «συμμετοχή» σε μια τάξη εξαρτάται καταρχήν από την κατοχή των μέσων παραγωγής και δευτερευόντως από τη θέση μέσα στον καταμερισμό της εργασίας καθώς και από το ύψος του κοινωνικού πλούτου που ο καθένας αποσπά.

Βέβαια, πρέπει να υπογραμμιστεί πως η «ταξινόμηση» των φορέων κοινωνικών σχέσεων δεν αποτελεί μια διαδικασία στατική και εγκεφαλική. Αντίθετα, οι κοινωνικές τάξεις ορίζονται μέσα από την ανταγωνιστική σχέση, πάλη των τάξεων (Balibar 1985: 174), που χαρακτηρίζει την κίνηση της ιστορίας. Αυτό σημαίνει πως τα αποτελέσματα της πάλης των τάξεων δημιουργούν μεταλλαγές στη θέση των κοινωνικών κατηγοριών και των κοινωνικών στρωμάτων κατά τρόπο που να μην αντιστοιχεί μια καθορισμένη κοινωνική θέση  σε μια επαγγελματική κατηγορία. Όλα είναι δυνατό να μετεξελιχθούν.

 

β. Χαρακτηριστικά των επιμέρους κοινωνικών τάξεων

ι) Οι βασικές τάξεις

Στηριζόμενοι σε αυτούς τους γενικούς προσδιορισμούς μπορούμε να καταλήξουμε σχετικά με το ποια είναι τα ποιο σημαντικά χαρακτηριστικά της αστικής τάξης: είναι η τάξη που διευθύνει την καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, η τάξη που, λαμβάνοντας υπόψη τα ίδια συμφέροντά της, καθορίζει το περιεχόμενο και τις ιεραρχήσεις της, κυριαρχούμενης από το κεφάλαιο, κοινωνικής πράξης (Bihr 1989: 88-89). H θέση της βασίζεται  στην ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής και στην υπαγωγή των κοινωνικών δυνάμεων στην εξουσία της. Σε επίπεδο υψηλής αφαίρεσης τα μέλη της προσδιορίζονται ως εκμεταλλευτές/ κάτοχοι/ μη παραγωγοί/ αποσπώντες υπερεργασία /οργανωτές των μηχανισμών κυριαρχίας (Johnson 1977: 203).

            Σε πλήρη αντιδιαστολή με την αστική τάξη η εργατική τάξη είναι αποστερημένη από την κατοχή των μέσων παραγωγής και εκτελεί όλες εκείνες τις πρακτικές που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και στην ενδυνάμωση της κοινωνικής του εξουσίας. Δεν κατέχει ούτε τον έλεγχο ούτε μπορεί να επηρεάσει το περιεχόμενο της εργασίας της. Ασκεί, απλά, ένα εκτελεστικό ρόλο στο εσωτερικό του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας (Bihr 1989: 90). Με ένα πιο αφαιρετικό τρόπο θα μπορούσαμε να ορίσουμε την εργατική τάξη ως αποτελούμενη από εκμεταλλευόμενους/ μη κατόχους/ παραγωγούς/ μισθωτούς  / υφιστάμενους τους καταναγκασμούς που επιβάλουν οι μηχανισμοί κυριαρχίας (Johnson 1977: 202- 203).

            Μεταξύ των δύο θεμελιακών τάξεων υπάρχει επίσης μια τρίτη ενδιάμεση τάξη: η μικροαστική τάξη. Η τάξη αυτή περιλαμβάνει όλους εκείνους που λόγω της θέσης τους στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας διαθέτουν εισόδημα μεγαλύτερο της αξίας της εργατικής τους δύναμης (Baudelot- Establet- Malemort 1973: 224). Πρόκειται για μια τάξη που, την ίδια στιγμή, είναι ηγεμονευόμενη από την αστική τάξη και ηγεμονική απέναντι στο προλεταριάτο (Bihr 1989: 89). Με αυτή την έννοια θεωρούμε πως ο σωστός χαρακτηρισμός για την μικροαστική τάξη είναι πως πρόκειται για τάξη ενδιάμεση, τάξη υπαγόμενη στις δύο θεμελιώδεις ((Resnick/ Wolff 1986: 102) και όχι για την μεσαία τάξη. Όσο και αν φαίνεται πως οι όροι αυτοί είναι ταυτόσημοι στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Με τον όρο «μεσαία» τάξη, μεσαία στρώματα κλπ εννοείται πως υπάρχει ένα νοητό κοινωνικό συνεχές στην κοινωνική διαστρωμάτωση, μία  διαβαθμισμένη πυραμίδα όπου στη βάση τοποθετείται η εργατική τάξη, στη μέση τα λεγόμενα μεσαία στρώματα και στην κορυφή η άρχουσα τάξη.  Αντίθετα ο όρος ενδιάμεσος σηματοδοτεί την ύπαρξη μιας ενδιάμεσης κοινωνικής τάξης  η οποία στο οικονομικό επίπεδο δεν είναι εκμεταλλευόμενη αλλά λειτουργεί υποστηρικτικά στις δομές οικονομικής εκμετάλλευσης, στο ιδεολογικό συμβάλει αποφασιστικά στην αναπαραγωγή των φετιχιστικών αναπαραστάσεων που έχουν τα κυριαρχούμενα στρώματα για τις συνθήκες κυριαρχίας τους και στο πολιτικό διακρίνεται από μία αμφιθυμία στο με ποια από τις δύο θεμελιώδεις τάξεις θα συμμαχήσει.

Η μικροαστική τάξη είναι χωρισμένη σε δύο μερίδες: στη νέα μικροαστική τάξη και στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη. Και οι δύο αυτές μερίδες ανήκουν στην ίδια τάξη γιατί η κοινωνική τους πρακτική χαρακτηρίζεται, αφενός, από την αδυναμία άρθρωσης αυτόνομης πολιτικής δράσης, αντίθετα με την εργατική ή την αστική τάξη- γεγονός που επιφέρει την πρόσδεσή της πότε στη μια και πότε στην άλλη τάξη, αφετέρου, λόγω της κοινής οικονομικής τους βάσης. Κοινή οικονομική βάση που στηρίζεται είτε στην απόσπαση υπεραξίας (παραδοσιακή μικροαστική τάξη), είτε στην πληρωμή από τον όγκο της υπεραξίας (στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης που εργάζονται στο δευτερογενή και στον τριτογενή τομέα), είτε στην αμοιβή τους που βρίσκεται πάνω από το επίπεδο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης  (στελέχη της κρατικής γραφειοκρατίας, ελεύθεροι επαγγελματίες) και έχει ως κοινή συνισταμένη το γεγονός πως τα μέλη αυτής της τάξης δεν υφίστανται εκμετάλλευση και ότι πληρώνονται για το σύνολο του χρόνου της εργασίας τους.

 

ιι) Δύο ειδικές περιπτώσεις

1) Το ζήτημα των αγροτών

Σε ότι αφορά το θέμα των αγροτικών στρωμάτων η θέση που υποστηρίζεται είναι πως το καπιταλιστικό σύστημα με μία σειρά από άμεσους και έμμεσους τρόπους έχει καταφέρει να ενσωματώσει τα αγροτικά στρώματα και να τα μεταβάλει σε εργάτες γης.  ¨Όπως σωστά υποστηρίζει ο Κ. Βεργόπουλος, η ανάπτυξη του καπιταλισμού οδήγησε στην ενσωμάτωση της γεωργίας στον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η "μικρή αγροτική παραγωγή (να) αποτελεί όχι ένα προκαπιταλιστικό υπόλειμμα, αλλά μία μορφή αναπαραγόμενη από το σύγχρονο καπιταλισμό και ενσωματούμενη σ' αυτόν (Βεργόπουλος 1975: 207).

Το παραπάνω επιτυγχάνεται μέσω της υιοθέτησης από το καπιταλιστικό σύστημα πληθώρας εξειδικευμένων μέτρων: 1) Πολιτικές μείωσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων και αύξησης των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων. 2) Μορφές υψηλής φορολογίας που επιβαρύνουν ιδιαίτερα τους αγρότες παραγωγούς 3). Πληθωριστικές πολιτικές οι οποίες, ως μορφές αναγκαστικής αποταμίευσης, επιφέρουν την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των πιο πλουσίων (Vergopoulos 1974: 172 κε)[1]. 4) Συμφωνίες μεταξύ ολιγοπωλιακού κεφαλαίου και οικογενειακών εκμεταλλεύσεων για παραγωγή μίας καθορισμένης ποσότητας, («με το κομμάτι»), για τις μεγάλες επιχειρήσεις τροφίμων και κτηνοτροφικών προϊόντων.

Το αποτέλεσμα είναι πως μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο παραγωγής, οι μικροί καλλιεργητές, εργαζόμενοι όλο και πιο εντατικά, καταλήγουν να απολέσουν την ουσιαστική κυριότητα των μέσων παραγωγής, ενώ οι αποφάσεις σχετικά με τους ρυθμούς και τα προϊόντα της παραγωγής περνούν όλο και περισσότερο στην εξουσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα ο μεν αγρότης δεν κατορθώνει παρά να εξασφαλίσει τα μέσα για την αναπαραγωγή του (George 1964: 9-11), ενώ το κεφάλαιο πετυχαίνει να καρπωθεί όλο το πλεόνασμα που δημιουργείται στην αγροτική παραγωγή (Vergopoulos 1974: 267)

            Αυτή η διαδικασία απόσπασης πλεονάσματος από τους άμεσους παραγωγούς έχει τις επιπτώσεις της, όσον αφορά την κοινωνική ένταξη των αγροτικών μικροιδιοκτητικών στρωμάτων. Τα στρώματα αυτά αποτελούν μια οιονεί μερίδα της εργατικής τάξης. Στην ουσία δε διαφέρουν από τους υπόλοιπους εργάτες, αφού έχουν ξεπέσει στο επίπεδο του χειρώνακτα προλετάριου (Amin 1974: 46).

Κατ' αυτό τον τρόπο οι μικροϊδιοκτήτες γης που δε χρησιμοποιούν μισθωτούς αγρεργάτες, οι οποίοι αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων αγροτών, ανήκουν σε ένα ξεχωριστό κοινωνικό στρώμα που ονομάζεται οιονεί εργατική τάξη. Αντίστοιχα οι ιδιοκτήτες γης που χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία αλλά δεν πραγματοποιούν διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου ανήκουν στην οιονεί μικροαστική τάξη και όσοι προβαίνουν σε διευρυμένη αναπαραγωγή στην οιονεί αστική τάξη.

 

2) Οι Δημόσιοι υπάλληλοι

Το σώμα των δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο ενοποιείται κατά βάση λόγω του θεσμού της μονιμότητας είναι ένα διαταξικό σώμα όπου η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων εντάσσεται στην εργατική τάξη. Αυτό συμβαίνει γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων στη μεταποίηση, ενέργεια-ύδρευση, επικοινωνίες, μεταφορές και Τράπεζες είναι εκμεταλλευόμενοι (Meiksins 1986: 17), επειδή ανταλλάσσουν την εργατική τους δύναμη με κεφάλαιο αμειβόμενοι λιγότερο απ' όσο εργάστηκαν. Ταυτόχρονα οι εργαζόμενοι σε εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, όπου η εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν,  καθώς και το διοικητικό προσωπικό των διαφόρων δημοσίων οργανισμών και υπουργείων (Μαγκλιβέρας 1987: 103) ανήκουν- εκτός από τα ανώτερα και τα μεσαία στελέχη των υπουργείων, τους στρατιωτικούς, τους καθηγητές πανεπιστημίου, καθώς και τα εργαζόμενα στο Δημόσιο μέλη της νέας μικροαστικής τάξης (μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί)- στην εργατική τάξη για τους ακόλουθους λόγους:

1) Δεν κατέχουν τα μέσα παραγωγής.

2)Τους αποσπάται υπερεργασία.

3)Επιτελούν τη λειτουργία συλλογικού εργάτη (Carchedi 1977: 134).

4)Αμείβονται με μισθό που καθορίζεται από την κρατική εισοδηματική πολιτική (Λύτρας 1993: 98), είναι ίσος με την αξία της εργατικής τους δύναμης γιατί βρίσκεται σε άμεση συσχέτιση με τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα (Bouvier-Ajam/ Mury 1963: 73) που τείνουν να μην ξεπερνούν το ύψος της αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης.

Από εκεί και πέρα χρησιμοποιώντας τα κριτήρια που αναφέραμε στις προηγούμενες παραγράφους τα μεσαία στελέχη των υπουργείων και των δημοσίων επιχειρήσεων, οι πανεπιστημιακοί, οι στρατιωτικοί-εκτός από τους ανώτατους αξιωματικούς ανήκουν στη μικροαστική τάξη, ενώ οι κορυφές της διοίκησης (πολιτικής, στρατιωτικής, πανεπιστημιακής) και των κρατικών εταιρειών ανήκουν στην αστική τάξη.

 

3. Η μορφή της ελληνικής κοινωνίας  το 1981

            Ύστερα από τη σχετικά εκτενή εισαγωγή, απαραίτητη ωστόσο για την ανάδειξη ενός θεωρητικού πλαισίου πάνω στο οποίο να στηρίζεται  η μετέπειτα εμπειρική ανάλυση, μπορούμε να περάσουμε στην περιγραφή της κοινωνικής διάρθρωσης το 1981.

            Για να σκιαγραφήσουμε τη μορφολογία της ελληνικής κοινωνίας το 1981 είναι απαραίτητο να μελετήσουμε τα δεδομένα που παρουσιάζονται  στον Πίνακα 1 όπου όχι μόνο αναφέρεται η κατανομή των επαγγελμάτων αλλά διαρθρώνεται αυτή και με τη θέση στο επάγγελμα. Με αυτή την έννοια μεμονωμένα στοιχεία του πίνακα δεν μπορούν να μας οδηγήσουν κατευθείαν σε ασφαλή συμπεράσματα για την ταξική διάρθρωση στην Ελλάδα. Χρειάζεται ο συνδυασμός των δύο παραμέτρων (κατανομή/ θέση) αλλά και η χρήση πρόσθετων δεδομένων από άλλες, συμπληρωματικές, πηγές.

 

 

 

 

 

 

 

          

 

 

 









 

 

Συγκεκριμένα, τα στοιχεία του πίνακα 1 δείχνουν πως το 1981 το 3% του ΟΕΠ το αποτελούσαν εργοδότες, το 34% αυτοαπασχολούμενοι, το 11,5% συμβοηθούντα μέλη, το 49,6% μισθωτοί και το 1,5% μη κατατασσόμενοι. Ωστόσο, μόνο με αυτά τα δεδομένα, όπως ήδη υποστηρίξαμε, είναι δύσκολο να  προχωρήσουμε σε συμπεράσματα για την κοινωνική διάρθρωση της χώρας. Κι αυτό γιατί μένουν ορισμένα ζητήματα να αποσαφηνιστούν δεδομένου ότι στις λεγόμενες «θέσεις στο επάγγελμα» συνυπάρχουν άτομα διαφορετικής ταξικής ένταξης. Ας το δούμε αυτό λίγο πιο αναλυτικά:

Στην κατηγορία Εργοδότες δεν ανήκουν μόνο μέλη της αστικής τάξης αλλά και μέλη της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης[2] . Με αυτή την έννοια και λαμβάνοντας υπόψη πως διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου πραγματοποιείται  στις επιχειρήσεις που απασχολούν από 10 και περισσότερους μισθωτούς (Σακελλαρόπουλος 2001: 170) το ποσοστό της ελληνικής αστικής τάξης είναι στο 2,6%, αποτελώντας το άθροισμα των διευθυντών και των ανώτερων διοικητικών στελεχών (2,1%) με τους επιχειρηματίες που απασχολούσαν πάνω 9 εργαζόμενους (0,5%) (βλ. πίνακες 1& 2 του Παραρτήματος). Επιπρόσθετα υπάρχει ένα μικρό ποσοστό, περίπου 0,4% που περιλαμβάνεται στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη, πρόκειται για  εργοδότες που χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία αλλά δεν πραγματοποιούν διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Στην κατηγορία αυτοαπασχολούμενοι συμπεριλαμβάνονται ελεύθεροι επαγγελματίες μέλη της νέας μικροαστικής τάξης, μικροεπιχειρηματίες που δεν χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία, αγρότες καλλιεργητές καθώς και σημαντικό τμήμα μικρεμπόρων και τεχνιτών. Στην πραγματικότητα από το 34% του συνόλου περίπου το 16,7% (δηλαδή μετά την αφαίρεση των απασχολούμενων στη γεωργία) μπορεί να θεωρηθεί πως ανήκει στη μικροαστική τάξη και ειδικότερα το μεγαλύτερο τμήμα 13%  (μικρέμποροι, μικροπωλητές, τεχνίτες) στην παραδοσιακή της μερίδα, ενώ το υπόλοιπο 3,7% στη νέα μικροαστική τάξη.

Σε ότι αφορά τους αγρότες αυτοαπασχολούμενους θα πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ αυτών που αποσπούν πλεόνασμα από την καλλιέργεια της γης τους και αυτών που το μόνο που καταφέρνουν είναι να αναπαραχθούν[3]. Έτσι στην πρώτη κατηγορία εντάσσεται περίπου το 3,5% του ΟΕΠ των καλλιεργητών που διαθέτουν περιουσία από 50 μέχρι 199 στρέμματα καθώς και το 0,3% των καλλιεργητών που διαθέτουν πάνω από 200 στρέμματα Πρόκειται για μέλη της οιονεί μικροαστικής και της οιονεί αστικής τάξης αντίστοιχα  Στην άλλη κατηγορία ανήκει το 13,5% του ΟΕΠ που διαθέτει κλήρο λιγότερο από 50 στρέμματα (Παπαδόπουλος 1987: 260). Πρόκειται για μέλη της οιονεί εργατικής τάξης.

Σε ό,τι αφορά τα συμβοηθούντα μέλη, το 9,9% των συμβοηθούντων μελών στη γεωργία δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να μοιράζονται τον κοινό μόχθο με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους εκμεταλλευόμενα μόνα τους την περιορισμένη έκτασή τους και κατά προέκταση να ανήκουν και εκείνα στα φτωχά αγροτικά στρώματα (μέλη της οινεί εργατικής τάξης). Ταυτόχρονα, το 1,5% του ΟΕΠ που συνίσταται από συμβοηθούντα μέλη που εργάζονται στο εμπόριο και στις υπηρεσίες δεν διαφοροποιείται ταξικά από τα υπόλοιπα μέλη της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης λόγω του οικογενειακού χαρακτήρα των επιχειρήσεων στις οποίες απασχολούνται.

Στην κατηγορία των μισθωτών δεν μπορούμε να τους κατατάξουμε όλους συλλήβδην στην εργατική τάξη διότι υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό της κατηγορίας μισθωτοί επιστήμονες που ανήκουν στη νέα μικροαστική τάξη. Ωστόσο, και στο εσωτερικό των μισθωτών επιστημόνων υπάρχει μια υποκατηγορία, αρκετά ευρεία αφού αριθμεί περίπου 100000 άτομα ή 3% του ΟΕΠ, που ανήκει στην εργατική τάξη (Κάππος 2004: 156).Πρόκειται για τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.  Κι αυτό γιατί ένας μισθωτός γιατρός ή ένας μισθωτός μηχανικός ανήκουν στη νέα μικροαστική τάξη διότι, παρότι είναι μισθωτοί, διατηρούν τον έλεγχο  και την κρυφή γνώση, του  τμήματος της παραγωγικής διαδικασίας που συμμετέχουν. Αντίθετα ένας καθηγητής σχολείου, και ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι στην ιδιωτική εκπαίδευση, δεν κάνει τίποτε άλλο πέρα από αυτό που ο Μαρξ έχει περιγράψει τόσο γλαφυρά:  «ένας δάσκαλος είναι παραγωγικός εργάτης όταν, όχι μόνο επεξεργάζεται παιδικά κεφάλια μα, τσακίζεται και ο ίδιος στη δουλειά για να πλουτίζει ο επιχειρηματίας. Το ότι ο τελευταίος έχει τοποθετήσει το κεφάλαιό του σε ένα εργοστάσιο εκπαίδευσης, αντί σ' ένα εργοστάσιο λουκάνικων δεν αλλάζει τίποτε στη σχέση» (Μαρξ 1978: 525).

 Αν λοιπόν αφαιρέσουμε το ποσοστό αυτό από το άθροισμα των μισθωτών επιστημόνων και των ανώτερων στελεχών, θα καταλήξουμε πως η εργατική τάξη κυμαίνεται στο 44,4% και η νέα μικροαστική τάξη στο 5,2%.

Τέλος οι μη κατατασσόμενοι αποτελούν ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού που για διάφορους λόγους δεν έγινε δυνατό να ενταχθεί σε κάποια κατηγορία.

Ωστόσο και παρά την παράθεση αυτών των στοιχείων δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι να προχωρήσουμε στον οριστικό υπολογισμό του μεγέθους κάθε τάξης δεδομένου ότι υπάρχει ένα τμήμα «γκρίζας ζώνης» το οποίο δεν καταγράφεται στις απογραφές της ΕΣΥΕ και αφορά τους πάσης φύσεως ξένους εργάτες που ζούσαν το 1981 παράνομα στη χώρα μας. Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς (Σιγγούνας όπως αναφέρεται από Παπαδόπουλος 1987: 140) το 1981 οι ξένοι εργάτες έφταναν περίπου στο 3,6% του αρχικού ΟΕΠ. Η παράμετρος αυτή μας οδηγεί στο να επαναυπολογίσουμε το μέγεθος των τάξεων[4].

Συμπερασματικά και ύστερα από την επεξεργασία των στοιχείων που προηγήθηκε καταλήγουμε ότι στις αρχές της δεκαετία του ’80 η αστική τάξη δεν ξεπερνούσε το 2,6% -του πραγματικού ΟΕΠ ενώ το τμήμα της οιονεί αστικής τάξης, δηλαδή οι πλούσιοι αγρότες έφτανε το 0,4%. Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη έφτανε το 14,4% ενώ οι μεσαίοι αγρότες  το 3,4%. Η νέα μικροαστική τάξη το 8,6%, η εργατική τάξη το 46,3% και οι φτωχοί αγρότες το 22,6% ενώ 1,4% του ΟΕΠ δεν ήταν δυνατό να καταταχθεί

 

 

4. Από το 1981 στο 2001: Τα αίτια των μετασχηματισμών της δομής της ελληνικής κοινωνίας.

Από το 1981 μέχρι το 2001 θα πραγματοποιηθούν σημαντικές αλλαγές στη μορφολογία της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για  την εξάπλωση του κεφαλαίου σε νέους τομείς κερδοφορίας και την υιοθέτηση της στρατηγικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Ας τα εξετάσουμε όλα αυτά λίγο πιο αναλυτικά:

Α) Η επέκταση του κεφαλαίου

Κομβικό στοιχείο αυτής της περιόδου είναι η επέκταση του κεφαλαίου σε χώρους και τομείς που μέχρι τώρα δεν αποτελούσαν πρωτεύον πεδίο της αξιοποίησής του ή / και αποτελούσαν υπηρεσίες τις οποίες αναλάμβανε το κράτος χωρίς να τις παρέχει με τη μορφή καπιταλιστικών εμπορευμάτων. Χώροι όπως η υγεία, η παιδεία, οι κάθε είδους πρακτικές ελεύθερου χρόνου, η πρόνοια, είναι τέτοια παραδείγματα. Ταυτόχρονα, εντείνεται η ανάπτυξη της βιομηχανίας του θεάματος. Σε αυτές τις τάσεις πρέπει να προσθέσουμε και την ανάπτυξη στοιχείων καπιταλιστικού χαρακτήρα σε μια σειρά από χώρους που μέχρι τώρα κυρίως αποτελούσαν πεδίο για την παραδοσιακή μικροαστική τάξη (π.χ. επισκευές, εστίαση κλπ).

Επειδή γύρω από αυτούς τους χώρους και τα χαρακτηριστικά τους πολλές φορές οικοδομούνται λανθασμένες λογικές, κύρια γύρω από την υποτιθέμενη αύξηση των υπηρεσιών και την τριτογενοποίηση, θα πρέπει να κάνουμε ορισμένες διευκρινήσεις. Καταρχήν η καπιταλιστική σχέση εκμετάλλευσης και ο τρόπος με τον οποίο μια διαδικασία παραγωγής ηγεμονεύεται από τη διαδικασία αξιοποίησης δεν αφορούν την «φύση» ή την υλική μορφή των παραγόμενων αξιών χρήσης, αλλά τους κοινωνικούς όρους υπό τους οποίους παράγονται (Μαρξ 1983). Το καπιταλιστικό εμπόρευμα είναι πάνω από όλα μια κοινωνική σχέση, που μπορεί να αφορά οποιαδήποτε αξία χρήσης στο βαθμό που ανταλλάσσεται εργασία με μεταβλητό κεφάλαιο. Άρα δεν υπάρχει κάποιος τεχνικός περιορισμός. Με αυτή την έννοια μια σειρά από «υπηρεσίες» μπορούν κάλλιστα να συγκροτηθούν ως καπιταλιστικά εμπορεύματα. Και αυτό σημαίνει και μια αντίστοιχη επέκταση της εργατικής τάξης σε χώρους όπου δεν είχαμε συνηθίσει να τη βλέπουμε.

Παράλληλα θα πρέπει να πούμε ότι η επέκταση των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων είναι ίδιον της διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Οι μη παραγωγικές δραστηριότητες (στη σφαίρα της κυκλοφορίας, στο εμπόριο και τις υπηρεσίες) είναι αναγκαίες για την πραγματοποίηση της υπεραξίας και η δυνατότητα της επέκτασής τους -στο βαθμό που χρηματοδοτούνται από την αναδιανομή της υπεραξίας- αποδεικνύει και το εύρος και την κλίμακα της απόσπασής της.

Αν υπάρχει μια αντίφαση στην όλη διαδικασία είναι ότι σε μια σειρά τέτοιους χώρους υπάρχει ιδιαίτερη βαρύτητα της διανοητικής εργασίας. Αυτή μπορεί να στηρίζεται στην κατοχή μυστικού της γνώσης (μια που συχνά αυτή η εξειδικευμένη γνώση είναι το βασικό μέσο παραγωγής). Αυτό συνεπάγεται αντιφάσεις στην διαδικασία αλλοτρίωσης από τα μέσα παραγωγής και περιορίζει τη δυνατότητα πραγματικής υπαγωγής της διανοητικής εργασίας στο κεφάλαιο.

Σε άλλους κλάδους αυτό επιλύεται μέσα από την ειδική θέση οργανωτή μιας σύνθετης εργασιακής διαδικασίας που κατέχουν κάποια τμήματα της διανοητικής εργασίας τα οποία και διεκδικούν τμήματα της παραγόμενης υπεραξίας (η περίπτωση του ανώτερου στρώματος των γιατρών). Σε άλλες περιπτώσεις η συνολική επιδείνωση των κοινωνικών όρων και οι απαιτήσεις αύξησης των κερδών οδηγούν –παρότι εν μέρει διατηρούν την κατοχή των βασικών γνώσεων- σε ποικιλότροπη υποβάθμιση της διανοητικής εργασίας (η περίπτωση της εκπαίδευσης), ενώ εμφανίζονται και μορφές πραγματικής υπαγωγής της εργασίας. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η βιομηχανία τυποποιημένου εκπαιδευτικού ή επιμορφωτικού υλικού που αξιοποιώντας και τις τεχνολογίες της πληροφορικής και των επικοινωνιών περιορίζει την βαρύτητα της εργασίας των εκπαιδευτικών (Noble 2001).

Στην ελληνική περίπτωση τα προηγούμενα πήραν τη μορφή μιας απόδοσης στο κεφάλαιο ορισμένων αναβαθμιζόμενων «χώρων» κερδοφορίας όπως είναι οι κατασκευές, οι μεταφορές, η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, το τραπεζικό σύστημα, τα ΜΜΕ και οι τομείς της πληροφορικής- κλάδων που στο παρελθόν είτε δεν παρουσίαζαν αξιόλογο ενδιαφέρον για τους επιχειρηματίες είτε ανήκαν κατά αποκλειστικότητα στο χώρο του δημόσιου τομέα. Το γεγονός ότι πια αποκτούν ξεχωριστή σημασία για το κεφάλαιο οφείλεται στον τρόπο  που μπορούν να αποτελέσουν πεδία αυξημένης κερδοφορίας. Παράλληλα η τάση καπιταλιστικοποίησης είτε θα επεκταθεί και σε πολλές άλλες  νέες δραστηριότητες όπως η βιομηχανία γρήγορου  φαγητού, οι εταιρίες επενδυτικών συμβουλών, οι υπηρεσίες courier, οι ποικίλες επιχειρήσεις παροχών οικογενειακών υπηρεσιών (συνεργεία καθαρισμού, τεχνικής υποστήριξης, ψυχαγωγίας, αθλητισμού κλπ), είτε θα ενταθεί στις ήδη προϋπάρχουσες: πάσης φύσης  παροχές στον τομέα της υγείας, ανάπτυξη της διαφήμισης, πολλαπλές μορφές ιδιωτικής εκπαίδευσης.

Β) Η στρατηγική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης

Όταν αναφερόμαστε στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση εννοούμε μια συνολική οικονομική, κοινωνική και ιδεολογική κίνηση για την έξοδο από την καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης με τον τρόπο με τον οποίο αυτή εκδηλώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 την οποία μπορούμε να ορίσουμε ως μια σειρά κρίσιμους μετασχηματισμούς πρώτα και κύρια στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού (Ιωακείμογλου – Μηλιός 1991, Μηλιός 1997). Στο αυστηρά οικονομικό επίπεδο πρόκειται για την:

  • Εκκαθάριση μη επαρκώς αξιοποιούμενων κεφαλαίων,
  • αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας
  • απόδοση λειτουργιών που μέχρι τότε αναλάμβανε το κράτος στους ιδιώτες.
  • Τροποποίηση των όρων διαπραγμάτευσης του συμβολαίου εργασίας στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης ελαστικοποίησης
  • αξιοποίηση της ανεργίας ως μοχλού πειθάρχησης και μείωσης του κόστους εργασίας.
  • Τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες στην οργάνωση της παραγωγής (Ιωακείμογλου 1987, Ιωακείμογλου 2000, Ιωαννίδης – Μαυρουδέας 2000)

 

Η εκτενής αναφορά στα στοιχεία Α) και Α) έγινε γιατί θεωρούμε πως η στρατηγική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης έχει αναπτύξει μια διαλεκτική σχέση με την επέκταση του κεφαλαίου σε νέους χώρους κερδοφορίας δημιουργώντας σημαντικά αποτελέσματα στη διαμόρφωση της δομής της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Από εκεί και πέρα η μελέτη των στοιχείων του πίνακα 2 μας βοηθά να κατανοήσουμε τις ειδικότερες εξελίξεις.

 

 

 

 

 

Οι εργοδότες (11,8% του ΟΕΠ) μπορούν να διαχωριστούν σε τρεις βασικές κοινωνικές ομάδες. Σε αυτούς που ανήκουν στην αστική τάξη, σε αυτούς που ανήκουν στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη και σε αυτούς που ανήκουν στα πλούσια αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της αστικής τάξης). Το ενδιαφέρον είναι πως η νέα μορφή ταξινόμησης που έχει υιοθετήσει ην ΕΣΥΕ δίνει τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε ακριβέστερα τη μορφολογία της κοινωνικής διάρθρωσης. Έτσι, για να προσεγγίσουμε το μέγεθος της αστικής τάξης, από την κατηγορία «βουλευόμενα…» όπου ανήκουν τα ¾ των εργοδοτών, στην οποία όμως συνυπάρχουν μικροί και μεγάλοι επιχειρηματίες, τμήματα της κρατικής γραφειοκρατίας αλλά και στελέχη του ιδιωτικού τομέα[5], αφαιρούμε 22000 εργοδότες (ή το 5,4% του ΟΕΠ) που κατέχουν επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν μέχρι 9 μισθωτούς[6] και δεν πραγματοποιούν διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου και ανήκουν στην παραδοσιακή μερίδα της μικροαστικής τάξης καθώς και το 0,6% των αγροτών εργοδοτών που αντιστοιχεί στους κατέχοντες  πάνω από 200 στρέμματα έκτασης και ανήκει στα στρώματα που πραγματοποιούν σημαντικά επίπεδα κερδοφορίας μέσω της χρήσης και μισθωτού δυναμικού καταλήγοντας πως τα αστικά στρώματα (ιδιοκτήτες μεγάλων  επιχειρήσεων και στελέχη του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα) που συμμετέχουν στην κατηγορία "βουλευόμενα" φτάνουν το 5,8% του ΟΕΠ

Οι αυτοαπασχολούμενοι ξεπερνούν το 17,7% του ΟΕΠ και μπορούν να διαχωριστούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:

Στην πρώτη ανήκουν  οι απασχολούμενοι στη γεωργία (7,7% του ΟΕΠ) και πρόκειται για αγρότες οι οποίοι μη χρησιμοποιώντας μισθωτό εργατικό δυναμικό είτε αποσπούν πλεόνασμα από την ενασχόλησή τους είτε κατορθώνουν απλά να αναπαραχθούν. Για τον περαιτέρω διαχωρισμό τους θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ως βάση τα στοιχεία της κατανομής των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Δεδομένου, λοιπόν, ότι το 2000 περίπου το 75% των εκτάσεων ανήκει σε αυτούς που κατέχουν μέχρι 50 στρέμματα (ΕΣΥΕ 2000) και μόνο το 20% στους διαθέτοντες από 100- 200 στρέμματα, μπορούμε να συμπεράνουμε αντίστοιχα πως το 6% του ΟΕΠ της κατηγορίας αυτοαπασχολούμενοι ανήκει στους φτωχούς αγρότες (οιονεί μερίδα της εργατικής τάξης) και το υπόλοιπο 1,7% στα μεσαία αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης).

Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα μέλη της νέας μικροαστικής τάξης δηλαδή οι ελεύθεροι επαγγελματίες πάσης φύσης οι οποίοι δεν υφίστανται εκμετάλλευση ή κυριαρχία οι οποίοι αθροιζόμενοι φτάνουν στο 8,4% του ΟΕΠ και η τρίτη κατηγορία συνίσταται από μικροεπιχειρηματίες (μικρέμπορους και μικροπωλητές) οι οποίοι δεν ξεπερνούν το 1% του ΟΕΠ και συμμετέχουν στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη.

Στο σημείο αυτό και πριν περάσουμε στους μισθωτούς είναι σημαντική να γίνει μια αναγκαία διευκρίνηση. Σε ό,τι αφορά την ειδική κατηγορία των «μη κατατασσόμενων» οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως η σημαντική διαφορά που παρατηρείται σε σχέση με το 1981 (αύξηση από 1,5% σε 4,3%) δεν πρέπει να σχετίζεται με τεχνικού χαρακτήρα προβλήματα αλλά με ουσιαστικές κοινωνικές μεταλλαγές όπου ένα σημαντικός αριθμός συμπολιτών μας δεν θεωρεί ότι έχει μια συγκεκριμένη επαγγελματική ταυτότητα. Είναι οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις που οδηγούν τους ανθρώπους αυτούς σε μια συνεχή εναλλαγή επαγγελμάτων και κατά προέκταση στην αδυναμία κοινωνικού αυτοπροσδιορισμού. Με αυτή την έννοια πέρα από το 3,2% των μισθωτών που συμπεριλαμβάνεται στην εργατική τάξη εκτιμούμε πως και το 0,6% των αυτοαπασχολούμενων πρέπει να ανήκει στην εργατική τάξη ακριβώς γιατί αποτελεί μια ασαφή ομάδα εργαζομένων, των οποίων οι διαρκώς μεταβαλλόμενες καταστάσεις τους οδηγούν σε πληθώρα επαγγελμάτων  από τα οποία πληρώνονται μέσω αποδείξεων παροχής υπηρεσιών, αλλά στην ουσία πρόκειται για μισθωτούς υποκείμενους στις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις.

             Η κατηγορία μισθωτοί  που αποτελεί και την πολυπληθέστερη (65,5% του ΟΕΠ) συγκροτείται κατά κύριο λόγο από μέλη της εργατικής τάξης αλλά συμμετέχουν σε αυτή και μέλη της αστικής τάξης (το 2,1% του επαγγέλματος «βουλευόμενα..») αλλά και της νέας μικροαστικής τάξης (το 9,0% της κατηγορίας «πρόσωπα που ασκούν επιστημονικά...» καθώς και το 6,6% της κατηγορίας «τεχνολόγοι...» αφαιρώντας τους εκπαιδευτικούς που ανήκουν στην εργατική τάξη και αποτελούν το 3,5% του ΟΕΠ [Κάππος 2004: 158]). Από εκεί και πέρα το υπόλοιπο 47,8% + 3,5% των εκπαιδευτικών= 51,2%  είναι μέλη της σύγχρονης εργατικής τάξης,

            Η κατηγορία συμβοηθούντα μέλη που αποτελεί το 5% του ΟΕΠ αποτελείται κύρια από εργαζόμενους στη γεωργία (3,8% του ΟΕΠ) και δευτερευόντως από βοηθούντες στο εμπόριο (0,6%του ΟΕΠ). Πρόκειται σαφώς για άτομα που συμμετέχουν σε οικογενειακού χαρακτήρα οικονομικές δραστηριότητες.  Κατά συνέπεια αυτό το 3,8% θα πρέπει να προστεθεί στα φτωχά αγροτικά στρώματα ενώ το 0,6% στα μέλη της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης η οποία δεν πραγματοποιεί διευρυμένη κεφαλαιακή συσσώρευση.

Αυτό που θα πρέπει να υπογραμμισθεί, πέρα από όσα ήδη αναφέραμε είναι ότι  πως υπάρχει και ένας «σκοτεινός» αριθμός μελών της εργατικής τάξης που δεν καταγράφονται στα στοιχεία του πίνακα 2. Πρόκειται από τη μια για τους άνεργους[7] και από την άλλη για τους αλλοδαπούς που δεν καταγράφηκαν στην απογραφή του 2001 επειδή βρίσκονταν παράνομα στην Ελλάδα. Με αυτή την έννοια στον εμφανιζόμενο ως ΟΕΠ θα πρέπει  να προσθέσουμε το 11,7% των ανέργων καθώς και το 3% που εκτιμούμε ότι είναι οι μη δηλωθέντες  αλλοδαποί. Αναμφίβολα το 11,7% δεν εντάσσεται ως σύνολο στην εργατική τάξη δεδομένου ότι και τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης πλήττονται από το πρόβλημα της ανεργίας. Ωστόσο αν λάβουμε υπόψη μας πως το 10% των ανέργων το 2001 ήταν  πτυχιούχοι ΑΕΙ (ΕΣΥΕ 2005) καταλήγουμε πως το 11,7% των ανέργων χωρίζεται σε 10,5% που είναι μέλη της εργατικής τάξης και 1,2% που είναι μέλη της νέας μικροαστικής τάξης. Σε όλα αυτά προσθέτουμε και το 3% των μη δηλωμένων αλλοδαπών που επίσης ανήκει στην εργατική τάξη λόγω της φύσης των εργασιών με τις οποίες απασχολείται.

            Συνοψίζοντας και βάση όσων υποστηρίξαμε επαναυπολογίζουμε το μέγεθος της κάθε κοινωνικής ομάδας, καταλήγοντας ότι η αστική τάξη αποτελεί το 6,9% του ΟΕΠ, τα πλούσια αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της αστικής τάξης) το 0,5%, η παραδοσιακή μικροαστική τάξη το 6,1%, τη νέα μικροαστική τάξη το 18,5%, τα μεσαία αγροτικά στρώματα (οιονεί μερίδα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης) το 1,5%, τα φτωχά αγροτικά στρώματα το 8,5% (οιονεί μερίδα της εργατικής τάξης) και η εργατική τάξη το 56,4%.

 

            Εντάσσοντας τα αποτελέσματα της επεξεργασίας του υλικού μας και για το 1981 και για το 2001 δημιουργείται ο ακόλουθος πίνακας

 

 

 

 

            Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη του πίνακα μπορούν να συνοψιστούν στις ακόλουθες διαπιστώσεις

1) Υπάρχουν σε όλες τις κοινωνικές ομαδοποιήσεις πολύ σημαντικές αλλαγές μεταξύ το 1981 και του 2001 Ωστόσο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως η απογραφή του 2001 έγινε με εντελώς διαφορετικό τρόπο σε σχέση με την διαμόρφωση των επαγγελματικών κατηγοριών με αποτέλεσμα να υφίστανται ορισμένα μεθοδολογικά προβλήματα τα οποία είναι δύσκολο να υπερβούμε σε συνδυασμό και με τα συγκεκριμένα όρια που θέτουν τα προσφερόμενα από την ΕΣΥΕ στοιχεία (παρουσίαση στατιστικών μόνο σε μονοψήφιους κωδικούς- γεγονός που καθιστά αδύνατη την κατανόηση του τι γίνεται στο εσωτερικό της κάθε επαγγελματικής κατηγορίας)[8].

2) Η πρώτη αλλαγή αφορά την ραγδαία και εντυπωσιακή αύξηση της αστικής τάξης η οποία υπερδιπλασιάζεται. Ωστόσο, ας μας επιτραπεί να υπερβούμε τα απλά ποσοτικά στοιχεία και να θεωρήσουμε πως η συγκεκριμένη μεταλλαγή οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην υιοθέτηση της νέας μεθοδολογίας από την ΕΣΥΕ με τη δημιουργία της κατηγορίας 1 (βουλευόμενα...) όπου περιλαμβάνονται με πιο σαφή τρόπο οι ασκούντες σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας σε αντιδιαστολή με την πιο περιορισμένη κατηγορία 2 που υπήρχε τ ο 1981 (διευθύνοντες και ανώτερα στελέχη). Ωστόσο η αλλαγή είναι πολύ ευρεία για να δικαιολογηθεί αποκλειστικά με προσφυγή σε τεχνικούς λόγους. Είναι προφανές πως η  επέκταση του κεφαλαίου σε νέους χώρους κερδοφορίας έχει οδηγήσει στη διεύρυνση της αστικής τάξης τόσο με τη μορφή των κατόχων των μέσων παραγωγής όσο και με τη μορφή της στελέχωσης.

3) Η αύξηση από 0,4% σε 0,5% των πλούσιων αγροτικών στρωμάτων (οιονεί μερίδα της αστικής τάξης) δεν σηματοδοτεί κάποια κοσμοϊστορική εξέλιξη σε απόλυτα μεγέθη. Ωστόσο το γεγονός πως σε σχετικά μεγέθη εκφράζεται με μια αύξηση της τάξης του 25% αντανακλά γενικότερους μετασχηματισμούς που έχουν  πραγματοποιηθεί στη γεωργία με κυριότερους τις πωλήσεις γης από τα φτωχότερα αγροτικά στρώματα και την συνακόλουθη προλεταριοποίησή τους. Με αυτή την έννοια είναι χαρακτηριστικό πως από 27,4% που ήταν η συμμετοχή των αγροτών το 1981 στον ΟΕΠ, το 2002 έχει περιοριστεί στο 15,8%. Είναι προφανές πως η αύξηση της μισθωτής εργασίας σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στην παραπάνω εξέλιξη.

4) Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη γνωρίζει ένα σημαντικό υποδιπλασιασμό. Η έκβαση αυτή οφείλεται στην ένταση των διαδικασιών συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης που χαρακτήρισαν τον ελληνικό καπιταλισμό κατά την τελευταία εικοσαετία. Οι συνθήκες κρίσης και ύφεσης θα επιτείνουν τα στοιχεία διάλυσης (χρεοκοπίες, αδυναμία κάλυψης οικονομικών υποχρεώσεων) και θα οδηγήσουν στην απορρόφηση πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις είναι η συγκέντρωση που έλαβε χώρα στον κατασκευαστικό τομέα, η επέκταση των βιομηχανιών επίπλου και ένδυσης, η δημιουργία οργανισμών παροχής οικιακών επισκευών, η ανάπτυξη των μεγάλων καθετοποιημένων συνεργείων, οι αλυσίδες εστιατορίων, οι εταιρίες πώλησης άρτου, οι επιχειρήσεις εμπορίου κράτος κλπ. Σε επίπεδο, δε, οικονομικών στοιχείων αναφέρουμε  πως το 1978 υπήρχαν 435 χιλ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούσαν μέχρι  9 εργαζόμενους, το 2002 έχουν μειωθεί στις 222 χιλ επιχειρήσεις κι αυτό τη στιγμή που οι μισθωτοί αποτελούσαν το 1981 το 48,8% του ΟΕΠ και το 2001 το 66,3%. Παράλληλα τέτοια φαινόμενα επιταχύνθηκαν από εξελίξεις όπως οι κηρυχθείσες πτωχεύσεις που από 636 το 1991 αυξήθηκαν σε 1691 το 1996, ο όγκος των ακάλυπτων επιταγών που θα απογειωθεί από 61,7 δις. το 1991 σε 251,8 δισ. το 1999, ενώ ο αριθμός αδειών λειτουργίας νέων βιομηχανιών μειώνεται από 1.905 το 1988 σε 706 το 1999 (Σακελλαρόπουλος/ Σωτήρης 2004: 164 ).

5) Ο υποδιπλασιασμός και των μεσαίων αγροτικών στρωμάτων (οιονεί μερίδα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης) πρέπει να συνδέεται με τις γενικότερες αλλαγές που έλαβαν χώρα στον αγροτικό τομέα. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που κυριάρχησε από τα τέλη της δεκαετίας του '80 ήταν η κατάργηση/ περιορισμός κάθε μορφής επιδοτήσεων (μέσα σε συνθήκες διαρκούς αύξησης του κόστους παραγωγής), ο αναγκαστικός περιορισμός της αγροτικής παραγωγής μέσω της επιβολής πλαφόν, η ενίσχυση της υπαγωγής των αγροτών στο συγκεντροποιημένο εμπορικό κύκλωμα, η ανάπτυξη πρακτικών εκχερσώσεων που, σε ορισμένες περιπτώσεις, αφορούσαν ολόκληρους κλάδους (αμπελουργία) Κάτω από αυτή τη οπτική δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη και το γεγονός της μείωσης των μεσαίων εκμεταλλεύσεων. Έτσι ενώ το 1977 το 19,1% των κατόχων γης κατείχαν από 50 μέχρι 199 στρέμματα ή το 45,6% της χρησιμοποιούμενης γης (Σακελλαρόπουλος 2001: 530), το 2000 το 19,9% κατείχε από 50 μέχρι 199 στρέμματα ή το 40,7% της χρησιμοποιούμενης γης  (ΕΣΥΕ 2005).

6) Εντυπωσιάζει ο υπερδιπλασιασμός των νέων μικροαστικών στρωμάτων. Σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού με τη δημιουργία πιο μεγάλων συγκεντροποιημένων επιχειρήσεων  οι οποίες έχουν την ανάγκη ενός μεσαίου, μορφωμένου και εξειδικευμένου στελεχιακού δυναμικού το οποίο λειτουργεί ως η ραχοκοκαλιά του όλου συστήματος είτε με τη μορφή της άμεσης μισθωτοποίησης είτε με τη μορφή της έμμεσης μισθωτοποίησης (δελτίο παροχής υπηρεσιών.), είτε με τη μορφή του ελεύθερου επαγγελματία εκεί που οι ανάγκες της οικονομίας της αγοράς το απαιτούν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι ευεξήγητο το γεγονός της ραγδαίας αύξησης των πάσης φύσεως διανοητικά εργαζόμενων από 300 χιλ το 1985 σε 500 χιλ το 2004 (Κάππος 2004: 157).

7)  Η εργατική τάξη σημειώνει μια σημαντική άνοδο η οποία οφείλεται σε τρεις βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι η μείωση των αγροτικών στρωμάτων και η, σε μεγάλο βαθμό, προλεταριοποίησή τους. Ο δεύτερος συνδέεται με την αθρόα είσοδο αλλοδαπών εργατών από το 1990 και ύστερα η πλειονότητα των οποίων απασχολείται σε χειρωνακτικές/ εκτελεστικές εργασίες. Ο τρίτος έχει να κάνει με την ανάπτυξη νέων πεδίων κεφαλαιακής κερδοφορίας.

8) Τέλος η δραματική μείωση των φτωχών αγροτικών στρωμάτων  επιβεβαιώνει τις ευρύτερες ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα στον αγροτικό τομέα συντελώντας στην αδυναμία των φτωχών αγροτών να τα βγάλουν πέρα μέσα στις νέες συνθήκες .

 

5. Συμπέρασμα

Στη συγκεκριμένη εργασία ασχοληθήκαμε με την μεταβολή της κοινωνικής διάρθρωσης της Ελλάδας μεταξύ 1981 και 2001. Αναγκαίο μεθοδολογικό εργαλείο υπήρξε η χρήση της μαρξιστικής θεωρίας της κοινωνικής διαστρωμάτωσης έτσι ώστε να γίνει εφικτός ο προσδιορισμός της σχέσης του επαγγέλματος και της θέσης στην παραγωγή με την κοινωνική ένταξη. Η ακτινογραφία της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της Ελλάδας του 1981 έδειξε πως επρόκειτο για μια κοινωνία σε μεγάλο βαθμό «παραδοσιακού»  χαρακτήρα. Τα αγροτικά στρώματα ξεπερνούσαν το 1/4 του συνόλου, η παραδοσιακή μικροαστική τάξη έκανε αισθητή παρουσία της ενώ η εργατική τάξη δεν αποτελούσε ούτε το 1/2 του ΟΕΠ. Μετά από 20 χρόνια τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά. Αυτό, σε κύριο βαθμό οφείλεται στην στρατηγική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης η οποία στήριξε την τάση επέκτασης του κεφαλαίου και σε νέους τομείς κερδοφορίας. Τα αποτελέσματα θα είναι αρκετά ενδιαφέροντα από κοινωνιολογικής σκοπιάς: Διαπιστώνεται μια σοβαρότητα υποχώρηση της βαρύτητας των αγροτικών στρωμάτων καθώς της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης..  Από αυτή και μόνο την εξέλιξη προκύπτει πως και σε ποσοτικό επίπεδο[9]  ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός έχει ξεπεράσει την έντονη παρουσία παραδοσιακών στοιχείων και τείνει να προσομοιάσει όλο και πιο πολύ με τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Ταυτόχρονα η επέκταση του κεφαλαίου σε νέους τομείς κερδοφορίας θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της παρουσίας εργατικής τάξης και της νέας μικροαστικής τάξης αλλά και των αστικών στρωμάτων

 

6.Παράρτημα

 

 

 

 

 

7. Βιβλιογραφία

Amin S. (1974), ‘Le capitalisme et la rente fonciere’ στο Amin S./ Vergopoulos Κ., La question paysanne et le capitalisme, Anthropos, Paris.

Balibar E. (1985), ‘Classes’, λήμμα στο G. Labica- G. Bensussan (eds), Dictionnaire Critique du Marxisme, PUF, Paris.

Bensaid D. (1995), Marx l΄intempestif, Fayard, Paris.

Βεργόπουλος Κ. (1975), Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, Εξάντας, Αθήνα.

Bihr Α. (1989), Entre bourgeoisie et Proletariat, L' Harmattan, Paris.

Baudelot C./ Establet R./ Malemort J., (1973), La petite bourgeoisie en France, Maspero, Paris.

Bouvier-Ajam M./  Mury G. (1963), Les classes sociales en France, Editions Sociales, Paris

Carchedi G. (1977), On the Economic Identification of Social Classes, Routledge Direct Editions, London.

Croix de ste, G. E. M. (1984), ‘Class in Marx's Conception of History, Ancient and Modern’, New Left Review 146, 94- 111.

ΕΣΥΕ (2000), http://www.statistics.gr/gr_tables/VII1.htm

ΕΣΥΕ (2005), Απογραφή 2001, http://www.statistics.gr

ΕΣΥΕ (2005α), ΣΤΕΠ 92 Αναλυτική κατάσταση των επαγγελμάτων, Με επεξηγηματικές σημειώσεις, http://www.statistics.gr

George P. (1964), ‘Anciennes et nouvelles classes sociales dans les campagnes francaises’, Sociologie XXXVII, 3-22.

Ιωακείμογλου Η. (1987), Η αυθόρμητη τάση των φαινομένων, Αξιός, Θεσσαλονίκη,.

Ιωακείμογλου Η. (2000), Τέλος του αιώνα, Τέλος της κρίσης; Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

Ιωακείμογλου, Η./ & Μηλιός Γ. (1991), ‘Η έννοια της κρίσης υπερσυσσώρευσης στο ‘Κεφάλαιο’ του Καρλ Μαρξ’, Θέσεις 36, 25-36.

Ιωαννίδης Α. & Μαυρουδέας Σ. (2000), ‘Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Είναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο σήμερα;’ σε Ιδρυμα Σ. Καράγιωργα, Δομές και Σχέσεις εξουσίας στην σημερινή Ελλάδα, Αθήνα.

Johnson Τ. (1977), ‘What is to be known?’, Economy and Society, 6, 2, 194- 233.

Λένιν Β. Ι. χχ., Άπαντα, τόμος 39, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Κάππος Κ. (2004), Ταξική διάρθρωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, Αλήθεια, Αθήνα.

Κατσορίδας Δ. (2004), «Μεταβολές στην ταξική δομή: Η σύνθεση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα» στο Ιδρυμα Σ. Καράγιωργα, Κοινωνική αλλαγή στη σύγχρονη Ελλάδα, Αθήνα.

Λύτρας Α. (1993), Προλεγόμενα στη θεωρία της ελληνικής κοινωνικής δομής, Νέα Σύνορα, Αθήνα.

Μαρξ Κ. (1978), Το Κεφάλαιο, τόμος Α', Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

Μαρξ Κ. (1983), Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής [VI ανέκδοτο κεφάλαιο],  Α/συνέχεια, Αθήνα.

Meiksins R. (1986), ‘Βeyond the boundary question’ New Left Review 157, 101-120.

Μηλιός Γ. (1997), Τρόποι παραγωγής και μαρξιστική ανάλυση, Αθήνα: Κριτική.

Μηλιός Γ., (2000).Ο ελληνικός Κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην οικονομική ανάπτυξη, Αθήνα, Κριτική.

Noble D. (2001) Digital Diploma Mills, Monthly Review Press, New York.

Πανιτσίδης Γ,1992, Προσεγγίσεις στην ταξική δομή της αγροτικής οικονομίας μας, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.

Παπαδόπουλος Π.(1987), Η ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, Σύγχρονη Εποχή,  Αθήνα.

Resnick S./ Wolff R.D. (1986), ‘Power, Property and Class’, Socialist Review, 16, 86, 97- 124.

Rochet W. (1953), Vers l' emanicipation sociale, Editions Sociales, Paris.

Σακελλαρόπουλος Σ. (2001), Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση, Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, Λιβάνης, Αθήνα.

Vergopoulos K. (1974), ‘Capitalisme difforme’ στο Amin S.-Κ. Vergopoulos , La question paysanne et le capitalisme, Anthropos, Paris.

 

 

 

 

 

 


[1]Ενδεικτική είναι η άποψη του W. Rochet που παρατηρεί πως σε περιόδους έλλειψης προϊόντων "ο αγρότης έχει την αυταπάτη ότι πλουτίζει συσσωρεύοντας χαρτονομίσματα, ενώ λίγο αργότερα διαπιστώνει πηγαίνοντας στην αγορά για να ανανεώσει τον μηχανολογικό του εξοπλισμό, πως το φράγκο έχει χάσει τα 2/3 της αξίας του". (Rochet 1953: 45). 

[2] Αν θα θέλαμε να είμαστε πιο ακριβείς θα λέγαμε πως ανήκουν επίσης και μεσαία στρώματα της γεωργίας τα οποία χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία, αλλά δεδομένου του περιορισμένου του συνολικού μεγέθους των αγροτών εργοδοτών, 0,1% του ΟΕΠ, δεν προβαίνουμε σε περαιτέρω διαχωρισμούς. 

[3]Για μια σειρά από ποσοτικά και  ποιοτικά στοιχεία που δείχνουν γιατί οι καλλιεργητές που δεν διαθέτουν πάνω από 50 στρέμματα ανήκουν στα φτωχά στρώματα, όσοι κατέχουν από 50 μέχρι 199 στα μεσαία και όσοι από 200 και πάνω στα πλούσια βλ. Πανιτσίδης 1992.

[4] Η μέθοδος είναι απλή. Στο αρχικό 100% του ΟΕΠ προσθέτουμε και το 3,6% των ξένων εργατών και έχουμε 103,6. Στο 44,4% της εργατικής τάξης προσθέτουμε το 3,6 και το 48 που προκύπτει το διαιρούμε με το  103,6 οπότε το 46,3% που είναι το πηλίκο αποτελεί και το μέγεθος  της εργατικής τάξης. Αντίστοιχα το 14,9 της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης το διαιρούμε  με το 103,6 και το 14,4% που προκύπτει αποτελεί το μέγεθος της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης.

[5]Σύμφωνα με την επεξηγηματική σημείωση της ΕΣΥΕ η συγκεκριμένη κατηγορία αποτελείται από όλους εκείνους που «διαμορφώνουν, καθορίζουν, και παρέχουν συμβουλές επί της πολιτικής των κρατικών, κεντρικών, περιφερειακών ή τοπικών αρχών' νομοθετούν διατυπώνουν νόμους, ρυθμιστικές διατάξεις και κανονισμούς' εκπροσωπούν την κυβέρνηση και ενεργούν για λογαριασμό της' επιβλέπουν την ερμηνεία και την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής και των νόμων' εκτελούν συναφείς εργασίες για λογαριασμό των πολιτικών κομμάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων και λοιπών οργανισμών ειδικών συμφερόντων σχεδιάζουν κατευθύνουν και συντονίζουν την πολιτική και τις δραστηριότητες επιχειρήσεων ή οργανισμών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, καθώς και των οργανικών μονάδων αυτών. (ΕΣΥΕ 2005α)

[6]Αδημοσίευτα στοιχεία από μητρώο εργοδοτών ΙΚΑ.

[7]Σε αντίθεση με τα στοιχεία του πίνακα 1 για το 1981 που περιλαμβάνουν τους ανέργους

[8]Για παράδειγμα στην κατηγορία 1 (μέλη βουλευομένων.) δεν γνωρίζουμε πόσα είναι  τα άτομα του κωδικού 1.2 και πόσα του κωδικού 1.3. Κι αυτό έχει σημασία δεδομένου ότι ο κωδικός 1.2 αφορά διευθυντές και ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων που απασχολούν πάνω από 10 άτομα ενώ ο 1.3 διευθυντές και στελέχη επιχειρήσεων που απασχολούν λιγότερα από 10 άτομα με αποτέλεσμα οι πρώτοι να ανήκουν στην αστική τάξη και η οι δεύτεροι στη νέα μικροαστική τάξη. Μη διαθέτοντας τόσο ενδελεχή στοιχεία χρησιμοποιήσαμε πληθώρα άλλων, αντίστοιχων, δεδομένων, ωστόσο το πρόβλημα παραμένει.

[9] Για τους λόγους για τους οποίους από ποιοτικής άποψης ο ελληνικός κοινωνικό σχηματισμός σχεδόν από την δημιουργία του ελληνικού κράτους δεν διέφερε ιδιαίτερα από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς βλ. Μηλιός 2000.