Το πρόταγμα της Κοσμοπολιτικής Δημοκρατίας: Μεταμοντέρνο το περιεχόμενο, συντηρητική η κατεύθυνση.

Το πρόταγμα  της Κοσμοπολιτικής Δημοκρατίας: Μεταμοντέρνο το περιεχόμενο, συντηρητική η κατεύθυνση.

Του Σπύρου Σακελλαρόπουλου

 

Εισαγωγή

Ο σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου είναι διττός. Από τη μια  επιχειρούμε να παρουσιάσουμε ένα από τα βασικά ιδεολογικά απότοκα της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης», τη θεωρία της Κοσμοπολιτικής Δημοκρατίας, όπως έχει διατυπωθεί τα τελευταία χρόνια από τους Held, McGrew, Archibugi κα, αναπτύσσοντας τα βασικά θεωρητικά της στοιχεία και από την άλλη αποσκοπούμε στην ανασκευή των κεντρικών της επιχειρημάτων αποδεικνύοντας ότι παρά το φαινομενικά καινοφανές της προβληματικής στην ουσία δεν αποτελεί παρά μια παραλλαγή του ρεύματος του μεταμοντερνισμού. Αυτό που θα επιχειρήσουμε να δείξουμε είναι ότι οι αναφορές στην παγκόσμια κοινωνία των πολιτών, στη εμβάθυνση της δημοκρατίας εκτός του κρατικού πλαισίου, η εμμονή στην έννοια του ατόμου αλλά και η υπογράμμιση της ανάγκης δημιουργίας παγκόσμιων θεσμών, δεν οδηγούν σε μια πιο ριζοσπαστική διευθέτηση των παγκόσμιων πραγμάτων, αλλά σε μια πιο συντηρητική μετατόπιση όπου η κυριαρχία  των ιμπεριαλιστικών κρατών και του μονοπωλιακού κεφαλαίου θα μπορούν να χρησιμοποιούν στοιχεία της ΚΔ για να νομιμοποιούν τις επιλογές τους. 

 

Α) Η θεωρία της Κοσμοπολιτικής Δημοκρατίας (ΚΔ)

ι) Οι αλλαγές στο σύγχρονο κόσμο

             Από πολλές πλευρές υποστηρίζεται πως το τέλος του 20ου αιώνα σημαδεύτηκε από μια σειρά ραγδαίων αλλαγών οι οποίες οδήγησαν στην ανάδυση ενός αυξανόμενα κοσμοπολιτικού κόσμου. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι ταξιδεύουν, γεύονται πολλών ειδών κουζίνες, πληροφορούνται τις διεθνείς εξελίξεις και επηρεάζονται από τις αλλαγές στη μόδα (Appadurai- Breckenridge 1988). Όπως αναφέρει ο Featherstone «οι ροές της πληροφόρησης, της γνώσης, του χρήματος, των εμπορευμάτων, των ανθρώπων και των εικόνων, έχουν εντατικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που έχει διαβρωθεί η αίσθηση της γεωγραφικής απόστασης που διαχώριζε και απομόνωνε τους ανθρώπους από την ανάγκη να λάβουν υπόψη όλους τους άλλους ανθρώπους» (Featherstone 1993: 169) Με άλλα λόγια στις περισσότερες γωνίες του πλανήτη παρατηρείται η παρουσία μιας πολλαπλότητας τόσο πολιτιστικών επιλογών- όσο και κατανόησης των τεκταινομένων μέσα από ένα πολυπολιτιστικό πρίσμα- ίδιο του κοσμοπολιτικού κόσμου.

Αντίστοιχα συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε και για το πολιτικό επίπεδο όπου  η σύγχρονη εποχή φαίνεται να χαρακτηρίζεται από τη διαδικασία της «αναδιαμόρφωσης της πολιτικής εξουσίας». Αυτό σημαίνει πως δικαιώματα, καθήκοντα, και κρατικές εξουσίες αναδιαρθρώνονται σε μια πιο περίπλοκη μορφή- δεδομένης της μετάβασης σε ένα κόσμο όπου κυριαρχεί η πολυ-επίπεδη εξουσία και πολύπλοκες μορφές διακυβέρνησης. Οι νέες μορφές διακυβέρνησης διαχέονται κάτω από το κρατικό επίπεδο σε τοπικές/ περιφερειακές μορφές και πάνω από το κρατικό επίπεδο σε υπερεθνικούς και παγκόσμιους θεσμούς όπως ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ κλπ. Η μεταβολή που λαμβάνει χώρα αφορά τη μετατροπή των κρατών από αποκλειστικούς φορείς της πολιτικής εξουσίας σε τμήματα μιας πολυεπίπεδης πολιτικής διαδικασίας όπου η κρατική κυριαρχία δεν αποτελεί παρά ένα στοιχείο διαπραγμάτευσης απέναντι σε εκτεταμένα υπερεθνικά φαινόμενα (Held 2001). Έτσι, η παγκοσμιοποίηση διαβρώνει την πολιτική αυτονομία του Έθνους- Κράτους και κατά συνέπεια περιορίζει την αποτελεσματικότητα της κρατικογενούς δημοκρατίας.  Η εξέλιξη αυτή δεν είναι παρά θετική δεδομένου πως το λεγόμενο Βεστφαλιανό μοντέλο του Έθνους- Κράτους περιόριζε  τη δημοκρατική  δυναμική η οποία βρίσκεται εντός της κοινωνίας των πολιτών. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έρχεται να παρέμβει η ΚΔ. Οι υποστηρικτές της έχοντας γνώση των ραγδαίων αλλαγών που συμβαίνουν, διατυπώνουν ένα νέο πρόταγμα  για μια πιο δημοκρατική οργάνωση των πραγμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο.

 

ιι) Το πρόταγμα της ΚΔ

Σύμφωνα με τους θιασώτες της ΚΔ ο στόχος από εδώ και πέρα πρέπει να είναι η συγκρότηση δημοκρατικών θεσμών εντός αλλά και πέρα του εθνικού κράτους ή ορθότερα α) εντός του κράτους β) μεταξύ κρατών γ) σε παγκόσμιο επίπεδο (Archibugi 1998: 210). Με αυτή την έννοια η ΚΔ[1], σε αντίθεση με τους φεντεραλιστές, δεν θεωρεί πως τα εθνικά κράτη πρέπει να διαλυθούν εντός ενός παγκόσμιου κράτους,. Ορισμένες πολιτικές και διοικητικές λειτουργίες μπορούν να επιτελεστούν μόνο από τα κράτη[2], αλλά κανένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα κράτη δεν μπορεί να επιλυθεί μέσω της αύξησης του μεγέθους τους[3]. Κι αυτό γιατί η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί νέα κοινωνικά κινήματα τα οποία συνδέονται με ζητήματα που επηρεάζουν άτομα και κοινότητες, που ενδέχεται να είναι γεωγραφικά και πολιτισμικά απομακρυσμένα (Archibugi 2004: 439).

Με αυτό τον τρόπο η παγκόσμια επέκταση της δημοκρατίας[4] περιλαμβάνει, αφενός, μια νέα μορφή οργάνωσης, η οποία δεν αποσκοπεί απλώς στην αναπαραγωγή του κρατικού μοντέλου σε παγκόσμια κλίμακα, και αφετέρου την αναδιαμόρφωση των κρατικών εξουσιών και λειτουργιών σε διεθνές επίπεδο, μέσω της αποστέρησης της ολιγαρχικής εξουσίας την οποία τώρα απολαμβάνουν  (Archibugi 2000: 144)[5]. Αυτό σημαίνει την αφαίρεση από τα κράτη των πιο κατασταλτικών και περιοριστικών εξουσιών, δηλαδή των εξουσιών εκείνων που λειτουργούν ενάντια στην ευημερία και των ασφάλεια των πολιτών καθώς και εκείνων που ματαιώνουν ή εμποδίζουν τις σχέσεις συνεργασίας μεταξύ των κρατών για φλέγοντα υπερεθνικά ζητήματα (Archibugi- Held 1995: 14). Με αυτή την έννοια η παγκόσμια δημοκρατία δεν είναι η ολοκλήρωση της δημοκρατίας σε κάθε κράτος χωριστά (Archibugi 2004: 439), αλλά ένας εντελώς καινούριος στόχος, ο οποίος δεν προβλέπει μια γενική συμφωνία πάνω σε αξίες αλλά αποτελεί ένα σύνολο προδιαγραφών που θα διασφαλίζουν τη μορφή και το περιεχόμενο της διαδικασίας που θα είναι δημόσια και, κατά τη διάρκειά της, οι συμμετέχοντες θα αποφασίζουν σχετικά με τις επίδικες αντιθέσεις (Held 1995: 298).

Για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι αναγκαία η επέκταση σε παγκόσμιο επίπεδο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μιας δημοκρατίας την οποία οι θεωρητικοί της ΚΔ την αντιλαμβάνονται ως μια διαρκή εξέλιξη παρά ως σύνολο κανόνων και διαδικασιών (Archibugi 2004: 439), μέσω των αναδυόμενων παγκόσμιων πολιτικών θεσμών- του λεγόμενου κοσμοπολιτικού συστήματος εξουσίας (Held 1995: 234). Βασική παράμετρος σε αυτό το σχέδιο είναι η ενεργός παρέμβαση της κοινωνίας των πολιτών. Έτσι, η δημιουργία του θεσμικού πλαισίου πάνω στο οποίο θα οικοδομηθεί το νέο νομικό πλαίσιο, θα στηρίζεται σε ένα δίκτυο περιφερειακών και διεθνών φορέων και συνελεύσεων που θα διαπερνούν  κάθετα τους διάφορους γεωγραφικούς τόπους[6]. Το νέο αυτό δίκτυο θα συγκροτείται από ένα αριθμό διαδικασιών και φορέων που θα περιλαμβάνει υπερεθνικά λαϊκά κινήματα με περιφερειακούς ή παγκόσμιους στόχους καθώς και τους αναδυόμενους και πολλαπλασιαζόμενους διεθνείς θεσμούς οι οποίοι έρχονται σε επαφή με υπερεθνικά προβλήματα και υπερεθνικές δυνάμεις (Held 1995: 237).  

Στην πραγματικότητα αυτό που διακηρύττουν οι θιασώτες της ΚΔ είναι το δίπολο παγκοσμιοποίηση και εκβάθυνση της δημοκρατίας. Ειδικά για την παγκοσμιοποίηση πιστεύουν σε μια παγκοσμιοποίηση «από τα κάτω»  που σε συνεργασία με τα κοινωνικά κινήματα θα δημιουργεί ένα νέο κοινωνικό consensus, δηλαδή σε μια συνάρθρωση πρακτικών όπως: πολλαπλασιασμός των δημοψηφισμάτων και των μορφών άμεσης δημοκρατίας, μεγαλύτερος σεβασμός στα αιτήματα που θέτει οι πρωτοβουλίες των πολιτών, επέκταση του ουσιαστικού περιεχομένου των ανθρώπινων δικαιωμάτων  και εγκαθίδρυση σχετικών θεσμών που θα ασχολούνται με την εφαρμογή τους, αύξηση της συμμετοχής σε περισσότερες σφαίρες του δημόσιου βίου, μεγαλύτερος βαθμός λογοδοσίας από την πλευρά των κρατών, των αγορών και των διεθνών θεσμών (Falk 1999: 148- 149).

Βέβαια, όλα αυτά τα κινήματα που συνδέονται με την επίτευξη των παραπάνω στόχων είναι ακόμα σε πρώιμη μορφή, ωστόσο δεν παύει να υπάρχει μια πλειάδα πρωτότυπων στοιχείων όπως οι ριζοσπαστικές προτάσεις για τα προβλήματα του περιβάλλοντος, η αυξανόμενη σημασία της υπερεθνικής πολιτισμικής, κοινωνικής και πολιτικής ταυτότητας, ο πολλαπλασιασμός των αντιδράσεων απέναντι στο νέο- φιλελευθερισμό καθώς και οι νέες μορφές συμμετοχικής πολιτικής που έχουν συντελέσει στην πραγματοποίηση παγκόσμιων διασκέψεων σχετικά με το περιβάλλον, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το γυναικείο ζήτημα κλπ (Falk 1999: 131- 136).  Στην ουσία η ΚΔ έρχεται να συμφιλιώσει το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης με το θρίαμβο της δημοκρατίας (Archibugi 2002: 28).

            Μέσα στο πλαίσιο της σημερινής παγκοσμιοποίησης, η ΚΔ δεν έρχεται να προτείνει τη δημιουργία ενός ομογενοποιημένου πολιτισμικά κόσμου που θα βασίζεται σε μια σειρά ομογενοποιημένων πολιτικών και οικονομικών θεσμών. Η ΚΔ αποσκοπεί στη διαμεσολάβηση και στη διαχείριση των υφιστάμενων διαφορών (Held 2001) οι οποίες είναι πολυεπίπεδες και πολυδιάστατες. Για το λόγο αυτό η ΚΔ προτείνει τη δημιουργία θεσμών και μορφών αντιπροσώπευσης για όλα τα άτομα και όχι για μια τάξη μόνο. Ο στόχος δεν είναι η κατάργηση των τάξεων αλλά η διασφάλιση πως τα αιτήματα των πολιτών, ανεξάρτητα ταξικής προέλευσης, πρέπει με άμεσο τρόπο να αντιπροσωπεύονται στις παγκόσμιες υποθέσεις- πράγμα που σημαίνει πως οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται από την πλειοψηφία κι όχι από μία μόνο τάξη. Και από τη στιγμή που στόχος είναι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων του κάθε ατόμου χωριστά, τότε δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τη φαρέτρα της ΚΔ το όπλο της ανθρωπιστικής στρατιωτικής παρέμβασης. Έτσι σύμφωνα με τον Archibugi η αρχή της μη- επέμβασης δεν αποτελεί λύση για  τα θύματα μιας γενοκτονίας, φτάνει να υιοθετείται ως ακραίο μέτρο στη βάση μιας διεθνώς αναγνωρισμένης νομιμοποίησης, όπως η εφαρμογή των υφιστάμενων διατάξεων του κεφ. 7 του Χάρτη του ΟΗΕ (Archibugi 2000: 148). Κατά συνέπεια η έννοια της κυριαρχίας θα πρέπει να αντικατασταθεί από αυτή ενός παγκόσμιου συντάγματος όπου η χρήση της διεθνούς βίας θα αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης των παγκόσμιων θεσμών οι οποίοι θα είναι και υπεύθυνοι για την επανοικοδόμηση του κοινωνικού ιστού. Η βασική αντίθεση της ΚΔ με τα πρόσφατα πεπραγμένα των ΗΠΑ είναι πως  θα πρέπει να αναλαμβάνει δράση ο ΟΗΕ και τα διεθνή δικαστήρια και όχι μεμονωμένες κυβερνήσεις ή συμμαχίες ορισμένων κρατών  (Archibugi 2002: 32-38). Για το λόγο αυτό ο Archibugi αναφερόμενος στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου και  σε αυτόν του Κόσσοβου, υποστηρίζει πως οι εκείνες οι κυβερνήσεις που αυτό-ορίζονται ως «φωτισμένες» πριν βάλουν σε λειτουργία τις στρατιωτικές τους μηχανές θα πρέπει να συμβουλεύονται την παγκόσμια κοινωνία των πολιτών καθώς και τους διεθνείς δικαστικούς θεσμούς. Μια δημοκρατική αρχή θεμελιώνεται στη βάση  ότι οι κυρώσεις πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε αυτούς που έχουν παραβιάσει το νόμο (Archibugi 2000: 149).

 

ιιι) Γιατί Κοσμοπολίτικη δημοκρατία;

            Ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται για να υπογραμμιστεί η ανάγκη του σεβασμού απέναντι στον άλλο. Σύμφωνα με τον Archibugi η ανθρώπινη ιστορία έχει στιγματιστεί από τις θηριωδίες των Ευρωπαίων απέναντι στους λαούς με διαφορετικούς πολιτισμούς. Έτσι μακριά από το να δαιμονοποιεί τον άλλο, η ΚΔ επιδιώκει να κατανοήσει τα αίτια που βρίσκονται πίσω από τις συγκρούσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και να εφαρμόσει θετικές μορφές πίεσης για την επίλυσή τους.

            Βασικό στοιχείο των ιδεωδών της ΚΔ είναι η ειρήνη και η ασφάλεια όπου άτομα και κοινότητες δεν θα απειλούνται από τον πόλεμο, την καταπίεση και άλλες νοσηρές καταστάσεις και θα υπάρχουν ειρηνικά, και αμοιβαία αποδεκτά, μέσα επίλυσης διαφορών. Ταυτόχρονα, ιδιαίτερο βάρος δίνεται στον αυτοκαθορισμό των κοινοτήτων και στο στοιχείο της ατομικής ελευθερίας σύμφωνα με το οποίο τα άτομα πρέπει να είναι σε θέση να κάνουν τις επιλογές ζωής που προκρίνουν και να σχετίζονται με οποιονδήποτε επιθυμούν. Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, είναι το στοιχείο της ατομικής ευζωίας το οποίο παραπέμπει στη δυνατότητα του καθενός να έχει πρόσβαση σε υλικούς και κοινωνικούς πόρους που να του επιτρέπουν να κάνει σημαντικές επιλογές που θα συντελούν και στη συλλογική πρόοδο των κοινοτήτων  (Thompson 1998: 191).

           

ιν) Οι αρχές

Οι 8[7] θεμελιώδεις αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται το πρόταγμα της κοσμοπολιτικής δημοκρατίας είναι οι ακόλουθες:

Α) Τα άτομα αποτελούν τις βασικές μονάδες στο πεδίο της ηθικής.

Β)  Το ζήτημα της αμοιβαίας αναγνώρισης και της ισότητας στην αξία πρέπει να γίνεται αποδεκτό από παντού.

Γ) Είναι αναπόφευκτο ότι οι άνθρωποι θα πραγματοποιούν διαφορετικές πολιτιστικές, οικονομικές και κοινωνικές επιλογές και πως αυτές οι διαφορές θα πρέπει να αναγνωρίζονται και να γίνονται αποδεκτές.

Δ) Είναι αναγκαία η επιλογή μιας μη- βίαιης πολιτικής διαδικασίας βάση της οποίας οι άνθρωποι θα μπορούν να διαπραγματευτούν  και να επιδιώξουν τα σχέδιά τους.

Ε) Είναι σημαντική η διασφάλιση της δυνατότητας των  ατόμων στην παρέμβαση και διαμόρφωση των νόμων και των αποφάσεων  που τους αφορούν.

Στ) Οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται δημοκρατικά, αλλά είναι αναγκαίο να υπάρχουν και δικλείδες που θα μπορούν να λειτουργήσουν υπέρ των δικαιωμάτων της μειοψηφίας. Με τον τρόπο αυτό η συναίνεση αποκτά κομβικό ρόλο.

Ζ) Για την πραγματοποίηση των παραπάνω είναι σημαντική η αποκέντρωση των αποφάσεων στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό έτσι ώστε κάθε άτομο να αυξάνει τη δυνατότητά του να παρεμβαίνει

Θ) Η προτεραιότητα πρέπει να δίνεται στα ζωτικής σημασίας ζητήματα.

 

ν) Οι παραδοχές

Η σύγχρονη παγκόσμια τάξη αποτελείται από πολλαπλά και αλληλοδιαπλεκόμενα δίκτυα εξουσίας τα οποία παίρνουν τη μορφή συγκρότησης διαφόρων ομαδοποιήσεων με ιδιαίτερο χαρακτήρα. Η περίπτωση της κοσμοπολιτικής δημοκρατίας εκκινείται  από την ύπαρξη αυτών των δικτύων, δηλαδή των διαφορετικών μορφών εξουσίας οι οποίες λειτουργούν ως κόμβοι διασύνδεσης μεταξύ διαφορετικών λαών και εθνών.

Όλες αυτές οι ομαδοποιήσεις επιδιώκουν να αποκτήσουν την ικανότητα του αυτοκαθορισμού, η οποία προσδιορίζεται από τη δέσμευση στην αρχή της αυτονομίας και στο ιδιαίτερο πλέγμα των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων. Το πλέγμα αυτό τέμνει κάθετα κάθε δίκτυο εξουσίας  δημιουργώντας συλλογικές παρεμβάσεις σε πληθώρα κατηγοριών: υγεία, ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων, κοινωνικά θέματα,  οικονομία, πολιτισμός, πολιτική, ειρήνη. Όλα αυτά μαζί διαμορφώνουν τη βάση για μια ενδυναμωμένη νομική τάξη- ένα κοσμοπολιτικό δημοκρατικό δίκαιο. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να αντισταθμιστεί η αυταρχική μορφή της διακυβέρνησης που θα δημιουργούσε μια διαδικασία «παγκοσμιοποίησης από τα πάνω». Η θέσπιση της ΚΔ αποτελεί το αναγκαίο στοιχείο για την πολλαπλότητα και την επιβίωση των τοπικών μορφών δημοκρατίας  Το ενδιαφέρον είναι πως με αυτό το σχέδιο τίθεται σε αμφισβήτηση το χρόνιο δόγμα πως η δημοκρατία μπορεί να αναπτυχθεί μόνο στο εσωτερικό του Κράτους- Έθνους ενώ ταυτόχρονα η πολιτική, η δημοκρατία και η δημοσιότητα συγκροτούν την αρχαιοελληνική έννοια της Αγοράς όπου οι πολίτες που συμφωνούν πως έχουν, μια κοινή ταυτότητα ανεξάρτητα από την εθνική και πολιτιστική τους προέλευση (Wirten 2002: 3).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο υιοθετούνται νομικές αρχές οι οποίες οριοθετούν τη μορφή και  την αποστολή της ατομικής και συλλογικής δράσης στο εσωτερικό των οργανώσεων και των ομαδοποιήσεων είτε αυτές συνδέονται με το κράτος, είτε με την οικονομία είτε με την κοινωνία των πολιτών. Συγκεκριμένες προδιαγραφές θεσπίζονται για τη διαχείριση του συνόλου των ζητημάτων τις οποίες κανένας πολιτικός θεσμός ή οργάνωση δεν μπορεί να παραβιάσει. Στην ουσία το κοσμοπολιτικό δίκαιο επιδιώκει την υποταγή των περιφερειακών, εθνικών και τοπικών αρχών σε ένα υπερκείμενο νομικό πλαίσιο, όπου οι διάφορες ενώσεις θα αυτοκυβερνώνται σε διαφορετικά επίπεδα (Held 1999: 107)

Η υπεράσπιση του αυτοκαθορισμού, η δημιουργία μιας κοινής δομής της πολιτικής δράσης και της διατήρησης του δημοκρατικού αγαθού είναι πάνω από όλα συλλογικές προτεραιότητες. Η δέσμευση στην δημοκρατική αυτονομία  δημιουργεί ταυτόχρονα ένα σύνολο μακροπρόθεσμων αλλαγών αλλά και ένα πρόγραμμα άμεσων προτεραιοτήτων.

Η κοινωνική δικαιοσύνη θα πρέπει να διέπεται από τη βασική αρχή πως η παραγωγή, η διανομή και η εκμετάλλευση των πόρων πρέπει να είναι συμβατή με τη δημοκρατική διαδικασία και την κοινή δόμηση της πολιτικής δράσης.

Η αρχή της μη χρήσης βίας χαρακτηρίζει τη διευθέτηση των διαφορών, ενώ η χρήση βίας πρέπει να παραμένει μια συλλογική, αλλά έσχατη, επιλογή στην περίπτωση εκδήλωσης σαφούς επίθεσης ενάντια στην προσπάθεια εξάλειψης του κοσμοπολίτικου δημοκρατικού δικαίου. Η ΚΔ πρέπει να αιτιολογεί τη χρήση βίας, όταν όλες οι άλλες μορφές διαπραγμάτευσης και κυρώσεων έχουν εξαντληθεί, στο πλαίσιο της εμφάνισης μιας απειλής για τη διεθνή δημοκρατία και της άρνησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από τυραννικά καθεστώτα.

Οι άνθρωποι μπορούν να απολαμβάνουν το δικαίωμα συμμετοχής σε διαφορετικές κοινότητες και να έχουν πρόσβαση σε μια ποικιλία μορφών πολιτικής δραστηριοποίησης. Η ιδιότητα του πολίτη μπορεί να επεκταθεί στο δικαίωμα συμμετοχής σε όλα τα  είδη πολιτικών συλλογικοτήτων, από τις πιο τοπικές στις πιο παγκοσμιοποιημένες (Held 1995: 271- 272). Ο βασικός στόχος είναι η κατάκτηση μιας πιο εντατικής και πιο συμμετοχικής δημοκρατίας σε τοπικό επίπεδο ως συμπλήρωμα στις δημόσιες συνελεύσεις της ευρύτερης παγκόσμιας τάξης, πράγμα που οδηγεί σε μια νέδα πολτική πραγματικότητα των δημοκρατικών ενώσεων, των πόλεων και των κρατών καθώς επίσης και των περιφερειών και των παγκόσμιων δικτύων (Held 1999: 107)  

 

 

νι) Το βασικό σχέδιο.

Σύμφωνα με τους Held και McGrew το κατευθυντήριο σχέδιο υλοποίησης της κοσμοπολιτικής δημοκρατίας θα πρέπει να διέπεται από βασικές ηθικές αξίες όπως η παγκόσμια κοινωνική δικαιοσύνη, η δημοκρατία, τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα, η ανθρώπινη ασφάλεια, το κράτος δικαίου, η διεθνική αλληλεγγύη.

Για την υλοποίηση των παραπάνω αξιών είναι αναγκαία η λήψη ορισμένων βραχυπρόθεσμων μέτρων που θα αφορούν τη διακυβέρνηση, την οικονομία, την ασφάλεια και τα ατομικά δικαιώματα. Ειδικότερα για τη διακυβέρνηση προτείνεται μεταρρύθμιση της παγκόσμιας διακυβέρνησης μέσω εκλογής αντιπροσωπευτικού Συμβουλίου Ασφαλείας (όπου οι αναπτυσσόμενες χώρες θα αποκτήσουν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των αποφάσεων), τροποποίηση του δικαιώματος του βέτο που έχουν τα μόνιμα μέλη του, κατάργηση του άρρητου βέτο που διαθέτουν οι πιο πλούσιες χώρες (Galtung 2000: 153- 154),  δημιουργία  μιας μορφής Κάτω Βουλής στο πλαίσιο του ΟΗΕ ή/ και αναβάθμιση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που θα εκφράζει με πιο αυθεντικό τρόπο τα συμφέροντα των πολιτών από ότι οι κυβερνήσεις τους (Archibugi 1995: 123)  και θα ασχολείται με ζητήματα εφαρμογής των αρχών της κοσμοπολίτικης δημοκρατίας όπως η υγεία, η διατροφή, το χρέος του αναπτυσσόμενου κόσμου περιορισμός του πυρηνικού, χημικού και βιολογικού πολέμου (Held 2003: 476- 477), καθιέρωση συντονιστικού θεσμού για τις παγκόσμιες αναπτυξιακές πολιτικές, θέσπιση ενός νέου φορέα οικονομικής συνεργασίας τόσο σε περιφερειακό όσο και σε παγκόσμιο εππίπεδο, συγκρότηση ενός Παγκόσμιου Φόρουμ της Κοινωνίας των Πολιτών, σχηματισμός ενός νέου διεθνούς δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απόδοση υποχρεωτικής αρμοδιότητας στο Διεθνές Δικαστήριο, συγκρότηση μιας αποτελεσματικής και υπόλογης διεθνούς στρατιωτικής δύναμης, θέσπιση συστημάτων παγκόσμιας απόδοσης ευθυνών, βελτίωση των υποδομών και των δυνατοτήτων της εθνικής και περιφερειακής διακυβέρνησης, πολλαπλασιασμός των μορφών πολιτικής περιφερειοποίησης (επέκταση του παραδείγματος της ΕΕ[8]) με στόχο  οι αποφάσεις τους να αναγνωρίζονται ως νομιμοποιημένες  μορφές περιφερειακής και διεθνούς ρύθμισης, ενίσχυση των κοινοβουλευτικών ελέγχων.

Για την οικονομία προβάλλεται αφενός, η ανάγκη ρύθμισης των παγκόσμιων αγορών μέσω επιλεκτικών ελέγχων των κεφαλαίων, διακανονισμού της λειτουργίας των εξωχώριων οικονομικών κέντρων και θέσπισης εθελοντικών κωδίκων συμπεριφοράς για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, και αφετέρου η προώθηση της ανάπτυξης μέσω της κατάργησης του υψηλού χρέους των φτωχών χωρών, της παροχής βοήθειας της τάξης του 0,7% του ΑΕΠ, της δημιουργίας δίκαιων εμπορικών κανονισμών, της κατάργησης των επιχορηγήσεων στη γεωργία και στην υφαντουργία από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, του συστηματικού πειραματισμού μέσω υιοθέτησης δημοκρατικών οικονομικών μοντέλων, της εισαγωγής αυστηρών περιορισμών στην ιδιωτική ιδιοκτησία τομέων κλειδιά που σχετίζονται με τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης (μμε, πληροφόρηση κλπ).

Σε  ότι αφορά την ασφάλεια δίνεται βάρος στην ενίσχυση της δυνατότητας για παγκόσμια ανθρωπιστική προστασία, στην εφαρμογή πολιτικών μείωσης της παγκόσμιας φτώχειας και παγκόσμιας ανάπτυξης και στην ανάγκη ενίσχυσης του ελέγχου των εξοπλισμών και της νομοθεσίας για την πώληση όπλων.

Για τα ατομικά δικαιώματα υποστηρίζεται ο πολλαπλασιασμός των μη κρατικών και εκτός του πλαισίου της αγοράς λύσεων για την οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών καθώς και η πρόβλεψη για ύπαρξη πόρων για τις πιο ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. 

Από εκεί και πέρα ακολουθεί ένα πλαίσιο μακροπρόθεσμων μέτρων που επίσης εξειδικεύονται στην διακυβέρνηση, την οικονομία, την ασφάλεια και τα πολιτικά δικαιώματα. Για τη διακυβέρνηση προβλέπεται διττός εκδημοκρατισμός (από την εθνική μέχρι την υπερεθνική διακυβέρνηση), βελτίωση της παροχής παγκόσμιων δημόσιων αγαθών, δημιουργία της αίσθησης του ‘πολίτη του κόσμου’. Σε αυτό αποφασιστικό ρόλο θα έχουν όλοι οι νέοι θεσμοί που θα ιδρυθούν και οι οποίοι θα δημιουργήσουν πραγματικές δομές παγκόσμιας κοσμοπολιτικής δημοκρατίας: α) Καταγραφή του Κοσμοπολιτικού Δημοκρατικού Δικαίου μέσω της θέσπισης μιας νέας Χάρτας Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων που να εκτείνεται σε διαφορετικούς τομείς της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής εξουσίας. β) Δημιουργία Παγκόσμιου Κοινοβουλίου συνδεδεμένο με περιφέρειες, έθνη και τοπικές κοινωνίες καθώς και δικαστηρίου συνοριακών διαφορών. γ) Διαχωρισμός των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, δημόσια χρηματοδότηση των συμβουλευτικών συνελεύσεων και των εκλογικών διαδικασιών δ) Διασύνδεση του παγκόσμιου νομικού συστήματος που θα περιλαμβάνει στοιχεία του ποινικού και αστικού δικαίου και εγκαθίδρυση ενός Διεθνούς ποινικού Δικαστηρίου ε) Θέσπιση της υποχρέωσης της λογοδότησης των διεθνών και υπερεθνικών οικονομικών φορέων στα κοινοβούλια που θα λειτουργούν σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.  Στ) Μετάβαση από τους εθνοκεντρικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς σε αντίστοιχους περιφερειακούς και παγκόσμιους θεσμούς με τελικό στόχο την αποστρατιωτικοποίηση και την υπέρβαση του συστήματος υιοθέτησης  πολεμικών λύσεων (Held 1995: 279) ζ) Άνοιγμα διαδικασιών δημοσίου ελέγχου και καθορισμός του περιεχομένου της εκάστοτε ατζέντας προτεραιοτήτων για διεθνείς οργανισμούς όπως είναι ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα (Held 2003: 477).

Στον τομέα της οικονομίας προτείνεται ο περιορισμός των παγκόσμιων αγορών μέσω της δημιουργίας μιας Παγκόσμιας Οικονομικής Αρχής, η θέσπιση υποχρεωτικών κωδίκων συμπεριφοράς για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, η δημιουργία μηχανισμού παγκόσμιας φορολόγησης, η σύσταση Αρχής Παγκόσμιου Ανταγωνισμού, η δημιουργία μιας πολυκλαδικής οικονομίας με πλουραλισμό μορφών ιδιοκτησίας και κατοχής.

Σε ότι αφορά την πολιτική διόρθωσης των αδυναμιών της αγοράς, προωθείται η θέσπιση υποχρεωτικών προδιαγραφών για το παγκόσμιο εργατικό δυναμικό και για το περιβάλλον, η δημιουργία κωδίκων και προτύπων για τις ξένες επενδύσεις, η κατοχύρωση μηχανισμών αναδιανομής και αποζημίωσης, η επίτευξη συμφωνιών για τις τιμές και την παροχή αγαθών, η δημιουργία κοινωνικού πλαισίου επενδυτικών προτεραιοτήτων μέσω δημόσιου διαλόγου και κυβερνητικών αποφάσεων και η διασφάλιση ενός βασικού εισοδήματος για όλους τους ενήλικες- ανεξάρτητα από τη θέση τους στην αγορά ή στις οικιακές δραστηριότητες. Για την προώθηση της Αγοράς υποστηρίζεται η παροχή προνομίων στις αναπτυσσόμενες χώρες με σκοπό την πρόσβαση στις αγορές και η θέσπιση συμβάσεων για την κινητικότητα του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού.

Για το ζήτημα της ασφάλειας προτείνεται η υιοθέτηση μιας παγκόσμιας κοινωνικής χάρτας, η ύπαρξη μόνιμων στρατιωτικών δυνάμεων για τη διατήρηση της ειρήνης και για την  αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, ο έλεγχος της αποτελεσματικότητας των παγκόσμιων αναπτυξιακών μέτρων για τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ισότητα.

Στον τομέα των πολιτικών δικαιωμάτων προτείνεται η δημιουργία μιας πλειάδας αυτοδιευθυνόμενων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.  

Τέλος, αλλά όχι έσχατο, πέραν των βασικών ηθικών αξιών και της ανάγκης λήψης βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων οι Held και McGrew θεωρούν πως για την ευόδωση του συγκεκριμένου σχεδίου είναι απαραίτητη η ύπαρξη ορισμένων θεσμικών και πολιτικών προϋποθέσεων: δραστήρια κράτη, προοδευτικοί παγκόσμιοι συνασπισμοί (που περιλαμβάνουν δυτικά και αναπτυσσόμενα κράτη, καθώς και δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών), ισχυροί πολυμερείς θεσμοί, ανοιχτή ‘περιφερειοποίηση’, παγκόσμια κοινωνία των πολιτών, καθεστώτα αναδιανομής, ρύθμιση των παγκόσμιων αγορών, υπερεθνική δημόσια σφαίρα (Held και McGrew 2004: 202- 203).

 

Β) Τα όρια και οι αντιφάσεις της ΚΔ

            Οι ίδιοι οι θιασώτες της ΚΔ επιχειρώντας να κάνουν έναν απολογισμό του περιεχομένου και της θεωρητικής προσφοράς της ΚΔ θεωρούν ότι μολονότι έχει εμπνευστεί από τις σύγχρονες θεωρίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας έχει, ταυτόχρονα, ενσωματώσει στοιχεία από την κριτική θεωρία καθώς και τις θεωρίες περί συμμετοχικής δημοκρατίας και πολιτεακής δημοκρατίας (civic republicanism). Διαχωρίζεται από το φιλελεύθερο διεθνισμό λόγω της ριζοσπαστικής θεματολογίας της, ενώ χαρακτηρίζεται από σκεπτικισμό απέναντι στις κρατικο- κεντρικές έννοιες της δημοκρατίας (McGrew 2002: 161).

            Πράγματι, οι θέσεις της ΚΔ αποτελούν ένα εκλεκτικιστικό ιδεολογικό αμάλγαμα όλων των παραπάνω θεωρητικών ρευμάτων και στη συνέχεια της παρούσας μελέτης θα ασχοληθούμε με την κριτική ανασκευή τους. Η επιχειρηματολογίας μας χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα αφορά περισσότερο τις εσωτερικές αντιφάσεις του προτάγματος όπου στην αρχή θέτουμε σε αμφισβήτηση τις δύο σταθερές που η ΚΔ θεωρεί πως υπάρχουν σε κάθε περίπτωση (παγκοσμιοποίηση και αντίθεση προς την ΚΔ), στη συνέχεια ασχολούμαστε με το θέμα της δημοκρατίας που αποτελεί, κατά τους συνηγόρους της ΚΔ, την ουσία αυτού του προτάγματος  και τέλος, ασκούμε κριτική στο ρόλο και στη λειτουργία του βασικού φορέα προώθησης της ΚΔ, τους ΜΚΟ. Το δεύτερο τμήμα έχει ως περιεχόμενο την ανάπτυξη μιας μαρξιστικής προβληματικής σε σχέση με τον θεωρητικό πυρήνα της ΚΔ που εκτιμούμε πως είναι έντονα επηρεασμένος από τη θεωρία του μεταμοντερνισμού

 

1) Οι εσωτερικές αντινομίες της ΚΔ

ι) Οι αμφισβητούμενες σταθερές της  ΚΔ

            Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράματα με τη σειρά. Η πρώτη σταθερά της ΚΔ είναι ότι θεωρεί πως η ιστορική εξέλιξη των  τελευταίων ετών, του διαστήματος δηλαδή που αναδύεται η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά την έκφραση μιας διαπάλης μεταξύ των δυνάμεων που επιθυμούν την εγκαθίδρυση της ΚΔ και αυτών που την αντιστρατεύονται. Ήδη μέχρι εδώ μπορούμε να διατυπώσουμε τις πρώτες μας δύο ενστάσεις που αφορούν αφενός το κατά πόσο υπάρχει παγκοσμιοποίηση και αφετέρου την ασάφεια του περιγραφόμενης αντίθεσης μεταξύ «κοσμοπολιτικών» και «μη- κοσμοπολιτικών» δυνάμεων.

            Σχετικά με το κατά πόσο υπάρχει παγκοσμιοποίηση έχουμε αναφερθεί αναλυτικά αλλού (Σακελλαρόπουλος 2004; Σακελλαρόπουλος 2005). Πολύ συνοπτικά, μόνο, θα πούμε πως οι όποιες αλλαγές λαμβάνουν χώρα στο σύγχρονο κόσμο αυτό γίνεται μέσα στο πλαίσιο του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης και των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Το παραπάνω  σημαίνει πως δεν υπάρχουν γενικά και αόριστα ουδέτερες λειτουργίες που οδηγούν στην εξέλιξη της τεχνολογίας, στη διεθνοποίηση των οικονομιών, στη δημιουργία των λεγόμενων υπερεθνικών οργανισμών. Όλα αυτά γίνονται κάτω από την τάση του κεφαλαίου να αναζητεί πεδία μεγαλύτερης κερδοφορίας επιταχύνοντας τους ρυθμούς ανάπτυξής τους και συγκροτώντας, έτσι, θεσμικά σύνολα που αναλαμβάνουν τη διαχείριση των διαδικασιών απελευθέρωσης των αγορών χρήματος και εμπορευμάτων. Ωστόσο, οι προυπάρχουσες ανισότητες συνεχίζουν να είναι υπαρκτές και να αναπαράγονται Αυτό σημαίνει πως οι επιστημονικές εξελίξεις και τα οφέλη που δημιουργούνται από αυτές κατανέμονται άνισα μεταξύ των κρατών αλλά και μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Κατά συνέπεια, πάντα συνεχίζει να υπάρχει μιαν απόσταση η οποία έχει μόνο δεν καλύπτεται αλλά διευρύνεται. Αυτό οφείλεται στο νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης για τον  οποίο μίλησε πρώτος ο Λένιν (βλ. παρακατ). Κατά συνέπεια αυτό που χαρακτηρίζει το σύγχρονο κόσμο δεν είναι η δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινότητας αλλά η δυνατότητα αφενός των ισχυρότερων κρατών να αυξάνουν τη συμμετοχή τους στην κατανομή του παγκόσμιου πλούτου και αφετέρου το ίδιο να συμβαίνει και με το  μερίδιο της κυρίαρχης τάξης σε σχέση με τις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις. Λίγα στατιστικά στοιχεία είναι επαρκή για να πείσουν και τον πιο δύσπιστο. Η σχέση μεταξύ του πλουσιότερου και του φτωχότερου πέμπτου του πλανήτη έχει περάσει από 30 προς 1 που ήταν το 1960  σε 60 προς 1 το 1990 και σε 74 προς 1 το 1997 -τη στιγμή που η σχέση αυτή το 1820 ήταν 3 προς 1, το 1870 7 προς 1 και το 1913 11 προς 1 (Canada…2000: 2). Τα τελευταία  30 χρόνια έχει μειωθεί η συμμετοχή του φτωχότερου πέμπτου στον παγκόσμιο πλούτο από 2,3% σε 1,4% (Rich 2000: 8). Ταυτόχρονα και στις χώρες της αναπτυγμένης δύσης η ανισοκατανομή εισοδήματος εμφανίζεται ιδιαίτερα οξυμένη δεδομένου ότι το 20% των πιο εύπορων κατοίκων παρουσιάζεται να κατέχει από 3,5 έως 14 φορές περίπου περισσότερο εισόδημα από ότι το αντίστοιχο 20% των πιο φτωχών κατοίκων (Σακελλαρόπουλος 2004: 269).

            Η δεύτερη σταθερά αφορά την, υποτιθέμενη, αναδυόμενη αντίθεση μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων της ΚΔ. Στην πραγματικότητα δε γίνεται εύκολα κατανοητό ποιοι είναι οι εχθροί της ΚΔ. Τα κράτη γενικά ως θεσμοί που επιδιώκουν να ελέγχουν όσες περισσότερες πλευρές της καθημερινότητας των ανθρώπων; Τα πιο ισχυρά κράτη τα οποία επιθυμούν να σφραγίσουν με τα δικά τους συμφέροντα την όλη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης; Στα συγκεκριμένο ερωτήματα δεν υπάρχει απάντηση διότι αυτό που ενδιαφέρει κύρια είναι η υπέρβαση του κράτους ανεξαρτήτως από το ταξικού πλαισίου που επικρατεί. Κατά συνέπεια επινοούνται ορισμένοι εικονικοί αντίπαλοι με σκοπό να ενισχυθεί η διαδικασία εξόδου από το Κράτος. Έτσι αυτό που υπογραμμίζεται είναι τα θετικά της παγκοσμιοποίησης και η ανάγκη υποχώρησης των εχθρών για να μπορέσει να αναδειχθεί η υποστήριξη στην εμβάθυνση της δημοκρατίας εντός και εκτός συνόρων. Βέβαια, δύσκολα θα βρεθεί κανείς να έχει αντίρρηση σε ένα τέτοιο λογικοφανές αίτημα. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν  γίνεται προσπάθεια να προσδιοριστεί το περιεχόμενο, όχι απλά οι διαδικασίες, αυτής της δημοκρατίας και τότε είναι που αναδεικνύεται η απουσία απαντήσεων από την πλευρά της ΚΔ. Ας περάσουμε, λοιπόν, στο ζήτημα της δημοκρατίας.

 

ιι) Το ζήτημα της δημοκρατίας

Η ΚΔ διατρανώνει σε κάθε ευκαιρία την πίστη της στο ιδανικό και την αναγκαιότητα της δημοκρατίας. Η δική μας κριτική θα εκταθεί σε δύο  επίπεδα: στο πρώτο επίπεδο θα δείξουμε πως δεν υπάρχει μια δημοκρατία αλλά διαφορετικές μορφές ταξικής δημοκρατίας η δε δημοκρατία που έχουμε γνωρίσει τους 200 τελευταία χρόνια δεν είναι μορφή λαϊκής εξουσίας αλλά τρόπος πολιτικής κυριαρχίας των δυνάμεων του κεφαλαίου. Στο δεύτερο επίπεδο θα δείξουμε πως και αυτό το προτεινόμενο μοντέλο της ΚΔ πάσχει από σωρεία εσωτερικών αντιφάσεων τις οποίες δεν μπορεί να υπερβεί.

Σχετικά, λοιπόν,  με το ζήτημα της δημοκρατίας η ταξική φύση του Κράτους είναι εκείνη που προσδιορίζει και το περιεχόμενο της «δημοκρατίας». Οι θιασώτες της ΚΔ θεωρούν πως υπάρχει μια εγελιανή ουσία της δημοκρατίας, την οποία περιορίζει το κράτος και η οποία μπορεί να αναπτυχθεί στο έπακρον εντός των θεσμών που θα διαμορφώσει η ΚΔ.  Ωστόσο, η δημοκρατία είτε εκτός είτε εκτός του αστικού κράτους είναι μια δημοκρατία με κοινωνικό πρόσημο. Εντός του αστικού του κράτους δεν υπάρχει μια «καχεκτική δημοκρατία» αλλά μια αστική δημοκρατία. Το Κράτος, η πολιτική εξουσία, εκπορεύεται τη δυνατότητα να κυριαρχεί μέσω της νομιμοποίησης που απολαμβάνει,  λόγω της εκλογής της από ένα καθολικό εκλογικό σώμα. Ωστόσο, η συγκέντρωση της προσοχής στο -αντικειμενικά υπαρκτό- γεγονός της τυπικής ισότητας κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας, αποκρύπτει το -εξίσου υπαρκτό- γεγονός μιας προηγηθείσης διαδικασίας πολιτικής επιρροής,  ιδιαίτερα άνισης (Μίλιμπαντ 1984: 260). Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, οι εκλογές δεν αποτελούν παρά μία φωτογραφία στάσεων, διαθέσεων και αντιλήψεων των κοινωνικών ομάδων, που διαμορφώνονται "μέσα στις κοινωνικές πρακτικές όπως αυτές δομούνται μέσα στις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και στους θεσμούς που τις αποκρυσταλλώνουν" (Weber 1987: 21). Ο Λ. Αλτουσέρ θεωρεί τη διαδικασία των εκλογών ως ιδεολογικό μηχανισμό που εγκαλεί και ενσωματώνει τους πολίτες, χωρίς καμία μεσολάβηση, στις διαδικασίες της πολιτικής αναπαραγωγής. Οι εκλογείς αποδέχονται τους κανόνες λειτουργίας ως απόλυτα "κανονικούς" και επωφελείς για τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους (Αλτουσέρ 1987: 43). Κατά συνέπεια το πρόβλημα με τη δημοκρατία δεν είναι πως είναι «κρατική», αλλά πως είναι αστική, δηλαδή πως έχει μορφή περιεχόμενο που συντελούν στην αναπαραγωγή των υφιστάμενων σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Άρα η οποιαδήποτε «έξοδος» από το κράτος θα πρέπει να περιλαμβάνει και αλλαγή του κοινωνικού προσήμου της δημοκρατίας, αλλιώς δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά μια αστική δημοκρατία σε πιο ευρεία γεωγραφικά πλαίσια.

Από εκεί και πέρα το όλο εγχείρημα μπορεί να διατρανώνει την πίστη στην ανάγκη εμβάθυνσης της δημοκρατίας αλλά μια πιο προσεκτική μελέτη του σχεδίου οδηγεί σε αντίθετα συμπεράσματα.

            Καταρχήν ενώ υπάρχει μια διαρκής αναφορά στην ανάγκη τα δημοκρατικά κράτη να συνεισφέρουν στην ευόδωση του κοσμοπολιτικού ιδανικού, πουθενά δεν υπάρχει ξεκάθαρη περιγραφή για το ποια συγκεκριμένα κράτη είναι δημοκρατικά και ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία χαρακτηρίζεται ένα κράτος ως δημοκρατικό (Mouffe 2004: 66). Το αποτέλεσμα είναι η όλη προβληματική να μοιάζει επικεντρωμένη στη δυτική προσέγγιση του κόσμου[9] (Calhoun 2003: 91) θυμίζοντας περισσότερο εκδοχή αποικιακής λογικής παρά κοσμοπολιτικό πνεύμα το οποίο θα πρέπει, υποτίθεται, να εκφράζει μια σύμμειξη των υφιστάμενων αντιλήψεων.

            Ταυτόχρονα οι πολλαπλοί, πολυδαίδαλοι και πολύπλοκοι θεσμοί εξουσίας που προβλέπονται δημιουργούν ένα καθεστώς αδυναμίας συμμετοχής και ελέγχου για την πλευρά των απλών πολιτών. Αντίθετα όλη αυτή η μορφή πολύμορφης γραφειοκρατίας ευνοεί την ανάδειξη νέων στελεχών επιφορτισμένων με τη διαχείριση των κοινών. Πρόκειται για μια πραγματικότητα, η οποία μοιάζει πολύ με την εσωτερική κατάσταση που συναντά κανείς στους ΜΚΟ, την οποία δε μπορούν να ακυρώσουν ούτε οι αναφορές για την πραγματοποίηση δημοψηφισμάτων.  Κι αυτό γιατί μια συχνή προσφυγή σε δημοψήφισμα για οποιοδήποτε ζήτημα οδηγεί στη σταδιακή αδιαφορία και από-πολιτικοποίηση, ενώ η άλλη πρακτική, δηλαδή η πραγματοποίηση δημοψηφισμάτων μόνο για μείζονα ζητήματα, εμπεριέχει όλα τα αρνητικά που αναφέραμε για το κοινωνικό (ταξικό) πρόσημο της δημοκρατίας και των κοινοβουλευτικών εκλογών. Είναι δηλαδή μια διαδικασία  που σε πολύ μεγάλο βαθμό επικαθορίζεται από τα ΜΜΕ και τις στρατηγικές της κυρίαρχης τάξης. 

            Από εκεί και πέρα προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως οι θιασώτες της ΚΔ εμμένουν στο να θεωρούν πως η συμμετοχή στις πολυποίκιλες ομάδες συμφερόντων αποτελεί δείγμα εμβάθυνσης της δημοκρατίας σε αντιδιαστολή με  τη συμμετοχή στα «παρημασμένα» και «ξεπερασμένα» εθνικά κόμματα που διαχειρίζονται την πολιτική αντιπροσώπευση σε κεντρικό- εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, βάση αυτής της λογικής, αυτό που κυριαρχεί είναι μια προνομιμοποίηση της ηθικής έναντι της  πολιτικής, δηλαδή των δικαιωμάτων έναντι της αντιπροσώπευσης. Η πολιτική δραστηριοποίηση πραγματοποιείται εκτός των παραδοσιακών πολιτικών θεσμών μεταφερόμενη σε μια σφαίρα που κυριαρχείται από τις ομάδες συνηγορίας για κάποιο ζήτημα και από τις μονοθεματικές καμπάνιες, οι οποίες λειτουργούν περισσότερο ως ομάδες λομπιστών παρά ως μορφές πολιτικής εκπροσώπησης (Chandler 2003; Mouffe 2004: 66. Με τον τρόπο αυτό παύει η έννοια της πολιτικής δέσμευσης και της πολιτικής ταυτότητας - έννοιες που είχαν να κάνουν με σχέσεις ταξικής εκπροσώπησης- και υπερισχύει η μεταμοντέρνα φιγούρα (αλλά και η ιδεολογία) του απομονωμένου ιδιώτη χωρίς συγκεκριμένες πολιτικές και ταξικές αναφορές- αλλά ούτε και αντίστοιχες πρακτικές. Ενισχύεται μια ήπια μορφή πολιτικής παρέμβασης, που έπεται της εργασίας (και χρονικά και ως προτεραιότητα) και δεν έχει σχέση με αυτή, που δεν απαιτεί ολόπλευρη στράτευση, που αφορά ευρέως αποδεκτά επίδικα αντικείμενα, που απευθύνεται κατεξοχήν σε άτομα και όχι σε τάξεις ή κοινωνικές κατηγορίες και η οποία σε καμία περίπτωση δεν απαιτεί συγκρούσεις ή ρήξεις με την κυρίαρχη πολιτική, λειτουργώντας ως το «ηθικό» συμπλήρωμά της.

Το ζήτημα της κινητοποίησης των πολιτών γύρω από ένα συγκεκριμένο ζήτημα φέρνει στην επιφάνεια το ρόλο και τις δραστηριότητες των ΜΚΟ- θεσμών κλειδί για τη διαμόρφωση της ΚΔ

 

ιιι) Σχετικά με το ζήτημα των ΜΚΟ

            Κεντρικό όχημα στη θεωρία της ΚΔ αποτελεί η ύπαρξη των ΜΚΟ που θεωρούνται ως ένας από τους βασικούς πυλώνες που θα οδηγήσουν στην ΚΔ και στην εμβάθυνση της δημοκρατικής λειτουργίας των παγκόσμιων θεσμών. Ωστόσο και αυτό το επιχείρημα είναι έωλο, δεδομένου πως οι ΜΚΟ ούτε «ουδέτεροι» ούτε «ανεξάρτητοι» οργανισμοί είναι.

            Πιο συγκεκριμένα, οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί αποτελούν στην πραγματικότητα παρακυβερνητικούς επιχειρηματικούς φορείς. Πρόκειται για κερδοσκοπικούς μηχανισμούς οι οποίοι εξαρτώνται από τις επιχορηγήσεις είτε εθνικών κρατών είτε διεθνών οργανισμών για να υλοποιήσουν τις δραστηριότητές τους’ για το λόγο αυτό αναπτύσσουν στενότατες σχέσεις (lobby) με τη γραφειοκρατία και το πολιτικό προσωπικό των χρηματοδοτών τους. Το εκάστοτε Κράτος, ή η Ευρωπαϊκή Ένωση, επιλέγει να ενισχύσει έναν ΜΚΟ μόνο στην περίπτωση που επιτελεί έργο σε περιοχές που το ενδιαφέρουν πολιτικά- που αποτελούν γεωγραφικούς χώρους στους οποίους επιθυμεί να αυξήσει την επιρροή του (Χιρς 2005: 85- 86). Αυτό το γνωρίζουν οι ΜΚΟ οι οποίοι φροντίζουν οι προτάσεις που υποβάλουν να αντιστοιχούν στις ιεραρχήσεις του συγκεκριμένου θεσμού. Οι δωρητές- είτε είναι κρατικοί θεσμοί, είτε υπερεθνικοί μηχανισμοί, είτε ιδιωτικές επιχειρήσεις-  είναι εκείνοι που θα αξιολογήσουν το έργο των ΜΚΟ και όχι οι άνθρωποι για τους οποίους, υποτίθεται, γίνεται όλη αυτή διαδικασία (Πέτρας- Βελτμέγιερ 2005: 177).

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως σε αντιδιαστολή με την υποτιθέμενη συσχέτισή των ΜΚΟ με τα δημοκρατικά ιδεώδη όλη αυτή η κατάσταση συντελεί στην ανάδυση μιας όχι ιδιαίτερα δημοκρατικής λειτουργίας. Αυτό που ενδιαφέρει τα διευθυντικά στελέχη είναι η προσπόριση πρόσθετων πόρων χωρίς να δίνεται σημασία στο τι μπορεί να επιθυμούν τα απλά μέλη ή ο ευρύτερος περίγυρος που υποστηρίζει τις ενέργειες του ΜΚΟ. Πόσο μάλλον που η ιεραρχία δεν είναι εκλεγμένη, σε αντίθετη με τις εθνικές κυβερνήσεις, και ως εκ τούτου δεν είναι και υποχρεωμένη να απολογηθεί για το έργο και τις προτεραιότητές της (Chandler 2003: 336).    

Σε ότι αφορά τώρα τις αρετές που παρουσιάζει η χρησιμοποίηση των θεσμών αυτών, οι ΜΚΟ έχουν το πλεονέκτημα να είναι ευέλικτοι οργανισμοί οι οποίοι μπορούν σε σύντομο χρονικό διάστημα να εκπληρώσουν μια αποστολή σε αντιδιαστολή με τις γραφειοκρατικά χρονοβόρες διαδικασίες που απαιτεί η δράση των κρατικών μηχανισμών (Cusimano 2000: 260). Παράλληλα το «ουδέτερο» του χαρακτήρα τους καθιστά δύσκολη την άρνηση εισόδου τους σε μια «ευαίσθητη» περιοχή- πράγμα που δεν συνέβαινε τόσο εύκολα στην περίπτωση ενός Κράτους ή ενός Διεθνή οργανισμού (Ρόζενμπεργκ/ Ραγκούσης 1998: 198). Δεν  είναι τυχαίο πως στην κρίσιμη δεκαετία του ‘80 όπου πολλές ανακατατάξεις έλαβαν χώρα, αρκετοί ΜΚΟ χρηματοδοτήθηκαν για την εκπόνηση μελετών σχετικά με τις προβολή λύσεων «δημοκρατικής μετάβασης» δεδομένου η πτώση αντιδημοκρατικών καθεστώτων ήταν πιθανό να οδηγήσει σε «ακυβερνησία», δηλαδή στην εμφάνιση μαζικών κινημάτων που θα ζητούσε σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (Πέτρας- Βελτμέγιερ 2005: 177). Κάτω από το πλαίσιο δεν θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως περίπου το 1/3 των εσόδων τους στις ΗΠΑ και την Βρετανία προέρχεται από κρατικούς προϋπολογισμούς ενώ για τους μεγαλύτερους από αυτούς το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 50% (Χουλιάρας 1997: 22) και για ορισμένους φτάνει μέχρι και το 60-70% (Natsios 1996: 69). Κατά συνέπεια η τόσο έντονη εξάρτησή τους από τις πάσης φύσης χρηματοδοτήσεις τις καθιστά μια μορφή «ηθικών επιχειρήσεων» που λειτουργούν στη βάση οικονομικών περιορισμών (Χιρς 2005: 77).

Οι ΜΚΟ δρουν μέσα στις πολιτικές συνθήκες της διεθνούς ασφάλειας και ειρήνης τις οποίες τα ίδια τα κράτη έχουν δημιουργήσει και συντηρούν. Όπου κι αν παρεμβαίνει ένας ΜΚΟ δεν παύει να είναι φιλοξενούμενος ενός Κράτους και λειτουργεί σεβόμενος τη νομοθεσία αυτού του Κράτους (Jackson 2000: 107-108). Ακόμα και στην περίπτωση της πρώην  Γιουγκοσλαβίας όπου χρησιμοποιήθηκαν ΜΚΟ ως προπομποί της στρατιωτικής εισβολής (Σακελλαρόπουλος 2004: 279- 280) υπήρξαν κάποια κράτη που τους υποστήριξαν, και ενίοτε οι διάφορες χρηματοδοτήσεις που δίνονται σε ΜΚΟ χρησιμεύουν ως μορφές επιρροής απέναντι στο καθεστώς του συγκεκριμένου Κράτους (Χιρς 2005: 76).

            Η παραπάνω περιγραφή των ΜΚΟ οδηγεί στο συμπέρασμα πως στην πραγματικότητα αποτελούν θεσμούς συμπληρωματικούς προς την αγορά και το νεοφιλελευθερισμό. Οι υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν λειτουργούν ως «κοινωνικό μαξιλάρι», ως μορφές διαμεσολάβησης και ενσωμάτωσης των κοινωνικών κραδασμών μεταξύ αντιτιθέμενων τάξεων (Πέτρας 2005: 17). Η ρητορική αντίθεση που έχουν με τους κρατικούς θεσμούς και η υπογράμμιση της ανάγκης υποστήριξης μιας κοινωνίας των πολιτών συντελούν αφενός στην ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομίας μέσω της ανάληψης βραχυπρόθεσμων προγραμμάτων κοινωνικής προσφοράς από εθελοντές- αντί της ύπαρξης ενός δημόσιου τομέα με ευρύ πεδίο κοινωνικών δραστηριοτήτων – και αφετέρου στην ουδετεροποίηση των κοινωνικών αναφορών με τη γενική- και αταξική- επίκληση του όρου πολίτης σε αντιδιαστολή με ταξικά φορτισμένους όρους όπως εργάτης, αγρότης, καπιταλιστής κλπ

 

2) Η μεταμοντέρνα διάσταση της ΚΔ

Η ΚΔ εμπεριέχει πληθώρα μεταμοντέρνων στοιχείων ακριβώς γιατί βασικές παράμετροι της προβληματικής της αποτελούν ορισμένα από τα θεμελιώδη στοιχεία του μεταμοντερνισμού.  Ας γίνουμε πιο σαφείς: Τι είναι το μεταμοντερνισμός; Ο Λυοτάρ (Lyotard 1984) τον ορίζει ως την απόρριψη των μεγάλων αφηγήσεων όπως είναι ο Διαφωτισμός, η ψυχανάλυση ή ο μαρξισμός αλλά και τα κοινωνικο-ιστορικά αναλυτικά σχήματα μεγάλης διάρκειας (longue durée). Στην ουσία πρόκειται για την απόρριψη ερμηνευτικών σχημάτων τα οποία περικλείουν την τάση ανακάλυψης μιας μορφής αλήθειας γύρω από τον κόσμο (Smith 1997: 181). Είναι αυτό που ο Μανχάιμ ονόμασε καθολικά ιδεολογικά συστήματα τα οποία εμπεριέχουν μια ολιτιστική κοσμοθεώρηση (Weltanschauung) του κοινωνικού γίγνεσθαι (Μανχάιμ 1997: 78-82). Με τη μετανεωτερικότητα δημιουργείται ένα διαφορετικό πλαίσιο όπου μαθαίνουμε να ζούμε με όλες εκείνες τις αμφιβολίες και τις αβεβαιότητες που συνδέθηκαν με τη νεωτερικότητα (Smart 1993: 12). Η νέα πραγματικότητα που αναδύεται περιλαμβάνει πολλές επιμέρους επιστημονικές τομές: διαφορετική αντίληψη της έννοιας του χώρου και του χρόνου, εξάλειψη της εμπιστοσύνης στη συσχέτιση μεταξύ επιστημονικών και ηθικών προταγμάτων, θρίαμβο της αισθητικής έναντι της ηθικής ως βασικό αντικείμενο του ενδιαφέροντος των διανοουμένων, κυριαρχία των εικόνων έναντι των αφηγήσεων, εφημερότητα και κατακερματισμός υπερτερούν απέναντι στις αιώνιες αλήθειες και στις ενιαίες πολιτικές, ενώ οι εξηγήσεις έχουν μετατοπιστεί από το χώρο των υλικών και πολιτικο- οικονομικών θεμελίων προς αυτόν τον αυτόνομων πολιτιστικών και πολιτικών πρακτικών (Harvey 1990: 328), τέλος, στις Διεθνείς Σχέσεις εισέρχεται το τέλος των βεβαιοτήτων που σχετίζονταν με την εδαφικότητα και την κρατική κυριαρχία (Scholte 1997). Στο μεθοδολογικό επίπεδο, αυτό που μένει είναι μια επιφάνεια απαλλαγμένη από κάθε μορφή βάθους, ένα παρόν το οποίο δεν συνδέεται ούτε με το μέλλον ούτε με το παρελθόν, σύμβολα που δεν σημαίνουν παρά σύμβολα, αλληλουχίες κατατμησμένων συνόλων που καμία σχέση δεν έχει  το ένα με το άλλο, υπέρβαση των συνόρων, πολλαπλότητα πραγματικοτήτων. Για τη μεταμοντέρνα θεωρία δεν υπάρχει κοινωνική συνάφεια και αιτιότητα προς όφελος της πολλαπλότητας του πλουραλισμού, του κατακερματισμού και της απροσδιοριστίας (Best/ Douglas 1991).

Η συγκεκριμένη συσχέτιση των παραπάνω με την ΚΔ εντοπίζεται σε τέσσερα επίπεδα: στο γενικό επίπεδο, στο επίπεδο του Κράτους,  στο επίπεδο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και στο επίπεδο των κοινωνικών τάξεων.

 

ι)Το γενικό επίπεδο

H ΚΔ βλέπει το σύγχρονο κόσμο ως ένα συνονθύλευμα φορέων οι οποίοι δρουν κάθετα και οριζόντια συμμετέχοντας με ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο τρόπο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Δεν υπάρχει σταθερές, δεν υπάρχουν ιεραρχίες, δεν υπάρχουν καλά- καλά ούτε συγκεκριμένες δομές. Ο πολυεπίπεδος και μεταβλητός χαρακτήρας της σύγχρονης πραγματικότητας επιτρέπει οι συσχετισμοί και ο ρόλος του κάθε φορέα να αναβαθμίζεται ή να υποβαθμίζεται  ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο δραστηριοποιείται. Βέβαια, θα μπορούσε να ειπωθεί, αυτό ακριβώς συνέβαινε και στο παρελθόν. Όντως συνέβαινε αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Προ «παγκοσμιοποίησης» σε κάθε χώρο άσκησης εξουσίας υπήρχε ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μια σχετική αυτονομία ενός φορέα σε σχέση με τους υπόλοιπους η οποία, όμως, επικαθοριζόταν από το συνολικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούσε ο συγκεκριμένος φορέας. Για παράδειγμα, το δημοτικό συμβούλιο ενός δήμου προωθούσε τα ιδιαίτερα συμφέροντα της συγκεκριμένης περιοχής, ωστόσο η όποια τοπική πολιτική δεν μπορούσε να αντιστρατεύεται τους γενικότερους  κρατικούς σχεδιασμούς. Αυτό, σύμφωνα με την ΚΔ, έχει πια αλλάξει μια και δεν υπάρχουν οι σταθερές σχέσεις ιεραρχίας του παρελθόντος, κατά συνέπεια η τοπική κοινωνία μπορεί να απευθυνθεί και σε περιφερειακό επίπεδο (πχ σε επίπεδο ΕΕ), αλλά και σε παγκόσμιο, να έρθει σε επαφή με κινήσεις πολιτών, να παρέμβει στα διεθνή φόρα κλπ.

 

ιι) Το επίπεδο του Κράτους

Τα παραπάνω είναι που οδηγούν σε μια σύγκλιση μεταξύ των θεωρητικών της ΚΔ και αυτών της «παγκοσμιοποίησης» που θεωρούν πως ο ρόλος του κράτους υποβαθμίζεται δεδομένης της ανάδειξης των νέων πολιτικών δυνάμεων. Ειδικότερα σύμφωνα, με τους Featherstone/ Lash το παγκοσμιοποιημένο έχει ξεκινήσει να αντικαθιστά το έθνος- κράτος ως το βασικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγονται οι κοινωνικές δραστηριότητες (Featherstone/ Lash 1995: 1-2). Αυτό συμβαίνει γιατί οι παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες και θεσμοί έχουν εισβάλει στο εσωτερικό του εθνικού κράτους διαλύοντας τα θεωρητικά (conceptual) και γεωγραφικά σύνορα πάνω στα οποία βασίστηκε η θεωρία και η πρακτική της κρατικής κυριαρχίας. Το αποτέλεσμα είναι τα κράτη να μην έχουν άλλη  επιλογή από το να μεταφέρουν την εξουσία τους σε εθνικούς και υπερεθνικούς θεσμούς (Camilleri/ Falk 1992: 98-9).

Μορφή του αποδυναμωμένου κράτους είναι η εμφάνιση του Κράτους- δικτύου. Σύμφωνα με τους Carnoy /Castels υπάρχουν πολλοί μεμονωμένοι θεσμοί οι οποίοι λειτουργούν με τη μορφή δικτύου στο εσωτερικό του οποίου υπάρχει μια συνεχής  και αλληλεξαρτώμενη διαπραγμάτευση: εθνικές κυβερνήσεις, υπερεθνικά σώματα, διεθνείς θεσμοί, τοπικές κυβερνήσεις, περιφερειακές διοικήσεις, ΜΚΟ. Όλοι αυτοί οι φορείς διαπλέκονται και οι αποφάσεις καθώς και οι σχέσεις εκπροσώπησης λαμβάνουν χώρα σε όλο το μήκος του δικτύου- όχι απαραίτητα βάση του παλαιότερα ιεραρχημένου τρόπου οργάνωσης. Το κράτος της εποχής της Πληροφορικής είναι το Κράτος- δίκτυο όπου όλοι οι κόμβοι βρίσκονται να αλληλοεπιδρούν ο ένας με τον άλλο και είναι το ίδιο απαραίτητοι για τη διαμόρφωση των κρατικών λειτουργιών. (Carnoy- Castells 2001: 411). Το Κράτος έχει μετατραπεί σε ένα πεδίο όπου λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις με κατακερματισμένο τρόπο, δεδομένης της διείσδυσης των διεθνών ομάδων (κυβερνητικών και μη- κυβερνητικών) οι οποίες κατέχουν ισχύ ανάλογη αυτής των εσωτερικών δυνάμεων και φορέων (Held 1995: 90).  Το αποτέλεσμα είναι σε αυτές τις διαδικασίες, όπου ενίοτε λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις, το κράτος να βρίσκεται να συνδιαλέγεται με κυβερνητικούς, παρακυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς φορείς ως ίσος προς ίσο (Jessop 1997: 575), ουσιαστικά συμμετέχοντας σε μια νέα μορφή δικτυακής οργάνωσης της εξουσίας (Αlbrow 1996: 259). Όλες αυτές οι διαδικασίες στηρίζονται σε αυτό που Jessop ονομάζει  μετα- διακυβέρνηση (metagovernance) που είναι αφενός η οργάνωση του θεσμικού πλαισίου και των κανόνων για τους ατομικούς  (individual) τρόπους governance και αφετέρου η αναδιάταξη των συσχετισμών μεταξύ διαφόρων τρόπων  διακυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ΕΕ, της οποίας οι θεσμοί λειτουργούν λιγότερο ως οι μηχανισμοί ενός υπερεθνικού κυρίαρχου κράτους και περισσότερο ως κόμβοι στο εκτεταμένο  πλέγμα των μετα- διακυβενρητικών δραστηριοτήτων. Με αυτό τον τρόπο έχουν ένα κεντρικό ρόλο στην ενορχήστρωση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής  στο εσωτερικό και κατά μήκος διαφορετικών βαθμίδων δράσης στις οποίες εμπλέκεται ένα μεγάλο εύρος από  επίσημα, οιονεί επίσημα, ιδιωτικά οικονομικά  και civil συμφέροντα  (Jessop 2002: 254). Στην ουσία ο μεγάλος μετασχηματισμός που διακρίνει το κράτος είναι ότι παύει πια να είναι sovereign authority. Στο πλαίσιο της μετα- διακυβέρνησης μετασχηματίζεται σε ένα συμμέτοχο, μεταξύ άλλων, στο πλουραλιστικό σύστημα καθοδήγησης όπου συνεισφέρει με τα δικά του εφόδια στις διαδικασίες των διαπραγματεύσεων (Jessop 2002: 243).

Οι εξελίξεις αυτές είναι που θα οδηγήσουν τον Sorensen στην υιοθέτηση της αντίληψης πως το βρισκόμαστε απέναντι σε ένα μεταμοντέρνο  κράτος το οποίο χαρακτηρίζεται από πολυεπίπεδη διακυβέρνηση η οποία στηρίζεται σε υπερεθνικούς, διεθνείς, εθνικούς και υποεθνικούς θεσμούς (σε πολλούς συνδυασμούς και σε πολλά επίπεδα). Οι υπερεθνικοί και διεθνείς θεσμοί είναι εκείνοι που αποτελούν τις πηγές των πολιτικών δικαιωμάτων, με ιδιαίτερο σεβασμό σε έννοιες όπως «η κοινότητα των πολιτών» ή «η κοινότητα των αισθημάτων» (Sorensen 2004: 162).

  Ποιο είναι το πρόβλημα με όλες αυτές τις θεωρίες; Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε πως υπάρχουν δύο ειδών προβλήματα που σχετίζονται αφενός με την αντίληψη ενός Κράτους- Υποκειμένου το οποίο χάνει τμήμα των κυριαρχικών του δικαιωμάτων, που μέχρι πρόσφατα του ανήκαν, και, αφετέρου,  με την αδυναμία κατανόησης της σημασίας και της λειτουργίας της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.

Σε ό,τι αφορά λοιπόν το ζήτημα του Κράτους οι παραπάνω θέσεις παρουσιάζουν το Κράτος- Υποκείμενο να εμφανίζεται αδύναμο να αντιδράσει απέναντι στη μείωση των εξουσιών του που προκαλεί η διαδικασία παγκοσμιοποίησης. Όμως, στο σημείο αυτό θα αντιτείνουμε πως το Κράτος δεν είναι Υποκείμενο, και δεν κατέχει δική του εξουσία (Poulantzas 1979: 80- 81), αλλά αντανακλά κοινωνικούς συσχετισμούς και αποκρυσταλλώνει ταξικές εξουσίες. Κι αυτό γιατί το κράτος στους καπιταλιστικούς σχηματισμούς δεν είναι ουδέτερο αλλά καπιταλιστικό κράτος που διαπερνάται από την ταξική πάλη και αναπροσαρμόζει τη στρατηγική του βάση αυτών των εξελίξεων με σκοπό πάντα την αναπαραγωγή των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του κεφαλαίου. Αυτός είναι ο ρόλος και η αποστολή του που πηγάζει από την ίδια τη φύση του. Δεν είναι κάτι που γίνεται τυχαία, ούτε παρεπιμπτόντως. Το κράτος διεθνοποιείται επειδή έτσι ανταποκρίνεται στα κοινωνικά συμφέροντα που δομικά εκπροσωπεί. Από τη στιγμή που η εγχώρια άρχουσα τάξη θα εκτιμήσει πως δεν τη συμφέρει η διαδικασία διεθνοποίησης το κράτος θα πάψει να είναι και διεθνοποιημένο. Με αυτή την έννοια δε μιλάμε για μια ιστορικά μη αναστρέψιμη πορεία της κρατικής φυσιογνωμίας αλλά για μια εξέλιξη κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένη.

            Σε ότι αφορά τη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού και δεδομένης  της αποστροφής προς τις σημαντικότερες από τις κρατικές λειτουργίες[10], δημιουργείται το ερώτημα  για το ποιος θα επιτελεί αυτές τις λειτουργίες  (Urbinati 2003: 78). Το ερώτημα δεν είναι καθόλου θεωρητικό αν λάβουμε υπόψη μας πως έχουν αρχίσει να δημιουργούνται ιδιωτικοί μισθοφορικοί στρατοί οι οποίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους προς κάθε ενδιαφερόμενο[11] καθώς και ιδιωτικές φυλακές σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ. Και δεν μπορούμε να καταλάβουμε γιατί μια τέτοια ιδιωτικοποίηση κρατικών υπηρεσιών είναι προς όφελος της δημοκρατίας και της συμμετοχής. 

            Είναι, όμως, το παραπάνω έστω και στοιχειωδώς εφικτό; Η φύση του καπιταλιστικού  συστήματος επιτρέπει μια διαφορετική μορφή οργάνωσης όπως αυτή του Κράτους δικτύου; Εδώ το πραγματικό ερώτημα είναι αν το κράτος είναι ένας ίσος προς ίσο συνέταιρος σε αυτά τα δίκτυα, πιο σωστά αν μιλάμε για ποιοτικά ίδια μεγέθη. Η απάντησή μας είναι αρνητική ακριβώς γιατί η ιδιαιτερότητα του κράτους συνδέεται με το ότι η κεφαλαιακή σχέση δεν μπορεί να αναπαραχθεί παρά μόνο μέσα σε συγκεκριμένες πολιτικές μορφές, εν προκειμένω τους εθνικούς κρατικούς σχηματισμούς: δηλαδή τις πολιτικές εκείνες μορφές που σχηματίστηκαν μέσα από την ίδια την ιστορία της ανάδυσης και διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και έδειξαν ότι είναι πιο αποτελεσματικές από άλλες που δοκιμάστηκαν όπως την αποικιακή εμπορική εταιρεία, την αυτοκρατορία, την αποικιοκρατική αυτοκρατορία, την πόλη – κράτος, το δίκτυο εμπορικών πόλεων (Μπαλιμπάρ – Βαλλερστάιν  1991: 137-138). Η συγκεκριμένη αντίληψη θα είχε ισχύ αν μπορούσε κανείς να υποστηρίξει τεκμηριωμένα πως πλέον ο τόπος αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι το παγκόσμιο σύστημα. Αναπαραγωγής και όχι εμφάνισης ή ύπαρξης και αυτό σημαίνει πολύ συγκεκριμένους όρους: Πρώτον, ότι έχουμε ενιαία παγκόσμια αγορά. Δεύτερον, ότι έχουμε παγκόσμια αστική τάξη και παγκόσμιο προλεταριάτο. Τρίτον, ότι υπάρχει παγκόσμιο κράτος.

            Από εκεί και πέρα, η πολεμική απέναντι στο Κράτος έχει και μια άλλη πολύ σημαντική διάσταση. Οι θιασώτες της ΚΔ προσπαθούν να θέσουν στο στόχαστρό τους το Κράτος, με ότι αυτό συμβολίζει. Δηλαδή την διαρκή, ασταμάτητη και αναπόδραστη επενέργεια της πάλης των τάξεων. Τον τρόπο με τον οποίο αυτή η πάλη (αναγκαστικά εθνική αφού οι τάξεις εξακολουθούν να αναπαράγονται σε εθνικό επίπεδο) δεν μπορεί παρά να επιβάλει αναγκαστικούς συμβιβασμούς και παραχωρήσεις από τις κυρίαρχες τάξεις, παραχωρήσεις που σε μεγάλο βαθμό διαμεσολαβούνται και μέσα από τις κρατικές λειτουργίες. Αλλά και πάνω από όλα τον τρόπο με τον οποίο η άνιση ιστορία της πάλης των τάξεων, η άνιση συμπύκνωσή της σε κάθε κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας εμπεριέχουν την δυνατότητα της κοινωνικής ρήξης και ανατροπής (Σακελλαρόπουλος- Σωτήρης 2004: 172).

 

ιιι) Ιμπεριαλισμός και ΚΔ

            Μέσα σε αυτή προβληματική μπορούμε να κατανοήσουμε και τις αδυναμίες που παρουσιάζει  η ΚΔ σε σχέση με το ζήτημα του Ιμπεριαλισμού. Είναι εντυπωσιακό πως ενώ ακόμα και συντηρητικοί στοχαστές επαναφέρουν την έννοια του Ιμπεριαλισμού (Cooper 2002, Wolf 2001)  αναφερόμενοι στην ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου, φιλελεύθερου Ιμπεριαλισμού, ενώ οι ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις συνεχίζονται αμείωτες (Κόσσοβο, Βοσνία, Αφγανιστάν, Ιράκ 1991, Ιράκ 2003), οι θιασώτες της ΚΔ αποφεύγουν ακόμα και την απλή χρήση του όρου. Οι λόγοι γι’ αυτή τη στάση είναι δύο. Από τη μια  είναι η εγγενής αδυναμία των θεωρητικών  της ΚΔ να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μαρξιστικό όρο, πιθανώς φοβούμενοι πως κάτι τέτοιο θα έθετε σε αμφισβήτηση του «ουδέτερου», «υπερταξικού» μοντέλου της ΚΔ στο οποίο προκρίνεται η αυταξία της ανάπτυξης και διεύρυνσης της «ουδέτερης» δημοκρατίας. Ο δεύτερος λόγος είναι πιο σημαντικός και συνδέεται  κατά κάποιο τρόπο σε όσα αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο σχετικά με την ιστορική εξέλιξη της λειτουργίας των καπιταλιστικών κρατών, μέσω της μετάβασης των πιο αναπτυγμένων στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού.

Η αύξουσα διεθνοποίηση του καπιταλισμού που σημειώθηκε μεταξύ των ετών 1870- 1914 μέσα από τις εξαγωγές κεφαλαίων, επενδύσεων και εμπορευμάτων και τη δημιουργία των πολυεθνικών επιχειρήσεων, θα συντελέσει στη πολυεπίπεδη (Πουλαντζάς 1975: 27) διαπλοκή μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών σχηματισμών και στη διαμόρφωση της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Ο όρος πολυεπίπεδη χρησιμοποιείται για να γίνει κατανοητό πως δεν πρόκειται για τη δημιουργία μιας πυραμίδας όπου οι οικονομικά προηγμένες χώρες βρίσκονται στις ανώτερες θέσεις και οι οικονομικά καθυστερημένες στις κατώτερες. Στην πραγματικότητα η λειτουργία της αλυσίδας είναι διττή και αφορά αφενός την ένταξη σχηματισμών σε αυτή και αφετέρου την ιεράρχιση στο εσωτερικό της. Ειδικότερα, το πέρασμα στο μονοπωλιακό στάδιο σε μια σειρά από συγκεκριμένους κοινωνικούς σχηματισμούς είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη των δυνατοτήτων οικονομικής και γεωγραφικής επέκτασης των κεφαλαιουχικών δραστηριοτήτων. Εννοείται ότι τόσο οι συγκεκριμένοι αναπτυγμένοι εθνικοί σχηματισμοί όσο και το σύνολο των κρατών σε παγκόσμιο επίπεδο απόκλιναν σημαντικά μεταξύ τους. Η ένταξή τους στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν ήρθε ως αποτέλεσμα ενός ουσιολογικού μετασχηματισμού σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά ως συνέπεια της έκκρισης πιέσεων από το ένα κράτος στο άλλο. Πιέσεων οικονομικών, λόγω των διαφορών παραγωγικότητας που σχετίζονται με τις διαφοροποιήσεις στην ιστορική εξέλιξη κάθε κράτους, αλλά και πιέσεων πολιτικών/ γεωστρατιωτικών λόγω της δυσανάλογης ισχύος ορισμένων κρατών. Η σύνδεση, ένας άλλος δόκιμος όρος θα ήταν αυτός της ετεροβαρούς αλληλεξάρτησης, των κρατών μέσα από αυτές τις διαδικασίες οδήγησε στο σχηματισμό της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στην οποία συμμετέχουν όλα τα καπιταλιστικά κράτη: το επίπεδο ανάπτυξής τους δεν σχετίζεται με τη συμμετοχή τους αλλά με τη θέση που καταλαμβάνουν στο εσωτερικό της αλυσίδας. Με αυτή την έννοια ένα κράτος μπορεί να μην έχει μεταβεί στον μονοπωλιακό/ ιμπεριαλιστικό στάδιο αλλά συμμετέχει στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, σε κατώτερη θέση, σε σχέση με άλλους σχηματισμούς που βρίσκονται στο μονοπωλιακό στάδιο.

Από την άλλη για την κατάταξη μιας χώρας (ενός κοινωνικού σχηματισμού) στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα συνυπολογίζεται τόσο το επίπεδο της οικονομικής του ανάπτυξης όσο και η συνολική πολιτικο- στρατιωτική του ισχύ. Το ποιο από τα δύο στοιχεία έχει μεγαλύτερη σημασία εξαρτάται κάθε φορά από την εξέλιξη της ταξικής πάλης τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε τοπικό επίπεδο (Πουλαντζάς 1975: 33). Αυτό, με άλλα λόγια, που φαίνεται να κυριαρχεί στις σχέσεις μεταξύ των κρατών της αλυσίδας είναι η ανισόμετρη ανάπτυξη (Πουλαντζάς 1990: 60) γεγονός που οδηγεί και σε διαφορετικές, ιεραρχικά ανισότιμες, θέσεις. Με τον τρόπο αυτό ο Λένιν προσλαμβάνει την ιμπεριαλιστική αλυσίδα «ως μια ιδιαίτερη και πρωτότυπη πολυτικοοικονομική ενότητα που συγκροτείται χωρίς την ύπαρξη μιας ενοποιημένης παραγωγικής δομής» (Παλαιός 1987: 117).

            Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να προσεγγίσουμε και το επίδικο ζήτημα της κρατικής κυριαρχίας. Σε αντίθεση με το επιχείρημα πως μέχρι τώρα υπήρχε η κρατική κυριαρχία και τώρα η τελευταία έχει περιοριστεί λόγω της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, η ιστορική πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Πάντα υπήρχαν ισχυρά και λιγότερο ισχυρά κράτη και πάντα ανάλογα με τους συσχετισμούς δύναμης τα πρώτα πίεζαν περισσότερο ή λιγότερο τα δεύτερα (Krasner 1995/96: 150- 151). Η έννοια της εθνικής κυριαρχίας είναι μια σχεσιακή έννοια διότι συνδέεται με το γεγονός πως κάθε κράτος ξεχωριστά υπάρχει στο εσωτερικό μια καθορισμένης διεθνούς δικτύωσης.

            Το τελικό συμπέρασμα είναι πως δεν υπάρχουν κράτη γενικώς και αορίστως αλλά καπιταλιστικά κράτη που δεν έχουν ίδια  στρατιωτική και οικονομική ισχύ στο εσωτερικό της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας- πρόκειται για ανισότητες  οι οποίες τείνουν να αναπαράγονται βάση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης (βλ και παραπάνω τα σχετικά στατιστικά στοιχεία) με αποτέλεσμα τα ισχυρά κράτη (τα οποία και παρά την ύπαρξη δύο παγκοσμίων πολέμων έχουν παραμείνει τα ίδια), και οι αντίστοιχες αστικές τάξεις[12] που εκπροσωπούν, να γίνονται ακόμα πιο ισχυρά. Έτσι, δεν μπορεί να γίνει κατανοητό γιατί, και με ποιο τρόπο, θα μπορούσαν να  εγκαταλείψουν τις ιεραρχικά ανώτερες θέσεις που κατέχουν προς όφελος της ΚΔ. πόσο μάλλον που – πέραν των υπολοίπων- απουσιάζει και η οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με το τι θα γίνεται όταν προκύπτουν  αντιθετικές αποφάσεις σε διαφορετικά επίπεδα διακυβέρνησης (McGrew 2002: 162). 

Με άλλα λόγια, η όλη σύλληψη της ΚΔ πάσχει από μία πολιτική και ιδεολογική αφέλεια όπου εξαλείφεται η έννοια των διαφορετικών συμφερόντων καθώς και ο ανταγωνισμός που υπάρχει μεταξύ των φορέων διαφορετικών συμφερόντων κι όλα μοιάζουν να οδηγούνται στην υλοποίηση του σκοπού της ΚΔ φτάνει να υπάρχει τέτοια θέληση και να γίνει εφικτό το να παρακαμφτούν οι εθνοκεντρικές πολιτικές των Κρατών. Με τον τρόπο αυτό δε γίνεται κατανοητό ότι οι όποιες κοινωνικές συμμαχίες για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού θα πρέπει να στηρίζονται στην ύπαρξη κοινών υλικών  συμφερόντων και όχι ενός κούφιου ιδεαλισμού για την εκπλήρωση κάποιου προτάγματος πχ για την διεύρυνση και εμβάθυνση της «δημοκρατίας». Όπως ορθά υποστηρίζει ο Anderson το θέμα δεν είναι καθόλου δευτερεύον δεδομένου ότι ανάλογα με τους φορείς με τους οποίους επιλέγεις να συμμαχήσεις αντίστοιχου χαρακτήρα πολιτικό μόρφωμα διαμορφώνεις. Λαμβάνοντας υπόψη τις αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και των «υπερεθνικών» οικονομικών θεσμών (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ κλπ) δεν είναι καθόλου σαφές τι είδους κοσμοπολιτική δημοκρατία μπορεί να υπάρξει (Anderson 2002: 31). Συμπερασματικά μην έχοντας συγκεκριμένη  κοινωνική  και πολιτική βάση και αντίστοιχα κοινωνικά και πολιτικά στηρίγματα κάθε τέτοια προσπάθεια είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

           

ιν) Η μεταμοντέρνα αντίληψη των τάξεων

Ένα από τα βασικά  χαρακτηριστικά της ΚΔ είναι η συνειδητή προσπάθεια των υποστηρικτών της να αποφύγουν  οποιαδήποτε συσχέτισή της με συγκεκριμένες τάξεις και στρώματα. Ωστόσο, αυτό είναι μόνο η μία πλευρά- με την οποία ήδη ασχοληθήκαμε. Η άλλη πλευρά είναι η υποβάθμιση  της σημασίας των κοινωνικών  τάξεων στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Δεδομένου ότι αυτό που ενδιαφέρει είναι η δημιουργία των διαφόρων ειδών «θεματικών» δικτύων (περιβάλλον, πολιτισμός, δικαιώματα κλπ) αυτό που σαφώς υποβαθμίζεται είναι η όποια αναγνώριση του ατόμου- πολίτη μέσα από μια ταξική ταυτότητα. Στην ουσία η ΚΔ θεωρεί πως αυτό που υπάρχει για κάθε άτομο ξεχωριστά είναι μια πολλαπλότητα ταυτοτήτων και (αυτό) αναγνωρίσεων έτσι ώστε να απουσιάζει μια καθοριστική εκκίνηση που διαπερνά τη συμπεριφορά και τις πρακτικές τους. Όλα είναι θέμα ατομικών  επιλογών και δεν υπάρχουν δομικοί περιορισμοί που να εμποδίζουν την πραγματοποίηση αυτών των επιλογών.

Είναι φανερό πως μια τέτοια προσέγγιση έρχεται να συναντηθεί τόσο με την μεταμοντέρνα παράδοση του κατακερματισμένου υποκειμένου όπου δεν λαμβάνει υπόψη του συγκεκριμένες δομικές σταθερές, δεδομένου ότι οι θεωρητικοί του μεταμοντερνισμού απορρίπτουν την ταξική πολιτική υποστηρίζοντας ότι οι απόψεις για την προτεραιότητα της ταξικής πάλης και τον κεντρικό ρόλο της εργατικής τάξης έχουν ιστορικά συνδεθεί με την υποταγή των συμφερόντων των γυναικών, των εγχρώμων, των ομοφυλοφίλων και όλων όσων τα συμφέροντα δεν εντάσσονται άμεσα σε ένα ταξικό πλαίσιο, κατά συνέπεια. η εναλλακτική λύση  είναι η «πολιτική της ιδιαιτερότητας» (Σκορδούλης και Κολέζα 1997), αλλά και την κατ’ εξοχήν αστική αντίληψη της περιθωριοποίησης της σημασίας των κοινωνικών τάξεων.

Οι υποστηρικτές της υποβάθμισης της σημασίας των κοινωνικών τάξεων θεωρούν ότι υπάρχει μια σταδιακή μείωση των οικονομικών διαφορών και των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, μια πανταχού παρούσα λειτουργία της κοινωνικής κινητικότητας και μια αποδιάρθρωση των κοινών πρακτικών που χαρακτήριζαν στο παρελθόν τα άτομα που ανήκαν σε ίδιες κοινωνικο- οικονομικές κατηγορίες. Το αποτέλεσμα είναι η αποσύνδεση του επαγγέλματος με την ταξική συνείδηση. Νέα μοντέλα κοινωνικής διαστρωμάτωσης έχουν κάνει την εμφάνισή τους, τα οποία διαφέρουν σε τέτοιο βαθμό με τα αντίστοιχα του παρελθόντος που να μπορεί να γίνει λόγος για κατακερματισμό της παραδοσιακής κοινωνικής διαστρωμάτωσης (Clark- Lipset 1991: 407- 408). Το σύστημα της διαστρωμάτωσης στις αναπτυγμένες χώρες έχει γίνει πιο πλουραλιστικό, πολυδιάστατο και επιδρούν σε αυτό παράγοντες εξωτερικοί σε σχέση με την εργασία. Το σαφές αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών είναι η μειούμενη βαρύτητα των ταξικών διαφοροποιήσεων (Clark- Lipset- Rempel 1993: 293).

Με τι από όλα αυτά διαφωνούν οι συνήγοροι της ΚΔ;  Πού στις αναλύσεις τους υπάρχει η παραδοχή- έστω- εννοιών όπως η εκμετάλλευση, η κυριαρχία και η ύπαρξη μιας άρχουσας τάξης; Όλοι γίνονται μια μεγάλη μεσαία ενιαία τάξη όπου συνυπάρχουν  πάσης φύσεως «εργαζόμενοι», γιατί στον καπιταλισμοί όλοι εργαζόμενοι είναι και ο καπιταλιστής και ο εργάτης, και πάσης φύσεως «στελέχη» (αυτό είναι καινούρια τάση, να χαρακτηρίζονται όλοι οι υπάλληλοι στελέχη ώστε να μην μπορούν να διεκδικήσουν υπερωρίες). Μέσω αυτής της οπτικής, ακραία εκδοχή της οποίας είναι να θεωρείται πως οι ταξικές διαφορές έχουν μειωθεί επειδή έμπορος και πωλήτρια πηγαίνουν στην ίδια συναυλία- άρα υιοθετούν το ίδιο πολιτιστικό πρότυπο, γεγονός που αποδεικνύει τη λείανση των κοινωνικών διαφορών, οι σημαντικότατες τομές που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο της παραγωγής (ευελιξία, σύνδεση μισθού- παραγωγικότητας, πολυλειτουργικότητα) αφενός να μένουν στο απυρόβλητο της κριτικής και αφετέρου να μην αναγνωρίζεται η πραγματικότητα της προλεταριοποίησης ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων[13]

 

Εν κατακλείδι

Αυτό στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι η ΚΔ ασπάζεται τον κεντρικό πυρήνα των βασικών  αστικών ιδεολογημάτων- απότοκο της υποχώρησης του αριστερού κινήματος και της ανατρεπτικής ιδεολογίας. Στην  ουσία έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό ενσωματωτικής λειτουργίας που έχει ανάγκη το σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα. Επικεντρώνεται σε όψεις της κοινωνικής δυσφορίας χωρίς να αμφισβητεί την ίδια τη γενεσιουργό αιτία  των κοινωνικών προβλημάτων. Εντυπωσιάζει το γεγονός πως απουσιάζει η έννοια καπιταλισμός από τις αναλύσεις της ΚΔ. Όλα μοιάζουν να ακολουθούν μια γραμμική –και ευκταία – πορεία. Υπάρχει μια αύξουσα διεθνοποίηση, η οποία οδηγεί στην παγκοσμιοποίηση που για να μην μετατραπεί σε ένα καθεστώς αδικίας είναι αναγκαία η ενεργοποίηση σε παγκόσμιο επίπεδο ενός καθεστώτος διαχείρισης και ρύθμισης υπερβαίνοντας το ξεπερασμένο πλαίσιο των εθνικών κρατών. Στο καθεστώς αυτό είναι σημαντική η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εμπλοκή των πολιτών. Το τι είδους πολίτες είναι αυτοί δεν ενδιαφέρει την ΚΔ. Το ποια είναι η καθημερινότητά τους, το πώς βιώνουν την καπιταλιστική εκμετάλλευση και κυριαρχία, το ποιες είναι οι ιδέες που καθορίζουν τις πρακτικές τους, όλα αυτά είναι δευτερεύουσας σημασίας[14]. Το βασικό θέμα είναι η εμβάθυνση της δημοκρατίας.

Ωστόσο, παρά τις διακηρύξεις περί εμβάθυνσης της δημοκρατίας και δημιουργίας παγκόσμιων συμμετοχικών θεσμών μια προσεκτικότερη μελέτη των θέσεών της μας οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα. Η λειτουργία της παραδοσιακής αστικής δημοκρατίας, με το ταξικό πρόσημο το οποίο την χαρακτηρίζει, αποτελεί μια σαφώς πιο προοδευτική κατάσταση από αυτή της ΚΔ. Κι αυτό γιατί στην πρώτη περίπτωση οι πολίτες ενός συγκεκριμένου κράτους «αντιπροσωπεύονται», έστω στρεβλά, έστω κάτω από την ηγεμονία και κυριαρχία του κεφαλαίου, μέσω των πολιτικών κομμάτων και των συνολικών πολιτικών προγραμμάτων που έχουν υιοθετήσει. Αντίθετα στην περίπτωση της ΚΔ η αντιπροσώπευση αφορά κάθε φορά ένα μόνο συγκεκριμένο ζήτημα που θα εκφράζεται διαμέσω των θεσμών της παγκόσμιας κοινωνίας και οι οποίοι θα λειτουργούν εκτός του θεσμικού πλαισίου του εθνικού κράτους (Chandler 2003: 340).

Από εκεί και  πέρα, το έλλειμμα δημοκρατίας γίνεται ακόμα μεγαλύτερο από τη στιγμή που οχυρωμένοι οι οπαδοί της ΚΔ πίσω από την υπεράσπιση ορισμένων παγκόσμιων αγαθών θεωρούν πως αυτή καθ’ αυτή η φύση της παγκοσμιότητας των προβλημάτων δίνει το δικαίωμα στο να αποκτούν οι στόχοι τους μια υπερ/ αντιπροσωπευτική διάσταση. Το γεγονός, δηλαδή, πως το οικολογικό πρόβλημα έχει παγκόσμιες επιπτώσεις επιτρέπει στους συνηγόρους της ΚΔ να μην το εμφανίζουν ως μια καμπάνια που εκφράζει τους διοργανωτές της αλλά ως ένα υπερ- πρόβλημα που ως τέτοιο εκφράζει όλους τους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει πως όποιες περιβαλλοντικές λύσεις προτείνονται για μια περιοχή θα πρέπει αυτόματα να γίνονται αποδεκτές, ακόμα κι αν οι πολιτικοί θεσμοί που αντιπροσωπεύουν τους κατοίκους της περιοχής είναι αντίθετοι. Φτάνουμε δηλαδή σε μια κατάσταση όπου  τα δικαιώματα του πολίτη της ΚΔ βρίσκονται εντελώς εκτός του ελέγχου του με τον ίδιο τρόπο που τα σχετικά με το περιβάλλον δικαιώματα είναι εκτός του ελέγχου των ζώων που διαβιούν εντός αυτού του περιβάλλοντος (Chandler 2003: 341). Και βέβαια μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είναι πολύ πιο εύκολο μέσω της χρήσης υπερεθνικών οργανισμών και της επίκλησης παγκόσμιων αναγκαιοτήτων να οδηγηθούμε σε περιστολές δημοκρατικών δικαιωμάτων, δεδομένου ότι τα πραγματικά δικαιώματα του πολίτη του έθνους- Κράτους θα βρίσκονται σε υποδεέστερη  μοίρα από τα εικονικά δικαιώματα του  πολίτη της ΚΔ. Τέλος, οι όποιες, διαδικασίες ελέγχου που διέθεταν οι πολίτες απέναντι στις κυβερνήσεις και τους διεθνείς οργανισμούς θα υποβαθμισθούν σε όφελος ad hoc πλαισίων λήψης αποφάσεων.

Συμπερασματικά το βασικό πρόβλημα με τη θεωρία της ΚΔ δεν είναι ούτε πως είναι ανεφάρμοστη ούτε πως σε πολλά σημεία αναπαράγει με νέο περιτύλιγμα όψεις των ιδεολογημάτων των κυρίαρχων τάξεων. Το βασικό ζήτημα είναι πως πλευρές του περιεχομένου της μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη νομιμοποίηση επιλογών των κυρίαρχων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Έτσι, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις των τελευταίων 15 χρόνων έγιναν στο όνομα υπερεθνικών αξιών όπως «η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», «ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία», «τα δικαιώματα των μειονοτήτων» δημιουργώντας, ωστόσο, συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτικά αποτελέσματα, τροποποιώντας συσχετισμούς δύναμης και ενισχύοντας όχι την κοσμοπολιτική δημοκρατία αλλά την εξουσία των ιμπεριαλιστικών κρατών και  των μονοπωλιακών μερίδων του κεφαλαίου.

 

Βιβλιογραφία

Albrow Martin 1996, The Global Age. State and Society Beyond Modernity. Cambridge: Polity Press.

Αλτουσέρ Λουίς, 1987, «Σημείωση σχετικά με τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του κράτους», Θέσεις 21: 37-49.

Anderson James (ed), 2002, Transnational Democracy. Political spaces and border crossings, London: Routledge.

Anderson James, 2002, “Questions of Democracy, territoriality and globalization”, in Anderson (ed), Transational…σς. 6- 38.

Arjun Appadurai  and Carol A. Breckenridge, “Why public culture?” Public Culture 1, 1: 5-9.

Archibugi Daniele and David Held (eds), 1995, Cosmopolitan Democracy. An Agenda for a New World Order, Oxford: Polity Press.

Archibugi Daniele and David Held, 1995, “Editor’s Introduction” in Archibugi and Held (eds), Cosmopolitan…σς. 1- 16

Archibugi Daniele, 1995, “From the United Nations to Cosmopolitan Democracy” in Archibugi and Held (eds), Cosmopolitan…σς.121- 162.

Archibugi Daniele, David Held and Martin Kohler (eds), 1998, Re-imagining Political Community. Studies in Cosmopolitan Democracy, Oxford: Polity Press.

Archibugi Daniele, 1998, “Principles of Cosmopolitan Democracy”, 198-228.

Archibugi Daniele, 2000, “Cosmopolitan Democracy”, New Left Review 4: 137- 150.

Archibugi Daniele, 2002, “Demos and Cosmopolis”, New Left Review 13:  24- 38.

Archibugi Daniele (ed), 2003, Debating Cosmopolitics, London: Verso.

Archibugi Daniele,  2003 «Cosmopolitical Democracy» in Archibugi (ed), Debating..σς. 1-15.

Archibugi Daniele, 2004, «Cosmopolitan democracy and its Critics: A Review», European Journal of International Relations 10, 3: 437- 473.

Baylis John and Steve Smith (eds), 1997, The Globalization of World Politics. An Introduction to International Relations, Oxford: Oxford University Press.

Best Steven and Douglas Kellner, 1991, Postmodern Theory: Critical Interrogations, London and New York: Macmillan and Guilford Press, http://www.gseis.ucla.edu/faculty/kellner/pomo/ch1.html

Bird Jon, Barry Curtis, Tim Putnam and George Robertson (editors), 1993, Mapping the Futures: local cultures, global change, London: Sage.

Calhoun Craig, 2003, “The Class consciousness of Frequent Travellers: Towards a Critique of Actually Existing Cosmopolitanism” in Archibugi (ed), Debating..σς. 86- 116.

Camilleri Joseph and Jim Falk, 1992, The end of Sovereignty?, Northampton: Edward Elgar

Canada and the World Backgrounder, 2000, «For Richer, For Poorer», 65, 6: 1-6. wilsontxt.hwwilson.com/pdffull/04934/MKRTE/XSY.pdf.

Carnoy Martin and Manuel Castells, 2001, «Η Παγκοσμιοποίηση.Η κοινωνία της Γνώσης και το Κράτος. Ο Πουλαντζάς στα τέλη της χιλιετίας» in Ρήγος και Τσουκαλάς (επιμ) Η Πολιτική…, σς.. 392- 416.

Chandler David, 2003, “New Rights for Old?”, Cosmopolitan Citizenship and the Critique of State Soveregntity”, Political Studies 51, 2: 332- 349.

Clark Terry Nichols and Seymour Martin Lipset., 1991, «Are Social Classes Dying?», International Sociology 6, 4: 397- 410.

Clark Terry Nichols, Seymour Martin Lipset and Michael Rempel 1993, «The declining Political Signifiance of Social Class», International Sociology 8, 3: 293- 316.

Cooper, Robert 2002, ‘The post-modern state’ in Leonard (ed.), Re- Orderimg…: σς 11-20.

Cusimano Maryann, 2000, Beyond Sovereignty. Issues for a Global Agenda. Boston: Bedford/ St. Martin’s.

Delanty Gerard, 2000, Citizenship in a global age. Society, culture, politics, Buckingham/ Philadelphia: Open University Press.

Falk Richard 1999, Predatory Globalization. A Critique, Oxford: Polity Press.

Featherstone Mick, 1993, “Global and local cultures” in Bird, Curtis, Putnam and Robertson (eds), Mapping the…, σς. 169- 187.

Featherstone Mike, Scott Lash and Roland Robertson (eds), 1995, Global Modernities, London: Sage

Featherstone Mike and Scott Lash, 1995, «Globalization, Modernity and the Spatialization of Social Theory: An Introduction» in Featherstone, Lash and Robertson (eds),  Global Modernities, pp. 1-24.

Galtung Johan, 2000, “Alternative models for global democracy” in Holden (ed), Global Democracy…, σς. 143- 161.

Goodman James, 2002, “Contesting corporate globalism. Sources of power, channels for democratisation” in Anderson (ed), Transational…σς. 215- 235.

Harvey, David 1990, The Condition of Postmodernity. An enquiry into the Origins of Cultural Change. Oxford: Blackwell.

Held David, 1995, Democracy and the Global order. From the Modern State to Cosmopolitan Governance, Oxford: Polity Press.

Held David, 1999, “The transformation of political community: rethinking democracy in the context of globalisation” in Shapiro and Hacker-Cordon (eds), Democracy's Edges...σς. 84- 111.

Held David, 2001, “Globalization, Cosmopolitanism and Democracy: an Interview”, Constellations 8, 4: 427- 441.

Held David 2002, “Law of States, Law of Peoples: Three Models of Sovereignty”, Legal Theory 8: 1- 44.

Held David 2003, “Cosmopolitanism: globalization tamed?”, Review of International Studies, 29: 465- 480.

Held David & Anthony McGrew, 2004, Παγκοσμιοποίηση/ Αντι- Παγκοσμιοποίηση, Αθήνα: Πολύτροπο.

Holden Barry (ed), 2000, Global Democracy. Key Debates, London & New York: Routledge.

Jackson, John 2000, The Global Covenant. Human Conduct in a World of States. Oxford: Oxford University press.

Jessop, Bob 1997, «Capitalism and its future: remarks on regulation, government and governance», Review of International Political Economy  4, 3: 561- 581.

Jessop, Bob 2002, The Future of the Capitalist State, Cambridge: Polity.

Krasner, Stephen 1995/96,  «Compromising Westphalia», International Security, 20, 3: 115- 151.

Λένης Δημήτρης 2004, «Κοιμήσου Τισιφόνη. [Η ιδιωτικοποίηση του πολέμου στο Ιράκ]», Εκτός Γραμμής 5: 31- 33.

Leonard Mark (ed.), Re- Orderimg the World, London: The Foreign Policy Centre.

Lyotard,  Jean- Franceois 1984,  The Postmodern Condition, Minneapolis: University of Minnesota Press.

McGrew Antrhony, 2002, “Democratising global institutions. Possibilities, limits and normative foundations” in  Anderson (ed), Transational…σς. 149- 170.

         Μανχάιμ, Καρλ 1997, Ιδεολογία και Ουτοπία, Αθήνα: Γνώση.

         Μίλιμπαντ Ραλφ, 1984, Το Κράτος στην Καπιταλιστική Κοινωνία, Αθήνα: Πολύτροπο.

Mouffe Chantal, 2004, “Cosmopolitan Democracy or multipolar world order?”, Soundings 28: 62- 74.

         Μπαλιμπάρ Ετιέν, 1978, Για τη δικτατορία του προλεταριάτου, Αθήνα: Οδυσσέας .

Μπαλιμπάρ Ετιέν και Ιμμανουέλ Βαλλερστάιν 1991, Φυλή Έθνος Τάξη. Οι διφορούμενες ταυτότητες, Αθήνα: Πολίτης.

Natsios, Andrew 1996, «NGOs and the UN System in Complex Humanitarian Emergencies: Conflict or Cooperation?» in Weiss and Gordenker (eds), NGOs, the...σς. 67- 81.

Παλαιός, Α.Β. 1987, Ζητήματα Θεωρίας του Ιμπεριαλισμού, Αθήνα: Θεμέλιο.

Παπαμιχαήλ Γιάννης (επιμ), 2005, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και κυρίαρχη πολιτική, Αθήνα: Monthly Review Imprint.

Πέτρας Τζέιμς και Χέντρι Βελτμέγιερ, 2005, Η παγκοσμιοποίηση χωρίς μάσκα. Ο ιμπεριαλισμός στον 21ο αιώνα, Αθήνα: ΚΨΜ.

Πέτρας Τζέιμς, 2005, «Ιμπεριαλισμός και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις στη Λατινική Αμερική» in Παπαμιχαήλ (επιμ) Μη Κυβερνητικές…: 17- 30.

Πουλαντζάς, Νίκος 1975, Φασισμός και Δικτατορία, Αθήνα: Ολκός.

Πουλαντζάς, Νίκος 1990, Οι Κοινωνικές Τάξεις στο Σύγχρονο Καπιταλισμό, Αθήνα: Θεμέλιο.

Rich, Bruce 2000, «Still Waiting: The Failure of Reform at the World Bank», The Ecologist, 30, 6: 1-13.

Ρήγος Άλκης και Κωνσταντίνος Τσουκαλάς (επιμ) 2001, Η Πολιτική Σήμερα. Ο Νίκος Πουλαντζάς και η επικαιρότητα του έργου του, Αθήνα: Θεμέλιο.

            Ρόζενμπεργκ Θεόφιλος και Ιωάννης Ραγκούσης, 1998, «Ο ρόλος των μη κυβερνητικών οργανισμών στην παροχή αναπτυξιακής βοήθειας: Θεωρία και πράξη» in Χουλιάρας (επιμ), Η διεθνής αναπτυξιακή βοήθεια προς τον 21ο αιώνα.

Sakellaropoulos, Spyros 2002, «Revisiting the Social and Political Theory of Social Classes», Rethinking Marxism 14, 4:  110- 133.

Σακελλαρόπουλος Σπύρος, 2004, Ο Μύθος της Παγκοσμιοποίησης και η πραγματικότητα του Ιμπεριαλισμού, Αθήνα: Gutenberg. 

Σακελλαρόπουλος Σπύρος, 2004α, «Προς μια Υπερεθνική Αστική τάξη; Μια κριτική προσέγγιση», Θέσεις  89: 111- 140.

Σακελλαρόπουλος Σπύρος, 2005, «Ιμπεριαλισμός και παγκοσμιοποίηση στο σύγχρονο κόσμο», Διάπλους τ. 9, σελ. 52- 54.

Σακελλαρόπουλος Σπύρος και Παναγιώτης Σωτήρης 2004, «Τα θεωρητικά και μεθοδολογικά αδιέξοδα της ‘παγκοσμιοποίησης’», Θέσεις 87: 151- 177.

Scholte Jan Aart 1997, «The Globalization of World Politics», in Baylis and Smith (eds), The Globalization of World Oxford: Oxford University Press, σς. 13- 32.

Shapiro Ian and Casiano Hacker-Cordon (eds), Democracy's Edges, Cambridge: Cambridge University Press.

Shaw Martin 1994, Global Society and International Relations: Sociological Concepts and Political Perspectives, Cambridge: Polity.

Σκορδούλης Κώστας και Ευγενία Κολέζα, 1997, «‘Mεταμοντέρνος’» σχετικισμός και επιστημονική ορθολογικότητα (Με αφορμή την υπόθεση Sokal), Θέσεις 60, http://www.theseis.com/1-75/theseis/t60/t60f/sokal.htm.

Smart, Barry 1993, Postmodernity. London: Routledge.

Smith, Steve 1997, «New Approaches to International Theory» in Baylis and Smith (eds), The Globalization of World Oxford: Oxford University Press, σς 165- 190.

Sorensen, Georg 2004, The Transformation of the State. Beyond the Myth of Retreat. New York: Palgrave.

Thompson Janna, 1998, “Community and World Citizenship” in Archibugi, Held and Kohler (eds), 1998, Re-imagining, σς. 179- 197.

Urbinati Nadia, 2003, “Can Cosmopolitan Democracy Be Democratic?” in Archibugi (ed), Debating..σς. 67- 85

Χιρς Γιόακιμ, 2005, «Τα καινούρια ρούχα του Κράτους. Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και η διεθνοποίηση των κρατών» in Παπαμιχαήλ (επιμ) Μη Κυβερνητικές…: 74- 93.

Χουλιάρας, Αστέρης 1997, «Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και ο αναπτυσσόμενος κόσμος. Τρεις Μύθοι», Νέα Οικολογία, 151: 21- 23.

Χουλιάρας Αστέρης (επιμ), 1998, Η διεθνής αναπτυξιακή βοήθεια προς τον 21ο αιώνα, επιμέλεια, Αθήνα: Εξάντας

Weber Henri, 1987, «Τακτική και στρατηγική της Αριστεράς στη Δ. Ευρώπη», Θέσεις 18: 19-48.

Weiss Thomas and Leon Gordenker (eds), 1996, NGOs, the UN and Global Governance, Boulder: Lynne Rienner.

Wirten Per, 2002, “Free the nation- cosmopolitanism now!”, www.eurozine.com.

Wolf, Martin 2001, ‘The need for a new imperialism’, Financial Times 9/10/2001.

 

 

 

 

 


[1]Είναι προφανές πως ο όρος κοσμοπολιτισμός δεν χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στη δεκαετία του ’90. Οι σχετικές αναφορές αποκαλύπτουν πως οι Στωικοί στην αρχαιότητα, ως φιλοσοφικό ρεύμα, έκαναν πρώτοι χρήση του σχετικού όρου και στη συνέχεια υπάρχει η παρέμβαση του Καντ. Ο τελευταίος παρουσίασε μια δικαική  αντίληψη  περί κοσμοπολιτισμού, καταδικάζοντας της πρακτική της σύναψης συνθηκών, θεωρώντας πως δεν αποτελούν παρά μια θεσμική επικύρωση συσχετισμών δύναμης και αντί να περιορίζουν τη χρήση βίας  λειτουργώντας ενισχυτικά στη χρήση της.  Ο Καντ  μοιάζει να παλινδρομεί μεταξύ μιας παγκόσμιας κοσμοπολιτικής τάξης που θα τη συγκροτούν οι πολίτες του κόσμου και μιας ομοσπονδιακής τάξης όπου θα αποτελείται από κυρίαρχα κράτη με ισχυρές κοινωνίες πολιτών (Delanty 2000: 56)  

[2]Για το λόγο αυτό ο  Archibugi υποστηρίζει πως η ανάπτυξη της δημοκρατίας στο εσωτερικό των κρατών ευνοεί την ειρήνη, αλλά δεν δημιουργεί απαραίτητα μια αποτελεσματική  εξωτερική πολιτική (Archibugi 2004: 439).

[3]Αντίθετα, τα κράτη θεωρούνται υπεύθυνα για πολλές από τις αρνητικές όψεις του σύγχρονου κόσμου: είναι τα κράτη που συντελούν στην εθνική ομογενοποίηση μέσω της πολιτιστικής, θρησκευτικής και εθνοτικής καταστολής, είναι τα κράτη που διαθέτουν ένοπλες δυνάμεις, ελέγχουν την αστυνομία, εκδίδουν τα (χαρτο)νομίσματα, επιτρέπουν ή εμποδίζουν την είσοδο στα εδάφη τους, αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των πολιτών και τους επιβάλουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις(Archibugi 2000: 137).

[4]Ουσιαστικά ο στόχος της παγκόσμιας επέκτασης  της δημοκρατίας είναι που διαφοροποιεί  την ΚΔ από τις διάφορες μορφές του Κοσμοπολιτισμού.  Οι τελευταίες συνδέονται με μια απλή επίκληση περί παγκόσμιας υπευθυνότητας. Η ΚΔ, αντίθετα, αναγνωρίζει πως μια συγκεκριμένη γκάμα ζητημάτων όπως είναι η προστασία του περιβάλλοντος, η ρύθμιση της μετανάστευσης και η χρήση των φυσικών πόρων, θα πρέπει να αποτελούν υποκείμενα του αναγκαίου δημοκρατικού ελέγχου με την έννοια πως η δημοκρατία θα πρέπει να υπερβεί τα όρια των μεμονωμένων κρατών και να επιβληθεί σε παγκόσμιο επίπεδο (Archibugi 2003: 7).

[5] Όπως, πολύ γλαφυρά, παρατηρεί ο Held, «η ρύθμιση του εμπορίου, της διαχείρισης της χρηματοπιστωτικής αστάθειας, η έκρηξη των ανισοτήτων, η προστασία του περιβάλλοντος και η άμυνα της γενετικής βάσης του ανθρώπινου είδους, δεν αποτελούν ζητήματα που μπορούν, πια, να λυθούν από τα κράτη ή από τη μεμονωμένη δράση των ατόμων…Είναι αναγκαία η προϋπόθεση της ιδέας των αυτοκυβερνώμενων ανθρώπων  που μπορούν να πάρουν στα χέρια τους τη μοίρα τους.  Σήμερα , ζούμε σε ένα κόσμο που υπάρχει ένας υπερχειλίζων αριθμός κοινοτήτων κοινής μοίρας, όπου η τύχη διαφορετικών ανθρώπων είναι αλληλένδετη, και επηρεάζεται είτε από τα ισχυρά κράτη, είτε από διαδικασίες- από τις χρηματοπιστωτικές αγορές μέχρι το περιβάλλον- που είναι παγκοσμιοποιημένες στην αποστολή τους και στις διακλαδώσεις τους. Πώς απαντάμε απέναντι σε όλα αυτά; Η μια λύση είναι να αφήσουμε την κατάσταση όπως είναι, όπου τα κράτη και οι αγορές, θα επιχειρήσουν να λύσουν τα προβλήματα που αναδύονται. Στην περίπτωση αυτή τα προβλήματα θα «επιλυθούν» από τις πιο ισχυρές χώρες … σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα…αφήνοντας τα πράγματα σε ένα κόσμο που θα κυριαρχούν τα ισχυρά κράτη και οι ανεξέλεγκτες αγορές. Η άλλη λύση είναι η δημιουργία νέα μορφών διαφάνειας και λογοδοσίας (accountability), νέα μορφές δημοκρατίας και πιο αποτελεσματική ρύθμιση που να μπορεί να εντάξει αυτές τις διαδικασίες σε μεγαλύτερο πολιτικό έλεγχο και διαχείριση (Held 2001: 431)  

[6]Για το λόγο αυτό ο Archibugi θεωρεί πως οι συλλογικότητες που ασχολούνται με ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό ιδιαίτερων ζητημάτων δεν αντιστοιχούν αναγκαστικά σε συγκεκριμένες κρατικές επικράτειες (Archibugi 2004: 439).

[7] Για την ακρίβεια ο Held αλλού αναφέρεται σε 4 βασικές αρχές και αλλού σε 7. Οι 8 βασικές αρχές που αναφέρονται εδώ αποτελούν σύμμειξη των βασικών του αντιλήψεων (Held 2003: 470- 471; Held 2002: 24 -35). 

[8]Από ορισμένες πλευρές, μάλιστα, προτείνεται και η σταδιακή εκπροσώπηση των περιφερειακών ενώσεων  μέσω της μορφής «μια φωνή- μια ψήφος» (Galtung 2000: 154).

[9]Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρει ένας σημαντικός συνήγορος της ΚΔ ο M. Shaw: Η προοπτική της δημιουργίας μιας παγκόσμιας ηγεσίας θα  πρέπει να επικεντρώνεται «σε μια νέα ενότητα σκοπών μεταξύ των λαών και των κυβερνήσεων της Δύσης, από τη στιγμή που μόνο η Δύση διαθέτει τους οικονομικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς πόρους και τους δημοκρατικούς και πολυεθνικούς θεσμούς καθώς και την απαιτούμενη κουλτούρα για να την αναλάβουν. Η Δύση έχει μια ιστορική ευθύνη το αναλάβει αυτή την παγκόσμια ηγεσία» (Shaw 1994: 180- 181).

[10]Ο Archibugi αναφέρει πως τα κράτη είναι οι μεγαλύτερες στον κόσμο αποθήκες εξουσίας, υπεύθυνες μέσω των κατασταλτικών τους λειτουργιών για τη, εθνική, θρησκευτική και πολιτιστική ομογενοποίηση, δεδομένου πως είναι τα κράτη που διαθέτουν τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία, επιτρέπουν ή απαγορεύουν  την είσοδο εντός των συνόρων τους, αναγνωρίζουν δικαιώματα και καθορίζουν υποχρεώσεις για τους πολίτες τους, εκδίδουν το εθνικό νόμισμα κλπ (Archibugi 2000: 137).

[11]Το παράδειγμα του Ιράκ είναι πολύ ενδεικτικό από κάθε άποψη. Η συγκρότηση επιχειρήσεων όπως η DynCorps, η Vinnel Corp, η Blacwater Inc και Erinus έχει δώσει τη δυνατότητα για πραγματοποίηση επιχειρήσεων σε πολλές περιοχές του πλανήτη. Ειδικότερα για το Ιράκ σύμφωνα με το έγκυρο Jane’s Defense οι μισθοφόροι θα πρέπει να ξεπερνούν τους 10000 , γεγονός που τους μετατρέπει στο δεύτερο σε μέγεθος στρατό κατοχής! (Λένης 2004: 32- 33)

[12]Κατανοούμε πως στο σημείο αυτό μπορεί να εγερθεί μια πιθανή ένσταση σχετικά με το κατά πόσο υπάρχουν εθνικές αστικές τάξεις και όχι πολυεθνικές, παγκόσμιες, χωρίς εθνικό πρόσημο κλπ. Στο ζήτημα συνολικά έχουμε τοποθετηθεί σε προηγούμενο κείμενο μας (Σακελλαρόπουλος 2004α) επιχειρηματολογώντας γιατί δεν μπορεί να υπάρχει υπερεθνική τάξη τη στιγμή που συνεχίζουν να υπάρχουν εθνικά (καπιταλιστικά) κράτη.

 

[13]Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας δεν είναι δυνατό να εξηγήσουμε γιατί θεωρούμε πως σε απόλυτους όρους η εργατική τάξη αυξάνεται σε όλες τις χώρες της αναπτυγμένης δύσης. Για περισσότερα βλ. Sakellaropoulos 2002.

[14]Αυτό που κυριαρχεί στην προβληματική των θιασωτών της ΚΔ είναι μια φιλελεύθερη αντίληψη του ατόμου η οποία αφενός παραγνωρίζει τους τρόπους με τους οποίους τα άτομα, τα συμφέροντα και οι αξίες τους, «κατασκευάζονται» από τις κοινότητες στις οποίες ανήκουν (Sandel όπως αναφέρεται από McGrew 2002: 161) και αφετέρου εμμένει σε μια συμβολαιακή, και όχι συγκρουσιακή, προσέγγιση των πολιτικών διαδικασιών (Goodman 2002: 217).